Παρασκευή 18 Νοεμβρίου 2022

«ΓΙΝΕ ΑΓΡΥΠΝΟΣ ΚΑΙ ΠΡΟΣΕΚΤΙΚΟΣ» (Ἀποκ. γ΄2).


 

ΠΡΟΠΟΡΕΥΕΤΑΙ Ο ΧΡΙΣΤΟΣ.

 

 

Ἀδελφέ συνοδοιπόρε, ἄκουσε με προσοχή,

ἀφουγκράσου τῆς ἀλήθειας τή φωνή.

Ὡς φωνή σάλπιγγος, ὡς φωνή ὑδάτων πολλῶν,

ἀπ’ τά οὐράνια ἔρχεται νά ἀφυπνήσῃ τούς ἐν

σκότει καθεύδοντας καί ὑπνούντας τόν γλυκύν

ὕπνον τῆς ἁμαρτίας. Ἄκουσε  τή Φωνή τῆς ἀγάπης

τοῦ Χριστοῦ καί «πρόσεχε σεαυτῷ μή ἐπιλάθῃ

Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου»(Δευτρ.8,11). «Γίνου γρηγορῶν»

Γίνε ἄγρυπνος καί προσεκτικός (Ἀποκ. γ΄2).

Προπορεύεται ὁ Χριστός, στήν ἀνοδική Πορεία

ἀπό γῆς, πρός Οὐρανόν, Τύπος καί Ὑπογραμμός

ΥΠΑΚΟΗΣ στό Θέλημα τοῦ Θεοῦ καί Πατρός.




 

Ἄβυσσος εἶναι ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου, καί πολλές

τοῦ βίου οἱ ζάλες μᾶς κυκλώνουν, ὥσπερ μέλισσαι

κηρίον, μπερδεύεται ἡ ταλαίπωρη ψυχή μας,

καί μέ θολωμένο μυαλό, διατρέχουμε κινδύνους

πολλούς καί συμφορές, σ’ αὐτή τήν ἄθλια παροικία.

Ὅμως δέν πρέπει ποτέ νά ξεχνᾶμε ὅτι τώρα πιά

δέν βαδίζουμε μόνοι, στή στενή καί τεθλιμμένη ὁδό.

Προπορεύεται, με χαρά, «ὁ Ἄμνός τοῦ Θεοῦ ὁ αἴρων

τήν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου», ὁ γλυκύς καί πρᾷος Ἰησοῦς,

μᾶς ἐνισχύει καί μᾶς ζωοποιεῖ. Και εἶναι πραγματικά

«μακάριος ὁ γρηγορῶν καί τά ἱμάτια αὐτοῦ τηρῶν,

ὥστε νά μή περιπατεῖ γυμνός και βλέπωσιν οἱ πάντες,

τήν ἀσχημοσύνην αὐτοῦ» (Ἀποκ. ιστ΄ 15) …

Γίνε, λοιπόν, ἄγρυπνος και προσεκτικός, «ἐάν οὖν μη

γρηγορήσῃς, ἥξω ἐπί σέ ὡς κλέπτης, ξαφνικά, καί οὐ

μη γνώσῃ ποίαν ὥραν ἥξω ἐπί σέ»(Ἀποκ. γ΄3. ιστ΄15).

Ἄν  δέν ξυπνήσῃς ἔγκαιρα καί  δέν  προλάβῃς νά

διαλύσῃς τά σκοτάδια τῶν παρανοήσεων, αὐτοῦ

τοῦ κόσμου τή φαυλότητα  καί τήν ἀλαζονία, τήν

ἔπαρσι, τόν Ἐγωϊσμό, τήν Ψευτιά καί τήν ὑποκρισία,

εὔκολα μπορεῖς νά βυθισθῇς «εἰς ᾇδου βυθόν», εἰς   

ἄβυσσον Ὀδύνης καί  ἀπελπισίας. Πρόσεχε, λοιπόν,

στόν ἐαυτό σου, μη χάσῃς τόν προσανατολισμό σου.

Ἄκουσε τῆς Ἀληθείας τή Φωνή και «γίνου γρηγορῶν».

Κρούει τή Θύρα ὁ Χριστός καί προπορεύεται, μᾶς

συνοδεύει και μᾶς ἀκολουθεῖ, στήν Πορεία μας, ἀπό

γῆς πρός Οὐρανόν και εἶναι πολύ-πολύ κοντά μας.

Εἶναι, λοιπόν, τώρα καιρός, πρίν τελειωτικά χαθοῦμε

ν’ ἀνοίξουμε εἰς τόν Χριστόν τήν  ἄχαρη καρδιά μας.

Καιρός νά ἀκολουθήσωμε τά ματωμένα Χνάρια Του

Μένοντες ἐν τῇ ἀγάπῃ, «ὅτι ὁ Θεός ἀγάπη ἐστί, καί

ὁ  μένων ἐν τῇ ἀγάπῃ ἐν τῷ Θεῷ μένει καί ὁ Θεός ἐν

αὐτῷ». Αὐτός εἶναι ὁ Παράδεισος, τό Τέλος τῆς Πορείας 

μας, ἡ αἰώνιος  Ζωή. Εἴθε δέ πάντες νά καταντήσωμεν

ἐκεῖ, «ἔνθα ὁ τῶν ἑορταζόντων ἦχος ὁ  ἀκατάπαυστος

καί  ἡ ἀπέραντος ἡδονή τῶν καθορώντων τοῦ  Σοῦ,

Προσώπου, Κύριέ μου Ἰησοῦ, τό Κάλλος τό ἄρρητον».

Δόξα τῇ συγκαταβάσει Σου, Κύριε, Δόξα σοι! ΑΜΗΝ.

 


 

 

 


                           







Πέμπτη 17 Νοεμβρίου 2022

«ΨΥΧΗ ΜΟΥ, ΨΥΧΗ ΜΟΥ, ΑΝΑΣΤΑ ΤΙ ΚΑΘΕΥΔΕΙΣ;»


ΞΥΠΝΑ, ΨΥΧΗ ΜΟΥ,ΤΩΡΑ, ΟΣΟ ΕΧΕΙΣ ΚΑΙΡΟ.

 

Ὁ Μακρόθυμος, μετά την πτῶσιν, μᾶς ἐγκατέστησεν εἰς την ἀπέναντι τοῦ Παραδείσου γῆν, μέ ἡμερομηνείαν λήξεως. Ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ, μᾶς προσφέρει «καιρόν μετανοίας». Καί δέν εἶναι ὑπερβολή, ἄν ποῦμε, ὅτι ἐμεῖς κοιμώμαστε. Χωρίς ἴχνος ντροπῆς, συνεχίζουμε τά ἔργα τῶν χειρῶν μας, λατρεύοντες τά Εἴδωλα καί ἀδικοπραγοῦμε. Συνεχίζουμε, χωρίς ἀγάπη, τίς κλοπές, τίς φαρμακεῖες,   τούς φόνους,  τίς ἀκαταστασίες και πᾶν φαῦλον πρᾶγμα.

Ὁ Μακρόθυμος ὅμως, μᾶς κυνηγάει, μέ τό ἔλεός Του, ἔρχεται κοντά μας, «κρούει τήν Θύραν» καί, μέ ἄπειρη ἀγάπη, μᾶς καλεῖ κοντά Του. «Πάντας ἀνθρώπου θέλει σωθῆναι και εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν» (Α΄Τ ιμοθ.β΄4).

Ὑπάρχει ὅμως ὅριον ἀνοχῆς. Ἔρχεται τό τέλος τῆς ἀνομίας. «Ἕως πότε ἔσομαι μεθ’ ὑμῶν; Ἕως πότε ἀνέξομαι ὑμῶν; λέγει ὁ Κύριος(Ματθ.ιζ΄17).

ΕΙΝΑΙ ΚΑΙΡΟΣ νά ξυπνήσουμε, πρίν να εἶναι ἀργά. Εἶναι καιρός να προλάβουμε, νά διορθώσουμε τώρα  καί νά   θεραπεύσουμε την προβληματική μας συμπεριφορά. Εἶναι ἀνάγκη τῆς ψυχῆς, νά λατρεύουμε τόν Κύριον, μέ τήν καρδιά μας, «ἐν πνεύματι καί ἀληθείᾳ» καί νά ἀγαπᾶμε τόν πλησίον μας , ὅπως ἀκριβῶς τόν ἑαυτόν μας. Εἶναι παραφροσύνη νά τρέφουμε μῖσος, γιά τούς συνανθρώπους μας, πού εἶναι εἰκονίσματα τοῦ Χριστοῦ.

Ἡ Ὑπακοή, ἡ τήρησις τῆς Καινῆς Ἐντολῆς, τῆς Ἐντολῆς τῆς τελείας Ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ, πού λέγει: «Ἐντολήν καινήν δίδωμι ὑμῖν ἵνα ἀγαπᾶτε ἀλλήλους, καθώς ἠγάπησα ἡμᾶς ἵνα και ὑμεῖς ἀγαπᾶτε ἀλλήλους», εἶναι τό γνώρισμα τῶν Μαθητῶν τοῦ Χριστοῦ( Ἰωάν. ιγ΄33-34). Ἡ Παρακοή, ἡ παράβασις τῆς Ἐντολῆς εἶναι θάνατος. Ἡ Ἐντολή μᾶς  ὑπαγορεύει να ἀγαπᾶμε τούς συνανθρώπους μας, ὅπως  τόν ἑαυτόν μας καί νά τούς συγχωροῦμε, γιά ὅλα τά κακά, πού μᾶς ἔχουν κάνει. Εἴμαστε ψεύστες, ὅταν λέμε, πώς ἀγαπᾶμε το Θεό, ὅταν μισοῦμε καί δεν συγχωροῦμε τούς συνανθρώπους μας. Ὀφείλουμε, ὅσο ἔχουμε «καιρόν μετανοίας», νά εἴμαστε εἰλικρινεῖς, ἔντιμοι, στις διαπροσωπικές μας σχέσεις. Νά ἀποφεύγουμε τίς Ψευτιές και τίς ‘Υποκρισίες. Νά νηστεύουμε. Ὄχι, βέβαια, ὅπως οἱ ὑποκριτές Φαρισαῖοι, «πρός τό θεαθῆναι τοῖς ἀνθρώποις», ἀλλά νά νηστεύουμε νηστείαν δεκτήν καί εὐπρόσδεκτη ἀπό το Θεό. Νηστεία δέ εὐάρεστη στό Θεό, δέν εἶναι ἡ ἀλλαγή τῶν τροφῶν, ἀλλά ἡ ἀποχή ἀπό τό Κακόν καί τήν ἁμαρτίαν. Εἶναι ἡ μίμησις τῆς ζωῆς τοῦ Χριστοῦ. Εἶναι ἡ καθαρή καρδιά, πού φλέγεται ἀπό ἀγάπη γιά ὅλους καί γιά τά ἄγρια θηρία. Νά παρουσιαζώμαστε  μπροστά εἰς τον  Θεόν καί εἰς τούς συνανθρώπους μας, μέ τό ἀληθινό μας πρόσωπον. Πάνω ἀπό ὅλα νά προλάβουμε νά διορθώσουμε τά λάθη μας, μέ πράξεις γνησίας, ἁγνῆς, θυσιαστικῆς ἀγάπης  καί ἔτσι  νά προλάβουμε νά πλουτίζουμε εἰς Θεόν, νά θησαυρίζουμε θησαυρούς εἰς τόν Οὐρανόν, μέ ἐλεημοσύνες, πού μᾶς ἀνοίγουν τίς Πύλες τοῦ Οὐρανοῦ.

Προσέξτε, ἀγαπητά μου Παιδιά. Ὁ Κύριος ἔρχεται ταχύ, γιά νά κρίνῃ ὅλους μας καί  νά ἀποδώσῃ στόν καθένα μας κατά τά ἔργα αὐτοῦ.  Καλόν εἶναι νά μή συνεχίζουμε, ἀστόχαστα, νά λερώνουμε τήν ταλαίπωρη ψυχή μας, μέ ἄπρεπα λόγια- δηλητήριο, μέ λογισμούς αἰσχρούς, βλαβερές ἐπιθυμίες καί μέ φαντασίες ἀπρεπεῖς, και πάνω ἀπό ὅλα, μέ πράξεις ἄνομες και θανατηφόρες.

Μέ πικρία διαπιστώνουμε ὅτι, δυστυχῶς, γεμάτη λάσπη εἶν’ ἡ ψυχή μας, πολλή λάσπη… παντοῦ σαπίλα, βρόμα και δυσωδία. Ἕως πότε θα  παραμένουμε «δέσμιοι τῆς γῆς», αἰχμάλωτοι τοῦ σκότους;…

 

«Ψυχή μου, ψυχή μου, ἀνάστα,  τί καθεύδεις;

Τό τέλος ἐγγίζει, καί μέλλεις θορυβεῖσθαι·

ἀνάνηψον οὖν, ἵνα φείσηταί σου Χριστός ὁ

Θεός, ὁ πανταχοῦ παρών και τά πάντα πληρῶν».

                          (Ἀνδρέου Κρήτης, Κοντάκιον Μεγ. Κανόνος).

Ἡ Ἁγία μας Ἐκκλησία, μᾶς προστάζει νά ξυπνήσουμε καί νά μετανοήσουμε, πρίν νά εἶναι ἀργά. Καί μᾶς πληροφορεῖ ὅτι ὁ Κύριος εἶναι κοντά μας. «Ὁ Κύριος ἐγγύς». «Ἔρχεται ταχύ». «Ὡς κλέπτης ἐν νυκτί, ὡς ἀστραπή». Δεν βραδύνει. Δέν ἀργοπορεῖ ὁ Δικαιοκρίτης.

«Ξύπνα, ψυχή μου, ὅσο ἔχεις καιρόν μετανοίας. Πλησιάζει τό Τέλος τῆς ἀνομίας.  Καί πρόκειται να θορυβηθῇς. Σύνελθε ἀπό τή μέθη τῆς παραφροσύνης και ἀπό τη ματαιότητα τοῦ κόσμου τούτου. Ξαναβρές την πρώτη σου ἀγάπη, την νηφαλιότητά σου καί την ὀρθή, τη σωστή, την ὀρθόδοξη Πίστι σου. Ἀνάνηψε, λοιπόν. Ἀνάκτησε την πνευματική σου διαύγεια. Μετανόησε εἰλικρινά και ἔμπρακτα, γιά νά σέ εὐσπλαγχισθῇ καί νά σέ  συγχωρήσῃ ὁ Χριστός, ὁ γλυκύς και Ἠγαπημένος Ἰησοῦς, ὁ ἀληθινός θεός ἡμῶν, πού εἶναι Πανταχοῦ Παρών και πληροῖ τά πάντα.

 «Ὡς φοβερά ἡ Κρίσις Σου, Κύριε, τῶν Ἀγγέλων παρισταμένων, τῶν ἀνθρώπων εἰσαγομένων, τῶν βίβλων ἀνεωγμένων, τῶν ἔργων ἐρευνομένων, τῶν λογισμῶν ἐξεταζομένων·  Ποία κρίσις ἔσται ἐν ἐμοί τῷ συλληφθέντι ἐν ἁμαρτίαις; Τίς μου τήν φλόγα κατασβέσει; Τίς μου τό σκότος καταλάμψει; Εἰ μη Σύ, Κύριε, ἐλεήσεις με, ὡς Φιλάνθρωπος;» (Τροπάριο Μεγ. Ἀποδείπνου).

Εἶναι παρήγορο το γεγονός ὅτι θά ἔλθῃ γρήγορα ὁ Κριτής  θά ἀποδώσῃ εἰς τόν καθένα τό δίκιο του καί θά βασιλεύσῃ ἡ Δικαιοσύνη. «Και τίς δύναται σταθῆναι;» Ποιός ἀπό μᾶς, ἀλήθεια, θά μπορέσῃ νά σταθῇ μπροστά στό Δικαιοκρίτη;

Θά ἔλθῃ ἐν τῇ δόξῃ Αὐτοῦ καί μαζί Του θά παρίστανται οἱ Ἄγγελοι και ἐνώπιόν τους θά  εἰσάγονται σέ δίκη ὅλοι οἱ ἄνθρωποι. Τά βιβλία, ὅπου εἶναι καταγεγραμμένα τά ἔργα μας  θά εἶναι ἀνοικτά καί θά  ἐρευνῶνται οἱ σκέψεις μας, τά συναισθήματά μας καί θά ἐξετάζονται οἱ λογισμοί μας και θά δημοσιεύωνται «τά κρυπτά», ὅλα «τά κεκρυμμένα».   Τότε, τή φοβερή Ἡμέρα τῆς ὀργῆς, Πόσο φοβερή θά εἶναι ἡ Κρίσις Σου Κύριε! Καί δικαίως θά εἶναι «ἡ κρίσις ἀνέλεος, τῷ μή ποιήσαντι ἔλεος» (Ἰακ. β΄13).

Ποιά θά εἶναι, γλυκύτατέ μου Ἱησοῦ ἡ κρίσις Σου σέ μένα, πού ἔχω συλληφθῇ  ὁλόκληρος μέσα στίς ἁμαρτίες; Ποιός θά καθαρίσῃ τή  λάσπη; Ποιός θά ξεπλύνει τή βρομιά καί τή δυσωδία, «τῶν σκωλήκων την τροφή» μέσ’ ἀπό τή μέλαινα, τή σκοτεινή ψυχή μου; Ποιός  θά σβύσῃ τη φλόγα, τη φωτιά, πού σιγοκαίει ἐντός μου; Ποιός  θά μέ  λυτρώσῃ τελικά ἀπό τή φοβερή ὀδύνη, πού προκαλοῦν,  στήν  σαλεμένη μου καρδιά, τῶν ἁμαρτιῶν μου τά πλήθη; Ποιός θά φωτίσῃ τά  σκοτάδια μου; Ποιός θά λαμπρύνει την ταλαίπωρη ψυχή μου, ἐάν δέν μέ ἐλεήσῃς Σύ, Κύριε, πού σταυρώθηκες, γιά μένα, ὡς Φιλάνθρωπος;

 

Ἄνοιξε, Κύριε, τούς καταρράκτες τ’ Οὐρανοῦ, για νά

 ξεπλύνης τίς ντροπές. Καθάρισε τή λάσπη, ἀπ’ τήν

 ἀναίσχυντη, τή ράθυμη, τή μέλαινα ψυχή μας…ΣΩΣΕ

 μας. Ἰησοῦ μου, πρόφθασε, πρίν εἰς τέλος χαθοῦμε.

Ἐκτός ἀπό Σένα δέν ἔχουμε ἄλλον βοηθόν, 

καί δεν θέλουμε νά ἔχουμε ἄλλον κανέναν. 

Σέ Σένα ἁμαρτάνουμε, ἀλλ  ΕΣΕΝΑ ΜΟΝΑΧΑ ΛΑΤΡΕΥΟΜΕΝ.

Κύριε Σύ και μόνον Σύ εἶσαι ὁ Θεός μας κι’ ἐμεῖς εἴμαστε Δοῦλοι Σου, ἀχρεῖοι μέν, ἀλλά δικοί Σου δοῦλοι. Και σάν δοῦλοι Σου, ζητοῦμε το Ἔλεός Σου, ὄχι γιατί τό ἀξίζουμε, ἀλλά  ἕνεκεν τῆς δόξης τοῦ Ὁνόματός Σου, Κύριέ μου Ἰησοῦ. Δέξου μας, Πολυέλεε, εἰλικρινά μετανοιωμένους, κοντά Σου. Μή στερήσῃς ἡμᾶς  τοῦ Ἐλέους Σου. Φύλαξον ἡμᾶς ὑπό την Σκέπην Σου καί  ἀξίωσον πάντας ἡμᾶς τούς ἀναξίους δούλους, ἀσιγήτως, νά Σέ  ὑμνοῦμε καί νά Σέ δοξάζωμεν, μετά τῶν Ἀγγέλων καί τῶν Ἁγίων Σου, ἐν τῇ Βασιλείᾳ Σου, εἰς πάντας τούς αἰῶνας.ΑΜΗΝ.

 

  


Τετάρτη 16 Νοεμβρίου 2022

«ΑΦΡΟΝ· ΤΑΥΤῌ Τῌ ΝΥΚΤΙ ΤΗΝ ΨΥΧΗΝ ΣΟΥ ΑΠΑΙΤΟΥΣΙΝ ΑΠΟ ΣΟΥ· Ἅ ΔΕ ΗΤΟΙΜΑΣΑΣ ΤΙΝΙ ΕΣΤΑΙ;» (Λουκ. ιβ΄ 20).



 

«ΟΡΑΤΕ ΚΑΙ ΦΥΛΑΣΣΕΣΘΕ ΑΠΟ ΠΑΣΗΣ ΠΛΕΟΝΕΞΙΑΣ»(Λουκ ιβ΄15).

 

Ἡ πλεονεξία εἶναι θανάσιμον πάθος. Ὁ Κύριος μᾶς προτρέπει «νά προσέχουμε καί νά  προφυλάσσουμε τόν ἑαυτόν μας ἀπό κάθε εἶδος πλεονεξίας. Αἰτιολογεῖ δέ τήν προτροπή Του καί λέγει ὅτι τό νά ἐπιδιώκει κανείς νά ἔχῃ αγαθά περισσότερα, ἀπό ὅσα χρειάζεται, δηλαδή, τό ὀλέθριο πάθος τῆς πλεονεξίας, δέν ἐξασφαλίζει στόν πλεονέκτη περισσότερη ἄνεσι καί χαρούμενη ζωή. Διότι ἡ ζωή τοῦ ἀνθρώπου δεν ἐξαρτᾶται ἀπό τά περισσά πλούτη καί δεν διατηρεῖται ἀπό τά ὑπάρχοντά του, οὔτε τά πολλά πλούτη του, μποροῦν νά τοῦ ἐξασφαλίσουν μακροζωῒαν καί εὐχάριστον ζωήν(Λουκ. ιβ΄15).

Ο Κύριος, μέ τήν Παραβολή τοῦ ἄφρονος πλουσίου  ἀποδεικνύει ὅτι εἶναι πλάνη, εἶναι ἀπάτη, να νομίζουμε ὅτι  ἐξαρτᾶται ἀπό τον πλοῦτο ἡ ζωή τοῦ ἀνθρώπου. Εἶναι ἀφροσύνη. Προσέξτε, λοιπόν, καλά, «ἔχετε τά μάτια σας ἀνοιχτά», προφυλαχθῆτε ἀπό τήν πλεονεξία. Ἡ πλεονεξία εἶναι ὕπουλος ἀσθένεια. Εἶναι παραφροσύνη.

«Εἶπε δε παραβολήν τοῦ ἄφρονος πλουσίου, πρός ὅλους αὐτούς, τούς πλεονέκτες, λέγων· ἀνθρώπου τινός πλουσίου εὐφόρησεν ἡ χώρα (τά χωράφια του ἔφεραν μεγάλη σοδειά) καί ἐσκέπτετο μέσα του· Τί ποιήσω, ὅτι οὐκ ἔχω ποῦ συνάξω τούς καρπούς μου; Καί εἶπε τοῦτο ποιήσω· καθελῶ μου τάς ἀποθήκας (θά γκρεμίσω τίς παλιές μου ἀποθῆκες) καί μείζονας οἰκοδομήσω (καί θά κτίσω μεγαλύτερες) καί συνάξω ἐκεῖ πάντα τά γενήματά μου και τά ἀγαθά μου, καί ἐρῶ τῇ ψυχῇ μου· ψυχή, ἔχεις πολλά ἀγαθά κείμενα εἰς ἔτη πολλά· ἀναπαύου, φάγε, πίε, εὐφραίνου. Εἶπε δέ αὐτῷ ὁ Θεός· ἄφρων, ταύτῃ τῇ νυκτί τήν ψυχήν σου ἀπαιτοῦσιν ἀπό σοῦ· ἅ δέ ἡτοίμασας, τίνι ἔσται; Οὕτως ὁ θησαυρίζων ἑαυτῷ καί μή εἰς Θεόν πλουτῶν» (Λουκ. ιβ΄ 13-21).





Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, κατενόησε νόημα τῆς παραβολῆς, καί τονίζει  ὅτι «ὁ πλεονέκτης εἶναι εἰδωλολάτρης,(διότι ἡ λατρεία τοῦ χρήματος ἀπορροφᾶ την καρδιά του, τον κυριεύει το πάθος αὐτό) καί οὐκ ἔχει κληρονομίαν ἐν τῇ  βασιλείᾳ τοῦ Χριστοῦ καί Θεοῦ»( Ἐφεσ. ε΄5). Ὀφείλουμε νά περιπατοῦμεν «ἐν ἀγάπῃ», νά ζοῦμε «καθώς πρέπει ἁγίοις» καί συνεπῶς «ἡ πλεονεξία», οὔτε σάν ἁπλῆ ὀνομασία δεν πρέπει να ἀναφέρεται μεταξύ τῶν πιστῶν Χριστιανῶν(πρβλ. Ἐφεσ. ε΄ 1-3). Και συνιστᾶ, ὄχι μόνον στους Κολοσσαεῖς, ἀλλά σέ ὅλους τούς πιστούς καί λέγει: «Νεκρώσατε οὖν τά μέλη ὑμῶν τά ἐπί τῆς γῆς, πορνείαν, ἀκαθαρσίαν,( κάθε πάθος καί ὑποδούλωσιν εἰς τό Κακόν), ἐπιθυμίαν κακήν, καί τήν πλεονεξίαν, ἥτις ἐστίν εἰδωλολατρία» (Κολοσ. γ΄ 5).

Εἶναι καιρός νά ξυπνήσουμε, καί πρίν νά εἶναι ἀργά, να ἐννοήσουμε «το βραχύ τῆς ζωῆς καί την ματαιότητα τῶν ἐγκοσμίων πραγμάτων», νά καταλάβουμε καλά ὅτι ἡ πλεονεξία, ἡ ἀγχώδης βιοτική μέριμνα, γιά τήν ἀπόκτησι περισσοτέρων ὐλικῶν ἀγαθῶν, γιά τόν ἐαυτόν μας στή γῆ. Ὁ πλουτισμός, ἡ κακή διαχείρισις τοῦ πλούτου εἶναι ἀφροσύνη καί ἔχει  κακό τέλος γιά τόν πλεονέκτη.  Θά ἔλθῃ  δε ἡ στιγμή τοῦ τέλους τῆς ἀφροσύνης μας, κατά τήν ὁποίαν θά ἀκούσουμε κι’ ἐμεῖς τόν Θεόν, νά μᾶς λέγει: «Ἄφρων ταύτῃ τῇ νυκτί την ψυχήν σου ἀπαιτοῦσιν ἀπό σοῦ· ἅ δε ἡτοίμασας τίνι ἔσται;» Διότι αὐτό το τέλος θα ἔχῃ κάθε ἕνας πού θησαυρίζει, γιά τόν ἑαυτόν του στή γῆ καί δέν «θησαυρίζει εἰς Θεόν», πού  δέν   ἀποταμιεύει, μέ τά ἔργα τῆς  τέλειας ἀγάπης στό Θεό καί τόν πλησίον, «θησαυρούς ἐν οὐρανῷ» (Λουκ. ιβ΄21).

 




Παρασκευή 11 Νοεμβρίου 2022

ΟΡΟΣ Sine qua non

 


Ἡ ΓΝΗΣΙΑ, Η ΤΕΛΕΙΑ ΑΓΑΠΗ, ἡ «ἐν πνεύματι καί ἀληθείᾳ» 

Λατρεία τοῦ Θεοῦ, εἶναι βασικός ὅρος ἐπιστροφῆς εἰς

τήν «Πατρικήν Ἑστίαν».


«Διδάσκαλε, τί ποιήσας ζωήν αἰώνιον κληρονομήσω;» (Λουκ. ι΄25).

 

Α) «Ὁ Θεός ἀγάπη ἐστι» (Α΄ Ἰωάν. δ΄16).

 

Ἕνας εἶναι ὁ δρόμος, πού ὁδηγεῖ εἰς τήν αἰώνιον ζωήν. Εἷναι «ἡ καθ’ ὑπερβολήν Ὁδός τῆς τελείας Ἀγάπης εἰς τόν Θεόν και εἰς τά εἰκονίσματά Του, εἰς τούς πλησίον μας. Εἶναι δέ ἡ γνήσια, ἡ τελεία Ἀγάπη, δηλαδή «ἡ ἐν πνεύματι καί ἀληθείᾳ» λατρεία τοῦ Θεοῦ, βασικός Ὅρος, Ὅρος sine qua non, ἐπιστροφῆς τῶν πεπτωκότων, ὅλων τῶν ἀνθρώπων εἰς τήν «Πατρικήν Ἑστίαν», Ὅρος ἐπιστροφῆς εἰς τήν  ὄντως Ζωήν.

Ὅταν ὁ Φαρισαῖος νομικός «ἐκπειράζων, ἐπηρώτησεν τόν Κύριον, λέγων· Διδάσκαλε, τί ποιήσας ζωήν αἰώνιον κληρονομήσω; Ὁ Κύριος «πρᾷος και ταπεινός τῇ καρδίᾳ», δέχεται τόν «ἐκπειράζοντα», τόν ἐπηρμένον Διδάσκαλον τοῦ Νόμου, καί, μέ γλυκύτητα, τόν ἐπαναφέρει εἰς τήν τάξιν.

«Σύ» τοῦ λέγει, «εἶσαι νομικός. Ὀφείλεις νά γνωρίζῃς τόν Νόμον. Σέ ἐρωτῶ, λοιπόν, ἐν τῷ Νόμῳ τί γέγραπται; Πῶς ἀναγινώσκεις;»(Λουκ. ι΄26). Σύ, πού σπουδάζεις, ἐρευνᾶς καί διδάσκεις τό Νόμο, τί ἀναγινώσκεις; Τί λέγει ὁ Νόμος, γιά τό θέμα αὐτό; Πῶς τό ἀντιλαμβάνεσαι;

Τότε «ὁ ἐκπειράζων», σάν καλός Μαθητής, ἀποκρίνεται: «Στό Νόμο εἶναι γραμμένο: Ἀγαπήσεις Κύριον τόν Θεόν σου ἐξ ὅλης τῆς καρδίας σου καί ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς σου καί ἐξ ὅλης τῆς ἰσχύος σου καί ἐξ  ὅλης τῆς διανοίας σου, καί τόν πλησίον σου ὡς σεαυτόν» (Λουκ ι΄27). Τότε ὁ Κύριος τοῦ εἶπε: «Ὀρθῶς ἀπεκρίθης· τοῦτο ποίει καί ζήσῃ». Ἔδωκες  ὀρθήν ἀπάντησιν. Φρόντισε, λοιπόν, νά μετανοήσῃς εἰλικρινά. Νά ἐγκολπωθῇς τό Εὐαγγέλιον τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ. Νά κάνῃς «πρᾶξι» τήν τέλεια ἀγάπη. Νά ἀγαπήσῃς τόν Θεόν, μέ τελείαν ἀγάπην καί τόν πλησίον σου ὡς σεαυτόν. Νά τηρήσῃς πιστά ὅ, τι λέγει ὁ Νόμος τοῦ Θεοῦ, ὅ,τι διδάσκεις. Μέ ἄλλα λόγια φρόντισε νά λατρεύῃς τό Θεό, μέ τήν καρδιά σου, «ἐν πνεύματι και ἀληθείᾳ». Αὐτός εἶναι ὅρος  ἐκ τῶν ὧν οὐκ ἄνευ, ὅρος βασικός ἐπιστροφῆς εἰς τήν «Πατρικήν Ἑστίαν», βασικός ὅρος γιά νά εἰσέλθῃς εἰς τήν ὄντως Ζωήν, νά εἰσέλθῃς εἰς την Βασιλείαν τοῦ Θεοῦ, γιά νά  κληρονομήσῃς τήν αἰώνιον ζωήν. Δεν ἀρκεῖ να γνωρίζῃ κανείς τί πρέπει,  ἀλλά καί νά κάνῃ «πρᾶξι» στην καθημερινή του ζωή, αὐτό πού προστάζει ὁ Νόμος: Νά ἀγαπᾷ τό Θεό καί τόν πλησίον.

Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος λέγει ὅτι «Πρᾶξις, θεωρίας ἐπίβασις». Μέ τίς θεωρίες καί «Μέ τά λόγια, κτίζ’ ἀνώγια και κατώγια», λέει ὁ λαός. Ἡ τέλεια ἀγάπη μας στο Θεό, ἡ «ἐν πνεύματι καί ἀληθείᾳ» λατρεία τοῦ Θεοῦ, ἀποδεικνύεται μέ τήν τελείαν, τήν ἀνυπόκριτη, τήν  θυσιαστικήν ἀγάπην πρός τόν πλησίον. Ἀποδεικνύεται μέ πράξεις γνησίας ἀγάπης, μέ θεάρεστα ἔργα, ἔργα ἀγαθά. Διότι «ὁ Θεός ἀγάπη ἐστί, καί ὁ μένων ἐν τῇ ἀγάπῃ, ἐν τῷ Θεῷ μένει και ὁ Θεός ἐν αὐτῷ» (Α΄ Ἰωάν. δ΄16).

Τί σημαίνει· «μένω ἐν τῇ ἀγάπῃ»; Αὐτό σημαίνει: Ὑποτάσσω τό εὐτελές, τό ἀνθρώπινο θέλημά μου, εἰς τό πανάγιον Θέλημα τοῦ Θεοῦ «τό ἀγαθόν καί εὐάρεστον και τέλειον» (πρβλ. Ρωμ. ιβ΄2). Τηρῶ τίς δύο βασικές Ἐντολές τοῦ Θεοῦ. Κάνω «Πρᾶξι» τήν τελείαν Ἀγάπην εἰς τόν Θεόν καί ἀγαπῶ εἰλικρινά τόν πλησίον μου ὅπως ἀκριβῶς  ἀγαπῶ τόν  ἑαυτόν μου, καί ἔτσι εἰσέρχομαι εἰς τήν Βασιλείαν τοῦ Θεοῦ καί κληρονομῶ τήν αἰώνιον ζωήν.   

Ὁ Εὐαγγελιστής Ματθαῖος λέγει: «Ἐν  ταύταις ταῖς δυσίν ἐντολαῖς ὅλος ὁ Νόμος καί οἱ Προφῆται κρέμανται» (Ματθ. κβ΄40). Εἰς αὐτές τίς δύο Ἐντολές  στηρίζονται ὅλος ὁ Νόμος καί ἡ διδασκαλία τῶν Προφητῶν. Γι’ αὐτόν ἀκριβῶς τό λόγο συνέστησε εἰς τόν ἐκπειράζοντα νομικόν, ἀλλά καί σέ ὅλους ἐμᾶς συνιστᾶ ὁ Κύριος και λέγει: Ἐάν θέλετε νά εἰσέλθετε εἰς τήν Βασιλείαν τοῦ Θεοῦ καί νά κληρονομήσετε τήν αἰώνιον ζωήν, ὀφείλετε νά μένετε ἐν τῇ ἀγάπῃ. Νά λατρεύουμε δηλαδή τόν Θεόν μέ τήν καρδιά μας καί νά ἀγαπᾶμε τόν πλησίον μας, ὅπως ἀκριβῶς τόν ἑαυτόν μας. Μόνον ἔτσι μποροῦμε να ἐγγίσουμε τόν Θεόν, νά μένουμε ἑνωμένοι μαζί Του, εἰς τήν Βασιλείαν Του. Αὐτό σημαίνει μένω ἐν τῇ Ἀγάπῃ. Μόνον ἔτσι μποροῦμε νά μένουμε εἰς τόν Παράδεισον, εἰς τήν «Πατρικήν Ἑστίαν, εἰς τήν αἰώνιον και ἀδιατάρακτον διά θέας ἀπόλαυσιν τοῦ ἀπείρου Κάλλους τοῦ Προσώπου τοῦ Κυρίου, διά τῆς τηρήσεως τῶν Ἐντολῶν τῆς Ἀγάπης εἰς τήν καθημερινήν μας ζωήν. Μόνον ἔτσι ὁ ἄνθρωπος μένει ἐν τῇ ἀγάπῃ. Καί εἶναι βέβαιον ὅτι «ὁ μένων ἐν τῇ ἀγάπῃ, ἐν τῷ Θεῷ μένει καί ὁ Θεός ἐν αὐτῷ». Ὁ πρῶτος ἄνθρωπος δημιουργήθηκε ἀπό τό Θεό, ἐξ ἀπείρου ἀγάπης, «κατ’ εἰκόνα και καθ’ ὁμοίωσιν Αὐτοῦ». Τιμήθηκε μέ τήν τιμήν τοῦ «κατ’εἰκόνα». Τοποθετήθηκε εἰς τον Παράδεισον τῆς τρυφῆς «ἐργάζεσθαι αὐτόν καί φυλάσσειν». Τί σημαίνει αὐτό; Νά τηρῇ τήν Ἐντολήν τῆς ἀγάπης. Ἡ Ὑπακοή εἰς τήν Ἐντολήν εἶναι ἀπόδειξις ὅτι λατρεύει τόν Δημιουργόν καί Εὐεργέτην Του ἐν πνεύματι και ἀληθείᾳ, ὅτι «μένει ἐν τῇ ἀγάπῃ, μένει ἐν τῷ Θεῷ καί ὁ Θεός ἐν αὐτῷ». Αὐτός εἶναι καίΠαράδεισος. Ὁ Πρωτόπλαστος ὅμως, λέγει ὀ προφήτης, «ἐν τιμῇ ὤν, οὐ συνῆκε. Παρασυνεβλήθη τοῖς κτήνεσι τοῖς ἀνοήτοις και ὡμοιώθη αὐτοῖς». Ἔκαμε κακή χρῆσι τοῦ νοῦ και τῆς ἐλευθερίας του. Καί διά τῆς παρακοῆς εἰς τήν Ἐντολήν τῆς Ἀγάπης, χωρίσθηκε ἀπό τόν Θεόν. 


Β) Ὁ Θεόπλαστος, δέν μένει ἐν τῇ ἀγάπῃ, ἐγκαταλείπει τόν Θεόν καί φθάνει εἰς τήν ἐσχάτην ἐξαθλίωσιν.




 Μέ τήν κακήν του θέλησιν, δέν μένει ἐν τῇ ἀγάπῃ, ἐν τῷ Θεῷ, καί ἐξέρχεται ἀπό τήν Πατρικήν Ἑστίαν. Ξεντύθηκε τό ἔνδυμα τῆς ἀφθαρσίας καί ντύθηκε τό ἔνδυμα τῆς φθορᾶς. Χωρίζεται ἀπό τόν Θεόν. Ἐγκαταλείπει τόν Δημιουργόν του. Ἀπομακρύνεται ἀπό τήν Πηγήν τοῦ ζῶντος ὕδατος καί ὀρύσσει λάκκους συντετριμένους, οἵ οὐ δυνήσονται ὕδωρ συνέχειν» (Ἱερεμ. β΄13). Ξεχνᾶ  τί σημαίνει ἀγάπη εἰς τόν Θεόν καί ἀγάπη πρός τόν πλησίον.

Ὁ ἐκπειράζων τόν Κύριον νομικός, «θέλων δικαιοῦν ἑαυτόν εἶπε προς τόν Ἰησοῦν· καί τίς ἐστί μου πλησίον;

Ρώτησε τόν Χριστόν, γιά νά Τόν πειράξῃ, ὄχι γιατί δέν γνώριζε τήν ἀπάντησιν. Ἀποδεικνύεται ὅμως μπροστά εἰς τούς ἀνθρώπους, γελοιοδέστατος, διά τήν ἔπαρσιν καί τήν ἀπρέπειάν, πού τόλμησε νά ἐκπειράξῃ τόν Θεάνθρωπον. Γιά νά δικαιολογηθῇ, λοιπόν, γιά τό ἀνόητο τόλμημά του εἶπε: «Καί τίς ἐστί μου πλησίον;» Καί Ποιόν, σύμφωνα μέ τήν Γραφήν, πρέπει νά θεωρῶ πλησίον μου;

Ὁ Κύριος, «πρᾷος και ταπεινός τῇ καρδίᾳ», ἀκούει τον νομικόν, καί, ὡς καρδιογνώστης, γνωρίζει τά κρύφια τῆς καρδίας του, ὅπως γνωρίζει ὅλων μας «τά κρυπτά». Δέν ἀγανακτεῖ, μέ τίς πονηριές μας, δέν μᾶς κρίνει. Μᾶς βεβαιώνει δέ ὁ Ἴδιος καί λέγει ὅτι «δέν ἦλθε, γιά νά μᾶς κρίνῃ, ἀλλά γιά νά μᾶς σώσῃ» ( Ἰωάν. ιβ΄47), και μᾶς ἐξηγεῖ κάθε μας ἀπορία. Ἔτσι, μέ  γλυκύτητα, ἀπαντᾶ ὁ Ἰησοῦς καί στο ἐρώτημα τοῦ ἐπηρμένου νομικοῦ.  Ἀπαντᾶ,  μέ τήν  Παραβολή τοῦ Καλοῦ Σαμαρείτου (Λουκ. ι΄25-37).


Στήν Παραβολή,
λακωνικά, διηγεῖται τήν Ἱστορία τῆς Παγκοσμίου τραγωδίας τῆς ἀνθρωπότητος, τήν, ἐκ κακῆς  προαιρέσεως, Παρακοήν τοῦ ἀνθρώπου εἰς τήν Ἐντολήν τῆς Ἀγάπης καί τήν διά τῆς Παρακοῆς ἀπομάκρυνσίν του ἀπό τήν Πηγήν τοῦ Ζῶντος ὕδατος.

Διηγεῖται τήν ΠΤΩΣΙΝ, τήν  κάθοδον τοῦ ἀνθρώπου «ἀπό  Ἱερουσαλήμ εἰς Ἱεριχώ». Δηλώνει, ὅτι ἡ ἐγκατάλειψις τοῦ Θεοῦ, ὁ χωρισμός, ἡ ἀπομάκρυνσις, εἶναι κάθοδος, εἶναι πτῶσις, ἀπό το ὕψος τῆς ἄνω Ἱερουσαλήμ, καί ἀπό πτώσεως εἰς πτῶσιν φθάνει πρός τήν Ἱεριχώ, πρός τήν ἄβυσσον, «εἰς ᾏδου βυθόν».

 Ἱεριχώ θεωρεῖται ἡ μακράν τοῦ Θεοῦ Χώρα, ἡ Χώρα τῆς ἀποστασίας. Εἰς τήν Παραβολήν τοῦ ἀσώτου (Λουκ. ιε΄11-32), ἀναφέρεται ὅτι,  ὁ πεπτωκώς, ὁ ἄσωτος υἱός, «ἀπεδήμησεν εἰς χώραν μακράν, καί ἐκεῖ διεσκόρπισεν τήν οὐσίαν αὐτοῦ ζῶν ἀσώτως». Εἰς τήν παραβολήν τοῦ Καλοῦ Σαμαρείτου ἀναφέρεται ὅτι, ὁ ἐκτός ἑαυτοῦ, πεπτωκώς, εἰς τόν κατηφορικό δρόμον τῆς ἀπομακρύνσεως αὐτοῦ ἀπό τον Θεόν, «λησταῖς περιέπεσεν· οἵ καί ἐκδύσαντες αὐτόν καί πληγάς ἐπιθέντες ἀπῆλθον ἀφέντες ἡμιθανῆ τυγχάνοντα». Ποιοί εἶναι οἱ ληστές; Εἶναι πρῶτα ἀπό ὅλα οἱ δαίμονες, καί τά δαιμονικά, τά βρωμερά του Πάθη, ἡ ἔπαρσις, ὁ Ἐγωϊσμός, ὁ Κακός ἑαυτός τοῦ πεπτωκότος, τά γεννήματα τοῦ Ἐγωϊσμοῦ του, ἀλλά καί  ὁ κόσμος, οἱ μακράν τοῦ Θεοῦ ἄνθρωποι, οἱ χωρίς ἀγάπην, καί ὁ Διάβολος.  Σέ αὐτούς τούς ληστάς περιπίπτει ὁ μακράν τοῦ Θεοῦ ἄνθρωπος, «ζῶν ἀσώτως». Ἀπογυμνώνουν τόν ἄνθρωπον καί τόν ἐγκαταλείπουν μισοπεθαμένον ἡμιθανῆ. Σέ αὐτή την κατάντια  φθάνει ὁ ἄνθρωπος, πού ἐγκαταλείπει τόν Θεόν καί κυριεύεται ἀπό τό «φρόνημα τῆς σαρκός», ἀπό τά βρωμερά του Πάθη; Ὁ Παῦλος λέγει ὅτι « ὅτι φρόνημα τῆς σαρκός εἶναι ἔχθρα εἰς Θεόν καί φέρει στήν ψυχή καί τή ζωή μας τό Θάνατο. Τό δέ φρόνημα τοῦ Πνεύματος εἶναι ζωή καί εἰρήνη» (Ρωμ. η΄6-7).

Ὅταν ἡ ἀνθρωπότης κυριεύεται ἀπό τό φρόνημα τῆς σαρκός, χωρίς ἀγάπην πρός τόν Θεόν καί τόν πλησίον, πράγματι κείτεται μισοπεθαμένη, ἡμιθανής, ἐν χώρᾳ  καί σκιᾷ θανάτου. Ὁ πεπτωκώς δεν μπορεῖ νά βοηθήσῃ τόν ἑαυτόν του, οὔτε οἱ Δυνάμεις τοῦ κόσμου μποροῦν νά τόν  βοηθήσουν. Οὔτε αὐτοί, πού εἶναι ἐντεταλμένοι νά βοηθοῦν, δέν τόν περιθάλπουν, δέν ἔχουν ἀγάπην. Στήν Παραβολή ἀναφέρει ὁ Κύριος λέγει ὅτι «κατά σύμπτωσιν κάποιος ἱερεύς κατέβαινε σέ κεῖνον τόν δρόμον, καί μολονότι τόν βλέπει, δέν τόν βοηθεῖ, τόν δρασκελίζει καί συνεχίζει τόν  δρόμον του ἀδιάφορος. Ομοίως καί κάποιος  Λευῒτης φθάνει σ’ αὐτό τό  μέρος καί ἀφοῦ πλησιάζει τόν πληγωμένον, τόν  προσπερνᾶ, χωρίς νά τόν βοηθήσῃ, καί συνεχίζει τό δρόμο του. Παραμένει ἀβοήθητος ὁ περιπεσῶν εἰς τούς ληστάς καί περιμένει, μέ λαχτάρα, τόν ΛΥΤΡΩΤΗΝ.

Ὁ ἱερός ὑμνῳδός λέγει ὅτι «ὁ ἐχθρός ὁ παμπόνηρος ἐγύμνωσε τόν ἀποστάτη ἄνθρωπον ἀπό κάθε ἀρετή, τοῦ πῆρε τόν πλοῦτο, διότι, ὡς ἄσωτος διεσκόρπισε ἀσώτως τῆς ψυχῆς τά χαρίσματα». Μόνον ὁ Θεός μπορεῖ νά τόν ἀνασύρῃ ἀπό «τήν ἰλύν βυθοῦ» εἰς τήν ὁποίαν ἔχει ἐμπαγῆ. Μόνον Αὐτός μπορεῖ νά τόν πλησιάσῃ,  νά τόν θεραπεύσῃ  καί  νά  τόν λυτρώσῃ.

Καί εἶναι γεγονός ὅτι ἡ ἀνθρωπότης, παρόλην τήν  τεχνολογική της πρόοδο παραμένει, χωρίς Θεόν, χωρίς ἀγάπην, χωρίς νόημα,χωρίς περιεχόμενον, ἡμιθανής. Κανείς δέν σκύβει πάνω στόν μισοπεθαμένο ἄνθρωπο, νά τόν βοηθήσῃ. Ὅλα τά ἀνθρώπινα καμώματα, χωρίς τόν Θεόν, χωρίς ἀγάπην, δέν μποροῦν  νά βοηθήσουν τήν ἡμιθανῆ ἀνθρωπότητα.

Ποιός μπόρεσε, μέ ὅλα τά ἀνθρώπινα πλούτη, τήν Ἐπιστήμη καί τήν τεχνολογία, χωρίς Θεόν, νά προσθέσῃ στόν ἑαυτόν του, ἕνα δευτερόλεπτον ἐπί πλέον ζωῆς;

Σέ τί ὠφέλησε τόν πλούσιον ἄνθρωπον ἡ συσσώρευσι τοῦ πλούτου; Ὁ φυματικός πλούσιος φτύνει αἷμα σέ χρυσό δοχεῖο καί ὁ πτωχός φτύνει σέ πήλινο. Αἶμα φτύνει καί ὁ ἕνας και ὁ ἄλλος. Ὁ πλούσιος τρώει χαβιάρι και χορταίνει καί ὁ πτωχός ψωμί καί κρεμμύδι και χορταίνει. Εἶναι τρέλλα, παραφροσύνη ὁ  ἀλληλοσπαραγμός. Τί ὠφέλησε τήν ἀνθρωπότητα ἡ ὑδρογονοβόμβα, ἡ ἀτομική βόμβα, οἱ πύραυλοι καί ὅλα τά φονικά ὅπλα; Χρησιμοποιοῦνται ἀπό τούς ἀντιχρίστους καί δαιμονανθρώπους  στό Κακό. ΜΟΝΟΝ συμφορές σωρεύουν στήν ἀνθρωπότητα. ΜΗΠΩΣ  μπόρεσαν νά ἁπαλύνουν τόν πόνο μας; ΜΗΠΩΣ μπόρεσαν νά γεφυρώσουν τό μέγα Χάσμα, πού μᾶς χωρίζει ἀπό τό Θεό και μεταξύ μας; ΜΗΠΩΣ μπόρεσαν νά θεραπεύσουν τίς ἀνάγκες  καί νά  ἀναστήσουν τήν ἡμιθανῆ ἀνθρωπότητα; Δυστυχῶς ὅλα αὐτά χρησιμοποιοῦνται ἀπό τούς, μακράν τοῦ Θεοῦ, δαιμονανθρώπους, γιά τήν αὐτοκαταστροφή μας. Ἑγκαταλείπουμε τό Θεό καί παραμένουμε ἐμπεπηγμένοι εἰς «ἰλύν βυθοῦ», «δέσμιοι τῆς γῆς», αἰχμάλωτοι τῶν δαιμονικῶν μας Παθῶν, ἡμιθανεῖς, περιμένοντας, μέ λαχτάρα τήν ΛΥΤΡΩΣΙΝ, τήν ὁποίαν μόνον ὁ Θεός, τόν Ὁποῖον ἐγκαταλείψαμε, μπορεῖ νά μᾶς προσφέρῃ.

Στην Παραβολή «τοῦ Καλοῦ Σαμαρείτου», μᾶς ἀποκαλύπτει ὁ Κύριος τήν Θεϊκήν Του συγκατάβασιν.    Μᾶς διδάσκει εἰς τήν «πρᾶξιν» την ΑΓΑΠΗΝ.  Ὅλα καί ὅλοι μᾶς ἐξαπατοῦν, μᾶς ληστεύουν, μᾶς γδύνουν καί μᾶς ἐγκαταλείπουν «ἡμιθανεῖς». Μόνον ὁ Θεός δέν μᾶς ἐγκαταλείπει ποτέ. Τό ἀντίθετο συμβαίνει. Ἐμεῖς Τόν ἐγκαταλείπουμε κι’ Αὐτός, ὡς ἄπειρη Ἀγάπη, μᾶς κυνηγάει μέ τό Ἔλεός Του. Μᾶς εὐσπλαγχνίζεται καί Σταυρώνεται Αὐτός, ἀντί ἡμῶν, «ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτόν μή  ἀπόληται, ἀλλ’ ἔχῃ ζωήν αἰώνιον»( Ἰωάν. γ΄15,16). Γίνεται ὑπήκοος, εἰς τό Θέλημα τοῦ Πατρός, μέχρι θανάτου, θανάτου δέ Σταυροῦ. Γίνεται Ὑπόδειγμα Ὑπακοῆς εἰς τήν Ἐντολήν τῆς Αγάπης, «ὑπολιμπάνων ἡμῖν ὑπογραμμόν ἵνα ἐπακολουθήσωμεν τοῖς ἴχνεσιν Αὐτοῦ» (Α΄ Πέτρ. β΄ 21). 


Μᾶς πλησιάζει μέ τέλεια ἀγάπη. Εἶναι ὁ Πρῶτος καί ὁ Μόνος ΠΛΗΣΙΟΝ ΜΑΣ. Εἷναι ὁ Καλός Σαμαρείτης. Μόνον Αὐτός ἐπλησίασε, μέ τρυφερότητα και ἀγάπη, τόν ἡμιθανῆ, τόν περιπεσόντα 
εἰς τούς ληστάς-δαίμονας-πάθη ἄνθρωπον, ἔδεσε τά τραύματά του, ἀφοῦ πρῶτα τά ἔπλυνε, τά ἄλειψε, μέ λάδι και κρασί, «ἐπιχέων ἔλεον και οἶνον», τον ἀνέβασε εἰς τό ζῶον του, τόν πῆγε σέ κάποιο πανδοχεῖον καί τον περιποιήθηκε. Τήν ἑπομένην ἡμέραν τό πρωῒ, βγῆκε ἔξω καί, πρίν να φύγῃ, ἔβγαλε δύο  δηνάρια και τά ἔδωκε εἰς τόν Πανδοχέα, στόν ξενοδόχον, καί τοῦ εἶπε: «Ἐπιμελήθητι αὐτοῦ καί ὅ,τι ἄν προσδαπανήσῃς ἐγώ ἐν τῷ ἐπανέρχεσθαί με ἀποδώσω σοι».



Εἶναι αὐτονόητον ὅτι στην Παραβολή, «ὁ Καλός Σαμαρείτης» εἶναι ὁ Χριστός, «ἡ προσδοκία τῶν Ἐθνῶν», «ὁ ἐν σαρκί ἐληλυθώς», ὁ Υἱός και Λόγος τοῦ Θεοῦ. Αὐτός καί μόνον Αὐτός πλησιάζει τον ἡμιθανῆ και τον περιθάλπει. Αὐτός καί μόνον Αὐτός εἶναι «ὁ Πλησίον», «ὁ Πανακής ἰατρός». Πανδοχεῖον εἶναι ἡ Ἐκκλησία Του, πού εἶναι Θεραπευτήριον ψυχῶν τε καί σωμάτων. Πανδοχεύς, Ξενοδόχος  εἶναι κάθε λειτουργός, κάθε πνευματικός ἐργάτης, κάθε  Καλός Ποιμένας και ὁ ὀποῖος ὀφείλει νά εἶναι  Ψυχοθεραπευτής. Τά Δύο Δηνάρια συμβολίζουν την Παλαιάν και την Καινήν Διαθήκην. Ὁ Κύριος στήν παραβολή προεξαγγέλλει την Δευτέραν ἔνδοξον Παρουσίαν Του, κατά τήν ὁποίαν θά ἀποδώσῃ στόν καθένα κατά τά ἔργα αὐτοῦ.

Μᾶς ἐπισκέπτεται ὁ Χριστός, ὁ Καλός Σαμαρείτης τῆς Παραβολῆς και ἁπαλύνει τον πόνον μας, σπογγίζει τά δάκρυά μας, θεραπεύει τά τραύματά μας και εἶναι παντοτινά μαζύ μας. Εἷναι ὁ Μόνος πλησίον μας και ἐρωτᾶ, ὄχι μόνον τόν ἐκπειράζοντα νομικόν,  ἀλλά ὅλους μας καί  λέγει: Κοντά ἀπό τον περιπεσόντα εἰς τους ληστάς πέρασαν ὁ ἱερεύς, ὁ Λευῒτης και ὁ Καλός Σαμαρείτης· Τίς οὖν  τούτων τῶν τριῶν πλησίον δοκεῖ σοι γεγονέναι τοῦ πεσόντος εἰς τούς ληστάς; Ποιός εἶναι ὁ Πλησίον; Ὁ νομικός  ἀμέσως εἶπε: ΠΛΗΣΙΟΝ εἶναι ὁ ποιήσας τό  ἔλεος μετ’ αὐτοῦ. ΠΛΗΣΙΟΝ εἶναι αὐτός, πού τόν πόνεσε, τόν εὐσπλαγχνίσθηκε καί τόν ἐλέησε.

ΤΟΤΕ ὁ Ἰησοῦς εἶπε στον νομικό, ἀλλά και στον καθέναν ἀπό μᾶς: ΠΟΡΕΥΟΥ ΚΑΙ ΣΥ ΠΟΙΕΙ ΟΜΟΙΩΣ. Μᾶς καλεῖ ὁ Κύριος νά Τόν μιμηθοῦμε.

Καί εἶναι καιρός νά καθαρίσουμε τήν ψυχήν μας ἀπό τά βρωμερά μας Πάθη. Να ἀνοίξουμε την καρδιά μας στό ΧΡΙΣΤΟ. Νά ἐγκολπωθοῦμε τό Εὐαγγέλιον τῆς Ἀγάπης Του και να το κάνουμε «Πρᾶξι», στήν καθημερινή μας ζωή. Να ἀγαπήσουμε τόν Θεόν μέ τέλεια ἀγάπη καί τόν πλησίον μας, ὅπως ἀκριβῶς τόν ἑαυτόν μας.

Ὁ Απόστολος Παῦλος μᾶς προτρέπει και λέγει: «Γίνεσθε οὖν μιμηταί τοῦ Θεοῦ ὡς τέκνα ἀγαπητά, και περιπατεῖτε ἐν ἀγάπῃ, καθώς καί Χριστός (Καλός Σαμαρείτης) ἠγάπησεν ἡμᾶς καί παρέδωκεν ἑαυτόν ὑπέρ ἡμῶν προσφοράν καί θυσίαν τῷ Θεῷ εἰς ὀσμήν εὐωδίας» (Ἐφεσ. ε΄ 1-2). Ὅπως ὁ Χριστός ἔτσι κι’ἐμεῖς. Να ἀγαπήσουμε ὁ ἕνας τον ἄλλον, ὅπως ὁ Χριστός μᾶς ἀγάπησε, μέχρι Σταυροῦ καί θανάτου. ΚΑΙ ΑΝΑΣΤΉΘΗΚΕ γιά  νά μᾶς χαρίσῃ ΖΩΗΝ ΚΑΙ ΑΝΑΣΤΑΣΙΝ. Ὀφείλουμε νά Τόν λατρεύουμε  «ἐν πνεύματι καί ἀληθείᾳ» καί νά ἀγαπᾶμε τον πλησίον μας ὅπως τόν ἑαυτόν μας. Αὐτός εἶναι ὁ βασικός Ὅρος ἐπιστροφῆς στήν «Πατρικήν Ἑστίαν».



ΕΙΝΑΙ ΚΑΙΡΟΣ νά ἐννοήσουμε τό βραχύ τῆς ζωῆς, νά ζοῦμε δέ, μέ τέλεια ἀγάπη,  τήν κάθε στιγμή, σάν  νά εἶναι  ἡ τελευταία στιγμή τῆς ζωῆς μας.ΕΙΝΑΙ ΚΑΙΡΟΣ νά συνειδητοποιήσουμε ὅτι μόνον ἄν μιμηθοῦμε τόν Καλόν Σαμαρείτην, ἄν θρέψουμε καί ποτίσουμε καί ἐνδύσουμε τόν Χριστόν εἰς τό πρόσωπον τῶν ἐλαχίστων ἀδελφῶν Του, τότε και μόνον τότε θα κληρονομήσουμε τήν αἰώνιον ζωήν. Ὁ Κύριος  λέγει σέ ὅλους , ἐκείνους πού μένουν ἐν τῇ ἀγάπη, ἐν τῷ Θεῷ: «Δεῦτε οἱ εὐλογημένοι τοῦ Πατρός μου, κληρονομήσατε τήν ἡτοιμασμένην ὑμῖν Βασιλείαν ἀπό καταβολῆς κόσμου, διότι ἐπείνασα καί  ἐδώκατέ μοι φαγεῖν,  ἐδίψησα  καί ἐποτίσατέ με…» (Ματθ. κε΄34-37) καί  ἐξηγεῖ: «Ἐφ’ ὅσον ἐποιήσατε ἑνί τούτων  τῶν ἀδελφῶν μου τῶν ἐλαχίστων, ἐμοί ἐποιήσατε» (Ματθ.κε΄40). Καί σέ ἐκείνους, πού δέν ἔδειξαν ἔλεος στόν πλησίον τους, θά πῆ: Πορεύεσθε ἀπ’ ἐμοῦ… καί ἀπελεύσονται οὗτοι εἰς κόλασιν αἰώνιον, οἱ δέ δίκαιοι, εἰς ζωήν αἰώνιον» (Ματθ. κε΄41-46).

ΕΙΘΕ  ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός νά μᾶς ἀξιώσῃ νά Τόν λατρεύουμε, μέ τήν καρδιά μας, «ἐν πνεύματι και ἀληθείᾳ» καί νά ἀγαπᾶμε τόν πλησίον μας, ὅπως ἀκριβῶς τόν ἑαυτόν μας, ὥστε μέ τή Χάρι Του, να εἰσέλθουμε εἰς τήν Βασιλείαν Του καί νά κληρονομήσουμε τήν αἰώνιον ζωήν,  ὑμνοῦντες καί εὐλογοῦντες Αὐτόν εἰς πάντας τούς αἰῶνας. ΑΜΗΝ.




 

 

 

 

 

Τετάρτη 2 Νοεμβρίου 2022

ΑΓΓΙΓΜΑ ΨΥΧΗΣ, ΛΑΤΡΕΙΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ « ΕΝ ΠΝΕΥΜΑΤΙ ΚΑΙ ΑΛΗΘΕΙᾼ»



 

ΑΝΑΓΚΗ ΝΑ ΛΑΤΡΕΥΩΜΕΝ ΤΟΝ ΚΥΡΙΟΝ,

ΜΕ ΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ ΜΑΣ.

 

Πικρή διαπίστωσις, Ὀδυνηρή. Ὁ Πανάγαθος και Παντοδύναμος Δημιουργός τοῦ Σύμπαντος, ὁ Πάντων Ἐπέκεινα καί Πανταχοῦ Παρών, ὡς ἄπειρη Ἀγάπη, τιμᾷ κάθε ἄνθρωπο, καί ἰδιαιτέρως δέ, τόν Νέον περιούσιον Λαόν Του, τόν Ἑλληνικόν Λαόν, (Την Ἑλλληνική Φυλή), μέ  τήν τιμήν τοῦ «κατ’ εἰκόνα». Μᾶς χαρίζει θεία Χαρίσματα, τόν Νοῦν, γιά νά διακρίνουμε τό ΚΑΛΟΝ, ἀπό τό ΚΑΚΟΝ, καί Ἐλευθερίαν Βουλήσεως καί δεν μᾶς ἐγκαταλείπει ποτέ. «Πάντας ἀνθρώπους θέλει σωθῆναι και εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν» (Α΄ Τιμ. β΄4).

Ὡς ἄπειρη Ἀγάπη, μᾶς καθοδηγεῖ, μέ τόν Πανάγιον Νόμον Του, εἰς τόν δρόμον τῆς Ζωῆς. Μᾶς χαρίζει τήν ζωήν, τήν πνοήν καί τά πάντα. Μᾶς παραστέκει, στό κάθε μας βῆμα, σάν στοργικός Πατέρας. Ἄπειρες εἶναι οἱ φανερές και ἀφανεῖς εὐεργεσίες Του. «Ἀνατέλλει τον Ἥλιον αὐτοῦ ἐπί πονηρούς και ἀγαθούς καί βρέχει ἐπί δικαίους καί ἀδίκους» (Ματθ.ε΄45). Αὐτῷ μέλει περί ἡμῶν» (Α΄Πέτρ.ε΄7). Ἐνδιαφέρεται καί εἶναι ὀ Μόνος, πού φροντίζει, για μᾶς. Μᾶς κυνηγάει μέ τό ἔλεός Του (Ψαλμ.22,6). Καί ὄχι μόνον, ἀλλά τόσο πολύ μᾶς ἀγαπᾷ, (ἐνῷ δέν τό  ἀξίζουμε), «ὥστε τόν Υἱόν αὐτοῦ τόν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτόν μή ἀπόλληται, ἀλλ’ ἔχῃ ζωήν αἰώνιον» (Ἰωάν. γ΄15,16).

ρχεται Ο ΧΡΙΣΤΟΣ κοντά μας καί «διέρχεται τήν ζωήν αὐτοῦ εὐεργετῶν, κηρύσσων τό  Εὐαγγέλιον τῆς Βασιλείας καί θεραπεύων πᾶσαν νόσον καί πᾶσαν μαλακίαν ἐν τῷ λαῷ» (Ματθ.δ΄23), Καταδέχεται δέ Σταυρόν καί Θάνατον Αὐτός, ἀντί ἡμῶν, πάσχει, γιά χάρι μας, «ἡμῖν ὑπολιμπάνων ὑπογραμμόν ἵνα ἐπακολουθήσωμεν τοῖς ἴχνεσιν αὐτοῦ» ( Α΄ Πέτρ. β΄21).

Ποιός μπορεῖ νά ἀμφισβητήσῃ τίς ἄπειρες εὐεργεσίες τοῦ Κυρίου σέ μᾶς; Κι’ ὅμως ἐμεῖς;… Ἄν ὄχι ὅλοι, οἱ περισσότεροι ἀπό μᾶς, ὄχι μόνον δέν εὐγνωμονοῦμε τόν Θεόν, γιά τίς ἄπειρες πρός ἡμᾶς εὐεργεσίες Του, ἀλλά Τόν ἀρνούμαστε, Τόν βλασφημοῦμε, μέ τά λόγια μας καί μέ τήν προβληματική μας συμπεριφορά. Καθημερινά Τόν Σταυρώνουμε εἰς τό πρόσωπον τῶν ἐλαχίστων ἀδελφῶν Του. Καί τό ἄκρον ἄωτον τῆς ἀχαριστίας μας φαίνεται στήν καθημερινή, ὑποκριτική, ψεύτικη λατρεία μας. Δέν τόν πλησιάζουμε μέ τήν καρδιά μας. Ὁ Καρδιογνώστης γνωρίζει καί, γιά νά  μᾶς φέρῃ σέ συναίσθησι καί εἰλικρινῆ μετάνοια ἀποκαλύπτει σέ ὅλους καί λέγει: «Εγγίζει μοι ὁ λαός οὗτος τῷ στόματι αὐτῶν καί τοῖς χείλεσί με τιμᾷ, ἡ δε καρδία αὐτῶν πόρρω ἀπέχει ἀπ’ ἐμοῦ» (Ἡσ. κθ΄13. Ματθ. ιε΄8).

Παράδειγμα, μετά τή θεραπεία τῶν δέκα λεπρῶν(Λουκ. ιζ΄17-18), δέν παραπονεῖται, διότι μόνον ἕνας Τόν εὐχαρίστησε, και οἱ ἄλλοι ἐννέα, ὄχι. Δέν ἔχει ἀνάγκη ὁ Θεός  ἀπό τίς δικές μας εὐχαριστίες. Πικραίνεται ὅμως, γιά τή δική μας σατανική ἐμμονή  στο βρωμερό πάθος τῆς ἀχαριστίας. Πικραίνεται γιά τήν πώρωσι τῶν ἀνθρώπων, γιά τήν ὑποκρισία μας καί τήν ἀθλιότητά μας. Πικραίνεται, διότι παρόλην τήν ἀγάπην Του, παραμένουμε ἀχάριστοι, «δέσμιοι τῆς γῆς». Δέν Τόν πλησιάζουμε μέ τήν καρδιά μας, δέν Τόν λατρεύωμεν «ἐν πνεύματι καί ἀληθείᾳ» ( Ἰωάν. δ΄24).

Ὡς Μακρόθυμος ἔρχεται νά μᾶς ἀνασύρει ἀπό τόν «βυθόν τῆς ἀχαριστίας» καί μᾶς διδάσκει Πῶς μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νά πλησιάσῃ  καί νά ἀγγίξῃ τό Θεό, μέ τήν καρδιά του καί νά δεχθῇ τή Χάρι καί τήν εὐλογία τοῦ Θεοῦ.

Ὅταν ὁ Ἀρχισυνάγωγος Ἰάειρος παρεκάλεσε τόν Κύριο νά θεραπεύση τήν ἐτοιμοθάνατη κόρη του,  ὁ γλυκύς Ἰησοῦς  «πρᾷος και ταπεινός τῇ καρδίᾳ», ἔρχεται «ταχύ», σπεύδει νά ἀναστήσῃ τήν θυγατέρα τοῦ Ἰαείρου ἡ ὁποία «ἄρτι ἐτελεύτησεν» (Ματθ.θ΄18-26). Ἐνῷ πήγαινε, Τόν ἀκολουθοῦσε «ὄχλος πολύς καί συνέθλιβον Αὐτόν. Ἀνάμεσα στόν ὄχλο, βρίσκεται καί μιά πονεμένη γυναίκα, πού ἔπασχε ἀπό αἱμορραγία δώδεκα χρόνια καί ἡ ὁποία εἶχε ἐξοδεύσει ὅλη της τήν περιουσία εἰς τούς ἰατρούς και δεν μπόρεσε να θεραπευθῇ ἀπό κανέναν. Ἦλθε, λοιπόν, κοντά εἰς τον Ἰησοῦν. Μέ βαθειά συναίσθησι τῆς ἁμαρτωλότητός της, ἀκολουθεῖ τό Χριστό, μέσα στόν ὄχλο κι’ αὐτή. Πλησιάζει τόν Κύριο ἀπό πίσω, «ὄπισθεν», μέ ἄκρα ταπείνωσι καί θερμή Πίστι. Δέν θεωρεῖ ἄξιον τόν ἑαυτόν της, νά ἀτενίσῃ το πανάγιον Πρόσωπόν Του. Πιστεύει στό Χριστό, ὡς  εἰς Θεόν ἐνανθρωπήσαντα, μέ ὅλη τή δύναμι τῆς ψυχῆς της. Πιστεύει ὅτι μόνον Αὐτός μπορεῖ νά θεραπεύσῃ τήν ἀρρώστια της.  Τόν Υἱόν τοῦ Θεοῦ, τόν ἐν σαρκί ἐληλυθότα, Τόν λατρεύει, μέ τήν καρδιά της, ὄχι μόνον μέ τά χείλη. Τόν ἀκολουθεῖ σιωπηλά καί, μυστικά Τόν ποσκυνεῖ «ἐν πνεύματι και ἀληθείᾳ». Ἀκολουθοῦσα μονολογεῖ καί σιγοψιθυρίζει. Λέγει μέσα της: «Καί μόνον ἄν ἀγγίξω τό ἄκρον τοῦ ἱματίου αὐτοῦ, θά θεραπευθῶ»(Ματθ. θ΄20-21). Και πραγματικά, μόλις ἄγγιξε τήν ἄκρη τοῦ ἐνδύματός Του, ἀμέσως σταμάτησε ἡ αἱμορραγία της: «Και παραχρῆμα ἔστη ἡ ῥύσις τοῦ αἵματος αὐτῆς». Θεραπεύθηκε ἀμέσως(Λουκ. η΄44).



Ὁ Κύριός μας, «Πανακής Ἰατρός», «ὁ θεραπεύων πᾶσαν νόσον καί πᾶσαν μαλακίαν ἐν τῷ λαῷ» ἀμέσως ἀναδεικνύει τό γεγονός τῆς  ὑποδειγματικῆς Πίστεως καί λατρείας τῆς αἱμορροούσης καί τῆς θεραπείας της καί ἐρωτᾷ: «Τίς ὁ ἁψάμενός μου;»  Ὡς καρδιογνώστης γνωρίζει, ἀλλά ἐρωτᾷ, διότι θέλει νά βραβεύσῃ τήν Πίστι καί τήν ἐν πνεύματι καί ἀληθείᾳ λατρείαν τῆς θεραπευθείσης, την ὁποίαν ἀναδεικνύει ὡς ΥΠΟΔΕΙΓΜΑ ΠΙΣΤΕΩΣ, σέ ὅλους μας. ΕΛΕΓΧΕΙ  καί ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ τήν Ψεύτικη, τήν Φαρισαϊκή, τήν πρός τό θεαθῆναι τοῖς ἀνθρώποις ὑποκριτική Πίστι καί λατρεία μας. ΦΑΝΕΡΩΝΕΙ σέ ὅλους ἐκείνους, πού συνοστίζονται γύρω Του καί Τόν συνθλίβουν, ὅτι κανείς ἀπό αὐτούς δέν Τόν ἀγγίζει, δέν Τόν προσεγγίζει πραγματικά. Φανερώνει ὅτι χάσαμε τήν ἐπαφή μας, μέ τήν τραγική παραγματικότητα και μᾶς θυμίζει τούς λόγους τοῦ Προφήτου Ἡσαῒου, πού περιγράφει τήν κατάντια μας,  ὅπως πραγματικά εἶναι και λέγει ὅτι « Ἐγγίζει μοι ὁ λαός οὗτος τῷ στόματι αὐτῶν και τοῖς χείλεσι με τιμᾷ, ἡ δε καρδίᾳ αὐτῶν πόρρω ἀπέχει ἀπ’ ἐμοῦ» ( Ἡσ. κθ΄13. Ματθ. ιε΄8).

Μέ τή διαπίστωσι αὐτή τοῦ Προφήτου, ὁ Κύριος μᾶς φέρει σέ ἐπαφή μέ τήν πραγματικότητα. Μᾶς ὀδηγεῖ σέ ἕναν ἐνσυνείδητο αὐτοέλεγχον, ὥστε νά ἔλθουμε σέ αὐτογνωσία, νά μετανοήσουμε εἰλικρινά καί ἔμπρακτα καί νά πλησιάσουμε τό Χριστό, μέ τήν καρδιά μας. Τό ἄγγιγμα τῆς ψυχῆς τῆς αἱμορροούσης, να γίνῃ ἀγγιγμα και τῆς δικῆς μας ψυχῆς. Νά λατρεύουμε τό Χριστό, ὄχι με τά χείλη μόνον, ἀλλά, ὅπως ἡ αἱμορροούσα, μέ τήν καρδιά μας,  «ἐν πνεύματι και ἀληθείᾳ». Διότι, μόνον ἔτσι μᾶς δέχεται ὁ Θεός καί συνομιλεῖ μαζί μας. Μόνον ἔτσι μποροῦμε νά ἐγγίσουμε τόν Θεόν καί νά λάβουμε τή Χάρι Του. Καί αὐτοί ἀκόμη οἱ μαθηταί τοῦ Χριστοῦ δεν μπόρεσαν να κατανοήσουν τά νοήματα τοῦ ἐρωτήματός Του, ὅταν, ἐνῷ Τον συνέθλιβεν ὄχλος πολύς, εἶπε: «Τίς ὁ ἁψάμενός μου;» Ὁ Πέτρος δέ, ἐκπροσωπῶν τούς Μαθητάς, τόλμησε και εἶπε: « Διδάσκαλε, τά πλήθη τοῦ Λαοῦ Σέ συνθλίβουν, Σέ συμπνίγουν και Σύ λέγεις· Ποιός σέ ἥγγισεΚαί τότε ὁ γλυκύς Ἰησοῦς, ὁ πρᾷος και ταπεινός τῇ καρδίᾳ, ἀποκρίνεται στον Πέτρο και δηλώνει σέ ὅλους μας τήν πικρή πραγματικότητα.  Καταδεικνύει πόσο Ψεύστες και ὑποκριτές εἴμαστε. Κατακεραυνώνει τήν ψεύτικη, τήν ὑποκριτική μας λατρεία. Καί βροντοφωνάζει:

 « Ἥψατό μου τίς· ἐγώ γάρ ἔγνων δύμαμιν ἐξελθοῦσαν ἀπ’ ἐμοῦ».

ΤΟΝΙΖΕΙ σέ ὅλους μας ὅτι Θερμή Πίστι, καθαρή καρδιά καί πνευματική λατρεία, ἔχει μόνον ἡ πτωχή καί ταπεινή αὐτή ἄρρωστη γυναίκα. Μόνον αὐτή Τόν λατρεύει μέ τήν καρδιά της. Μόνον αὐτή Τόν ἄγγιξε. Ὁ πολύς ὄχλος, πού με συνθλίβει, μόνο μέ τό στόμα καί μέ τά χείλη με τιμοῦν, λέγει ὁ Κύριος: Ἡ καρδιά τους πόρρω ἀπέχει ἀπ’  Ἐμοῦ, βρίσκεται πολύ μακρυά ἀπό Μένα.

Τότε ἡ θεραπευθεῖσα προσέρχεται ταπεινά καί μέ εὐγνωμοσύνη πέφτει στα πόδια Του, και μπροστά σέ ὅλο τόν κόσμο, καί ἐξομολογεῖται τό λόγο, πού Τόν ἄγγιξε καί πώς  ἀμέσως θεραπεύθηκε, «καί ὡς ἰάθη παραχρῆμα».ΤΟΤΕ ὁ Κύριος τῆς λέγει: «Θάρσει, θύγατερ, ἡ πίστις σου σέσωκέ σε· πορεύου εἰς εἰρήνην». 

Φωτεινόν Παράδειγμα Θερμῆς Πίστεως, ἡ αἱμορροοῦσα. Ἡ Πίστις της ἔχει περιεχόμενον τήν μητέρα ὅλων τῶν ἀρετῶν, τήν γνήσια, τήν ἁγνήν καί ἀνυπόκριτην Ἀγάπην. Εἶναι ὁλοκληρωτική Ἀφιέρωσις στό Θεό, ἐν πνεύματι καί ἀληθείᾳ λατρεία. Εἶναι λατρεία τοῦ Θεοῦ, μέ καθαρή καρδιά. Μόνον ὁ Καθαρός τῇ καρδίᾳ προσεγγίζει τό Θεό καί ὁ Θεός, τόν δέχεται καί συνομιλεῖ μαζί του. Ὁ Πανάγιος Θεός βδελύσεται πάντα ὑβριστήν και ὑπερήφανον. Ἀπεχθάνεται τήν Ψευτιά καί τήν Ὑποκρισία. ΖΗΤΕΙ ΤΗΝ ΚΑΘΑΡΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΚΑΡΔΙΑΣ. Καθαρότητα  τῆς καρδίας σημαίνει ἀποχή ἀπό τό Κακό καί τήν Ἁμαρτίαν, εἶναι δέ βασική προϋπόθεσις, γιά νά πλησιάσουμε καί νά ἐγγίσουμε τόν Θεόν καί νά συνομιλήσουμε μαζί Του, ὅπως συνομιλῇ ὁ φίλος, μέ τόν φίλον του. Ἐάν θέλετε νά μέ πλησιάσετε, «Λούσασθε(Ψυχικά και σωματικά) και καθαροί γίνεσθε, ἀφέλετε τάς πονηρίας ἀπό τῶν ψυχῶν ὑμῶν (διῶξτε τίς πονηρίες, ξεριζῶστε ἀπό τά βάθη τῆς ψυχῆς σας κάθε πονηριά, κάθε κακία, ὥστε να εἶσθε καθαροί μπροστά στά μάτια μου) παύσασθε ἀπό τῶν πονηριῶν ὑμῶν. Μάθετε καλόν ποιεῖν, ἐκζητήσατε κρίσιν, νά εἶσθε  δίκαιοι, νά ἀποδίδετε δικαιοσύνην στό ὀρφανό καί στή χήρα. Καί δεῦτε διαλεχθῶμεν, λέγει Κύριος (πρβλ. Ἡσ. α΄10-19).

 





Μᾶς καλεῖ ὁ Κύριος νά Τόν προσεγγίζωμεν μέ καθαρή καρδιά καί νά Τον λατρεύωμεν «ἐν πνεύματι και ἀληθείᾳ».

Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ὁ Θεός μου, Σύ εἶσαι τό Φῶς το ἀληθινόν, πού φωτίζει κάθε ἄνθρωπον, πού ἔρχεται στόν κόσμον, Σύ εἶσαι το Φῶς  τῶν ἐσκοτισμένων. Φώτισε τά σκοτάδια μας. Ἕρχου ταχύ, ὡς πῦρ καταναλίσκον καί κάψε. Κάψε το ἄχυρον τῶν ἔργων μας. Διῶξε τούς πάγους ἀπό την ψυχή μας. Στερέωσε τή σαλεμένη μας καρδιά ἐπί τήν πέτραν τῶν Ἐντολῶν Σου. Καθάρισε τήν καρδιά μας ἀπό τή λέπρα τῆς Ἀχαριστίας, τῆς Ψευτιᾶς καί τῆς Ὑποκρισίας. Ἀξίωσέ μας νά Σέ ἐγγίζουμε μέ θερμή Πίστι, μέ καθαρή καρδιά. Ἀξίωσέ μας νά Σέ τιμῶμεν ὄχι μόνον μέ τά χείλη, ἀλλά μέ τήν καρδιά μας. Νά  Σέ λατρεύουμε ἐν πνεύματι καί ἀληθείᾳ. Ἀξίωσέ μας, Κύριε, νά ἀκολουθοῦμε πιστά τά ματωμένα Χνάρια Σου καί ἀσιγήτως νά Σέ ὑμνοῦμεν, σύν τῷ Πατρί και τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι καί νά Σέ δοξολογοῦμε, ἐν ἑνί στόματι και μιᾷ καρδίᾳ, λόγῳ και ἔργῳ, ἐν παντί τόπῳ τῆς Δεσποτείας Σου, εἰς μακρότητα ἡμερῶν, αἰώνια. Διότι Σέ Σένα ἀνήκει ἡ τιμή, ἡ δόξα καί τό κράτος, καί τώρα καί πάντοτε καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. ΑΜΗΝ.