Τρίτη 18 Φεβρουαρίου 2020

Η ΟΣΙΟΜΑΡΤΥΣ ΦΙΛΘΕΗ Η ΑΘΗΝΑΙΑ




ΥΠΟΔΕΙΓΜΑ ΑΡΕΤΗΣ





Δέν εἶναι ὑπερβολή, ἄν ποῦμε ὅτι οἱ περισσότεροι ἄνθρωποι στόν κόσμο, ἔχουμε ἀπομακρυνθῆ ἀπό τήν πηγή τοῦ ζῶντος ὕδατος, ἀπό τόν Ἕνα καί μόνον ἀληθινόν Θεόν, καί, διά τῆς παρακοῆς τοῦ Θείου Θελήματος, ἔχουμε μεταβάλλει τόν Παράδεισο, σέ «χοιροστάσι». Ζοῦμε «ἐν γῇ ἐρήμῳ καί ἀβάτῳ καί ἀνύδρῳ» (Ψαλμ.62,2). Διαπιστώνει ὁ Προφήτης ὅτι δέν ὑπάρχει κανείς συνετός, κανείς καθαρός ἀπό ῥύπου. Οὔτε ἕνας, πού νά σέβεται τόν Θεόν, ὅπως ἁρμόζῃ. Δίκαια ὁ Εὐαγγελιστής τῆς Ἀγάπης, ὁ υἱός τῆς βροντῆς, ὁ Ἰωάννης, λέγει ὅτι «ὁ κόσμος ὅλος ἐν τῷ πονηρῷ κεῖται» (Α΄Ἰωάν. ε΄19).
Συνέπια τῆς παραβατικῆς συμπεριφορᾶς, πού εἶναι καθαρή τρέλλα, εἶναι νά εἰσέρχεται ὀ Σατανᾶς στίς ψυχές τῶν περισσοτέρων ἀνθρώπων. Κυριεύονται,
δηλαδή, ἀπό τά δαιμονικά πάθη καί τίς Κακίες, ἀπό τόν Ἐγωϊσμό, ἀπό τήν πλεονεξία, πού εἶναι εἰδωλολατρία, καί ἀπό πολλά ἄλλα βρωμερά πάθη, ὥστε νά μή σέβωνται τούς συνανθρώπους τους, καί χωρίς ντροπή, νά βασανίζει ὁ ἕνας τόν ἄλλον, τόσον, ὥστε 
«νἆναι πικρό καί τό νερό πού πίνουμε
καί τό ψωμί πού τρῶμε, «ἄρτος οδύνης».
 Οὐίλιαμ Σαίξπιρ( Shakespeare) λέγει ὅτι
«Ζοῦμε σ’ ἕνα κόσμο, πού τό νά βλάψῃς ἄλλον
εἶναι πρᾶξι ἐπαινετή, καί ὅταν κάνῃς τό καλό,
οἱ πιο πολλοί σέ παίρνουν γιά τρελλό».
 Καί εἶναι διαχρονικός ὁ λόγος του.
Εὐτυχῶς ὅμως, δόξα τῷ Θεῷ, ὑπάρχουν ἀκόμη καί σήμερα, πολλοί, πού ἀγωνίζονται μέ τόν κακό τους ἑαυτό, καί, μέ σύμμαχο, τή Χάρι τοῦ Θεοῦ, σιγά-σιγά, καλλιεργοῦν μέσα στήν ψυχούλα τους τήν Πίστι στό Χριστό, τήν γνήσια  Ἀγάπη στόν Θεόν καί τόν πλησίον, τήν ταπείνωσι καί γενικά τίς χριστιανικές ἀρετές. Ζοῦν «εὐσεβῶς ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ». Ζοῦν «καθώς πρέπει ἁγίοις». Μιμοῦνται τό Χριστό. Ἀκολουθοῦν τά ματωμένα Χνάρια Του. Περιπατοῦν «ἐν ἀγάπῃ», ὅπως ὁ Χριστός, δίδουν καί τή ζωή τους, γιά τούς ἄλλους, προσφοράν καί θυσίαν στό Θεό εἰς ὀσμήν εὐωδίας» (Ἐφεσ. ε΄ 1-2).
Μία ἁγία ψυχή, ἁπλῆ, καθαρή ταπεινή, Πιστή στό Χριστό,  ὑπόδειγμα χριστιανικῆς ἀρετῆς, πρότυπον ἁγίας ζωῆς, ὑπῆρξε καί ἡ Ἁγία καί Ὁσιομάρτυς  Φιλοθέη ἡ Ἀθηναία, πού ἔζησε καί ἔδρασε στήν ἐποχή τῆς Τουρκοκρατίας.
Ὑπάρχουν, δόξα τῷ Θεῷ, ἀκόμη ἄνθρωποι, σάν τήν Φιλοθέη, πού πιστεύουν καί ἀφοσιώνονται στό Χριστό καί στό ἔργο τῆς ἀνακουφίσεως τῶν πτωχῶν. Πρόθυμοι νά θυσιάσουν στό βωμό τῆς ἀγάπης τήν ψυχή καί τή ζωή καί τόν πλοῦτο του, γιά νά θρέψουνε καί νά ποτίσουν τό Χριστό, στό πρόσωπον τῶν ἐλαχίστων ἀδελφῶν Του.Εἶναι ἄνθρωποι, ἁπλοϊκοί, ταπεινοί, μέ βαθειά, θερμή Πίστι στό Χριστό, πού σέβονται τούς συνανθρώπους τους καί προσπαθοῦν νά τούς στηρίζουν τίς δύσκολες ὧρες. Ἔτσι ἐξηγεῖται καί τό ὅτι ὁ Θεός δέν καταστρέφει τόν κόσμο, ὅπως στό Σόδομα καί τά Γόμορα. Ἡ Ὁσιομάρτυς μᾶς ὁδηγεῖ στήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Ἔχοντας ὑπόδειγμα τήν Ὁσιομάρτυρα, πού ἀφοσιώθηκε στό Χριστό καί τά ἔδωσε ὅλα καί τή ζωή της, γιά τούς ἄλλους, πλησιάζουμε τό Θρόνο τῆς Χάριτος καί συνομιλοῦμε μέ τόν Οὐράνιον Πατέρα μας.
Πιστεύουμε ὅτι οἱ ἄλλοι, οἱ πλησίον, οἱ ἐλάχιστοι ἀδελφοί τοῦ Χριστοῦ, εἶναι ἡ ἴδια ἡ ζωή μας, εἶναι ἡ χαρά μας. Πιστεύουμε ὅτι, χωρίς τούς ἄλλους ἡ ζωή μας εἶναι σκοτάδι, ἔρεβος, κόλασις. Χωρίς τούς ἄλλους δέν ὑπάρχει ζωή.  Κανείς δέν μπορεῖ νά ζήσῃ μόνος του. οὔτε στόν Παράδεισο τῆς Ἐδέμ καί κανείς δέν μπορεῖ νά σωθῇ μόνος του. Αὐτήν τήν ἀλήθεια τή βεβαιώνει ὁ Θεός καί λέγει: «Οὐ καλόν εἶναι τόν ἄνθρωπον μόνον· ποιήσωμεν αὐτῷ βοηθόν κατ’ αὐτόν. Καί ἐποίησεν ὁ Θεός τόν ἄνθρωπον, κατ’εἰκόνα Θεοῦ ἐποίησεν αὐτόν, ἄρσεν καί θῆλυ ἐποίησεν αὐτούς. Καί εὐλόγησεν αὐτούς ὁ Θεός» (Γενέσ. α΄ 27-28. β΄ 18).

Καί εἶναι καιρός στήν ἐξωφρενική ἐποχή μας νά κατανοήσουμε τήν ἀξία καί τή σημασία, πού ἔχουν οἱ ἄλλοι στή ζωή μας, καί ἐγκαίρως νά θεραπεύσουμε τήν προβληματική μας συμπεριφορά ἀπέναντί τους, Νά Νοιώσουμε ὅτι χωρίς αὐτούς ἡ Ζωή μας εἶναι κενή, εἶναι ἄδεια, χωρίς νόημα, χωρίς περιεχόμενον, χωρίς ἀξία. Νά κατανοήσουμε ὅτι οἱ συνάνθρωποί μας, οἱ ἐλάχιστοι ἀδελφοί τοῦ Χριστοῦ, ὅπως τούς ἀποκαλεῖ ὁ Ἴδιος ὁ Κύριος, εἶναι εἰκονίσματα τοῦ Θεοῦ, ἴσως ἀχρειωμένα, ἀλλά εἰκονίσματα, καί ὅτι ὀφείλουμε νά ἔχουμε σεβασμό σ’ αὐτούς καί νά εἴμαστε ἕτοιμοι νά θυσιάσουμε ἀκόμη καί τή ζωή μας γι’ αὐτούς, ἄν χρειασθῇ. Τρανό παράδειγμα μᾶς δίνει μέ τή ζωή καί τά θεάρεστα ἔργα της ἡ Ἁγία Ὁσιομάρτυς Φιλοθέη ἡ Ἀθηναία. ἡ ὁποία ἀκολούθησε τό παράδειγμα τοῦ Χριστοῦ, πού σταυρώθηκε γιά μᾶς.
Εἴθε νά μᾶς ἀξιώσῃ ὁ Κύριος, διά τῶν πρεσβειῶν τῆς ἁγίας Φιλοθέης, νά ἀκολουθήσουμε κι’ ἐμεῖς τά ματωμένα Χνάρια Του καί νά τόν δοξολογοῦμε ἀκατάπαυστα, ὄχι μόνον μέ τά λόγια, ἀλλά μέ τά φωτεινά, τά θεάρεστα ἔργα μας. Διότι σ’ Αὐτόν ἀνήκει πᾶσα δόξα, τιμή καί προσκύνησις καί τώρα, καί πάντοτε καί εἰς τούς ἀπεράντους αἰῶνας. Ἀμήν.




Δευτέρα 17 Φεβρουαρίου 2020

ΚΡΙΤΗΣ ΘΑ ΕΙΝΑΙ Ο ΧΡΙΣΤΟΣ, Η ΕΝΣΑΡΚΩΜΕΝΗ ΑΓΑΠΗ.




ΠΟΙΟΣ ΘΑ ΜΠΟΡΕΣῌ ΝΑ ΣΤΑΘῌ

ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΤΟ  ΘΡΟΝΟ ΤΟΥ;



Σύ, Κύριέ μου Ἰησοῦ, ἡ ἐνσαρκωμένη Ἀγάπη,
πού χάραξες μέ τό Αἷμα Σου τό δρόμο τῆς ζωῆς,
θά εἶσαι ὁ Μοναδικός, ὁ Δίκαιος  Κριτής,
ὁ πρῶτος μας Παράκλητος καί Παρηγορητής.
Σύ, Κύριε, ἔρχεσαι κοντά μας, ἀθόρυβα, γλυκά,
ταπεινά, «ὡς αὔρα λεπτή» καί θεραπεύεις !  
Μᾶς πλησιάζεις, Ἀγαθέ, μέ τόση Καλωσύνη,
Κι’ ἐμεῖς;... Ἀμετανόητοι, γεμᾶτοι κακωσύνη,
ὁδεύουμε συντροφιά, μέ τήν Παραφροσύνη.
Ὅμως,  Σύ, πανάγιε, ἑκουσίως καταδέχεσαι
ἐμπαιγμούς καί ἐμπυσμούς, χλευασμούς καί
ραπίσματα καί Σταυρόν καί Θάνατον, γιά μᾶς.



Πίνεις  τῆς ἀχαριστίας  καί τῆς ἀναισχυντίας
μας τό πικρό ποτήρι, «ὄξος μετά χολῆς» καί
προσεύχεσαι, γιά ὅλους ἐμᾶς τούς σταυρωτές
Σου, καί ἡ φωνή Σου, ὡς φωνή ὑδάτων πολλῶν,
ἀκούγεται νά λέγῃ: «ἀγαπᾶτε ἀλλήλους, καθώς
ἠγάπησα ἡμᾶς καί ἡμεῖς ἀγαπᾶτε ἀλλήλους».
Ὅταν ἔλθῃς , Δικαιώτατε Κριτά, τήν ἅγια Κείνη
Μέρα, ποιός θά μπορέσῃ, ἀλήθεια, νά σταθῇ,
μπροστά στόν ἔνδοξο, τό  φοβερό Σου Θρόνο;
Ὅταν ἔλθῃς, ὡς Κριτής... 
Τό βέβαιον εἶναι ὅτι θά ἔλθῃς.
 Τό πότε εἶναι ἄγνωστον. 
Μόνον ὁ Πατήρ γνωρίζει. 
Τό ἄπειρον Ἔλεος, ἡ ἄπειρη Ἀγάπη,
μᾶς εὐσπλαγχνίζεται. Θέλει τή σωτηρία μας.
Μᾶς χαρίζεις, Μακρόθυμε, «καιρόν μετανοίας».
Μακροθυμεῖς καί μᾶς θυμίζεις πάντοτε τό νόμο,
μέ τόν ὁποῖον θά μᾶς κρίνῃς, Κριτά δικαιώτατε.


Γνωρίζουμε τό λόγο τοῦ ἐρχομοῦ σου στή γῆ.
Μᾶς βεβαιώνεις καί μᾶς ἐνθαρρύνῃς λέγοντας:
«Ἐγώ δέν ἦλθα νά κρίνω, ἀλλά νά σώσω τόν
κοσμον. Ὁ λόγος ὅν ἐλάλησα, ἐκεῖνος κρινεῖ
αὐτόν ἐν τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ» (Ἰωάν. ιβ΄ 47-48).
Καί ὁ λόγος Σου εἶναι σαφής καί πολύ ἁπλός.
«Καινήν ἐντολήν δίδωμι ὑμῖν ἵνα ἀγαπᾶτε
ἀλλήλους, καθώς ἠγάπησα ἡμᾶς ἵνα καί ὑμεῖς
ἀγαπᾶτε ἀλλήλους» (Ἰωάν. ιγ΄34).Μέχρι Σταυροῦ
καί θανάτου. Νά κάνουμε «Πρᾶξι» τήν ἀγάπη.
Αὐτή εἶναι ἡ ἀλήθεια. «Ὁ Θεός εἶναι ἀγάπη.
Καί ὀ μένων ἐν τῇ ἀγάπῃ, ἐν τῷ Θεῷ μένει καί
ὁ Θεός ἐν αὐτῷ» (Α΄Ἰωάν. δ΄ 16). Καί «τῆς γνησίας
ἀγάπης ἴσον οὐδέν» ὅπως λέγει ὁ Χρυσοστομος.
Καί πράγματι, ὅπως  λέγει ὁ ἅγιος Γρηγόριος,
«ἡ γνήσια ἀγάπη Θεόν ποιεῖ τόν ἄνθρωπον».
Καί ὁ Παῦλος τονίζει ὅτι θά καταργηθοῦν ὅλα
τά χαρίσματα εἰς τήν μέλλουσαν ζωήν. Στήν παροῦσαν ζωήν θά μένουν  ἡ πίστις , ἡ ἐλπίς, καί ἡ ἀγάπη, αὐτά τά τρία. Μεγαλυτέρα δέ ἀπό αὐτά
εἶναι ἡ ἀγάπη (Α΄Κορινθ. ιγ΄ 13),γιατί ἀγάπη εἶν’ ὁ Θεός.
Κι’ ὅπως λέει ὀ ποιητής,
«Μονάχα ἡ Καλωσύνη,
ὅλα στόν κόσμο χάνονται,
Μόνη ἀπομένει Ἐκείνη».
Ὁ Χριστός δέν θέλει κεριά καί λιβάνια.
Τήν καρδιά μας, καθαρή, ζητεῖ. Θέλει
νά καίγεται ἀπό γνήσια γιά τό Θεό ἀγάπη
καί ἀπό ἀγάπη,  γιά τόν πλησίον, ἁγνή.
Χωρίς ἀγάπη ὁ ἄνθρωπος εἶναι κενός,
Χωρίς Θεό, χωρίς ζωή, χωρίς νόημα,
ὁδεύει πρός τήν ἄβυσσο, ὡσεί νεκρός.
Ἄκαρπο δένδρο, πού ξηραίνεται καί
εἰς πῦρ βάλλεται καί καίεται.
Τί θά μᾶς πῇ ὁ Κριτής τήν ἅγια Μέρα;
«Ἐπείνασα καί ἐδώκατέ μοι φαγεῖν...»
Κύριέ μου, γλυκύτατε Ἰησοῦ Χριστέ,
Πότε σέ  εἴδομεν πεινῶντα καί ἐθρέψαμεν  
ἤ διψῶντα καί ἐποτίσαμεν;...»
«Ἀμήν λέγω ὑμῖν, ἐφ’ ὅσον ἐποιήσατε ἑνί
τούτων τῶν ἀδελφῶν μου τῶν ἐλαχίστων,
ἐμοί ἐποιήσατε. Δεῦτε οἱ εὐλογημένοι τοῦ
Πατρός μου, δικαίως,  κληρονομήσατε
τήν ἡτοιμασμένην ὑμῖν βασιλείαν ἀπό
καταβολῆς κόσμου»( Ματθ. κε΄ 34 ἑξ.)
Καί σέ κείνους, πού δέν ἔδειξαν ἀγάπη,
ἁπλά, μέ πικρία, θά πῇ: «πορεύεσθε ἀπ’
ἐμοῦ οἰ κατηραμένοι... Δέν σᾶς γνωρίζω.
«Ἐπείνασα καί οὐκ ἐδώκατέ μοι φαγεῖν...
Ἀμήν λέγω ὑμῖν, ἐφ’ ὅσον οὐκ ἐποιήσατε
ἑνί τούτων τῶν ἐλαχίστων, οὐδέ ἐμοί
ἐποιήσατε. Καί ἀπελέυσονται οὗτοι
εἰς κόλασιν αἰώνιον, οἱ δέ δίκαιοι
εἰς ζωήν αἰώνιον» (Ματθ. κε΄ 42-46).
Ὅποιος  τήν ἀγάπη του προσφέρει
ἁγνή σέ κάθε ἀδελφό, πού ὑποφέρει
τρέφει καί προσφέρει τήν βοήθειά του
στόν ἴδιο τό Χριστό. Κάθε ἀδελφός τοῦ
Χριστοῦ εἶν’ ἀδελφός μας, εἶν’ ἡ ζωή μας.
Ἄν δέν δώσουμε χαρά ὁ ἕνας στόν ἄλλο,
ποτέ στή ζωή μας δέν θά νοιώσουμε χαρά.
Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Κριτά δικαιώτατε καί
Ἄπειρη Ἀγάπη, Ἐσύ εἶσαι ἠ ζωή μας καί ἡ
Εἰρήνη μας, ἡ μόνη μας καταφυγή, ἡ μόνη μας παρηγοριά, ἡ μόνη μας ἐλπίδα, τό 
Φρούριόν μας, τό μόνον ἀσφαλές καταφύγιον. 
Ἐκτός ἀπό  Ἐσένα δέν ἔχουμε ἄλλον. Και δέν 
θέλουμε νά ἔχουμε ἄλλον κανέναν.  
Σύ καί μόνον Σύ εἶσαι ὁ δικός μας Θεός.
 Κι’ ἐμεῖς, οἱ ἄθλιοι εἴμαστε δοῦλοι Σου,
Ἀχρεῖοι μέν καί ἐλεεινοί, ἀλλά δοῦλοι Σου.
Σέ Σένα ἁμαρτάνουμε, ἀλλά Ἐσένα μονάχα
λατρεύουμε. Λυπήσου μας, Ἄχραντε, καί
 ἐλέησέ μας, ὄχι, γιατί τό ἀξίζουμε, ἀλλά
«ἕνεκεν τῆς δόξης τοῦ Ὀνόματός Σου», Ἰησοῦ.
Πρίν τελειωτικά χαθοῦμε, εὐσπλαγχνίσου μας,
καί ἐλέησέ μας. Συγχώρησε τά κρίματά μας καί 
ἀξίωσέ μας, νά σταθοῦμε στά δεξιά Σου, εἰλικρινά
μετανοιωμένοι, τή φοβερά Ἠμέρα τῆς Κρίσεως.
Μακροθύμισον ἐφ’ἡμᾶς ὁ Θεός καί ἐλέησον ἡμᾶς.
Ἀξίωσον ἡμᾶς, τούς ἐλεεινούς, καί τόν κόσμον Σου, ζῶντες ευσεβῶς, καθώς πρέπει ἁγίοις, «ἐν ἀγάπῃ» περιπατοῦντες, ἀσιγήτως, νά Σέ ὑμνοῦμε καί νά σέ δοξολογοῦμε, μετά πάντων τῶν Ἁγίων Σου, εἰς αἰῶνας αἰώνων.’Αμήν.




Τρίτη 11 Φεβρουαρίου 2020

«ΠΑΝ ΤΟ ΕΝ Τῼ ΚΟΣΜῼ, ΕΚ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ ΕΣΤΙ»




Ο ΘΕΟΣ ΕΙΝΑΙ ΑΓΑΘΟΣ

ΚΑΙ ΜΕΤΑΔΟΤΙΚΟΣ ΤΟΥ ΑΓΑΘΟΥ.



«Πᾶν τό ἐν τῷ κόσμῳ, ἡ ἐπιθυμία τῆς σαρκός
καί ἡ ἐπιθυμία τῶν ὀφθαλμῶν καί ἡ ἀλαζονεία
τοῦ βίου, οὐκ ἔστιν ἐκ τοῦ Πατρός, ἀλλ’ ἐκ τοῦ
κόσμου ἐστί. Καί ὁ κόσμος παράγεται καί 
ἐπιθυμία αὐτοῦ· ὁ δέ ποιῶν τό θέλημα τοῦ Θεοῦ
μένει εἰς τόν αἰῶνα» (Α΄Ἰωάν. β΄16-17).



Ὁ Εὐαγγελιστής τῆς Ἀγάπης, ὁ υἱός τῆς βροντῆς, ὁ Ἰωάννης, διαπιστώνει ὅτι, ἐξ αἰτίας τῆς ἀπομακρύνσεως τῶν ἀνθρώπων ἀπό τόν Θεόν, τό κάθε τί, πού ὐπάρχει στόν κόσμο, δηλαδή σαρκική ἐπιθυμία, ἡ ἐπιθυμία τῶν ὀφθαλμῶν   ἀλαζονία τοῦ βίου καί κάθε μορφή ἀσωτίας, δέν προέρχονται ἀπό τόν Πατέρα. Ἀλλά τό καθε τί Κακόν προέρχεται ἀπό τόν κόσμο, πού «ὅλος ἐν τῷ πονηρῷ κεῖται» (Α΄Ἰωάν. ε΄19). Τονίζει δέ ὁ Ἅγιος ὅτι ὁ κόσμος καί ἡ ἐπιθυμία του παρέρχονται. Ὅλα τά κοσμικά εἶναι σκιᾶς ἀσθενέστερα καί ὀνείρων ἀπατηλότερα. Δέν μένει τίποτε ἀπό ὅλα αὐτά. Καί ὑπογραμμίζει ὅτι αἰώνιον εἶναι μόνον τό Θέλημα τοῦ Θεοῦ καί ἐκεῖνος, πού κάνει πρᾶξι τό Θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἐκεῖνος πού ζεῖ  σύμφωνα μέ τό Θέλημα τοῦ Θεοῦ, μένει εἰς τόν αἰῶνα.

Οἱ  περισσότεροι ὅμως ἄνθρωποι, δυστυχῶς, κάνουν κακή χρῆσι τοῦ νοῦ καί τῆς ἐλευθερίας τους. Δέν δέχονται καί δέν τηροῦν στή ζωή τους τό Θέλημα τοῦ Θεοῦ «τό ἀγαθόν καί εὐάρεστον καί τέλειον» (Ρωμ. ιβ΄ 2).Κυριεύονται ἀπό τήν ἐπιθυμία τῆς σαρκός, ἀπό τήν ἐπιθυμία τῶν ὀφθαλμῶν καί ἀπό τήν ἀλαζονεία τοῦ βίου. Ἐπαναστατοῦν ἐναντίον τοῦ Θεοῦ-Πατρός, ἄλλοι κρυφά καί ἄλλοι φανερά. Θεωροῦν τήν πατρική στοργή καί προστασία ὡς καταδυνάστευσι, ὡς τυραννία. Δέν ἐκτιμοῦν τόν δεσμόν τῆς ἀγάπης, τόν θεωροῦν ζυγόν. Στήν «πρᾶξι» περιφρονοῦμε τίς εὐεργεσίες τοῦ Θεοῦ-Πατρός καί οἱ ἄμυαλοι καί ἄφρονες οἱ ἀχάριστοι καί ἀγνώμονες, χωριζόμαστε ἀπό τήν Πηγή τοῦ ζῶντος ὕδατος, ἀπό τόν Ἕνα καί μόνον Ἀληθινόν Θεόν, καί ἀπομακρυνόμαστε ἀπό τήν πατρική Ἑστία, φεύγοντας εἰς χώραν μακράν ζῶντες ἀσώτως, ὅπως ὁ νεώτερος υἱός  ἤ παραμένουμε στήν Πατρική Ἑστία ἐγκεκλεισμένοι εἰς τόν Ἐγωϊσμόν μας , εἰς τήν Ψευτιά καί τήν Ὑποκρισία μας, ὅπως ὁ Πρεσβύτερος υἱός τῆς Παραβολῆς τοῦ ἀσώτου(Λουκ. ιε΄ 11-32).

Ὅποιος κυριεύεται ἀπό τό φρόνημα τῆς σαρκός, πού εἶναι ἔχθρα εἰς Θεόν καί φέρει στήν ψυχή καί τή ζωή μας τό θάνατον (Ρωμ.η΄6-7), ἀσφαλῶς εἶναι τρελλός, εἶναι ἐκτός ἑαυτοῦ. Καί αὐτός πού φεύγει ἀπό τήν πατρική Ἑστία καί φθάνει στήν ἔσχατη ἐξαθλίωσι, καί ἀπό ἄρχοντας γίνεται χοιροβοσκός, μέ τίς ἀσωτίες του «ζῶν


ἀσώτως» μεταβάλλει τόν Παράδεισο σέ «χοιροστάσι» καί προσπαθεῖ νά χορτάσῃ τήν πεῖνα του, μέ «τά ξυλοκέρατα τῆς ἀποστασίας», ἐπιθυμῶν «γεμίσαι τήν κοιλίαν του ἀπό τῶν κερατίων ὧν ἤσθιον οἱ χοῖροι». Ἀλλά ἄσωτος, τρελλός, δέν εἶναι μόνον αὐτός. Τρελλός, ἄσωτος,  εἶναι καί αὐτός πού,  μένει στήν πατρική Ἑστία καί ὑποκρίνεται τόν ἅγιο. Δέν ὑπάρχει χειρότερη μορφή ἀσωτίας, χειρότερη τρέλλα, ἀπό τόν Ἐγωϊσμό, τόν Ἑωσφορισμό, ἀπό τήν Ψευτιά καί τήν Ὑποκρισία καί «τήν ἐσχηματισμένη εὐσέβεια». Ὁ νεώτερος υἱός «ἐλθών εἰς ἑαυτόν» μετανοεῖ εἰλικρινά κάι ἔμπρακτα καί εἰλικρινά μετανοιωμένος ἐπιστρέφει στήν Πατρική Ἑστία. Τόν εὐσπλαγχνίζεται ἡ ἄπειρη ἀγάπη, ὁ στοργικός Πατέρας, τόν δέχεται μετανοημένο καί τόν ἀποκαθιστᾶ, τόν ἐνδύει τήν στολήν τήν πρώτην καί τόν τρέφει μέ «τόν μόσχον τόν σιτευτόν».




Ὁ ὑποκριτής ὅμως, ὁ σχιζοφρενής, ὁ πρεσβύτερος υἱός, δέν μετανοεῖ. Μένει ἔξω ἀπό τήν Πατρική Ἑστία. Δέν ἔχει ἀγάπη. Παρόλη ὅμως τήν ἐμμονή του στό Κακό, στόν Ἐγωϊσμό καί τήν ὑποκρισία του, βγαίνει ἔξω ὁ στοργικός Πατέρας καί τόν καλεῖ νά συνέλθῃ. Αὐτός ὅμως ἀμετανόητος ἐκχύνει τόν βρωμερόν ὀχετόν τῆς καρδιᾶς του, κυριεύεται ἀπό παραλήρημα μεγαλειότητος, παραλήρημα διώξεως καί θρησκευτικό παραλήρημα καί, χωρίς ντροπή, προσβάλλει τήν μεγαλειότητα τοῦ Θεοῦ, τολμᾶ καί κατηγορεῖ τόν ἴδιο τό Θεό καί τόν ἀδελφό του:
«Ἰδού τοσαῦτα ἔτη δουλεύω σοι καί οὐδέποτε ἐντολήν σου παρῆλθον, καί ἐμοί οὐδέποτε ἔδωκας ἔριφον ἵνα μετά τῶν φίλων μου εὐφρανθῶ. Ὅτε δέ ὁ υἱός σου οὗτος, ὁ καταφαγών σου τόν βίον μετά πορνῶν, ἦλθεν, ἔθυσας τόν μόσχον τόν σιτευτόν.
Ὁ πρεσβύτερος ὅμως τρελλός δέν ἀκούει τή φωνή τῆς ἀγάπης, γιατί δέν ἔχει στήν ψυχή του ἀγάπη.
Καί μένει ἔξω ἀπό τόν Παράδεισο. Ὁ Κύριος τελειώνει τήν παραβολή μέ τή στοργική νουθεσία τοῦ Πατρός πρός τόν ἀμετανόητο, τόν ὁποῖον ἀποκαλεῖ  «τέκνον»: «Τέκνον, σύ πάντοτε μετ’ ἐμοῦ εἶ, καί πάντα τά ἐμά σά ἐστιν· εὐφρανθῆναι δέ καί χαρῆναι ἔδει, ὅτι ὁ ἀδελφός σου οὗτος νεκρός ἦν καί ἀνέζησε, καί ἀπολωλώς ἦν καί εὑρέθη».


Πόσοι ἄραγε ἀπό μᾶς εἴμαστε πιό τρελλοί καί ἀπό τόν πρεσβύτερο υἱό τῆς παραβολῆς καί παραμένουμε κατάκοιτοι στή χώρα καί τή σκιά τοῦ θανάτου; Πόσοι ἀπό μᾶς, παιδιά τῆς Παραφροσύνης, συνεχίζουμε, ἀμετανόητοι, νά κρίνουμε καί κατακρίνουμε τούς ἄλλους, καί, μέ τήν κακή μας θέλησι, παραμένουμε, χωρισμένοι ἀπό τό Θεό τῆς Ἀγάπης, ἔξω ἀπό τήν πατρική Ἑστία, δυστυχεῖς; Μήπως εἶναι καιρός νά μιμηθοῦμε τόν ἄσωτο, νεώτερο υἱό; Μήπως εἶναι Καιρός  δηλαδή νά ἔλθῃ ὁ καθένας μας εἰς ἑαυτόν καί νά ἐπιστρέψουμε στήν Πατρική Ἑστία εἰλικρινά μετανοιωμένοι;
Μήπως εἶναι καιρός νά ἀποδεχθοῦμε τήν τρέλλα, πού μᾶς δέρνει καί νά τροποποιήσουμε τήν προβληματική μας συμπεριφορά, νά θεραπεύσουμε τήν τρέλλα μας;
Μήπως εἶναι καιρός νά ταπεινωθῶμεν ὑπό τήν κραταιάν χεῖρα τοῦ Θεοῦ(Α΄Πέτρ. ε΄ 6);
Μήπως εἶναι καιρός νά ζήσωμεν «εὐσεβῶς» νά νεκρώσουμε τήν ἐπιθυμίαν τῆς σαρκός, τήν ἐπιθυμίαν τῶν ὀφθαλμῶν καί νά ἀποβάλωμε τήν ἀλαζονεία τοῦ βίου;
Μήπως εἶναι καιρός νά συνειδητοποιήσουμε ὅτι ὁ Θεός εἶναι Ἀγαθός καί μεταδοτικός τοῦ ἀγαθοῦ καί νά γίνουμε μιμητές τοῦ Θεοῦ, ὡς τέκνα ἀγαπητά καί νά περιπατοῦμε «ἐν ἀγάπῃ».
Μήπως εἶναι καιρός νά ἀπομακρυνθοῦμε ἀπό τό Κακόν καί τήν ἁμαρτία, πού κυριεύει τόν κόσμον καί νά ἐγκολπωθοῦμε τόν Χριστόν καί τό Εὐαγγέλιον τῆς Ἀγάπης Του καί νά κάνουμε «πρᾶξι» τό πανάγιον Θέλημα τοῦ Θεοῦ, πού χαρίζει τήν αἰωνιότητα καί μᾶς κάνει θεούς κατά χάριν;
Εἴθε νά μᾶς ἀξιώσῃ ὁ πανάγαθος νά κάνουμε «πρᾶξι» τό Θέλημά Του καί, ἀσιγήτως, νά Τόν ὑμνοῦμεν εἰς πάντας τούς αἰῶνας. Ἀμήν.




Δευτέρα 10 Φεβρουαρίου 2020

Ο ΟΣΙΟΣ ΜΑΡΤΙΝΙΑΝΟΣ, Ο ΜΕΓΑΣ ΑΣΚΗΤΗΣ





ΠΩΣ ΝΙΚΗΣΕ

ΤΑΣ ΜΕΘΟΔΙΑΣ ΤΟΥ ΔΙΑΒΟΛΟΥ



«Οἱ γάρ τοιοῦτοι ψευδαπόστολοι, ἐργάται δόλιοι, μετασχηματιζόμενοι εἰς ἀποστόλους Χριστοῦ. Καί οὐ θαυμαστόν· αὐτός γάρ ὁ Σατανᾶς μετασχηματίζεται εἰς ἄγγελον φωτός. Οὐ μέγα οὖν εἰ καί οἱ διάκονοι αὐτοῦ μετασχηματίζονται ὡς διάκονοι δικαιοσύνης, ὧν τό τέλος ἔσται κατά τά ἔργα αὐτῶν» (Β΄Κορινθ. ια΄ 13-15).



Εἶναι διαπιστωμένο ὅτι «ὁ κόσμος ὅλος ἐν τῷ πονηρῷ κεῖται»(Α΄Ἰωάν. ε΄19) καί ὅσοι θέλουν νά ζήσουν εὐσεβῶς ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ διωχθήσονται», λέγει ὁ Παῦλος (Β΄Τιμόθ. β΄12). Αὐτή εἶναι ἡ πικρή ἀλήθεια. Οἱ πραγματικά πιστοί στό Χριστό στόν ἀγῶνα τους νά ζήσουν «εὐσεβῶς», στήν προσπάθειά τους νά  ζήσουν ἔντιμα, μέ εἰλικρίνεια, μέ ὁδηγό τήν Ἀλήθεια καί τό Φῶς τοῦ Χριστοῦ, στήν ἐπίπονη προσπάθειά τους, νά σταθοῦν μακρυά ἀπό κάθε εἴδους Ψευτιά καί Ὑποκρισία, ἀντιμετωπίζουν τήν ἐχθρότητα, τό μῖσος, τῶν δαιμόνων καί ὅλων τῶν δαιμονανθρώπων, ἀντιμετωπίζουν τόν πόλεμον ὅλων τῶν σκοτεινῶν δυνάμεων




Αὐτές τίς σκοτεινές δυνάμεις ἀντεμετώπισε καί Ὅσιος Μαρτινιανός, ὁ μεγάλος αὐτός ἀσκητής, τοῦ ὁποίου τήν μνήμην ἑορτάζει τήν 13ν Φεβρουαρίου ἡ Ἁγία μας ἐκκλησία, πρός μίμησιν αὐτοῦ.

Ὁ Ὅσιος Μαρτινιανός, ἀπό τήν τρυφερή του ἀκόμη ἡλικία πίστεψε στό Χριστό. Ἀγάπησε τόν Κύριο, μέ ὅλη τή δύναμι τῆς ψυχῆς του καί πῆρε τήν ἀπόφασι νά ζῆ εὐσεβῶς ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ. Ἀφοσιώθηκε στό Χριστό. Ἀπό μικρό παιδί ξεχώρησε τά γήϊνα καί φθαρτά, ἀπό τά ἐπουράνια καί ἄφθαρτα. Ἦταν προικισμένος μέ τό Χάρισμα τῆς διακρίσεως. Καί εἶναι πραγματικά μακάριος ὅποιος καλλιεργεῖ τό Χάρισμα τῆς διακρίσεως. Διότι αὐτό ξεχωρίζει τούς ἀνθρώπους ἀπό τά ἄλογα ζῶα. Χωρίς αὐτό οἱ ἄνθρωποι εἶναι χειρότεροι ἀπό τά ζῶα.
Ὁ Ὅσιος Μαρτινιανός καλλιεργεῖ τό Χάρισμα τῆς διακρίσεως, γι’ αὐτόν ἀκριβῶς τό λόγο, ἀφήνει τόν κόσμο καί τά τερπνά τοῦ κόσμου καί ἀπό τά δεκα καί ὀκτώ ἔτη τῆς ἡλικίας του, ἀναχωρεῖ εἰς τήν ἔρημον, πλησίον τῆς Πόλεως Καισαρείας τῆς Παλαιστίνης, στό Ὄρος καλούμενον Κιβωτός. Ἀγαπᾶ τήν ἀσκητική ζωή. Ζῆ στήν ἡσυχία τῆς ἐρήμου μέ πολλήν σκληραγωγία καί ἄσκησι. Ὁλόκληρη τή ζωή του τήν ἀφιερώνει στήν ἄσκησι, στήν ἀδιάκοπη μελέτη τῶν Γραφῶν, στήν ἀδιάλειπτη προσευχή καί στή συνεχῆ φροντίδα τῶν ἀδυνάτων ἀδελφῶν.
Λατρεύει τό Θεό, «ἐν πνεύματι καί ἀληθείᾳ», μέ τήν καρδιά του. Ὑπομένει τούς πολέμους τῶν πονηρῶν δαιμόνων καί τῶν δαιμονανθρώπων καί μέ τή Χάρι τοῦ Θεοῦ, ἐξέρχεται πάντοτε νικητής στόν πόλεμο ἐναντίον τοῦ κακοῦ καί τῆς ἁμαρτίας, διότι ἔχει τή Χάρι καί τή δύναμι τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος «δίδει στούς Μαθητάς Του τήν ἐξουσίαν τοῦ πατεῖν ἐπάνω ὄφεων καί σκορπίων καί ἐπί πᾶσαν τήν δύναμιν τοῦ ἐχθροῦ»(Λουκ. ι΄19).


Ὁ Ὅσιος Μαρτινιανός ἔχει σκέπη καί καταφυγή του τόν Κύριον. Ἐννοεῖ «τό βραχύ τῆς ζωῆς» καί τή ματαιότητα τῶν ἐγκοσμίων πραγμάτων καί τῶν ἀνθρωπίνων ἐπιδιώξεων. Περιφρονεῖ τά ἐγκόσμια. Ἐνδιαφέρεται μόνον γιά τά πνευματικά καί ἔχει σάν σκοπό στή ζωή του τή δόξα τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι κάνει «πρᾶξι» τό λόγο τοῦ Χριστοῦ καί φθάνει στήν Κορυφή τῆς τελειότητος. Εἷναι πρότυπον ἁγίας ζωῆς, γιά ὅλους μας. Οἱ ἀγῶνες του ἐναντίον τῶν δαιμόνων καί τῶν δαιμονανθρώπων, ὁ τρόπος μέ τόν ὁποῖον νικᾶ τάς μεθοδείας, καί τά δολερά σχέδια τοῦ Διαβόλου  καί ἡ ἁγιότητά του γίνονται γνωστά σέ ὅλον τόν γνωστό κόσμο. Πραγματικά  ὁ Ἅγιος νικᾶ πάντα πειρασμόν, διά τῆς Πίστεως τῆς δι’ ἀγάπης ἐνεργουμένης, καί διά τῆς ἑνώσεώς του μέ τόν Θεόν.


Ἄλλοι θαυμάζουν τήν ἁγιότητά του καί τή διαφημίζουν παντοῦ καί προσπαθοῦν νά μιμηθοῦν τόν Ἅγιον. Ἄλλοι ὅμως  φθονοῦν τόν Ἅγιον.  Ἀμφισβητοῦν δέ τή φήμη του καί προσπαθοῦν νά ἀποδείξουν ὅτι μποροῦν νά τόν παρασύρουν στήν ἁμαρτία.
Θά ἀναφέρω ἐδῶ μόνον ἕνα παράδειγμα. Μία κακότροπη, ἀλλά πανέρμορφη γυναῖκα, ἄκουσε γιά τήν ἁγνότητα καί τήν ἁγιότητα τοῦ Μαρτινιανοῦ καί ἄρχισε νά κατηγορεῖ τόν Ἅγιο καί νά ἰσχυρίζεται ὅτι θά ἀποδείξῃ ὅτι, ὅλα, ὅσα λέγωνται περί ἁγιότητος τοῦ Ἀσκητοῦ εἶναι Ψέμματα. Ἀπεφάσισε, λοιπόν νά τόν ἐπισκεφθῇ στό Κελλί Του καί, μέ τόν τρόπο της, νά τόν ξελογιάσῃ, νά τόν παρασύρῃ στήν ἁμαρτία. Πράγματι δέ «εἰσῆλθεν ὁ Σατανᾶς» εἰς τήν καρδιά της, γιά νά πειράξῃ τόν Ὅσιο. Καί δέν εἶναι καθόλου περίεργο, διότι ὅπως λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, ὁ Σατανᾶς μετασχήματίζεται, μεταμφιέζεται εἰς ἄγγελον φωτός, τό ἴδιο καί οἱ δαίμονες  καί οἰ δαιμονάνθρωποι, μεταμφιέζονται, σέ ὑπηρέτες δικαιοσύνης. Μετέρχονται δόλια μέσα καί πονηρούς τρόπους, γιά νά παρασύρουν στό Κακό καί τήν ἁμαρτία. Ἔτσι , λοιπόν καί αὐτή ἡ Ὄμορφη, ἀλλά δαιμονική γυναῖκα θέλησε νά παρασύρη στήν ἄβυσσο καί τόν Ὅσιο Μαρτινιανό.


Ἔβαλε  σέ ἕνα τσουβάλι τά λαμπρά φορέματά της,  τά στολίδια καί τά ἀρώματά της. Φόρεσε τριμμένα παλιόρουχα, σκέπασε τό κεφάλι της μέ ἕνα παλιόρασο, μεταμφιέσθηκε, δηλαδή, ἡ διαβολική αὐτή γυναῖκα καί πῆγε  μιά νύχτα, πού βροντοῦσε καί ἄστραφτε, ἔξω ἀπό τό Κελλί τοῦ Ἁγίου, καί ἔλεγε μεγαλόφωνα, ἡ ξεδιάντροπη: «Ἐλέησέ με δοῦλε τοῦ Θεοῦ, τήν ταλαίπωρη καί μή μέ ἀφήσῃς νά γίνω τροφή τῶν θηρίων· διότι ἔχασα τόν δρόμο μου σ’ αὐτή τήν ἐρημιά καί δέν ἔχω ποῦ ἀλλοῦ νά καταφύγω ἡ φτωχιά.  Σέ παρακαλῶ, λυπήσου με, σάν πλᾶσμα τοῦ Θεοῦ, καί μή μέ σιχαθῇς τήν ἁμαρτωλή. Μήν ἀφήσῃς νά  μέ φᾶνε τά θηρία, τή δυστυχισμένη. Διότι ἄν μέ ἀφήσῃς θά δώσῃς ἀπολογία στό Δεσπότη Χριστό, κατά τήν ἡμέρα τῆς Κρίσεως». Αὐτά καί ἄλλα  μέ προσποιητά δάκρυα ἔλεγε ἡ πανοῦργος αὐτή διαβολογυναῖκα. Ὁ ἁγνός καί ἄκακος, ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ, τή λυπήθηκε καί ἄρχισε νά σκέπτεται καί νά λέγει καθ’ ἑαυτόν: «Ἀλλοίμονόν μου, τί θά κάμω σ’ αὐτή τή δοκιμασία; Ἄν δέ τή δεχθῶ θά γίνη τροφή τῶν θηρίων  καί ἐγώ θά εἶμαι ἔνοχος βαρυτάτης κολάσεως. Ἐάν πάλι τήν ἀφήσω νά εἰσέλθῃ εἰς τό κελλί μου, φοβᾶμαι μήπως ὁ Σατανᾶς, σκάψει λάκκον, ὁ δόλιος , καί μέ ρίξει σ’  αὐτόν».
Μέ δάκρυα καί στεναγμούς, γονατίζει καί προσεύχεται στό Θεό· «Σέ Σένα ἐλπίζω, Κύριε, βοήθησέ με νά μή ντροπιασθῶ. Μή ἀφήσῃς, νά γίνω παιγνίδι τῶν ἐχθρῶν. Σκέπασέ με μέ τή χάρι Σου, Κύριε. Σῶσε με τόν ἀχρεῖον δοῦλον Σου, ὅτι Σύ εἶσαι εὐλογητός εἰς τούς αἰῶνας. Ἀμήν». 
Ἀφοῦ ζήτησε τή βοήθεια τοῦ Θεοῦ ἄνοιξε τό κελλί καί ὑποδέχθηκε τή γυναῖκα. Τῆς ἄναψε φωτιά νά ζεσταθῆ, τῆς ἔδωσε φαγητό καί τή συμβούλεψε νά φροντίσῃ τή σωτηρία της. Καί ἀμέσως μπῆκε στή Σπηλιά καί κλείσθηκε ἐκεῖ προσευχόμενος.


Ἐκείνη ἡ πονηρή γυναῖκα κατά τό μεσονύκτιο σηκώθηκε, στολίσθηκε, μέ τά πολυτελῆ καί προκλητικά φορέματά  καί μέ τά κοσμήματά της. Καί φώναξε σέ βοήθεια τόν Ὅσιον, ὁ ὁποῖος ἔσπευσε νά βοηθήσῃ στό κάλεσμά της. Ὁ Σατανᾶς  αὔξησε τό κάλλος καί τήν ὡραιότητα  τῆς ἀσέμνου γυναικός, γιά νά  παρασύρῃ τόν ὅσιον καί νά γεννήσῃ στήν ψυχή του τήν αἰσχράν ἐπιθυμίαν τοῦ σαρκικοῦ ἔρωτος. Τότε προσπάθησε νά παρασύρῃ τόν Ἅγιον ἡ πονηρή γυναῖκα καί νά τόν πείσῃ ὅτι δέν εἶναι κακόν νά συνευρεθῇ μαζί της. Ὁ Ὅσιος ἄκουε τό παραλήρημα, τή φλυαρία τῆς πονηρῆς γυναῖκας καί, σάν ἄνθρωπος ἄρχισε νά κλονίζεται, νά ἀδυνατίζῃ ἡ θέλησί του. (Δέν μπορεῖ νά φαντασθῇ κανείς  τούς πονηρούς λογισμούς που προσπαθεῖ νά σπείρῃ ὁ διάβολος στίς ψυχές τῶν ἀνθρώπων). Ὁ Ὅσιος προσπάθησε νά  ἀποτρέψη τήν γυναίκα καί νά τήν πείσῃ ὅτι δέν εἶναι καλόν νά  ἁμαρτήσουν.  Ἄρχισε ὅμως νά γεννιέται μέσα στήν ἁγνή του ψυχή ὁ βρωμερός πόθος τῆς πορνείας. Ἁλλά πιό δυνατή ἦταν ἡ λαχτάρα του γιά τό Θεό. Δέν ἔπρεπε νά ὑποχωρήση, νά καμφθῇ.
Στήν ἐπιμονή της γυναίκας, ὁ ἅγιος τῆς εἶπε: «Περίμενε νά δῶ μήπως ἔρχεται κανείς νά μέ ἐπισκεφθῆ καί νά ἑτοιμασθῶ κι’ ἐγώ. Βγῆκε ἔξω ἀπό τό κελλί. Εἶδε ὁ Φιλάνθρωπος τά ἐσώτατα βάθη τῆς ψυχῆς του καί τόν εὐσπλαγχνίσθη καί ἔβαλε στήν καρδιά του καλούς, χρηστούς λογισμούς, γιά νά μή πᾶνε χαμένοι οἱ ἐκ νεότητός του πνευματικοί ἀγῶνες. «Ἐλθών  δέ εἰς ἑαυτόν», ὁ Ἅγιος μετενόησε εἰλικρινά, γιά τούς πονηρούς λογισμούς, πού γεννήθηκαν στήν ψυχή του, ἐξ αἰτίας τῆς πονηρῆς γυναίκας, καί  ἀμέσως σύναξε πολλά φρύγανα καί ἀφοῦ μπῆκε στό Κελλί,  ἄναψε μεγάλη φωτιά καί ἔπεσε στή μέση τῆς φωτιᾶς, γιά νά τιμωρήσῃ τή σάρκα, γιά τούς πονηρούς λογισμούς, πού λίγο πρίν τόν εἶχαν νικήσει. Καί ἔλεγε: «Συγχώρεσέ με Θεέ μου, γιά τούς λογισμούς, πού ἔκαμα. Σύ, Κύριε γνωρίζει ὅτι μόνον Ἐσένα ἀγάπησα ἀπό τήν τρυφερή μου ἡλικία. Γι’ αὐτό καί παρέδωκα  τό σῶμα μου νά καῇ στή φωτιά. Συγχώρεσέ με γιά τίς πονηρές μου σκέψεις». Καί στήν πονηρή γυναῖκα εἶπε: «Τί εἶναι αὐτή ἐδῶ ἡ φωτιά, μπροστά στό αἰώνιον πῦρ τῆς κολάσεως;»
Ἡ Πονηρή γυναῖκα ὅταν τόν εἶδε νά καίγεται στή φωτιά, ἦλθε στόν ἑαυτό της, συνησθάνθη τίς ἁμαρτίες της, μετενόησε εἰλικρινά ζήτησε συγχώρησι ἀπό τόν Ἅγιον, ὁ ὁποῖος τήν ἔστειλε σέ Μοναστήρι  καί ἔγινε μοναχή, ἀφιέρωσε τόν ἑαυτό της στό Θεό, ζητοῦσα τό ἔλεός του καί ἡγίασε. 
Ὁ Ὅσιος Μαρτινιανός διεπίστωσε  τήν παγίδα, πού τοῦ ἔστησε ὁ Σατανᾶς, ἐξ αἰτίας τῆς φήμης πού ἀπέκτησε, ὡς ἅγιος Ἀσκητής, καί ἔφυγε πρός ἄγνωστη κατεύθυνσι. Καί φεύγοντας ἀπό τόπο σέ τόπο ἔλεγε: «Μαρτινιανέ, φεῦγε καί σώζου».
Δέ πρέπει νά ξεχνᾶμε ὅτι εἶναι πολυμήχανος ὁ ἐχθρός καί δόλιος. Καλόν εἶναι νά προσέχουμε στόν ἑαυτό μας καί νά ζοῦμε εὐσεβῶς ὅπως ὁ ἅγιος Μαρτινιανός, μέ ἀδιάκοπη μελέτη τοῦ Νόμου τοῦ Θεοῦ, μέ ἀδιάλειπτη προσευχή καί νά δοξάζουμε τό Θεό μέ ἔργα  γνησίας ἀγάπης. Ζοῦμε σέ μιά σχιζοφρενική ἐποχή. Οἱ λέξεις καί οἱ ἔννοιες ἔχασαν τό πραγματικό τους νόημα. Ἡ διαστροφή καί γενικά ἡ ἀνηθικότητα θεωροῦνται ἰδιαιτερότητες καί γίνονται νόμοι τοῦ Κράτους.
Εἶναι καιρός νά συνέλθουμε καί νά φυλάξουμε βαθειά μέσα στήν καρδιά τήν Πίστι μας στό Χριστό, τήν ἀγάπη μας στήν Πατρίδα καί τήν Οἰκογένεια. Νά φυλάξουμε, ὡς κόρην ὀφθαλμοῦ τά ὅσια καί τά Ἱερά, τά Ἰδανικά τῆς Ρωμιοσύνης, τήν ἁγνότητα καί τήν καθαρότητα, τήν τιμήν καί τήν ἀξιοπρέπεια. Τίς Ἀξίες τῆς πνευματικῆς ζωῆς. Ὀφείλουμε νά ἀκολουθοῦμε τά Πρότυπα τῆς Ἁγίας ζωῆς. Γι' αὐτό καλόν εἶναι:
Νά προσέχουμε καί νά ἀποφεύγουμε τίς παγίδες τοῦ ἐχθροῦ. Νά βρισκώμαστε διαρκῶς νηφάλιοι καί σέ ἐγρήγορσι, ζῶντες εὐσεβῶς, μέ προσευχή καί νηστεία καί νά μήν ξεχνᾶμαι ποτέ ὅτι, «Ὁ ἀντίδικος ἡμῶν ὡς λέων ὠρυώμενος περιπατεῖ ζητῶν τίνα καταπίῃ»(Α΄Πέτρ. ε΄8). Μεταμορφώνεται, ὄχι μόνον σέ μιά ὄμορφη γυναῖκα, ἀλλά καί σέ ἄγγελον φωτός. «Βλέπετε», λοιπόν, «ἀγρυπνεῖτε καί προσεύχεσθε» (Μάρκ.ιγ΄33). Καί νά μήν ξεχνᾶμε ποτέ ὅτι «Μείζων ἐστίν ὁ Θεός τῆς καρδίας ἡμῶν»(Α΄Ἰωάν. γ΄ 20).«Μείζων ἐστίν ὁ ἐν ἡμῖν ἤ ὁ ἐν τῷ κόσμῳ» (Α΄Ἰωάν. δ΄ 4). Μείζων εἶναι ὀ Χριστός, ὁ Θεός ὁ Παντοκράτωρ.








Τετάρτη 5 Φεβρουαρίου 2020

«ΚΥΡΙΟΣ ΥΠΕΡΗΦΑΝΟΙΣ ΑΝΤΙΤΑΣΣΕΤΑΙ,




ΤΑΠΕΙΝΟΙΣ ΔΕ ΔΙΔΩΣΙ ΧΑΡΙΝ»(Παροιμ. 3,34).



Ὅταν κυριεύσῃ τήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου τό ἀναίσχυντο, τό θρασύ, τό ἀναιδές πάθος τοῦ Ἐγωϊσμοῦ, τοτε ἀμέσως ἐπέρχεται καί ἡ ἐπαίσχυντος, ἡ ἐπονείδιστος, ἡ ἀξιοκατάκριτος, ἡ αἰσχρά πτῶσις του.

Ὁ Προφήτης Ἡσαῒας λέγει: «Πῶς ἐξέπεσεν ἐκ τοῦ οὐρανοῦ ὁ ἑωσφόρος ὁ πρωῒ ἀνατέλλων; («Πῶς ἐξέπεσεν ἐκ τοῦ οὐρανοῦ ὁ πρωϊνός ἀστήρ, ὁ υἱός τῆς αὐγῆς, ὁ αὐγερινός, ἡ Ἀφροδίτη, πῶς ἔπεσε στόν ᾏδη τό φωτεινόν αὐτό μετέωρον; Ἐδῶ ὁ Προφήτης δηλώνει τή παλαιά μεγαλοπρέπεια τοῦ Βαβυλωνίου Μονάρχου καί τή φρικτή συντριβή του, ἐξ αἰτίας τοῦ πάθους τοῦ ἐγωϊσμοῦ, πού τόν κυρίευσε καί τόν ὡδήγησε στήν συντριβή καί τήν ἐξαφάνισι. Ὁ Ἑγωϊσμός, ἡ ὑπερηφάνεια ἐκαλλιέργησαν στήν ψυχή του τό φρόνημα  τῆς σαρκός, πού εἶναι ἔχθρα εἰς Θεόν καί φέρει στήν ψυχή καί τή ζωή τοῦ ἀνθρώπου τό θάνατο (Ρωμ. η΄ 6-7).

Ἐνόμιζε ὅτι εἶναι Θεός καί δέν θά πεθάνῃ. Καί εἶπε μέ τό νοῦ του: Θά ἀνέβω στόν οὐρανό καί ἐπάνω στά ἄστρα θά θέσω τό θρόνο μου καί θά καθήσω στήν κορυφή τοῦ πιο ψηλοῦ βουνοῦ, ἐπάνω εἰς τά πρός Βορρᾶν ὑψηλότερα ὄρη θά στήσω τό Θρόνο μου. Ἐγώ θά ἀνέλθω ὑπεράνω τῶν νεφῶν. Θά γίνω  ὅμοιος μέ τόν Ὕψιστον! »(Ἡσ.14, 13-14). Οἱ Ἅγιοι Πατέρες στηριζόμενοι στό χωρίον τοῦ Λουκᾶ ι΄ 18 «Ἐθεώρουν τόν Σατανᾶν ὡς ἀστραπήν ἐκ τοῦ οὐρανοῦ πεσόντα», ἐφήρμοσαν  ἀναγωγικῶς τό «Ἑωσφόρος», πού λέγει ὁ Ἡσαῒας, εἰς τόν Σατανᾶν. Γι’αὐτό καί σήμερα ὁ Σατανᾶς λέγεται Ἑωσφόρος καί ὁ Ἐγωϊσμός λέγεται Ἑωσφορισμός.

Ὁ Ἑγωϊσμός τόν ὡδήγησε τόν Βαβυλώνιον Μονάρχη, στό ἄκρον ἄωτον, στό ἀποκορύφωμα, τῆς Παραφροσύνης, μέ φυσική συνέπεια τή συντριπτική του πτῶσι.

Ὅπως ὁ Σατανᾶς, πού θέλησε νά θέσῃ τό θρόνο του πάνω ἀπό τό Θρόνο τοῦ Θεοῦ, ἐξέπεσε εἰς τά κατώτατα βάθη τοῦ ᾏδου, στήν ἄβυσσο, ἔτσι καί ὁ Βαβυλώνιος Μονάρχης «Νῦν εἰς ᾇδην καταβήσῃ καί εἰς τά θεμέλια τῆς γῆς»(Ἡσ. 14,15).
Ὁ ἀχαλίνωτος Ἐγωϊσμός, ὁ Ἑωσφορισμός, ὁδηγεῖ στή θεοποίησι τοῦ Ἑαυτούλη,  καί στήν ἄρνησι τοῦ Θεοῦ, μέ φυσική συνέπεια τή συντριβή τοῦ ἀνθρώπου.

Τό ἴδιο συμβαίνει καί μέ τόν Φαρισαϊσμό, «τήν ἐσχηματισμένη εὐσέβεια», πού ἐνσαρκώνει εἶναοτόν ἀχαλίνωτο Ἐγωϊσμό, τήν ὑπερηφάνεια, τήν Ψευτιά καί τήν Ὑποκρισία. Οἱ Φαρισαῖοι θεωροῦν τόν ἑαυτό τους ἅγιο καί ὅλους τούς ἄλλους τούς θεωροῦν παρακατιανούς καί τούς περιφρονοῦν.

Ὁ Ἐγωισμός, ἡ ὑπερηφάνεια, ἡ ἀλαζονία τοῦ βίου εἶναι ἡ πηγή κάθε κακίας καί εἶναι «βδέλυγμα» στό Θεό. Ὁ Θεός ἀποστρέφεται, ἀηδιάζει τήν ὑπερηφάνεια, τήν ἀλαζονία καί γενικά τή Φαρισαϊκή συμπεριφορά. «Κύριος ὑπερηφάνοις ἀντιτάσσεται, ταπεινοῖς δέ δίδωσι χάριν» (Παροιμ.3, 34).

Καί στήν Παραβολή τοῦ Τελώνου καί Φαρισαίου (Λουκ. ιη΄ 9-14),δέν δικαιώνεται ὁ ἐπηρμένος Φαρισαῖος, ὁ ὁποῖος ἔχει μεγάλη ἰδέα γιά τόν ἑαυτό του, ἀλλά δικαιώνεται ὁ ταπεινός Τελώνης, ὁ ὁποῖος ἔχει βαθειά συναίσθησι τῆς ἁμαρτωλότητός του, ἀποδέχεται τά λάθη τοῦ καί μετανοεῖ εἰλικρινά γιά τίς ἁμαρτίες του καί, ταπεινά., ζητεῖ τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Κτυπᾶ τό στῆθος του, γονατίζει, ψυχικά καί σωματικά, μπροστά στό Θεό καί μέ δάκρυα ζητεῖ ἔλεος: «Κύριε, εἶμαι ἁμαρτωλός. Θεέ μου συγχώρεσέ με. Ὁ Θεός ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ». Τονίζει δέ ὁ Κύριος ὅτι δικαιώνεται ὁ ταπεινός Τελώνης, διότι ὁ δικαιοκρίτης Θεός ἀντιτάσσεται στόν Ἐγωϊσμό, στήν ἀλαζονία, τήν ὑπερηφάνεια καί βραβεύει τήν ταπείνωσι. Καί αὐτός εἶναι ὁ Κανόνας: «ὅτι πᾶς ὁ ὑψῶν ἑαυτόν ταπεινωθήσεται, ὁ δέ ταπεινῶν ὑψωθήσεται».



«Βαρειά εἶναι τά μάτια μου, βαρειά εἶναι καί ἠ ψυχή μου, ἀπό τίς ἀνομίες μου, δέν μπορῶ νά στρέψω τό βλέμμα μου, νά ἀτενίσω καί δῶ τόν αἰθέρα τοῦ οὐρανοῦ. Ἀλλά Σύ, πολυεύσπλαγχνε καί Οἰκτίρμων, δέξου με ὡς τόν Τελώνη, μετανοοῦντα, Σωτῆρα μου καί ἐλέησόν με»(Τροπ. Λιτ.)







«Τῆς σωτηρίας  εὔθυνόν μοι τρίβους, Θεοτόκε·

 Ἁγνή, Παρθένε, Θεοτόκε, δός μου τή Χάρι σου νά βαδίζω στήν ὁδό τῆς σωτηρίας καί νά μή σε πικραίνω, πανάχραντη Μητέρα, μέ τήν κακή μου συμπεριφορά. Μέ αἰσχρές ἀμαρτίες κατερύπωσα τήν ψυχή μου, δέν ἀφιέρωσε οὔτε δευτερόλεπτον,  γιά τά πνευματικά, ἐδαπάνησα ὁλόκληρη τή ζωή μου, μέ ραθυμία, μέ ὀκνηρία, μέ τεμπελιά καί  ἀπροθυμία, καί μετανοῶ. Παναγιά μου, μέ τίς πρεσβεῖες σου, λύτρωσε με ἀπό κάθε ἀκαθαρσία».





«Τά πλήθη τῶν πεπραγμένων μοι δεινῶν ἐννοῶν ὁ τάλας...Κύριε, γονατίζω ταπεινά ἐνώπιόν Σου καί ζητῶ τό ἔλεός Σου, ὁ ταλαίπωρος ἐγώ. Συναισθάνομαι τό βάρος τῶν πολλῶν μου ἁμαρτιῶν, τό ἀμέτρητον πλῆθος τῶν ἀτοπημάτων μου καί τρέμω τήν φοβεράν ἡμέραν τῆς Κρίσεως. Ποιος, ἀλήθεια, θά μπορέσῃ νά σταθῇ ἐνώπιόν Σου, Κύριε; Καί τίς δύναται σταθῆναι; Παίρνω θάρρος, ὅμως, διότι πιστεύω εἰς τό ἔλεος τῆς εὐσπλαγχνίας Σου καί Σέ παρακαλῶ, Μακρόθυμε Κύριε, νά μέ λυπηθῇς. Σύ, πού σταυρώθηκες γιά μᾶς, δέξου τήν μετάνοιά μας. Ἄκουσε τίς κραυγές τῆς ἀγωνίας μου. Δέξου τή μετάνοιά μου, ὅπως ὁ Δαυῒδ Σοῦ φωνάζω δυνατά καί ζητῶ Ἔλεος, Ἔλεος! Ἐλέησόν με, Θεέ μου, κατά τό μέγα Σου ἔλεος».