Δευτέρα 10 Φεβρουαρίου 2020

Ο ΟΣΙΟΣ ΜΑΡΤΙΝΙΑΝΟΣ, Ο ΜΕΓΑΣ ΑΣΚΗΤΗΣ





ΠΩΣ ΝΙΚΗΣΕ

ΤΑΣ ΜΕΘΟΔΙΑΣ ΤΟΥ ΔΙΑΒΟΛΟΥ



«Οἱ γάρ τοιοῦτοι ψευδαπόστολοι, ἐργάται δόλιοι, μετασχηματιζόμενοι εἰς ἀποστόλους Χριστοῦ. Καί οὐ θαυμαστόν· αὐτός γάρ ὁ Σατανᾶς μετασχηματίζεται εἰς ἄγγελον φωτός. Οὐ μέγα οὖν εἰ καί οἱ διάκονοι αὐτοῦ μετασχηματίζονται ὡς διάκονοι δικαιοσύνης, ὧν τό τέλος ἔσται κατά τά ἔργα αὐτῶν» (Β΄Κορινθ. ια΄ 13-15).



Εἶναι διαπιστωμένο ὅτι «ὁ κόσμος ὅλος ἐν τῷ πονηρῷ κεῖται»(Α΄Ἰωάν. ε΄19) καί ὅσοι θέλουν νά ζήσουν εὐσεβῶς ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ διωχθήσονται», λέγει ὁ Παῦλος (Β΄Τιμόθ. β΄12). Αὐτή εἶναι ἡ πικρή ἀλήθεια. Οἱ πραγματικά πιστοί στό Χριστό στόν ἀγῶνα τους νά ζήσουν «εὐσεβῶς», στήν προσπάθειά τους νά  ζήσουν ἔντιμα, μέ εἰλικρίνεια, μέ ὁδηγό τήν Ἀλήθεια καί τό Φῶς τοῦ Χριστοῦ, στήν ἐπίπονη προσπάθειά τους, νά σταθοῦν μακρυά ἀπό κάθε εἴδους Ψευτιά καί Ὑποκρισία, ἀντιμετωπίζουν τήν ἐχθρότητα, τό μῖσος, τῶν δαιμόνων καί ὅλων τῶν δαιμονανθρώπων, ἀντιμετωπίζουν τόν πόλεμον ὅλων τῶν σκοτεινῶν δυνάμεων




Αὐτές τίς σκοτεινές δυνάμεις ἀντεμετώπισε καί Ὅσιος Μαρτινιανός, ὁ μεγάλος αὐτός ἀσκητής, τοῦ ὁποίου τήν μνήμην ἑορτάζει τήν 13ν Φεβρουαρίου ἡ Ἁγία μας ἐκκλησία, πρός μίμησιν αὐτοῦ.

Ὁ Ὅσιος Μαρτινιανός, ἀπό τήν τρυφερή του ἀκόμη ἡλικία πίστεψε στό Χριστό. Ἀγάπησε τόν Κύριο, μέ ὅλη τή δύναμι τῆς ψυχῆς του καί πῆρε τήν ἀπόφασι νά ζῆ εὐσεβῶς ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ. Ἀφοσιώθηκε στό Χριστό. Ἀπό μικρό παιδί ξεχώρησε τά γήϊνα καί φθαρτά, ἀπό τά ἐπουράνια καί ἄφθαρτα. Ἦταν προικισμένος μέ τό Χάρισμα τῆς διακρίσεως. Καί εἶναι πραγματικά μακάριος ὅποιος καλλιεργεῖ τό Χάρισμα τῆς διακρίσεως. Διότι αὐτό ξεχωρίζει τούς ἀνθρώπους ἀπό τά ἄλογα ζῶα. Χωρίς αὐτό οἱ ἄνθρωποι εἶναι χειρότεροι ἀπό τά ζῶα.
Ὁ Ὅσιος Μαρτινιανός καλλιεργεῖ τό Χάρισμα τῆς διακρίσεως, γι’ αὐτόν ἀκριβῶς τό λόγο, ἀφήνει τόν κόσμο καί τά τερπνά τοῦ κόσμου καί ἀπό τά δεκα καί ὀκτώ ἔτη τῆς ἡλικίας του, ἀναχωρεῖ εἰς τήν ἔρημον, πλησίον τῆς Πόλεως Καισαρείας τῆς Παλαιστίνης, στό Ὄρος καλούμενον Κιβωτός. Ἀγαπᾶ τήν ἀσκητική ζωή. Ζῆ στήν ἡσυχία τῆς ἐρήμου μέ πολλήν σκληραγωγία καί ἄσκησι. Ὁλόκληρη τή ζωή του τήν ἀφιερώνει στήν ἄσκησι, στήν ἀδιάκοπη μελέτη τῶν Γραφῶν, στήν ἀδιάλειπτη προσευχή καί στή συνεχῆ φροντίδα τῶν ἀδυνάτων ἀδελφῶν.
Λατρεύει τό Θεό, «ἐν πνεύματι καί ἀληθείᾳ», μέ τήν καρδιά του. Ὑπομένει τούς πολέμους τῶν πονηρῶν δαιμόνων καί τῶν δαιμονανθρώπων καί μέ τή Χάρι τοῦ Θεοῦ, ἐξέρχεται πάντοτε νικητής στόν πόλεμο ἐναντίον τοῦ κακοῦ καί τῆς ἁμαρτίας, διότι ἔχει τή Χάρι καί τή δύναμι τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος «δίδει στούς Μαθητάς Του τήν ἐξουσίαν τοῦ πατεῖν ἐπάνω ὄφεων καί σκορπίων καί ἐπί πᾶσαν τήν δύναμιν τοῦ ἐχθροῦ»(Λουκ. ι΄19).


Ὁ Ὅσιος Μαρτινιανός ἔχει σκέπη καί καταφυγή του τόν Κύριον. Ἐννοεῖ «τό βραχύ τῆς ζωῆς» καί τή ματαιότητα τῶν ἐγκοσμίων πραγμάτων καί τῶν ἀνθρωπίνων ἐπιδιώξεων. Περιφρονεῖ τά ἐγκόσμια. Ἐνδιαφέρεται μόνον γιά τά πνευματικά καί ἔχει σάν σκοπό στή ζωή του τή δόξα τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι κάνει «πρᾶξι» τό λόγο τοῦ Χριστοῦ καί φθάνει στήν Κορυφή τῆς τελειότητος. Εἷναι πρότυπον ἁγίας ζωῆς, γιά ὅλους μας. Οἱ ἀγῶνες του ἐναντίον τῶν δαιμόνων καί τῶν δαιμονανθρώπων, ὁ τρόπος μέ τόν ὁποῖον νικᾶ τάς μεθοδείας, καί τά δολερά σχέδια τοῦ Διαβόλου  καί ἡ ἁγιότητά του γίνονται γνωστά σέ ὅλον τόν γνωστό κόσμο. Πραγματικά  ὁ Ἅγιος νικᾶ πάντα πειρασμόν, διά τῆς Πίστεως τῆς δι’ ἀγάπης ἐνεργουμένης, καί διά τῆς ἑνώσεώς του μέ τόν Θεόν.


Ἄλλοι θαυμάζουν τήν ἁγιότητά του καί τή διαφημίζουν παντοῦ καί προσπαθοῦν νά μιμηθοῦν τόν Ἅγιον. Ἄλλοι ὅμως  φθονοῦν τόν Ἅγιον.  Ἀμφισβητοῦν δέ τή φήμη του καί προσπαθοῦν νά ἀποδείξουν ὅτι μποροῦν νά τόν παρασύρουν στήν ἁμαρτία.
Θά ἀναφέρω ἐδῶ μόνον ἕνα παράδειγμα. Μία κακότροπη, ἀλλά πανέρμορφη γυναῖκα, ἄκουσε γιά τήν ἁγνότητα καί τήν ἁγιότητα τοῦ Μαρτινιανοῦ καί ἄρχισε νά κατηγορεῖ τόν Ἅγιο καί νά ἰσχυρίζεται ὅτι θά ἀποδείξῃ ὅτι, ὅλα, ὅσα λέγωνται περί ἁγιότητος τοῦ Ἀσκητοῦ εἶναι Ψέμματα. Ἀπεφάσισε, λοιπόν νά τόν ἐπισκεφθῇ στό Κελλί Του καί, μέ τόν τρόπο της, νά τόν ξελογιάσῃ, νά τόν παρασύρῃ στήν ἁμαρτία. Πράγματι δέ «εἰσῆλθεν ὁ Σατανᾶς» εἰς τήν καρδιά της, γιά νά πειράξῃ τόν Ὅσιο. Καί δέν εἶναι καθόλου περίεργο, διότι ὅπως λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, ὁ Σατανᾶς μετασχήματίζεται, μεταμφιέζεται εἰς ἄγγελον φωτός, τό ἴδιο καί οἱ δαίμονες  καί οἰ δαιμονάνθρωποι, μεταμφιέζονται, σέ ὑπηρέτες δικαιοσύνης. Μετέρχονται δόλια μέσα καί πονηρούς τρόπους, γιά νά παρασύρουν στό Κακό καί τήν ἁμαρτία. Ἔτσι , λοιπόν καί αὐτή ἡ Ὄμορφη, ἀλλά δαιμονική γυναῖκα θέλησε νά παρασύρη στήν ἄβυσσο καί τόν Ὅσιο Μαρτινιανό.


Ἔβαλε  σέ ἕνα τσουβάλι τά λαμπρά φορέματά της,  τά στολίδια καί τά ἀρώματά της. Φόρεσε τριμμένα παλιόρουχα, σκέπασε τό κεφάλι της μέ ἕνα παλιόρασο, μεταμφιέσθηκε, δηλαδή, ἡ διαβολική αὐτή γυναῖκα καί πῆγε  μιά νύχτα, πού βροντοῦσε καί ἄστραφτε, ἔξω ἀπό τό Κελλί τοῦ Ἁγίου, καί ἔλεγε μεγαλόφωνα, ἡ ξεδιάντροπη: «Ἐλέησέ με δοῦλε τοῦ Θεοῦ, τήν ταλαίπωρη καί μή μέ ἀφήσῃς νά γίνω τροφή τῶν θηρίων· διότι ἔχασα τόν δρόμο μου σ’ αὐτή τήν ἐρημιά καί δέν ἔχω ποῦ ἀλλοῦ νά καταφύγω ἡ φτωχιά.  Σέ παρακαλῶ, λυπήσου με, σάν πλᾶσμα τοῦ Θεοῦ, καί μή μέ σιχαθῇς τήν ἁμαρτωλή. Μήν ἀφήσῃς νά  μέ φᾶνε τά θηρία, τή δυστυχισμένη. Διότι ἄν μέ ἀφήσῃς θά δώσῃς ἀπολογία στό Δεσπότη Χριστό, κατά τήν ἡμέρα τῆς Κρίσεως». Αὐτά καί ἄλλα  μέ προσποιητά δάκρυα ἔλεγε ἡ πανοῦργος αὐτή διαβολογυναῖκα. Ὁ ἁγνός καί ἄκακος, ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ, τή λυπήθηκε καί ἄρχισε νά σκέπτεται καί νά λέγει καθ’ ἑαυτόν: «Ἀλλοίμονόν μου, τί θά κάμω σ’ αὐτή τή δοκιμασία; Ἄν δέ τή δεχθῶ θά γίνη τροφή τῶν θηρίων  καί ἐγώ θά εἶμαι ἔνοχος βαρυτάτης κολάσεως. Ἐάν πάλι τήν ἀφήσω νά εἰσέλθῃ εἰς τό κελλί μου, φοβᾶμαι μήπως ὁ Σατανᾶς, σκάψει λάκκον, ὁ δόλιος , καί μέ ρίξει σ’  αὐτόν».
Μέ δάκρυα καί στεναγμούς, γονατίζει καί προσεύχεται στό Θεό· «Σέ Σένα ἐλπίζω, Κύριε, βοήθησέ με νά μή ντροπιασθῶ. Μή ἀφήσῃς, νά γίνω παιγνίδι τῶν ἐχθρῶν. Σκέπασέ με μέ τή χάρι Σου, Κύριε. Σῶσε με τόν ἀχρεῖον δοῦλον Σου, ὅτι Σύ εἶσαι εὐλογητός εἰς τούς αἰῶνας. Ἀμήν». 
Ἀφοῦ ζήτησε τή βοήθεια τοῦ Θεοῦ ἄνοιξε τό κελλί καί ὑποδέχθηκε τή γυναῖκα. Τῆς ἄναψε φωτιά νά ζεσταθῆ, τῆς ἔδωσε φαγητό καί τή συμβούλεψε νά φροντίσῃ τή σωτηρία της. Καί ἀμέσως μπῆκε στή Σπηλιά καί κλείσθηκε ἐκεῖ προσευχόμενος.


Ἐκείνη ἡ πονηρή γυναῖκα κατά τό μεσονύκτιο σηκώθηκε, στολίσθηκε, μέ τά πολυτελῆ καί προκλητικά φορέματά  καί μέ τά κοσμήματά της. Καί φώναξε σέ βοήθεια τόν Ὅσιον, ὁ ὁποῖος ἔσπευσε νά βοηθήσῃ στό κάλεσμά της. Ὁ Σατανᾶς  αὔξησε τό κάλλος καί τήν ὡραιότητα  τῆς ἀσέμνου γυναικός, γιά νά  παρασύρῃ τόν ὅσιον καί νά γεννήσῃ στήν ψυχή του τήν αἰσχράν ἐπιθυμίαν τοῦ σαρκικοῦ ἔρωτος. Τότε προσπάθησε νά παρασύρῃ τόν Ἅγιον ἡ πονηρή γυναῖκα καί νά τόν πείσῃ ὅτι δέν εἶναι κακόν νά συνευρεθῇ μαζί της. Ὁ Ὅσιος ἄκουε τό παραλήρημα, τή φλυαρία τῆς πονηρῆς γυναῖκας καί, σάν ἄνθρωπος ἄρχισε νά κλονίζεται, νά ἀδυνατίζῃ ἡ θέλησί του. (Δέν μπορεῖ νά φαντασθῇ κανείς  τούς πονηρούς λογισμούς που προσπαθεῖ νά σπείρῃ ὁ διάβολος στίς ψυχές τῶν ἀνθρώπων). Ὁ Ὅσιος προσπάθησε νά  ἀποτρέψη τήν γυναίκα καί νά τήν πείσῃ ὅτι δέν εἶναι καλόν νά  ἁμαρτήσουν.  Ἄρχισε ὅμως νά γεννιέται μέσα στήν ἁγνή του ψυχή ὁ βρωμερός πόθος τῆς πορνείας. Ἁλλά πιό δυνατή ἦταν ἡ λαχτάρα του γιά τό Θεό. Δέν ἔπρεπε νά ὑποχωρήση, νά καμφθῇ.
Στήν ἐπιμονή της γυναίκας, ὁ ἅγιος τῆς εἶπε: «Περίμενε νά δῶ μήπως ἔρχεται κανείς νά μέ ἐπισκεφθῆ καί νά ἑτοιμασθῶ κι’ ἐγώ. Βγῆκε ἔξω ἀπό τό κελλί. Εἶδε ὁ Φιλάνθρωπος τά ἐσώτατα βάθη τῆς ψυχῆς του καί τόν εὐσπλαγχνίσθη καί ἔβαλε στήν καρδιά του καλούς, χρηστούς λογισμούς, γιά νά μή πᾶνε χαμένοι οἱ ἐκ νεότητός του πνευματικοί ἀγῶνες. «Ἐλθών  δέ εἰς ἑαυτόν», ὁ Ἅγιος μετενόησε εἰλικρινά, γιά τούς πονηρούς λογισμούς, πού γεννήθηκαν στήν ψυχή του, ἐξ αἰτίας τῆς πονηρῆς γυναίκας, καί  ἀμέσως σύναξε πολλά φρύγανα καί ἀφοῦ μπῆκε στό Κελλί,  ἄναψε μεγάλη φωτιά καί ἔπεσε στή μέση τῆς φωτιᾶς, γιά νά τιμωρήσῃ τή σάρκα, γιά τούς πονηρούς λογισμούς, πού λίγο πρίν τόν εἶχαν νικήσει. Καί ἔλεγε: «Συγχώρεσέ με Θεέ μου, γιά τούς λογισμούς, πού ἔκαμα. Σύ, Κύριε γνωρίζει ὅτι μόνον Ἐσένα ἀγάπησα ἀπό τήν τρυφερή μου ἡλικία. Γι’ αὐτό καί παρέδωκα  τό σῶμα μου νά καῇ στή φωτιά. Συγχώρεσέ με γιά τίς πονηρές μου σκέψεις». Καί στήν πονηρή γυναῖκα εἶπε: «Τί εἶναι αὐτή ἐδῶ ἡ φωτιά, μπροστά στό αἰώνιον πῦρ τῆς κολάσεως;»
Ἡ Πονηρή γυναῖκα ὅταν τόν εἶδε νά καίγεται στή φωτιά, ἦλθε στόν ἑαυτό της, συνησθάνθη τίς ἁμαρτίες της, μετενόησε εἰλικρινά ζήτησε συγχώρησι ἀπό τόν Ἅγιον, ὁ ὁποῖος τήν ἔστειλε σέ Μοναστήρι  καί ἔγινε μοναχή, ἀφιέρωσε τόν ἑαυτό της στό Θεό, ζητοῦσα τό ἔλεός του καί ἡγίασε. 
Ὁ Ὅσιος Μαρτινιανός διεπίστωσε  τήν παγίδα, πού τοῦ ἔστησε ὁ Σατανᾶς, ἐξ αἰτίας τῆς φήμης πού ἀπέκτησε, ὡς ἅγιος Ἀσκητής, καί ἔφυγε πρός ἄγνωστη κατεύθυνσι. Καί φεύγοντας ἀπό τόπο σέ τόπο ἔλεγε: «Μαρτινιανέ, φεῦγε καί σώζου».
Δέ πρέπει νά ξεχνᾶμε ὅτι εἶναι πολυμήχανος ὁ ἐχθρός καί δόλιος. Καλόν εἶναι νά προσέχουμε στόν ἑαυτό μας καί νά ζοῦμε εὐσεβῶς ὅπως ὁ ἅγιος Μαρτινιανός, μέ ἀδιάκοπη μελέτη τοῦ Νόμου τοῦ Θεοῦ, μέ ἀδιάλειπτη προσευχή καί νά δοξάζουμε τό Θεό μέ ἔργα  γνησίας ἀγάπης. Ζοῦμε σέ μιά σχιζοφρενική ἐποχή. Οἱ λέξεις καί οἱ ἔννοιες ἔχασαν τό πραγματικό τους νόημα. Ἡ διαστροφή καί γενικά ἡ ἀνηθικότητα θεωροῦνται ἰδιαιτερότητες καί γίνονται νόμοι τοῦ Κράτους.
Εἶναι καιρός νά συνέλθουμε καί νά φυλάξουμε βαθειά μέσα στήν καρδιά τήν Πίστι μας στό Χριστό, τήν ἀγάπη μας στήν Πατρίδα καί τήν Οἰκογένεια. Νά φυλάξουμε, ὡς κόρην ὀφθαλμοῦ τά ὅσια καί τά Ἱερά, τά Ἰδανικά τῆς Ρωμιοσύνης, τήν ἁγνότητα καί τήν καθαρότητα, τήν τιμήν καί τήν ἀξιοπρέπεια. Τίς Ἀξίες τῆς πνευματικῆς ζωῆς. Ὀφείλουμε νά ἀκολουθοῦμε τά Πρότυπα τῆς Ἁγίας ζωῆς. Γι' αὐτό καλόν εἶναι:
Νά προσέχουμε καί νά ἀποφεύγουμε τίς παγίδες τοῦ ἐχθροῦ. Νά βρισκώμαστε διαρκῶς νηφάλιοι καί σέ ἐγρήγορσι, ζῶντες εὐσεβῶς, μέ προσευχή καί νηστεία καί νά μήν ξεχνᾶμαι ποτέ ὅτι, «Ὁ ἀντίδικος ἡμῶν ὡς λέων ὠρυώμενος περιπατεῖ ζητῶν τίνα καταπίῃ»(Α΄Πέτρ. ε΄8). Μεταμορφώνεται, ὄχι μόνον σέ μιά ὄμορφη γυναῖκα, ἀλλά καί σέ ἄγγελον φωτός. «Βλέπετε», λοιπόν, «ἀγρυπνεῖτε καί προσεύχεσθε» (Μάρκ.ιγ΄33). Καί νά μήν ξεχνᾶμε ποτέ ὅτι «Μείζων ἐστίν ὁ Θεός τῆς καρδίας ἡμῶν»(Α΄Ἰωάν. γ΄ 20).«Μείζων ἐστίν ὁ ἐν ἡμῖν ἤ ὁ ἐν τῷ κόσμῳ» (Α΄Ἰωάν. δ΄ 4). Μείζων εἶναι ὀ Χριστός, ὁ Θεός ὁ Παντοκράτωρ.








Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου