Τετάρτη 5 Φεβρουαρίου 2020

«ΚΥΡΙΟΣ ΥΠΕΡΗΦΑΝΟΙΣ ΑΝΤΙΤΑΣΣΕΤΑΙ,




ΤΑΠΕΙΝΟΙΣ ΔΕ ΔΙΔΩΣΙ ΧΑΡΙΝ»(Παροιμ. 3,34).



Ὅταν κυριεύσῃ τήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου τό ἀναίσχυντο, τό θρασύ, τό ἀναιδές πάθος τοῦ Ἐγωϊσμοῦ, τοτε ἀμέσως ἐπέρχεται καί ἡ ἐπαίσχυντος, ἡ ἐπονείδιστος, ἡ ἀξιοκατάκριτος, ἡ αἰσχρά πτῶσις του.

Ὁ Προφήτης Ἡσαῒας λέγει: «Πῶς ἐξέπεσεν ἐκ τοῦ οὐρανοῦ ὁ ἑωσφόρος ὁ πρωῒ ἀνατέλλων; («Πῶς ἐξέπεσεν ἐκ τοῦ οὐρανοῦ ὁ πρωϊνός ἀστήρ, ὁ υἱός τῆς αὐγῆς, ὁ αὐγερινός, ἡ Ἀφροδίτη, πῶς ἔπεσε στόν ᾏδη τό φωτεινόν αὐτό μετέωρον; Ἐδῶ ὁ Προφήτης δηλώνει τή παλαιά μεγαλοπρέπεια τοῦ Βαβυλωνίου Μονάρχου καί τή φρικτή συντριβή του, ἐξ αἰτίας τοῦ πάθους τοῦ ἐγωϊσμοῦ, πού τόν κυρίευσε καί τόν ὡδήγησε στήν συντριβή καί τήν ἐξαφάνισι. Ὁ Ἑγωϊσμός, ἡ ὑπερηφάνεια ἐκαλλιέργησαν στήν ψυχή του τό φρόνημα  τῆς σαρκός, πού εἶναι ἔχθρα εἰς Θεόν καί φέρει στήν ψυχή καί τή ζωή τοῦ ἀνθρώπου τό θάνατο (Ρωμ. η΄ 6-7).

Ἐνόμιζε ὅτι εἶναι Θεός καί δέν θά πεθάνῃ. Καί εἶπε μέ τό νοῦ του: Θά ἀνέβω στόν οὐρανό καί ἐπάνω στά ἄστρα θά θέσω τό θρόνο μου καί θά καθήσω στήν κορυφή τοῦ πιο ψηλοῦ βουνοῦ, ἐπάνω εἰς τά πρός Βορρᾶν ὑψηλότερα ὄρη θά στήσω τό Θρόνο μου. Ἐγώ θά ἀνέλθω ὑπεράνω τῶν νεφῶν. Θά γίνω  ὅμοιος μέ τόν Ὕψιστον! »(Ἡσ.14, 13-14). Οἱ Ἅγιοι Πατέρες στηριζόμενοι στό χωρίον τοῦ Λουκᾶ ι΄ 18 «Ἐθεώρουν τόν Σατανᾶν ὡς ἀστραπήν ἐκ τοῦ οὐρανοῦ πεσόντα», ἐφήρμοσαν  ἀναγωγικῶς τό «Ἑωσφόρος», πού λέγει ὁ Ἡσαῒας, εἰς τόν Σατανᾶν. Γι’αὐτό καί σήμερα ὁ Σατανᾶς λέγεται Ἑωσφόρος καί ὁ Ἐγωϊσμός λέγεται Ἑωσφορισμός.

Ὁ Ἑγωϊσμός τόν ὡδήγησε τόν Βαβυλώνιον Μονάρχη, στό ἄκρον ἄωτον, στό ἀποκορύφωμα, τῆς Παραφροσύνης, μέ φυσική συνέπεια τή συντριπτική του πτῶσι.

Ὅπως ὁ Σατανᾶς, πού θέλησε νά θέσῃ τό θρόνο του πάνω ἀπό τό Θρόνο τοῦ Θεοῦ, ἐξέπεσε εἰς τά κατώτατα βάθη τοῦ ᾏδου, στήν ἄβυσσο, ἔτσι καί ὁ Βαβυλώνιος Μονάρχης «Νῦν εἰς ᾇδην καταβήσῃ καί εἰς τά θεμέλια τῆς γῆς»(Ἡσ. 14,15).
Ὁ ἀχαλίνωτος Ἐγωϊσμός, ὁ Ἑωσφορισμός, ὁδηγεῖ στή θεοποίησι τοῦ Ἑαυτούλη,  καί στήν ἄρνησι τοῦ Θεοῦ, μέ φυσική συνέπεια τή συντριβή τοῦ ἀνθρώπου.

Τό ἴδιο συμβαίνει καί μέ τόν Φαρισαϊσμό, «τήν ἐσχηματισμένη εὐσέβεια», πού ἐνσαρκώνει εἶναοτόν ἀχαλίνωτο Ἐγωϊσμό, τήν ὑπερηφάνεια, τήν Ψευτιά καί τήν Ὑποκρισία. Οἱ Φαρισαῖοι θεωροῦν τόν ἑαυτό τους ἅγιο καί ὅλους τούς ἄλλους τούς θεωροῦν παρακατιανούς καί τούς περιφρονοῦν.

Ὁ Ἐγωισμός, ἡ ὑπερηφάνεια, ἡ ἀλαζονία τοῦ βίου εἶναι ἡ πηγή κάθε κακίας καί εἶναι «βδέλυγμα» στό Θεό. Ὁ Θεός ἀποστρέφεται, ἀηδιάζει τήν ὑπερηφάνεια, τήν ἀλαζονία καί γενικά τή Φαρισαϊκή συμπεριφορά. «Κύριος ὑπερηφάνοις ἀντιτάσσεται, ταπεινοῖς δέ δίδωσι χάριν» (Παροιμ.3, 34).

Καί στήν Παραβολή τοῦ Τελώνου καί Φαρισαίου (Λουκ. ιη΄ 9-14),δέν δικαιώνεται ὁ ἐπηρμένος Φαρισαῖος, ὁ ὁποῖος ἔχει μεγάλη ἰδέα γιά τόν ἑαυτό του, ἀλλά δικαιώνεται ὁ ταπεινός Τελώνης, ὁ ὁποῖος ἔχει βαθειά συναίσθησι τῆς ἁμαρτωλότητός του, ἀποδέχεται τά λάθη τοῦ καί μετανοεῖ εἰλικρινά γιά τίς ἁμαρτίες του καί, ταπεινά., ζητεῖ τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Κτυπᾶ τό στῆθος του, γονατίζει, ψυχικά καί σωματικά, μπροστά στό Θεό καί μέ δάκρυα ζητεῖ ἔλεος: «Κύριε, εἶμαι ἁμαρτωλός. Θεέ μου συγχώρεσέ με. Ὁ Θεός ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ». Τονίζει δέ ὁ Κύριος ὅτι δικαιώνεται ὁ ταπεινός Τελώνης, διότι ὁ δικαιοκρίτης Θεός ἀντιτάσσεται στόν Ἐγωϊσμό, στήν ἀλαζονία, τήν ὑπερηφάνεια καί βραβεύει τήν ταπείνωσι. Καί αὐτός εἶναι ὁ Κανόνας: «ὅτι πᾶς ὁ ὑψῶν ἑαυτόν ταπεινωθήσεται, ὁ δέ ταπεινῶν ὑψωθήσεται».



«Βαρειά εἶναι τά μάτια μου, βαρειά εἶναι καί ἠ ψυχή μου, ἀπό τίς ἀνομίες μου, δέν μπορῶ νά στρέψω τό βλέμμα μου, νά ἀτενίσω καί δῶ τόν αἰθέρα τοῦ οὐρανοῦ. Ἀλλά Σύ, πολυεύσπλαγχνε καί Οἰκτίρμων, δέξου με ὡς τόν Τελώνη, μετανοοῦντα, Σωτῆρα μου καί ἐλέησόν με»(Τροπ. Λιτ.)







«Τῆς σωτηρίας  εὔθυνόν μοι τρίβους, Θεοτόκε·

 Ἁγνή, Παρθένε, Θεοτόκε, δός μου τή Χάρι σου νά βαδίζω στήν ὁδό τῆς σωτηρίας καί νά μή σε πικραίνω, πανάχραντη Μητέρα, μέ τήν κακή μου συμπεριφορά. Μέ αἰσχρές ἀμαρτίες κατερύπωσα τήν ψυχή μου, δέν ἀφιέρωσε οὔτε δευτερόλεπτον,  γιά τά πνευματικά, ἐδαπάνησα ὁλόκληρη τή ζωή μου, μέ ραθυμία, μέ ὀκνηρία, μέ τεμπελιά καί  ἀπροθυμία, καί μετανοῶ. Παναγιά μου, μέ τίς πρεσβεῖες σου, λύτρωσε με ἀπό κάθε ἀκαθαρσία».





«Τά πλήθη τῶν πεπραγμένων μοι δεινῶν ἐννοῶν ὁ τάλας...Κύριε, γονατίζω ταπεινά ἐνώπιόν Σου καί ζητῶ τό ἔλεός Σου, ὁ ταλαίπωρος ἐγώ. Συναισθάνομαι τό βάρος τῶν πολλῶν μου ἁμαρτιῶν, τό ἀμέτρητον πλῆθος τῶν ἀτοπημάτων μου καί τρέμω τήν φοβεράν ἡμέραν τῆς Κρίσεως. Ποιος, ἀλήθεια, θά μπορέσῃ νά σταθῇ ἐνώπιόν Σου, Κύριε; Καί τίς δύναται σταθῆναι; Παίρνω θάρρος, ὅμως, διότι πιστεύω εἰς τό ἔλεος τῆς εὐσπλαγχνίας Σου καί Σέ παρακαλῶ, Μακρόθυμε Κύριε, νά μέ λυπηθῇς. Σύ, πού σταυρώθηκες γιά μᾶς, δέξου τήν μετάνοιά μας. Ἄκουσε τίς κραυγές τῆς ἀγωνίας μου. Δέξου τή μετάνοιά μου, ὅπως ὁ Δαυῒδ Σοῦ φωνάζω δυνατά καί ζητῶ Ἔλεος, Ἔλεος! Ἐλέησόν με, Θεέ μου, κατά τό μέγα Σου ἔλεος».































Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου