Τρίτη 11 Φεβρουαρίου 2020

«ΠΑΝ ΤΟ ΕΝ Τῼ ΚΟΣΜῼ, ΕΚ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ ΕΣΤΙ»




Ο ΘΕΟΣ ΕΙΝΑΙ ΑΓΑΘΟΣ

ΚΑΙ ΜΕΤΑΔΟΤΙΚΟΣ ΤΟΥ ΑΓΑΘΟΥ.



«Πᾶν τό ἐν τῷ κόσμῳ, ἡ ἐπιθυμία τῆς σαρκός
καί ἡ ἐπιθυμία τῶν ὀφθαλμῶν καί ἡ ἀλαζονεία
τοῦ βίου, οὐκ ἔστιν ἐκ τοῦ Πατρός, ἀλλ’ ἐκ τοῦ
κόσμου ἐστί. Καί ὁ κόσμος παράγεται καί 
ἐπιθυμία αὐτοῦ· ὁ δέ ποιῶν τό θέλημα τοῦ Θεοῦ
μένει εἰς τόν αἰῶνα» (Α΄Ἰωάν. β΄16-17).



Ὁ Εὐαγγελιστής τῆς Ἀγάπης, ὁ υἱός τῆς βροντῆς, ὁ Ἰωάννης, διαπιστώνει ὅτι, ἐξ αἰτίας τῆς ἀπομακρύνσεως τῶν ἀνθρώπων ἀπό τόν Θεόν, τό κάθε τί, πού ὐπάρχει στόν κόσμο, δηλαδή σαρκική ἐπιθυμία, ἡ ἐπιθυμία τῶν ὀφθαλμῶν   ἀλαζονία τοῦ βίου καί κάθε μορφή ἀσωτίας, δέν προέρχονται ἀπό τόν Πατέρα. Ἀλλά τό καθε τί Κακόν προέρχεται ἀπό τόν κόσμο, πού «ὅλος ἐν τῷ πονηρῷ κεῖται» (Α΄Ἰωάν. ε΄19). Τονίζει δέ ὁ Ἅγιος ὅτι ὁ κόσμος καί ἡ ἐπιθυμία του παρέρχονται. Ὅλα τά κοσμικά εἶναι σκιᾶς ἀσθενέστερα καί ὀνείρων ἀπατηλότερα. Δέν μένει τίποτε ἀπό ὅλα αὐτά. Καί ὑπογραμμίζει ὅτι αἰώνιον εἶναι μόνον τό Θέλημα τοῦ Θεοῦ καί ἐκεῖνος, πού κάνει πρᾶξι τό Θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἐκεῖνος πού ζεῖ  σύμφωνα μέ τό Θέλημα τοῦ Θεοῦ, μένει εἰς τόν αἰῶνα.

Οἱ  περισσότεροι ὅμως ἄνθρωποι, δυστυχῶς, κάνουν κακή χρῆσι τοῦ νοῦ καί τῆς ἐλευθερίας τους. Δέν δέχονται καί δέν τηροῦν στή ζωή τους τό Θέλημα τοῦ Θεοῦ «τό ἀγαθόν καί εὐάρεστον καί τέλειον» (Ρωμ. ιβ΄ 2).Κυριεύονται ἀπό τήν ἐπιθυμία τῆς σαρκός, ἀπό τήν ἐπιθυμία τῶν ὀφθαλμῶν καί ἀπό τήν ἀλαζονεία τοῦ βίου. Ἐπαναστατοῦν ἐναντίον τοῦ Θεοῦ-Πατρός, ἄλλοι κρυφά καί ἄλλοι φανερά. Θεωροῦν τήν πατρική στοργή καί προστασία ὡς καταδυνάστευσι, ὡς τυραννία. Δέν ἐκτιμοῦν τόν δεσμόν τῆς ἀγάπης, τόν θεωροῦν ζυγόν. Στήν «πρᾶξι» περιφρονοῦμε τίς εὐεργεσίες τοῦ Θεοῦ-Πατρός καί οἱ ἄμυαλοι καί ἄφρονες οἱ ἀχάριστοι καί ἀγνώμονες, χωριζόμαστε ἀπό τήν Πηγή τοῦ ζῶντος ὕδατος, ἀπό τόν Ἕνα καί μόνον Ἀληθινόν Θεόν, καί ἀπομακρυνόμαστε ἀπό τήν πατρική Ἑστία, φεύγοντας εἰς χώραν μακράν ζῶντες ἀσώτως, ὅπως ὁ νεώτερος υἱός  ἤ παραμένουμε στήν Πατρική Ἑστία ἐγκεκλεισμένοι εἰς τόν Ἐγωϊσμόν μας , εἰς τήν Ψευτιά καί τήν Ὑποκρισία μας, ὅπως ὁ Πρεσβύτερος υἱός τῆς Παραβολῆς τοῦ ἀσώτου(Λουκ. ιε΄ 11-32).

Ὅποιος κυριεύεται ἀπό τό φρόνημα τῆς σαρκός, πού εἶναι ἔχθρα εἰς Θεόν καί φέρει στήν ψυχή καί τή ζωή μας τό θάνατον (Ρωμ.η΄6-7), ἀσφαλῶς εἶναι τρελλός, εἶναι ἐκτός ἑαυτοῦ. Καί αὐτός πού φεύγει ἀπό τήν πατρική Ἑστία καί φθάνει στήν ἔσχατη ἐξαθλίωσι, καί ἀπό ἄρχοντας γίνεται χοιροβοσκός, μέ τίς ἀσωτίες του «ζῶν


ἀσώτως» μεταβάλλει τόν Παράδεισο σέ «χοιροστάσι» καί προσπαθεῖ νά χορτάσῃ τήν πεῖνα του, μέ «τά ξυλοκέρατα τῆς ἀποστασίας», ἐπιθυμῶν «γεμίσαι τήν κοιλίαν του ἀπό τῶν κερατίων ὧν ἤσθιον οἱ χοῖροι». Ἀλλά ἄσωτος, τρελλός, δέν εἶναι μόνον αὐτός. Τρελλός, ἄσωτος,  εἶναι καί αὐτός πού,  μένει στήν πατρική Ἑστία καί ὑποκρίνεται τόν ἅγιο. Δέν ὑπάρχει χειρότερη μορφή ἀσωτίας, χειρότερη τρέλλα, ἀπό τόν Ἐγωϊσμό, τόν Ἑωσφορισμό, ἀπό τήν Ψευτιά καί τήν Ὑποκρισία καί «τήν ἐσχηματισμένη εὐσέβεια». Ὁ νεώτερος υἱός «ἐλθών εἰς ἑαυτόν» μετανοεῖ εἰλικρινά κάι ἔμπρακτα καί εἰλικρινά μετανοιωμένος ἐπιστρέφει στήν Πατρική Ἑστία. Τόν εὐσπλαγχνίζεται ἡ ἄπειρη ἀγάπη, ὁ στοργικός Πατέρας, τόν δέχεται μετανοημένο καί τόν ἀποκαθιστᾶ, τόν ἐνδύει τήν στολήν τήν πρώτην καί τόν τρέφει μέ «τόν μόσχον τόν σιτευτόν».




Ὁ ὑποκριτής ὅμως, ὁ σχιζοφρενής, ὁ πρεσβύτερος υἱός, δέν μετανοεῖ. Μένει ἔξω ἀπό τήν Πατρική Ἑστία. Δέν ἔχει ἀγάπη. Παρόλη ὅμως τήν ἐμμονή του στό Κακό, στόν Ἐγωϊσμό καί τήν ὑποκρισία του, βγαίνει ἔξω ὁ στοργικός Πατέρας καί τόν καλεῖ νά συνέλθῃ. Αὐτός ὅμως ἀμετανόητος ἐκχύνει τόν βρωμερόν ὀχετόν τῆς καρδιᾶς του, κυριεύεται ἀπό παραλήρημα μεγαλειότητος, παραλήρημα διώξεως καί θρησκευτικό παραλήρημα καί, χωρίς ντροπή, προσβάλλει τήν μεγαλειότητα τοῦ Θεοῦ, τολμᾶ καί κατηγορεῖ τόν ἴδιο τό Θεό καί τόν ἀδελφό του:
«Ἰδού τοσαῦτα ἔτη δουλεύω σοι καί οὐδέποτε ἐντολήν σου παρῆλθον, καί ἐμοί οὐδέποτε ἔδωκας ἔριφον ἵνα μετά τῶν φίλων μου εὐφρανθῶ. Ὅτε δέ ὁ υἱός σου οὗτος, ὁ καταφαγών σου τόν βίον μετά πορνῶν, ἦλθεν, ἔθυσας τόν μόσχον τόν σιτευτόν.
Ὁ πρεσβύτερος ὅμως τρελλός δέν ἀκούει τή φωνή τῆς ἀγάπης, γιατί δέν ἔχει στήν ψυχή του ἀγάπη.
Καί μένει ἔξω ἀπό τόν Παράδεισο. Ὁ Κύριος τελειώνει τήν παραβολή μέ τή στοργική νουθεσία τοῦ Πατρός πρός τόν ἀμετανόητο, τόν ὁποῖον ἀποκαλεῖ  «τέκνον»: «Τέκνον, σύ πάντοτε μετ’ ἐμοῦ εἶ, καί πάντα τά ἐμά σά ἐστιν· εὐφρανθῆναι δέ καί χαρῆναι ἔδει, ὅτι ὁ ἀδελφός σου οὗτος νεκρός ἦν καί ἀνέζησε, καί ἀπολωλώς ἦν καί εὑρέθη».


Πόσοι ἄραγε ἀπό μᾶς εἴμαστε πιό τρελλοί καί ἀπό τόν πρεσβύτερο υἱό τῆς παραβολῆς καί παραμένουμε κατάκοιτοι στή χώρα καί τή σκιά τοῦ θανάτου; Πόσοι ἀπό μᾶς, παιδιά τῆς Παραφροσύνης, συνεχίζουμε, ἀμετανόητοι, νά κρίνουμε καί κατακρίνουμε τούς ἄλλους, καί, μέ τήν κακή μας θέλησι, παραμένουμε, χωρισμένοι ἀπό τό Θεό τῆς Ἀγάπης, ἔξω ἀπό τήν πατρική Ἑστία, δυστυχεῖς; Μήπως εἶναι καιρός νά μιμηθοῦμε τόν ἄσωτο, νεώτερο υἱό; Μήπως εἶναι Καιρός  δηλαδή νά ἔλθῃ ὁ καθένας μας εἰς ἑαυτόν καί νά ἐπιστρέψουμε στήν Πατρική Ἑστία εἰλικρινά μετανοιωμένοι;
Μήπως εἶναι καιρός νά ἀποδεχθοῦμε τήν τρέλλα, πού μᾶς δέρνει καί νά τροποποιήσουμε τήν προβληματική μας συμπεριφορά, νά θεραπεύσουμε τήν τρέλλα μας;
Μήπως εἶναι καιρός νά ταπεινωθῶμεν ὑπό τήν κραταιάν χεῖρα τοῦ Θεοῦ(Α΄Πέτρ. ε΄ 6);
Μήπως εἶναι καιρός νά ζήσωμεν «εὐσεβῶς» νά νεκρώσουμε τήν ἐπιθυμίαν τῆς σαρκός, τήν ἐπιθυμίαν τῶν ὀφθαλμῶν καί νά ἀποβάλωμε τήν ἀλαζονεία τοῦ βίου;
Μήπως εἶναι καιρός νά συνειδητοποιήσουμε ὅτι ὁ Θεός εἶναι Ἀγαθός καί μεταδοτικός τοῦ ἀγαθοῦ καί νά γίνουμε μιμητές τοῦ Θεοῦ, ὡς τέκνα ἀγαπητά καί νά περιπατοῦμε «ἐν ἀγάπῃ».
Μήπως εἶναι καιρός νά ἀπομακρυνθοῦμε ἀπό τό Κακόν καί τήν ἁμαρτία, πού κυριεύει τόν κόσμον καί νά ἐγκολπωθοῦμε τόν Χριστόν καί τό Εὐαγγέλιον τῆς Ἀγάπης Του καί νά κάνουμε «πρᾶξι» τό πανάγιον Θέλημα τοῦ Θεοῦ, πού χαρίζει τήν αἰωνιότητα καί μᾶς κάνει θεούς κατά χάριν;
Εἴθε νά μᾶς ἀξιώσῃ ὁ πανάγαθος νά κάνουμε «πρᾶξι» τό Θέλημά Του καί, ἀσιγήτως, νά Τόν ὑμνοῦμεν εἰς πάντας τούς αἰῶνας. Ἀμήν.




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου