Παρασκευή 12 Ιουνίου 2020

ΕΝΑΣ ΕΙΝΑΙ Ο ΔΡΟΜΟΣ ΤΗΣ ΖΩΗΣ




Ο ΔΡΟΜΟΣ ΤΗΣ ΥΠΑΚΟΗΣ

ΣΤΟ ΘΕΛΗΜΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

 

Ὁ ἄνθρωπος χωρίζεται ἀπό τό Θεό διά τῆς παρακοῆς. Καί εἶναι γεγονός ὅτι σήμερα, οἱ περισσότεροι ἄνθρωποι, ζοῦμε τήν Ὀδύνη τῆς Παρακοῆς. Ζοῦμε, ἐξ αἰτίας τῆς ἀπομακρύνσεώς μας ἀπό τόν Ἕνα καί Μόνον Ἀληθινόν Θεόν, ὄχι στόν Παράδεισο τῆς τρυφῆς, ἀλλά σ’ αὐτήν ἐδῶ τήν ἄθλια παροικία, «ἐν γῇ ἐρήμῳ καί ἀβάτῳ καί ἀνύδρῳ». Δέν εἴμαστε ἑνωμένοι καί ἀγαπημένοι μεταξύ μας μέ τή γνήσια, τήν ἁγνή τήν ἀνυπόκριτη ἀγάπη καί ὁ ἕνας στέκεται ἀπέναντι στόν ἄλλο σάν ἐχθρός. Δέν εἶναι ὑπερβολή, ἄν ποῦμε, ὅτι εἶναι διαχρονικός ὁ λόγος  τοῦ Ἄγγλου ποιητοῦ Σαίξσπηρ, πού  λέγει ὅτι και σήμερα, οἱ μακράν τοῦ Θεοῦ,

 «Ζοῦμε σ’ ἕναν κόσμο, πού

  τό νά βλάψῃς  ἄλλον, εἶναι

 πρᾶξι ἐπαινετή. Καί ὅταν

 κάνῃς τό Καλό, οἱ πιο πολλοί,

 σέ παίρνουν γιά τρελλό».



Μᾶς κυριεύουν τά χαμηλά, τά βρωμερά μας πάθη. Καί τό παράδοξον εἶναι ὄτι δέν θέλουμε νά καταλάβουμε ὅτι ἡ παραβατική μας συμπεριφορά εἶν προβληματική συμπεριφορά καί χρειάζεται

ἔγκαιρα νά καταλάβουμε ὅτι γιά νά λυτρωθοῦμε ἀπό τά δεινά, πού σωρεύει στή ζωή μας ἡ παράβασις τῶν Ἐντολῶν τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ καί γιά νά βροῦμε τήν ψυχική μας γαλήνη καί τήν ψυχοσωματική μας ὑγεία, ὀφείλουμε νά ὑποτάξουμε τό δικό μας ἀρρωστημένο θέλημα, στό πανάγιον Θέλημα τοῦ Θεοῦ.

Καί συνεπῶς ἔχουμε ΧΡΕΟΣ νά μάθουμε «Τί τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, τό ἀγαθόν καί εὐάρεστον καί τέλειον» (Ρωμ. ιβ΄ 2).


Ὁ Χριστός, ὁ τέλειος Θεός, γίνεται καί τέλειος ἄνθρωπος. Ἔρχεται κοντά μας ἀθόρυβα, «ὡς αὔρα λεπτή». Μᾶς πλησιάζει μέ τρυφερότητα καί ἀγάπη καί σπογγίζει τά δάκρυά μας, ἁπαλύνει τόν πόνο μας, πλένει, καθαρίζει καί περιδένει τίς πληγές μας, θεραπεύει τά τραύματά μας καί γίνεται Τύπος καί Ὑπογραμμός ὑπακοῆς στό πανάγιον Θέλημα τοῦ Θεοῦ-Πατρός.Ἄν ἡ ἀνθρωπότης ἔφθασε σέ τόση ἐξαθλίωσι, αὐτό ὀφείλεται στήν ἀπομάκρυνσί μας ἀπό τήν Πηγήν τοῦ Ζῶντος Ὕδατος, στήν ἀπομάκρυνσί μας ἀπό τό Θεό. Γευτήκαμε καί γευόμαστε τά ἀποτελέσματα τῆς Παρακοῆς. Δέν νομίζεται πῶς ἔφθασε ὁ καιρός , ἐπί τέλους, νά ξεφύγουμε ἀπό τό δρόμο τῆς παρακοῆς, καί νά ἐπιστρέψουμε στό δρόμο τῆς ὑπακοῆς, πού εἶναι ὁ δρόμος τῆς ὄντως ζωῆς;

Ὁ Χριστός εἶναι ἡ Ὁδός τῆς Ζωῆς καί μᾶς καλεῖ νά ἀκολουθήσουμε τά ματωμένα Χνάρια Του. Καί πράγματι εἶναι καιρός νά ἀνοίξουμε τήν καρδιά μας στό Χριστό καί νά ἐγκολπωθοῦμε τό Εὐαγγέλιον τῆς ἀγάπης Του. Ἡ πεῖνα καί ἡ δίψα τοῦ Χριστοῦ εἶναι νά κάνῃ πρᾶξι τό Θέλημα τοῦ Πατρός καί μᾶς καλεῖ νά ἀκολουθήσουμε τό Παράδειγμά Του. Νά γίνῃ καί δική μας πεῖνα καί δίψα ἡ τήρησις τοῦ Θελήματος τοῦ Θεοῦ. Μόνον ἔτσι θά γίνουμε Κοινωνία προσώπων, Κοινωνία Ἁγίων, μόνον ὅταν, πιστέψουμε καί ἀγαπήσουμε τό Χριστό καί ἀποφασίσουμε νά ὑποτάξουμε τό δικό μας θέλημα στό ἀγαθό καί εὐάρεστον καί τέλειον Θέλημα τοῦ Θεοῦ.

Ὁ Χριστός εἶναι μαζί μας καί πάντα συνεργεῖ εἰς τό ἀγαθόν. Καί μᾶς παραστέκει καί μᾶς ἐνισχύει στόν πνευματικό μας ἀγῶνα, νά γίνουμε ἅγιοι, Ὅπως εἶναι ἅγιος ὁ Πατέρας μας ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς. Μᾶς στέλνει δέ καί τόν ἄλλον Παράκλητον, τό Πνεῦμα τῆς ἀληθείας, γιά νά μᾶς ὁδηγῇ εἰς πᾶσαν τήν ἀλήθειαν, ὥστε μέ τή χάρι Του καί τή δύναμί Του νά γίνουμε πάντες Ἅγιοι.


«Πάντα χορηγεῖ τό Πνεῦμα τό Ἅγιον·

Βρύει προφητείας, ἱερέας τελειοῖ,

ἀγραμμάτους  σοφίαν ἐδίδαξεν,

ἁλιεῖς θεολόγους ἀνέδειξεν, ὅλον

συγκροτεῖ τό θεσμόν τῆς Ἐκκλησίας.

Ὁμοούσιε καί ὁμόθρονε τῷ Πατρί καί

Τῷ Υἱῷ. Παράκλητε,  δόξα σοι».






Πέμπτη 11 Ιουνίου 2020




«ΑΓΙΟΙ ΓΙΝΕΣΘΕ, ΟΤΙ ΕΓΩ ΑΓΙΟΣ ΕΙΜΙ»

 

Ὁ πανάγιος Θεός, ὁ ἐν ἁγίοις ἀναπαυόμενος, ὁ πάνσοφος Δημιουργός, ὁ ὁποῖος «τα πάντα ἐν σοφίᾳ ἐποίησε», ἔπλασε τόν ἄνθρωπον «κατ’ εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωσιν Αὐτοῦ», τοῦ χάρισε δηλαδή «νοῦν», γιά νά διακρίνῃ τό Καλόν ἀπό τό Κακόν, καί ἐλευθερίαν, ὥστε νά μπορῇ, μέ τή θέλησί του, νά ἀποφεύγῃ τό Κακόν καί νά ἐκλέγῃ τό Καλόν. Ἔχει μέσα του ἔμφυτη τή δυνατότητα, νά ἐργασθῇ, καί τή δυνατότητα νά τήν κάνῃ ἱκανότητα. Τά χαρίσματα αὐτά, τό λογικόν καί ἡ ἐλευθερία, χαράσσουν τήν πορεία Του ἀπό τό· «κατ’ εἰκόνα», εἰς τό· «καθ’ ὁμοίωσιν». Καί καλεῖ τά πλάσματά Του, νά κάμουν καλή χρῆσι τοῦ νοῦ καί τῆς ἐλευθερίας τους. Καί ὁδεύοντες ἀπό τό «κατ’ εἰκόνα», ἀπό τό «δυνάμει θεοί», νά φθάσουν εἰς τό· «καθ’ ὁμοίωσιν», δηλαδή, μέ τή θέλησί τους, μέ τή δική τους προσπάθεια, μέ τή δική τους δρᾶσι καί δραστηριότητα,νά γίνουν καί «ἐνεργείᾳ θεοί», κατά χάριν θεοί. Ἤθελε ὁ Πανάγιος Θεός, τά πλάσματά Του νά νοιώσουν τή χαρά τῆς συνδημιουργίας, γι’ αὐτό καί τίμησε τούς ἀνθρώπους μέ τή μεγάλη αὐτή τιμή, τούς ἔπλασε δηλαδή, «κατ’ εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωσιν Αὐτοῦ». Τούς ὑπέδειξεν ὅτι τελικός σκοπός τῆς ζωῆς τους εἶναι τό· «Γίνεσθε ἅγιοι, ὅτι ἐγώ ἅγιός εἰμι»(Α΄ Πέτρ. α΄16). Νά χρησιμοποιήσουν τά θεῖα προσόντα καί νά γίνουν ἅγιοι, μέ τή χάρι τοῦ Αγίου Πνεύματος, νά γίνουν ὅμοιοι μέ τόν Δημιουργόν καί Εὐεργέτην Θεόν.


Ὁ ἄνθρωπος ὅμως δέν κατενόησε τήν τιμήν καί δέν ἀκολούθησε τήν πορεία , πού τοῦ χάραξεν ὁ Θεός.Δέν ἀκολούθησε τήν Ὁδόν τῆς ὑπακοῆς, δέν ἀκολούθησε τήν Ὁδηγία τῆς πατρικῆς Ἀγάπης καί δέν βάδισε καί δέν βαδίζει καί σήμερα στήν Ὁδόν τῆς Ζωῆς. Κυριεύθηκε ἀπό τήν Ἐγωπάθεια, ἀπό τόν Ἑωσφορισμό καί ἀκολούθησε τό δικό του δρόμο. ὁ Προφήτης Δαυῒδ, μέ πικρία, λέγει: « Καί ἄνθρωπος ἐν τιμῇ ὤν οὐ συνῆκε, παρασυνεβλήθη τοῖς κτήνεσι τοῖς ἀνοήτοις καί ὡμοιώθη αὐτοῖς» (Ψαλμ. 48,13).Δέν κατενόησε, ὁ δυστυχής, τήν τιμήν ὅτι δηλαδή ὁ Θεός τόν ἔπλασε «κατ’ εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωσιν», δέν κατενόησε τό ὕψος τῆς τιμῆς καί κατέρριψε καί ἐξίσωσε τόν ἑαυτόν του πρός τά κτήνη τά ἀνόητα, τά ὁποῖα δέν ἔχουν, ὅπως αὐτός, νοῦν καί λογικόν, καί ὡμοιώθη πρός αὐτά τόσον, ὥστε νά ζῆ σάν κτῆνος καί νά πεθαίνῃ σάν κτῆνος.

Ὁ Πανάγιος καί Φιλεύσπλαγχνος ὅμως Θεός ὅμως, ὁ ὁποῖος «πάντας ἀνθρώπους θέλει σωθῆναι καί εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν» (Α΄Τιμόθ. β΄ 4), εὐσπλαγχνίζεται τά πλάσματά Του, καί ἀποστέλλει στόν κόσμο τό ἀντικείμενον τῆς ἄπειρης ἀγάπης Του. «Οὕτω γάρ ἠγάπησεν ὁ Θεός τόν κόσμον, ὥστε τόν Υἱόν αὐτοῦ τόν μονογενῆ ἔδωκεν,  ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτόν μή ἀπόληται, ἀλλ’ ἔχει ζωήν αἰώνιον» (Ἰωάν. γ΄16).

Εὐδοκίᾳ, λοιπόν, τοῦ Πατρός καί συνεργίᾳ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ-Πατρός, «ὁ δι’ οὗ τά πάντα ἐγένετο», ὁ Χριστός, ὁ τέλειος Θεός, γίνεται καί τέλειος ἄνθρωπος. Σαρκώνεται ἡ Ἀγάπη καί γίνεται «ὑπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δέ Σταυροῦ» ( Φιλιπ. β΄ 6-8), Τύπος καί Ὑπογραμμός σέ ὅλους μας. Ὁ Χριστός ἔπαθε γιά μᾶς καί μᾶς ἄφησε ὑπόδειγμα τόν ἑαυτόν Του, γιά νά ἀκολουθήσουμε τά ματωμένα Χνάρια Του.

Ὁ Νέος ἄνθρωπος, ὁ Νέος Ἀδάμ, ὁ Χριστός, πού εἶναι ἡ Ὁδός καί ἡ Ἀλήθεια, ἡ Ἀνάστασις καί ἡ Ζωή, τό Φῶς καί ἡ Εἰρήνη τοῦ κόσμου, γίνεται, πρός χάριν μας, καί ἡ Ὁδός ἀπό τό· «κατ’ εἰκόνα», εἰς τό· «καθ’ ὁμοίωσιν» καί μᾶς καλεῖ νά Τόν μιμηθοῦμε, νά Τόν ἀκολουθήσουμε, μέ τή θέλησί μας, καί νά πραγματοποιήσουμε τόν τελικό σκοπό τῆς ζωῆς μας, πού εἶναι νά γίνουμε ἅγιοι, ὅπως ὁ Πατέρας μας εἶναι Ἅγιος. Ὁ Οὐράνιος Πατέρας μας μᾶς καλεῖ κοντά καί λέγει σέ ὅλους τούς ἀνθρώπους :«Ἅγιοι γίνεσθε, ὅτι ἐγώ Ἅγιός εἰμι».


Καί ὁ Υἱός, «τό ἀπαύγασμα τῆς δόξης τοῦ Πατρός καί ὁ χαρακτήρ τῆς ὑποστάσεως αὐτοῦ»( Ἑβρ. α΄3), μᾶς ὁδηγεῖ καί μᾶς προτρέπει νά κατακτήσουμε τίς κορυφές τῆς πνευματικῆς τελειότητος, νά γίνουμε ἅγιοι, τέλειοι, οἰκτίρμονες,  ὁπως ἀκριβῶς ἅγιος, τέλειος καί οἰκτίρμων εἶναι ὁ οὐράνιος Πατέρα μας (Ματθ.ε΄48. Λουκ. στ΄ 36). Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος μᾶς συμβουλεύει καί λέγει:



«Γίνεσθε οὖν μιμηταί τοῦ Θεοῦ ὡς τέκνα ἀγαπητά. Καί περιπατεῖτε ἐν ἀγάπῃ, (νά συμπεριφέρεσθε μέ ἀγάπη, μέ καλλοσύνη), καθώς καί ὁ Χριστός ἠγάπησεν ἡμᾶς καί παρέδωκεν ἑαυτόν ὑπέρ ἡμῶν προσφοράν καί θυσίαν τῷ Θεῷ εἰς ὀσμήν εὐωδίας» (Ἐφεσ. ε΄1-2). Νά ζοῦμε «καθώς πρέπει ἁγίοις». ὅπως ὁ Χριστός , ἔτσι κι’ ἐμεῖς. Νά ἀπεκδυθοῦμε τόν παλαιόν ἀνθρωπον καί νά ἐνδυθοῦμε τόν Νέον , τόν τέλειον ἄνθρωπον, τόν Χριστόν. Καί ὅπως ὁ Χριστός ἔγινε ὑπήκοος στόν Πατέρα, ἔτσι καί μεῖς νά ὑπακούωμεν στό Θεῖον Θέλημα. Νά νεκρώσουμε, μέ καθημερινή ἄσκησι, νηστεία καί προσευχή, τά μέλη ἡμῶν τά ἐπί τῆς γῆς. Βέβαια ἡ ἁγία ζωή προϋποθέτει θερμή Πίστι στό Χριστό, ὡς Θεόν καί Σωτῆρα τοῦ κόσμου παντός. 


Γι’ αὐτόν ἀκριβῶς τό λόγο καί ὁ Χριστός μᾶς στέλνει τό Ἅγιον Πνεῦμα, «τό Πνεῦμα τῆς ἀληθείας» νά μᾶς φωτίζει καί νά μᾶς ὁδηγῇ «εἰς πᾶσαν τήν ἀλήθειαν»(Ἰωάν. ιστ΄ 13). Ἡ Χάρις βέβαια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐνεργεῖ, ἄν τό Θελήσουμε καί ὑποτάξουμε τή θέλησί μας στό Θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ἡ κατάκτησις τῆς ἁγιότητος χρειάζεται δρᾶσι, ἐνέργεια, ἐργασία καί ἀπόλυτη ὑπακοή στίς πανάγιες ἑντολές τοῦ Θεοῦ, τίς ἑντολές τῆς ἁγάπης Του σέ ὅλους ἐμᾶς τούς ἀχρείους δούλους Του.

Χρειάζεται ὅχι μόνον νά πιστέψουμε καί νά ἀνοίξουμε τήν καρδιά μας στό Χριστό, ἀλλά καί νά ἐγκολπωθοῦμε τό Εὐαγγέλιον τῆς ἀγάπης Του καί νά τό κάνουμε «πρᾶξι» στήν καθημερινή μας ζωή καί κατά τό ὐπόδειγμα τοῦ Χριστοῦ νά ἀγαπᾶμε και τούς ἐχθρούς μας, νά προσευχώμαστε δέ καί γιά τούς Σταυρωτές μας. Ἔτσι καί μόνον ἔτσι θά  ἀγαπήσουμε τόν Χριστό. Καί μόνον μέ πράξεις ἀγάπης, θά μπορέσουμε νά ὁμολογήσουμε τήν Πίστι μας στό Χριστό. Σημειώνω δέ ὅτι ἡ ὁμολογία τῆς Πίστεώς μας στό Χριστό, εἶναι ἀπαραίτητος ὅρος πρός κατάκτησιν τῆς ἁγιότητος. Ἡ Ὁμολογία προϋποθέτει τέλεια ἀγάπη στό Χριστό καί ἀπομάκρυνσιν ἀπό κάθε τί, πού μᾶς ἐμποδίζει τήν ἕνωσί μας μέ τό Κύριον. Εἶναι δέ βέβαιον ὅτι ἐκεῖνος, πού ἀγαπᾶ πάνω ἀπό ὅλους καί ἀπό ὅλα τόν Χριστόν καί ὁμολογεῖ τήν Πίστιν του χωρίς νά λογαριάζῃ τούς κινδύνους καί τούς διωγμούς, αὐτός πράγματι θά βαδίζει ἀπό τό· « κατ’ εἰκόνα» εἰς τό· «καθ’ ὀμοίωσιν» καί ὁ Χριστός θά βραβεύσῃ τόν ἀγῶνα του. Μᾶς βεβαιώνει ὁ Κύριος λέγων ὅτι: «πᾶς ὅστις ὁμολογήσει ἐν ἐμοί ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων (πού διώκουν τήν Πίστι), ὁμολογήσω κἀγώ ἐν αὐτῷ ἔμπροσθεν τοῦ Πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς. Ὅστις δ’ ἄν ἀρνήσηταί με ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ἀρνήσομαι αὐτόν κἀγώ ἔμπροσθεν τοῦ πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς»(Ματθ. ι΄ 32-33).

Οἱ Ἅγιοι Πάντες κατενόησαν τή μεγάλη σημασία καί τήν ἀξία τῆς Πίστεως καί πίστεψαν στό Χριστό, λάτρεψαν τόν Κύριον ἐν πνεύματι καί ἀληθείᾳ. Τόν λάτρεψαν ὄχι μέ τά χείλη μόνον, ἀλλά μέ τήν καρδιά τους καί ὁμολόγησαν τήν πίστι τους. Ὑπέστησαν φρικτά μαρτύρια, ἀλλά δέν λίγησαν. Μέ χαρά ἐθυσίασαν καί αὐτήν ἀκόμη  τή  ζωή  τους, γιά τόν Ἠγαπημένο τους. Ἀξιώθηκαν μέ τή χάρι τοῦ Θεοῦ  καί ὁμολόγησαν τήν πίστι τους καί κατόρθωσαν τήν πνευματική τους τελείωσι.

Ὁ Κύριος «ἡρπάγη πρός τόν Θεόν καί πρός τόν θρόνον αὐτοῦ», ἀλλά δέν μᾶς ἀφήνει μόνους. Εἶναι παντοτινά μαζί μας. Μᾶς στέλνει δέ καί τό Ἅγιον Πνεῦμα νά μᾶς ὁδηγῇ. Λοιπόν καί μεῖς ὀφείλουμε νά ἀποθέσουμε  κάθε βιοτική μέριμνα καί κάθε ἁμαρτία καί μέ ὑπομονή νά τρέχωμεν τόν ἀγῶνα πού προβάλλει μπροστά μας, ἔχοντες πάντοτε τό βλέμμα μας στραμμένο στόν ἀρχηγόν τῆς Πίστεώς μας, στό Χριστό, πού μᾶς στερεώνει καί μᾶς τελειοποιεῖ στήν Πίστι καί μᾶς βοηθεῖ, τελοῦντες ἁγιωσύνην ἐν φόβῳ Θεοῦ, νά γίνουμε ἅγιοι, ὅπως εἶναι ἅγιος ὁ Πατέρας μας ὁ ἐν τοῖς Οὐρανοῖς. «Ἀφορῶντες εἰς τόν τῆς Πίστεως Ἀρχηγόν καί τελειωτήν Ἰησοῦν ἄς προσέχουμε, λοιπόν, μέ κάθε μας λόγο καί μέ κάθε μας ἔργο νά δοξάζουμε  τόν  Τριαδικόν Θεόν, τόν σωτῆρα καί Εὐεργέτην τῶν ψυχῶν ἡμῶν, διότι Σ’ αὐτόν καί μόνον Σ’ Αὐτόν ἀνήκει ἡ τιμή ἡ δόξα καί τό Κράτος εἰς τούς αἰῶνας . Ἀμήν.

 

 


Πέμπτη 4 Ιουνίου 2020

ΠΟΤΕ ΗΞΩ ΚΑΙ ΟΦΘΗΣΟΜΑΙ




ΤΩι ΠΡΟΣΩΠΩι ΤΟΥ ΘΕΟΥ ;»





«Ὅν τρόπον ἐπιποθεῖ ἡ ἔλαφος ἐπί τάς πηγάς τῶν ὑδάτων, οὕτως ἐπιποθεῖ ἡ ψυχή μου πρός σέ, ὁ Θεός. Ἐδίψησεν ἡ ψυχή μου πρός σέ τόν Θεόν τόν ἰσχυρόν, τόν ζῶντα· Πότε ἥξω καί  ὀφθήσομαι τῷ προσώπῳ τοῦ Θεοῦ;» (Ψαλμ.41,2-3).


Ὅπως ἀκριβῶς τό διψασμένο ἐλάφι τρέχει μέ λαχτάρα στίς πηγές τῶν ὑδάτων, γιά νά ξεδιψάσῃ τή δίψα του, ἔτσι ἀκριβῶς καί ἡ ταλαίπωρη ψυχή μου λαχταράει κοντά σου νά βρεθῇ, νά ξεδιψάσῃ καί νά χορτάσῃ μέ τήν ζωντανή Σου Παρουσία, Θεέ μου, νά ἀπολαύση τήν ἐπικοινωνία μαζί Σου, Πανάγιε, νά παρηγορηθῇ, νά νοιώσῃ σιγουριά καί ἀσφάλεια κοντά Σου.



Ἐσένα , Κύριε, τόν ἀληθινόν Θεόν, τόν ζῶντα, διψᾷ ἡ ταλαίπωρη ψυχή μου. Ἐσένα διακαῶς ποθεῖ καί δέεται καί παρακαλεῖ καί περιμένει τό θεῖον κάλεσμα. Πότε Θεέ μου θά ἀξιωθῶ νά φύγω ἀπό τήν ἄθλια αὐτή παροικία, ἀπό τόν τόπον αὐτόν τῆς ἐξορίας; Πότε θά ἀξιωθῶ νά βρεθῶ στόν ἐπουράνιον Ναόν Σου, νά παρουσιασθῶ μπροστά σου; Πότε θά ἀξιωθῶ νά βρεθῶ, μαζί μέ τούς Ἀγγέλους καί τούς Ἁγίους Σου, καί νά Σέ ὑμνῶ καί νά  Σέ λατρεύω μέ τήν καρδιά μου, μέ ὅλη τή δύναμι τῆς ψυχῆς μου; Πότε θά ἀξιωθῶ νά παρουσιασθῶ Ἐνώπιόν Σου, ἀπολαμβάνων, διά θέας, τό ἄπειρον κάλλος τοῦ Προσώπου Σου, Κύριε;

Ὁ κόσμος ὅλος ἐν τῷ πονηρῷ κεῖται. Εἶναι γεμᾶτος ἄθλιες πονηριές, Ψευτιές κι’ Ὑποκρισίες.

Στό κάθε μας βῆμα συναντοῦμε φαρμακερές Ὀχιές. Οἱ λέξεις ἔχασαν τό πραγματικό τους νόημα. Καί οἱ διαστροφές θεωροῦνται ἰδιαιτερότητες. «Καί τό νά βλάψῃς ἄλλον εἶναι πρᾶξι ἐπαινετή. Καί ὅταν κάνῃς τό καλό, οἱ πιο πολλοί σέ παίρνουν γιά τρελλό» (Shakespeare).

Ποιος θά μέ λυτρώσῃ καί θά μέ ἀνασύρῃ ἀπό αὐτήν ἐδῶ τή βαβυλῶνα καί θά μέ ὁδηγήσῃ σέ τόπον ἀναψυχῆς, ἄν ὄχι Σύ,  πολυέλεε Κύριε, πού σταυρώθηκες γιά μένα; Μέ λαχτάρα περιμένω τό Θεῖον Σου κάλεσμα. Ἀξίωσέ με νά βρεθῶ Ἐνώπιόν Σου καί, ἀσιγήτως, νά Σέ ὑμνῶ καί νά Σέ δοξάζω, Λυτρωτά, ὁ Θεός, εὐλογητός εἶ!...








ΠΟΤΕ ΕΠΙ ΤΕΛΟΥΣ ΘΑ ΚΡΙΘΟΥΝ ΟΙ ΕΝΟΧΟΙ;



Στην ἐξωφρενική μας ἐποχή οἱ φελοί ἐπιπλέουν, και οἱ παράφρονες κυβερνοῦν τόν κόσμο. Ἄλλως δέν ἐξηγεῖται ἡ φαυλότητα καί ἡ ἀθλιότητα σέ παγκόσμια κλίμακα.
Τό μέγεθος τῆς παραφροσύνης δέν ἔχει ὅρια. Ἔφθασαν ἄνθρωπόμορφα τέρατα, χωρίς ντροπή, νά ὑβρίζουν καί ἐδῶ, στήν καρδιά τῆς Ὀρθοδοξίας, στήν Ἐλλάδα μας, νά ὑβρίζουν «τά ὅσια καί τά ἱερά μας», οἱ ἀνεγκέφαλοι Γραικύλοι καί ὐψηλά ἱστάμενοι καί νά μένουν ἀτιμώρητοι. Βέβαια θά μοῦ πῆτε· ὑπάρχουν παχύδερμα, πού ἄν τούς φτύσῃς, «χαμογελοῦν και λέν'πώς ψιχαλίζει».
Ὅμως ὑπάρχουν σώφρονες συνάνθρωποί μας, πού ὑποφέρουν καί ἐρωτοῦν: ΠΟΤΕ ΕΠΙ ΤΕΛΟΥΣ ΘΑ ΚΡΙΘΟΥΝ ΓΙΑ ΤΑ ΕΓΚΛΗΜΑΤΑ ΤΟΥΣ ΟΛΟΙ ΑΥΤΟΙ;
Καί ἐκτός αὐτοῦ σήμερα πεθαίνουν ἄνθρωποι ἀθῶοι ἀπό τόν Κορωναϊό, πολλές χιλιάδες συνάνθρωποί μας. Πότε ἐπί τέλους θά ἀποδοθῇ δικαιοσύνη;
Ποιοί κατασκεύασαν τόν Κορωναϊό καί τόν ἐξαπέλυσαν στόν κόσμο, ὥστε νά πεθαίνουν ἀθῶοι;
Πότε θά κριθοῦν καί θά τιμωρηθοῦν οἰ ἔνοχοι, γιά τά φρικιαστικά ἐγκλήματά τους κατά τῆς ἀνθρωπότητος;
Ποῦ εἶναι ὁ Ο.Η.Ε. καί τό συμβούλιον Ἀσφαλείας, πού σκοπόν ἔχουν τή διαφύλαξι τῆς Παγξκόσμιας Εἰρήνης καί ὑγείας τῶν ἀνθρώπων σέ παγκόσμια Κλίμακα καί τήν τιμωρία τῶν ἐγκληματιῶν;
Πρέπει νά μένουν ἀτιμώρητοι οἱ ἐγκληματίες, εἴτε εἶναι μεμονομένα ἄτομα εἴτε εἶναι Κράτη;
Εἷναι πρόοδος νά ἐγκληματοῦν κατά τῆς ἀνθρωπότητος καί νά κάνουν «ΘΡΙΑΜΒΟ» πάνω στά νωπά αἵματα τῶν ἀθώων θυμάτων τους, κάτω μάλιστα ἀπό τά βλέμματα τῶν δῆθεν πολιτισμένων ἐθνῶν καί μάλιστα κάτω ἀπό τά βλέμματα τοῦ Ο.Η.Ε. καί Τοῦ Συμβουλίου Ἀσφαλείας;
Δέν εἶναι ντροπή νά ἐπιτρέπουμε στούς Χλευαστές τῶν Ἰδεωδῶν καί τῶν ΑΞΙΩΝ καί τῆς ὁρθοδόξου ΠΙΣΤΕΩΣ, νά συνεχίζουν τήν «ΥΒΡΙΝ» καί νά μένουν ἀτιμώρητοι;
«Αἱ ὑποκάτω τοῦ Θυσιαστηρίου ψυχαί τῶν ἐσφαγμένων διά τόν λόγον τοῦ Κυρίου καί διά τήν μαρτυρίαν ἥν εἶχον, κράζουν φωνῇ μεγάλῃ
λέγοντες· Ἕως πότε, ὁ Δεσπότης ὁ ἅγιος καί ὁ ἀληθινός, οὐ κρίνεις καί ἐκδικεῖς τό αἷμα ἡμῶν ἐκ τῶν κατοικούντων ἐπί τῆς γῆς;» Ἕως πότε, Δέσποτα ἅγιε καί ἀληθινέ, θά μακροθυμεῖς καί δέν θά κρίνῃς καί δέν θά ἀποδίδῃς δικαιοσύνην, γιά τό ἀδικοχυμένο αἷμα μας ἀπό τούς κατοικοῦντας ἐπί τῆς γῆς ἄφρονες ἐγκληματίες;
Κύριε, ἕως πότε; Λυπήσου μας καί λύτρωσέ μας ἀπό τούς πονηρούς καί ἀμετανοήτους ἐγκληματίες!
Κύριε, ἔρχου ταχύ. Μή ἀργοπορῇς. Σῶσε μας, πρίν ὁλότελα χαθοῦμε! 
Σῶσε τήν Ἑλλάδα μας καί τόν κόσμον  Σου, ὡς μόνος Ἀγαθός καί Φιλάνθρωπος. Ἀμήν.






Τρίτη 2 Ιουνίου 2020

ΠΕΙΝΑ ΚΑΙ ΔΙΨΑ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ



ΓΙΑ ΤΗΝ ΜΑΚΑΡΙΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΘΕΙΑΣ ΖΩΗΣ


«Ἐάν τις διψᾷ, ἐρχέσθω πρός με καί πινέτω. Ὁ
πιστεύων εἰς ἐμέ, καθώς εἶπεν ἡ γραφή, ποταμοί
ἐκ τῆς κοιλίας αὐτοῦ ρεύσουσιν ὕδατος ζῶντος.
Τοῦτο δέ εἶπεν περί τοῦ Πνεύματος οὗ ἔμελλον
Λαμβάνειν οἱ πιστεύοντες εἰς Αὐτόν» (Ἰωάν. ζ΄ 37-39).



Ὅλα τά γήϊνα εἶναι φθαρτά, ἀνάξια λόγου. Εἶναι «σκιᾶς ἀσθενέστερα καί ὀνείρων ἀπατηλότερα. Μία ῥοπή καί ταῦτα πάντα θάνατος διαδέχεται», λέγει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός.
Ὁ Ὅμηρος λέγει ὅτι, ὄχι μόνον τά ἀνθρώπινα πράγματα, ἀλλά και αὐτός ὁ ἄνθρωπος, χωρίς Θεόν, χωρίς ἀρετή,  δέν εἶναι τίποτε. Εἶναι ἐφήμερος, προσωρινός, διαβάτης, «ὡσεί χόρτος»: «Οἵη περ φύλλων γενεή, τοίη δέ καί ἀνδρῶν. Φύλλα τά μέν τ’ ἄνεμος χαμάδις χέει, ἄλλα δέ θ’ ὕλη τηλεθόωσα φύει, ἔαρος δ’ ἐπιγίγνεται ὥρη» (Ἰλιάς Ζ΄ 146-149). Καί ὁ Πίνδαρος ἔλεγε: «Σκιᾶς ὄναρ ἄνθρωπος». Ὁ προφήτης Δαυῒδ λέγει ὅτι «Ἄνθρωπος, ὡσεί χόρτος αἱ ἡμέραι αὐτοῦ· ὡσεί ἄνθος τοῦ ἀγροῦ, οὕτως εξανθήσει· ὅτι πνεῦμα διῆλθεν ἐν αὐτῷ, καί οὐχ ὑπάρξει καί οὐκ ἐπιγνώσεται ἔτι τόν τόπον
 αὐτοῦ»(Ψαλμ.102,15-16).
 ἄνθρωπος, λοιπόν, καί τά ἔργα του εἶναι φθαρτά, ἐφήμερα καί δέν μποροῦν νά ἱκανοποιήσουν τίς μεταφυσικές ἀνάγκες τῆς ψυχῆς.
Ὁ ἄνθρωπος μέ τήν ἀγχώδη βιοτική μέριμνα, γιά τήν ἀπόκτησι περισσοτέρων ὑλικῶν ἀγαθῶν γιά τον ἐαυτό του στή γῆ, προσπαθεῖ νά γεμίσῃ τό «κενόν» τῆς ψυχῆς του, ἀλλά ὅλα τά ἐπιτεύγματά του εἶναι «ψευδοαναπληρώσεις», καί ὄχι μόνον δέν γεμίζουν τό «κενόν», ἀλλ’ ἀντίθετα τό διευρύνουν.
Ὁ Προφήτης Ἱερεμίας μέ τή χάρι τοῦ Ἁγίου Πνευματος, ἐξηγεῖ ὅτι ὅλα τά ἐπιτεύγματα τοῦ ἀνθρώπου μακράν τοῦ Θεοῦ εἶναι «λάκκοι συντετριμμένοι, οἵ οὐ δυνήσονται ὕδωρ συνέχειν». Δέν προσφέρουν τίποτε. Μόνον ἄγχος καταλυτικόν τῆς ὑπάρξεώς του. Λέγει ὁ Προφήτης, τό στόμα τοῦ Θεοῦ: «Δύο καί πονηρά ἐποίησεν ὁ λαός μου· α) Ἐμέ ἐγκατέλιπον πηγήν ὕδατος ζωῆς, καί β) ὤρυξαν ἑαυτοῖς λάκκους συντετριμμένους, οἵ  οὐ δυνήσονται ὕδωρ συνέχειν» (Ἱερεμ. β΄ 13).
Παρομοιάζει ὁ Προφήτης ὅλα, μά ὅλα τά ἐπιτεύγματά μας, μέ «λάκκους συντετριμμένους», μέ πηγάδια τρύπια, μέ διάτριτες ἀποθῆκες νεροῦ, πού δέν μποροῦν νά τό συγκρατήσουν καί συνεπῶς δέν ἔχουν νερό, γιά νά  χορτάσουν τή δίψα μας.
Ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, στό διάλογό του, μέ τή Σαμαρείτιδα, ξεχωρίζει τό φυσικό νερό, ἀπό τό δικό Του, τό πνευματικό νερό, ξεχωρίζει τά γήϊνα,  τά ἐπίγεια,  ἀπό τά ἐπουράνια, τά φθαρτά, ἀπό τά ἄφθαρτα. Ἐπλησίασε τή Σαμαρείτιδα μέ ἄπειρη ἀγάπη, μέ σκοπό νά τή φέρῃ σέ συναίσθησι καί νά τήν ἀνασύρῃ ἀπό τό «βυθό τοῦ ᾏδου», νά τήν λυτρώσῃ ἀπό τήν «ἰλύν βυθοῦ» εἰς τήν ὁποίαν εἶχε ἐμπαγῆ, καί νά  τήν   ἐλευθερώσῃ ἀπό τά δεσμά τῆς ἁμαρτίας. Καί σάν σημεῖον ἐπαφῆς τῆς ζητεῖ νά τοῦ δώσῃ «ὕδωρ ποιεῖν».


Ἐκείνη ἀπορεῖ καί τοῦ λέγει: «Πῶς σύ Ἰουδαῖος ὤν παρ’ ἐμοῦ ποιεῖν αἰτεῖς, οὔσης γυναικός Σαμαρείτιδος; Καί ὁ Κύριος «πρᾷος καί ταπεινός τῇ καρδίᾳ» τῆς ἀποκρίνεται: «Ἔάν ἐγνώριζες τήν δωρεάν τοῦ Θεοῦ καί ποῖος εἶναι ἐκεῖνος, πού ζητεῖ νά τοῦ δώσῃς νά πιῇ νερό, σύ θά τοῦ ζητοῦσες καί αὐτός θά σοῦ ἔδιδε τό ζωντανό νερό. Θά Τόν παρακαλοῦσες καί θά σοῦ ἔδιδε τή Χάρι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, πού σάν ἄλλο κρυστάλλινο, διαυγές, πνευματικό νερό, καθαρίζει καί δροσίζει καί ζωοποιεῖ καί δέν στερεύει ποτέ...
Ξεχωρίζει τό φυσικό, ἀπό τό πνευματικό νερό. Ξεχωρίζει τά ἐπίγεια, ἀπό τά ἐπουράνια καί λέγει:
«Καθένας πού πίνει ἀπό τό φυσικό αὐτό νερό, θά διψάσῃ πάλιν. Ἐκεῖνος ὅμως, πού θά πίῃ ἀπό τό νερό, πού θά τοῦ δώσω ἐγώ, δέν θά διψάσῃ ποτέ εἰς τόν αἰῶνα, ἀλλά τό νερό πού θά τοῦ δώσω ἐγώ, θά μεταβληθῇ μέσα του σέ πηγή νεροῦ, πού δέν θά στειρεύῃ, ἀλλά θά ἀναβλύζῃ καί πηδᾷ καί θά τρέχῃ πάντοτε, θά ξεχύνεται, γιά νά τοῦ παρέχῃ  ζωήν αἰώνιον. Θά γεμίζῃ τό «κενόν»  τῆς  ψυχῆς του ζωήν καί ἀγαλλίασιν.



Ὁ Θεάνθρωπος, ὡς ἄπειρη ἀγάπη, μακροθυμεῖ, ἀκούει τούς στεναγμούς καί συγκαταβαίνει. Ἔρχεται κοντά μας καί σπογγίζει τά δάκρυά μας, ἁπαλύνει τόν πόνο μας, πλένει καί θεραπεύει τά τραύματά μας καί μᾶς καλεῖ κοντά Του. Δέν μᾶς ἐξαναγκάζει. Θέλει νά ἀκούσουμε τή φωνή Του καί νά Τοῦ ἀνοίξουμε τήν καρδιά μας. Θέλει νά κατασκηνώση μέσα στήν καρδιά μας. Ὁ Ἰωάννης στήν Ἀποκάλυψι, μᾶς ἀποκαλύπτει ὅτι « ἤκουσε φωνήν μεγάλην, πού ἔβγαινεν ἀπό τόν θρόνον τοῦ Θεοῦ καί ἔλεγεν· ἰδού ἡ ἀληθής καί ἄφθαρτος καί ἀχειροποίητος σκηνή, εἰς τήν ὁποίαν θά συγκατοικῇ ὁ Θεός μαζί μέ τούς ἀνθρώπους. Καί θά κατοικήσῃ μαζί μέ αὐτούς καί αὐτοί θά εἶναι λαός δικός Του καί ὁ ἴδιος ὁ Θεός θά εἶναι μαζί τους. Καί θά ἐξαφανίσῃ κάθε δάκρυ ἀπό τά μάτια τους καί ὁ θάνατος δέν θά ὑπάρχῃ πιά, οὔτε πένθος, οὔτε κραυγή σπαρακτική καί λυπηρά, οὔτε πόνος θά ὑπάρχῃ πλέον. Διότι οἱ θλίψεις καί ἡ κακοπάθεια τῶν Ἁγίων πέρασαν γιά πάντα. Καί εἶπεν ὁ Θεός, πού κάθεται στό Θρόνο: ΙΔΟΥ ΚΑΙΝΑ ΠΟΙΩ ΠΑΝΤΑ» (Ἀποκ. κα΄3-5).



Αὐτό εἶναι ἡ πεῖνα καί ἡ δίψα, ἡ λαχτάρα τοῦ Χριστοῦ καί θά πραγματοποιηθῇ γιἀ ὅλους ἐκείνους , πού μέ τή θέλησί τους, θά πιστέψουν καί θά λατρεύουν τό Θεό «ἐν πνεύματι καί ἀληθείᾳ». 
Ὁ Θεός δέν μᾶς ἐξαναγκάζει. Ζητεῖ τή συγκατάθεσί μας. Θέλει ἡ πεῖνα καί ἡ δίψα Του, ἡ λαχτάρα τῆς ψυχῆς Του νά γίνῃ καί δική μας πεῖνα καί δίψα καί λαχτάρα τῆς ψυχῆς μας, χωρίς ἐξαναγκασμό, ἐλεύθερα καί ἀβίαστα. Γι’αὐτό καί μᾶς καλεῖ καί κράζει: « Ἐάν τις διψᾷ, ἐρχέσθω πρός με καί πινέτω» (Ἰωάν. ζ΄ 37). 


Καί μᾶς διαβεβαιώνει καί λέγει: «Ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ, καθώς εἶπεν ἡ γραφή, ποταμοί ἐκ τῆς κοιλίας αὐτοῦ ρεύσουσιν ὕδατος ζῶντος» (Ἰωάν. ζ΄ 38). Καί μᾶς ἐξηγεῖ ὅτι «ὁ Κύριος μᾶς ὁμιλεῖ διά τό Ἅγιον Πνεῦμα, τό ὁποῖον, μετά τήν Ἀνάληψίν Του εἰς τούς οὐρανούς, ἐπρόκειτο νά λάβουν ἐκεῖνοι, πού θά πίστευαν εἰς Αὐτόν» (Ἰωάν. ζ΄39).
Ζωντανό νερό, «ὕδωρ ζῶν» εἶναι οἱ δωρεές καί οἰ Χάριτες τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, πού θά ἐγκαταστήσουν στήν ψυχή μας τήν σκηνήν τοῦ Θεοῦ.
Γι’αὐτό καί ὁ Εὐαγγελιστής Προφήτης Ἡσαῒας μᾶς προτρέπει καί λέγει: «Οἱ διψῶντες πορεύεσθε ἐφ’ ὕδωρ»(Ἡσ.55,1),«Καί ἀντλήσατε ὕδωρ μετ’ εὐφροσύνης ἐκ τῶν πηγῶν τοῦ σωτηρίου» (Ἡσ.12,3).
Πηγές δέ τοῦ σωτηρίου εἶναι ὁ Χριστός, ὁ Ὁποῖος προσφέρει τό ὕδωρ τῆς ζωῆς δωρεάν σέ κάθε πιστό, πού διψᾷ καί ἔρχεται κοντά Του.


Ὁ Κύριος δίδει τήν ἐντολήν Του στόν Ἰωάννην καί λέγει: «Γράψον, ὅτι οὗτοι οἱ λόγοι πιστοί καί ἀληθινοί εἰσι. Καί μοῦ εἶπε· γέγονεν, ἔχουν γίνει ὅλα νέα. Ἐγώ
 εἶμαι τό Α καί τό Ω, ἡ ἀρχή καί τό τέλος, Ἐγώ εἶμαι ἡ δημιουργική ἀρχή καί αἰτία τῆς κτίσεως καί ὁ ἔσχατος καί ὕψιστος σκοπός ὅλων των κτισμάτων. ἐγώ εἰς ἐκεῖνον, πού διψᾶ θά τοῦ δώσω δωρεάν ἀπό τήν πηγήν τοῦ ὕδατος τῆς ζωῆς. Αὐτός πού μέ τή θέλησί του διψᾶ τήν αἰώνια μακαριότητα, αὐτός πού μέ πίστι ἀγωνίζεται καί νικᾷ τό Κακό καί τῆν ἁμαρτία, αὐτός θά κληρονομήσῃ ὅλα αὐτά τά ἐπουράνια ἀγαθά. Σ’ αὐτόν θά δώσω τό Ὕδωρ τῆς ζωῆς δωρεάν. Καί θά εἶμαι δι’ αὐτόν Θεός καί αὐτός θά εἶναι γιά Μένα υἱός (παρβλ. Ἀποκ. κα΄ 6-7).
Καί ἐμεῖς κωφεύουμε στήν κραυγή τοῦ Χριστοῦ. Δυστυχῶς ἐμμένουμε «δέσμιοι τῆς γῆς», κατάκοιτοι στή χώρα καί τή  σκιά του θανάτου. Παραμένουμε, μέ τή θέλησί μας, ὅμοιοι μέ τά ἄλογα κτήνη, καί ζοῦμε σάν κτήνη καί πεθαίνουμε σάν κτήνη (Ψαλμ. 48,13).
Παραμένουμε μακρυά ἀπό τήν Πηγή τῆς ζωῆς, μακρυά ἀπό τόν Ἕνα καί μόνον ἀληθινόν Θεόν καί συνεχίζουμε νά ἀνοίγουμε «λάκκους συντετριμμένους». Μήπως ἔφθασε ὁ καιρός νά ἀνανήψουμε, νά ξαναβροῦμε τή νηφαλιότητά μας, νά ξαναβροῦμε τή σωστή, τήν ὀρθόδοξη Πίστι μας στό Θεό, νά ξεφύγουμε ἀπό τήν πλάνη καί τήν Παραφροσύνη, πού μᾶς δέρνει, νά ἀκούσουμε τή Φωνή τοῦ Χριστοῦ καί νά ἐπιστρέψουμε κοντά Του; Ἕως πότε θά μᾶς θανατώνῃ ὁ Κορωναϊός τῆς ἀπιστίας; Εἶναι καιρός νά ἐπιστρέψουμε στήν Πηγή
Τοῦ Ζῶντος Ὑδατος. Καί νά ἀντλήσουμε ὕδωρ ἐκ τῶν πηγῶν τοῦ Σωτηρίου. Καιρός νά ἀκούσουμε τή Φωνή τοῦ Χριστοῦ. Καιρός νά λυτρωθοῦμε. Καιρός νά ἀνοίξουμε τήν καρδιά μας στό Χριστό, χωρίς ἀργοπορία, ψάλλοντες ὕμνους δοξολογίας στό ΛΥΤΡΩΤΗ.



Ὁ Κύριος κράζει καί μᾶς καλεῖ: «Ἐάν τις διψᾷ, ἐρχέσθω πρός με καί πινέτω»(Ἰωάν. ζ΄ 37). «Καί ὁ διψῶν ἐρχέσθω, καί ὁ θέλων λαβέτω ὕδωρ ζωῆς δωρεάν»( Ἀποκ. κβ΄17).


«Ἰδού ἕστηκα ἐπί τήν θύραν καί κρούω· ἐάν
 τις ἀκούσῃ  τῆς φωνῆς μου καί ἀνοίξῃ τήν
 θύραν, καί εἰσελεύσομαι πρός αὐτόν  καί
δειπνήσω μετ'αὐτοῦ καί αὐτός μετ' ἐμοῦ»
                                                      (Ἀποκ. γ΄ 20).

Σάββατο 30 Μαΐου 2020

ΒΑΣΙΣ,ΕΔΡΑ, ΒΑΘΡΟΝ ΤΩΝ ΑΡΕΤΩΝ



                    Η ΤΑΠΕΙΝΩΣΙΣ, ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ Η ΑΓΑΠΗ.



«Πάτερ ἅγιε... δέν σέ παρακαλῶ νά πάρῃς  τούς μαθητάς μου ἀπό τόν κόσμον μαζί μου τώρα, ἀλλά νά τούς προφυλάξῃς, ἀπό τό πονηρόν, πού κυριαρχεῖ στόν κόσμον...Καί δέν σέ παρακαλῶ μόνον γι’ αὐτούς, ἀλλά καί δι’ ἐκείνους πού θά πιστέψουν σέ Μένα, μέ τό λόγο τους, μέ τό κήρυγμά τους καί μέ τή ζωή τους, γιά νά εἶναι ὅλοι ἑνωμένοι εἰς ἕνα, σάν μιά ψυχή, ὅπως Σύ, πατέρα, εἶσαι ἑνωμένος μέ Μένα καί ἐγώ μέ Σένα. Βοήθησέ τους νά εἶναι ἑνωμένοι μεταξύ τους καί μαζί μας: «ἵνα πάντες ἕν ὦσιν, καθώς σύ, πάτερ, ἐν ἐμοί κἀγώ ἐν σοί, ἵνα καί αὐτοί ἐν ἡμῖν ἕν ὦσιν...ἵνα ὦσιν ἕν καθώς ἡμεῖς ἕν ἐσμέν»(παρβλ. Ἰωάν. ιζ΄ 15-23).






Παρακαλεῖ τόν Πατέρα, λίγο πρίν ἀπό τό Πάθος Του, νά μᾶς προφυλάξῃ ἀπό τό πονηρό, πού κυριαρχεῖ στόν κόσμο. Νά μᾶς ἐνισχύσῃ στόν ἀγῶνα μας ἐναντίον τοῦ Πονηροῦ, ὥστε μέ τή χάρι Του καί τή δύναμί Του νά νικήσουμε τόν κακό μας ἑαυτό, τόν κόσμο καί τό διάβολο, πού κυριαρχεῖ στόν κόσμο. Νά μᾶς βοηθήσῃ ὁ οὐράνιος Πατέρας, νά σκοτώσουμε τόν Ὄφι πού φωλιάζει μέσα μας, νά  ξεριζώσουμε ἀπό τήν ψυχή μας τό φρόνημα τῆς Σαρκός, τήν ἐγωπάθεια, τόν ὑπερβολικό Ἐγωϊσμό, τό Φαρισαϊσμό, τήν Ψευτιά καί τήν Ὑποκρισία, πού γεννοῦν στήν ψυχή μας ὅλες τίς Κακίες καί ὅλα τά βρωμερά μας πάθη. Νά ἐλευθερωθοῦμε ἀπό τά ΚΑΚΑ, πού μᾶς χωρίζουν ἀπό τό Θεό καί μεταξύ μας.

Ἔρχεται κοντά μας ὁ Χριστός, «πρᾷος και ταπεινός τῇ καρδίᾳ», «ὡς αὔρα λεπτή», ταπεινά, ἀθόρυβα καί μέ τό προσωπικό Του Παράδειγμα καί μέ τό ζωοποιό Του λόγο, χαράζει σέ ὅλους μας τήν Ὁδό τῆς ὄντως ζωῆς. Γίνεται αὐτός ἡ Ὁδός τῆς ζωῆς καί μᾶς καθοδηγεῖ καί μᾶς βοηθεῖ νά κατανοήσουμε τή δική Του ἀλήθεια. Καί ἀλήθεια εἶναι  ὁ δικός Του λόγος. Μᾶς βοηθεῖ νά ξεριζώσουμε ἀπό τήν ψυχή καί τή ζωή μας τήν ἐγωπάθεια καί ὄλα τά βλαστήματα τῆς ἐγωλατρίας καί νά συνειδητοποιήσουμε ὅτι «οἱ δοκοῦντες ἄρχειν τῶν ἐθνῶν κατακυριεύουσιν αὐτῶν καί οἱ μεγάλοι αὐτῶν κατεξουσιάζουσιν αὐτῶν» (Μάρκ. ι΄42). Δηλαδή, αὐτοί πού θεωροῦνται ἄρχοντες τῶν ἐθνῶν, καταδυναστεύουν τά ἔθνη, τυραννοῦν τούς λαούς, σάν νά ἦσαν κτήματά τους καί ἐκεῖνοι, πού ἔχουν μεγάλα ἀξιώματα, κακομεταχειρίζονται τούς ἀνθρώπους καί τούς ἐξουσιάζουν, σάν νά ἦσαν δοῦλοι τους. Αὐτό τό πονηρόν πνεῦμα κυριαρχεῖ στόν κόσμο.  Ἐκ τῶν πραγμάτων γίνεται φανερόν ὅτι « κάθε τί, πού ὑπάρχει στόν, μακράν τοῦ Θεοῦ, κόσμον, ἤτοι ἡ ἐπιθυμία τῶν ὀφθαλμῶν, δηλαδή, ἡ ἐπιθυμία τῆς διεφθαρμένης φύσεως καί σαρκός τοῦ ἀνθρώπου, ὁ ὑπερβολικός ἐγωϊσμός, καί ἠ ἀλαζονεία τοῦ βίου, ἡ ἀλαζονική ἐπίδειξις, στήν ὀποίαν σπρώχνουν τά πλούτη, ὅλα αὐτά δέν εἶναι ἀπό τόν Θεόν Πατέρα, ἀλλά εἶναι ἀπό τόν μακράν τοῦ Θεοῦ κόσμον. Καί εἶναι ἀλήθεια ὅτι ὁ κόσμος χάνεται καθώς καί ὅλα τά κοσμικά. Ἐκεῖνος ὅμως πού ἐκτελεῖ τό Θέλημα τοῦ Θεοῦ μένει αἰωνίως καί δέν παρέρχεται» (Α΄Ἰωάν. β΄16-17).

Τό «ΕΓΩ», ἡ προσωικότης τοῦ ἀνθρώπου καί ἡ ἐπίγνωσις τοῦ ἑαυτοῦ μας καί ἡ ἀγάπη πρός τόν ἑαυτόν μας, εἶναι ἔμφυτα στόν ἄνθρωπον. Ἡ ὑπερβολική, ὅμως, ἡ παθολογική ἀγάπη πρός τόν ἑαυτόν μας, ἡ φιλαυτία καί ἡ περιφρόνησις ὅλων τῶν ἄλλων, εἶναι τό πονηρόν. Καί ὁ Κύριος στήν προσευχή Του παρακαλεῖ τόν Πατέρα νά μᾶς προφυλάξῃ ἀπό αὐτό τό πονηρόν, πού σωρεύει στή ζωή μας συμφορές. Ὅταν κυριεύσῃ τήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου ἡ ἐγωπάθεια, ὅπως ἔχουμε πῆ, τότε ἐπιτρέπουμε νά εἰσέλθῃ στήν ψυχή καί τή ζωή μας ὁ Διάβολος, ὁ Ἑωσφόρος, ὁ ἀστόχαστος, ὁ ὑπερβολικός Ἐγωϊσμός. ὁ Φαρισαϊσμός, ἡ ψευτιά, ἠ ὑποκρισία, ἡ ἀλαζονεία, ἡ ἔπαρσις. ἡ ὑπεροψία, ὁ κομπασμός, ἡ ὑπερηφάνεια καί ὅλα τά βλαστήματα τῆς Ἐγωπαθείας. Καί τότε βασανίζουμε καί τυραννοῦμε τούς συνανθρώπους μας, τούς κατεξουσιάζουμε, σάν νά ἦσαν δοῦλοι μας. Ἐπαναλαμβάνω, αὐτό εἶναι τό πνεῦμα τοῦ κόσμου, πού «ὅλος ἐν τῷ πονηρῷ κεῖται» (Α΄Ἰωάν. ε΄ 19). Ὁ Κύριος, ὡς πάνσοφος Θεός γνωρίζει ὅτι  οἱ ἔριδες, οἱ διαιρέσεις, τά Σχίσματα, ἡ διάλυσις τῆς Οἰκογενείας, ἡ δυσαρμονία, ἡ διασάλευσις τῆς Τάξεως καί τῆς Ἰσοροπίας τοῦ Σύμπαντος ὀφείλονται στήν Ἐγωπάθεια καί τά βλαστήματά της. Καί ἔρχεται νά μᾶς λυτρώσῃ, νά μᾶς ἐλευθερώσῃ ἀπό αὐτό τό πονηρόν Πνεῦμα καί νά μᾶς ἐμπνεύσῃ, μέ τό δικό Του ΠΝΕΥΜΑ, μέ τό Πνεῦμα τῆς αὐταπαρνήσεως καί τῆς αὐτοθυσίας καί νά μᾶς διδάξῃ, μέ τό ζωοποιό Του λόγο καί μέ τή Σταυρική Του Θυσία, τήν πτωχεία τοῦ Πνεύματος, τήν ἄκρα Ταπείνωσι καί τήν τέλεια, τήν ἁγνή τή θυσιαστική, τήν ἀνυπόκριτη Ἀγάπη.

Ὁ Κύριος γνωρίζει τό ὀλισθηρόν, τό εὐόλισθον τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως καί μακροθυμεῖ. Ἐμεῖς δέν προσέχουμε. Μᾶς μιλάει γιά τά φρικτά Του Πάθη καί τή Σταυρική Του Θυσία καί οἱ πρωτοκορυφαῖοι τῶν Μαθητῶν σκέπτονται καί ζητοῦν τά πρωτεῖα ἐξουσίας, τίς πρωτοκαθεδρίες  καί οἱ ἄλλοι μαθηταί ἀγανακτοῦν. Γιατί αὐτοί καί ὄχι ἐμεῖς (πρβλ. Μάρκ. ι΄ 32-42). Εἴμαστε γιά κλάματα!...

Γι’ αὐτόν ἀκριβῶς τό Λόγο ὁ Κύριος μᾶς πλησιάζει μέ συγκατάβασι καί μᾶς νουθετεῖ καί ζητεῖ νά ξεριζώσουμε ἀπό μέσα  μας τό Διάβολο, πού μᾶς κυριεύει καί μᾶς χωρίζει ἀπό τό Θεό καί μεταξύ μας. Καί μᾶς τονίζει ὅτι «Οὐχ οὕτω δέ ἔσται ἐν ὑμῖν, ἀλλ’ ὅς ἄν θέλῃ γενέσθαι μέγας ἐν ὑμῖν, ἔσται ὑμῶν διάκονος, καί ὅς ἄν θέλῃ ὑμῶν γενέσθαι πρῶτος ἔσται πάντων δοῦλος· καί γάρ ὁ Υἱός τοῦ ἀνθρώπου οὐκ ἦλθε διακονηθῆναι, ἀλλά διακονῆσαι, καί δοῦναι τήν ψυχήν αὐτοῦ λύτρον ἀντί πολλῶν» (Μάρκ. ι΄43-45). Καί στό Μυστικό Δεῖπνον σηκώθηκε ἀπό τό τραπέζι, ζώσθηκε μιά ποδιά, ἔβαλε νερό σέ μιά λεκάνη καί ἔπλυνε τά πόδια τῶν Μαθητῶν Του καί τά βρωμερά πόδια τοῦ Ἰούδα. Καί ἀφοῦ τούς ἔπλυνε τά πόδια κάθησε πάλι στό τραπέζι καί τούς εἶπε:


«Γνωρίζετε τί σᾶς ἔκανα τώρα; Ἀντιλαμβάνεσθε τί θέλω νά σᾶς διδάξω μέ αὐτή την πρᾶξι; Σεῖς μέ φωνάζετε· ὁ Διδάσκαλος καί ὁ Κύριος. Καί καλά κάνετε, διότι εἶμαι ὁ Κύριος καί ὁ Διδάσκαλος. Ἐάν, λοιπόν, ἐγώ, πού εἶμαι ὁ Κύριος καί ὁ Διδάσκαλος, ἔπλυνα τά πόδια σας, ὀφείλετε πολύ περισσότερον καί σεῖς  νά πλύνετε μεταξύ σας ὁ ἕνας τοῦ ἄλλου τά πόδια, ὄχι ὑποκριτικά, ἀλλά ἀπό ταπεινοφροσύνη καί τέλεια ἀγάπη. Ὑπόδειγμα γάρ δέδωκα ὑμῖν, ἵνα καθώς ἐγώ ἐποίησα ὑμῖν, καί ὑμεῖς ποιῆτε... Εἰ ταῦτα οἴδατε, μακάριοί ἐστε, ἐάν ποιῆτε αὐτά (Ἰωάν. ιγ΄ 1-20).

Μόνον μέ τήν μακαριστή πτωχεία τοῦ πνεύματος, μέ τή βάσι τῶν ἀρετῶν τήν ταπείνωσιν καί μέ τή βασίλισσα τῶν ἀρετῶν τήν Ἀγάπην, θά διατηρήσουμε τήν ἕνωσί μας μέ τόν Θεόν καί μεταξύ μας καί θά βασιλεύσῃ  ὁ Χριστός στόν κόσμο. Καί εἶναι ἀνάγκην τῶν καιρῶν, πρίν νά εἶναι ἀργά,  νά ἀνοίξουμε τήν καρδιά μας στό Χριστό, νά ἐγκολπωθοῦμε τό Εὐαγγέλιον τῆς ἀγάπης Του καί μέ πίστιν δι’ ἀγάπης ἐνεργουμένην, και μέ ἄκραν ταπείνωσιν νά κάνουμε «πρᾶξι» τήν Ἀγάπην τοῦ Χριστοῦ, νά ξεριζώσουμε μέσα ἀπό τήν καρδιά μας  τήν Ἐγωπάθεια καί τά βλαστήματά της  καί νά μείνουμε ἑνωμένοι μεταξύ μας καί μέ τόν Θεόν.

Παράδειγμα πρός ἀποφυγήν ἡ ἔπαρσις τοῦ Πάπα, ὡς θεσμοῦ. Ὁ Πάπας δέν διδάσκεται ἀπό τήν ἄκρα ταπείνωσι τοῦ Χριστοῦ καί ἀπό τήν ἐσταυρωμένην Ἀγάπην Του. Ἑμμένει δοῦλος τῆς Ἐγωπαθείας. Ἰσχυρίζεται ὅτι εἶναι ἀντιπρόσωπος τοῦ Χριστοῦ ἐπί τῆς γῆς(Vicarius Christi in terra),ὅτι ἔχει ὁλόκληρη τήν ἐξουσίαν(plenitudο potestatis), ὅτι εἶναι πάνω καί πέραν ἀπό τό Δίκαιον( ego sum extra jus, super jus). Καί μάλιστα κυριευόμενος ἀπό τή σατανική ἔπαρσι, τό 1871 , ὡς ἀλάθητος, καταργεῖ τή Σύνοδο  καί ὅταν ἕνας ἐπίσκοπος, ὁ Ἰγνάτιος Δέλιγγερ καταφέρεται κατά τοῦ ἀλαθήτου τοῦ Πάπα καί τονίζει ὅτι τό ἀλάθητον δέν τό λέει ἡ παράδοσις, ὁ Πάπας ἀπήντησε ἰταλιστί· «ἡ παράδοσις εἶμαι ΕΓΩ»(La tradition sono io). Ὁ Πάπας, δυστυχῶς ἀποδεικνύεται μέ τό πρωτεῖον ἐξουσίας καί τούς ἰσχυρισμούς τῆς Ἐγωπαθείας του, ὡς θεσμός, ὡς παπισμός,ὅτι ἀντιστρατεύεται στό Χριστό καί στό λόγο Του(πρβλ. Μάρκ ι΄ 42-45 κ.λ.π.), καί ἔτσι, στήν πρᾶξι ἀποδυκνύεται τύπος, ἀκριβές ἀντίγραφον τοῦ Ἀντιχρίστου τῶν Ἐσχάτων.


Δυστυχῶς ὁ ἄκρατος Ἐγωϊσμός φωλιάζει μέσα μας καί δίνουμε μάχες συνεχῶς, γιά τίς πρωτοκαθεδρίες.

Ὁ Θεός νά μᾶς φυλάξῃ ἀπό τόν Πονηρόν καί ἀπό ὅλα τά βλαστήματα τῆς Ἐγωπαθείας, καί νά μᾶς ἀξιώσῃ νά βιώσουμε τήν ἄκραν ταπείνωσι καί τή γνήσια ἀγάπη, καί νά  μείνουμε ἑνωμένοι μέ τήν Ἀγάπη. «Ὅτι ὁ Θεός ἀγάπη ἐστί καί ὁ μένων ἐν τῇ ἀγάπῃ ἐν τῷ Θεῷ μένει καί ὁ Θεός ἐν αὐτῷ»(Α΄ Ἰωάν. δ΄ 16). Εἴθε νά μᾶς ἀξιώσῃ νά μένουμε ἑνωμένοι εἰς ἕν καί νά Τόν δοξάζουμε ἀδιαλείπτως. Ἀμήν.