«Ἐάν τις διψᾷ, ἐρχέσθω πρός με καί πινέτω. Ὁ
πιστεύων εἰς ἐμέ, καθώς εἶπεν ἡ γραφή, ποταμοί
ἐκ τῆς κοιλίας αὐτοῦ ρεύσουσιν ὕδατος ζῶντος.
Τοῦτο δέ εἶπεν περί τοῦ Πνεύματος οὗ ἔμελλον
Λαμβάνειν οἱ πιστεύοντες εἰς Αὐτόν» (Ἰωάν. ζ΄ 37-39).
Ὅλα τά
γήϊνα εἶναι φθαρτά, ἀνάξια λόγου. Εἶναι «σκιᾶς ἀσθενέστερα καί ὀνείρων ἀπατηλότερα.
Μία ῥοπή καί ταῦτα πάντα θάνατος διαδέχεται», λέγει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός.
Ὁ
Ὅμηρος λέγει ὅτι, ὄχι μόνον τά ἀνθρώπινα πράγματα, ἀλλά και αὐτός ὁ ἄνθρωπος,
χωρίς Θεόν, χωρίς ἀρετή, δέν εἶναι τίποτε.
Εἶναι ἐφήμερος, προσωρινός, διαβάτης, «ὡσεί χόρτος»: «Οἵη περ φύλλων
γενεή, τοίη δέ καί ἀνδρῶν. Φύλλα τά μέν τ’ ἄνεμος χαμάδις χέει, ἄλλα δέ θ’ ὕλη
τηλεθόωσα φύει, ἔαρος δ’ ἐπιγίγνεται ὥρη» (Ἰλιάς
Ζ΄ 146-149). Καί ὁ Πίνδαρος ἔλεγε: «Σκιᾶς
ὄναρ ἄνθρωπος». Ὁ προφήτης Δαυῒδ λέγει ὅτι «Ἄνθρωπος,
ὡσεί χόρτος αἱ ἡμέραι αὐτοῦ· ὡσεί ἄνθος τοῦ ἀγροῦ, οὕτως εξανθήσει· ὅτι πνεῦμα
διῆλθεν ἐν αὐτῷ, καί οὐχ ὑπάρξει καί οὐκ ἐπιγνώσεται ἔτι τόν τόπον
αὐτοῦ»(Ψαλμ.102,15-16).
Ὁ
ἄνθρωπος, λοιπόν, καί τά ἔργα του εἶναι
φθαρτά, ἐφήμερα καί δέν μποροῦν νά ἱκανοποιήσουν τίς μεταφυσικές ἀνάγκες τῆς
ψυχῆς.
Ὁ
ἄνθρωπος μέ τήν ἀγχώδη βιοτική μέριμνα, γιά τήν ἀπόκτησι περισσοτέρων ὑλικῶν ἀγαθῶν
γιά τον ἐαυτό του στή γῆ, προσπαθεῖ νά γεμίσῃ τό «κενόν» τῆς ψυχῆς του, ἀλλά
ὅλα τά ἐπιτεύγματά του εἶναι «ψευδοαναπληρώσεις», καί ὄχι μόνον δέν γεμίζουν
τό «κενόν», ἀλλ’ ἀντίθετα τό διευρύνουν.
Ὁ
Προφήτης Ἱερεμίας μέ τή χάρι τοῦ Ἁγίου Πνευματος, ἐξηγεῖ ὅτι ὅλα τά ἐπιτεύγματα
τοῦ ἀνθρώπου μακράν τοῦ Θεοῦ εἶναι «λάκκοι συντετριμμένοι, οἵ οὐ δυνήσονται ὕδωρ
συνέχειν». Δέν προσφέρουν τίποτε. Μόνον ἄγχος καταλυτικόν τῆς ὑπάρξεώς του.
Λέγει ὁ Προφήτης, τό στόμα τοῦ Θεοῦ: «Δύο καί πονηρά ἐποίησεν ὁ λαός μου· α)
Ἐμέ ἐγκατέλιπον πηγήν ὕδατος ζωῆς, καί β) ὤρυξαν ἑαυτοῖς λάκκους
συντετριμμένους, οἵ οὐ δυνήσονται ὕδωρ
συνέχειν» (Ἱερεμ. β΄ 13).
Παρομοιάζει
ὁ Προφήτης ὅλα, μά ὅλα τά ἐπιτεύγματά μας, μέ «λάκκους συντετριμμένους»,
μέ πηγάδια τρύπια, μέ διάτριτες ἀποθῆκες νεροῦ, πού δέν μποροῦν νά τό
συγκρατήσουν καί συνεπῶς δέν ἔχουν νερό, γιά νά χορτάσουν τή δίψα μας.
Ὁ
Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, στό διάλογό του, μέ τή Σαμαρείτιδα, ξεχωρίζει τό
φυσικό νερό, ἀπό τό δικό Του, τό πνευματικό νερό, ξεχωρίζει τά γήϊνα, τά ἐπίγεια, ἀπό τά ἐπουράνια, τά φθαρτά, ἀπό τά
ἄφθαρτα. Ἐπλησίασε τή Σαμαρείτιδα μέ ἄπειρη ἀγάπη, μέ σκοπό νά τή φέρῃ σέ
συναίσθησι καί νά τήν ἀνασύρῃ ἀπό τό «βυθό τοῦ ᾏδου», νά τήν λυτρώσῃ ἀπό
τήν «ἰλύν βυθοῦ» εἰς τήν ὁποίαν εἶχε ἐμπαγῆ, καί νά τήν ἐλευθερώσῃ
ἀπό τά δεσμά τῆς ἁμαρτίας. Καί σάν σημεῖον ἐπαφῆς τῆς ζητεῖ νά τοῦ δώσῃ «ὕδωρ
ποιεῖν».
Ἐκείνη
ἀπορεῖ καί τοῦ λέγει: «Πῶς σύ Ἰουδαῖος ὤν παρ’ ἐμοῦ ποιεῖν αἰτεῖς, οὔσης γυναικός
Σαμαρείτιδος; Καί ὁ Κύριος «πρᾷος καί ταπεινός τῇ καρδίᾳ» τῆς ἀποκρίνεται:
«Ἔάν ἐγνώριζες τήν δωρεάν τοῦ Θεοῦ καί ποῖος εἶναι ἐκεῖνος, πού ζητεῖ νά τοῦ
δώσῃς νά πιῇ νερό, σύ θά τοῦ ζητοῦσες καί αὐτός θά σοῦ ἔδιδε τό ζωντανό νερό. Θά
Τόν παρακαλοῦσες καί θά σοῦ ἔδιδε τή Χάρι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, πού σάν ἄλλο
κρυστάλλινο, διαυγές, πνευματικό νερό, καθαρίζει καί δροσίζει καί ζωοποιεῖ καί
δέν στερεύει ποτέ...
Ξεχωρίζει
τό φυσικό, ἀπό τό πνευματικό νερό. Ξεχωρίζει τά ἐπίγεια, ἀπό τά ἐπουράνια καί
λέγει:
«Καθένας
πού πίνει ἀπό τό φυσικό αὐτό νερό, θά διψάσῃ πάλιν. Ἐκεῖνος ὅμως, πού θά πίῃ ἀπό
τό νερό, πού θά τοῦ δώσω ἐγώ, δέν θά διψάσῃ ποτέ εἰς τόν αἰῶνα, ἀλλά τό νερό
πού θά τοῦ δώσω ἐγώ, θά μεταβληθῇ μέσα του σέ πηγή νεροῦ, πού δέν θά στειρεύῃ, ἀλλά
θά ἀναβλύζῃ καί πηδᾷ καί θά τρέχῃ πάντοτε, θά ξεχύνεται, γιά νά τοῦ παρέχῃ ζωήν αἰώνιον. Θά γεμίζῃ τό «κενόν» τῆς ψυχῆς του ζωήν καί ἀγαλλίασιν.
Ὁ
Θεάνθρωπος, ὡς ἄπειρη ἀγάπη, μακροθυμεῖ, ἀκούει τούς
στεναγμούς καί συγκαταβαίνει. Ἔρχεται κοντά μας καί σπογγίζει τά δάκρυά μας, ἁπαλύνει
τόν πόνο μας, πλένει καί θεραπεύει τά τραύματά μας καί μᾶς καλεῖ κοντά Του. Δέν
μᾶς ἐξαναγκάζει. Θέλει νά ἀκούσουμε τή φωνή Του καί νά Τοῦ ἀνοίξουμε τήν καρδιά
μας. Θέλει νά κατασκηνώση μέσα στήν καρδιά μας. Ὁ Ἰωάννης στήν Ἀποκάλυψι, μᾶς ἀποκαλύπτει
ὅτι « ἤκουσε φωνήν μεγάλην, πού ἔβγαινεν ἀπό τόν θρόνον τοῦ Θεοῦ καί ἔλεγεν· ἰδού
ἡ ἀληθής καί ἄφθαρτος καί ἀχειροποίητος σκηνή, εἰς τήν ὁποίαν θά συγκατοικῇ ὁ
Θεός μαζί μέ τούς ἀνθρώπους. Καί θά κατοικήσῃ μαζί μέ αὐτούς καί αὐτοί θά εἶναι
λαός δικός Του καί ὁ ἴδιος ὁ Θεός θά εἶναι μαζί τους. Καί θά ἐξαφανίσῃ κάθε
δάκρυ ἀπό τά μάτια τους καί ὁ θάνατος δέν θά ὑπάρχῃ πιά, οὔτε πένθος, οὔτε
κραυγή σπαρακτική καί λυπηρά, οὔτε πόνος θά ὑπάρχῃ πλέον. Διότι οἱ θλίψεις καί ἡ
κακοπάθεια τῶν Ἁγίων πέρασαν γιά πάντα. Καί εἶπεν ὁ Θεός, πού κάθεται στό
Θρόνο: ΙΔΟΥ ΚΑΙΝΑ ΠΟΙΩ ΠΑΝΤΑ» (Ἀποκ. κα΄3-5).
Αὐτό εἶναι ἡ πεῖνα καί ἡ δίψα, ἡ λαχτάρα τοῦ Χριστοῦ καί θά πραγματοποιηθῇ γιἀ ὅλους ἐκείνους , πού μέ τή θέλησί τους, θά πιστέψουν καί θά λατρεύουν τό Θεό «ἐν πνεύματι καί ἀληθείᾳ».
Αὐτό εἶναι ἡ πεῖνα καί ἡ δίψα, ἡ λαχτάρα τοῦ Χριστοῦ καί θά πραγματοποιηθῇ γιἀ ὅλους ἐκείνους , πού μέ τή θέλησί τους, θά πιστέψουν καί θά λατρεύουν τό Θεό «ἐν πνεύματι καί ἀληθείᾳ».
Ὁ
Θεός δέν μᾶς ἐξαναγκάζει. Ζητεῖ τή συγκατάθεσί μας. Θέλει ἡ πεῖνα καί ἡ δίψα Του,
ἡ λαχτάρα τῆς ψυχῆς Του νά γίνῃ καί δική μας πεῖνα καί δίψα καί λαχτάρα τῆς ψυχῆς
μας, χωρίς ἐξαναγκασμό, ἐλεύθερα καί ἀβίαστα. Γι’αὐτό καί μᾶς καλεῖ καί
κράζει: « Ἐάν τις διψᾷ, ἐρχέσθω πρός με καί πινέτω» (Ἰωάν.
ζ΄ 37).
Καί μᾶς διαβεβαιώνει καί λέγει: «Ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ,
καθώς εἶπεν ἡ γραφή, ποταμοί ἐκ τῆς κοιλίας αὐτοῦ ρεύσουσιν ὕδατος ζῶντος» (Ἰωάν.
ζ΄ 38). Καί μᾶς ἐξηγεῖ ὅτι «ὁ Κύριος μᾶς ὁμιλεῖ
διά τό Ἅγιον Πνεῦμα, τό ὁποῖον, μετά τήν Ἀνάληψίν Του εἰς τούς οὐρανούς,
ἐπρόκειτο νά λάβουν ἐκεῖνοι, πού θά πίστευαν εἰς Αὐτόν» (Ἰωάν.
ζ΄39).
Ζωντανό
νερό, «ὕδωρ ζῶν» εἶναι οἱ δωρεές καί οἰ Χάριτες τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, πού θά
ἐγκαταστήσουν στήν ψυχή μας τήν σκηνήν τοῦ Θεοῦ.
Γι’αὐτό
καί ὁ Εὐαγγελιστής Προφήτης Ἡσαῒας μᾶς προτρέπει καί λέγει: «Οἱ διψῶντες πορεύεσθε
ἐφ’ ὕδωρ»(Ἡσ.55,1),«Καί ἀντλήσατε ὕδωρ μετ’
εὐφροσύνης ἐκ τῶν πηγῶν τοῦ σωτηρίου» (Ἡσ.12,3).
Πηγές
δέ
τοῦ σωτηρίου εἶναι ὁ Χριστός, ὁ Ὁποῖος προσφέρει τό ὕδωρ τῆς
ζωῆς δωρεάν σέ κάθε πιστό, πού διψᾷ καί ἔρχεται κοντά Του.
Ὁ
Κύριος δίδει τήν ἐντολήν Του στόν Ἰωάννην καί λέγει: «Γράψον, ὅτι οὗτοι οἱ
λόγοι πιστοί καί ἀληθινοί εἰσι. Καί μοῦ εἶπε· γέγονεν, ἔχουν γίνει ὅλα νέα. Ἐγώ
εἶμαι τό Α καί τό Ω, ἡ ἀρχή καί τό τέλος, Ἐγώ εἶμαι ἡ δημιουργική ἀρχή
καί αἰτία τῆς κτίσεως καί ὁ ἔσχατος καί ὕψιστος σκοπός ὅλων των κτισμάτων. ἐγώ
εἰς ἐκεῖνον, πού διψᾶ θά τοῦ δώσω δωρεάν ἀπό τήν πηγήν τοῦ ὕδατος τῆς ζωῆς. Αὐτός
πού μέ τή θέλησί του διψᾶ τήν αἰώνια μακαριότητα, αὐτός πού μέ πίστι ἀγωνίζεται
καί νικᾷ τό Κακό καί τῆν ἁμαρτία, αὐτός θά κληρονομήσῃ ὅλα αὐτά τά ἐπουράνια
ἀγαθά. Σ’ αὐτόν θά δώσω τό Ὕδωρ τῆς ζωῆς δωρεάν. Καί θά εἶμαι δι’ αὐτόν Θεός
καί αὐτός θά εἶναι γιά Μένα υἱός (παρβλ.
Ἀποκ. κα΄ 6-7).
Καί
ἐμεῖς κωφεύουμε στήν κραυγή τοῦ Χριστοῦ. Δυστυχῶς ἐμμένουμε «δέσμιοι
τῆς γῆς», κατάκοιτοι στή χώρα καί τή
σκιά του θανάτου. Παραμένουμε, μέ τή θέλησί μας, ὅμοιοι μέ τά ἄλογα
κτήνη, καί ζοῦμε σάν κτήνη καί πεθαίνουμε σάν κτήνη (Ψαλμ.
48,13).
Παραμένουμε
μακρυά ἀπό τήν Πηγή τῆς ζωῆς, μακρυά ἀπό τόν Ἕνα καί μόνον ἀληθινόν Θεόν καί
συνεχίζουμε νά ἀνοίγουμε «λάκκους συντετριμμένους». Μήπως ἔφθασε
ὁ καιρός νά ἀνανήψουμε, νά ξαναβροῦμε τή νηφαλιότητά μας, νά ξαναβροῦμε τή
σωστή, τήν ὀρθόδοξη Πίστι μας στό Θεό, νά ξεφύγουμε ἀπό τήν πλάνη καί
τήν Παραφροσύνη, πού μᾶς δέρνει, νά ἀκούσουμε τή Φωνή τοῦ Χριστοῦ καί
νά ἐπιστρέψουμε κοντά Του; Ἕως πότε θά μᾶς θανατώνῃ ὁ Κορωναϊός
τῆς ἀπιστίας; Εἶναι καιρός νά ἐπιστρέψουμε στήν Πηγή
Τοῦ
Ζῶντος Ὑδατος. Καί νά ἀντλήσουμε ὕδωρ ἐκ τῶν πηγῶν τοῦ Σωτηρίου. Καιρός νά ἀκούσουμε
τή Φωνή τοῦ Χριστοῦ. Καιρός νά λυτρωθοῦμε. Καιρός νά ἀνοίξουμε τήν καρδιά μας στό
Χριστό, χωρίς ἀργοπορία, ψάλλοντες ὕμνους δοξολογίας στό ΛΥΤΡΩΤΗ.
Ὁ
Κύριος κράζει καί μᾶς καλεῖ: «Ἐάν τις διψᾷ, ἐρχέσθω πρός με καί
πινέτω»(Ἰωάν. ζ΄ 37). «Καί ὁ διψῶν ἐρχέσθω,
καί ὁ θέλων λαβέτω ὕδωρ ζωῆς δωρεάν»( Ἀποκ. κβ΄17).
«Ἰδού ἕστηκα ἐπί τήν θύραν καί κρούω· ἐάν
τις ἀκούσῃ τῆς φωνῆς μου καί ἀνοίξῃ τήν
θύραν, καί εἰσελεύσομαι πρός αὐτόν καί
δειπνήσω μετ'αὐτοῦ καί αὐτός μετ' ἐμοῦ»
(Ἀποκ. γ΄ 20).
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου