Δευτέρα 14 Δεκεμβρίου 2020

Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΧΩΡΙΣ ΘΕΟΝ,




ΔΕΝ ΓΙΝΕΤΑΙ ΠΟΤΕ ΘΕΟΣ.


ΞΕΦΥΓΑΜΕ καί ἐκτροχιαζόμαστε. Ἀμαρτάνουμε. Ὁλοένα καί ἀπομακρυνόμαστε ἀπό τόν ΟΡΘΟ δρόμο τῆς Ζωῆς. Ξεφεύγουμε ἀπό τό δρόμο τῆς ΥΠΑΚΟΗΣ στό Θεῖον Θέλημα. Ἀκολουθοῦμε τό δικό μας δρόμο, τό δρόμο τῆς ΠΑΡΑΚΟΗΣ στό Θ. Θέλημα. Ὁ Προφήτης Δαυῒδ λέγει: «Ἄνθρωπος ἐν τιμῇ ὤν, οὐ συνῆκε· παρασυνεβλήθη τοῖς κτήνεσι τοῖς ἀνοήτοις καί ὡμοιώθη αὐτοῖς». Καί καθημερινά, δυστυχῶς κάνουμε κακή χρῆσι τοῦ νοῦ καί τῆ ἐλευθερίας μας καί γινόμαστε ὅμοιοι μέ τά ἄλογα κτήνη, καί ζοῦμε καί πεθαίνουμε σάν κτήνη. Εἷναι πικρή ἡ ἀλήθεια, ἀλλά εἶναι ἡ ἀλήθεια. Χωριζόμαστε ἀπό τόν Ἕνα καί  Μόνον Ἀληθινόν Θεόν καί λατρεύουμε τό Βόρβορο. ΚΛΕΙΝΟΥΜΕ τήν καρδιά μας στό Θεό καί ἀνοίγουμε τήν καρδιά μας στόν ΕΓΩΙΣΜΟ, στόν Ἑωσφόρο, στόν ΟΦΙ τόν ἀρχαῖον, τόν Διάβολο καί θέλουμε νά γίνουμε θεοί, χωρίς τόν Θεόν. Εἷναι ὅμως δυνατόν νά γίνουμε θεοί, χωρίς ἀγάπη; Εἶναι δυνατόν νά τελειωθοῦμε πνευματικά, ὅταν ἀνοίγουμε τήν καρδιά μας καί μπαίνει ὁ Διάολος μέσα μας, μέ ὅλα τά βλαστήματα τοῦ Εγωϊσμοῦ, μέ τήν ὑπερηφάνεια, τήν ὑπεροψία, τήν ἔπαρσι, τήν ἀλαζονία;

Δυστυχῶς αὐτή εἶναι ἡ ἀλήθεια. Καί τό χειρότερο εἶναι ὅτι ἀφανίζουμε τό ἀληθινό μας πρόσωπο καί πλάθουμε ἕνα ψεύτικο ἑαυτό, Ἕνα Πλαστό Πρόσωπο, κι’ οἱ περισσότεροι ἀπό μᾶς φορᾶμε τό Προσωπεῖο τοῦ Ἁγίου, ἐνῶ στήν πραγματικότητα εἴμαστε λύκοι ἅρπαγες. Ἀκολουθοῦντες τό δρόμο τῆς Παρακοῆς στό Θεῖο Θέλημα, πορευόμαστε ἀπό πτώσεως εἰς πτῶσιν καί κατεβαίνουμε ἀπό Ἱερουσαλήμ εἰς Ἱεριχώ. ΧΩΡΙΣ ΘΕΟ,ΧΩΡΙΣ ΑΓΑΠΗ. Μέ λυσσώδη μανία, παραμένουμε κατάκοιτοι στή Χώρα καί τή σκιά τοῦ Θανάτου. Μισοῦμε τό Φῶς. Παραμένουμε ΨΕΥΣΤΕΣ, ΥΠΟΚΡΙΤΕΣ, ΓΙΟΙ ΤΗΣ ΠΑΡΑΦΡΟΣΥΝΗΣ.




ΔΙΩΧΝΟΥΜΕ τό Θεό ἀπό τή ζωή μας  καί χωρίς Θεό, ὁδεύουμε ὁλοταχῶς  πρός τήν ἄβυσσον τῆς αἰώνιας Ὀδύνης.



ΧΑΝΟΥΜΕ την ἐπαφή μας    μέ τήν πραγματικότητα
καί φθάνουμε στήν ἔσχατη ἐξαθλίωσι.


ΟΜΩΣ ὁ Φιλάνθρωπος καί Μακρόθυμος Θεός δέν μᾶς ἐγκαταλείπει. Μᾶς ΕΥΣΠΛΑΓΧΝΙΖΕΤΑΙ. Καί ὡς ἄπειρη ἀγάπη, «πάντας ἀνθρώπους θέλει σωθῆναι καί εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν». Τόσο πολύ μᾶς ἀγαπᾷ, ὥστε στέλνει τό Μονάκριβο Γιό Του στή γῆ, γιά νά μᾶς ἀνασύρῃ ἀπό «τήν ἰλύν βυθοῦ» εἰς τήν ὁποίαν ἔχουμε ἐμπαγῆ. Τή Θεϊκή Του συγκατάβασι δέν τή χωράει ὁ νοῦς μας, ὑπερβαίνει τή νοητική μας ἱκανότητα.


Ὁ Μονογενής Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ γεννᾶται ἐκ Παρθένου καί ἐκ Πνεύματος Ἀγίου καί γίνεται ταπεινός ἄνθρωπος «Ὑπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δέ Σταυροῦ», Τύπος καί ὑπογραμμός σέ ὅλους μας, ζωντανό Παράδειγμα Ὑπακοῆς στό Θεῖον Θέλημα, «ἵνα ἐπακολουθήσωμεν τοῖς Ἵχνεσιν Αὐτοῦ». Γίνεται ὁ Θεός , ἄνθρωπος, γιά νά γίνουμε ἐμεῖς θεοί. Ἔρχεται κοντά μας, γιά νά μᾶς συμφιλιώσῃ, μέ τόν Θεόν. Μᾶς καλεῖ νά ἀνοίξουμε τήν καρδιά μας καί νά τήν καταστήσουμε κατοικητήριον καί Θρόνον Θεοῦ. Μᾶς ἀποκαλύπτει τόν Θεόν Πατέρα. Μᾶς βοηθεῖ νά ξαναβροῦμε τό Θεό, τήν ἀγάπη, τήν μακαριότητα. Μᾶς  λούζει καί μᾶς καθαρίζει μέ το πανάγιον Αἷμα Του ἀπό τίς ἁμαρτίες μας καί μᾶς κάνη βασιλεῖς καί ἱερεῖς στό Θεό καί Πατέρα. ΑΡΚΕΙ νά τό θελήσουμε καί νά τοῦ ἀνοίξουμε τήν καρδιά μας. ΑΡΚΕΙ νά ἐγκολπωθοῦμε τό Εὐαγγέλιον τῆς Ἀγάπης Του. ΑΡΚΕΙ νά ὑποτάξουμε τό εὐτελές  καί ἀνόητο θέλημά μας, στό Ἀγαθό, τό εὐάρεστον καί τέλειον Θέλημα τοῦ Θεοῦ. Πῶς ὅμως εἶναι δυνατόν νά φθάσουμε στό ὕψος αὐτῆς πνευματικῆς τελειώσεως, νά ὑποτάξουμε τό δικό μας θέλημα, στό ΘΕΛΗΜΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ;

ΑΡΚΕΙ  νά ἀνοίξουμε  τήν καρδιά μας στό Χριστό. Τόν ἐνανθρωπήσαντα Θεόν, καί νά Τόν κρατήσουμε ἐντός μας καί νά βαδίσουμε μαζί Του «τήν καθ’ ὑπερβολήν Ὁδόν», τήν Ὁδόν τῆς Τέλειας Ἀγάπης, τήν ὁδόν τῆς ὑπακοῆς στό Θεῖον Θέλημα καί νά ὁδεύσωμεν ἐν Χριστῷ καί νά προ-οδεύσωμεν ἀπό τό Α πρό τό Ω, ἀπό τήν Ἀρχήν πρός τό Τέλος, ἀπό τό· «κατ’ εἰκόνα», εἰς τό· «καθ’ ὁμοίωσιν», ὥστε  ἀπό «δυνάμει θεοί», νά γίνουμε καί «ἐνεργείᾳ θεοί».

Θά πρέπει ὅμως νά τονίσουμε ἐδῶ ὅτι γιά νά ἐπιτύχουμε σ’ αὐτήν τήν ἀνοδική Πορεία, ΧΡΕΙΑΖΕΤΑΙ νά πάρουμε τή μεγάλη ἀπόφασι νά ἐξέλθουμε ἀπό τή Βαβυλῶνα. ΧΡΕΙΑΖΕΤΑΙ  συνεχής, ἐπίπονη, πνευματική ἄσκησις, συνεχής ἐπίπονη γυμνασία εἰς εὐσέβειαν. ΧΡΕΙΑΖΕΤΑΙ προσοχή, ἐγρήγορσις, νῆψις, ἀδιάλειπτη Προσευχή καί Νηστεία.

ΔΥΣΤΥΧΩΣ, οἱ περισσότεροι ἄνθρωποι, στήν Σατανοκρατούμενη καί ἀλλοπρόσαλλη ἐποχή μας  συπεριφερόμαστε χειρότερα καί ἀπό τά ἀνήμερα, τά ἄγρια Θηρία. Καί ὅπως λέγει Ὁ ἱερός Χρυσόστομος, τά ἄγρια θηρία ἔχουν ἕνα πάθος, ἐνῶ ὁ ἄνθρωπος συγκεντρώνει στόν ἑαυτό ὅλα τά ἄγρια πάθη. «Ὅταν γάρ τις σκιρτᾷ μέν ὡς ταῦρος, λακτίζει δέ ὡς ὄνος, μνησικακεῖ δέ ὡς κάμηλος, καί γαστριμαργεῖ μέν ὡς ἄρκτος, ἁρπάζῃ δέ ὡς λύκος, πλήττῃ δέ ὡς σκορπίος, ὕπουλος δέ ἦ ὡς ἀλώπηξ, χρεμετίζῃ δέ ἐπί γυναιξίν ὡς ἵππος θηλυμανής, πῶς δύναται ὁ τοιοῦτος τήν υἱῷ πρέπουσαν ἀναπέμψαι φωνήν, καί πατέρα ἑαυτοῦ καλεῖν τόν Θεόν; Τί οὖν ὀνομάζεσθαι χρή τόν τοιοῦτον; Θηρίον; ἀλλά τά θηρία ἑνί τούτων τῶν ἐλαττωμάτων κατέχεται· οὗτος δέ πάντα συναγαγών ἐν ἑαυτῷ, καί τῆς ἐκείνων ἀλογίας γέγονεν ἀλογώτερος. Καί τί λέγω θηρίον; ΘΗΡΙΟΥ ΠΑΝΤΟΣ ΧΑΛΕΠΩΤΕΡΟΣ ΕΣΤΙΝ Ο ΤΟΙΟΥΤΟΣ»(Περί τοῦ κατά Θεόν πολιτεύεσθαι).

Γιά νά ἡμερέψουν, λοιπόν, τά ἄγρια θηρία, χρειάζονται συνετό καί φωτισμένο θηριοδαμαστή. ΧΡΕΙΑΖΟΝΤΑΙ Πνευματικό Ὁδηγό νά ἀναλάβῃ νά δαμάσῃ, νά ἡμερέψῃ τό Θηρίον αὐτό, πού λέγεται «ἄνθρωπος χωρίς Θεόν».



Γι’ αὐτόν ἀκριβῶς τό λόγο ἔρχεται κοντά μας ὁ Χριστός καί ἀναλαμβάνει νά μᾶς ἐπαναφέρῃ εἰς τήν καθ’ ὑπερβολήν Ὁδόν καί νά μᾶς διδάξῃ «πῶς δεῖ πρός Θεόν, πρός ἑαυτόν καί πρός ἀνθρώπους διακεῖσθαι». Γίνεται ὁ Ἴδιος ἡ Ὁδός τῆς Ζωῆς. Μᾶς παραδίδει τό Εὐαγγέλιον, ὥστε νά μάθουμε ἀπό τόν Ἴδιο, τόν Κύριον τό Θέλημα τοῦ Θεοῦ καί νά γυμνάσουμε τόν ἑαυτόν μας εἰς εὐσέβειαν. Χαρίζει δέ καί στόν καθένα μας Πνευματικό Ὁδηγό, γιά νά μᾶς μάθῃ τό Εὐσεβῶς ζῆν ἐν Χριστῷ, νά μᾶς διδάξῃ νά ζοῦμε καθώς πρέπει ἁγίοις, ὥστε νά μάθουμε νά περιπατοῦμε ἐν ἀγάπῃ καί, ὅπως ὁ  Χριστός, ἔτσι κι’ ἐμεῖς νά προσφέρουμε, γιά τούς ἄλλους, τόν ἑαυτόν μας προσφοράν καί θυσίαν στόν Θεόν εἰς ὀσμήν εὐωδίας.

Κάθε Πνευματικός ὀφείλῃ  θεραπεύῃ τίς ἀνάγκες κάθε ἀνθρωπου, πού θέλει τή σωτηρία του.



Ὁ Πνευματικός εἶναι ὐποχρεωμένος νά μή χαϊδεύει τά αὐτιά τῶν πνευματικῶν του Παιδιῶν, ἀλλά νά ἐλέγχῃ, νά διορθώνῃ, νά τροποποιεῖ ἤ καλλίτερα νά θεραπεύῃ τήν προβληματική συμπεριφορά τῶν πνευματικῶν του παιδιῶν, καί νά ἀντιμετωπίζῃ μέ πραότητα τήν ἐχθρότητα τῶν ἄμυαλων. Οἱ περισσότεροι δυστυχῶς δέν ἀκοῦνε τίς Ὀδηγίες τοῦ Πνευματικοῦ τους καί μάλιστα στήν ἐποχή μας δέν ἔχουνε πνευματικό Ὁδηγό. Θίγονται ὅταν τούς ὑποδείξῃς τόν ὀρδόδοξο τρόπο ζωῆς καί αὐθαδιάζουν καί κρίνουν καί κατακρίνουν, ὡς κακόν, τόν Πνευματικόν αὐτόν, πού δέν δέχεται τίς διαστροφές τοῦ καθενός ὡς ἰδιαιτερότητες. Καί καταφεύγουν δυστυχῶς σέ κακούς ὁδηγούς, πού ξέρουν μόνον νά κολακεύουν καί νά ὑποκρίνονται τόν προοδευτικό. Ὑπάρχουν καί παρείσακτοι ψευδάδελφοι καί ψευδοδιδάσκαλοι, πού ἐκμεταλεύονται τήν ἀφροσύνη τῶν ἀνθρώπων καί δέν ἐνδιαφέρονται γιά τήν διόρθωσί τους. Ὑπάρχουν ἀκόμη καί ψευτοκουλτουριάρηδες  κακοί Ὁδηγοί, ἐπαγγελματίες, αἰχροκερδεῖς, πού ἐπαγγέλλονται τό θεραπευτή. Ὁ Θεός νά γίνῃ Ἔλεος σέ ὅλους μας. Καλόν εἶναι ὅλοι μας νά προσέχουμε στόν ἑαυτό μας, νά ἀκοῦμε τή φωνή τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Κύριος λέγει: «Προσέχετε δέ ἀπό τῶν ψευδοπροφητῶν, οἵτινες ἔρχονται πρός ὑμᾶς ἐν ἐνδύμασι προβάτων, ἔσωθεν δέ εἰσί λύκοι ἅρπαγες. Ἀπό τῶν καρπῶν  αὐτῶν ἐπιγνώσεσθε αὐτούς»(Ματθ. ζ΄15).



Ὁ ΧΡΙΣΤΟΣ ΓΕΝΝΑΤΑΙ καί ἔρχεται κοντά μας καί μᾶς ὁδηγεῖ εἰς πᾶσαν τήν ἀλήθειαν. Μᾶς ὁπλίζει μέ τά ὅπλα τοῦ Φωτός καί μᾶς βοηθεῖ νά μάθουμε πῶς θά ἐλευθερωθοῦμε ἀπό τή δουλεία τῆς φθορᾶς, πῶς θά ἐπανεύρωμεν τόν Θεόν, πῶς θά βροῦμε ἀνάπαυσι καί γαλήνη στήν ψυχή μας.


Θά πρέπει νά σᾶς πῶ ὅτι τά δαιμόνια, καί τά πνευματικά βακτήρια καί οἱ θανατηφόροι Ἰοί, πού μᾶς τυραννοῦν, δέν φεύγουν, παρά μόνον μέ συνεχῆ γυμνασίαν εἰς εὐσέβειαν, μέ Προσευχή καί Νηστεία. Θά νικήσουμε τό Κακόν, μόνον μέ τή Βοήθεια τοῦ Χριστοῦ. Ἄς  μείνουμε , λοιπόν ἑνωμένοι μαζί Του ζῶντες εὐσεβῶς, καθώς πρέπει ἁγίοις καί δοξάζοντες τόν Λυτρωτήν, τόν Κύριόν μας,  τόν Ἰησοῦν Χριστόν, στον ὁποῖον ἀνήκει πᾶσα δόξα, τιμή καί προσκύνησις καί τώρα καί πάντοτε καί εἰς τούς ἀπεράντους αἰῶνας.ΑΜΗΝ.


 

 

Παρασκευή 11 Δεκεμβρίου 2020

«ΤΕΘΝΗΚΑΣΙ ΚΑΙ ΘΝΗΣΚΟΥΝ


ΟΙ ΖΗΤΟΥΝΤΕΣ ΤΗΝ ΨΥΧΗΝ ΤΟΥ ΠΑΙΔΙΟΥ» (Ματθ. β΄ 20).


Ἡ Ἡρώδης σκωληκόβρωτος ἀπέθανε. Καί πάντες    οἱ διῶκτες  τοῦ Παιδίου, οἱ Ἀντίχριστοι, οἱ Θεομάχοι κονιορτοποιοῦνται. «Οὗτοι μετά τοῦ Ἀρνίου πολεμήσουσι,  καί τό Ἀρνίον νικήσει αὐτούς, ὅτι Κύριος κυρίων ἐστί καί Βασιλεύς βασιλέων, καί (μαζί Του, θά νικήσουν καί οἱ καταδικοί Του) κλητοί, ἐκλεκτοί καί πιστοί»(Ἀποκ.ιζ΄14). Διότι ὁ Κύριός μας, ὁ  Ἰησοῦς Χριστός εἶναι ὁ αἰώνιος νικητής, ὁ αἰώνιος Θριαμβευτής καί «ἐξῆλθε νικῶν καί ἵνα νικήσῃ»(Ἀποκ.στ΄2).

Ὅλοι οἱ διῶκτες ἔχουν κακόν Τέλος. Κλωτσοῦν ξυπόλυτοι πάνω στά καρφιά, «πρός κέντρα λακτίζειν». Ποιός,  ἀλήθεια, μπορεῖ ποτέ νά ἀντιστρατευθῇ πρός τήν προαιώνια Βουλή τοῦ Παντάνακτος Θεοῦ; Ποιός μπορεῖ νά ἀντισταθῇ στό Θέλημά Του; «Οὐχ οὕτως οἱ ἀσεβεῖς , οὐχ οὕτως, ἀλλ'ἤ ὡσεί χνοῦς, ὅν ἐκρίπτει ὁ ἄνεμος ἀπό προσώπου τῆς γῆς»(Ψαλμ. α΄4). Chi jehova jodea derech tsadikim vederech ressaim tobet. Δηλαδή : «Γινώσκει Κύριος ὁδόν δικαίων καί ὁδός ἀσεβῶν ἀπολεῖται». Αὐτή εἶναι ἡ διαβεβαίωσις τοῦ Κυρίου. Τάδε λέγει Κύριος, ὁ Θεός ὀ Παντοκράτωρ.

Λοιπόν, ἀδελφοί μου ἅγιοι, κλήσεως ἐπουρανίου μέτοχοι, θαρσεῖτε. Βλέπετε, ἀγρυπνεῖτε, «Πάντοτε χαίρετε, ἀδιαλείπτως προσεύχεσθε, ἐν παντί εὐχαριστεῖτε· τοῦτο γάρ θέλημα Θεοῦ ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ εἰς ὑμᾶς. Τό πνεῦμα μή σβέννυτε, προφητείας μή ἐξουθενεῖτε. Πάντα δέ δοκιμάζετε, τό καλὀν κατέχετε· ἀπό παντός εἴδους πονηροῦ ἀπέχεσθε. Αὐτός δέ ὁ Θεός τῆς εἰρήνης ἁγιάσαι ὑμᾶς ὁλοτελεῖς, καί ὁλόκληρον ὑμῶν τό πνεῦμα καί ἡ ψυχή καί τό σῶμα ἀμέμπτως ἐν τῇ παρουσίᾳ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ τηρηθείη. Πιστός ὁ καλῶν ὑμᾶς...» ( Α΄Θεσσαλ. ε΄16-24).


Ἀδελφοί μου, «Γρηγορεῖτε, στήκετε ἐν τῇ πίστει, ἀνδρίζεσθε, κραταιοῦσθε» «Α΄ Κρινθ. ιστ΄13), καί Μή φοβεῖσθε. Ὁ Χριστός, ὁ Ἐμμανουήλ, ὁ Θεός ὁ Παντοκράτωρ εἶναι μαζί μας, Φρούριόν μας (Misgav lanu). Καί πράγματι εἶναι παντοτινά μαζί μας ὁ Θεός τῶν Πατέρων μας (Ματθ. κη΄20). Δέν μᾶς ἀφήνει μόνους ὁ Κύριος. Κανείς κορωναϊός καί κανείς ἀντίχριστος δέν μπορεῖ νά μᾶς βλάψῃ. Ὁ «Πανακής ἱατρός», εἶναι μαζί μας. Οἱ Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί, πιστοί στόν Κύριον τῆς Δόξης, φέρουν τήν σφραγίδα τοῦ Ζῶντος Θεοῦ. Ἔχουν τή Χάρι τοῦ Παναγίου Πνεύματος. Εἶναι στά Χέρια τοῦ Θεοῦ. Ἰησοῦς Χριστός νικᾷ καί οἱ πιστοί στό Χριστό ἀγωνίζονται ἐν Χριστῷ καί νικοῦν. Καί, «νικῶντες  ἀξιώνονται φαγεῖν ἐκ τοῦ ξύλου τῆς ζωῆς, ὅ ἐστιν ἐν τῷ παραδείσῳ τοῦ Θεοῦ μου», λέγει ὁ Κύριος (Ἀποκ. β΄ 7).

Ἄς φοβοῦνται οἱ ἀρνητές τοῦ Χριστοῦ, ὅσοι συντάσσονται μέ τό Σατανᾶ. Ὅσοι ἀρνοῦνται τό Χριστό, διά τῆς ἀρνήσεως φέρουν τό σφράγισμα τοῦ ἀντιχρίστου καί παραμένουν, μέ τήν κακή του θέλησι, «εἰς τήν ἔξω τοῦ Ναοῦ αὐλήν». Τῶν ἄμυαλων αὐτῶν, φρικτόν τό τέλος. ΟΙ ΕΣΦΡΑΓΙΣΜΕΝΟΙ ΜΕ ΤΗ ΣΦΡΑΓΙΔΑ ΤΟΥ ΖΩΝΤΟΣ ΘΕΟΥ. ΔΕΝ ΦΟΒΟΥΝΤΑΙ. ΠΡΟΣΒΛΕΠΟΥΝ ΣΤΟ ΧΡΙΣΤΟ ΚΑΙ ΝΙΚΟΥΝ ΤΟ ΚΑΚΟΝ, ΜΕ ΤΗ ΧΑΡΙ  ΤΟΥ.



  ΖΗΤΟΥΜΕ ΤΗ ΒΟΗΘΕΙΑ ΤΟΥ, καί πρίν ἀκόμη Τόν καλέσουμε, εἶναι δίπλα μας   καί μέ τή γλυκύτερη ἀπό τό μέλι φωνή Του μᾶς ἐνθαρρύνει: «Θαρσεῖτε, ἐγώ εἰμι, μή φοβεῖσθε»(Ματθ. ιδ΄ 27). «Τεθνήκασι καί θνήσκουν οἱ ζητοῦντες τήν ψυχήν τοῦ ΠΑΙΔΙΟΥ» (Ματθ.β΄20).











Πέμπτη 10 Δεκεμβρίου 2020

Ο ΑΓΙΟΣ ΣΠΥΡΙΔΩΝ Ο ΘΑΥΜΑΤΟΥΡΓΟΣ


ΠΡΟΤΥΠΟΝ ΑΓΙΑΣ ΖΩΗΣ

 

«Ὁ θαυματουργός κἄν τέθνηκε Σπυρίδων,

Τοῦ θαυματουργεῖν οὐκ ἔληξεν εἰσέτι».

 

 Ἡ Ἁγία μας Ἐκκλησία τίς 12 Δεκεμβρίου ἑορτάζει τήν μνήμην τοῦ Ἁγίου Σπυρίδωνος, Ἐπισκόπου Τριμυθοῦντος, τοῦ Θαυματουργοῦ.

Ὁ Ἅγιος  ἦτο Κύπριος τήν καταγωγήν. Ἔζησεν ἐπί τῆς Βασιλείας Κωνσταντίνου τοῦ Μεγάλου καί Κωνσταντίου τοῦ υἱοῦ του. Ἀνετράφη μέ τά νάματα τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως. Ὑπῆρξε ἐκ κοιλίας μητρός αὐτοῦ ἡγιασμένος, πολύ Πιστός, ἀληθινά ἁπλός, «πρᾷος καί ταπεινός τῇ καρδίᾳ». Ἀρχικά ἔγινε ποιμήν προβάτων. Ἐνυμφεύθη  καί ἐκ τοῦ γάμου του ἀπέκτησε μιά κόρη, τήν Εἰρήνη. Ἀπό τήν τρυφερή του ἀκόμη ἡλικία, πίστευε , μέ ὅλη τή δύναμι τῆς ψυχῆς του στό Χριστό καί διακρίθηκε, γιά τίς Χριστιανικές του ἀρετές. Ἦταν ἀφοσιωμένος στό Χριστό. Φρόντιζε πάντοτε τούς συνανθρώπους του στήν ἀνάγκη τους. Ἕγινε γνωστός, γιά τόν ἐνάρετο βίο του καί μετά τήν ἀποβίωσι τῆς συζύγου του ἡ Ἐκκλησία τόν ἐξέλεξε καί τόν ἐχειροτόνησε Ἐπίσκοπο Τριμυθοῦντος.



Ὁ Ἅγιος  ὑπῆρξε «Καλός ποιμήν», γνήσιος  φίλος καί μιμητής τοῦ Μόνου καί Μεγάλου «ΚΑΛΟΥ ΠΟΙΜΕΝΟΣ», τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ.

Διακρίνεται γιά τήν ἄκρα ταπείνωσι καί τή γνήσια ἀγάπη του στό Χριστό καί στόν πλησίον του. Γνωρίζει ὁ Ἅγιος ὅτι ἡ Ταπείνωσις ὑψώνει τόν ἄνθρωπον μέχρι τό Θρόνο τοῦ Θεοῦ καί ἡ γνήσια Ἀγάπη τόν κρατάει σ΄ αὐτό τό ὕψος, καί περιπατεῖ «ἐν ἀγάπῃ», «τύπος γενόμενος τῶν πιστῶν ἐν πᾶσιν». Ὁ Ἅγιος ἦταν μέν ὀλιγογράμματος, ἀλλά «καθαρός τῇ καρδίᾳ», ἁπλός, ταπεινός, πρᾷος καί ἀγαθός. Ἔλαβε τήν ἄνωθεν σοφίαν, τήν σοφίαν τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία εἶναι «πρῶτον μέν ἁγνή, ἔπειτα εἰρηνική, ἐπιεικής, εὐπειθής, μεστή ἐλέους καί ἀνυπόκριτος»(Ἰακ. γ΄ 17). Ἀνεδείχθη πράγματι ΑΞΙΟΣ «Ἀρχιερεύς, ὅσιος, ἄκακος, ἀμίαντος, κεχωρισμένος ἀπό τῶν ἁμαρτωλῶν καί ὑψηλότερος τῶν οὐρανῶν»(Ἑβρ. ζ΄26).

 Δι’ αὐτό καί ὁ Θεός, τοῦ ἔδωκε τό χάρισμα νά θαυματουργῇ καί νά θεραπεύῃ νόσους ἀνιάτους, ὄχι μόνο ὅσο ζοῦσε, ἀλλά καί μετά τήν κοίμησί του. 

«Ο Θαυματουργός κἄν τέθνηκε Σπυρίδων,

 Τοῦ θαυματουργεῖν οὐκ ἔληξεν εἰσέτι».

Ἀναρίθμητα εἶναι τά θαύματά του.

Θαυματουργικός ἦταν καί ὁ λόγος του, «χαριτωμένος καί ἅλατι ἠρτυμένος». Θεράπευε τίς ψυχές καί στήριζε τούς ἀδυνάτους ἀδελφούς. Ἀλλά κυρίως ὁ Ἅγιος ἐλεοῦσε  τούς  πτωχούς κρυφά. Πρόσφερε τά πάντα στούς ἄλλους κρυφά, χωρίς νά γνωρίζει ἡ ἀριστερά τῆς δεξιᾶς τό ἔργον.

Ὅταν ἀπεβίωσε ἡ κόρη του, μιά  φίλη της, τοῦ ζήτησε  νά τῆς ἐπιστρέψη ὁ Ἅγιος τά  χρήματα, πού τῆς  εἶχε  ἐμπιστευθῆ. Ὅ Ἅγιος ὅμως δέν γνώριζε, που τά εἶχε φυλαγμένα καί τότε πῆγε στό μνῆμα της καί τή ρώτησε, πού τά ἔχει κρύψει. Καί ἡ νεκρά κόρη του ἡ Εἰρήνη,  τοῦ ἀποκρίθηκε καί τοῦ ὑπέδειξε τόν τόπο, πού τά εἶχε φυλαγμένα καί τότε τά ἐπέστρεψε.

Δέν κρατοῦσε τίποτε γιά τόν ἑαυτόν του. Μιά φορά τόν ἐπεσκέφθη ἕνας πτωχός καί τοῦ ζήτησε χρήματα, γιά νά ἐξοφλήσῃ τό δάνειόν του. Τότε ὁ Ἅγιος τοῦ εἶπε: δέν ἔχω νά σοῦ δώσω ἐγώ χρήματα, ἀλλά ἔχει γιά μᾶς ὁ Θεός. Ἔλα μαζί μου. Ἔξω ἀπό τό πτωχικό του στήν ξερολιθιά ἦταν ἕνα φίδι. Τό πῆρε στά χέρια του ὁ Ἅγιος Σπυρίδων καί, μέ προσευχή, τό μετέβαλε εἰς χρυσόν, τό ἔδωσε στόν πτωχό καί τοῦ εἶπε·  «δῶσε  το ἐνέχυρον, καί ὅταν ἐξοφλήσῃς τά χρέη σου, νά τό ἐπιτρέψης. Ἔτσι καί ἔγινε. Ὁ Ἅγιος καί πάλιν  ἔδωσε  στό φίδι ζωή, καί τό ἄφησε στή φωλιά του.

Ὅταν συγκροτήθηκε ἡ Α΄ Οἰκουμενική Σύνοδος στή Νίκαια, τό 325 ἐκλήθη καί ὁ Ἅγιος Σπυρίδων. Καθ’ ὁδόν πρός τή Νίκαια συναντήθηκε ὁ Ἅγιος μέ ἄλλους Ἀρχιερεῖς,  οἱ ὁποῖοι, ὡς  ἐπηρμένοι, ἐσχολίαζαν  τόν Ἅγιον ἀπαξιωτικά, λέγοντας· «Τί θέλει αὐτός ὁ ἀγράμματος στή Σύνοδο;  Θά μᾶς ντροπιάσῃ». Καί σκέφθηκαν νά τόν ἐμποδίσουν. Καί τό βράδυ, στό Χάνι, πού διανυκτέρευσαν, σηκώθηκαν ἀπό τά ξημερώματα καί ἀποκεφάλισαν τό ἄλογο τοῦ Ἁγίου καί ἔφυγαν κρυφά. Ὅταν ξύπνησε ὁ Ἅγιος καί εἶδε, τί εἶχε συμβῆ, μέ προσευχή, σήκωσε τό κεφάλι τοῦ ἀλόγου του καί τό κώλησε στή Θέσι του, ζωντάνεψε τό ἄλογό του καί ξεκίνησε γιά τή Σύνοδο. Μπροστά σέ ἕνα πλημμυρισμένο Ποταμό, ἀδιάβατο, συνήντησε καί τούς ἄλλους ἀρχιερεῖς, πού τοῦ εἶχαν σκοτώσει τό ἄλογο καί τούς εἶπε: «Τί κάθεσθε ἐδῶ;» Αὐτοί τοῦ εἶπαν: Δέν μποροῦμε νά περάσουμε. Τότε ὁ Ἅγιος μέ Προσευχή, ἀναχαίτισε τόν ποταμόν,  ἄνοιξε δρόμο, καί πέρασαν. Καί στή Σύνοδο κατήσχυνε τόν Ἄρειον μέ τό ὑπερφυέστατον θαῦμα του.



'Εκλήθη καί Θεράπευσε τήν ἀνίατη ἀσθένεια τοῦ υἱοῦ τοῦ  Κωσταντίνου ,το Κωσταντίου. Ὅτανλειτουργοῦσε στήν Ἐκκλησίαν εἶχε συλλειτουργούς Ἀγγέλους, ὁ Ἅγιος. Ὁπως ἀντιλαμβάνεσθε, ἀγαπητά μου Παιδιά, εἶναι ἀδύνατον νά ἀπαριθμήσῃ  κανείς τά θαύματα τοῦ Ἁγίου ἐν ζωῇ καί ἀκόμη πιό ἀδύνατον νά ἀπαριθμήσῃ    τά θαύματά του, μετά τήν Κοίμησί Του.

ΕΙΝΑΙ Θεοφόρος,  Χριστοφόρος καί Πνευματοφόρος Ἅγιος. Ὡς Θησαυρός φυλάσσεται τό ἄφθαρτον σῶμα του, τό λείψανόν του, στήν Κέρκυρα, παρηγορία καί στήριγμα τῶν πιστῶν  στήν Ὀρθοδοξία, πηγή ἰαμάτων, φρουρός ἀκοίμητος καί προστάτης θερμότατος.



 Ἀπό τό 350 μ.Χ. μέχρι καί σήμερα σώζεται ἄφθορο τό σῶμα του, διασώζει ἀκόμη καί τήν ἴδια ἐλαστικότητα τοῦ δέρματος. Ἀκούει δέ μέ τήν ἴδια ἀγάπη καί τρυφερότητα τίς προσευχές μας, καί δέν παύει νά θαυματουργῇ καί «νά θεραπεύῃ πᾶσαν νόσον καί πᾶσαν μαλακίαν ἐν τῷ λαῷ», Ζωντανό Ὑπόδειγμα Ἁγιότητος, γιά κάθε συνετό ἄνθρωπο. ΕΙΘΕ Ο ΘΕΟΣ, ΔΙΑ ΤΩΝ ΠΡΕΣΒΕΙΩΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΝΑ ΜΑΣ ΟΔΗΓῌ ΣΤΗΝ ΕΝ ΧΡΙΣΤῼ ΖΩΗΝ, ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΠΑΝΤΑΝΑΚΤΟΣ ΘΕΟΥ. ΑΜΗΝ.







 

 

Τρίτη 8 Δεκεμβρίου 2020

ΘΕΟΣ ΤΟ ΤΕΧΘΕΝ, Η ΔΕ ΜΗΤΗΡ ΠΑΡΘΕΝΟΣ



 ΤΙ ΜΕΙΖΟΝ ΑΛΛΟ ΚΑΙΝΟΝ ΕΙΔΕΝ

 Η ΚΤΙΣΙΣ;


«Ἡ Παρθένος σήμερον τόν ὑπερούσιον τίκτει καί ἡ γῆ τό σπήλαιον  τῷ ἀπροσίτῳ προσάγει·


Ἄγγελοι μετά ποιμένων δοξολογοῦσι· Μάγοι δέ


μετά ἀστέρος ὁδοιποροῦσι· δι' ἡμᾶς γάρ ἐγεννήθη  παιδλιον Νέον,
   


ὁ πρό αἰώνων Θεός».
                                           

Σαρκώνεται ἡ ἀγάπη. Γεννᾶται ἐκ Παρθένου καί ἐκ Πνεύματος Ἁγίου ὁ Υἱός καί Λογος τοῦ Θεοῦ. Γίνεται γιά χάρι μας ταπεινός ἄνθρωπος καί μᾶς καλεῖ νά τόν άκολουθήσουμε  στήν ἀνοδική Του Πορεία ἀπό γῆς πρός Οὐρανόν. Μᾶς καλεῖ μέ τή θέλησί μας νά γίνουμε θεοί κατά χάριν. Δέν μᾶς ἐξαναγκάζει, Μᾶς καλεῖ, νά σπάσουμε τά δεσμά, πού μᾶς κρατοῦν «δεσμίους τῆς γῆς» καί μᾶς ὁδηγεῖ «ἐπί ζωῆς Πηγάς Ὑδάτων». Μᾶς καλεῖ , μέ τρυφερότητα, νά ἐγκολπωθοῦμε τό Εὐαγγέλιον τῆς Ἀγάπης Του καί νά τό κάνουμε «πρᾶξι» στήν καθημερινή μας ζωή, ὥστε νά μεταβάλουμε τή σάρκα σέ πνεῦμα καί αὐτήν τήν «κόλασι» νά τή μεταβάλουμε σέ Παράδεισο τρυφῆς καί νά βροῦμε ἀνάπαυσι καί γαλήνη στήν ψυχή μας.
Ο ΧΡΙΣΤΟΣ «χθές καί σήμερον ὁ αὐτός καί εἰς τούς αἰῶνας», καθημερινά, γεννᾶται καί ἵσταται ἐπί τήν θύραν τῆς ψυχῆς μας καί κρούει. Ζητεῖ τήν ψυχήν μας, τή σωτηρία μας. Ζητεῖ νά ἀκούσουμε τή φωνή Του καί μέ τή θέλησί μας νά στήσῃ τή σκηνή Του ἐντός μας καί νά καταστήσῃ τήν ψυχή μας κατοικητήριον καί Θρόνον Θεοῦ. Ζητεῖ νά θελήσουμε νά μᾶς ἐπανεισάγῃ εἰς τόν Παράδεισο, νά κάμῃ τήν ψυχή καί τή ζωή μας Παράδεισο.
Ἐμεῖς, οἱ δύσμοιροι θνητοί, ἀκοῦμε τή Φωνή Του; Παίρνουμε τό μήνυμα τῆς ἄπειρης ἀγάπης Του; Πιστεύουμε σ' Αὐτόν ὡς Θεόν καί Σωτῆρα μας; Δεχόμαστε νά βασιλεύσῃ στήν ψυχή μας ὀ Κύριος τῆς Δόξης;
Δέν νομίζετε πώς εἶναι πιά καιρός νά σπάσουμε τά δεσμά πού μᾶς κρατοῦν δεσμίους τοῦ Σκότους καί νά ἔλθουμε στό Φῶς τῆς Ζωῆς;
Ἕως πότε θά παραμένουμε κατάκοιτοι στή Χώρα καί τή σκιά τοῦ Θανάτου;
Ἕως πότε θά παραμένουμε παχυκάρδιοι, τῇ γῇ προσηλωμένοι, κακίαν διώκοντες, πονηρίαν μετιόντες, ταῖς ἡδυπαθείαις κατασηπώμενοι;
Εἶναι καιρός νά ἐξέλθουμε ἀπό τή Βαβυλῶνα.
Εἶναι καιρός νά ἀποβάλουμε, σάν ἄλλο βρωμερό ἔνδυμα, τόν παλαιόν ἄνθρωπον καί νά ἐνδυθοῦμε  τόν Νέον, τόν Χριστόν.
Εἶναι καιρός νά ἀκολουθήσουμε, μετά τῶν Μάγων, τόν Ἀστέρα καί νά ἔλθουμε στή Βηθλεέμ.Νά εἰσέλθουμε στό Σπήλαιον τῆς Βηθλεέμ καί ταπεινά νά γονατίσουμε καί εὐλαβικά νά προσκυνήσουμε τό ΘΕΙΟΝ ΒΡΕΦΟΣ, καταθέτοντας ἐκεῖ τίς ἁμαρτίες μας. Νά πάρουμε τή Χάρι τοῦ Χριστοῦ καί ἐξερχόμενοι τοῦ Σπηλαίου, νά μήν ξαναγυρίσουμε πίσω στόν Ἡρώδη, νά μή ἐπιστρέψουμε ἐπί τό ἴδιον ἐξεραμα, ἀλλά δι'ἄλλης ὁδοῦ νά γυρίσουμε στό στή χώρα μας, στό σπίτι μας , στή δουλειά μας, ὡς « ἐν Χριστῷ καινή κτίσις», ὡς νέοι ἄνθρωποι, Θεοφόροι, Χριστοφόροι καί Πνευματοφόροι, ὑμνοῦντες, εὐλογοῦντες καί δοξολογοῦντες τόν Θεόν, διά τήν ἄφατον Αὐτοῦ συγκτάβασιν. Διότι στόν Κύριόν μας, τόν Ἰησοῦν Χριστόν, τόν Λυτρωτήν, σύν τῷ Πατρί καί τό Ἁγίῳ Πνεύματι, ἀνήκει ἡ τιμή, ἡ δόξα καί τό Κράτος εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων, Ἀμήν.








Κυριακή 6 Δεκεμβρίου 2020

ΠΩΣ ΑΓΙΑΖΕΤΑΙ Η ΗΜΕΡΑ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ;

 



ΜΕ ΠΡΑΞΕΙΣ ΘΥΣΙΑΣΤΙΚΗΣ,ΑΝΥΠΟΚΡΙΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΠΛΗΣΙΟΝ.

 

 

«(Ὁ Κύριος εἶπε πρός τόν ὑποκριτή Ἀρχισυνάγωγο)· Ὑποκριτά, ἕκαστος  ὑμῶν τῷ σαββάτῳ οὐ λύει τόν βοῦν αὐτοῦ ἤ τόν ὄνον ἀπό τῆς φάτνης καί ἀπαγαγών ποτίζει; Ταύτην δέ θυγατέρα Ἀβραάμ οὖσαν, ἥν ἔδησεν ὁ Σατανᾶς ἰδού δέκα καί ὀκτώ ἔτη, οὐκ ἔδει λυθῆναι ἀπό τοῦ δεσμοῦ τούτου τῇ ἡμέρᾳ τοῦ σαββάτου;»(Λουκ ιγ΄16).

 


Συγκύπτουσα εἶναι ἡ γυναῖκα. Δέκα καί ὀκτώ(18) χρόνια ὑποφέρει. Κατέχεται ἀπό τό πονηρό πνεῦμα τῆς ἀσθενείας αὐτῆς. Ἦταν διαρκῶς σκυμμένη, μέ κυρτωμένο τό σῶμα. Δέν μποροῦσε νά σηκώσῃ τό κεφάλι, δέν μποροῦσε  νά σταθῇ ὅλως  διόλου ὀρθή. Παρά τό μεγάλο της ὅμως πόνο, δέν παρέλειπε νά πηγαίνῃ στή Συναγωγή νά ἀκούῃ τό λόγο τοῦ Θεοῦ,  νά προσεύχεται καί νά  εὐχαριστεῖ τό Θεό. Δέκαοκτώ χρόνια τή βλέπει ὁ Ἀρχισυνάγωγος, πού ὑποφέρει, ἀλλά δέν θέλει(;), δέν ἐνδιαφέρεται(;) ἤ δέν μπορεῖ νά ἀνακουφίσῃ τόν πόνο της, δέν μπορεῖ νά θεραπεύσῃ τήν ἀρρώστια της.

Ὁ Ἰησοῦς διδάσκων στήν Συναγωγή τήν εἶδε καί τήν εὐσπλαγχνίσθη ὁ Πανάγαθος, καί τή θεράπευσε. Ὅταν τήν εἶδε, σταμάτησε τήν ὁμιλία Του, τῆς φώναξε καί τῆς εἶπε· Γύναι, ἀπολέλυσαι τῆς ἀσθενείας σου. Γυναίκα, εἶσαι ἐλευθερωμένη ἀπό τήν ἀρρώστια σου. Ἔβαλε πάνω της τά πανάγια Χέρια Του, τήν εὐλόγησε  καί παραχρῆμα, ἀμέσως, ἀνωρθώθη καί ἐδόξαζε τόν Θεόν(Λουκ. ιγ΄12-14). Ὅλοι χάρηκαν μέ τή θεραπεία τῆς δυστυχισμένης αὐτῆς ψυχῆς. Μόνον ἕνας, αὐτός πού πρῶτος ἔπρεπε νά χαρῇ, δέν χάρηκε, κι’ αὐτός ἦταν ὁ Ἀρχισυνάγωγος. Αὑτός ὁ Φαρισαῖος, ὁ ὑποκριτής, ὁ Θεομπαίχτης. Αὐτός δέν χάρηκε. Δέν τόλμησε ὅμως νά στραφῇ ἀμέσως πρός τόν Θεραπευτή καί Κύριον, ἀλλά ὁ φθονερός καί δαιμονόπληκτος, ἀγανακτησμένος, γιατί ὁ Ἱησοῦς ἐθεράπευσε τήν ἄρρωστη γυναῖκα κατά τήν ἡμέραν τοῦ Σαββάτου, Ἡμέρα ἀφιερωμένη στή λατρεία τοῦ Θεοῦ, τολμᾶ ὁ ἄμυαλος, καί, ἀπευθυνόμενος στούς παρευρισκομένους ἐκεῖ, εἶπε:

«Ὑπάρχουν ἕξη ἡμέρες πού ἐπιτρέπεται ἡ ἐργασία· τότε νά ἔρχεσθε καί νά θεραπεύεσθε καί ὄχι τήν ἡμέρα τοῦ Σαββάτου». Ἐμμέσως κατηγορεῖ τό Χριστό, ὁ Ἄφρων, γιατί θεράπευσε τήν ἄρρωστη τήν Ἡμέρα τοῦ Κυρίου. Δέν ἔχει συνειδητοποιήσῃ ὅτι μέ τή θεραπευτική αὐτή Πρᾶξι, ὁ Χριστός διδάσκει ὅτι μόνον μέ ἔργα ἀγάπης πρός τόν Πλησίον ἁγιάζεται ἡ ἡμέρα τοῦ Κυρίου.

Ἡ ἀγανάκτησις τοῦ Ἀρχισυναγώγου ἀποδεικνύει ὅτι ὁ ἄμυαλος αὐτός δέν πιστεύει καί δέν τιμᾶ τό Θεό μέ τήν καρδιά του, ἀλλά μέ τά χείλη καί ὅ,τι κάνει, τό κάνει πρός τό θεαθῆναι τοῖς ἀνθρώποις. Δέν ἔχει ἀγάπη. Δεν ἀγαπᾶ τον Θεόν. Πολύ δέ περισσότερον δέν ἀγαπᾶ τόν πλησίον, τόν πάσχοντα συνάνθρωπόν του.

Ὁ Κύριος, «πρᾷος καί ταπεινός τῇ καρδίᾳ», μέ ἀγάπη, ἐλέγχει τόν Ἀρχισυνάγωγο καί, συγχρόνως, διδάσκει ὅλους ἐμᾶς, Πῶς ἁγιάζεται ἡ Ἡμέρα του Κυρίου. Ἀποκρίνεται στόν ἀρχισυνάγωγο καί λέγει: «Ὑποκριτά, ὁ καθένας ἀπό σᾶς δέν λύνει τό βόδι του ἤ τό γάϊδαρό του ἀπό τό σταῦλο καί τόν φέρνει νά τόν ποτίσῃ; Αὐτή ἡ γυναῖκα, πού εἶναι παιδί τοῦ Θεοῦ, καί τήν ἔχει δεμένη μέ τήν ἀρρώστια της ὁ Σατανᾶς ἐπί δέκα ὀκτώ χρόνια, δέν ἔπρεπε νά λυθῇ ἀπό τά δεσμά αὐτά τήν ἡμέραν τοῦ Σαββάτου;» (Λουκ. ιγ΄16).

Ὁ Ἔλεγχος αὐτός τοῦ Κυρίου ἔρχεται ὡς βροντή  νά συγκλονήσῃ τή δαιμονόπληκτη ἐποχή μας. Ἀπευθύνεται σέ ὅλους τούς ἀνθρώπους καί κυρίως πρός στούς Θεομπαῖχτες καί ἀσεβεῖς, στούς Πατριδοκάπηλους καί Χριστοκάπηλους, στούς Ψευδοπροφῆτες καί Ψευδοδιδασκάλους, στούς κουλτουριάρηδες, τους ψευτοευσεβεῖς καί σέ ὅλους τούς προβατόσχημους λύκους, πού,  ἔρχονται μέ ψευτιές καί ὑποκρισίες,  ἐξαπατοῦν τό Λαό τοῦ Θεοῦ καί βασανίζουν  καί κατατυραννοῦν τούς ἀνθρώπους τοῦ Θεοῦ, ὑποκρινόμενοι τούς κοσμοσωτῆρες, ἐνῶ στήν πραγματικότητα εἶναι δόλιοι, ἐκμεταλευτές, ἐκγκληματίες, «λύκοι βαρεῖς μη φειδόμενοι τοῦ ποιμνίου». «Γεννήματα ἐχιδνῶν, πῶς τολμᾶτε νά μιλᾶτε,  γιά καλά πράγματα, ἀφοῦ εἶσθε τόσο πονηροί καί δόλιοι;»(πρβλ. καί Ματθ. ιβ΄ 34).

Ὁ Ἀρχισυνάγωγος εἶναι ἐνσάρκωσις τῆς Ψευτιᾶς καί τῆς Ὑποκρισίας. Εἶναι τύπος  τῶν, μέ τό λευκό κολλάρο, μισητῶν καί ἀπηνῶν  Ἐγκληματιῶν τῆς Σατανοκρατούμενης ἐποχῆς μας.

Εἷναι λυπηρόν, ὕστερα ἀπό τόν Ἐρχομό τοῦ Χριστοῦ καί ὕστερα ἀπό τό Κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου τῆς Ἀγάπης Του, νά μένουν οἱ ἄνθρωποι, «δέσμιοι τῆς γῆς», βυθισμένοι στό σκοτάδι, καί, μέ λυσσώδη μανία, νά μάχονται νά μᾶς γυρίσουν πίσω στίς τρῶγλες καί στά σπήλαια, ὡς «ἀγέλη χοίρων πολλῶν βοσκομένη».

Εἷναι ἀλήθεια ὅτι πετρῶσαν οἰ καρδιές, Ἐψύγη ἡ ἀγάπη. Ὑπάρχει ἄραγε ἐλπίδα σωτηρίας;

Πιστεύω ἀπόλυτα ὅτι κανείς καί τίποτε δέν θά μπορέσῃ νά ἀνατρέψῃ τίς προαιώνιες Βουλές τοῦ Θεοῦ. Καί ὁ Θεός «πάντας ἀνθρώπους θέλει σωθῆναι καί εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν».


Καί ὁ Ἰησοῦς, «ἡ προσδοκία τῶν Ἐθνῶν», ὁ Σωτῆρας καί Λυτρωτής, «χθές καί σήμερον ὁ αὐτός καί εἰς τούς αἰῶνας»,   «Ἐξῆλθε νικῶν καί ἵνα νικήσῃ». Ἔρχεται κοντά μας, «ὁ πανακής ἰατρός», γιά νά σπογγίσῃ τά δάκρυά μας, νά ἁπαλύνῃ τόν πόνο μας, νά θεραπεύση τά τραύματά μας, νά μᾶς ἀναστήσῃ καί νά μᾶς διδάξῃ νά ἀποφεύγουμε κάθε μορφή Ψευτιᾶς καί Ὑποκρισίας. Ἐνσαρκώνεται ἡ ἀγάπη  καί ἔρχεται κοντά μας καί γίνεται ἠ Ὁδός τῆς Ζωῆς καί μᾶς καλεῖ νά ἐγκολπωθοῦμε τή Ἀλήθεια, τό Εὐαγγέλιον τῆς  Ἀγάπης Του, νά  κάνουμε «Πρᾶξι» τήν ἀγάπη Του στήν καθημερινή μας καί νά ἁγιάζουμε τήν Ἡμέρα τοῦ Κυρίου, μέ εὐεργεσίες, θεραπεύοντας πᾶσαν νόσον καί πᾶσαν μαλακίαν ἐν τῷ λαῷ».

Πιστεύω ἀπόλυτα ὅτι στό Τέλος, παρόλες τίς δόλιες προσπάθειες των ἀντιχρίστων καί τῶν ὑποκριτῶν, τῶν δαιμονανθρώπων, Ὁ ΧΡΙΣΤΟΣ ΘΑ ΝΙΚΗΣῌ καί μαζί Του θά νικήσουν καί οἱ δικοί Του κλητοί, ἐκλεκτοί καί πιστοί (Ἀποκ. ιζ΄ 14).


«Θαρσείτω τοίνυν, θαρσείτω λαός τοῦ Θεοῦ· και γάρ αὐτός πολεμήσει τούς  ἐχθρούς(
τούς Ψεῦτες, τούς  Ὑποκριτές, τούς Δαίμονες καί  δαιμονανθρώπους), ὡς Παντοδύναμος». Γένοιτο, Κύριε, τό ἔλεός Συ ἐφ’ ἡμᾶς ! Γενηθήτω τό θέλημά Σου, ὡς ἐν οὐρανῷ καί ἐπί τῆς γῆς. Ἀμήν.




 

Πέμπτη 3 Δεκεμβρίου 2020

«ΙΔΟΥ ΕΥΑΓΓΕΛΙΖΟΜΑΙ ΥΜΙΝ ΧΑΡΑΝ ΜΕΓΑΛΗΝ».



           «ΟΤΙ ΕΤΕΧΘΗ ΥΜΙΝ ΣΗΜΕΡΟΝ ΣΩΤΗΡ,

     ΟΣ ΕΣΤΙ ΧΡΙΣΤΟΣ ΚΥΡΙΟΣ» (Λουκ. β΄ 10-11).


Οἱ Ἄγγελοι εὐαγγελίζονται σ’ ἐμᾶς τή μεγάλη Χαρά. Σήμερα ἀποκαλύπτεται «τό χρόνοις αἰωνίοις σεσιγημένον μυστήριον, τό μυστήριον τό κεκρυμμένον ἀπό αἰώνων ἐν τῷ Θεῷ»(Ρωμ.ιε΄25.Ἐφεσ. γ΄9. Κολος.α΄26-27 κλπ.). Καί πράγματι εἶναι «Μέγα τό τῆς εὐσεβείας Μυστήριον. Ο Θεός φανερώνεται ἐν σαρκί...»(Α΄Τιμόθ. γ΄16). Ὁ ἔχων Θρόνον Οὐρανόν καί ὑποπόδιον τήν γῆν, ὁ ἀχώρητος Θεός, χωρεῖται ἐν γαστρί τῆς Παρθένου.  Σήμερον γεννᾶται ἐν Βηθλεέμ. Ἡ «προσδοκία τῶν ἐθνῶν» ἔρχεται κοντά μας. Καί τό «Πῶς» συγκαταβαίνει ὁ Σωτήρ καί ἔρχεται κοντά μας, εἶναι μέγα, ξένον, καί παράδοξον μυστήριον μέν, ἀλλά ΓΕΓΟΝΟΣ. Δέν τό χωράει ὁ νοῦς μας. Εἶναι «ὑπέρλογο», «ὑπέρ λόγον καί ἔννοιαν», ἀλλά ΓΕΓΟΝΟΣ καί προσεγγίζεται μόνον μέ τόν πυρῆνα τῆς ψυχῆς, μέ τήν Ὀρθόδοξον Πίστιν. Καί δέν ὑπάρχει μεγαλύτερη Χαρά, ἀπό τόν Ἐρχομό τοῦ Κυρίου στή γῆ. Σαρκώνεται ἡ Ἀγάπη. Καί ὅπως λέγει ὁ ποιητής· «Στή Βηθλεέμ ἀντάλλαξε ἀσπασμό ἡ ἀγάπη μέ τήν ταπεινοσύνη». 

Εὐλογημένος Σύ, ὁ Ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου! Εὐλογημένος Σύ, ὁ Βασιλεύς, ὁ Ἐξουσιαστής, ὁ Ἰσχυρός Θεός, ὁ Ἄρχων τῆς Εἰρήνης! Εὐλογημένος εἶσαι Σύ, Κύριε, ὁ Θεός τῆς ἀγάπης, ὁ Θεός τῆς καρδιᾶς μας!

Κύριε, ὡς καρδιογνώστης, γνωρίζεις καλά, πόσο παγωμένες, πετρωμένες εἶναι οἱ καρδιές τῶν ἀνθρώπων, πιό παγωμένες ἀπό τό Σπήλαιον τῆς Βηθλεέμ, ψυχρές καί σκοτεινές... Κι’ ὅμως ἔρχεσαι κοντά μας, Μακρόθυμε καί Πολυέλεε !...

«Θεός τό τεχθέν, ἡ δέ Μήτηρ Παρθένος.

Τί μεῖζον ἄλλο καινόν εἶδενἡ κτίσις;




Ἔρχεσαι, Χαρά μου, κοντά μας. Καταδέχεσαι καί γεννᾶσαι ἐκ Παρθένου. Ὥ  γλυκειά μου Ἄνοιξις! Ὤ φῶς τῶν ὀφθαλμῶν μου! Ἀναλλοίωτε καί Πανοικτίρμων Κύριε! Ἔρχεσαι νά σπογγίσῃς τά δάκρυά μας, νά ἁπαλύνῃς τόν πόνο μας, νά θεραπεύσῃς τά τραύματά μας, νά μᾶς ἀνασύρῃς ἀπό τήν «ἰλύν βυθοῦ», εἰς τήν ὀποίαν ἔχουμε ἐμπαγῆ, νά μᾶς ὁδηγήσῃς εἰς τόπον ἀναψυχῆς, «ἐπί ζωῆς πηγάς ὑδάτων»!... Κι’ οἱ περισσότεροι ἀπό μᾶς, «γεννήματα ἐχιδνῶν», τέκνα Παραφροσύνης, δέν Σέ δεχόμαστε, Ἀνεξίκακε Κύριε! Φθάνεις μέχρι Σταυροῦ καί θανάτου γιά χάρι μας... «Αμαρτιῶν μου τά πλήθη καί κριμάτων Σου ἀβύσσους τίς ἐξιχνιάσει, ψυχοσῶστα Σωτήρ μου;»

«Πρᾷος καί ταπεινός τῇ καρδίᾳ» ἔρχεσαι ἀθόρυβα, ταπεινά «ὡς αὔρα λεπτή», νά γαληνέψῃς τήν ταλαιπωρημένη μας ψυχή, κρούεις τήν θύραν καί βρίσκεις ἑρμητικά κλειστές τίς Θύρες τῆς Ἀφροσύνης μας...Θεέ μου, πῶς μᾶς ἀνέχεσαι;

Πῶς νά περιγράψω τήν ἄφατη μακροθυμία Σου;

Πῶς νά ἐκφράσω τήν ἀνέκφραστη  ἀγάπη Σου; Πῶς νά διατυπώσω, μέ λόγια τή μεγάλη  μου Χαρά; Πῶς νά θρηνήσω τήν ἀναλγησία, τήν πώρωσι καί τήν ἀμετανοησία πολλῶν ἐλεεινῶν, ἄμυαλων καί δυστυχισμένων; Οἰκτίρμων καί Ἐλεήμων Κύριε, ὡς Πῦρ καταναλίσκον, κάψε τό ἄχυρον τῶν ἔργων μας, κάμψε,  μέ τή Χάρι Σου, τήν ἰσχυρογνωμοσύνη τῶν ἀσεβῶν καί ἄνοιξε τούς καταρράκτες τοὐρανοῦ, γιά νά ξεπλύνης τίς ντροπές, λυπήσου μας, Χριστέ μου καί ἐλέησέ μας! Βοήθησέ μας, νά καταλάβουμε ὅτι στό Σπήλαιον τῆς Βηθλεέμ, τίκτεται ἡμῖν σήμερον Σωτήρ. Βοήθησέ μας νά νοιώσουμε βαθειά μεσα στήν καρδιά μας ὅτι Σύ καί μόνον Σύ εἶσαι ὁ Σωτῆρας μας, ὁ Χριστός, ὁ Λυτρωτής καί Κύριός μας! Σύ, Κύριέ μου, τό Φῶς τό ἀληθινόν, πού ἔρχεσαι κοντά μας, γιά νά φωτίσῃς τά σκοτάδια μας, κατεύθυνον τά βήματά μας πρός τή Βηθλεέμ, γιά νά βρῇ ἐκεῖ ἀνάπαυσι καί γαλήνη ἡ ψυχή μας!


Πότε ἐπί τέλους, ἀγαπητά μου Παιδιά, θά καταλάβουμε πώς μόνον ὁ Χριστός ὑπάρχει γιά μᾶς, ὁ Μάρτυς ὁ πιστός καί ὁ Ἀληθινός, «ὁ δι’ οὗ τά πάντα ἐγένετο», ὁ Πάντων ἐπέκεινα καί Πανταχοῦ παρών;

Πότε θά συνειδητοποιήσουμε ὅτι ὅλοι μᾶς ἔχουν ἐξαπατήσει καί μᾶς ἔχουν ἐγκαταλείψει καί ὅτι,  Μόνον ὁ Χριστός ἔρχεται κοντά μας καί δέν μᾶς ἐγκαταλείπει ποτέ;

Πότε θά καθαρίσουμε τόν ἑαυτόν μας ἀπό κάθε ὑλική καί  ἀκάθαρτη ἡδονή, πότε θά καθαρίσουμε τίς ἰχῶρες ἀπό τά μάτια τῆς ψυχῆς μας, ὥστε  νά δοῦμε τήν Ἀλήθεια καί νά ἀνοίξουμε τή ματωμένη μας καρδιά ΣΤΟΝ ΕΡΧΟΜΕΝΟΝ ΕΝ ΟΝΟΜΑΤΙ ΚΥΡΙΟΥ, τόν Μόνον Σωτῆρα καί Λυτρωτήν, στόν Κύριόν μας Τό ΙΗΣΟΥΝ ΧΡΙΣΤΟΝ;



ΠΟΤΕ θά προσεγγίσουμε τό μέγα Μυστήριον τῆς Οἰκονομίας τοῦ Θεοῦ,  μέ πίστι θερμή, καί θά ἐγκολπωθοῦμε τό Εὐαγγέλιον τῆς ἀγάπης Του καί θά τό κάνουμε «Πρᾶξι» στήν καθημερινή μας ζωή, γιά νά γευθοῦμε τῶν θείων δωρεῶν τῆς θεϊκῆς συγκαταβάσεώς Του;

ΠΟΤΕ ἐπί τέλους θά ἐλευθερωθοῦμε ἀπό τόν Κακό μας ἑαυτό, ἀπό τή δουλεία τῆς ἁμαρτίας καί θά χαροῦμε τή μεγάλη Χαρά τῆς Παρουσίας Του;

ΠΟΤΕ θά παύσουμε νά προσπαθοῦμε νά χορτάσουμε τήν πεῖνα τῆς ψυχῆς μας , μέ τά «ξυλοκέρατα τῆς ἀποστασίας» καί νά ξεδιψάσουμε τή δίψα μας στά λασπονέρια τῆς ἀπομακρύνσεως ἀπό τήν Πηγή τῆς Ζωῆς; Καιρός νά γευθοῦμε « τόν μόσχον τόν σιτευτόν».

Μακρυά ἀπό τόν Θεόν, χάσαμε τήν Χάρι Του καί φθάσαμε στήν ἔσχατη ἐξαθλίωσι. Καιρός νά ἀνανήψωμε, νά βροῦμε τή νηφαλιότητα καί τή σωστή μας πίστι. Ὁ Ποιητής θρηνεῖ τήν πώρωσι καί τήν ἀμετανοησία μας καί θρηνῶν μᾶς προτρέπει καί λέγει:

«Ὤ ἐμεῖς κακόμοιροι θνητοί, πού δίχως Καλωσύνη, πλανιώμαστε στῆς ἐρημιᾶς τἄχαρα μονοπάτια, ἄν ξέραμε πώς τόσο ἁπλά ἡ Ἀγάπη κατοικεῖ καί πώς μιά Φάτνη ταπεινή διαλέγει, γιά νά γείρῃ, στή Βηθλεέμ θά στρέφαμε στοχαστικά τά μάτια καί σταθερά θά φέρναμε τό Βῆμα πρός τά ἐκεῖ».

Ἐμπρός, λοιπόν, ἄς στρέψουμε τό βλέμμα τῆς ψυχῆς μας, τόν νοῦν καί τήν καρδιά μας στόν Λυτρωτή,   καί ἄς φέρουμε σταθερά τά βήματά μας,  πρός τό Σπήλαιον τῆς Βηθλεέμ. «Διέλθωμεν δή ἕως Βηθλεέμ καί ἴδωμεν τό ῥῆμα τοῦτο τό γεγονός, ὅ ὁ Κύριος ἐγνώρισεν ἡμῖν» (Λουκ. β΄ 15β).

Καιρός, λοιπόν, εἶναι νά σπεύσωμεν εἰλικρινά μετανοιωμένοι καί εὐλαβικά  νά εἰσέλθουμε στό Σπήλαιον τῆς Βηθλεέμ καί νά γονατίσουμε μπροστά στό Θεῖον Βρέφος καί νά προσφέρουμε σ’ Αὐτό, τίς ἁμαρτίες μας μαζί καί τήν καρδιά μας καί, παίρνοντας τή Χάρι Του, ἐξερχόμενοι ἀπό τό Σπήλαιον, νά μή ξαναγυρίσουμε πίσω στόν Ἡρώδη, νά  μή ἐπιστρέψουμε πίσω «ἐπί τό ἴδιον ἐξέραμα» (Β΄Πέτρ.β΄22), ἀλλά  «δι’ ἄλλης ὁδοῦ νά ἐπιστρέψουμε στή Χώρα μας», ὡς ἐν Χριστῷ καινή κτίσις, ὑμνοῦντες καί εὐλογοῦντες τόν Θεόν, τόν Ἀρχηγόν τῆς Πίστεώς μας καί τελειωτήν ΙΗΣΟΥΝ. Ἀμήν.




«Δεῦτε, πιστοί, ἐπαρθῶμεν ἐνθέως καί κατίδωμεν συγκατάβασιν θεϊκήν ἄνωθεν ἐν Βηθλεέμ πρός ἡμᾶς ἐμφανῶς· καί νοῦν καθαρθέντες, τῷ βίῳ προσενέγκωμεν ἀρετάς ἀντί μύρου, προευτρεπίζοντες πιστῶς τῶν γενεθλίων τάς εἰσόδους, ἐπί τῶν ψυχικῶν θησαυρισμάτων, κράζοντες· ΕΝ ΥΨΙΣΤΟΙΣ ΔΟΞΑ ΘΕῼ Τῼ ΕΝ ΤΡΙΑΔΙ, δι' οὗ ἐν ἀνθρώποις εὐδοκίᾳ ἐπεφάνη, τόν Ἀδάμ ἐκλυτρώσασθαι τῆς ἀρχεγόνου ἀρᾶς, ὡς Φιλάνθρωπος»