Πέμπτη 16 Σεπτεμβρίου 2021

« ΟΣΤΙΣ ΘΕΛΕΙ ΟΠΙΣΩ ΜΟΥ ΑΚΟΛΟΥΘΕΙΝ» (Μάρκ. η΄34).


«ΟΥ ΒΙΑΖΕΤΑΙ ΔΕ ΤΙΝΑ ΔΙΑ ΤΟ ΑΥΤΕΞΟΥΣΙΟΝ».

 

Πάνσοφος καί Πανάγαθος Θεός, ὁ Δημιουργός τοῦ Σύμπαντος κόσμου, «τά πάντα ἐν σοφίᾳ» ἐποίησεν. Ἔπλασε τόν ἄνθρωπον, «κατ’ εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωσιν Αὐτοῦ». Ὅπως ἔχουμε πῆ πολλές φορές, γιά νά γίνῃ σέ ὅλους συνείδησις, τόν τίμησε  περισσότερο ἀπό ὅλα τά πλάσματά Του, τόν κατέστησε κορωνίδα τῆς ὅλης Δημιουργίας, τόν ἔπλασε μικρόν θεόν, μικρόν δημιουργόν, λογικόν και ἐλεύθερον. Τοῦ Χάρισε «Νοῦν», γιά νά διακρίνῃ τό Καλόν ἀπό τό Κακόν, καί «ἐλευθερίαν», γιά μπορεῖ νά ἐκλέγῃ καί νά εἶναι ὑπεύθυνος τῆς ἐκλογῆς του. Τοῦ πρόσφερε δέ καί Ὕλην εἰς τό αὐτεξούσιον, τήν Ἐντολήν, γιά νά ἔχῃ τή Χαρά τῆς ἐλευθερίας, νά μπορῇ νά ἐκλέγῃ αὐτό πού θέλει. Παρέθηκε  ἐνώπιόν του τήν Ἀρετή καί τήν Κακία, τό πῦρ καί τό ὕδωρ, τή Ζωή καί τό Θάνατο. Προγνωρίζει ὁ ἄνθρωπος, ὡς λογικόν ὄν, ὅτι ἡ Ἐντολή εἶναι ἔκφρασις τῆς Ἀγάπης τοῦ Δημιουργοῦ, μέ τήν ὁποίαν καθοδηγεῖ τά πλάσματά Του, ὥστε νά ἀποφύγουν τήν κακή χρῆσι τοῦ νοῦ καί τῆς ἐλευθερίας τους. Τούς τονίζει ὅτι ἡ τήρησις τῆς ἐντολῆς, ἡ Ὑπακοή εἶναι ζωή,  ἀδιατάρακτος, διά θέας, ἀπόλαυσις τοῦ ἀπείρου Κάλλους τοῦ προσώπου τοῦ Κυρίου, Θεία Κοινωνία. Ἐνῷ ἡ ἀθέτησις τῆς Ἐντολῆς, ἡ Παρακοή εἶναι Χωρισμός ἀπό τόν Θεόν, εἶναι αἰώνιος Θάνατος.

ἄνθρωπος ὅμως, δυστυχῶς, δέν κατενόησε τήν τιμήν τοῦ   «κατ’ εἰκόνα». Και ὅπως διαπιστώνῃ ὁ Προφήτης Δαυῒδ, καί  εἶναι διαχρονική ἡ διαπίστωσίς του, ὁ «ἄνθρωπος ἐν τιμῇ ὤν οὐ συνῆκε, παρασυνεβλήθη τοῖς κτήνεσι τοῖς ἀνοήτοις και ὡμοιώθη αὐτοῖς» (Ψαλμ.48,13,21). Δηλαδή: ὁ ταλαίπωρος καί δυστυχής ἄνθρωπος, δέν κατενόησε τήν τιμήν τοῦ «κατ’εἰκόνα» καί κατέρριψε καί ἐξίσωσε τόν ἑαυτόν του πρός τά ἀνόητα κτήνη, τά ὁποῖα δέν ἔχουν νοῦν καί λογικόν, ὅπως αὐτός καί ὡμοιώθη πρός αὐτά, ζῆ δέ καί συμπεριφέρεται χειρότερα ἀπό τά κτήνη καί πεθαίνει σάν κτῆνος. Ἀκόμη καί σήμερα τό ἴδιο συμπεριφέρονται οἱ περισσότεροι ἄνθρωποι. Στρέφει "ο Μανασσής καί τρώγει τίς σάρκες του, κατεσθίει τόν ἀδελφόν του.



Ὁ Φιλάνθρωπος ὅμως Θεός, βλέπει τό θλιβερό κατάντημα στό ὁποῖον περιέρχονται οἱ ἄνθρωποι, ἐξ αἰτίας τῆς κακῆς χρήσεως «τοῦ νοῦ καί τῆς ἐλευθερίας τους» καί μᾶς εὐσπλαγχνίζεται. Τόσο πολύ δέ μᾶς ἀγάπησε, ὥστε τόν Υἱόν αὐτοῦ τόν μονογενῆ ἔδωκε, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτόν μή ἀπόληται, ἀλλ’ ἔχῃ ζωήν αἰώνιον»(Ἰωάν. γ΄ 15,16).

Ὡς Παντοδύναμος μπορεῖ νά μᾶς ἐξαναγκάσῃ νά ἀκολουθήσουμε τό δρόμο τῆς ζωῆς, νά μᾶς ἐξαναγκάσῃ νά ὑπακούσουμε στίς Ἐντολές Του. Ὅμως δέν μᾶς ἐξαναγκάζει. «Οὐ βιάζεται δέ τινα διά τό αὐτεξούσιον». Θέλει, μέ τή θέλησί μας, να ἐκλέξουμε τήν Ὁδόν τῆς Ζωῆς καί νά κατακτήσουμε τήν τελειότητα, μέ τή θέλησί μας, νά φθάσουμε ἀπό τό· «κατ’εἰκόνα» εἰς τό· «καθ’ ὁμοίωσιν», καί ἀπό «δυνάμει θεοί», νά γίνουμε καί «ἐνεργείᾳ θεοί». Δι’ αὐτόν ἀκριβῶς τό λόγο, ἀπό ἄπειρη ἀγάπη, γιά τά πλάσματά Του, ὁ Θεός, μᾶς ἔδωκε τόν Υἱόν Του. Εὐδοκίᾳ τοῦ Πατρός, λοιπόν, καί συνεργεία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἑκουσίως, ὁ Υἱός «μορφήν δούλου λαμβάνει».

Ὁ Χριστός, ὁ Ἀληθινός Μεσσίας, ἔρχεται κοντά μας. Ταπεινώνει τόν ἑαυτόν Του, γενόμενος ὑπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δέ Σταυροῦ. Γίνεται Τύπος καί Ὑπογραμμός στό Θεῖον Θέλημα, σέ ὅλους μας. Καί, μέ τή Θέλησί Του, ὑψώνεται στό Ξύλον τοῦ Σταυροῦ, «ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτόν μή ἀπόληται, ἀλλ’ ἔχῃ ζωήν αἰώνιον», καί «ἵνα ἐπακολουθήσωμεν τοῖς Ἴχνεσιν Αὐτοῦ», χωρίς ἐξαναγκασμό, ἐλεύθερα καί ἀβίαστα, «Ὅστις θέλει», «Ἐάν τις διψᾷ ἐρχέσθω πρός με καί πινέτω» (Ἰωάν΄ ζ΄ 37). «Ὁ διψῶν ἐρχέσθω, καί ὁ θέλων λαβέτω ὕδωρ ζωῆς δωρεάν»(Ἀποκ. κβ΄17).



Ὁ Θεός, ὡς ἄπειρη ἀγάπη, «θέλει πάντας ἀνθρώπους σωθῆναι καί εἰς ἐπίγνωσιν ἐλθεῖν»(Α΄ Τιμ. β΄ 4). Μᾶς θέλει ὅλους κοντά Του και μᾶς καλεῖ ὁ Χριστός λέγων: «Δεῦτε πρός με πάντες οἱ κοπιῶντες καί πεφορτισμένοι, κἀγώ ἀναπαύσω ὑμᾶς. Ἄρατε τόν ζυγόν μου ἐφ’ ὑμᾶς καί μάθετε ἀπ’ ἐμοῦ ὅτι πρᾷός εἰμι καί ταπεινός τῇ καρδίᾳ, καί εὑρήσετε ἀνάπαυσιν ταῖς ψυχαῖς ὑμῶν· ὁ γάρ ζυγός μου χρηστός καί τό φορτίον μου ἐλαφρόν ἐστιν»(Ματθ. ια΄28-30).Καί πραγματικά, «αἱ Ἐντολαί τοῦ Κυρίου βαρεῖαι οὐκ εἰσίν»(Α΄ Ἰωάν. ε΄3).Μᾶς καλεῖ, ἀλλά δέν μᾶς ἐξαναγκάζει.   «Ὅστις θέλει…».

Ὅ, τι δήποτε γίνεται μέ τό πιστόλι στόν κρόταφο,  μέ ἀξαναγκασμό, δέν ἔχει ἀξία. Ὅλοι εἴμαστε προσκεκλημένοι τῆς Ἀγάπης Του, ἀλλά θέλει νά ἔλθουμε κοντά Του, μέ τή θέλησί μας, μέ τήν καρδιά μας. Ὁ Πανάγαθος καί Πάνσοφος Θεός σέβεται τήν ἐλευθερία μας. Δυστυχῶς ὅμως οἱ ἄνθρωποι δέν σέβονται ὁ ἕνας τήν ἐλευθερίαν τοῦ ἄλλου.

Ὁ Χριστός ἔρχεται καί ἵσταται ἐπί τήν Θύραν καί κρούει καί περιμένει νά κατανοήσουμε τήν τιμήν καί νά ἀκούσουμε τή φωνή Του καί νά  Τοῦ ἀνοίξουμε τήν καρδιά μας, ὥστε νά γίνῃ ἡ ψυχή καί ἡ ζωή μας Παράδεισος. Μακροθυμεῖ καί περιμένει. Κρούει καί μᾶς προσκαλεῖ. Ὅστις θέλει.

Ὁ Εὐαγγελιστής τῆς Ἀγάπης, ἀναφέρει ὅτι ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, «τό Φῶς πού φωτίζει πάντα ἄνθρωπον ἐρχόμενον εἰς τόν κόσμον»(Ἰωάν. α΄9), «εἰς τά ἴδια ἦλθε καί οἱ ἴδιοι αὐτόν οὐ παρέλαβον. Ὅσοι δέ ἔλαβον αὐτόν,  ἔδωκεν αὐτοῖς ἐξουσίαν τέκνα Θεοῦ γενέσθαι, τοῖς πιστεύουσιν εἰς τό ὄνομα Αὐτοῦ»(Ἰωάν. α΄11-12). Σ’ αὐτούς, πού Τόν δέχθηκαν καί πίστεψαν στό ὄνομά Του «ἔδωκεν, ἐξουσίαν τέκνα Θεοῦ γενέσθαι καί ἐξουσίαν τοῦ πατεῖν ἐπάνω ὄφεων καί σκορπίων καί ἐπί πᾶσαν τήν δύναμιν τοῦ ἐχθροῦ»(Λουκ.ι΄19).



Τόν δέχθηκαν χωρίς ἐξαναγκασμόν. Τόν δέχθηκαν, μέ τη Θέλησί τους. Ὅστις θέλει τόν δέχεται ἤ ὄχι.

Ἐκεῖνος ὅμως ὁ ὁποῖος τόν δέχεται καί θέλει νά Τόν ἀκολουθήσῃ ΟΦΕΙΛΕΙ νά ἐγκολπωθεῖ τό Πνεῦμα τῆς Αὐταπαρνήσεως και τῆς Αὐτοθυσίας Αὐτοῦ.

«Ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἀκολουθεῖν, ἀπαρνησάσθω ἑαυτόν και ἀράτω τον σταυρόν αὐτοῦ, καί ἀκολουθείτω μοι» (Μάρκ. η΄ 34. Ματθ. ιστ΄ 24. Λουκ.θ΄23). Ναί, ὅποιος θέλει, ἐλεύθερα καί ἀβίαστα, νά μέ ἀκολουθήσῃ, ΟΦΕΙΛΕΙ :

Α) ΑΠΑΡΝΗΣΑΤΩ ΕΑΥΤΟΝ.

Πολλοί παρερμήνευσαν τήν προσταγή Του καί βασάνιζαν τό σῶμα τους. Ὑπῆρξαν ἄνθρωποι πού κτυποῦσαν μέ ἁλυσίδες καί μάτωναν τό σῶμα τους, νομίζοντας πώς ἔτσι ἀρνοῦνται τον ἑαυτό τους. Αὐτοί εἶναι οἱ ἀλυσούμενοι, στήν Ἱστορία. Ἄλλοι ἔμεναν ἄπλυτοι καί ἄφηναν ἀκάθαρτο τό σῶμα τους καί εἶχαν ψεῖρες, νομίζοντας πώς ἔτσι τηροῦν τήν προσταγή τοῦ Χριστοῦ. Εἶναι οἱ λεγόμενοι φθειριόντες. Μιά Γαλλίδα ἔβγαζε μέ τανάλια τά δόντια της, και ἄλλοι μέ διαφόρους τρόπους βασάνιζαν τό σῶμα τους. Ἀλλά παρερμήνευαν τήν Ἐντολήν. Διότι τό σῶμα, τῶν πιστῶν στό Χριστό, εἶναι Ναός  τοῦ ἐν αὐτοῖς ἁγίου Πνεύματος και ὅλοι ὀφείλουμε νά φροντίζουμε γιά τήν ὑγείαν τοῦ σώματος καί νά  τό διατηροῦμε καθαρόν και εὐπρεπές, ὡς Ναόν τοῦ ἐν ἡμῖν ἁγίου Πνεύματος. Ὁ Παῦλος  λέγει: «Οὐκ οἴδατε ὅτι ναός Θεοῦ ἐστε καί τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ οἰκεῖ ἐν ὑμῖν; Εἴ τις τόν ναόν τοῦ Θεοῦ φθείρει, φθερεῖ τοῦτον ὁ Θεός· ὁ γάρ ναός τοῦ Θεοῦ ἅγιός ἐστιν, οἵτινές ἐστε ὑμεῖς» (Α΄ Κορινθ. γ΄16-17). «Οὐδείς γάρ ποτε τήν ἑαυτοῦ σάρκα ἐμίσησεν, ἀλλ’ ἐκτρέφει καί θάλπει αὐτήν, καθώς καί ὁ Κύριος τήν Ἐκκλησίαν» ( Ἐφεσ. ε΄ 29). Τί σημαίνει, λοιπόν, το· «Ἀπαρνησάτω ἑαυτόν»; Σημαίνει: νά ἀπαρνηθοῦμε τόν Κακόν μας ἑαυτόν, τά βρωμερά  μας Πάθη, τά ἐλαττώματά μας, τίς κακές μας συνήθειες καί τίς βρωμερές και παράνομες συναναστροφές. Νά μή μᾶς κυριεύει τό φρόνημα τῆς σαρκός, πού παρέρχεται, εἶναι ἔχθρα εἰς Θεόν καί φέρει στήν ψυχή καί τή ζωή μας τό Θάνατο(Ρωμ. η΄ 6,7). «Ἀπαρνησάτω ἑαυτόν» σημαίνει, νά ἀνοίξουμε τόν νοῦν και την καρδιά μας, στό «φρόνημα τοῦ Πνεύματος, πού εἶναι ζωή καί εἰρήνη»(Ρωμ.η΄6).


Νά δώξουμε τό μῖσος καί νά ἐγκολπωθοῦμε τήν γνήσια ἀγάπη. Νά ἀπεκδυθοῦμε τόν παλαιόν ἄνθρωπον καί νά ἐνδυθοῦμε «τόν καινόν ἄνθρωπον».

Το σῶμα εἶναι φθαρτόν καί παρέρχεται καί τό φροντίζουμε ὡς φθαρτόν καί ὡς ναόν τοῦ ἐν ἡμῖν ἁγίου Πνεύματος. Πολύ δε περισσότερο ὀφείλουμε νά φροντίζουμε τήν ἀθάνατη ψυχή μας καί νά ἀρνούμαστε τά βρωμερά πάθη τῆς σαρκός. Τό· «ἀπαρνησάτω ἑαυτόν», γι’ αὐτόν πού θέλει νά  ἀκολουθήσῃ τόν Κύριον σημαίνει νά ἀπαρνηθῆ κάθε σωματική βρωμερότητα. Ὀφείλει να ἀπαρνηθῆ τά φανερά βρωμερά ἔργα τῆς σαρκός, τά ὁποῖα εἶναι μοιχεία, πορνεία, ἀκαθαρσία, ἀσέλγεια, εἰδωλολατρία, φαρμακεία, ἔχθραι, ἔρεις, ζῆλοι, θυμοί, ἐριθεῖαι, διχοστασίαι, αἱρέσεις, φθόνοι, φόνοι, μέθαι, κῶμοι καί τά ὅμοια τούτοις» (Γαλάτ. ε΄19-21). «Διά τοῦτο καί οἱ Μαθηταί τοῦ Χριστοῦ  την σάρκα ἐσταύρωσαν σύν τοῖς Παθήμασι και ταῖς ἐπιθυμίαις» (Γαλάτ. ε΄24).

Δέν νοεῖται δοῦλος τῶν Παθῶν νά εἶναι συγχρόνως  καί πιστός ἀκόλουθος τοῦ Χριστοῦ. «Ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἀκολουθεῖν, ἀπαρνησάτω ἑαυτόν. Δηλαδή ὀφείλει να καθαρίσῃ τόν ἑαυτόν του ἀπό κάθε ὑλική καί ἀκάθαρτη ἡδονή, ἀπό παντός μολυσμοῦ σαρκός καί πνεύματος, γιά νά μπορέσῃ νά ἀκολουθήσῃ τά ματωμένα Χνάρια τοῦ Χριστοῦ καί νά μπορέσῃ συνέχει νά τηρήσῃ τόν δεύτερον ἀναγκαῖον ὅρον γιά νά ἀκολουθήσῃ τον Κύριον. Δεύτερος ὅρος εἶναι τό·

«ΚΑΙ ΑΡΑΤΩ ΤΟΝ ΣΤΑΥΡΟΝ ΑΥΤΟΥ». Aὐτό σημαίνει, ὅ, τι λακωνικά, λέγει ὁ Κύριος:  νά εἶναι ἀποφασισμένος ὁ πιστός νά ὑποστῇ, γιά Μένα, ὄχι μόνον κάθε θλῖψι καί κάθε δοκιμασίαν, ἀλλά καί αὐτόν ἀκόμη τόν ἐπώδυνον σταυρικόν θάνατον. Σημαίνει νά πάρῃ τήν ἀπόφασιν, «καθαρός ἀπό κάθε ὑλική καί ἀκάθαρτη ἡδονή, νά ἐπιτελῇ ἁγιωσύνην ἐν φόβῳ Θεοῦ» (Β΄Κορινθ.ζ΄1). Νά ζῇ εὐσεβῶς ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ, καθώς πρέπει ἁγίοις, νά τηρεῖ ἀνά πᾶσαν στιγμήν τό καθῆκον του,  ἔτσι ὥστε νά φθάσῃ εἰς τόν τρίτον ὅρον·

ΚΑΙ ΑΚΟΛΟΥΘΕΙΤΩ ΜΟΙ, πού σημαίνει νά ἀκολουθῇ πιστά τά ματωμένα Χνάρια τοῦ Χριστοῦ, νά διαφυλάσσῃ τόν ἑαυτόν του παρθένον, καθαρόν,  καί «νά ἀκολουθῇ τῷ Ἀρνίῳ  ὅπου ἄν ὑπάγῃ» (Ἀποκ. ιδ΄4). «Καί ἀκολουθείτω μοι»  σημαίνει νά γίνουμε μιμητές τοῦ Θεοῦ, ὡς τέκνα ἀγαπητά, καί νά περιπατοῦμε ἐν ἀγάπη, καθώς ὁ Χριστός μᾶς ἀγάπησε καί παρέδωκε τον ἑαυτόν Του, για μᾶς προσφοράν καί θυσίαν εἰς τόν  Θεόν εἰς ὀσμήν εὐωδίας, ἔτσι κι’ ἐμεῖς νά εἴμαστε ἕτοιμοι, ὅπως ὁ Χριστός, νά προσφέρουμε τόν ἑαυτόν, για τούς ἄλλους, ἀκόμη καί νά  σταυρωθοῦμε, για τούς Σταυρωτές μας. Το· Ἀκολουθείτω μοι, σημαίνει νἆναι  ἡ ζωή μας, σιωπηλή, ταπεινή, λατρευτική  προσκύνησις τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, νἆναι  συνεχής Δοξολογία, ἀκατάπαυστος Εὐχαριστία στό Θεό, ὥστε νά φθάσουμε, ὑμνοῦντες και εὐλογοῦντες τον Θεόν, εἰς τήν προπτωτικήν ἀδιατάρακτον διά θέας ἀπόλαυσιν τοῦ ἀπείρου Κάλλους τοῦ Προσώπου τοῦ Κυρίου εἰς μακρότητα ἡμερῶν. ΑΜΗΝ.






Πέμπτη 9 Σεπτεμβρίου 2021

Ο ΣΤΑΥΡΟΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ

ΤΟ ΠΙΣΤΩΝ ΤΟ ΣΤΗΡΙΓΜΑ

ΚΑΙ

ΤΩΝ ΔΑΙΜΟΝΩΝ ΤΟ ΤΡΑΥΜΑ

 

Ὁ Σταυρός τοῦ Χριστοῦ εἶναι το σύμβολον τῆς νίκης και τοῦ θριάμβου τοῦ Χριστοῦ, το σύμβολον τοῦ πνεύματος τῆς αὐταπαρνήσεως και τῆς αὐτοθυσίας, το σύμβολον τῆς γνήσιας, τῆς τέλειας ἀγάπης, το σύμβολον τῆς Ὑπακοῆς στο Θεῖον Θέλημα. Ὅποιος θέλει πραγματικά νά μάθῃ τί εἶναι γνήσια, θυσιαστική, ἀνυπόκριτη, ἀνιδιοτελής, τέλεια Ἀγάπη στο Θεό και τον πλησίον, ἀτενίζει το Σταυρό, με πίστι στή Σταυρική Θυσία τοῦ Χριστοῦ.



Ὁ Υἱός καί Λόγος  τοῦ Θεοῦ, τέλειος Θεός, «δούλου  μορφήν λαβών, ἐν ὁμοιώματι ἀνθρώπων γενόμενος  ἀπό ἄπειρη ἀγάπη, για μᾶς, ἐταπείνωσεν ἑαυτόν, γενόμενος ὑπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δέ Σταυροῦ, ἐσταυρώθη ἀντί ἡμῶν, ἐξαγίασε τό Ξύλον τοῦ Σταυροῦ, το Ξύλον τῆς κατάρας ἔγινε Ξύλον εὐλογίας, Φάρος φωτεινός, πού μᾶς φωτίζει τήν ὁδόν τῆς Ζωῆς. Μᾶς φωτίζει τήν Ὁδόν ἀπό τό· «κατ’ εἰκόνα» εἰς τό· «καθ’ ὁμοίωσιν». Ὁ Χριστός γίνεται Τύπος και Ὑπογραμμός τοῦ τελείου ἀγωνιζομένου ἀνθρώπου, «ἵνα ἐπακολουθήσωμεν τοῖς ἴχνεσιν Αὐτοῦ». Μᾶς ὁδηγεῖ  εἰς ὕψος θείας ἀναβάσεως. Μᾶς ὁδηγεῖ Ψηλά, στό Γολγοθᾶ, στό Θεό.  Ὁ δρόμος πρός τή θέωσι, εἶναι δρόμος τῆς ἐσταυρωμένης Ἀγάπης, εἶναι ὁ δρόμος τοῦ Σταυροῦ τοῦ Χριστοῦ.

Ἕνας εἶναι ὁ ὀρθός, ὁ τέλειος, ὁ ἅγιος τρόπος ζωῆς, ἡ  Ὁδός θείας ἀναβάσεως, πάνω ἀπό τά γήϊνα καί φθαρτά, διά τῆς ὁποίας μεταβαίνει ὁ ἄνθρωπος ἀπό τό σκοτάδι στο Φῶς, ἀπό τή γῆ στόν οὐρανό, ἀπό τήν ἀνθρωπίνη, στή Θεία διάστασι, ἀπό το ὑλικό, στό πευματικό Σύμπαν, ἀπό τό θάνατο στή ζωή. Εἷναι ἡ καθ’ ὑπερβολήν Ὁδός τῆς τέλειας Ἀγάπης στό Θεό καί τόν πλησίον, γιά τό Θεό. Καί αὐτή ἡ Ὁδός τῆς Ζωῆς εἶναι ὁ Υἱός και Λόγος τοῦ Θεοῦ, πού, γιά χάρι μας, σαρκώθηκε καί Σταυρώθηκε «ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτόν μή ἀπόληται, ἀλλ’ ἔχῃ ζωήν αἰώνιον» (Ἰωάν.γ΄15,16), καί «ἵνα ἐπακολουθήσωμεν τοῖς ἴχνεσιν Αὐτοῦ» (Α΄ Πέτρ. β΄ 21).


Ὁ Κύριος λέγει: «Ἐγώ εἰμι ἡ Ὁδός καί ἡ Ἀλήθεια και ἡ Ζωή· και οὐδείς ἔρχεται πρός τόν πατέρα εἰ μη δι’ ἐμοῦ»(Ἰωάν. ιδ΄ 6).«Καινήν Ἐντολήν δίδωμι ὑμῖν ἵνα ἀγαπᾶται ἀλλήλους, καθώς ἐγώ ἠγάπησα ὑμᾶς ἵνα και ὑμεῖς ἀγαπᾶτε ἀλλήλουςἘν τούτῳ γνώσονται πάντες ὅτι ἐμοί μαθηταί ἐστε, ἐάν ἀγάπην ἔχητε ἐν ἀλλήλοις» (Ἰωάν. ιγ΄34-35). Τό καινούργιο εἶναι νά ἀγαπᾶτε ὁ ἕνας τόν ἄλλον ὅπως ἐγώ σᾶς ἀγάπησα, μέχρι Σταυροῦ καί θανάτου. Βέβαια ὁ δρόμος πρός τό Γολγοθᾶ εἶναι ἀνηφορικός, δύσκολος, ἀλλά γλυκύς, γιατί μᾶς ἀνεβάζει Ψηλά, στό Θεό. Εἶναι ὁ δρόμος τῆς γνησίας  Ἀγάπης. «Καί ὁ Θεός ἀγάπη ἐστί, και ὁ μένων ἐν τῇ ἀγάπῃ ἐν τῷ Θεῷ μένει και ὁ Θεός ἐν αὐτῷ»(Α΄ Ἰωάν. δ΄16). Γι’ αὐτόν ἀκριβῶς τό λόγο καί  Ἱερός Χρυσόστομος λέγει ὅτι «τῆς γνησίας Ἀγάπης ἴσον ΟΥΔΕΝ». Διότι, ὅπως ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος τονίζει «Ἡ γνησία, ἡ ἐσταυρωμένη Ἀγάπη ΘΕΟΝ ΠΟΙΕΙ ΤΟΝ ΑΝΘΡΩΠΟΝ».

Για να γίνῃ ὅμως Θεός, κατά χάριν, ὁ ἄνθρωπος, ὀφείλει νά ἀκολουθήσῃ τά ματωμένα Χνάρια τοῦ Χριστοῦ, να βαδίσῃ  το δρόμο τοῦ Σταυροῦ, νά σηκώσῃ το Σταυρό του και να ἀνέβη Ψηλά, στό Γολγοθᾶ, στό Θεό. Καί, χωρίς ἀμφιβολία, εἶναι ἐπίπονος μέν, ἀλλά γλυκύς καί ὄμορφος ὁ πνευματικός ἀγῶνας και ὀ ἀντίδικος ἡμῶν Διάβολος παρεμβάλλει πολλά ἔμπόδια καί μάλιστα ὀδυνηρά. Ἀλλά ὁ Ἀπόστολος Παῦλος μᾶς βεβαιώνει, ἀπό τη δική του προσωπική πεῖρα, «ὅτι οὐκ ἄξια τά παθήματα τοῦ νῦν καιροῦ πρός τήν μέλλουσαν δόξαν ἀποκαλυφθῆναι εἰς ἡμᾶς»(Ρωμ. η΄ 18). Ἐξάλλου ὁ Χριστός ὁπλίζει τούς πιστούς Μαθητάς Του, μέ τήν πανοπλίαν τοῦ Θεοῦ πρός τό δύνασθαι ἡμᾶς στῆναι προς τάς μεθοδίας τοῦ διαβόλου(Ἐφεσ. στ΄ 11). Μᾶς δίδει τήν ἐ ξ ο υ σ ί α ν  τοῦ πατεῖν ἐπάνω ὄφεων και σκορπίων και ἐπί πᾶσαν την δύναμιν τοῦ ἐχθροῦ, καί ουδέν ἡμᾶς οὐ μη ἀδικήσῃ» (Λουκ. ι΄ 19). Καί ἀκόμη μᾶς χαρίζει, ὡς τό ἰσχυρότερον ὅπλον  κατά τοῦ Διαβόλου, τόν Τίμιον Σταυρόν,  τον ὁποῖον δέν μπορεῖ νά ἀτενίσῃ ὁ Διάβολος και τά δαιμόνια καί οἱ δαιμονάνθρωποι. Μπροστά στο ὅπλον τοῦ Σταυροῦ ἐξαφανίζονται τρέμοντες ἅπαντες.




Ὁ ἱερός Δαμασκηνός δοξάζει το Θεό για το ἰσχυρότατο ὅπλον τοῦ Σταυροῦ και ψάλλει:

«Κύριε, ὅπλον κατά τοῦ Διαβόλου, τον Σταυρόν σου ἡμῖν δέδωκας· φρίττει γάρ και τρέμει, μη φέρων καθορᾶν αὐτοῦ την δύναμιν· ὅτι νεκρούς ἀνιστᾷ καί θάνατον κατήργησε. Διά τοῦτο προσκυνοῦμεν, τήν ταφήν σου καί τήν Ἔγερσιν».

Ὁ Τίμιος Σταυρός φωτίζει το δρόμο τῆς Ζωῆς καί καθορίζει ὁποῖα πρέπει νἆναι ἡ Ἀγάπη μας πρός τόν Θεόν καί πρός τόν πλησίον καί πῶς ἀποκτᾶται. Ἡ δύναμις τοῦ Σταυροῦ, μᾶς ἐνισχύει στόν πνευματικό μας ἀγῶνα, ὥστε να φθάσουμε νικητές, στήν Κορυφή τῆς πνευματικῆς τελειότητος.



Εἶναι καιρός να ἀναλάβωμεν τόν Σταυρόν τοῦ Χριστοῦ, και, ἀκολουθοῦντες τά ματωμένα Χνάρια Του, και, με τη Χάρι Του, νά φθάσωμεν ἐνώπιον τοῦ Θρόνου τῆς Μεγαλοσύνης ἐν τοῖς οὐρανοῖς, εἰς την ἀδιατάρακτον διά θέας ἀπόλαυσιν τοῦ ἀπείρου Κάλλους τοῦ προσώπου τοῦ Κυρίου, ὑμνοῦντες καί εὐλογοῦντες τον Θεόν, εἰς  μακρότητα ἡμερῶν. ΑΜΗΝ.


«Σύ μου σκέπη κραταιά ὑπάρχεις, ὁ τριμερής Σταυρός τοῦ Χριστοῦ· ἁγίασόν με τῇ δυνάμει σου, ἵνα πίστει καί πόθῳ, προσκυνῶ καί δοξάζω σε».

«Σταυρέ τοῦ Χριστοῦ, χριστιανῶν ἡ ἐλπίς, πεπλανημένων ὁδηγέ, χειμαζομένων λιμήν, ἐν πολέμοις νῖκος, οἰκουμένης ἀσφάλεια, νοσούντων ἱατρέ, νεκρῶν ἡ ἀνάστασις, ἐλέησον ἡμᾶς».

«Σταυρός, ὁ φύλαξ πάσης τῆς οἰκουμένης· Σταυρός, ἡ ὡραιότης τῆς Ἐκκλησίας· Σταυρός, τῶν εὐσεβῶν ἀρχόντων τό κραταίωμα· Σταυρός, πιστῶν τό στήριγμα. Σταυρός, ἀγγέλων ἡ δόξα, καί τῶν δαιμόνων τό τραῦμα».

«Τόν Σταυρόν Σου προσκυνοῦμερν, Δέσποτα, καί τήν ἁγίαν Σου Ἀνάστασιν δοξάζομεν».

«Σῶσον, Κύριε, τόν λαόν Σου καί εὐλόγησον τήν κληρονομίαν Σου, νίκας τοῖς εὐσεβέσι κατά βαρβάρων δωρούμενος καί τό σόν φυλάττων διά τοῦ Σταυροῦ Σου πολίτευμα».



 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Τετάρτη 8 Σεπτεμβρίου 2021

«ΚΑΙ ΚΑΘΩΣ ΜΩΫΣΗΣ ΥΨΩΣΕ ΤΟΝ ΟΦΙΝ ΕΝ Τῌ ΕΡΗΜῼ,

ΟΥΤΩΣ ΥΨΩΘΗΝΑΙ ΔΕΙ ΤΟΝ ΥΙΟΝ

ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ»

 

Διά τῆς Παρακοῆς τῆς Ἐντολῆς τοῦ Θεοῦ, χωρισθήκαμε, μέ τήν θέλησί μας, ἀπό τόν Πανάγαθον καί Εὐεργέτην μας, ἀπομακρυνθήκαμε ἀπό την Πηγήν τῆς Ζωῆς, ξεντυθήκαμε το ἔνδυμα τῆς ἀφθαρσίας και, ἐνδεδυμένοι τήν φθοράν, γυμνοί τῆς Χάριτος, βρεθήκαμε εἰς την ἀπέναντι τοῦ Παραδείσου γῆν. Ἡ κατάντια τῆς ἀπομακρύνσεως τῶν ἀνθρώπων ἀπό τον Θεόν και τον Νόμον τῆς Ἀγάπης Του, δέν περιγράφεται. Τρομερά εἶναι τά δεινά τῆς ἀποστασίας. «Δέσμιοι τῆς γῆς», δέσμιοι σκότους καί αἰχμάλωτοι μακρᾶς, παρατεταμένης νυκτός (Σοφ. Σολ. 17,2), ὑποφέρουν, στενάζουν και νοσταλγοῦν τά κάλλη τοῦ Παραδείσου τῆς τρυφῆς. Με λαχτάρα περιμένουν τή λύτρωσι ἀπό τά δεινά τῆς δουλείας στήν ἁμαρτία. Ποιός μπορεῖ, ἀλήθεια, νά περιγράψῃ τήν Ὀδύνη τῶν Ἰουδαίων τήν περίοδο τῆς Φαραωνικῆς δουλείας στην Αἴγυπτο; Μόνον ὁ Πολυεύσπλαγχνος ἀκούει τούς στεναγμούς τῶν πεπεδημένων καί συγκαταβαίνει και τούς ἐλευθερώνει ἀπό τή δουλεία. Καί, ὡς στοργικός Πατέρας, τούς παραστέκει στο κάθε τους βῆμα και τούς σκεπάζει με τη Χάρι Του. Εἰς τήν ἔρημο τούς τρέφει μέ  τό οὐράνιο Μάννα καί μεταβάλλει τό πικρόν ὕδωρ τῆς Μερρᾶς εἰς γλυκύ και ἐνῶ θἄπρεπε να εὐχαριστοῦν τόν Εὐεργέτη και Ἐλευθερωτήν, αὐτοί, ἀχάρστοι, ἀγνώμονες, ὅπως οἱ περισσότεροι ἄνθρωποι στον κόσμον, γογγύζουν ἐναντίον τοῦ Θεοῦ καί νοσταλγοῦν τή δουλεία τῆς Αἰγύπτου. Ἔδειξαν τόσην ἀχαριστία και ἔλεγαν: «Ἡ ψυχή ἡμῶν προσώχθησεν ἐν τῷ ἄρτῳ τῷ διακένῳ τούτῳ. Καί ἀπέστειλε Κύριος,(προς νουθεσίαν), εἰς τόν λαόν τούς ὄφεις τούς θανατοῦντας, καί ἔδακνον τόν λαόν, καί ἀπέθανε λαός πολύς τῶν υἱῶν Ἰσραήλ»(Ἀριθμ. κα΄ 5-6). 



Ὁ λαός τότε μετενόησε και ζήτησε ἀπό τό Μωϋσῆ, νά προσευχηθῆ, γι’ αὐτούς, νά τούς συγχωρήσῃ ὁ Θεός. Καί ὁ Κύριος εἶπε στό Μωυσῆ: «Ποίησον σεαυτῷ Ὄφιν και θές, αὐτόν ἐπί σημείου, και ἔσται ἐάν δάκῃ ὄφις ἄνθρωπον, πᾶς ὁ δεδηγμένος ἰδών αὐτόν ζήσεται»(Ἀριθμ. κα΄ 7-8). Ζητεῖ ὁ Θεός να μετανοήσουν εἰλικρινά καί  νά προσβλέπουν στόν Χαλκοῦν ὄφιν, με πίστι στο Θεό. Ὁ Μωϋσῆς, πιστός στό  Θεό, «ἐποίησε ὄφιν χαλκοῦν και ἔστησεν ἐπί σημείου, και ἐγένετο ὅταν ἔδακνεν ὄφις ἄνθρωπον, και ἐπέβλεπεν ἐπί τόν ὄφιν τόν χαλκοῦν καί ἔζη»(Ἀριθμ. κα΄9). Ἔτσι, μέ πίστι στό Θεό ἐθεραπεύοντο. Το θαῦμα αὐτό στην ἔρημο εἶναι σαφεστάτη προεικόνισις τῆς Σταυρικῆς Θυσίας τοῦ σωτῆρος ἡμῶν Ἱησοῦ Χριστοῦ και τῆς σωτηρίας ἐκείνων πού πιστεύουν στο Χριστό και ἀτενίζουν μέ Πίστι προς Αὐτόν(Ἰωάν. γ΄ 14-16). Ὁ Εὐαγγελιστής τῆς ἀγάπης ἀναφέρεται στην ὕψωσι τοῦ Χαλκοῦ ὄφεως στήν ἔρημο ὑπό τοῦ Μωϋσέως και λέγει :«Καί καθώς Μωϋσῆς ὕψωσε τον ὄφιν 

ἐν τῇ ἐρήμῳ, γιά νά σώζωνται δι’ αὐτοῦ οἱ Ἰσραηλῖτες ἀπό τά δαγκώματα τῶν φιδιῶν τῆς ἐρήμου, ἔτσι, σύμφωνα μέ τό Μυστήριον τῆς Οἰκονομίας τοῦ Θεοῦ γιά τή σωτηρία μας, εἶναι ἀνάγκη, πρέπει νά κρεμασθῇ ἐπί τοῦ Σταυροῦ ὁ υἱός τοῦ ἀνθρώπου, να Σταυρωθῇ ὁ Χριστός, Ὁ Ἀναμάρτητος, ὡς ἄνθρωπος, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτόν μη ἀπόληται, ἀλλ’ ἔχῃ ζωήν αἰώνιον. Για να σώζωνται οἱ πιστοί στό Χριστό ἀπό τά δαγκώματα τῶν νοητῶν ὄφεων, τῶν πονηρῶν δαιμόνων. Νά σώζωνται, διά τῆς πίστεως στη Σταυρική Θυσία τοῦ Χριστοῦ, ἀπό το Θάνατο πού ἐπιφέρει σ’ αὐτούς ἡ ἁμαρτία. Βασική προϋπόθεσις τῆς σωτηρίας μας εἶναι ἡ πίστις στο Χριστό. Καί καθένας εἶναι ἐλεύθερος νά διαλέξῃ τή Ζωή ἤ το Θάνατο. Ἐκεῖνος, πού, ἐλεύθερα καί ἀβίαστα στρέφει μέ Πίστι τό βλέμμα του στόν Ἐσταυρωμένο σώζεται. Ἐκεῖνος πού δέν πιστεύει στο Χριστό, δέν μετανοεῖ, δεν στρέφει το βλέμμα του με πίστι στο Χριστό, ἀκολουθεῖ τό δρόμο του, μέ τή θέλησί του, δέν σώζεται,  καί πορεύεται προς την ἄβυσσον τῆς αἰώνιας Ὀδύνης.

Παρακαλῶ τό Θεό νά στερεώνῃ τή σαλεμένη μας καρδιά ἐπί τήν πέτραν τῶν Ἐντολῶν Του.



Κύριε Ἱησοῦ Χριστέ, ὡς Πανάγαθος, θέλεις καί, ὡς Παντοδύναμος ΜΠΟΡΕΙΣ. Διάνοιξε τόν νοῦν καί τήν καρδιά μας, νά κατανοήσουμε τόν πανάγιο καί ζωοποιό Σου λόγο.

Ἀξίωσέ μας, Πολυεύσπλαγχνε, να στρέψουμε, με πίστι το βλέμμα τῆς ψυχῆς και τοῦ σώματος Σέ Σένα τόν Λυτρωτή μας καί Θεό!

Ἀξίωσέ μας, Κύριε, εἰλικρινά μετανοιωμένοι, νά ἐπιστρέψουμε κοντά Σου, νά κλίνουμε τά γόνατα τῆς ψυχῆς καί τοῦ σώματος καί νά προσκυνοῦμε τον Τίμιον Σταυρόν Σου! 

Ἀξίωσέ μας, νά Σέ λατρεύουμε «ἐν πνεύματι και ἀληθείᾳ»  και, ἀσιγήτως, νά Σέ ὑμνοῦμε καί νά Σέ δοξάζουμε, σύν τῷ Πατρί καί τῷ ἁγίῳ Πνεύματι, εἰς πάντας τούς αἰῶνας. ΑΜΗΝ.




Δευτέρα 6 Σεπτεμβρίου 2021

«ΕΝΟΣ ΕΣΤΙ ΧΡΕΙΑ»



ΑΝΑΓΚΑΙΟΣ ΕΙΝΑΙ «Ο ΑΡΤΟΣ  ΤΗΣ ΖΩΗΣ»

 

Τό «Ἕν», πού ἔχουμε ἀπόλυτη ἀνάγκη εἶναι ὁ Χριστός, ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ, «ὁ δι’  οὖ τά πάντα ἐγένετο», «το Φῶς το ἀληθινόν, πού φωτίζει κάθε ἄνθρωπον, πού ἔρχεται στον κόσμο. Ὁ Ἀληθινός Μεσσίας, «ἡ προσδοκία τῶν Ἐθνῶν». Ὁ Χριστός εἶναι ἡ Αὐτοαλήθεια, ἡ Αὐτοζωή, τό Ὑπέρτατον Ἀγαθόν (Bene supremo), ὁ Θησαυρός τῶν θησαυρῶν, τό Α καί τό Ω, ἡ Ἀρχή καί τό Τέλος, ὁ Πρῶτος καί ὁ Ἔσχατος, ὁ Ὤν και ὁ Ἦν καί ὁ Ἑρχόμενος, ὁ Παντοκράτωρ» (Ἀποκ.α΄8.κα΄6.κβ΄13).


              «Ἴδε ὁ Ἀμνός τοῦ Θεοῦ ὁ αἴρων τήν ἁμαρτίαν τοῦ                              κόσμου»( Ἰωάν. α΄29).

«Ὁ Χριστός εἶναι ὁ ἄρτος τῆς ζωῆς, πού μᾶς εἶναι ἀπολύτως ἀναγκαῖος, για νά ζήσουμε καί νά δημιουργήσουμε Ἀξίες στή ζωή μας. Ὁ Χριστός εἶναι ἡ ἄμπελος ἡ ἀληθινή καί μεῖς εἴμαστε τά κλήματα. «Ὁ μένων ἐν ἐμοί, κἀγώ ἐν αὐτῷ», λέγει ὁ Κύριος, «οὗτος φέρει καρπόν πολύν, ὅτι χωρίς ἐμοῦ οὐ δύνασθε ποιεῖν οὐδέν»(Ἰωάν. ιε΄ 5-6).

Ὁ Χριστός εἶναι « ἄρτος τοῦ Θεοῦ ὁ καταβαίνων ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καί ζωήν διδούς τῷ κόσμῳ» (Ἰωάν.στ΄33). Εἷναι  ὁ ἐπί τῆς οὐσίας ἄρτος. Ὁ Χριστός μᾶς χαρίζει την πνοήν, τήν ζωή καί τά Πάντα. Ὁ Χριστός, ὁ παῖς, ὁ ἐκλεκτός τοῦ Θεοῦ, ὁ  Θαυμαστός  σύμβουλος, ὁ ἰσχυρός Θεός, ὁ Ἐξουσιαστής, Ἄρχων τῆς εἰρήνης. Αὐτός, εὐδοκίᾳ τοῦ Πατρός και συνεργείᾳ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἔρχεται στον κόσμο ἀπό ἄπειρη, γιά τά πλάσματά Του, ἀγάπη. Μᾶς εὐσπλαγχνίζεται.

Λαμβάνει δούλου μορφήν, γεννάται ἐκ Παρθένου καί ἐκ Πνεύματος Ἁγίου. Ἔρχεται κοντά μας, γιά νά ἁπαλύνῃ τόν πόνο μας, νά σπογγίσῃ τά δάκρυά μας, νά πλύνῃ καί νά γιάνῃ τίς πληγές μας, νά μᾶς ἀναστήσῃ ἀπό κάθε μας πτῶσι καί νά μᾶς ὑψώσῃ εἰς ὕψος θείας ἀναβάσεως. Μᾶς τρέφει μέ τό ζωοποιό Του λόγο, πού εἶναι τροφή καί τρυφή τῆς ψυχῆς, ἴαμα, θεραπεία. Ὁ Χριστός εἶναι πράγματι τό «Ἕν», πού ἔχουμε ἀπόλυτη ἀνάγκη καί γιά  νά τό ἀποκτήσουμε, χρειάζεται «νά ἐκλέξουμε τήν ἀγαθήν μερίδα» , ὅπως ἀκριβῶς ἡ Μεγαλόχαρη ἀφιερώθηκε εἰς τήν μελέτη τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ, τήρησε τάς Ἐντολάς και ἀνεδείχθη «ὑψηλοτέρα τῶν οὐρανῶν και καθαροτέρα λαμπηδόνων ἡλιακῶν», «τῶν φιλοθέων φιλοθεωτέρα και τῶν ἁγίων ἁγιωτέρα», Παναγία. Και ὅπως ἡ Μαρία ἡ ἀδελφή τοῦ Λαζάρου, τήν ἀγαθήν μερίδα, τό «Ἕν», τό Ὑπέρτατον Ἀγαθόν, ἐξελέξατο», καί, «παρακαθίσασα παρά τούς πόδας Αὐτοῦ ἤκουεν καί ἐφύλασσε τόν λόγον Αὐτοῦ, καί διά τοῦτο κέρδισε τήν Μακαριότητα. Διότι «μακάριοι εἶναι οἱ ἀκούοντες τόν λόγον τοῦ Θεοῦ καί φυλάσσοντες αὐτόν» (Λουκ. ια΄28). 

Ὅπως ἡ Παναγία ἐξελέξατο τό «Ἕν», τόν Χριστόν, ἔτσι καί μεῖς μποροῦμε, ἄν θέλουμε, νά ἐκλέξουμε τό «Ἕν» καί νά νοιώσουμε παρά τούς πόδας Αὐτοῦ, ἀσφαλεῖς καί νά βροῦμε γαλήνη και ἀνάπαυσι στήν ψυχή μας. Αὐτός εἶναι ἡ Ὁδός καί ἡ Ἀλήθεια, ἡ Ἀνάστασις και ἡ Ζωή, το Φῶς και ἡ Εἰρήνη τοῦ κόσμου. Ὁ Χριστός εἶναι ἡ ζωή μας και ἠ εἰρήνη μας, ἠ μόνη μας παρηγοριά, ἡ μόνη μας ἐλπίδα, τό Φρούριόν μας, τό Μόνον ἀσφαλές καταφύγιον. ΟΛΑ καί ΟΛΟΙ μᾶς ἐξαπατοῦν καί μᾶς ἐγκαταλείπουν. Αὐτός καί μόνον Αὐτός μένει κοντά μας καί δέν μᾶς ἐγκαταλείπει ποτέ. Τόν ἀρνούμαστε, Τόν βλασφημοῦμε, καθημερινά Τόν Σταυρώνουμε, στό πρόσωπον τῶν ἐλαχίστων ἀδελφῶν Του, κι’ Αὐτός μᾶς καταδιώκει, μέ τό Ἔλεός Του, ὡς ἄπειρη Ἀγάπη.

 Κύριέ μου, Ἰησοῦ, Σ' εὐχαριστῶ καί Σέ λατρεύω, μέ τήν καρδιά μου. Ὤ Γλυκύ μου Ἔαρ! Ὤ φῶς τῶν ὀφθαλμῶν μου! Συγχώρησε τά λάθη μου. Γονατίζω μπροστά στή Χάρι Σου!  Δέξου τά δάκρυά μου! Δέν βρίσκω λόγια, γιά νά ὑμνήσω τήν ἄφατη συγκατάβασί Σου, Κύριε!...Κατέβηκες κάτω, γιά νά ἀνέβουμε ἐμεῖς ἄνω. Ἔγινε ἄνθρωπος, γιά νά γίνουμε ἐμεῖς θεοί. Σέ ὑμνοῦμεν, Σέ εὐλογοῦμε καί Σέ δοξάζουμε Ὕψιστε Θεέ καί Κύριε τοῦ Ἐλέους ὅτι Σοί πρέπει πᾶσα δόξα, τιμή καί προσκύνησις, σύν τῷ Πατρί καί τῷ ἁγίῳ Πνεύματι, εἰς πάντας τούς αἰῶνας. Ἀμήν.

Πῶς ὅμως «ὁ Λόγος σάρξ ἐγένετο και ἐσκήνωσεν ἐν ἡμῖν»; Αὐτό εἶναι τό μέγα ὄντως τῆς εὐσεβείας Μυστήριον, τό χρόνοις αἰωνίοις σεσιγημένον Μυστήριον, τό Μυστήριον τῆς Οἰκονομίας τοῦ Θεοῦ, γιά τή λύτρωσι τοῦ Γένους τῶν ἀνθρώπων. Ξένον και Παράδοξον Μυστήριον, ὑπέρ λόγον και ἔννοιαν, δέν τό χωράει ὁ νοῦς μας...

Πότε ὅμως ὁ Θεός  ἀποκαλύπτει αὐτό τό Μέγα ὄντως τῆς Οἰκονομίας Μυστήριον;

Ὅταν ἦλθε τό πλήρωμα τοῦ χρόνου, δηλαδή ὅταν γεννήθηκε ἡ Μόνη ἐν γυναιξίν εὐλογημένη και καλή, ἡ ἄσπιλος, ἡ ἄμωμος, ἡ ἀμόλυντος Παρθένος, ἡ ὁποία ἐξέλεξε τήν ἀγαθήν μερίδα, τό «Ἕν», τό Ὑπέρτατον Ἀγαθόν  καί ἀφοσιώθηκε στό Θεό. Ὅταν γεννήθηκε ὁ ἔμψυχος Ναός τοῦ Θεοῦ, ἡ ἀξία νά δεχθῆ, νά γίνῃ τό ὄργανον στα Χέρια τοῦ Θεοῦ, ἡ ἀξία νά ἐπέλθῃ ἐπ’ αὐτῇ τό Πανάγιον Πνεῦμα καί νά γεννήσῃ τόν Υἱόν τοῦ Θεοῦ, τόν ἀληθινόν Μεσσίαν, τόν Σωτῆρα καί Λυτρωτήν τοῦ Κόσμου, τό «Ἕν», τό ὑπέρτατον Ἀγαθόν, τόν Ἐρχόμενον ἐν ὀνόματι Κυρίου, τόν Ἰησοῦν, τόν Σωτῆρα καί Λυτρωτήν τοῦ Σύμπαντος κόσμου,

Ἀνετράφη ἐν τῷ Ναῷ, μέ ἀδιάλειπτη Προσευχή καί ἀδιάκοπη μελέτη τοῦ Νόμου τοῦ Θεοῦ και ἀνεδείχθη  Παναγία, Κατοικητήριον και θρόνος Θεοῦ, ἡ ἐπουράνιος Κλῖμαξ, δι’ ἧς κατέβη ὁ Θεός και ἡ γέφυρα ἡ μετάγουσα τούς ἐκ γῆς προς οὐρανόν. Εἰς τήν πάναγνον Παρθένον ὀφείλουμε Τόν Χριστόν, πού ἔρχεται στή γῆ, πρός σωτηρίαν τοῦ Γένους τῶν ἀνθρώπων.



Βέβαια ὁμολογοῦμεν ὅτι  κανείς ἀπό μᾶς δέν εἶναι ἄξιος να ἐγκωμιάσῃ ἀξίως τήν μόνην Θεοτόκον.

«Καί τίς ἱκανός τοιοῦτον φράσαι μυστήριον; Ποῖον δέ φθέγξασθαι στόμα, ποία δέ γλῶσσα λαλῆσαι περί τῆς Μεγαλωνύμου Θεοτόκου; Αὕτη γάρ και τάς τῶν οὐρανῶν Δυνάμεις ἐξένισεν», λέγει ὁ Ἅγιος Ἐπιφάνιος. Πράγματι εἶναι «θαῦμα φρικτόν». Γεννᾶται ἡ τροφός τῆς ζωῆς ἡμῶν, ἡ τόν οὐράνιον ἄρτον ἐν τῇ γαστρί, γαλουχεῖται μαζῷ». Πράγματι

«Ἡ θεοχώρητος Κόρη, και Θεοτόκος ἁγνή, τῶν Προφητῶν το κλέος, τοῦ Δαυῒδ ἡ θυγάτηρ, σήμερον γεννᾶται ἐξ Ἰωακείμ, καί τῆς Ἄννης τῆς σώφρονος, καί τοῦ Ἀδάμ τήν κατάραν τήν εἰς ἡμᾶς, ἀνατρέπει ἐν τῷ τόκῳ αὐτῆς».

 Σήμερον τό «Ἕν», τοῦ ὁποίου ἔχομεν χρείαν, «ὁ ἄρτος τῆς Ζωῆς», Ἔρχεται κοντά μας. Συγκαταβαίνει ὁ Σωτήρ.

 «Σήμερον ὁ τοῖς νοεροῖς θρόνοις ἐπαναπαυόμενος Θεός, θρόνον ἅγιον  ἐπί γῆς ἑαυτῷ προητοίμασεν· ὁ στερεώσας ἐν σοφίᾳ τούς οὐρανούς, οὐρανόν ἔμψυχον, ἐν φιλανθρωπείᾳ κατεσκεύασεν· ἐξ ἀκάρπου γάρ ρίζης, φυτόν ζωηφόρον, ἐβλάστησεν ἡμῖν τήν μητέρα αὐτοῦ. Ὁ τῶν θαυμασίων Θεός, και τῶν ἀνελπίστων ἐλπίς, Κύριε  δόξα σοι»(Δοξαστικόν τῆς Ἑορτῆς).

 

«Ἡ Γέννησίς σου Θεοτόκε, χαράν ἐμήνυσε πάσῃ τῇ οἰκουμένῃ· ἐκ σοῦ γάρ ἀνέτειλεν ὁ Ἥλιος τῆς Δικαιοσύνης, Χριστός ὁ Θεός ἡμῶν· καί  λύσας τήν κατάραν, ἔδωκε τήν εὐλογίαν· καί καταργήσας τον θάνατον, ἐδωρήσατο ἡμῖν ζωήν την αἰώνιον» (Ἁπολυτίκιον τῆς ἑορτῆς).


Πράγματι ἡ Γέννησις τῆς Θεοτόκου μᾶς χαροποιεῖ, διότι ἐξ αὐτῆς ἀνέτειλεν Ὁ Ἥλιος τῆς Δικαιοσύνης, ὁ Χριστός ὁ Ἀληθινός Μεσσίας,   τό Ὑπέρτατον Ἀγαθόν, ὁ ἄρτος ὁ Οὐράνιος, ὁ ἄρτος τῆς Ζωῆς, τό «ἝΝ», το ὁποῖον καί ἔχουμε  Χρείαν. ΕΧΟΥΜΕ δέ ΧΡΕΟΣ  νά εὐχαριστοῦμε τον Θεόν, γιά την ἄφατον Αὐτοῦ συγκατάβασιν.



Ἄς παρακαλέσουμε τόν Θεόν, νά  μᾶς ἀξιώσῃ, διά τῶν πρεσβειῶν, τῆς Ἁγίας Θεοτόκου και ἀειπαρθένου Μαρίας, νά ἀνοίξουμε τήν καρδιά μας στό Χριστό, ὅτι «Ἑνός ἐστι χρεία»,   νά ἐγκολπωθοῦμε τό Εὐαγγέλιον τῆς Ἀγάπης Του καί νά τό κάνουμε «πρᾶξι» στήν καθημερινή μας ζωή καί, ἀσιγήτως νά Τόν δοξάζουμε «ἐν παντί τόπῳ τῆς Δεσποτείας Αὐτοῦ», διότι, Σ’Αὐτόν και μόνον Σ’Αὐτόν ἀνήκει ἡ τιμή, ἡ δόξα καί τό κράτος εἰς πάντας τούς αἰῶνας. ΑΜΗΝ.