Τρίτη 7 Σεπτεμβρίου 2021

«ΟΥΤΩΣ ΗΓΑΠΗΣΕΝ Ο ΘΕΟΣ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟΝ»

 

«ΩΣΤΕ

ΤΟΝ ΥΙΟΝ ΑΥΤΟΥ ΤΟΝ ΜΟΝΟΓΕΝΗ ΕΔΩΚΕ»

 

  «Τό γεγονός οὐκ ἀπογίνεται», λέγει ὁ Πλάτων. Και εἶναι γεγονός ὅτι «τόσο πολύ ἀγάπησε ὁ Θεός τόν κόσμον, ὥστε τόν Υἱόν Αὐτοῦ τόν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτόν μή ἀπόληται, ἀλλ’ ἔχει ζωήν αἰώνιον» (Ἰωάν. γ΄16).

Εἶναι ξένον καί παράδοξον Μυστήριον τό γεγονός αὐτό. Ξεπερνάει τή νοητική ἱκανότητα τοῦ ἀνθρώπου. Εἶναι ἕνα γεγονός, ἱστορικόν γεγονός, «ὑπέρ λόγον και ἔννοιαν». Δέν τό χωράει ὁ νοῦς μας. Προσεγγίζεται μόνον, μέ τόν πυρῆνα τῆς ψυχῆς, μέ τήν Ὀρθόδοξον Πίστιν.

Εἶναι ἕνα γεγονός, γιά τήν σχιζοφρενική μας Ἐποχή, σχεδόν ἀπρόσιτον, διότι, δυστυχῶς, ἔχουμε ἀπομακρυνθῆ πολύ ἀπό τήν Πηγή τοῦ ζῶντος Ὕδατος, ἀπό τον Ἕνα και Μόνον Ἀληθινόν Θεόν καί ἔχουμε ἐμπαγῆ «εἰς ἰλύν βυθοῦ». Πετρῶσαν’ οἱ καρδιές. «Ἐψύγη ἡ ἀγάπη τῶν πολλῶν». Οἱ λέξεις και οἱ ἔννοιες ἔχασαν το πραγματικό τους νόημα. Καί κυριαρχεῖ ἡ Ψευτιά καί ἡ Ὑποκρισία. Στήν πρᾶξι ἀρνούμαστε τον Ἀληθινόν Θεόν καί λατρεύουμε τό Βόρβορο, τό Διάβολο, τό Σατανᾶ, τό Μαμωνᾶ, τό Χρῆμα. Ἡ γνήσια, ἡ ἁγνή, ἡ θυσιαστική Ἀγάπη, ἡ ἀνυπόκριτη, ἡ Ἐσταυρωμένη Ἀγάπη εἶναι σχεδόν ἀνύπαρκτη στήν Ἐποχή μας. Ὅποιος μιλάει γιά ἁγνή, γνήσια ἀγάπη, εἶναι ὀπισθοδρομικός, ρατσιστής, ἀνόητος. Ὁ Σαίξπηρ λέγει ὅτι «Ζοῦμε σέ μιά ἐποχή, πού τό νά βλάψῃς ἄλλον, εἶναι πρᾶξι ἐπαινετή, καί ὅταν κάνῃς τό καλό, οἱ πιό πολλοί σέ παίρνουν γιά τρελλό».

Γι’αὐτό εἶναι πικρό καί τό νερό πού πίνουμε καί τό ψωμί πού τρῶμε «ἄρτος Ὀδύνης».

Δέν θέλουμε νά καταλάβουμε τήν ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ καί περισσότερο δέν θέλουμε νά καταλάβουμε ὅτι πήραμε τή ζωή μας λάθος. Δέν θέλουμε νά ἀλλάξουμε ζωή. Μισοῦμε τό Φῶς, καί δέν ἐρχόμαστε πρός τό Φῶς. Ἀγαπᾶμε τό σκοτάδι, τή φαυλότητα, γιατί εἶναι πονηρά τά ἔργα μας(πρβλ. Ἰωάν.γ΄19-20). Εἴμαστε καί παραμένουμε ἐλεεινοί καί τρισάθλιοι. Ὁ Χριστός, τό Ὑπέρτατον Ἀγαθόν, τό «Ἕν», τό ὁποῖον ἔχουμε ἀπόλυτη ἀνάγκη, ἔρχεται κοντά μας  καί   κρούει την Θύραν,

κι’ ἐμεῖς κωφεύουμε στήν ἁγία Του φωνή. Καί ὁ Κύριος, ὡς ἄπειρη Ἀγάπη, «ἵσταται ἐπί τήν Θύραν καί κρούει» καί περιμένει να ἀκούσουμε τη φωνή Του καί νά τοῦ ἀνοίξουμε τήν καρδιά μας, γιά νά μᾶς ἀνασύρῃ ἀπό τό Βόρβορο στόν ὁποῖον ἔχουμε ἐμπαγῆ. Ἔρχεται νά μᾶς λυτρώσῃ. Εἶναι ἄπειρη ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ και παραδίδει σέ μᾶς τούς παναθλίους τόν Μονογενῆ του Υἱόν, τόν Ἀληθινόν Μεσσίαν καί μεῖς δέν Τόν δεχόμαστε, ἀλλά Τόν συλαμβάνουμε καί τόν ὁδηγοῦμε στόν Γολγοθᾶ καί τόν

Σταυρώνουμε. Δέν θέλουμε νά κατανοήσουμε τήν ἄπειρη ἀγάπη τοῦ Θεοῦ και ἐμμένουμε ἐμπεπηγμένοι στή γῆ, ἐνῶ γνωρίζουμε ὅτι «τό ἐμμένειν ἐν τῇ ἁμαρτία εἶναι σατανικόν», Σταυρώνουμε τόν Ἀληθινόν Μεσσίαν, και περιμένουμε τόν Ψευτομεσσία, τόν Maitreya.

Καί ὁ Ἀληθινός Μεσσίας, ὁ Χριστός, μᾶς ἀγαπᾶ τόσο πολύ, ὥστε μέ τή θέλησί Του περιπατεῖ ἐν ἀγάπῃ καί παραδίδει ἑαυτόν ὑπέρ ἡμῶν προσφοράν και θυσίαν στό Θεό εἰς ὀσμήν εὐωδίας»(Ἐφεσ.ε΄2).



«Συνίστησι δέ τήν ἑαυτοῦ ἀγάπην εἰς ἡμᾶς ὁ Θεός, ὅτι  ἔτι ἁμαρτωλῶν ὄντων ἡμῶν Χριστός ὑπέρ ἡμῶν ἀπέθανε» (Ρωμ. ε΄ 8).

Ἡ ἀγάπη ὅμως τοῦ Θεοῦ δέν μᾶς ἐξαναγκάζει. Κάθε τί, πού γίνεται μέ ἐξαναγκασμό, μέ τό πιστόλι στόν κρόταφο, δέν καταλογίζεται, δέν ἔχει καμμιά ἀπολύτως ἀξία. Ὁ Ἐξαναγκασμός εἶναι Σατανισμός. Ὁ Θεός μᾶς ἔπλασε,  μέ νοῦν καί ἐλευθερίαν. Καί σέβεται τήν ἐλευθερίαν μας.

Μᾶς ἔπλασε «κατ’εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωσιν Αὐτοῦ». Ζητεῖ τήν συγκατάθεσί μας. Θέλει νά Τον δεχθοῦμε μέ  τήν καρδιά μας, μέ τή θέλησί μας, μέ τήν ἀγάπη μας. ἐλεύθερα και ἀβίαστα. Μᾶς ἀγάπησε δε τόσο πολύ, ὥστε παρέδωκε τον Υἱόν Του σέ μᾶς, τύπον καί ὑπογραμμόν σέ ὅλους. Καί γενόμενος ὑπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δέ Σταυροῦ, ἑκουσίως ἔπαθεν ὑπέρ ἡμῶν, ἑκουσίως «ἐσταυρώθη δι’ ἡμᾶς καί ἑκών ἐτάφη καί Ἀνέστη ἐκ νεκρῶν», «ἵνα ἐπακολουθήσωμεν τοῖς ἴχνεσιν αὐτοῦ» καί «ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτόν μή ἀπόληται, ἀλλ’ ἔχῃ ζωήν αἰώνιον». Κανείς δέν ἐξαναγκάζεται να ἀκολουθήσῃ τό Χριστό. Κανείς δέν ἐξαναγκάζεται νά πιστέψῃ στό Χριστό. Ὁ Χριστός , ὡς ἄπειρη Ἀγάπη, προίκισε τον ἄνθρωπον, μέ νοῦν, γιά νά διακρίνῃ τό Καλόν ἀπό το Κακόν, τήν Ὑπακοήν, πού εἶναι ζωή ἤ τήν Παρακοή, πού εἶναι Θάνατος καί νά προγνωρίζῃ τά ἀποτελέσματα τῆς ἐκλογῆς του. Τοῦ χάρισέ δέ καί ἐλευθερίαν, γιά νά μπορῇ νά ἐκλέγῃ καί νἆναι ὑπέυθυνος τῆς ἐκλογῆς του.

Εἶναι «κατ’ εἰκόνα Θεοῦ». Δέν ἐξαναγκάζεται καί συνεπῶς δέν μπορεῖ νά μεταβιβάσῃ σέ κανέναν ἄλλον τήν κατάντια του. Ἐάν πιστέψῃ ἐλεύθερα καί ἀβίαστα στό Χριστό, ἀκολουθεῖ τά Χνάρια Του καί εἰσέρχεται εἰς τήν Βασιλεία τοῦ Χριστοῦ, την ἡτοιμασμένην αὐτῷ ἀπό καταβολῆς κόσμου»(Ματθ.κε΄34). Γι’αὐτό Σταυρώθηκε ὁ Χριστός, «ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτόν μη ἀπόληται, ἀλλ’ ἔχῃ ζωήν αἰώνιον» (Ἰωάν. γ΄ 15,16).

Εἶναι θέμα ἐκλογῆς. Εἶναι ἐλεύθερος. Ἐάν θέλῃ πιστεύει. Δέν ἐξαναγκάζεται.  Ἐάν ὅμως  δέν πιστέψῃ στό Χριστό καί ἀκολουθήσῃ τό δικό του δρόμο,  θά φθάσῃ στό τέρμα πού διάλεξε, θα φθάσῃ, ὅπως λέγει ἡ Γραφήεἰς τό πῦρ τό αἰώνιον τῷ ἡτοιμασμένον τῷ διαβόλῳ καί τοῖς ἀγγέλοις αὐτοῦ»(Ματθ. κε΄ 41). Ὁ Κάθε ἄνθρωπος, ὡς εἰκόνα Θεοῦ, εἶναι ἐλεύθερος, νά διαλέξει. Ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ και Πατρός μᾶς ὁδηγεῖ στή ζωή, ἀλλά δέν μᾶς ἐξαναγκάζει. ΕΙΘΕ νά μᾶς ἀξιώσῃ ὁ πανάγαθος Θεός, νά  κατανοήσουμε τήν ἄπειρη ἀγάπη του, καί,  ἐλεύθερα καί ἀβίαστα,  νά ἀνοίξουμε τήν καρδιά μας στό Χριστό, νά πιστέψουμε στόν Ἀληθινόν Μεσσίαν, πού σταυρώθηκε για μᾶς,  νά ἐγκολπωθοῦμε τό Εὐαγγέλιον τῆς Ἀγάπης Του καί νά τό κάνουμε «πρᾶξι» στήν καθημερινή μας ζωή, γιά νά νοιώσουμε ἀσφαλεῖς, καί νά βροῦμε γαλήνη καί ἀνάπαυσι στήν ψυχή μας. ΕΙΘΕ νά μᾶς ἀξιώσῃ ὁ Κύριος, ἐν ἑνί στόματι καί μιᾷ καρδίᾳ, λόγῳ και ἔργῳ καί «ἐν παντί τόπῳ τῆς Δεσποτείας Αὐτοῦ», νά Τόν ὑμνοῦμεν ὡς Εὐεργέτην. ΕΙΘΕ ἐν καρδίᾳ καθαρᾷ, νά Τόν δοξάζωμεν, διότι Σ’Αὐτόν καί μόνον Σ’Αὐτόν, πού Σταυρώθηκε, γιά μᾶς, σύν τῷ Πατρί και τῷ ἁγίῳ  Πνεύματι, ἀνήκει ἡ τιμή, ἡ δόξα και το κράτος καί τώρα καί πάντοτε, καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. ΑΜΗΝ.



 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου