«ΟΥ ΒΙΑΖΕΤΑΙ ΔΕ ΤΙΝΑ ΔΙΑ ΤΟ ΑΥΤΕΞΟΥΣΙΟΝ».
Ὁ Πάνσοφος καί Πανάγαθος Θεός, ὁ Δημιουργός τοῦ Σύμπαντος κόσμου, «τά πάντα ἐν σοφίᾳ» ἐποίησεν. Ἔπλασε τόν ἄνθρωπον, «κατ’ εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωσιν Αὐτοῦ». Ὅπως ἔχουμε πῆ πολλές φορές, γιά νά γίνῃ σέ ὅλους συνείδησις, τόν τίμησε περισσότερο ἀπό ὅλα τά πλάσματά Του, τόν κατέστησε κορωνίδα τῆς ὅλης Δημιουργίας, τόν ἔπλασε μικρόν θεόν, μικρόν δημιουργόν, λογικόν και ἐλεύθερον. Τοῦ Χάρισε «Νοῦν», γιά νά διακρίνῃ τό Καλόν ἀπό τό Κακόν, καί «ἐλευθερίαν», γιά μπορεῖ νά ἐκλέγῃ καί νά εἶναι ὑπεύθυνος τῆς ἐκλογῆς του. Τοῦ πρόσφερε δέ καί Ὕλην εἰς τό αὐτεξούσιον, τήν Ἐντολήν, γιά νά ἔχῃ τή Χαρά τῆς ἐλευθερίας, νά μπορῇ νά ἐκλέγῃ αὐτό πού θέλει. Παρέθηκε ἐνώπιόν του τήν Ἀρετή καί τήν Κακία, τό πῦρ καί τό ὕδωρ, τή Ζωή καί τό Θάνατο. Προγνωρίζει ὁ ἄνθρωπος, ὡς λογικόν ὄν, ὅτι ἡ Ἐντολή εἶναι ἔκφρασις τῆς Ἀγάπης τοῦ Δημιουργοῦ, μέ τήν ὁποίαν καθοδηγεῖ τά πλάσματά Του, ὥστε νά ἀποφύγουν τήν κακή χρῆσι τοῦ νοῦ καί τῆς ἐλευθερίας τους. Τούς τονίζει ὅτι ἡ τήρησις τῆς ἐντολῆς, ἡ Ὑπακοή εἶναι ζωή, ἀδιατάρακτος, διά θέας, ἀπόλαυσις τοῦ ἀπείρου Κάλλους τοῦ προσώπου τοῦ Κυρίου, Θεία Κοινωνία. Ἐνῷ ἡ ἀθέτησις τῆς Ἐντολῆς, ἡ Παρακοή εἶναι Χωρισμός ἀπό τόν Θεόν, εἶναι αἰώνιος Θάνατος.
Ὁ ἄνθρωπος ὅμως, δυστυχῶς, δέν κατενόησε τήν τιμήν τοῦ «κατ’ εἰκόνα». Και ὅπως διαπιστώνῃ ὁ Προφήτης Δαυῒδ, καί εἶναι διαχρονική ἡ διαπίστωσίς του, ὁ «ἄνθρωπος ἐν τιμῇ ὤν οὐ συνῆκε, παρασυνεβλήθη τοῖς κτήνεσι τοῖς ἀνοήτοις και ὡμοιώθη αὐτοῖς» (Ψαλμ.48,13,21). Δηλαδή: ὁ ταλαίπωρος καί δυστυχής ἄνθρωπος, δέν κατενόησε τήν τιμήν τοῦ «κατ’εἰκόνα» καί κατέρριψε καί ἐξίσωσε τόν ἑαυτόν του πρός τά ἀνόητα κτήνη, τά ὁποῖα δέν ἔχουν νοῦν καί λογικόν, ὅπως αὐτός καί ὡμοιώθη πρός αὐτά, ζῆ δέ καί συμπεριφέρεται χειρότερα ἀπό τά κτήνη καί πεθαίνει σάν κτῆνος. Ἀκόμη καί σήμερα τό ἴδιο συμπεριφέρονται οἱ περισσότεροι ἄνθρωποι. Στρέφει "ο Μανασσής καί τρώγει τίς σάρκες του, κατεσθίει τόν ἀδελφόν του.
Ὁ Φιλάνθρωπος ὅμως Θεός, βλέπει τό θλιβερό κατάντημα στό ὁποῖον περιέρχονται οἱ ἄνθρωποι, ἐξ αἰτίας τῆς κακῆς χρήσεως «τοῦ νοῦ καί τῆς ἐλευθερίας τους» καί μᾶς εὐσπλαγχνίζεται. Τόσο πολύ δέ μᾶς ἀγάπησε, ὥστε τόν Υἱόν αὐτοῦ τόν μονογενῆ ἔδωκε, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτόν μή ἀπόληται, ἀλλ’ ἔχῃ ζωήν αἰώνιον»(Ἰωάν. γ΄ 15,16).
Ὡς Παντοδύναμος μπορεῖ νά μᾶς ἐξαναγκάσῃ νά ἀκολουθήσουμε τό δρόμο τῆς ζωῆς, νά μᾶς ἐξαναγκάσῃ νά ὑπακούσουμε στίς Ἐντολές Του. Ὅμως δέν μᾶς ἐξαναγκάζει. «Οὐ βιάζεται δέ τινα διά τό αὐτεξούσιον». Θέλει, μέ τή θέλησί μας, να ἐκλέξουμε τήν Ὁδόν τῆς Ζωῆς καί νά κατακτήσουμε τήν τελειότητα, μέ τή θέλησί μας, νά φθάσουμε ἀπό τό· «κατ’εἰκόνα» εἰς τό· «καθ’ ὁμοίωσιν», καί ἀπό «δυνάμει θεοί», νά γίνουμε καί «ἐνεργείᾳ θεοί». Δι’ αὐτόν ἀκριβῶς τό λόγο, ἀπό ἄπειρη ἀγάπη, γιά τά πλάσματά Του, ὁ Θεός, μᾶς ἔδωκε τόν Υἱόν Του. Εὐδοκίᾳ τοῦ Πατρός, λοιπόν, καί συνεργεία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἑκουσίως, ὁ Υἱός «μορφήν δούλου λαμβάνει».
Ὁ Χριστός, ὁ Ἀληθινός Μεσσίας, ἔρχεται κοντά μας. Ταπεινώνει τόν ἑαυτόν Του, γενόμενος ὑπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δέ Σταυροῦ. Γίνεται Τύπος καί Ὑπογραμμός στό Θεῖον Θέλημα, σέ ὅλους μας. Καί, μέ τή Θέλησί Του, ὑψώνεται στό Ξύλον τοῦ Σταυροῦ, «ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτόν μή ἀπόληται, ἀλλ’ ἔχῃ ζωήν αἰώνιον», καί «ἵνα ἐπακολουθήσωμεν τοῖς Ἴχνεσιν Αὐτοῦ», χωρίς ἐξαναγκασμό, ἐλεύθερα καί ἀβίαστα, «Ὅστις θέλει», «Ἐάν τις διψᾷ ἐρχέσθω πρός με καί πινέτω» (Ἰωάν΄ ζ΄ 37). «Ὁ διψῶν ἐρχέσθω, καί ὁ θέλων λαβέτω ὕδωρ ζωῆς δωρεάν»(Ἀποκ. κβ΄17).
Ὁ Θεός, ὡς ἄπειρη ἀγάπη, «θέλει πάντας ἀνθρώπους σωθῆναι καί εἰς ἐπίγνωσιν ἐλθεῖν»(Α΄ Τιμ. β΄ 4). Μᾶς θέλει ὅλους κοντά Του και μᾶς καλεῖ ὁ Χριστός λέγων: «Δεῦτε πρός με πάντες οἱ κοπιῶντες καί πεφορτισμένοι, κἀγώ ἀναπαύσω ὑμᾶς. Ἄρατε τόν ζυγόν μου ἐφ’ ὑμᾶς καί μάθετε ἀπ’ ἐμοῦ ὅτι πρᾷός εἰμι καί ταπεινός τῇ καρδίᾳ, καί εὑρήσετε ἀνάπαυσιν ταῖς ψυχαῖς ὑμῶν· ὁ γάρ ζυγός μου χρηστός καί τό φορτίον μου ἐλαφρόν ἐστιν»(Ματθ. ια΄28-30).Καί πραγματικά, «αἱ Ἐντολαί τοῦ Κυρίου βαρεῖαι οὐκ εἰσίν»(Α΄ Ἰωάν. ε΄3).Μᾶς καλεῖ, ἀλλά δέν μᾶς ἐξαναγκάζει. «Ὅστις θέλει…».
Ὅ, τι δήποτε γίνεται μέ τό πιστόλι στόν κρόταφο, μέ ἀξαναγκασμό, δέν ἔχει ἀξία. Ὅλοι εἴμαστε προσκεκλημένοι τῆς Ἀγάπης Του, ἀλλά θέλει νά ἔλθουμε κοντά Του, μέ τή θέλησί μας, μέ τήν καρδιά μας. Ὁ Πανάγαθος καί Πάνσοφος Θεός σέβεται τήν ἐλευθερία μας. Δυστυχῶς ὅμως οἱ ἄνθρωποι δέν σέβονται ὁ ἕνας τήν ἐλευθερίαν τοῦ ἄλλου.
Ὁ Εὐαγγελιστής τῆς Ἀγάπης, ἀναφέρει ὅτι ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, «τό Φῶς πού φωτίζει πάντα ἄνθρωπον ἐρχόμενον εἰς τόν κόσμον»(Ἰωάν. α΄9), «εἰς τά ἴδια ἦλθε καί οἱ ἴδιοι αὐτόν οὐ παρέλαβον. Ὅσοι δέ ἔλαβον αὐτόν, ἔδωκεν αὐτοῖς ἐξουσίαν τέκνα Θεοῦ γενέσθαι, τοῖς πιστεύουσιν εἰς τό ὄνομα Αὐτοῦ»(Ἰωάν. α΄11-12). Σ’ αὐτούς, πού Τόν δέχθηκαν καί πίστεψαν στό ὄνομά Του «ἔδωκεν, ἐξουσίαν τέκνα Θεοῦ γενέσθαι καί ἐξουσίαν τοῦ πατεῖν ἐπάνω ὄφεων καί σκορπίων καί ἐπί πᾶσαν τήν δύναμιν τοῦ ἐχθροῦ»(Λουκ.ι΄19).
Τόν δέχθηκαν χωρίς ἐξαναγκασμόν. Τόν δέχθηκαν, μέ τη Θέλησί τους. Ὅστις
θέλει τόν δέχεται ἤ ὄχι.
Ἐκεῖνος ὅμως ὁ ὁποῖος τόν δέχεται καί θέλει νά Τόν ἀκολουθήσῃ
ΟΦΕΙΛΕΙ νά ἐγκολπωθεῖ τό Πνεῦμα τῆς Αὐταπαρνήσεως και τῆς Αὐτοθυσίας Αὐτοῦ.
«Ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἀκολουθεῖν, ἀπαρνησάσθω ἑαυτόν
και ἀράτω τον σταυρόν αὐτοῦ, καί ἀκολουθείτω μοι» (Μάρκ. η΄ 34. Ματθ. ιστ΄ 24. Λουκ.θ΄23). Ναί, ὅποιος θέλει, ἐλεύθερα καί ἀβίαστα,
νά μέ ἀκολουθήσῃ, ΟΦΕΙΛΕΙ :
Α) ΑΠΑΡΝΗΣΑΤΩ ΕΑΥΤΟΝ.
Πολλοί παρερμήνευσαν τήν προσταγή Του καί βασάνιζαν τό σῶμα τους. Ὑπῆρξαν ἄνθρωποι πού κτυποῦσαν μέ ἁλυσίδες καί μάτωναν τό σῶμα τους, νομίζοντας πώς ἔτσι ἀρνοῦνται τον ἑαυτό τους. Αὐτοί εἶναι οἱ ἀλυσούμενοι, στήν Ἱστορία. Ἄλλοι ἔμεναν ἄπλυτοι καί ἄφηναν ἀκάθαρτο τό σῶμα τους καί εἶχαν ψεῖρες, νομίζοντας πώς ἔτσι τηροῦν τήν προσταγή τοῦ Χριστοῦ. Εἶναι οἱ λεγόμενοι φθειριόντες. Μιά Γαλλίδα ἔβγαζε μέ τανάλια τά δόντια της, και ἄλλοι μέ διαφόρους τρόπους βασάνιζαν τό σῶμα τους. Ἀλλά παρερμήνευαν τήν Ἐντολήν. Διότι τό σῶμα, τῶν πιστῶν στό Χριστό, εἶναι Ναός τοῦ ἐν αὐτοῖς ἁγίου Πνεύματος και ὅλοι ὀφείλουμε νά φροντίζουμε γιά τήν ὑγείαν τοῦ σώματος καί νά τό διατηροῦμε καθαρόν και εὐπρεπές, ὡς Ναόν τοῦ ἐν ἡμῖν ἁγίου Πνεύματος. Ὁ Παῦλος λέγει: «Οὐκ οἴδατε ὅτι ναός Θεοῦ ἐστε καί τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ οἰκεῖ ἐν ὑμῖν; Εἴ τις τόν ναόν τοῦ Θεοῦ φθείρει, φθερεῖ τοῦτον ὁ Θεός· ὁ γάρ ναός τοῦ Θεοῦ ἅγιός ἐστιν, οἵτινές ἐστε ὑμεῖς» (Α΄ Κορινθ. γ΄16-17). «Οὐδείς γάρ ποτε τήν ἑαυτοῦ σάρκα ἐμίσησεν, ἀλλ’ ἐκτρέφει καί θάλπει αὐτήν, καθώς καί ὁ Κύριος τήν Ἐκκλησίαν» ( Ἐφεσ. ε΄ 29). Τί σημαίνει, λοιπόν, το· «Ἀπαρνησάτω ἑαυτόν»; Σημαίνει: νά ἀπαρνηθοῦμε τόν Κακόν μας ἑαυτόν, τά βρωμερά μας Πάθη, τά ἐλαττώματά μας, τίς κακές μας συνήθειες καί τίς βρωμερές και παράνομες συναναστροφές. Νά μή μᾶς κυριεύει τό φρόνημα τῆς σαρκός, πού παρέρχεται, εἶναι ἔχθρα εἰς Θεόν καί φέρει στήν ψυχή καί τή ζωή μας τό Θάνατο(Ρωμ. η΄ 6,7). «Ἀπαρνησάτω ἑαυτόν» σημαίνει, νά ἀνοίξουμε τόν νοῦν και την καρδιά μας, στό «φρόνημα τοῦ Πνεύματος, πού εἶναι ζωή καί εἰρήνη»(Ρωμ.η΄6).
Το σῶμα εἶναι φθαρτόν καί παρέρχεται καί τό φροντίζουμε ὡς φθαρτόν καί ὡς ναόν τοῦ ἐν ἡμῖν ἁγίου Πνεύματος. Πολύ δε περισσότερο ὀφείλουμε νά φροντίζουμε τήν ἀθάνατη ψυχή μας καί νά ἀρνούμαστε τά βρωμερά πάθη τῆς σαρκός. Τό· «ἀπαρνησάτω ἑαυτόν», γι’ αὐτόν πού θέλει νά ἀκολουθήσῃ τόν Κύριον σημαίνει νά ἀπαρνηθῆ κάθε σωματική βρωμερότητα. Ὀφείλει να ἀπαρνηθῆ τά φανερά βρωμερά ἔργα τῆς σαρκός, τά ὁποῖα εἶναι μοιχεία, πορνεία, ἀκαθαρσία, ἀσέλγεια, εἰδωλολατρία, φαρμακεία, ἔχθραι, ἔρεις, ζῆλοι, θυμοί, ἐριθεῖαι, διχοστασίαι, αἱρέσεις, φθόνοι, φόνοι, μέθαι, κῶμοι καί τά ὅμοια τούτοις» (Γαλάτ. ε΄19-21). «Διά τοῦτο καί οἱ Μαθηταί τοῦ Χριστοῦ την σάρκα ἐσταύρωσαν σύν τοῖς Παθήμασι και ταῖς ἐπιθυμίαις» (Γαλάτ. ε΄24).
Δέν νοεῖται δοῦλος τῶν Παθῶν νά εἶναι συγχρόνως καί πιστός ἀκόλουθος τοῦ Χριστοῦ. «Ὅστις
θέλει ὀπίσω μου ἀκολουθεῖν, ἀπαρνησάτω ἑαυτόν. Δηλαδή ὀφείλει να καθαρίσῃ τόν ἑαυτόν του ἀπό κάθε ὑλική καί
ἀκάθαρτη ἡδονή, ἀπό παντός μολυσμοῦ σαρκός καί πνεύματος, γιά νά μπορέσῃ νά ἀκολουθήσῃ
τά ματωμένα Χνάρια τοῦ Χριστοῦ καί νά μπορέσῃ συνέχει νά τηρήσῃ τόν δεύτερον ἀναγκαῖον
ὅρον γιά νά ἀκολουθήσῃ τον Κύριον. Δεύτερος ὅρος εἶναι τό·
«ΚΑΙ ΑΡΑΤΩ ΤΟΝ ΣΤΑΥΡΟΝ ΑΥΤΟΥ». Aὐτό σημαίνει, ὅ, τι λακωνικά, λέγει ὁ Κύριος: νά εἶναι ἀποφασισμένος ὁ πιστός νά ὑποστῇ, γιά Μένα, ὄχι μόνον κάθε θλῖψι καί κάθε δοκιμασίαν, ἀλλά καί αὐτόν ἀκόμη τόν ἐπώδυνον σταυρικόν θάνατον. Σημαίνει νά πάρῃ τήν ἀπόφασιν, «καθαρός ἀπό κάθε ὑλική καί ἀκάθαρτη ἡδονή, νά ἐπιτελῇ ἁγιωσύνην ἐν φόβῳ Θεοῦ» (Β΄Κορινθ.ζ΄1). Νά ζῇ εὐσεβῶς ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ, καθώς πρέπει ἁγίοις, νά τηρεῖ ἀνά πᾶσαν στιγμήν τό καθῆκον του, ἔτσι ὥστε νά φθάσῃ εἰς τόν τρίτον ὅρον·
ΚΑΙ ΑΚΟΛΟΥΘΕΙΤΩ ΜΟΙ, πού σημαίνει νά ἀκολουθῇ πιστά τά ματωμένα Χνάρια τοῦ Χριστοῦ, νά διαφυλάσσῃ τόν ἑαυτόν του παρθένον, καθαρόν, καί «νά ἀκολουθῇ τῷ Ἀρνίῳ ὅπου ἄν ὑπάγῃ» (Ἀποκ. ιδ΄4). «Καί ἀκολουθείτω μοι» σημαίνει νά γίνουμε μιμητές τοῦ Θεοῦ, ὡς τέκνα ἀγαπητά, καί νά περιπατοῦμε ἐν ἀγάπη, καθώς ὁ Χριστός μᾶς ἀγάπησε καί παρέδωκε τον ἑαυτόν Του, για μᾶς προσφοράν καί θυσίαν εἰς τόν Θεόν εἰς ὀσμήν εὐωδίας, ἔτσι κι’ ἐμεῖς νά εἴμαστε ἕτοιμοι, ὅπως ὁ Χριστός, νά προσφέρουμε τόν ἑαυτόν, για τούς ἄλλους, ἀκόμη καί νά σταυρωθοῦμε, για τούς Σταυρωτές μας. Το· Ἀκολουθείτω μοι, σημαίνει νἆναι ἡ ζωή μας, σιωπηλή, ταπεινή, λατρευτική προσκύνησις τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, νἆναι συνεχής Δοξολογία, ἀκατάπαυστος Εὐχαριστία στό Θεό, ὥστε νά φθάσουμε, ὑμνοῦντες και εὐλογοῦντες τον Θεόν, εἰς τήν προπτωτικήν ἀδιατάρακτον διά θέας ἀπόλαυσιν τοῦ ἀπείρου Κάλλους τοῦ Προσώπου τοῦ Κυρίου εἰς μακρότητα ἡμερῶν. ΑΜΗΝ.
Γένοιτο. Ο Θεός μεθ ημών
ΑπάντησηΔιαγραφή