Ζβ
Βασική προϋπόθεσις ἐπιτυχίας
τῆς ἀποστολῆς μας, ἡ γνήσια ἀγάπη
καί
«ἡ σιωπηλή εὐγλωττία τοῦ βίου»
Ὁ Κύριος μᾶς τιμᾶ
καί μᾶς ἀποστέλλει στόν κόσμο νά συνεχίσουμε τό κοσμοσωτήριο ἔργο Του. Εἶναι αὐτονόητον
ὅτι ὀφείλουμε νά ἔχουμε Ὁδηγό στό ἔργο μας τή γνήσια ἀγάπη, τό Χριστό. Χωρίς
τήν ἀγάπη, χωρίς τό Χριστό δέν θά ἐπιτύχουμε στήν ἀποστολή μας. Ὁ Κύριος εἶναι ἡ
ἄμπελος ἡ ἀληθινή καί μεῖς εἴμαστε τά κλήματα. «Ὁ μένων ἐν ἐμοί κἀγώ ἐν αὐτῷ, οὗτος φέρει καρπόν πολύν, ὅτι χωρίς ἐμοῦ
οὐ δύνασθε ποιεῖν οὐδέν» (Ἰωάν.
ιε΄ 5), λέγει ὁ Κύριος.
Πῶς θά κηρύξουμε τήν ἀγάπη, ἐάν ἐμεῖς οἱ
ἴδιοι δέν εἴμαστε ἑνωμένοι μέ τήν ἐνσαρκωμένη Ἀγάπη, μέ τόν Χριστό, καί δέν ἔχουμε
τή δική Του ἀγάπη; Πῶς θά
διορθώσουμε τά λάθη τῶν ἄλλων, ἐάν πρῶτα δέν διορθώσουμε τόν ἑαυτό μας (παρβλ. καί Ματθ. ζ΄
3-5);
Πῶς
θά καθαρίσουμε τή λάσπη καί τίς ἀκαθαρσίες μέσα ἀπό τίς ψυχές τῶν ἀνθρώπων, ἐάν
πρῶτα δέν καθαρίσουμε τή δική μας καρδιά;
Πῶς θά κάμουμε κατά
Θεόν σοφούς τούς συνανθρώπους μας, ἐάν δέν ἀποκτήσουμε ἐμεῖς
πρῶτα τήν σοφίαν τοῦ Θεοῦ; Πῶς θά
φωτίσουμε τούς ἄλλους, ἐάν πρῶτα ἐμεῖς δέν γίνουμε φῶς; Πῶς θά φέρουμε τούς ἄλλους κοντά στό Θεό, ἐάν πρῶτα ἐμεῖς οἱ ἴδιοι
δέν Τόν πλησιάσουμε;
Πῶς θά ἁγιάσουμε τούς
συνανθρώπους μας, ἐάν πρῶτα δέν ἁγιασθοῦμε ἐμεῖς; Διότι ἀποστολή μας εἶναι
νά τούς πιάσουμε ἀπό τά χέρια καί νά
τούς ὁδηγήσουμε, νά τούς συμβουλεύσουμε
δέ μέ σύνεσι. Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ
Θεολόγος μᾶς συμβουλεύει καί λέγει ὅτι: «Καθαρθῆναι δεῖ πρῶτον, εἶτα καθᾶραι,
σοφισθῆναι, καί οὕτω σοφίσαι, γενέσθαι φῶς, καί φωτίσαι, ἐγγίσαι Θεῷ καί
προσαγαγεῖν ἄλλους, ἁγιασθῆναι, καί ἁγιάσαι,
χειραγωγῆσαι μετά χειρῶν, συμβουλεῦσαι μετά συνέσεως» (Ἀπολογ. (Β) τῆς εἰς τόν Πόντον φυγῆς ΟΑ΄ ΒΕΠΕΣ 58, 29-32).
Βασική,
λοιπόν, προϋπόθεσις ἐπιτυχίας εἶναι ἡ
ἀγάπη καί ἡ «σιωπηλή εὐγλωττία ἁγίου
βίου».
Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος λέγει: «Ρίξε τό δίχτυ τῆς ἀγάπης,
ὥστε νά μή μεγαλώσῃ τό κακό, ἀλλά νά θεραπευθῇ. Δεῖξε ὅτι ἀπό εὐμενῆ διάθεσι
προτίθεσαι νά προσφέρῃς γιά κάθε χρῆσι τό θησαυρό που κρατᾶς. Ρίξε τό μελένιο ἀγκίστρι
(τό ἀγκίστρι τό καμωμένο ἀπό μέλι),
ρίξε τό γλυκό σάν μέλι ἀγκίστρι τῆς συμπάθειας κι’ ἔτσι, ἀναζητώντας μέσα
στό βαθύ πνευματικό σκοτάδι, ἀνάσυρε ἀπό
τό βάθος τῆς ἀπώλειας αὐτόν, πού βούλιαξε σ’ αὐτό τό σκοτάδι. Ἐκεῖνο πού
θεωρήθηκε σωστό ἀπό προκατάληψι ἤ ἄγνοια ἔλεγξέ το ὡς ξένο πρός τήν ἀποστολική Παράδοσι. Κι’ ἄν
θελήσῃ νά παραδεχθῇ τήν πλάνη του ὁ αἱρετικός καί δεχθῇ τόν ἔλεγχόν σου,
σύμφωνα μέ τήν προφητική ρῆσι καί ἐκεῖνος θά μετάσχῃ στή ζωή καί σύ θά σώσῃς
τήν ψυχή σου. Κι’ ἄν πάλι δέν θελήσῃ νά ὑποχωρήσῃ, ἀλλά ἐπιμένει μέ διάθεσι φιλονικίας, γιά νά μή θεωρηθῇς ὑπεύθυνος,
πρόβαλε τίς θέσεις σου μέ τρόπο ἤπιο καί ἀξιοπρεπῆ, ὥστε ὁ Κριτής νά μή σοῦ
ζητήσῃ λόγο γιά τήν ψυχή του. Χωρίς
μῖσος, χωρίς ἀποστροφή, χωρίς φοβέρες, ἀλλά δείχνοντάς του
εἰλικρινῆ καί γνήσια ἀγάπη. Κέρδισε τοὐλάχιστον αὐτήν, ἀφοῦ δέν θἆναι
δυνατόν νά ὠφελήσῃς σέ τίποτε ἄλλο. Αὐτή εἶναι ἀρκετά μεγάλη ὠφέλεια, αὐτό εἶναι
κέρδος, νά τόν ἀγαπήσῃς καί νά τόν διδάξῃς μέ τό παράδειγμα τοῦ Χριστοῦ» (Migne P.G. 48, 949).
Στή θέσι πού βρίσκεται ὁ καθένας ἀπό μᾶς, ἄς προσέξῃ τί ἔκαμε ὁ Χριστός. Ἄς προσέξουμε καί ἄς
ἀκολουθήσουμε τό Παράδειγμά Του. Ὁ Χριστός, τέλειος Θεός, ἔγινε καί τέλειος ἄνθρωπος.
«Ἑαυτόν ἐκένωσεν», ἔλαβε «μορφήν δούλου». Γεννήθηκε σάν ταπεινός ἄνθρωπος, ἀπό ἄπειρη
ἀγάπη. Ἄφησε τό Θεϊκό Του Θρόνο καί ἦλθε κοντά μας, γιά
νά σπογγίσῃ τά δάκρυά μας, νά ἁπαλύνῃ τόν πόνο μας, νά φωτίσῃ τά σκοτάδια μας,
νά μᾶς ἐλευθερώσῃ ἀπό τή δουλεία τῆς ἁμαρτίας, νά μᾶς λυτρώσῃ ἀπό τά δεινά, νά
καθαρίσῃ μέσα ἀπό τήν καρδιά μας τή λάσπη καί τίς ἀκαθαρσίες, πού ἔχουμε σωρεύσει,
ἀπό κακή χρῆσι τοῦ νοῦ καί τῆς ἐλευθερίας μας, νά ἀφαιρέσῃ μέσα ἀπό τήν ψυχή μας τήν ὀδύνη, τή θλῖψι, τόν πόνο
καί τίς συμφορές. Ἔρχεται ὁ Χριστός, «χθές
καί σήμερον ὁ αὐτός καί εἰς τούς αἰῶνας»
(Ἑβρ. ιγ΄8), καί καθαρίζει τήν ψυχική καί σωματική μας λέπρα,
φωτίζει τά σκοτάδια μας καί θεραπεύει «πᾶσαν
νόσον καί πᾶσαν μαλακίαν ἐν τῷ λαῶ» (Ματθ. θ΄35). Σταυρώθηκε γιά χάρι μας καί Ἀναστήθηκε, γιά νά μᾶς ἀναστήσῃ,
νά μᾶς ὑψώσῃ, νά μᾶς δοξάσῃ καί νά μᾶς καταστήση μετόχους τῆς Νίκης καί τοῦ Θριάμβου τῆς Βασιλείας Του. Ἔρχεται καί ἀνοίγει
τίς Πύλες τοῦ Οὐρανοῦ καί τήν ἀγκαλιά Του διάπλατη σέ ὅλους. Δέν ἐξαναγκάζει.
Προσκαλεῖ καί δέχεται ὅλους μας κοντά Του, «Οὐ βιάζεται δέ τινα διά τό αὐτεξούσιον».
«Ὅστις θέλει…».
Τά
γεγονότα τῆς ζωῆς τοῦ Χριστοῦ πρέπει νά συντελεσθοῦν στή ζωή κάθε πιστοῦ, πολύ
δέ περισσότερο στή ζωή τοῦ Ἱερέως, πού μέ τή Χάρι τοῦ Θεοῦ καταστάθηκε Ποιμένας
καί Διδάσκαλος τῆς Ἐκκλησίας, γιά νά κηρύττῃ καί νά διδάσκῃ,
λόγῳ καί ἔργῳ, τό Εὐαγγέλιον τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ.
Οἱ
Ἱερεῖς ὀφείλουμε νά βρισκώμαστε πάντοτε ἐπί σκοπόν, ἄγρυπνοι φύλακες, ποιμένες καί ἐπίσκοποι τῶν ψυχῶν,
πού μᾶς ἐμπιστεύεται ὁ Κύριος, «ὡς λόγον
ἀποδώσοντες» (πρβλ. Α΄ Πέτρ.
β΄ 25. Ἑβρ. ιγ΄ 17).
Δέν
ἐπιτρέπεται νά περιμένουμε στό θρόνο μας,
στή θεσούλα μας, καί νά θέλουμε ἀπό τή σκοπιά «τῆς καλοπέρασής μας» νά σώσουμε τούς συνανθρώπους μας καί νά
λύσουμε τά προβλήματά τους. Ὀφείλουμε καί μεῖς, σάν τόν Χριστό, νά ἀφήσουμε τό
θρόνο μας, νά ἀφήσουμε τήν καλοπέρασί μας, νά πλησιάσουμε μέ τέλεια, θυσιαστική
ἀγάπη τόν ἄνθρωπο, τήν τρεμοσβύνουσαν λυχνίαν, νά τῆς ρίξουμε λάδι καί νά τῆς
δώσουμε ζωή. Νά μή συντρίψουμε, ἀλλά νά στηρίξουμε τό τσακισμένο καλάμι, πού εἶναι
ἕτοιμο νά τσακιστῇ ἀπό τόν κάθε λογῆς ἄνεμο, πού πνέει στήν τεχνοκρατική ἐποχή
μας. Νά δώσουμε ζωή στόν ἑτοιμοθάνατο ἁμαρτωλό ἄνθρωπο (πρβλ. Ἡσ. 42,3).
Εἶναι καιρός καί μεῖς, σάν τόν Χριστό,
νά σκύψουμε πάνω στόν περιπεσόντα εἰς τούς ληστάς-δαίμονας σύγχρονον,
μισοπεθαμένο συνάνθρωπό μας, νά πλύνουμε καί νά ἐπιδέσουμε τίς πληγές του,
νά νοιώσουμε τόν πόνο του, νά ζήσουμε καί νά
προσπαθήσουμε νά λύσουμε τά προβλήματά του, νά ἀκούσουμε τούς στεναγμούς τῆς καρδιᾶς του, νά
ἀφουγκρασθοῦμε τό παράπονο καί τίς ἐναγώνιες κραυγές τῆς ἀπογνώσεώς
του, νά θεραπεύσουμε τίς ἀνάγκες του, νά τόν ἐλευθερώσουμε
ἀπό τά ἄγχη του, ἀπό τήν ἄγνοια καί τήν ἀμάθειά του,
νά σηκώσουμε τό Σταυρό του, νά δώσουμε καί τή ζωή μας ἀκόμη,
γιά χάρι του καί νά τόν ὁδηγήσουμε καί νά τόν ἐγκαταστήσουμε
«εἰς τόν οἶκον τοῦ Πατρός εἰς μακρότητα ἡμερῶν»
(Ψαλμ. 22, 6).
Μέ
ὁδηγό τήν γνήσια ἀγάπη, τήν πεῖνα καί τή δίψα γιά τό Χριστό καί τή Δικαιοσύνη
Του, εἶναι καιρός νά ἀγωνισθοῦμε,
μέ ὅπλα τόν πύρινο καί ἰαματικό
λόγο τοῦ Θεοῦ καί τό
φωτεινό παράδειγμά μας, γιά νά
ξεριζώσουμε τά αἴτια, πού δημιουργοῦν τή δυστυχία.
Γιά νά πετύχουμε στήν ὑψηλή μας ἀποστολή, εἶναι ἀνάγκη, ὅπως
ἔχουμε πεῖ, νά στηρίξουμε τήν ψυχή, τή ζωή καί τό ἔργο μας στό Χριστό. Μόνον μέ τόν πανάγιο λόγο Του θά
μπορέσουμε νά τροποποιήσουμε καί νά θεραπεύσουμε τήν προβληματική συμπεριφορά τῶν
συνανθρώπων μας. Μόνον μέ τή Χάρι
Του, θά μπορέσουμε νά τούς βοηθήσουμε νά
συνειδητοποιήσουν ὅτι ὁ Χριστός καί μόνον Αὐτός εἶναι ὁ ΛΥΤΡΩΤΗΣ. Νά καταλάβουν ὅλοι ὅτι μόνον ὁ Χριστός καί μόνον Αὐτός
εἶναι πιστός, «λύει τά δεσμά καί
δροσίζει τήν φλόγα». Μόνον Αὐτός δέν μᾶς ἐγκαταλείπει ποτέ καί μόνο Σ’ Αὐτόν πρέπει νά
στηρίξουμε τήν ψυχή, τή ζωή καί τά ἔργα μας. Αὐτός εἶναι ὁ ἀκρογωνιαῖος λίθος, ὁ
ἐκλεκτός, ὁ ἔντιμος (πρβλ. Α΄ Πέτρ. β΄
6), τό μοναδικό θεμέλιον, πού θέτει ὁ Θεός στόν ἄνθρωπο καί εἶναι Θεοῦ οἰκοδομή.
(πρβλ. Α΄ Κορινθ. γ΄ 9). «Θεμέλιον γάρ ἄλλον
οὐδείς δύναται θεῖναι παρά τόν κείμενον, ὅς ἐστιν Ἰησοῦς Χριστός» (Α΄ Κορινθ. γ΄
11).
Στό
κηρυκτικό, τό διδακτικό μας ἔργο, ἀντιμετωπίζουμε πολλές δυσκολίες, θλίψεις,
στενοχώριες καί διωγμούς. Κάθε μέρα τῆς
ἐπιγείου ζωῆς μας κινδυνεύουμε διαρκῶς νά πεθάνουμε γιά τό Χριστό (πρβλ. Ψαλμ.43,
23. Ρωμ. η΄36).
Ὁ
Κύριος μᾶς ἔχει προειδοποιήσει. Μᾶς εἶπε:
«Εἰ ὁ κόσμος ὑμᾶς μισεῖ, γινώσκετε ὅτι ἐμέ πρῶτον ὑμῶν μεμίσηκεν... Εἰ ἐμέ ἐδίωξαν,
καί ὑμᾶς διώξουσιν· εἰ τόν λόγον μου ἐτήρησαν, καί τόν ὑμέτερον
τηρήσουσιν» (Ἰωάν. ιε΄ 18,20). «Ἐν τῷ κόσμῳ θλῖψιν
ἕξετε· ἀλλά θαρσεῖτε, ἐγώ νενίκηκα τόν κόσμον» (Ἰωάν. ιστ΄ 33).
Αὐτή
εἶναι ἡ σκληρή πραγματικότης. Σ’ αὐτόν τόν κόσμο, πού «ὅλος ἐν τῷ πονηρῷ κεῖται»,
μᾶς ἀποστέλλει ὁ Κύριος, «ὡς πρόβατα ἐν
μέσῳ λύκων» καί μᾶς συνιστᾶ νά εἴμαστε «φρόνιμοι
ὡς ὄφεις καί ἀκέραιοι ὡς αἱ περιστεραί» (Ματθ. ι΄ 16), ὥστε μέ τή φρονιμάδα μας, τήν ἀκεραιότητά μας καί τή
γνήσια ἀγάπη μας, νά ἡμερέψουμε καί νά σώσουμε τούς πλανεμένους ἀδελφούς μας.
Δυστυχῶς ἔχουν περιπέσει στό
λάθος, νά ἀντιστρατεύωνται στό Χριστό καί νά πολεμοῦν, ὡς ἐχθροί τοῦ Εὐαγγελίου,
τήν Ἐκκλησία καί τούς Μαθητάς τοῦ Χριστοῦ, καί ὡς βαρεῖς, αἱμοβόροι λύκοι, νά
κατασπαράσσουν τά λογικά πρόβατα τοῦ Χριστοῦ.
Τώρα,
πού ἔχουν βυθισθεῖ στό βόθρο τῆς κακίας, τῆς πωρώσεως, τῆς ψευτιᾶς καί στό
σκοτάδι τῶν παρανοήσεων, τώρα ἔχουν ἀνάγκη νά τούς ἀνασύρουμε ἀπό τό λάκκο αὐτό.
Μήν ξεχνᾶμε ὅτι ὁ Χριστός δέν ἦλθε νά καλέσῃ τούς δικαίους, ἀλλά τούς ἁμαρτωλούς εἰς μετάνοιαν (Ματθ.
θ΄13). Καί ὅτι «συνίστησι τήν ἑαυτοῦ ἀγάπην εἰς ἡμᾶς ὁ Θεός, ὅτι ἔτι ἁμαρτωλῶν ὄντων ἡμῶν ὁ
Χριστός ὑπέρ ἡμῶν ἀπέθανε» (Ρωμ.
ε΄ 8).
Ὁ Κύριος κήρυξε μέ τή Σταυρική Του Θυσία καί
τήν Ἀνάστασι Του τήν Καινήν Ἐντολήν τῆς Ἀγάπης καί εἶπε:
«Ἐντολήν καινήν δίδωμι ὑμῖν
ἵνα ἀγαπᾶτε ἀλλήλους, καθώς ἠγάπησα ὑμᾶς ἵνα καί ὑμεῖς ἀγαπᾶτε ἀλλήλους. Ἐν τούτῳ γνώσονται πάντες ὅτι ἐμοί μαθηταί ἐστε,
ἐάν ἀγάπην ἔχητε ἐν ἀλλήλοις» (Ἰωάν. ιγ΄34-35).
Θά πρέπει ὅλοι οἱ ἐργάτες τοῦ Εὐαγγελίου
νά συνειδητοποιήσουμε ὅτι οἱ πλανεμένοι ἀδελφοί
μας, οἱ πολέμιοι τῆς Πίστεως, οἱ κεκηρυγμένοι ἐχθροί τῆς Ἐκκλησίας, δέν
σώζονται μέ ἀναθεματισμούς καί κατάρες, ἀλλά μέ τρυφερότητα καί γνήσια ἀγάπη.
Πολλές φορές πολλοί ζηλωτές, ἐργάτες τοῦ Εὐαγγελίου, παραφέρονται
καί δέν συμπεριφέρονται ἔναντι τῶν
δύσμοιρων πλανεμένων ἀδελφῶν, τῶν πολεμίων τῆς Πίστεως, ὅπως ὁ Χριστός ὑπέδειξε.
Προφανῶς φανατίζονται καί βαπτίζουν τό φανατισμό τους, τόν μωρόν, τόν ὑπερβολικόν
τους ζῆλον, τήν ἀδιαλλαξία τους, σέ θεῖο ζῆλο καί μέ τήν συμπεριφορά τους αὐτή δέν οἰκοδομοῦν. Σκανδαλίζουν, μή σεβόμενοι τήν ἐλευθερίαν καί τή γνώμη τῶν ἄλλων.
Ὁ Θεῖος ζῆλος σημαίνει γνῶσι καί ἐπίγνωσι τοῦ Θελήματος τοῦ Χριστοῦ καί πρᾶξι πραότητος καί ἀγάπης. Αὐτό εἶναι τό
Πνεῦμα τοῦ Χριστοῦ.
Ὁ Ἀρχηγός τῆς πίστεώς μας καί τελειωτής Ἰησοῦς (Ἑβρ. ιβ΄ 2)
προπορεύεται καί μᾶς δείχνει τό δρόμο, τό σωστό τρόπο ἀντιμετωπίσεως τῶν ἐχθρῶν,
τῶν πολεμίων τῆς Πίστεως, κι’ ἐμεῖς ἀκολουθοῦμε
τά ματωμένα Χνάρια Του. Ὁ Χριστός κήρυξε
καί μέ τή Σταυρική Του Θυσία καί μέ τήν Ἀνάστασί Του ἐπεσφράγισε
τό κήρυγμά Του καί εἶπε: «Ἐγώ δέ
λέγω ὑμῖν, ἀγαπᾶτε τούς ἐχθρούς ὑμῶν, εὐλογεῖτε τούς καταρωμένους ὑμᾶς, καλῶς
ποιεῖτε τοῖς μισοῦσιν ὑμᾶς καί προσεύχεσθε ὑπέρ τῶν ἐπηρεαζόντων ὑμᾶς καί
διωκόντων ὑμᾶς» (Ματθ. ε΄ 44). «Εὐλογεῖτε τούς
καταρωμένους ὑμᾶς» (Λουκ. στ΄ 28), «Εὐλογεῖτε τούς
διώκοντας ὑμᾶς, εὐλογεῖτε καί μή καταρᾶσθε» (Ρωμ. ιβ΄14).
Πλένει
τά πόδια τῶν Μαθητῶν Του καί αὐτοῦ ἀκόμη τοῦ Ἰούδα, ἐνῶ γνωρίζει ὅτι σέ λίγο θά
τόν προδώσῃ.
Ὑψωμένος στό Σταυρό προσεύχεται, γιά τούς Σταυρωτές Του:
«Πάτερ, ἄφες αὐτοῖς· οὐ γάρ οἴδασι τί
ποιοῦσι» (Λουκ. κγ΄ 34).
Πρῶτος μιμητής τοῦ Χριστοῦ ὁ
Πρωτομάρτυς Στέφανος:
«Κύριε, μή στήσῃς αὐτοῖς τήν ἁμαρτίαν ταύτην» (Πραξ. ζ΄ 60).
Ὅταν οἱ Σαμαρεῖτες ἀρνήθηκαν νά δεχθοῦν τόν Κύριον καί ὁ Ἰάκωβος καί ὁ Ἰωάννης εἶδαν τούς ἀπεσταλμένους Του νά γυρίζουν περιφρονημένοι εἶπαν
στόν Κύριο: «Κύριε, θέλεις νά ζητήσουμε
νά πέσῃ φωτιά ἀπό τόν οὐρανό καί νά τούς καταστρέψῃ, ὅπως ἔκαμε ὁ Ἠλίας; Τότε Ἐκεῖνος
στράφηκε πρός αὐτούς καί τούς ἐπέπληξε καί
εἶπε: Δέν γνωρίζετε ποίου πνεύματος
εἶσθε σεῖς. Δέν εἶσθε διδάσκαλοι τοῦ πνεύματος τῆς ὀργῆς καί τιμωρίας, ἀλλά
εἶσθε τοῦ πνεύματος τῆς πραότητος, τῆς
μακροθυμίας καί τῆς ἀγάπης, πού δέν καταστρέφει, ἀλλά σώζει. Ὁ
Υἱός τοῦ ἀνθρώπου δέν ἦλθε γιά νά καταστρέψῃ τούς ἀνθρώπους, ἀλλά γιά νά
τούς σώσῃ» (Λουκ. θ΄ 52-56).
Πρέπει δέ νά γνωρίζουμε ὅτι «οὐδείς δύναται ἐλθεῖν πρός με», λέγει ὁ
Κύριος, «ἐάν μή ὁ Πατήρ ὁ πέμψας με ἑλκύσῃ
αὐτόν» (Ἰωάν. στ΄ 44). Γιά τόν καθένα, καί γιά τούς ἀρνητές καί τούς
πολεμίους, ἔρχεται ἡ ὥρα τους καί τότε ἐπενεργεῖ ἡ Χάρις. Δικό μας Χρέος δέν εἶναι
νά κρίνουμε, νά καταρώμεθα καί νά ἀγανακτοῦμε
μέ τήν συμπεριφορά τῶν πλανεμένων ἀδελφῶν μας, ἀλλά ΧΡΕΟΣ μας εἶναι νά σπέρνουμε στίς
καρδιές ὅλων τόν σπόρο, τόν ἰαματικό λόγο τοῦ Χριστοῦ καί νά περιμένουμε, μέ τή
Χάρι τοῦ Θεοῦ νά καρποφορήσῃ.
Ὁ καθένας μας ὀφείλει νἆναι πιστός ἀκόλουθος τοῦ Χριστοῦ,
πού εἶναι φωτεινό παράδειγμα ὑπομονῆς καί
«ὅς λοιδορούμενος οὐκ ἀντελοιδώρει,
πάσχων οὐκ ἠπείλει», καί ὁ ὁποῖος «ἔπαθεν
ὑπέρ ἡμῶν, ἡμῖν ὑπολιμπάνων ὑπογραμμόν ἵνα
ἐπακολουθήσωμεν τοῖς ἴχνεσιν αὐτοῦ» (Α΄ Πέτρ. β΄ 21-25).
Ὁ καθένας
μας ὀφείλει νἆναι σωστός ἄνθρωπος,
γνήσιος καί πιστός Χριστιανός, ἀληθινός
Θεολόγος.
Καί πραγματικός Θεολόγος εἶναι
αὐτός, πού ἀδιαλείπτως προσεύχεται καί ζῆ
τήν ἐν Χριστῷ ζωήν. Βασική προϋπόθεσις, τό μυστικό τῆς ἐπιτυχίας τοῦ κηρύγματος βρίσκεται στήν
προσωπικότητα ὄχι μόνον τοῦ Ἱερέως, ἀλλά καί κάθε πιστοῦ. Μόνον σάν ἐξηγιασμένες
προσωπικότητες θά μπορέσουμε νά
προσεγγίσουμε καί νά μιλήσουμε στίς καρδιές τῶν ἀνθρώπων καί νά τίς
προσελκύσουμε κοντά στό Χριστό. Δέν πρέπει νἆναι ἄλλος ὁ γονότυπος καί ἄλλος ὁ
φαινότυπος, ἄλλο τό εἶναι καί ἄλλο τό
φαίνεσθαι. Μπούχτισε ὁ κόσμος ἀπό τήν ἀνειλικρίνεια, ἀηδίασε ἀπό τή Ψευτιά καί ἀπό τήν Ὑποκρισία τῶν Γραμματέων καί τῶν
Φαρισαίων καί τῶν λῃστῶν μέ τό «λευκό
κολλάρο». Οἱ ἄνθρωποι διψοῦν γιά γνήσια ἀγάπη, γιά εἰλικρίνεια, γιά ἐντιμότητα,
διψοῦν γιά τήν Ἀλήθεια. Καί
περιμένουν ἀπό μᾶς νά μάθουν τί ἐστιν Ἀλήθεια.
Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος συνιστᾶ στόν Τιμόθεο καί σέ κάθε
ποιμένα λέγων: «Τύπος γίνου τῶν πιστῶν ἐν
λόγῳ, ἐν ἀναστροφῇ, ἐν ἀγάπῃ, ἐν πνεύματι, ἐν πίστει, ἐν ἁγνείᾳ» (Α΄Τιμόθ. δ΄ 12).
Ὁ
Ἱερεύς, λοιπόν, καί κάθε πιστός ἐργάτης τοῦ Εὐαγγελίου, ὀφείλει:
·
Νά πιστεύῃ,
νά κηρύττῃ καί νά ἀγωνίζεται νά μένῃ ἑδραιωμένος στήν Ὀρθόδοξον Πίστιν, ὥστε
νά
ὁδηγῇ καί τούς ἄλλους κοντά στό Χριστό.
· Νά εἶναι θρησκευτική, ἐξηγιασμένη προσωπικότης καί νά ζῇ
τή λατρευτική ζωή τῆς Ἐκκλησίας.
· Νά ἔχῃ δικές του προσωπικές ἐμπειρίες τῆς πνευματικῆς ζωῆς,
δικά του προσωπικά βιώματα.
·
Νἆναι
πρᾶος καί ταπεινός καί καθαρός τῇ καρδίᾳ, νἆναι ἡ καρδιά του πεπληρωμένη καί
ποτισμένη ἀπό τή Χάρι τοῦ παναγίου Πνεύματος, ὥστε ἐκ τοῦ περισσεύματος τῆς
καρδίας, νά λαλῇ τό στόμα, κατά τό ἀποστολικό: «Πιστεύομεν, διό καί λαλοῦμεν» (Β΄Κορινθ. δ΄
13).
Γιατί
πῶς θά ἐπιτύχῃ ὁ Ἱερεύς, ἀλλά καί
κάθε πιστός στό ἔργο του, ὅταν ὁ ἴδιος δέν πιστεύει τά ὅσα διδάσκει καί δέν ζῆ
σύμφωνα μέ αὐτά; Ὁ Κύριος λέγει ὅτι «ὅς δ’ ἄν ποιήσῃ καί διδάξῃ, οὗτος μέγας
κληθήσεται ἐν τῇ Βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν» (Ματθ. ε΄ 19).
Ὁ Ἅγιος Φραγκῖσκος τῆς Ἀσίζης λέγει ὅτι
«ὅσο ἀξίζει μια οὐγγιά παραδείγματος, δέν
ἀξίζουν χιλιάδες λίτρες λόγων». Δέν χωρεῖ καμμιά ἀπολύτως ἀμφιβολία ὅτι γιά
νά ἐπιτύχῃ ὁ Ἱερεύς, ἀλλά καί κάθε πνευματικός ἐργάτης στό ἔργο του, ὀφείλει, ὅπως λένε οἱ Ἅγιοι
Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας, νά κατέχῃ
σέ ὕψιστο βαθμό, αὐτό πού λέμε, «τή σιωπηλή εὐγλωττία ἁγίου βίου».
Ὁ Γρηγόριος ὁ Θεολόγος χαρακτηρίζει τό ἔργο τοῦ Ἱερέως καί ὅλων τῶν ποιμένων
καί διδασκάλων τῆς Ἐκκλησίας ὡς «τέχνην
τεχνῶν καί Ἐπιστήμην Ἐπιστημῶν» καί διακηρύττει ὅτι «Πρᾶξις θεωρίας ἐπίβασις», γι’ αὐτό καί συνιστᾶ σέ ὅλους:
«Καθαρθῆναι δεῖ πρῶτον καί εἶτα καθᾶραι...».
Ὁ ἴδιος Ἅγιος εἶχε πεῖ γιά τό Μέγα Βασίλειο ὅτι «Ὁ λόγος του ἀσκοῦσε ἐπίδρασι (στίς ψυχές τῶν ἀνθρώπων) σάν βροντή, γιατί ὁ βίος του ἔλαμπε σάν ἀστραπή». Αὐτό πρέπει νά ἐφαρμόζεται καί στόν καθέναν ἀπό μᾶς, ἄν
πράγματι θέλουμε νά ἐπιτύχουμε στό ὑψηλό μας ἔργο. Ὁ κήρυκας, τοῦ ὁποίου ἡ
προσωπικότης ἀκτινοβολεῖ τή Χάρι τοῦ
Ἁγίου Πνεύματος, εἶναι πραγματικά «συνεργός
Θεοῦ», γίνεται «τό στόμα τοῦ Θεοῦ». Τότε
ἐκ τοῦ περισσεύματος τῆς πνευματοφόρου καρδίας τό στόμα λαλεῖ. Τότε καί μόνον
τότε πραγματοποιεῖται ὁ λόγος τοῦ Κυρίου:
«οὐχ ὑμεῖς ἐστέ οἱ λαλοῦντες, ἀλλά τό
Πνεῦμα τό λαλοῦν ἐν ὑμῖν» (Ματθ. ι΄ 20). Τότε ὁ λόγος μας εἶναι ἰαματικός, πνευματοφόρος. Τότε
καί μόνον τότε ὁ Κύριος ἔρχεται ἀρρωγός, γίνεται συνεργός καί διανοίγει τίς
καρδιές τῶν ἀκροατῶν μας, ὅπως διάνοιξε τήν καρδιά
τῆς Λυδίας τῆς πορφυροπώλιδος προσέχειν
τοῖς λαλουμένοις ὑπό τοῦ Παύλου (Πράξ. ιστ΄ 4).
Τότε καί μόνον τότε θἆναι ὁ λόγος μας ζωοποιός, θά ἐκπέμπῃ
τήν ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί θά ἀναγεννᾶ τούς ἀνθρώπους. Εἶναι πλέον ἤ βέβαιον ὅτι, ὅταν κατέχουμε «τήν σιωπηλήν εὐγλωττία τοῦ ἁγίου βίου», θά μπορέσουμε «εὐκαίρως ἀκαίρως» νά διδάξουμε «τούς λόγους τῆς χάριτος» καί νά
διεισδύσουμε στά μυστικά βάθη τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς. Τότε καί μόνον τότε θά ἐπιτύχουμε
στήν ἱερή μας ἀποστολή καί θά προσφέρουμε ἄφθονο τό ψωμί καί τό νερό τῆς Ἀλήθειας
στίς πεινασμένες καί διψασμένες ψυχές τῶν συνανθρώπων μας, πού περιμένουν μέ
λαχτάρα νά γευτοῦν τόν οὐράνιον ἄρτον,
«τόν ἐπί τῆς οὐσίας ἄρτον» καί νά πιοῦν τό ζωντανό νερό τοῦ Χριστοῦ. Εἶναι
βέβαιον ὅτι, μέ «τήν σιωπηλή εὐγλωττία τοῦ ἁγίου βίου», θἆναι τό ἔργον καί οἱ
Θυσίες μας προσφορά καί θυσία στό Θεό «εἰς
ὀσμήν εὐωδίας» (Ἐφεσ. ε΄ 2).