Ε
Ὁ Κήρυκας τοῦ λόγου καί τό χάρισμα τῆς διακρίσεως.
Γιά τήν
πραγματοποίησι τοῦ κηρυκτικοῦ μας ἔργου ὀφείλουμε νά καλλιεργοῦμε τό χάρισμα τῆς διακρίσεως, ὥστε νά
γνωρίζουμε καλά, στούς δύσκολους καιρούς μας, ὄχι μόνον τό Ποῦ καί τό Πότε, ἀλλά
κυρίως τό Πῶς καί τό Τί θά διδάξουμε τό λαό τοῦ Θεοῦ.
Τό
«χρῖσμα», τό χάρισμα τοῦ λόγου μᾶς
δόθηκε, ὄχι γιά νά ἐξαπολύουμε βροντές, ἀστραπές,
ἀφορισμούς καί κατάρες, γιά νά φοβίζουμε καί νά ἀναστατώνουμε τούς δυστυχεῖς
συνανθρώπους μας, ἀλλά γιά νά τούς ἀναπαύουμε, νά γαληνεύουμε τήν ταραγμένη ἀπό
τήν ἁμαρτία ψυχή τους καί νά τούς θεραπεύουμε. Ὁ Θεός τῆς ἀγάπης φανερώνεται «ὡς αὔρα λεπτή» (πρβλ. Γ΄ Βασιλ. ιθ΄
12). Τό χάρισμα μᾶς δόθηκε, γιά
νά διδάσκουμε τό Εὐαγγέλιον τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, ἁπλᾶ, φυσικά, μέ σαφήνεια
καί καθαρότητα («σοφόν τό σαφές»),
χωρίς κοσμικά τεχνάσματα λόγου.
«Ὁ
λόγος ἡμῶν» πρέπει νἆναι «πάντοτε ἐν χάριτι,
ἅλατι ἠρτυμένος, εἰδέναι πῶς δεῖ ἑνί ἑκάστῳ ἀποκρίνεσθαι» (Κολοσ. δ΄ 6). Δηλαδή, ὁ λόγος μας πρέπει νἆναι χαριτωμένος, γλυκός,
νόστιμος, ἀρτυμένος μέ τό ἁλάτι τῆς φρονήσεως, νά εἶναι εὐχάριστος, ἀλλά ὄχι
βρωμερός, καί νά γνωρίζουμε πῶς
νά ἀποκρινόμαστε στόν καθένα.
«Οἱ λόγοι τῆς χάριτος» ἔχουν τή δύναμι τοῦ Θεοῦ, μεταδίδουν δύναμι καί ζωή, ἀναγεννοῦν
τόν ἄνθρωπο, πού τούς δέχεται, τόν καθιστοῦν «καινήν κτίσιν». «Ζῶν γάρ ὁ
λόγος τοῦ Θεοῦ καί ἐνεργής καί τομώτερος ὑπέρ πᾶσαν μάχαιραν δίστομον καί
διϊκνούμενος ἄχρι μερισμοῦ ψυχῆς τε καί πνεύματος (εἰσχωρεῖ καί εἰς αὐτά τά ἀδιασπάστως ἑνωμένα βάθη τοῦ ἀνθρώπου,
δηλαδή, στήν ψυχή καί στίς ἀνώτερες πνευματικές δυνάμεις τοῦ ἀνθρώπου) ἁρμῶν τε καί μυελῶν, καί κριτικός ἐνθυμήσεων
καί ἐννοιῶν καρδίας» (Ἑβρ. δ΄ 12).
«Οἱ
λόγοι τῆς χάριτος» ἀποτελοῦν πραγματικόν Εὐαγγέλιον ἀφέσεως ἁμαρτιῶν,
σωτηρίας καί ἀπολυτρώσεως, γιά τούς ἀκροατές.
Ἡ
στοργή καί ἡ συμπάθεια σέ κάθε ταλαιπωρημένη, πονεμένη καί πληγωμένη
ἀπό τήν ἁμαρτία ψυχή, φανερώνει τή χάρι τοῦ λόγου τοῦ Κυρίου, «τοῦ καί ἀπό γλώττης μέλιτος γλυκίων ῥέεν
αὐδή». Τά λόγια τοῦ Κυρίου, πάντοτε ἑλκυστικά καί εὐχάριστα θεράπευαν καί
θεραπεύουν, χαροποιοῦν καί ζωοποιοῦν τίς ψυχές τῶν ἀνθρώπων.
Οἱ ὑπηρέται
γενόμενοι τοῦ λόγου (Λουκ.α΄2) ὀφείλουν νά προσεγγίζουν, μέ στοργή καί ὑπομονή τούς ἀνθρώπους.
«Ὁ δοῦλος τοῦ Κυρίου
δέν πρέπει νά φιλονικῇ. Ὀφείλει νά εἶναι ἤπιος
πρός ὅλους, πρᾶος, ἱκανός νά διδάσκῃ («διδακτικός»),
νἆναι «ἀνεξίκακος», νά ἐλέγχῃ,
νά σωφρονίζῃ μέ πραότητα ἐκείνους πού
ἔχουν ἀντίθετα φρονήματα. Ποιός ξέρει; Μήπως καμμιά φορά τούς δώσῃ ὁ Θεός
μετάνοια καί ὁδηγηθοῦν στήν πλήρη καί ὀρθή γνῶσι («ἐπίγνωσιν») τῆς ἀληθείας»
(πρβλ. Β΄Τιμόθ. β΄ 24-25).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου