Ὀρθοδοξίας ὁ Φωστήρ
«Φωτός λαμπρόν κήρυκα νῦν ὄντως μέγαν
Πηγή φάους ἄδυτον ἄγει πρός φέγγος».
Πράγματι
ὁ Ἅγιος Γρηγόριος, Ἀρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης, ὁ Παλαμᾶς, ὑπῆρξε μέγας κῆρυξ τοῦ
λαμπροῦ φωτός, υἱός τοῦ θείου καί ἀνεσπέρου φωτός, τῷ ὄντι ἀληθής ἄνθρωπος τοῦ
Θεοῦ, θαυμαστός ὑπηρέτης καί λειτουργός τῶν θείων καί τῆς Ὀρθοδοξίας φωστήρ.
Σπούδασε
Φιλοσοφία καί ἔμαθε πολύ καλά τήν ἔξωθεν σοφία. Διεκρίθη ὡς διαπρεπής ῥήτωρ καί
φιλόσοφος, ἀλλά καί δεινός ὀρθόδοξος Θεολόγος, ἱκανότατος ὑπερασπιστής τῶν Ὀρθοδόξων
ἀληθειῶν, πολέμιος τῶν αἱρετικῶν πλανῶν καί κακοδοξιῶν προερχομένων ἐκ τῆς
Δύσεως. Ἡ ζωή του καί ἡ διδασκαλία του εἰκονίζει καί προεκτείνει, τρόπον τινά,
εἰς τήν «πρᾶξι» τήν Νίκη καί τό Θρίαμβο τῆς Ὀρθοδοξίας καί Ὀρθοπραξίας. Γι’ αὐτό
καί οἱ σεπτοί Πατέρες καθώρισαν, ἀμέσως μετά τήν Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας,
νά τιμᾶται ἡ μνήμη του, τήν Β΄ Κυριακή τῶν Νηστειῶν, χαρακτηριζομένη καί
αὐτή ὡς μία δευτέρα Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας.
Ὁ Ἅγιος
Γρηγόριος γεννήθηκε εἰς τή Βασιλεύουσαν τῶν Πόλεων, τήν Κωνσταντινούπολιν τῷ 1296 ἀπό εὐσεβεῖς γονεῖς
, τόν Κωνσταντῖνον Παλαμᾶν καί τήν Καλλονήν, οἱ ὁποῖοι τόν ἀνέθρεψαν «ἐν παιδείᾳ καί νουθεσίᾳ Κυρίου». Ὁ
πατέρας του διεκρίθη γιά τίς ἱκανότητές του καί ὁ Αὐτοκράτωρ Ἀνδρόνικος Β΄ τόν ἐξέλεξε ὡς ἕνα ἀπό
τούς Συγκλητικούς καί ὡς μέλος τῆς αὐτοκρατορικῆς αὐλῆς καί τοῦ ἀνέθεσε τήν ἐπιμέλειαν
ἐκπαιδεύσεως τοῦ ἐγγονοῦ του, τοῦ μετέπειτα αὐτοκράτορος Ἀνδρονίκου Γ΄ . Ἀλλά ὁ
Κωνσταντῖνος Παλαμᾶς δέν ἦτο κατάλληλος γιά τά Πολιτικά, διότι ἦτο ἀφοσιωμένος
εἰς τήν σιωπηράν Προσευχήν. Στό τέλος μάλιστα τῆς ζωῆς του ἔγινε μοναχός καί ἐγκατέλειψε
τά ἐπίγεια καί ἀνῆλθε εἰς τά ἐπουράνια.
Ὡς ἐκ
τῆς θέσεως τοῦ πατρός του ὁ Γρηγόριος μεγάλωσε στά ἀνάκτορα καί εἶχε τήν
προστασία τοῦ αὐτοκράτορος, ὁ ὁποῖος τόν προώριζε γιά τά ὑψηλά ἀξιώματα.
Ὁ
νεαρός ὅμως Γρηγόριος, «ἐκ κοιλίας
μητρός ἡγιασμένος», ἀπό τήν τρυφερή του ἀκόμη ἡλικία, εἶχε στραμμένο τόν νοῦν
καί τήν καρδιά του εἰς τόν Θεόν. Ζωντανό παράδειγμα, ὑπόδειγμα ἀρετῆς, πρότυπον
ἁγίας ζωῆς, γιά τή σημερινή Νεολαία. Διάλεξε τήν πνευματική καί ἁγία ζωή, δέν ἤθελε
νά παραμείνῃ στά ἀνάκτορα, παρά τίς πολλές πιέσεις. Ἐγκατέλειψε τήν
τρυφηλή ζωή καί τίς κοσμικές ἀπολαύσεις καί ἀσπάσθηκε τόν ἀσκητικό βίο καί τήν μοναχική ὀδό.
Ἐγκατέλειψε,
λοιπόν, τά ἀνάκτορα. Νέος ἀκόμη πῆγε εἰς τό Ἅγιον Ὄρος καί ἐπεδόθη εἰς τήν μελέτην τῆς ἀσκητικῆς
φιλολογίας καί τήν ἄσκησιν. Πρέπει δέ νά τονίσω ἐδῶ ὅτι ὁ Γρηγόριος ἀπό τήν
ἡλικίαν τῶν 17 ἐτῶν ἀκόμη ἐθαυμάζετο
διά τήν σοφίαν του καί τήν προκοπήν του εἰς τάς ὑποθέσεις τῆς Βασιλείας καί ἡ ἀναχώρησίς
του προκάλεσε μεγάλην ἀπογοήτευσιν εἰς τόν αὐτοκράτορα. Ὁ Γρηγόριος ὅμως
προτίμησε νά διαπρέψῃ εἰς τήν πνευματικήν καί ἁγίαν ζωήν. Μέ ὁδηγό τόν Ἐπίσκοπο
Φιλαδελφείας Θεόληπτο, ὁ Γρηγόριος ἐμυήθη εἰς τήν νοεράν Προσευχήν.
Ὁ ἱερός
Γρηγόριος, εἰς ἡλικίαν εἴκοσι ἐτῶν, ἀπεσύρθη εἰς τήν μόνωσιν καί ἔπεισε καί τήν
Οἰκογένειάν του νά πράξῃ τό ἴδιο. Εἰς τό Ἅγιον Ὄρος ἐμόνασε σέ διάφορες Μονές. Ὡς ἐρημίτης πλησίον τοῦ
Βατοπεδίου, ὑπό τόν ἀσκητήν Νικόδημον, ἔλαβε τό ἀγγελικόν σχῆμα. Ἔπειτα εἰς τό
κοινόβιον τῆς Μ. Λαύρας ἔγινε σέ ὅλους ὑπόδειγμα
ἀσκητικῆς ζωῆς.
Ἀνάγκάσθηκε
τό 1325 νά ἐγκαταλείψῃ τό Ἅγιον Ὄρος
καί ἔφθασε μέχρι τή Θεσσαλονίκη. Αἰτία τῆς ἀναχωρήσεως οἱ ἐπιδρομές τῶν
Τούρκων.
Ὁ ἄριστος αὐτός διδάσκαλος τῆς ἐγκρατείας χειροτονήθηκε ἱερεύς εἰς τήν Θεσσαλονίκην καί μέ ἄλλους μοναχούς ἀνεχώρησε εἰς Βέροιαν, ὅπου παρέμεινεν ἐκεῖ ἐπί πενταετίαν. Παρέμενε ἔγκλειστος. Μόνο τό Σάββατο καί τήν Κυριακή ἐνεφανίζετο γιά νά μετάσχῃ τῆς Θείας Εὐχαριστίας. Ἐπιδρομή τῶν Σέρβων ἀπομάκρυνε τούς ἐρημίτες καί ἀπό τήν Βέροιαν (1331). Ὁ Γρηγόριος ἐπέστρεψε εἰς τό Ἅγιον Ὄρος καί ἔζησε εἰς τό ἡσυχαστήριον τοῦ Ἁγίου Σάββα. Περί τό 1335 ἔγινε ἡγούμενος τῆς Μονῆς Ἐσφιγμένου.
Τότε ἦλθε ἐξ Ἰταλίας ὁ ἑλληνικῆς καταγωγῆς μοναχός καί φιλόσοφος Βαρλαάμ ὁ Καλαβρός. Εἶχε τή φήμη μεγάλου σοφοῦ. Ἐδίδασκε εἰς τήν Κωνστανούπολιν καί δολίως διέδιδε τίς κακοδοξίες του. Εἶχε δέ καί τήν κακήν συνήθειαν νά ἐξευτελίζῃ τούς ὁμοτέχνους του ἐξ οἰήσεως.
Ὁ ἄριστος αὐτός διδάσκαλος τῆς ἐγκρατείας χειροτονήθηκε ἱερεύς εἰς τήν Θεσσαλονίκην καί μέ ἄλλους μοναχούς ἀνεχώρησε εἰς Βέροιαν, ὅπου παρέμεινεν ἐκεῖ ἐπί πενταετίαν. Παρέμενε ἔγκλειστος. Μόνο τό Σάββατο καί τήν Κυριακή ἐνεφανίζετο γιά νά μετάσχῃ τῆς Θείας Εὐχαριστίας. Ἐπιδρομή τῶν Σέρβων ἀπομάκρυνε τούς ἐρημίτες καί ἀπό τήν Βέροιαν (1331). Ὁ Γρηγόριος ἐπέστρεψε εἰς τό Ἅγιον Ὄρος καί ἔζησε εἰς τό ἡσυχαστήριον τοῦ Ἁγίου Σάββα. Περί τό 1335 ἔγινε ἡγούμενος τῆς Μονῆς Ἐσφιγμένου.
Τότε ἦλθε ἐξ Ἰταλίας ὁ ἑλληνικῆς καταγωγῆς μοναχός καί φιλόσοφος Βαρλαάμ ὁ Καλαβρός. Εἶχε τή φήμη μεγάλου σοφοῦ. Ἐδίδασκε εἰς τήν Κωνστανούπολιν καί δολίως διέδιδε τίς κακοδοξίες του. Εἶχε δέ καί τήν κακήν συνήθειαν νά ἐξευτελίζῃ τούς ὁμοτέχνους του ἐξ οἰήσεως.
Ἠναγκάσθη
ὁ Γρηγόριος νά ἐγκατασταθῇ εἰς τήν Θεσσαλονίκην. Καί τό 1349 προχειρίσθηκε Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης. Ὁ Βαρλαάμ ἦλθε σέ σύγκρουσι μέ
τόν ἱερόν Γρηγόριον καί ἔτσι γεννήθηκε ἡ
ἡσυχαστική Ἔρις.
Ὁ
Βαρλαάμ ἐδίδασκε κακῶς, ὅτι ὁ ἄνθρωπος δέν μπορεῖ νά γνωρίσῃ τό Θεό καί νά ἑνωθῇ
μαζί Του. Σέ ἀντίθεσι, μέ
τήν ὀρθόδοξο διδασκαλία τῆς Γραφῆς καί τῶν ἑλλήνων Πατέρων. Οἱ ἡσυχαστές
Μοναχοί ἔλεγαν ὅτι μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος , ἄν ἔχῃ καθαρή καρδιά, κατά τήν ἀναλογίαν
τῆς καθαρότητός του καί μέ τήν ἀδιάλειπτη
νοερά προσευχή μπορεῖ νά ἐνωθῇ μέ τόν Θεόν καί νά φανερωθῇ σ’ αὐτόν ὁ Θεός, κατά
τό δυνατόν γνωσθῆναι(παρβλ. καί Ρωμ. α΄ 19). Μέ τήν καρδιακή, τή νοερά προσευχή (τό «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱέ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησόν
με») μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νά ἑνωθῇ μέ τόν Θεόν, νά φωτισθῇ καί νά δῇ τό ἄκτιστον
Φῶς. Τότε ὁ Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ἄρχισε
τόν ἀγῶνα «ὑπέρ τῶν ἡσυχαζόντων», πολεμῶντας τήν πλάνην τοῦ Βαρλαάμ, μέ τούς
σχετικούς πεφωτισμένους λόγους του. Τό ζητούμενον τῆς ἔριδος ἧτο τό μεθεκτόν ἤ τό ἀμέθεκτον τῆς θείας οὐσίας.
Ὁ πολυμαθέστατος καί διαπρεπέστατος Θεολόγος ὁ Γρηγόριος Παλαμᾶς διέκρινε μεταξύ θείας οὐσίας ἀμεθέκτου καί θείας ἐνεργείας μεθεκτῆς. Καί τή διδασκαλία
του αὐτή τή στήριξε, σύμφωνα μέ τό πνεῦμα τῶν Πατέρων, καί ἡ Ἐκκλησία ἐπεκύρωσε
τήν ἑρμηνεία του διά τῶν Συνόδων, πού συγκροτήθηκαν εἰς τήν Βασιλίδα τῶν
πόλεων, ἡ μία ἔγινε τό 1341 κατά τοῦ Βαρλαάμ καί ἡ ἄλλη τό 1347 κατά τοῦ Ἀκινδύνου,
ὁμόφρονος τοῦ Βαρλαάμ. Ὁ ἀγῶνας τοῦ Παλαμᾶ ἐστέφθη ἀπό ἐπιτυχίαν. Ἐθριάβευσε
καί πάλιν ἡ Ὀρθοδοξία. «Καί αὕτη ἐστίν ἡ
νίκη ἡ νικήσασα τόν κόσμον, ἡ πίστις ἡμῶν» (Α΄ Ἰωάν. ε΄4).
Ὁ Γρηγόριος ἐποίμανε ἀποστολικά τό ποίμνιόν του καί ἔφθασε σέ ἡλικία ἐξῆντα τριῶν ἐτῶν καί παρέδωσε τό πνεῦμα στόν Κύριο.
Τῆς Ὀρθοδοξίας ὁ φωστήρ, ὁ Θαυματουργός, ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης, συνέχισε τήν ἀσκητική ζωή δοξάζων τόν Θεόν. Πίστεψε, λάτρεψε καί ἀφοσιώθηκε στό Θεό καί στή στήριξι εἰς τήν ὀρθόδοξον Πίστιν τῶν ἀδελφῶν. Ἄριστος ὁδηγός εἰς τό εὐσεβῶς ζῆν ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ, ὁ ὑπέρμαχος τῆς Ὀρθοδοξίας, καθ’ ὅλην τήν διάρκειαν τῆς ζωῆς του ἐκοσμεῖτο μέ τό Χάρισμα τῶν δακρύων. Εἶχε τόσην κατάνυξιν καί βαθειά συναίσθησι τῆς ἁμαρτωλότητός του, ἐνώπιον τοῦ Παναγίου Θεοῦ, ὥστε νά τρέχουν διαρκῶς ἀπό τούς ὀφθαλμούς του δάκρυα κατανύξεως.
Μόνη του ἐνασχόλησις ἦτο ἡ ἀδιάλειπτος σιωπηρά προσευχή. Ἔκαμε πρᾶξι ζωῆς τήν προτροπή τοῦ Ἀποστόλου Παύλου: «ἀδιαλείπτως προσεύχεσθε, ἐν παντί εὐχαριστεῖτε· τοῦτο γάρ θέλημα Θεοῦ ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ εἰς ὑμᾶς» (Α΄ Θεσσαλ. ε΄ 17-18). Ὁ Ἅγιος ἐδίδασκε τό ζῆν καθώς πρέπει ἁγίοις.
Ὁ σοφός κῆρυξ τῆς ἱερᾶς ησυχίας καί τῆς Ὀρθοδόξου ἀληθείας δίδασκε τούς πιστούς νά ἔχουν βαθειά συναίσθησι τῆς ἁμαρτωλότητός τους μπροστά στό Θεό. Νά προσέχουν νά μή διασκορπίζεται ὁ νοῦς τους ἐδῶ καί ἐκεῖ, νά προσέχουν στόν ἑαυτό τους καί νά κάνουν «πρᾶξι» τό Εὐαγγέλιον τῆς Ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ καί νά εὑρίσκωνται σέ ἀδιάλειπτη ἐπικοινωνία καί συνομιλία μέ τό Θεό, διά τῆς ἀδιαλείπτου νοερᾶς προσευχῆς καί νά ζητοῦν ἀπό τόν Κύριο τό θεῖο φωτισμό. Ὁ ἴδιος δέ συνεχῶς ἔκραζε πρός τόν Κύριον: «Θεέ μου, φώτισόν μου τό σκότος, φώτισόν μου τό σκότος». Θεωροῦσε δέ ὅτι δέν ὑπῆρχε τίποτε πιό πολύτιμον ἀγαθόν, ἀπό τόν θεῖον φωτισμόν καί τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ, γιά νά γνωρίσουμε καί νά κάνουμε πρᾶξι στή ζωή μας, τό Θέλημα τοῦ Θεοῦ τό εὐάρεστον καί τέλειον.
Ἐπέβαλε εἰς τόν ἑαυτόν του τήν νέκρωσιν τῶν παθῶν, τήν σταύρωσιν τῆς σαρκός σύν τοῖς παθήμασι καί ταῖς ἐπιθυμίαις (παρβλ. Γαλάτ. ε΄24) καί ὡδηγοῦσε τούς πιστούς ἔτσι, ὥστε νά φέρουν, ὅπως αὐτός, «τούς καρπούς τοῦ Πνεύματος, πού εἶναι ἀγάπη, χαρά εἰρήνη, μακροθυμία, χρηστότης, ἀγαθωσύνη, πίστις, πρᾳότης, ἐγκράτεια» (Γαλάτ. ε΄ 22-23).
Συνιστοῦσε σέ ὅλους τήν ἡσυχαστική ζωή. Δίδασκε ἐγρήγορσι, νῆψι, νηφαλιότητα, προσοχή, ἀδιάλειπτη, νοερά Προσευχή. Ἔκανε «πρᾶξι» τή προτροπή τοῦ Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου:
«Μνημονευτέον τοῦ Θεοῦ μᾶλλον ἤ ἀναπνευστέον». Νά εἶναι δηλαδή κολλημένη ἡ μνήμη τοῦ Θεοῦ μέ τήν ἀναπνοή μας, ὥστε νά μή ἐπιτρέπουμε νά εἰσέρχεται στήν ψυχή μας τό πονηρόν. Συνιστοῦσε νά προσέχουμε στόν ἑαυτό μας , γιά νά προσέχουμε στό Θεό.
Ἔγραψε πολλά θαυμάσια συγγράμματα καί ἀνεδείχθη «στῦλος καί ἑδραίωμα τῆς ἀληθείας» καί πρότυπον τῶν πιστῶν εἰς τήν κατά Θεόν ζωήν.
Τῆς Ὀρθοδοξίας ὁ φωστήρ, ὁ Θαυματουργός, ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης, συνέχισε τήν ἀσκητική ζωή δοξάζων τόν Θεόν. Πίστεψε, λάτρεψε καί ἀφοσιώθηκε στό Θεό καί στή στήριξι εἰς τήν ὀρθόδοξον Πίστιν τῶν ἀδελφῶν. Ἄριστος ὁδηγός εἰς τό εὐσεβῶς ζῆν ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ, ὁ ὑπέρμαχος τῆς Ὀρθοδοξίας, καθ’ ὅλην τήν διάρκειαν τῆς ζωῆς του ἐκοσμεῖτο μέ τό Χάρισμα τῶν δακρύων. Εἶχε τόσην κατάνυξιν καί βαθειά συναίσθησι τῆς ἁμαρτωλότητός του, ἐνώπιον τοῦ Παναγίου Θεοῦ, ὥστε νά τρέχουν διαρκῶς ἀπό τούς ὀφθαλμούς του δάκρυα κατανύξεως.
Μόνη του ἐνασχόλησις ἦτο ἡ ἀδιάλειπτος σιωπηρά προσευχή. Ἔκαμε πρᾶξι ζωῆς τήν προτροπή τοῦ Ἀποστόλου Παύλου: «ἀδιαλείπτως προσεύχεσθε, ἐν παντί εὐχαριστεῖτε· τοῦτο γάρ θέλημα Θεοῦ ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ εἰς ὑμᾶς» (Α΄ Θεσσαλ. ε΄ 17-18). Ὁ Ἅγιος ἐδίδασκε τό ζῆν καθώς πρέπει ἁγίοις.
Ὁ σοφός κῆρυξ τῆς ἱερᾶς ησυχίας καί τῆς Ὀρθοδόξου ἀληθείας δίδασκε τούς πιστούς νά ἔχουν βαθειά συναίσθησι τῆς ἁμαρτωλότητός τους μπροστά στό Θεό. Νά προσέχουν νά μή διασκορπίζεται ὁ νοῦς τους ἐδῶ καί ἐκεῖ, νά προσέχουν στόν ἑαυτό τους καί νά κάνουν «πρᾶξι» τό Εὐαγγέλιον τῆς Ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ καί νά εὑρίσκωνται σέ ἀδιάλειπτη ἐπικοινωνία καί συνομιλία μέ τό Θεό, διά τῆς ἀδιαλείπτου νοερᾶς προσευχῆς καί νά ζητοῦν ἀπό τόν Κύριο τό θεῖο φωτισμό. Ὁ ἴδιος δέ συνεχῶς ἔκραζε πρός τόν Κύριον: «Θεέ μου, φώτισόν μου τό σκότος, φώτισόν μου τό σκότος». Θεωροῦσε δέ ὅτι δέν ὑπῆρχε τίποτε πιό πολύτιμον ἀγαθόν, ἀπό τόν θεῖον φωτισμόν καί τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ, γιά νά γνωρίσουμε καί νά κάνουμε πρᾶξι στή ζωή μας, τό Θέλημα τοῦ Θεοῦ τό εὐάρεστον καί τέλειον.
Ἐπέβαλε εἰς τόν ἑαυτόν του τήν νέκρωσιν τῶν παθῶν, τήν σταύρωσιν τῆς σαρκός σύν τοῖς παθήμασι καί ταῖς ἐπιθυμίαις (παρβλ. Γαλάτ. ε΄24) καί ὡδηγοῦσε τούς πιστούς ἔτσι, ὥστε νά φέρουν, ὅπως αὐτός, «τούς καρπούς τοῦ Πνεύματος, πού εἶναι ἀγάπη, χαρά εἰρήνη, μακροθυμία, χρηστότης, ἀγαθωσύνη, πίστις, πρᾳότης, ἐγκράτεια» (Γαλάτ. ε΄ 22-23).
Συνιστοῦσε σέ ὅλους τήν ἡσυχαστική ζωή. Δίδασκε ἐγρήγορσι, νῆψι, νηφαλιότητα, προσοχή, ἀδιάλειπτη, νοερά Προσευχή. Ἔκανε «πρᾶξι» τή προτροπή τοῦ Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου:
«Μνημονευτέον τοῦ Θεοῦ μᾶλλον ἤ ἀναπνευστέον». Νά εἶναι δηλαδή κολλημένη ἡ μνήμη τοῦ Θεοῦ μέ τήν ἀναπνοή μας, ὥστε νά μή ἐπιτρέπουμε νά εἰσέρχεται στήν ψυχή μας τό πονηρόν. Συνιστοῦσε νά προσέχουμε στόν ἑαυτό μας , γιά νά προσέχουμε στό Θεό.
Ἔγραψε πολλά θαυμάσια συγγράμματα καί ἀνεδείχθη «στῦλος καί ἑδραίωμα τῆς ἀληθείας» καί πρότυπον τῶν πιστῶν εἰς τήν κατά Θεόν ζωήν.
Εἴθε ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ, διά τῶν
πρεσβειῶν τοῦ ἁγίου
Γρηγορίου, νά μᾶς ὁδηγῇ εἰς
τήν ἐν χριστῷ ζωήν, ὥστε ἐν ἑνί στόματι καί μιᾷ καρδίᾳ νά ὑμνοῦμε καί νά
δοξολογοῦμε τόν Σωτῆρα καί Λυτρωτήν τοῦ κόσμου παντός, τόν Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν σύν τῷ Πατρί καί τῷ Ἁγίῳ
Πνεύματι καί τώρα καί πάντοτε καί εἰς τούς ἀπεράντους αἰῶνας. Ἀμήν.