Ὁ
Πανάγαθος Θεός δέν θέλει νά χαθοῦν τά πλάσματα Του. Ὡς ἀγαθός καί Φιλάνθρωπος
θέλει τήν σωτηρίαν ὅλων μας καί μᾶς καλεῖ ὅλους κοντά Του. Ἀποστέλλει τούς
δούλους Του καί τέλος στέλνει καί τόν Ἴδιο τόν μονογενῆ Του Υἱόν καί μᾶς καλεῖ
στή ΧΑΡΑ τῆς Βασιλείας Του, στούς γάμους τοῦ Υἱοῦ Του. Εἶναι παραβολικός ὁ λόγος.
Μᾶς
καλεῖ νά ἀπεκδυθοῦμε τόν παλαιόν, τόν διεφθαρμένον ἄνθρωπον μαζί μέ τίς
πράξεις του νά ξεριζώσουμε μέσα ἀπό τήν
ψυχή μας πᾶσαν κακίαν, καί, ὡς ἔνδυμα γάμου, νά φορέσουμε τόν νέον ἄνθρωπον,
νά φορέσομεν τήν εἰκόνα τοῦ ἐπουρανίου, καί ὡς εἰκόνες τοῦ Χριστοῦ, πού μᾶς ἔκτισε,
μέ τήν ἁγία ζωή μας νά φθάσουμε στήν τελεία γνῶσιν τοῦ Θεοῦ (πρβλ.
Κορινθ. ιε΄ 49.Κολος. γ΄ 9-10).Μᾶς καλεῖ ὅλους στή χαρά τῶν γάμων τοῦ Υἱοῦ Του. Γιά νά γευθοῦμε τή Χαρά, βασική προϋπόθεσις εἶναι, νά δεχθοῦμε τήν Πρόσκλησι τῆς Ἀγάπης Του. Καί ἀποδοχή τῆς Προσκλήσεως σημαίνει νά ἐνδυθοῦμε «βύσσινον λαμπρόν καθαρόν· τό γάρ βύσσινον τά δικαιώματα τῶν ἁγίων ἐστί» (Ἀποκ. ιθ΄ 8). Τό ἔνδυμα ἀπό καθαρόν βύσσινον συμβολίζει τήν, διά τῆς ἀποδοχῆς τῆς προσκλήσεως, συμμόρφωσιν πρός τό πανάγιον Θέλημα τοῦ Θεοῦ, συμβολίζει τό ἔνδυμα τῆς ἀφθαρσίας, τήν χάριν καί τήν ἁγιότητα, τίς ἀρετές τῶν Ἁγίων. Χωρίς αὐτό τό ἔνδυμα κανείς δέν γίνεται δεκτός εἰς τούς γάμους.
Οἱ πολλοί ἐπίσημοι προσκεκλημένοι, Ἱερεῖς, Ἀρχιερεῖς, Γραμματεῖς καί Φαρισαῖοι καί οἱ ἄρχοντες τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ Λαοῦ, πού πίστευαν στόν ἀληθινόν Θεόν, ἀλλά οἱ περισσότεροι δέν ζοῦσαν σύμφωνα μέ τίς ἐπιταγές τῆς Πίστεως, ἀλλά ἦσαν Ψεῦστες καί ὑποκριτές, γεννήματα ἐχιδνῶν, δέν δέχθηκαν τήν πρόσκλησιν. Περιφρόνησαν τόν καλέσαντα Κύριον. Εἷχαν ὑψηλή ἰδέα γιά τόν ἑαυτό τους. Θεωροῦσαν τόν ἑαυτό τους ἅγιον καί περιφρονοῦσαν ὅλους τούς ἄλλους συνανθρώπους τους ὡς παρακατιανούς. Δέν θέλησαν νά μετανοήσουν καί νά συμμορφωθοῦν μέ τό Θέλημα τοῦ Θεοῦ καί ἔμειναν ἔξω ἀπό τό τραπέζι τοῦ Γάμου.
«Οἱ κεκλημένοι οὐκ ἦσαν ἄξιοι» νά λάβουν μέρος εἰς αὐτό. Καί οἱ δοῦλοι τοῦ Βασιλέως, κατ’ ἐντολήν Του «ἐξελθόντες εἰς τάς ὁδούς ἐμάζευσαν πάντας ὅσους εὗρον, πονηρούς τε καί ἀγαθούς καί ἐπλήσθη ὁ γάμος ἀνακειμένων». Κάλεσε πάντα τά ἔθνη. Κάλεσε κάθε πονεμένο, κάθε περιφρονημένο, κάθε ταλαιπωρημένο καί κάθε φορτωμένο ἀπό τήν ἁμαρτία. Κάλεσε ὅλους ἐκείνους , πού δέχθηκαν τήν Πρόσκλησί Του καί εἰλικρινά μετανοιωμένοι, ἐπέστρεψαν στήν Πατρική Ἑστία καί ἔχοντες ἔνδυμα γάμου, παρακάθησαν στό Τραπέζι τοῦ Γάμου καί γεύθηκαν «τόν μόσχον τόν σιτευτόν».
Ὡς ἄπειρη ἀγάπη, ὁ
Φιλάνθρωπος, μᾶς καλεῖ ὅλους κοντά Του: «Δεῦτε
πρός με πάντες οἱ κοπιῶντες καί
πεφορτισμένοι, κἀγώ ἀναπαύσω ὑμᾶς. Ἄρατε τόν ζυγόν μου ἐφ’ ὑμᾶς καί μάθετε
ἀπ’ ἐμοῦ, ὅτι πρᾷός εἰμι καί ταπεινός τῇ καρδίᾳ, καί εὑρήσετε ἀνάπαυσιν
ταῖς ψυχαῖς ὑμῶν. Ὁ γάρ ζυγός μου χρηστός καί τό φορτίον μου ἐλαφρόν
ἐστί» (Ματθ. ια΄ 28-30). Δέν ἐξαιρεῖ
κανέναν, ἀλλά καί δέν ἐξαναγκάζει κανέναν. «Ὅστις θέλει...» Ὅποιος θέλει καί
συμμορφωθῇ μέ τούς ὅρους τῆς προσκλήσως, ὅποιος ξεριζώσῃ μέσα ἀπό τήν ψυχή του
πᾶσαν κακίαν, ὅποιος ἐνδυθῇ τό ἔνδυμα γάμου ἀπό βύσσινον λαμπρόν καθαρόν, ὅποιος
δεχθῇ τήν πρόσκλησι καί θελήσῃ, νά ἀκολουθήσῃ τόν Καλέσαντα αὐτόν εἰς
τούς γάμους, μέ Πνεῦμα αὐταπαρνήσεως καί αὐτοθυσίας, ὅποιος ἀκολουθήσῃ τά ματωμένα Χνάρια τοῦ Χριστοῦ, ὅποιος ἐνδυθῇ
τόν Χριστόν, ὅποιος δεχθῇ στήν καρδιά του τό Χριστό, τήν τέλεια ἀγάπη, αὐτός καί μόνον αὐτός
γίνεται δεκτός στό Τραπέζι τοῦ Γάμου. Αὐτός
καί μόνον αὐτός γίνεται ὁμοτράπεζος τοῦ Χριστοῦ στήν αἰώνια βασιλεία Του.
Ὁ ΧΡΙΣΤΟΣ ἀπό καταβολῆς κόσμου μᾶς προσκαλεῖ. «Ἰδού», λέγει, «ἕστηκα ἐπί τήν θύραν καί κρούω· ἐάν τις ἀκούσῃ τῆς φωνῆς μου καί ἀνοίξῃ τήν θύραν, εἰσελεύσομαι πρός αὐτόν καί δειπνήσω μετ’ αὐτοῦ καί αὐτός μετ’ ἐμοῦ» (Ἀποκ. γ΄ 20). Ἄπειρη εἶναι ἡ εὐσπλαγχνία Του. Δέν μᾶς ἐξαναγκάζει. Μᾶς προσκαλεῖ. Κρούει τήν θύραν. Ἑκεῖνος, πού θά δεχθῇ τήν πρόσκλησί Του, θά ἀκούσῃ τή φωνή Του καί θά Τοῦ ἀνοίξῃ τή καρδιά του, θά λάβῃ μέρος στό Τραπέζι τοῦ Γάμου, θά ἀξιωθῇ νά γίνῃ ὁμοτράπεζός Του.
Ὑπάρχει
μεγαλύτερη χαρά ἀπό τό Γάμο τοῦ Χριστοῦ μέ τήν νύμφη Ἐκκλησία, ἀλλά καί μέ κάθε
ψυχή ξεχωριστά;Ὁ ΧΡΙΣΤΟΣ ἀπό καταβολῆς κόσμου μᾶς προσκαλεῖ. «Ἰδού», λέγει, «ἕστηκα ἐπί τήν θύραν καί κρούω· ἐάν τις ἀκούσῃ τῆς φωνῆς μου καί ἀνοίξῃ τήν θύραν, εἰσελεύσομαι πρός αὐτόν καί δειπνήσω μετ’ αὐτοῦ καί αὐτός μετ’ ἐμοῦ» (Ἀποκ. γ΄ 20). Ἄπειρη εἶναι ἡ εὐσπλαγχνία Του. Δέν μᾶς ἐξαναγκάζει. Μᾶς προσκαλεῖ. Κρούει τήν θύραν. Ἑκεῖνος, πού θά δεχθῇ τήν πρόσκλησί Του, θά ἀκούσῃ τή φωνή Του καί θά Τοῦ ἀνοίξῃ τή καρδιά του, θά λάβῃ μέρος στό Τραπέζι τοῦ Γάμου, θά ἀξιωθῇ νά γίνῃ ὁμοτράπεζός Του.
Ὁ Χριστός εἶναι ἡ ζωή μας καί ἡ εἰρήνη μας, ἡ μόνη μας καταφυγή, ἡ μόνη μας ἐλπίδα.
Πότε, ἐπί τέλους, θά καταλάβουμε τή μεγάλη αὐτή καί σωστική ἀλήθεια;
Πότε θά κατανοήσουμε ὅτι χωρίς τόν Χριστόν ἡ ζωή μας εἶναι ἄδεια, κενή, χωρίς νόημα;
Εἶναι καιρός νά συνειδητοποιήσουμε ὅτι ὁ μόνος δρόμος, ὁ δρόμος τῆς ὄντως ζωῆς, εἶναι ἡ ἀποδοχή
τῆς Προσκλήσεως τοῦ Χριστοῦ.
Εἶναι καιρός νά καταλάβουμε ὅτι Αὐτός καί μόνον Αὐτός εἶναι ὁ προσωπικός μας Σωτῆρας καί ὁ Λυτρωτής τοῦ Σύμπαντος κόσμου.
Εἶναι καιρός νά καταλάβῃς δύσμοιρε θνητέ, προσωρινέ,
διαβάτη αὐτῆς ἐδῶ τῆς παροικίας, ὅτι
Ὅταν κλείνῃς ἔξω ἀπό τήν ψυχή σου τό Χριστό,
Ἐκεῖνος, μένει ἔξω ἀπό τήν ταλαίπωρη ψυχή σου,
ἐσύ ὅμως, μικρόψυχε, μένεις ἔξω ἀπό τήν αἰώνια Βασιλεία Του.
Ὅταν κλείνῃς ἔξω ἀπό τήν ψυχή σου τό Χριστό, μέ τή θέλησί σου, παραμένεις κατάκοιτος στή χώρα καί τή σκιά του θανάτου.
Mέ τήν κακοκεφαλιά σου, μέ τήν κακή σου θέλησι, ἔρχεσαι καί παραμένεις «εἰς τόν τόπον ἐκεῖνον τῆς βασάνου καί ὀδυνᾶσαι ἐν τῇ φλογί ταύτῃ» , μέ τή θέλησί σου καταδικάζεις τόν ἑαυτόν σου νά βληθῇ εἰς τήν λίμνην τοῦ πυρός τήν καιομένην ἐν θείῳ (πρβλ. Λουκ. ιστ΄ 19-31, Ἀποκ. ιθ΄ 20, κ΄10,14. κα΄ 8). Ὅλοι οἱ ἀμετανόητοι, οἱ δειλοί, καί ἄπιστοι, οἱ ἐβδελυγμένοι καί φονιάδες, οἱ πόρνοι καί φαρμακοί καί εἰδωλολάτρες καί ὅλοι ὅσοι ἀγάπησαν τό ψεῦδος τῆς ἁμαρτίας, ὅλοι, δηλαδή, ὅσοι δέν δέχονται τήν πρόσκλησι τοῦ Θεοῦ, μόνοι τους καταδικάζουν τόν ἑαυτόν στόν αἰώνιο θάνατο, καί βάλλονται εἰς τήν λίμνην τοῦ πυρός τήν καιομένην ἐν θείῳ, μέ τή θέλησί τους ἔρχονται εἰς τήν ἄβυσσον τῆς αἰώνιας Ὀδύνης.
Ὅταν κλείνῃς ἔξω ἀπό τήν
καρδιά σου τό Χριστό, Ἐκεῖνος μένει ἔξω ἀπό τήν καρδιά σου καί κρούει... Ἐσύ ὅμως
μένεις ἔγκλειστος εἰς τήν κόλασι τοῦ ἄγχους τῆς προσωπικῆς σου ἐνοχῆς.
Στό διάβα τῶν αἰώνων πολλοί
νόμισαν πώς μποροῦν νά ξεγελάσουν καί τόν ἴδιο τό Θεό. Νόμισαν ὅτι μποροῦν νά
λάβουν μέρος τό βασιλικό Τραπέζι, χωρίς νά τηρήσουν τούς ὅρους τῆς προσκλήσεως,
χωρίς ἔνδυμα γάμου.
Κατά καιρούς «λύκοι βαρεῖς εἰσέρχονται
εἰς τήν λογικήν ποίμνην τοῦ Χριστοῦ μή φειδόμενοι τοῦ ποιμνίου» (Πραξ.
κ΄ 29) καί ἄλλοι ἄνθρωποι αἱρετικοί καί παρείσακτοι ψευδάδελφοι (Γαλάτ.
β΄4), μέ σκοπό νά ὑποδουλώσουν
τούς ἀδελφούς τοῦ Χριστοῦ. Εἰσῆλθον εἰς
τό γαμήλιο Τραπέζι χωρίς ἔνδυμα γάμου.
Ποιός ὅμως
μπορεῖ νά ξεφύγῃ ἀπό τό πανάγιον καί ἐξεταστικόν βλέμμα τοῦ Δικαιοκρίτου ;
Τούς
ἀνθρώπους μπορεῖ κανείς νά τούς ἐξαπατήσῃ. Τόν Θεόν ὅμως κανείς δέν μπορεῖ νά τόν
ξεγελάσῃ. Ὁ Δικαιοκρίτης Κύριος τά βλέπει ὅλα , κρυφά και φανερά. Ἕτσι, λοιπόν ὁ
Κύριος, πού μέ τόση ἀγάπη μᾶς προσκαλεῖ στούς γάμους τοῦ Υἱοῦ Του, στή Χαρά τῆς
Βασιλείας Του, μᾶς προσκαλεῖ στούς γάμους τοῦ Υἱοῦ Του, ἀλλά θέλει νά ἔχουμε ἔνδυμα
Γάμου, θέλει νά εἴμαστε περιβεβλημένοι
βύσσινον λαμπρόν καθαρόν. Χωρίς αὐτό κανείς δέν γίνεται δεκτός. Ἄν κανείς
τολμήσῃ νά εἰσέλθῃ χωρίς τό κατάλληλον ἔνδυμα, ἐκβάλλεται ἔξω (Ματθ. κβ΄ 11-13).
«Ἔξω οἱ κύνες καί οἱ φαρμακοί
καί οἱ πόρνοι καί οἱ φονεῖς καί οἱ εἰδωλολάτραι καί πᾶς ὁ φιλῶν καί ποιῶν ψεῦδος»
(Ἀποκ. κβ΄ 15). Ἔξω ὅλοι οἱ ἀμετανόητοι, οἱ μή ἔχοντες ἔνδυμα γάμου. Ὅλοι εἶναι προσκεκλημένοι. Γίνονται ὅμως δεκτοί ὅσοι ἀνοίγουν τήν καρδιά τους
στό Χριστό, ὅσοι δέχονται τήν Πρόσκλησι καί, μέ χαρά, περιβάλλονται ἔνδυμα ἀπό βύσσινον λαμπρόν καθαρόν, μόνον ὅσοι ἀπεκδύονται τόν παλαιόν,
τόν διεφθαρμένον ἄνθρωπον καί ἐνδύονται τόν νέον, τόν ἐπουράνιον, ὅσοι περιβάλλονται
τήν ἁγιότητα, τάς ἀρετάς τῶν Ἁγίων, ὅσοι ἐνδύονται τόν Χριστόν. Κανείς δέν
γίνεται δεκτός μή ἔχων τοῦτο τό ἔνδυμα Γάμου, «πολλοί γάρ εἰσι κλητοί, ὀλίγοι
δέ ἐκλεκτοί» (Ματθ. κβ΄ 14).