ΖΗ Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΚΑΙ ΟΔΕΥΕΙ
ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΟΝΤΩΣ ΖΩΗΝ.
Κάθε ἄνθρωπος ὀφείλει νά ἀγαπᾷ
τή ζωή. Εἶναι δέ αὐτονόητο ὅτι ὀφείλει νά
φροντίζῃ τό «εὖ ζῆν», «τό εὐσεβῶς ζῆν ἐν
Χριστῷ Ἰησοῦ» (Β΄ Τιμ. γ΄12), τό ζῆν «καθώς πρέπει ἁγίοις» (Ἐφεσ. ε΄ 3).
Ὁ
Χριστός, ὁ Υἱός καί Λόγος του Θεοῦ, ἀπό ἄπειρη ἀγάπη, «σάρξ ἐγένετο καί ἐσκήνωσεν ἐν ἡμῖν» (Ἰωάν. α΄14), «ἑαυτόν ἐκένωσεν μορφήν δούλου λαβών, ἐν ὁμοιώματι ἀνθρώπων γενόμενος,
καί σχήματι εὑρεθείς ὡς ἄνθρωπος ἐταπείνωσεν ἑαυτόν γενόμενος ὑπήκοος μέχρι
θανάτου, θανάτου δέ σταυροῦ» (Φιλιπ. β΄ 7-8). Ὁ τέλειος Θεός, ἔγινε καί τέλειος ἄνθρωπος καί ἔπαθε γιά χάρι μας, ὁ ἀναμάρτητος,
«ἐσταυρώθη δι’ ἡμᾶς», «ἔπαθεν ὑπέρ ἡμῶν, ἡμῖν ὑπολιμπάνων ὑπογραμμόν
ἵνα ἐπακολουθήσωμεν τοῖς ἴχνεσιν αὐτοῦ» (Α΄Πέτρ. β΄ 21).
Ὁ
Ἰησοῦς Χριστός γίνεται τύπος καί ὑπογραμμός, ὑπόδειγμα τοῦ τελείου ἀνθρώπου, τοῦ «κατ’ εἰκόνα καί ὀμοίωσιν Θεοῦ». «Πρᾷος καί ταπεινός τῇ καρδίᾳ» διδάσκει
τό ζῆν καθώς πρέπει ἁγίοις, χαράσσει
τά Ἴχνη τῆς ἁγίας καί θεαρέστου ζωῆς, γιά νά ἀκολουθήσουμε τά ματωμένα Χνάρια
Του, ὥστε νά καταξιωθοῦμε καί νά γίνουμε εἰκόνες τοῦ Θεοῦ,
ὅπως ὁ Χριστός εἶναι εἰκών τοῦ Θεοῦ τοῦ ἀοράτου (Β΄Κορινθ.
δ΄ 5, Κολοσ. α΄15).
«Ὁ Ἰησοῦς Χριστός χθές καί σήμερον ὁ αὐτός
καί εἰς τούς αἰῶνας» ( Ἑβρ. ιγ΄
8)
«διῆλθεν καί διέρχεται τήν
ζωήν αὐτοῦ εὐεργετῶν, κηρύσσων τό Εὐαγγέλιον τῆς
βασιλείας καί θεραπεύων πᾶσαν
νόσον καί πᾶσαν μαλακίαν ἐν τῷ λαῷ καί ἰώμενος πάντας τούς καταδυναστευομένους ὑπό τοῦ
διαβόλου» (παρβλ. Ματθ. δ΄ 23. Πράξ. ι΄ 38),
καί μᾶς διδάσκει ποιο πραγματικά εἶναι τό
νόημα τῆς ζωῆς. Μᾶς διδάσκει ὅτι τό πραγματικό νόημα τῆς ζωῆς εἶναι τό περιπατεῖν ἐν ἀγάπῃ.
Γι’
αὐτόν ἀκριβῶς τό λόγο καί ὁ Παῦλος μᾶς προτρέπει νά γίνουμε «Μιμηταί
τοῦ Θεοῦ» καί λέγει: «Γίνεσθε οὖν
μιμηταί τοῦ Θεοῦ ὡς τέκνα ἀγαπητά, καί περιπατεῖτε ἐν ἀγάπῃ, καθώς καί ὁ
Χριστός ἠγάπησεν ἡμᾶς καί παρέδωκεν ἑαυτόν ὑπέρ ἡμῶν προσφοράν καί θυσίαν τῷ Θεῷ
εἰς ὀσμήν εὐωδίας» (Ἐφεσ. ε΄
1-2).
Ἀπό ἄπειρη ἀγάπη. Σταυρώνεται Αὐτός ἀντί ἡμῶν, Αὐτός γιά μᾶς, γιά νά ἀκολουθήσουμε
τά ματωμένα Χνάρια Του καί νά μᾶς διδάξῃ τήν Ὁδόν τῆς πραγματικῆς, τῆς ὄντως ζωῆς,
νά μᾶς διδάξῃ ὅτι ἡ Ὁδός τῆς ὄντως ζωῆς
εἶναι ἡ Ὁδός τῆς γνήσιας, τῆς τέλειας Ἀγάπης στό Θεό καί τόν πλησίον,
εἶναι ἡ Ὁδός τῆς ὑπακοῆς στό Θεῖον Θέλημα. Καί ἐνσάρκωσις αὐτῆς τῆς Ὁδοῦ εἶναι ὁ
Ἴδιος ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, «ὁ
δεύτερος ἄνθρωπος ὁ Κύριος ἐξ οὐρανοῦ» (Α΄Κορινθ.
ιε΄47), ὁ ὁποῖος ἔρχεται
καί μᾶς ἀποκαλύπτει ὅτι μόνον «Αὐτός εἶναι
ἡ Ὁδός καί ἡ Ἀλήθεια, ἡ Ἀνάστασις καί ἡ
ζωή τό Φῶς καί ἠ εἰρήνη τοῦ κόσμου». Μᾶς ἀποκαλύπτει ὅτι Αὐτός
καί μόνον Αὐτός εἶναι ὁ ἐπί τῆς οὐσίας ἄρτος,
«ὁ ἄρτος τῆς ζωῆς, ὁ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καταβάς καί ζωήν διδούς τῷ κόσμῳ» (Ἰωάν. στ΄ 33, 48 ἑξ.).
Καί μᾶς καλεῖ νά Τόν μιμηθοῦμε, νά ἀκολουθήσουμε
τά Χνάρια Του, νά ζήσουμε τή δική Του ζωή. Διότι Αὐτός εἶναι ὁ Ὁδός τῆς ὄντως ζωῆς. Κάθε ἄλλος
δρόμος, εἶναι λάθος δρόμος, ζωή χωρίς
νόημα, που ὁδηγεῖ στήν ἄβυσσο τῆς αἰώνιας Ὀδύνης.
Γι’
αὐτόν ἀκριβῶς τό λόγο ὁ Ἀπόστολος Παῦλος μᾶς συμβουλεύει καί λέγει: «καθώς ἐφορέσαμεν τήν εἰκόνα τοῦ χοϊκοῦ,
φορέσομεν καί τήν εἰκόνα τοῦ ἐπουρανίου» (Α΄Κορινθ. ιε΄ 49), πρᾶγμα τό ὁποῖον
σημαίνει ὅτι «ἀφοῦ ἀπεκδυθοῦμε τόν
παλαιόν διεφθαρμένον ἄνθρωπον μαζί μέ τίς πράξεις του, νά ἐνθυθοῦμε τόν νέον ἄνθρωπον,
πού συνεχῶς ἀνανεώνεται καί γίνεται
καινούργιος σύμφωνα μέ τήν εἰκόνα τοῦ κτίσαντος αὐτόν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὥστε μέ τή
ζωή του νά φθάσῃ εἰς τήν τελείαν γνῶσιν τοῦ Θεοῦ» (Κολοσ. γ΄ 9-10).
Τί
κέρδισαν οἱ ἄνθρωποι πού, μέχρι σήμερα, δέν ἀκολούθησαν τά Χνάρια του Χριστοῦ;
Ποῦ τούς
ὡδήγησε ὁ λάθος δρόμος;
Τί πρόσφερε
στούς ἀνθρώπους ὁ ΕΓΩΙΣΜΟΣ, Η ΨΕΥΤΙΑ, Η ΥΠΟΚΡΙΣΙΑ, Η ΑΠΑΤΗ, Ο ΔΟΛΟΣ ;
Τί ἀπεκόμισαν οἱ ἄνθρωποι μέ τίς ἀδικίες, μέ τήν ἐκμετάλευσιν τῶν
συνανθρώπων τους; ΜΟΝΟΝ ΣΥΜΦΟΡΕΣ, ΟΔΥΝΗ ΚΑΙ ΠΟΝΟ.
«Γυμνός
ἔρχεται στόν κόσμο ὁ ἄνθρωπος καί γυμνός πάλιν ἐπιστρέφει στή γῆ. Δέν παίρνει
τίποτε μαζί του. «Οὐ παραμένει ὁ πλοῦτος,
οὐ συνοδεύει ἡ δόξα. Ἐπελθών γάρ ὁ θάνατος, ταῦτα πάντα ἐξηφάνισται».
Πανευτυχεῖς,«
μακάριοι εἶναι ἀπό τώρα οἱ νεκροί, πού
πεθαίνουν πιστεύοντες εἰς τόν Κύριον καί εἶναι ἑνωμένοι μαζί Του. Ναι· εἶναι
μακάριοι, λέγει τό Ἅγιον Πνεῦμα. Διότι πεθαίνουν, διά νά ἀναπαυθοῦν ἀπό τούς
κόπους των. Καί θά ἀναπαυθοῦν, διότι τά ἅγια ἔργα τους, τά ἔργα τῆς ἀγάπης τους
ἀκολουθοῦν μαζί τους εἰς τήν ἄλλην ζωήν» (Ἀποκ. ιδ΄ 13).
Ὅσοι
ἔχουν λίγη σύνεσι συνειδητοποιοῦν την ματαιότητα τῶν ἐγκοσμίων πραγμάτων καί τῶν ἀνθρωπίνων ἐπιδιώξεων
καί ἀλλάζουν ζωή, ἐπιστρέφουν στό
Θεό, ἀκολουθοῦν τά ματωμένα Χνάρια
τοῦ Χριστοῦ καί ὁδεύουν τήν Ὁδόν τῆς ὄντως ζωῆς.
Συνειδητοποιοῦν ὅτι, ὅπως
σωστά λέγει ὁ ποιητής, «Μονάχα
ἡ Καλωσύνη,
ὅλα στόν κόσμο χάνονται.
Μόνη ἀπομένει ἐκείνη».
Διότι
«ὁ Θεός ἀγάπη ἐστι, καί ὁ
μένων ἐν τῇ ἀγάπῃ ἐν τῷ Θεῷ μένει καί ὁ Θεός ἐν αὐτῷ» (Α΄Ἰωάν.
δ΄ 16).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου