Παρασκευή 14 Σεπτεμβρίου 2018

ΚΥΡΙΑΚΗ Α΄ ΛΟΥΚΑ (Λουκ. ε΄ 1-11).






  εὐλογία τῆς Παρουσία τοῦ Χριστοῦ
στή ζωή μας. Οἱ καρποί τῆς ὑπακοῆς.

«Ὡς δέ ἐπαύσατο λαλῶν, εἶπε πρός τόν Σίμωνα·

ἐπανάγαγε εἰς τό βάθος, καί χαλάσατε τά δίκτυα ὑμῶν εἰς ἄγραν.

Καί ἀποκριθείς ὁ Σίμων εἶπεν αὐτῷ·
Ἐπιστάτα, δι’ ὅλης τῆς νυκτός κοπιάσαντες οὐδέν
ἐλάβομεν· ἐπί δέ τῷ ῥήματί σου χαλάσω τό δίκτυον (Λουκ. ε΄  4-5).




Ὁ θεηγόρος Λουκᾶς ὑπό τοῦ Θεοῦ ἐμπνεόμενος, σ’ αὐτήν ἐδῶ τήν περικοπήν τοῦ Εὐαγγελίου του διηγεῖται ὅτι ὁ Υἱός καί λόγος τοῦ Θεοῦ, ὁ τέλειος Θεός, πού ἔγινε καί τέλειος ἄνθρωπος, τύπος τῶν πιστῶν σέ ὅλα, ἐνῶ ἐστέκετο πλησίον τῆς λίμνης Γεννησαρέτ, εἶδε δύο πλοῖα ἀραγμένα κοντά στή λίμνη καί τούς ψαράδες, πού εἶχαν βγῆ ἐξω ἀπό αὐτά καί ἔπλεναν τά δίκτυα.  Ὅταν δέ διεπίστωσε  ὅτι εἶχαν συγκεντρωθεῖ πλήθη τοῦ Λαοῦ, μέ λαχτάρα νά ἀκούσουν τό λόγο Του, τότε ἐμπῆκε σέ ἕνα ἀπό τά πλοῖα, πού ἀνῆκε στό Σίμωνα καί τόν παρεκάλεσε νά ἀπομακρύνῃ λίγο τό πλοῖον ἀπό τήν παραλία καί ἀφοῦ κάθισε δίδασκε μέσα ἀπό τό  πλοῖον τά πλήθη τοῦ λαοῦ, πού βρίσκονταν στήν παραλία. Ὀφείλω νά σημειώσω ἐδῶ ὅτι ὁ Κύριος δέν μπῆκε στό πλοῖον τοῦ Σίμωνος ὡς ἐξουσιαστής, ἀλλά ζήτησε τήν ἄδεια, παρεκάλεσε τόν Πέτρο, νά τοῦ ἐπιτρέψῃ καί νά ἀπομακρύνῃ ἀπό τήν παραλία τό πλοῖον του, γιά νά διδάξῃ τό σεβασμό πρός ὅ, τι ἀνήκει στούς ἄλλους. Στή συνέχεια, ὡς τύπος τοῦ τελείου ἀνθρώπου ὁ Χριστός καί ὑπογραμμός σέ ὅλα ὑποδεικνύει ὅτι ἡ πρώτη καί βασική φροντίδα τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἡ ἐπιμέλεια πρός τελείωσιν τῆς ψυχῆς καί ἀκολουθεῖ ἡ φροντίδα τοῦ σώματος ὡς Ναοῦ τῆς ψυχῆς.
Γι’ αὐτόν ἀκριβῶς τό λόγο «ἐδίδασκεν ἐκ τοῦ πλοίου τούς ὄχλους». Προηγεῖται ἡ τροφή καί ἡ τρυφή τῆς ψυχῆς, πού εἶναι ἀθάνατη καί ἀκολουθεῖ ἡ τροφή τοῦ σώματος. Καί κατεξοχήν τροφή τῆς ψυχῆς εἶναι ὁ ἐπί τῆς οὐσίας ἄρτος, «ὁ ἄρτος τῆς ζωῆς, ὁ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καταβαίνων καί ζωήν διδούς τῷ κόσμῳ». Διότι ὁ ἄνθρωπος δέν ζῇ μόνον μέ τά καθημερινό ψωμί, μέ τά ὑλικά ἀγαθά τοῦ κόσμου τούτου, μέ τά πλούτη καί τά ἀξιώματα τοῦ κόσμου τούτου, ἀλλά «ἐπί παντί ῥήματιἐκπορευομένῳ διά στόματος Θεοῦ»(Ματθ. δ΄ 4).



«Ὡς δέ ἐπαύσατο λαλῶν», ὑπέδειξε καί τήν τιμίαν ἐργασίαν διά τήν ἀπόκτησιν τῶν ἀναγκαίων ἀγαθῶν γιά τήν συντήρησιν τοῦ σώματος. Εὐλογεῖ τήν ἐργασίαν. Ἡ ἀργία εἶναι ἐπονείδιστη, ἀξιοκατάκριτη, αἰσχρή καί μητέρα πάσης κακίας.
Ὁ Κύριος τοποθετεῖ τόν ἄνθρωπο στόν παράδεισο ἐργάζεσθε αὐτόν καί φυλάσσειν, Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι σ’ αὐτήν τήν παροικία ἔχουν τό δικό τους παράδεισο, τό δικό τους χῶρο, τή δική τους τέχνη ἤ ἐπιστήμη καί ὁ καθένας ὀφείλει νά ἐργάζεται τίμια καί νά κερδίζῃ, μέ τόν ἱδρῶτα τοῦ προσώπου του, τόν ἄρτον του. Ὅλοι ἔχουν δικαίωμα καί ὑποχρέωσι στήν τίμια ἐργασία, τήν ὁποίαν εὐλογεῖ ὁ Κύριος. Ἀπόδειξις τούτου εἶναι καί τό γεγονός ὅτι ὁ Κύριος δέν ἐκλέγει τούς μαθητάς Του ἀπό τούς κύκλους τῶν Γραμματέων καί Φαρισαίων, ἀπό τούς ἄρχοντες τῶν Ἰουδαίων, ἀλλά ἀπό τή μεσαία τάξι τοῦ λαοῦ, ἀπό τίς τάξεις τῶν ἁπλῶν, καί ἁγνῶν καί ἐργαζομένων ἀνθρώπων.
«Ὡς δέ ἐπαύσατο λαλῶν, συνέστησε στόν Σίμωνα νά φέρῃ τό πλοῖον στά βαθειά νερά τῆς λίμνης καί νά ρίξῃ τά δίκτυα καί νά πιάσῃ ψάρια: «ἐπανάγαγε εἰς τό βάθος καί χαλάσατε τά δίκτυα ὑμῶν εἰς ἄγραν».
Ἔμπειρος στήν τέχνη τῆς ἁλιείας, ὁ Πέτρος, ὁ μεγάλος Ψαρᾶς, ἀποκρίθηκε στόν Κύριο καί τοῦ εἶπε: Ἐπιστάτα, δι’ ὅλης τῆς νυκτός κοπιάσαντες, οὐδέν ἐλάβομεν·  ἐπί δέ τῷ ῥήματί σου χαλάσω τό δίκτυον».
Μέ πολύ σεβασμό ἀποκρίνεται ὀ Πέτρος ἀναφέρει τό παράπονό του στόν Κύριο και λέγει· Διδάσκαλε, ὅλη τήν νύκτα ἐκοπιάσαμε, ρίξαμε τά δίκτυα καί δέν πιάσαμε τίποτε. Ἀλλά ἀφοῦ τό διατάσσεις, μέ τελείαν πεποίθησιν καί ὑπακοήν εἰς τόν λόγον σου, θά ρίψω τό δίκτυον.
Ὁ Πέτρος, μολονότι γνώριζε ὅτι ἡ ὥρα αὐτή τῆς ἡμέρας δέν εἶναι ἡ κατάλληλη, γιά ψάρεμα, ὑπήκουσε στήν προσταγή τοῦ Κυρίου ἀπό ἀπέραντο σεβασμό στό Διδάσκαλο. Δέν γνώριζε ὁ Πέτρος ὅτι ἔχει στό  πλοῖον του τόν Ἐξουσιαστήν, τόν Κύριον τῆς δόξης, τόν Πάνσοφον καί Παντοδύναμον Δημιουργόν τοῦ σύμπαντος κόσμου.
Ἁπλῶς ἀγαπᾶ καί ὑπακούει στήν προσταγή τοῦ Διδασκάλου καί ἀμέσως ἀπολαμβάνει τούς καρπούς τῆς ὑπακοῆς. Δέν λέει ἁπλῶς· ἐπί δέ τῷ ῥήματί σου χαλάσω τό δίκτυον, ἀλλά καί κάνει «πρᾶξι» τό λόγο του.
Πῆραν τό πλοῖον στά βαθειά νερά τῆς λίμνης καί ἔρριψαν τό δίκτυό τους καί ἔκλεισαν μέσα στά δίκτυο πλῆθος ἰχθύων πολύ. Τόσα πολλά ψάρια, πού ἄρχισε νά σπάζῃ τό δίκτυον, ἐπειδή δέν ἄντεχε στό βάρος τοῦ πλήθους τῶν ψαριῶν.


Οἱ ἁποϊκοί καί ἁγνοί αὐτοί ψαράδες ἀμέσως σκέφθηκαν καί τούς ἄλλους, πού κι’ αὐτοί εἶχαν κοπιάσει ὅλη τήν νύκτα καί δέν εἶχαν πιάσῃ τίποτε. Δέν θέλησαν νά κρατήσουν, ἐγωϊστικά, γιά τόν ἑαυτό τους τή μεγάλη αὐτή ψαριά. Μέ νεύματα κάλεσαν καί τούς  συνεταίρους, τούς μετόχους, πού βρίσκονταν στό ἄλλο πλοῖον, νά πιάσουν μαζί μέ αυτούς τά δίκτυα καί νά τούς βοηθήσουν. Καί ἦλθαν καί ἐγέμισαν καί τά δυό πλοῖα τόσο πολύ, ὥστε ἀπό τό βάρος τῶν ψαριῶν ἐκινδύνευαν νά βυθισθοῦν τά πλοῖα.
Σ αὐτήν ἐδῶ τήν περικοπή του Εὐαγγελίου ὁ Κύριος μᾶς,  ἀκόμη μιά φορά,  μᾶς βοηθεῖ νά καταλάβουμε ὅτι ἡ Παρουσία Του στή ζωή μας εἶναι εὐλογία, εἶναι δόσις ἀγαθή καί δώρημα τέλειον, ἄνωθεν καταβαῖνον ἀπό τοῦ πατρός τῶν φώτων» (Ἰακ. α΄ 17).
Ἔρχεται καί ἵσταται ἐπί τήν Θύραν καί κρούει. Ζητεῖ τήν καρδιά μας. Θέλει νά ἀκούσουμε τή φωνή Του καί νά τοῦ ἀνοίξουμε τήν καρδιά μας. Θέλει, μέ τή θέλησί μας, νά ἀκούσουμε τή φωνή. Νά πιστέψουμε Σ’ Αὐτόν, ὡς Θεόν καί Σωτήρα μας. Νά ἐγκολπωθοῦμε τό λόγο Του, καί νά πράξουμε τό Θέλημά Του. Νά Τόν λατρέψουμε μέ τήν καρδιά μας, ὄχι μέ τά χείλη. Νά γίνῃ τροφή μας, ἡ δική Του τροφή,  δηλαδή, νά κάνουμε «πρᾶξι» τό πανάγιον Θέλημα τοῦ Θεοῦ-Πατρός. Ἧλθε καί θέλει νά μένῃ παντοτινά μαζί μας. Καί γιά νά ἔχουμε τή Χαρά τῆς εὐλογημένης καί ὁλοζώντανης Παρουσίας Του στή ζωή ὀφείλουμε ὑπακοή στίς πανάγιες Ἐντολές Του. Ἡ παρακοή μᾶς χώρισε ἀπό τό Θεό καί μᾶς βύθισε στό βόρβορο τῆς εἰδωλολατρίας. Ἡ παρακοή μᾶς ἐνέπηξε εἰς ἰλύν βυθοῦ καί μᾶς κατέστησε «δεσμίους τῆς γῆς». Ἡ παρακοή μᾶς στέρησε τήν εὐλογημένη Παρουσία τοῦ Θεοῦ καί τή μακαριότητα. Ἡ παρακοή, διά τῆς διαφθορᾶς, διά τῶν παραβάσεων τῶν Ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ, μᾶς χωρίζει ἀπό τήν Πηγή πάσης ἀγαθότητος, τόν Θεόν, καί μᾶς ὁδηγεῖ στή φθορά καί τό Θάνατο, στό αἰώνιον σκότος.
Χωρίς τόν Χριστόν, χωρίς τήν Παρουσία Του στή ζωή μας, ἄκαρποι εἶναι οἱ κόποι μας, ματαίως κοπιάζομεν. Κοπιάζομεν καί οὐδέν λαμβάνομεν. Ὅταν εἴμαστε ἑνωμένοι μαζί Του, φέρομεν καρπόν πολύν. Ὁ Κύριος μας  μᾶς ζητεῖ νά μένουμε ἑνωμένοι μαζί Του: «Μείνατε ἐν ἐμοί, κἀγώ ἐν ὑμῖν», καί  μᾶς πληροφορεῖ μέ ἀγάπη λέγων: «Καθώς τό κλῆμα οὐ δύναται καρπόν φέρειν ἀφ’ ἑαυτοῦ, ἐάν μή μείνῃ ἐν τῇ ἀμπέλῳ, οὕτως οὐδέ ὑμεῖς. ἐάν μή ἐν ἐμοί μείνητε. Ἐγώ εἰμι ἡ ἄμπελος, ὑμεῖς τά κλήματα. Ὁ μένων ἐν ἐμοί κἀγώ ἐν αὐτῷ, οὗτος φέρει καρπόν πολύν, ὅτι χωρίς ἐμοῦ οὐ δύνασθε ποιεῖν οὐδέν» (Ἰωάν. ιε΄ 4-6).
Ὁ Σίμων λέγει τό παραπονό του στό Χριστό: «Δι’ ὅλης τῆς νυκτός κοπιάσαντες ουδέν ἐλάβομεν».
Προφανῶς ὁ Εὐαγγελιστής ὑπενίσσεται ὅτι τά ἔργα τῆς νυκτός εἶναι ἔργα πονηρά, φαῦλα, ἔργα τοῦ σκότους. Τελοῦνται κατά παράβασιν τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ καί ὀφείλουμε ὅλοι νά ἀποφεύγουμε τά ἔργα τοῦ σκότους  καί νά ἐργαζώμαστε τά ἔργα τῆς ἡμέρας, τά ἔργα τοῦ φωτός, τά ἔργα τοῦ Θεοῦ. Τονίζεται ἡ ἀκαρπία τῶν ἔργων τῆς νυκτός. Καί μάλιστα τονίζεται ὅτι χωρίς τόν Χριστόν τά ἔργα μας εἶναι φαῦλα, χωρίς τή Χάρι Του.
Ἀντίθετα ὁ ἑνωμένος μέ τόν Χριστόν ἔχει τήν εὐλογίαν τῆς Παρουσίας Του εἰς τά ἔργα Του. Ποιεῖ τήν ἀλήθειαν. Ἔρχεται πρός τό φῶς, ἵνα φανερωθῇ αὐτοῦ τά ἔργα, ὅτι ἐν Θεῷ ἐστίν εἰργασμένα» (Ἰωάν. γ΄ 20-21). Εἶναι ἔργα ὑπακοῆς. Ἡ ὑπακοή μᾶς ἑνώνει μέ τόν Θεόν. Ἡ ὑπακοή μᾶς ἐπανεισάγει εἰς τόν Παράδεισο. Ἡ ὑπακοή κάνει τήν ψυχή καί τή ζωή μας Παράδεισος. Καί παράδεισος εἶναι ἡ ἕνωσίς μας μέ τόν Χριστόν.
Ὁ Σίμων Πέτρος μέ τήν ὑπακοήν εἰς τό Θεῖον Πρόσταγμα  εἶδεν νά καρποφοροῦν οἱ κόποι του. Ἐπί δέ τῷ ῥήματί σου, Κύριε, χαλάσω τό δίκτυον»
Καί κάνοντας «πρᾶξι» τήν ὑπακοήν: «Καί τοῦτο ποιήσαντες συνέκλεισαν πλῆθος ἰχθύων πολύ· διερρήγνυτο δέ τό δίκτυον αὐτῶν».
Αὐτή καί μόνον αὐτή εἶναι ἡ ἀλήθεια, Καί ὀφείλομεν νά συνειδητοποιήσουμε ὅλοι ὅτι χωρίς τόν Χριστόν ἡ ζωή μας εἶναι ἄδεια, κενή, καί οἱ κόποι μας ἄκαρποι. Ἀντίθετα ἡ ζωντανή Παρουσία τοῦ Κυρίου στή ζωή μας, ἡ ἕνωσίς μας μαζί Του εἶναι εὐλογία καί σύμφωνα μέ τίς Προσταγές Του οἱ κόποι μας καρποφοροῦν. Εἶναι καρποί τῆς ὑπακοῆς στά θεῖα προστάγματα.


Δέν συμβαίνει τό ἴδιο, μέ τούς ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι, μέ τή θέλησί τους, δέν πιστεύουν καί παραμένουν χωρισμένοι ἀπό τόν Χριστόν. Δέν θέλουν καί δέν ἀπολαμβάνουν τή Χαρά τῆς Παρουσίας Του στή ζωή τους. Διά τῆς παρακοῆς , χωρίζονται καί χάνουν τήν εὐλογία τῆς Παρουσίας Του. Γι’ αὐτό καί δέν καρποφοροῦν τά ἔργα τους.
«Οὐχ οὕτως οἱ ἀσεβεῖς, οὐχ οὕτως, ἀλλ’ ἤ  ὡσεί χνοῦς, ὅν ἐκρίπτει ὁ ἄνεμος ἀπό προσώπου τῆς γῆς... Ὅτι γινώσκει Κύριος ὁδόν δικαίων καί ὁδός ἀσεβῶν ἀπολεῖται» (Ψαλμ. α΄  4,6).
Ὁ Πανταχοῦ εἶναι πάντοτε μαζί μας, ὅπως μᾶς τό ὑποσχέθηκε. Ἔμεῖς ὅμως εἴμαστε ἑνωμένοι μαζί Του διά τῆς ὑπακοῆς στά θεῖα Του προστάγματα;
Εἶναι βέβαιον ὅτι διά νά εἴμαστε ἑνωμένοι μαζί Του καί νά ἀπολαμβάνουμε τά ἀγαθά (πνευματικά καί ὑλικά) τῆς Παρουσίας Του, ὀφείλουμε νά πιστεύουμε ὅτι Αὐτός εἶναι ὁ Υἱός καί Λόγος Τοῦ Θεοῦ, τέλειος Θεός, πού ἀπό ἄπειρη ἀγάπη ἔγινε και τέλειος ἄνθρωπος καί εἶναι ὀ προσωπικός Σωτῆρας καί Λυτρωτής κάθε πιστοῦ, Σωτήρας δέ καί Λυτρωτής τοῦ Σύμπαντος. Καί Πιστεύω σημαίνει Λατρεύω τό Χριστό καί ὑπακούω σέ ὅλες τίς Ἐντολές Του. Ἡ ὑπακοή στά θεῖα προστάγματα εἶναι ἡ μόνη ἀπόδειξις τῆς πίστεώς μας καί τῆς «ἐν πνεύματι καί ἀληθείᾳ» λατρείας μας. Αὐτό τό δρόμο χάραξε ὁ μεγάλος Ψαρᾶς , ὁ Σίμων Πέτρος σέ ὅλους μας. Τό Δρόμο τῆς Πίστεως στό Χριστό καί τῆς ὑπακοῆς στό Θέλημά Του καί καταξιώθηκε νά γίνη ὁ Κορυφαῖος Ἀπόστολος καί ἀπό ἁπλός ψαρᾶς ἰχθύων νά γίνει ψαρᾶς ψυχῶν. Καταξιώθηκε νά ἀγρεύει ψυχές, νά σώζῃ ψυχές καί νά τίς ὁδηγῇ εἰς τήν ἀγκαλιά τοῦ Χριστοῦ, στή αἰώνια  Χαρά τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Ὁ Χριστός ἐβράβευσε τήν Πίστι, τήν ἀγάπη, τήν συντριβή τοῦ Πέτρου καί τόν ἀνέδειξε Μέγα καί τοῦ εἶπε: Δέχομαι τήν πίστι καί τήν ἀγάπη σου, πού ἀπέδειξες διά τῆς ὑπακοῆς σου. Δέχομαι τή βαθειά συναίσθησι τῆς ἁμαρτωλότητός σου, δέχομαι τήν ἐξομολόγησί σου καί τό φόβο σου- τήν εὐλάβειά σου, καί «μή φοβοῦ· ἀπό τοῦ νῦν ἀνθρώπους ἔσῃ ζωγρῶν».
Ὁ Ἰησοῦς κρούει τή θύρα τῆς ψυχῆς μας, μᾶς καλεῖ κοντά Του, «χθές καί σήμερον ὁ αὐτός» ζητεῖ τήν καρδιά μας.
Εἶναι καιρός νά ἀκούσουμε τή γλυκειά φωνή τοῦ Ἰησοῦ. Νά δεχθοῦμε τήν πρόσκλησί Του καί νά Τοῦ ἀνοίξουμε τήν καρδιά μας, γιά νά κατασκηνώσῃ ἐντός μας.
Εἶναι καιρός, λοιπόν, νά πάρουμε τήν ἀπόφασι νά ποῦμε τό μεγάλο ΝΑΙ στό Χριστό καί νά ἀκοληθήσουμε τά ματωμένα Χνάρια Του.
Εἷναι καιρός νά μιμηθοῦμε τόν Πέτρο στήν Πίστι καί τήν ὑπακοή στό Χριστό καί ἑνωμένοι μέ τόν Χριστό, να χαιρώμαστε μαζί του τήν εὐλογημένη ὁλοζώντανη Παρουσία τοῦ Κυρίου μας καί νά ἀπολαμβάνουμε τούς καρπούς τῆς ὑπακοῆς στό πανάγιον Θέλημά του. Καί καρποί τῆς ὑπακοῆς εἶναι οἱ εὔχυμοι καρποί τοῦ Πνεύματος, πού εἶναι ἀγάπη, χαρά, εἰρήνη, μακροθυμία, χρηστότης, ἀγαθωσύνη, πρᾳότης, ἐγκράτεια. Καί πάνω ἀπό ὅλα ἡ ὑπακοή στό Χριστό μᾶς φέρει σέ κοινωνία ἕνωσι μέ τό Χριστό, πού κάνει ἀπό τώρα τήν ψυχή καί τή ζωή μας Παράδεισο.
Εἶναι καιρός, λοιπόν, πρίν νά εἶναι ἀργά, νά μιμηθοῦμε τόν Πέτρο καί, μέ τήν ἴδια προθυμία, νά πῇ ὁ καθένας μας στό Χριστό·
Ἐπιστάτα, Κύριε καί Δέσποτα τῆς ζωῆς μου,
ἐπί δέ τῷ ῥήματί Σου χαλάσω τό δίκτυον.
Ἐπί δέ τῷ ρήματί Σου, θά καθαρίσω τόν ἑαυτό μου ἀπό παντός μολυσμοῦ σαρκός καί πνεύματος
καί θά ἐπιτελῶ ἁγιωσύνην ἐν φόβῳ Θεοῦ.
Ἐπί δέ τῷ ῥήματί Σου, ἀπό αὐτή τή στιγμή, θά σταυρώσω τήν σάρκα σύν τοῖς παθήμασι καί ταῖς ἐπιθυμίαις.
Ἐπί δέ τῷ ῥήματί σου, Θά ἀπαρνηθῶ τόν κακόν μου ἑαυτόν, τόν παλαιόν ἄνθρωπον, τίς κακίες καί τά βρωμερά μου πάθη καί θά ἐνδυθῶ Ἐσένα, Κύριε, τόν ἐπουράνιον, Θά σηκώσω τόν προσωπικό μου σταυρό καί θά ἀκολουθῶ τά ματωμένα Χνάρια Σου.
Ἐπί δέ τῷ ῥήματί Σου, δέν θά φονεύω, δέν θά μοιχεύω, δέν θά ψευδομαρτυρῶ, θά τιμῶ τόν πατέρα καί τή μητέρα μου καί δέν θά ἐπιθυμῶ πράγματα, πού ἀνήκουν στόν Πλησίον μου. Θά σέβομαι  τήν ἐλευθερία καί τήν περιουσία τῶν ἄλλων. Δέν θά κάνω ποτέ  στούς ἄλλους αὐτά πού δέν θέλω οἱ ἄλλοι νά κάνουν σέ μένα.
Ἐπί δέ τῷ ῥήματί Σου, θά ἐργάζομαι γιά τήν ἐξάλειψι τῆς Κοινωνικῆς Ἀδικίας στόν κόσμο καί γιά τήν ἀποκατάστασι τῆς Κοινωνικῆς Δικαιοσύνης.
Ἐπί δέ τῷ ῥήματί Σου, Θά κηρύττω, λόγῳ καί ἔργῳ, τό Εὐαγγέλιον τῆς Ἀγάπης Σου, Κύριε καί θά ἀγαπῶ καί τούς ἐχθρούς μου, ὡς ἑαυτόν.
Ἐπί δέ τῷ ῥήματί σου, πεῖνα καί δίψα τῆς ψυχῆς μου, θἆναι ἡ δική Σου πεῖνα καί δίψα, ἡ τήρησι τοῦ Θελήματος τοῦ οὐρανίου Πατρός.
Ἐπί δέ τῷ ῥήματί Σου, καί μέ τή Χάρι Σου, θά περιπατῶ ἐν ἀγάπῃ, θά ζῶ εὐσεβῶς, καθώς πρέπει ἁγίοις. Θά προσέχω, μέ τή Χάρι Σου, νά μή γίνομαι αἰτία νά βλασφημῆται τό ὄνομά Σου, ἀλλά νά δοξάζεται καί νά ὑμνῆται τό ὑπέρ πᾶν Ὄνομα. Διότι εἶναι καιρός νά καταλάβουμε ὅλοι ὅτι Σύ, Κύριε εἶσαι ἠ ζωή μας καί ἡ εἰρήνη μας, καί ὅτι


«Οὐκ ἔστιν ἐν ἄλλῳ οὐδενί ἡ σωτηρία· οὐδέ γάρ ὄνομα ἐστιν ἕτερον ὑπό τόν οὐρανόν τό δεδομένον ἐν ἀνθρώποις ἐν ᾧ δεῖ σωθῆναι ἡμᾶς» (Πράξ. δ΄ 12). Εἶναι καιρός να καταλάβουμε οἱ ἄνθρωποι, ὅτι Χωρίς Ἐσένα, Κύριε, δέν ἔχει νόημα ἡ ζωή μας καί μεῖς εἴμαστε ἕνα Τίποτε. Νά καταλάβουμε ὅλοι ὅτι ὑπάρχουμε, γιατί ὑπάρχεις Ἐσύ, πολυεύσπλαγχνε, καί ὅτι εἶναι καιρός νά ἐπιστρέψουμε κοντά Σου καί πρῶτο μέλημά μας νά εἶναι νά γίνεται τό Θέλημά Σου, ὡς ἐν οὐρανῷ καί ἐπί τῆς γῆς.
Λάλει , Κύριε, ὁ δοῦλος Σου ἀκούει.
Ἐπί δέ τῷ ῥήματί Σου, χαλάσω τό δίκτυον.






Δοξασμένο νά εἶναι τό Ὄνομά Σου, Κύριε.
Μεῖνε κοντά μας. Μή μᾶς ξεσυνερίζεσαι.
Παράβλεπε τίς ἀδυναμίες μας καί ἔλα καί μεῖνε κοντά μας. Σέ Σένα ἁμαρτάνουμε, ἀλλά ἐσένα μονάχα λατρεύουμε. Δῶσε μας τή Χάρι Σου νά κάνουμε πάντοτε τό Θέλημά Σου καί νά Σέ δοξάζουμε μέ ὅλη τή δύναμι τῆς ψυχῆς. Διότι μόνον Σέ Σένα, τό Λυτρωτή, σύν τῷ Πατρί καί τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι, ἀνήκει ἡ τιμή, ἡ δόξα καί τό κράτος εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.















Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου