Σάββατο 1 Σεπτεμβρίου 2018

Πῶς ἀτενίσω Σοι τῷ Δεσπότῃ ;






Δέν τολμῶ.



Δέν τολμῶ νά ὑψώσω τό βλέμμα μου Σέ Σένα, Ὕψιστε Θεέ. Ἄκουσε, Κύριε, τούς στεναγμούς, τίς ἄναρθρες κραυγές, γεμᾶτες πόνο ψυχῆς αἱμορροούσης, πού,  γονυκλινής προσπίπτει, καί, μέ δάκρυα, προσπαθεῖ τό κράσπεδον, τό ἄκρον τοῦ ἱματίου Σου, νά ἀγγίξῃ, ζητοῦσα τό ἔλεός Σου,  Ἰησοῦ μου, Μακρόθυμε καί Πολυέλεε.

Βαρειά εἶναι τά μάτια μου, βαρειά εἶναι καί ἠ ψυχή μου ἀπό τίς ἁμαρτίες μου καί ντρέπομαι πολύ γιά τά καμώματά μου. Κύριε, γνωρίζεις τά πάντα. Σύ γνωρίζεις πόσο Σέ ἀγαπῶ. Γνωρίζεις, καλλίτερα ἀπό μένα, τά ἐσώτατα βάθη τῆς ψυχῆς μου, καί τά κρυφά καί τά φανερά, τά ἀμέτρητα λάθη μου, καί τίς πίκρες πού ἔχω προκαλέσει, ἠθελημένα ἤ ἀθέλητα, στούς συνανθρώπους μου.



Ἄν μποροῦσε νά γυρίσῃ ὁ χρόνος πίσω, γονατιστός θά φιλοῦσα τά πόδια ὅσων πίκρανα, θά διόρθωνα τίς ζημιές καί θά ζητοῦσα, εἰλικρινά,  συγχώρησι ἀπό ὅλους. Μά δέν γυρίζει, δυστυχῶς, ὁ χρόνος πίσω καί ζῶ  στήν κόλασι τοῦ ἄγχους τῶν πολλῶν μου ἐνοχῶν. Θέλω νά Σοῦ μιλήσω, Κύριε, μολονότι πιστεύω ὅτι ὅλα τά γνωρίζεις καί πρίν ἀκόμη νά συμβοῦν, μά ἔχω ἀνάγκη νά Σοῦ ἀνοίξω τήν καρδιά μου, νά Σοῦ πῶ τόν πόνο μου καί τά βάσανά μου, ἐξ αἰτίας τῶν πολλῶν μου ἁμαρτιῶν, καί δέν μπορῶ νά ἀρθρώσω λόγον, δέν μπορῶ νά δυατυπώσω τίς σκέψεις μου.

Δέν ξέρω Τί νά πῶ, πῶς νά μιλήσω, δέν βρίσκω τίς κατάλληλες λέξεις καί πολλές φορές προσβάλλω τή Χάρι Σου μέ βαττολογίες, ἀνόητες φλυαρίες.

Πάνσοφε Δημιουργέ τοῦ Σύμπαντος, Σύ πού τά πάντα ἐν σοφίᾳ ἐποίησες, καί συγκρατεῖς μέ τάξι καί ἁρμονία καί ἰσορροπία τά Σύμπαντα, δράμε, γλυκύτατε Ἰησοῦ, σπεῦσε, πρόφθασε καί λύτρωσε ἡμᾶς, ἀπό τά λάθη μας κι’ ἀπό τίς κακοκεφαλιές μας. Σύ μᾶς ἐβεβαίωσες πώς ὅ, τι καί ἄν Σοῦ ζητήσουμε μέ πίστι, θά μᾶς τό δώσῃς. Ἔτσι, λοιπόν, τολμῶ κι’ ἐγώ, καί προσέρχομαι συντετριμμένος καί τεταπεινωμένος καί ζητῶ τό ἔλεός Σου. Ρίξε σπλαγχικό, καί σέ μένα τόν ἀνάξιο, τό πανάγιο βλέμμα Σου καί διόρθωσε τά λάθη μου, τίς ζημιές, πού ἔχω κάνει, θεράπευσε τίς πληγές. Σύ , ὁ πάντων Ἐπέκεινα, ὁ Πανταχοῦ, πιστεύω ἀπόλυτα, ὅτι, ὡς Παντοδύναμος μπορεῖς καί ὡς Πανάγαθος θέλεις τή σωτηρία ὅλων μας.

Δῶσε γαλήνη στήν ψυχή μας καί σῶσον ἡμᾶς δίοτι χανόμαστε. Δέν βαδίζουμε στήν Ὁδό τῆς Ζωῆς. Δέν ἀκολουθοῦμε τά ματωμένα Χνάρια Σου, Δέν ἔχουμε ἁγνή ἀγάπη ὁ ἕνας γιά τόν ἄλλον, δέν κάνουμε «πρᾶξι» τό Εὐαγγέλιον τῆς

Ἀγάπης Σου, Κύριέ μου Ἰησοῦ, καί μέ τή θέλησί μας παραμένουμε κατάκοιτοι στή χώρα καί τή σκιά τοῦ Θανάτου, «δέσμιοι τῆς γῆς».

Ἀνεξίκακε καί Φιλάνθρωπε Κύριε, Σύ πού σταυρώθηκες καί Ἀναστήθηκες γιά μᾶς ἄκουσε τούς στεναγμούς τῆς ταλαίπωρης ψυχῆς μου καί δῶσε μας «μετάνοια». Δῶσε μας τή χάρι Σου νά μετανοήσουμε εἰλικρινά καί ἔμπρακτα καί ἀξίωσέ μας, πρίν νά εἶναι ἀργά, νά ἐπιστρέψουμε κοντά Σου καί νά Σέ ὐμνοῦμε αἰώνια σύν τῷ Πατρί καί τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι. Ἀμήν.









Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου