ΕΙΝΑΙ Η ΠΗΓΗ ΤΟΥ ΖΩΝΤΟΣ ΥΔΑΤΟΣ
Κύριέ μου Ἰησοῦ, λαχτάρα τῆς
ψυχῆς μου,
ἔρχεσαι στή Βηθλεέμ, τήν ἄχαρη καρδιά μου
καί δέν βρίσκεις κατάλυμα. Τί
κρῖμα...
Πῶς ἔγινε πόρνη, πόλις πιστή
Σιών;
Ἄνθρωποι, χωρίς Θεό, χωρίς ἀγάπη,
νεκροί...
Δοῦλοι στό Κακό, Διαβόλου
παρανάλωμα.
Ἄκαρπες συκιές, πού ὅλες
παραχρῆμα
ξηραίνονται, σύμβολα τῶν ἄμυαλων,
νωθρῶν,
ἀναγκεμένων, γιῶν τῆς Παραφροσύνης.
Δυστυχισμένε ἄχρηστε, φτωχέ
συνοδοιπόρε,
Πετρῶσαν οἱ καρδιές, ἐψύγη ἡ ἀγάπη.
Ἔρχεται ὁ Χριστός καί κρούει
τήν θύρα,
κι’ ἐμεῖς, σάν τίς ὀχιές,
κωφεύουμε στή θεία
μελωδία, στοῦ Σωτῆρος τή
φωνή, πού μᾶς
καλεῖ κοντά του, νά μᾶς χαρίσῃ
τή ζωή.
Μᾶς τύφλωσαν τά πάθη τοῦ Ἐγωϊσμοῦ,
ἡ
Ψευτιά καί ἡ ὑποκρισία. Ο
Χριστός εἶναι
ἡ Ἀλήθεια, τό Φῶς τό ἀληθινόν,
πού φωτίζει
κάθε ἄνθρωπο, πού ἔρχεται
στόν κόσμο.
Κι’ ἐμεῖς προτιμοῦμε τά
σκοτάδια. Μισοῦμε
τό Φῶς, καί μέ τή θέλησί μας,
παραμένουμε
στή χώρα καί τή σκιά τοῦ
Θανάτου.
Εἶναι σκέτη ἀπογοήτευσι ἡ
πώρωσι καί ἡ
ἀμετανοησία τῶν πολλῶν, πού ἀρέσκονται
νά ζοῦν στό Χοιροστάσι καί, ἀρνούμενοι
«τόν
μόσχον τόν σιτευτόν» τρέφωνται
μέ τήν τροφήν
τῶν χοίρων, τῆς ντροπῆς τά
«ξυλοκέρατα».
Ἀλήθεια, πῶς νά ἐκφρασθῶ,
παιδιά μου, πῶς
νά σᾶς τό πῶ, ἡ ζωή χωρίς σκοπό,
εἰν’ ἄδεια,
«κενή», χωρίς νόημα. Ὁδεύουμε
στό σκοτάδι.
Χωρίς τό Χριστό, δίχως
Καλωσύνη, ἀφρόνως,
σέρνουμε σταθερά τά βήματα
στόν ᾏδη,
στόν τόπο τῆς Ὀδύνης. Μπροστά
μας στέκετ’
ὁ Χριστός καί κρούει... Κρούει τή Θύρα τῆς
ψυχῆς μας. Ζητεῖ νά ἀκούσουμε
τή φωνή Του,
νά Τοῦ ἀνοίξουμε τήν καρδιά μας,
νά
γεννηθῇ ἐντός μας, ὄχι γιατί
τό ἀξίζουμε, ἀλλ’
ἕνεκεν τῆς δόξης τοῦ Ὀνόματός
Του!...
Κύριέ μου Ἰησοῦ, Πῶς νά περιγράψω
τό μέγα Σου
Ἔλεος, τήν ἀνέκφραστη
συγκατάβασί Σου;
Πόσο ἄμυαλοι εἴμαστε,
Φιλάνθρωπε... Λυπήσου μας
καί ἐλέησέ μας. Φώτισε τά
σκοτάδια μας, λάμπρυνε
τήν ψυχή μας. Προσπαθῶ νά βρῶ
λόγια ἐπάξια νά Σέ
δοξάσω, Θεέ μου, καί σταματάει
ὁ νοῦς μου μπροστά
στήν ἄφατη μεγαλωσύνη Σου,
Κύριε. Καί ὁμολογῶ :
Σύ εἶσαι ἠ Ζωή μας καί ἡ εἰρήνη
μας. Ἡ μόνη μας
Καταφυγή, ἡ μόνη μας ἐλπίδα,
τό Φρούριόν μας.
Τό μόνον ἀσφαλές καταφύγιον. Ἐκτός
ἀπό Σένα,
Δέν ἔχουμε, και δέν θέλουμε
νά ἔχουμε ἄλλον
κανένα. Σύ καί μόνο Σύ εἶσαι ὁ
δικός μας Θεός,
κι’ ἐμεῖς, ἄχρηστοι, ἄχρεῖοι,
ἀλλά δικοί Σου δοῦλοι.
Μόνον ὅταν στρέφω τό βλέμμα
μου σέ Σένα νοιώθω
ἀσφαλής. Θερμαίνεις τήν ψυχή μου.
Μή ἐγκαταλείπῃς με, Κύριε. Μή
μ’ ἀφήνῃς...
Ὅταν σέ χάνω, χάνομαι, νεκρώνεται ἡ
ψυχή μου.
Ὤ φῶς του κόσμου, Ἀγαθέ, Ἥλιε
τῆς Δικαιοσύνης,
Ἔρχου ταχύ. Καί μεῖνε μαζί μας.
Συγχώρησε, Κύριε,
Τά ἁμαρτήματά μας. Γνωρίζεις,
Σύ ὁ Πανταχοῦ, ὅτι
Σέ Σένα ἀμαρτάνουμε, ἀλλά καί Ἐσένα μονάχα
λατρεύουμε, τό Λυτρωτή, τόν Κύριον τῆς Δόξης.
Στερέωσέ μας ἐπί τήν πέτραν τῶν
Ἐντολῶν Σου και
ἀξίωσέ μας νά σέ λατρεύουμε
μέ τήν καρδιά μας καί νά
σέ ὑμνοῦμε ἀκατάπαυστα, εἰς
πάντας τούς αἰῶνας. Ἀμήν.