Δευτέρα 31 Δεκεμβρίου 2018

Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΚΑΙ ΜΟΝΟΝ ΑΥΤΟΣ





ΕΙΝΑΙ Η ΠΗΓΗ ΤΟΥ ΖΩΝΤΟΣ ΥΔΑΤΟΣ



Κύριέ μου Ἰησοῦ, λαχτάρα τῆς ψυχῆς μου,

ἔρχεσαι στή Βηθλεέμ, τήν ἄχαρη  καρδιά μου

καί δέν βρίσκεις κατάλυμα. Τί κρῖμα...

Πῶς ἔγινε πόρνη, πόλις πιστή Σιών;

Ἄνθρωποι, χωρίς Θεό, χωρίς ἀγάπη, νεκροί...

Δοῦλοι στό Κακό, Διαβόλου παρανάλωμα.

Ἄκαρπες συκιές, πού ὅλες παραχρῆμα

ξηραίνονται, σύμβολα τῶν ἄμυαλων, νωθρῶν,

ἀναγκεμένων, γιῶν τῆς Παραφροσύνης.

Δυστυχισμένε ἄχρηστε, φτωχέ συνοδοιπόρε,

Πετρῶσαν οἱ καρδιές, ἐψύγη ἡ ἀγάπη.

Ἔρχεται ὁ Χριστός καί κρούει τήν θύρα,

κι’ ἐμεῖς, σάν τίς ὀχιές, κωφεύουμε στή θεία

μελωδία, στοῦ Σωτῆρος τή φωνή, πού μᾶς 

καλεῖ κοντά του, νά μᾶς χαρίσῃ τή ζωή.

Μᾶς τύφλωσαν τά πάθη τοῦ Ἐγωϊσμοῦ, ἡ

Ψευτιά καί ἡ ὑποκρισία. Ο Χριστός εἶναι

ἡ Ἀλήθεια, τό Φῶς τό ἀληθινόν, πού φωτίζει

κάθε ἄνθρωπο, πού ἔρχεται στόν κόσμο.

Κι’ ἐμεῖς προτιμοῦμε τά σκοτάδια. Μισοῦμε

τό Φῶς, καί μέ τή θέλησί μας, παραμένουμε

στή χώρα καί τή σκιά τοῦ Θανάτου.

Εἶναι σκέτη ἀπογοήτευσι ἡ πώρωσι καί ἡ

ἀμετανοησία τῶν πολλῶν, πού ἀρέσκονται

νά ζοῦν στό Χοιροστάσι καί, ἀρνούμενοι «τόν

μόσχον τόν σιτευτόν» τρέφωνται μέ τήν τροφήν

τῶν χοίρων, τῆς ντροπῆς τά «ξυλοκέρατα».

Ἀλήθεια, πῶς νά ἐκφρασθῶ, παιδιά μου, πῶς

νά σᾶς τό πῶ, ἡ ζωή χωρίς σκοπό, εἰν’ ἄδεια,

«κενή», χωρίς νόημα. Ὁδεύουμε στό σκοτάδι.

Χωρίς τό Χριστό, δίχως Καλωσύνη, ἀφρόνως,

σέρνουμε σταθερά τά βήματα στόν ᾏδη,

στόν τόπο τῆς Ὀδύνης. Μπροστά μας στέκετ’

ὁ Χριστός καί κρούει...    Κρούει τή Θύρα τῆς

ψυχῆς μας. Ζητεῖ νά ἀκούσουμε τή φωνή Του,

νά Τοῦ ἀνοίξουμε τήν καρδιά μας, νά

γεννηθῇ ἐντός μας, ὄχι γιατί τό ἀξίζουμε, ἀλλ’

ἕνεκεν τῆς δόξης τοῦ Ὀνόματός Του!...

Κύριέ μου Ἰησοῦ, Πῶς νά περιγράψω τό μέγα Σου

Ἔλεος, τήν ἀνέκφραστη συγκατάβασί Σου;

Πόσο ἄμυαλοι εἴμαστε, Φιλάνθρωπε... Λυπήσου μας

καί ἐλέησέ μας. Φώτισε τά σκοτάδια μας, λάμπρυνε

τήν ψυχή μας. Προσπαθῶ νά βρῶ λόγια ἐπάξια νά Σέ

δοξάσω, Θεέ μου, καί σταματάει ὁ νοῦς μου μπροστά

στήν ἄφατη μεγαλωσύνη Σου, Κύριε. Καί ὁμολογῶ :

Σύ εἶσαι ἠ Ζωή μας καί ἡ εἰρήνη μας. Ἡ μόνη μας

Καταφυγή, ἡ μόνη μας ἐλπίδα, τό Φρούριόν μας.

Τό μόνον ἀσφαλές καταφύγιον. Ἐκτός ἀπό Σένα,

Δέν ἔχουμε, και δέν θέλουμε νά ἔχουμε ἄλλον

κανένα. Σύ καί μόνο Σύ εἶσαι ὁ δικός μας Θεός,

κι’ ἐμεῖς, ἄχρηστοι, ἄχρεῖοι, ἀλλά δικοί Σου δοῦλοι.

Μόνον ὅταν στρέφω τό βλέμμα μου σέ Σένα νοιώθω

ἀσφαλής.  Θερμαίνεις τήν ψυχή μου.

Μή ἐγκαταλείπῃς με, Κύριε. Μή μ’ ἀφήνῃς...

Ὅταν σέ  χάνω, χάνομαι, νεκρώνεται ἡ ψυχή μου.

Ὤ φῶς του κόσμου, Ἀγαθέ, Ἥλιε τῆς Δικαιοσύνης,

Ἔρχου ταχύ. Καί μεῖνε μαζί μας. Συγχώρησε, Κύριε,

Τά ἁμαρτήματά μας. Γνωρίζεις, Σύ ὁ Πανταχοῦ, ὅτι

Σέ Σένα ἀμαρτάνουμε,  ἀλλά καί Ἐσένα μονάχα
 λατρεύουμε, τό Λυτρωτή, τόν Κύριον τῆς Δόξης.

Στερέωσέ μας ἐπί τήν πέτραν τῶν Ἐντολῶν Σου και

ἀξίωσέ μας νά σέ λατρεύουμε μέ τήν καρδιά μας καί νά

σέ ὑμνοῦμε ἀκατάπαυστα, εἰς πάντας τούς αἰῶνας. Ἀμήν.



«Οἱ διψῶντες πορεύεσθε ἐφ' ὕδωρ» (Ἡσ. 55,1).






«Καί ἀντλήσατε ὕδωρ μετ’ εὐφροσύνης

ἐκ τῶν πηγῶν τοῦ σωτηρίου» (Ἡσ. 12,3).



Εἶναι καιρός νά συνειδητοποιήσουμε ὅλοι ὅτι ξεφύγαμε ἀπό τό δρόμο τοῦ Θεοῦ, ἀπό τό δρόμο τῆς Ζωῆς, Χάσαμε τήν κοινωνία, τή συνομιλία, τή σχέσι καί ἕνωσι μέ τόν Θεόν. Μέ τή θέλησί μας, διά τῆς παρακοῆς, χωρισθήκαμε ἀπό τήν πηγήν τοῦ Ζῶντος Ὕδατος, ἀπό τόν Ἕνα καί Μόνον ἀληθινόν Θεόν καί ἐγκατασταθήκαμε σ’ αὐτήν ἐδῶ τήν παροικία, «ἐν γῇ ἐρήμῳ καί ἀβάτῳ καί ἀνύδρῳ».

Ὁ Πανάγαθος καί πάνσοφος Δημιουργός εἶναι Ἀγαθός καί μεταδοτικός τοῦ ἀγαθοῦ. Μπορεῖ, ὡς Παντοδύναμος, νά μᾶς ἐξαναγκάσῃ νά ἀκολουθήσουμε τό δρόμο τῆς Ζωῆς, «ἀλλ’ οὐ βιάζεται δέ τινα διά τό αὐτεξούσιον». Θέλει τά πλάσματά Του νά σωθοῦν, νά ὁμοιάσουν μέ τόν Δημιουργόν καί Θεόν τους , μέ τή θέλησί τους. Θέλει νά κάνουμε καλή χρῆσι τοῦ νοῦ καί τῆς ἐλευθερίας μας καί νά βαδίσουμε ἀπό τό «κατ’ εἰκόνα» εἰς τό «καθ’ ὁμοίωσιν», νά γίνουμε, μέ τή θέλησί μας, θεοί κατά χάριν. Θέλει νά νοιώσουμε τή χαρά τῆς συνδημιουργίας.

«Κρούει τήν θύραν...». Ὡς ἄπειρη ἀγάπη, μᾶς καλεῖ καί λέγει: «Οἰ διψῶντες πορεύεσθε ἐφ’ ὕδωρ. Καί ἀντλήσατε ὕδωρ μετ’ εὐφροσύνης ἐκ τῶν πηγῶν τοῦ σωτηρίου».




Πηγή τῆς σωτηρίας μας εἶναι ὁ Χριστός, ὁ ὁποῖος ἔρχεται κοντά μας, σάν ταπεινός ἄνθρωπος, μέ σκοπό νά μᾶς ὁδηγήσῃ στό δρόμο τῆς ζωῆς καί νά μᾶς ἐπανεισάγῃ εἰς τόν Παράδεισο. Ἔρχεται νά μᾶς ἀνασύρῃ ἀπό «τήν ἰλύν βυθοῦ», εἰς τήν ὁποίαν ἔχουμε ἐμπαγῇ. Μᾶς πλησιάζει ἀθόρυβα, «ὡς αὔρα λεπτή», σπογγίζει τά δάκρυά μας, ἁπαλύνει τόν πόνον μας καί μᾶς καλεῖ νά Τόν ἀκολουθήσουμε, μέ τή θέλησί μας, «εἰς ζωῆς πηγάς ὑδάτων». «Ἐάν τις διψᾷ», λέγει ὁ Κύριος, «ἐρχέσθω πρός με καί πινέτω» (Ἰωάν. ζ΄37). Καί τονίζει ὅτι ἐκεῖνος πού πίνει τό φυσικό νερό ξαναδιψάει. Πράγματι ὅλα τά πράγματα τοῦ κόσμου, τά γήϊνα καί φθαρτά, δέν γεμίζουν τήν ψυχή μας, δέν ἱκανοποιοῦν τίς μεταφυσικές μας ἀνησυχίες, δέν μᾶς χαρίζουν χαρά καί εὐφροσύνη, ἀγαλλίασι καί ἀνάπαυσι. Ἀντίθετα μάλιστα διευρύνουν τό ὑπαρξιακό κενό καί γεμίζουν τήν ψυχή καί τή ζωή μας θλῖψι.



Ἐκεῖνος ὅμως, πού θά πιῇ ἀπό τό ζωντανό νερό, πού θά τοῦ δώσω ἐγώ, δέν θά ξαναδιψάσῃ ποτέ, ἀλλά τό νερό, πού τοῦ δώσω ἐγώ θά γίνῃ μέσα του πηγή ὕδατος ἀλλομένου εἰς ζωήν αἰώνιον, νερό πού θά ξεχύνεται γύρω του  καί θά μᾶς γεμίζει χαρά καί μακαριότητα, ἀλλά  θά  χαροποιῇ καί θά χαρίζει ζωή αἰώνιον καί στούς γύρω μας, τούς συνανθρώπους μας (παρβλ. Ἰωάν. δ΄ 13-14).

Ὁ Κύριος στήν Ἀποκάλυψι, μᾶς φανερώνει τήν πραγματοποίησι τοῦ σκοποῦ τῆς ἐνανθρωπήσεώς Του καί λέγει: « Γέγονεν· ἐγώ τό Α καί τό Ω, ἡ Ἀρχή καί τό Τέλος. Ἐγώ τῷ διψῶντι δώσω ἐκ τῆς Πηγῆς τοῦ ὕδατος τῆς ζωῆς δωρεάν» (Ἀποκ. κα΄ 6). Ὁ Χριστός εἶναι ὁ Νυμφίος τῆς Ἐκκλησίας  καί ὁ νυμφίος τῆς κάθε ψυχῆς χωριστά. Ἡ ἐκκλησία, ἐμπνεομένη ἀπό τό Ἅγιον Πνεῦμα, ποθεῖ τόν Νυμφίον καί τόν καλεῖ νά ἔλθῃ γρήγορα κοντά καί νά βασιλεύσῃ στίς καρδιές μας. Καί καθένας πού διψᾷ τή ζωή και τή χαρά, πού μεταδίδει ὁ Κύριος τόν καλεῖ νά ἔλθῃ  καί λέγει: «Ἔρχου,  Κύριε Ἰησοῦ. Καί ὁ Κύριος ἀποκρίνεται σέ κάθε ψυχή, πού Τόν δέχεται λέγων:Ναί, ἔρχομαι ταχύ» (Ἀποκ. κβ΄ 20),
καί ὁ διψῶν ἐρχέσθω, καί ὁ θέλων λαβέτω  ὕδωρ ζωῆς δωρεάν» (Ἀποκ. κβ΄ 17).
«Ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ, καθώς εἶπεν ἡ Γραφή, ποταμοί ἐκ 
τῆς κοιλίας αὐτοῦ ρεύσουσιν ὕδατος ζῶντος» (Ἰωάν. ζ΄ 38).
Ὁ Εὐαγγελιστής Ἰωάννης ἐξηγεῖ ὅτι «τοῦτο δέ εἶπε περί τοῦ Πνεύματος οὗ ἔμελλον λαμβάνειν οἱ πιστεύοντες εἰς αὐτόν» (Ἰωάν. ζ΄ 39).
Πρᾶγμα, πού σημαίνει ὅτι γιά νά λάβουμε τό ὕδωρ τό ζῶν, ἀπαιτεῖται «πίστις δι’ ἀγάπης ἐνεργουμένη», ἀπαιτεῖται καθαρότητα καρδίας. Πρέπει ἡ ψυχή μας νά κατακαίεται ἀπό τή λαχτάρα, γιά τό  Χριστό. Νά ποθεῖ τό Χριστό, ὡς ἐπιποθεῖ ἠ ἔλαφος ἐπί τάς πηγάς τῶν ὑδάτων, νά διψᾷ , νά θέλῃ πολύ καί νά ζητεῖ τό ὕδωρ τό ζῶν καί μέ τή θέλησί του, νά καθαρίζῃ τόν ἐαυτό του ἀπό κάθε πονηρό λογισμό , ἀπό κάθε μολυσμό σαρκός καί πνεύματος, συγχρόνως δέ ἐπιτελῇ ἁγιωσύνην ἐν φόβῳ Θεοῦ, γιά νά δεχθῇ στήν ψυχή και στή ζωή του τό ζωντανό νερό, τό ὕδωρ τό ζῶν,  τίς δωρεές τοῦ παναγίου Πνευματος.
πιστός ὀφείλει νά εἶναι δεκτικός τῆς Χάριτος καί τῶν δωρεῶν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Διότι «μακάριοι εἶναι οἱ καθαροί τῇ καρδίᾳ, ὅτι αὐτοί τόν Θεόν ὄψονται» (Ματθ. ε΄ 8). Ὁ ποιητής λέγει:
«Σέ ἀνθρώπους, πού ἡ ἁμαρτία μιαίνει,
Κρυμμένη ἡ Θεότητά μου θά μένει».

Ὁ πονηρός ὀφθαλμός, ὁ βλαμμένος νοῦς, ἡ ἀκάθαρτη καρδιά δέν μπορεῖ νά λάβῃ τή θεία Χάρι. Δέν μπορεῖ νά ἔλθῃ σέ κοινωνία, συνομιλία σχέσι καί ἕνωσι μέ τόν καθαρόν Θεόν. «Λούσασθε καί καθαροί γίνεσθε, ἀφέλετε τάς πονηρίας ἀπό τῶν ψυχῶν ὑμῶν ἀπέναντι τῶν ὀφθαλμῶν μου... Καί δεῦτε διαλεχθῶμεν, λέγει Κύριος Παντοκράτωρ» (Ἡσ. α΄  16-18).
Στό χέρι μας εἶναι, ἀπό τήν καλή μας θέλησι ἐξαρτᾶται νά λάβουμε τή Χάρι καί τίς δωρεές τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. τό ὕδωρ τό ζῶν.
«Καί ὁ διψῶν ἐρχέσθω, καί ὁ θέλων λαβέτω ὕδωρ ζωῆς δωρεάν» (Ἀποκ. κβ΄ 17).





ΤΟ ΝΕΟΝ ΕΤΟΣ




Εἶναι «καιρός τοῦ βαλεῖν ἀρχήν».



πανάγαθος Θεός εὐσπλαγχνίζεται τά πλάσματά Του καί μακροθυμεῖ. Μᾶς χαρίζει μιά νέα εὐκαιρία. Μᾶς χαρίζει καιρόν μετανοίας. Τό Νέον ἔτος εἶναι «δόσις ἀγαθή καί δώρημα τέλειον ἄνωθέν ἐστικαταβαῖνον ἀπό τοῦ Πατρός τῶν Φώτων» (Ἰακ. α΄ 17). Εἶναι μια νέα εὐκαιρία, γιά νά βάλουμε ἀρχή στήν πνευματική μας ζωή.

Εἶναι ἀλήθεια ὅτι προοδεύει ἡ ἀνθρωπότητα τεχνολογικά, ἀλλά παραμένει ἀνάπηρος πνευματικά.

Ἐάν ἐξετάσουμε μέ προσοχή τή ζωή τῆς ἀνθρωπότητος, θά διαπιστώσουμε ὅτι ὁ ἕνας ἄνθρωπος στέκεται ἀπέναντι στόν ἄλλον, σάν ἐχθρός καί  ὄχι σάν πλησίον.

Δέν εἶναι ὑπερβολή ἄν ποῦμε ὅτι ζοῦμε σέ μια ἐποχή ἀνατροπῆς τῆς Ἱεραρχίας τῶν Ἀξιῶν. Πολλοί καυχῶνται «ἐπί τοῖς ἀτοπήμασι». Οἱ λέξεις καί οἱ ἔννοιες ἔχασαν τό πραγματικό τους νόημα. Οἱ ἀνωμαλίες  καί οἱ διαστροφές
ἀποκαλοῦνται ἰδιαιτερότητες καί ἐπιβάλλεται διά νόμου νά εἶναι σεβαστές. Χάθηκε τό χρῶμα τῆς ντροπῆς. Πολλοί, ἀνερυθριάστως, προβάλλουν τήν αἰσχρότητά τους καί βεβηλώνουν, μιαίνουν, μολύνουν «τά ὅσια καί τά ἱερά». Καί ὅπως λέει ὁ Σαίξπηρ,
«Ζοῦμε σ’ ἕνα κόσμο, πού τό νά βλάψῃς ἄλλον,
εἶναι πρᾶξι ἐπαινετή. Καί ὅταν κάνῃς τό καλό,
οἰ πιο πολλοί σέ παίρνουν γιά τρελλό».


Στρέφει ὁ ἕνας καί τρώγει τίς σάρκες τοῦ ἀδελφοῦ του. Παραβαίνουμε τούς νόμους τοῦ Θεοῦ, τούς φυσικούς, τούς ἠθικούς καί τούς πνευματικούς καί διαταράσσουμε τήν ἱσορροπία καί τήν ἁρμονία τοῦ Σύμπαντος.
Ὁ Πανάγαθος Θεός μᾶς παρακολουθεῖ καί θέλει τή σωτηρία μας, ἀλλά δέν μᾶς ἐξαναγκάζει. Θέλει νά καταλάβουμε ὅτι ἡ παραβατική μας συμπεριφορά μᾶς ὁδηγεῖ στόν ὄλεθρο, στήν καταστροφή, στή δυστυχία. Θέλει νά κάνουμε καλή χρῆσι τοῦ νοῦ καί τῆς ἐλευθερίας μας, καί μέ τή θέλησί μας, νά ἐξέλθουμε ἀπό τήν κοιλάδα τοῦ κλαυθμῶνος καί νά ἔλθουμε εἰς τόπον ἀναψυχῆς. Νά ἐπιστρέψουμε, μέ τή θέλησί μας, κοντά Του, στήν Πηγήν τοῦ ζῶντος Ὕδατος, καί νά νοιώσουμε τή χαρά τῆς ἐπιστροφῆς. Νά νοιώσουμε τή Χαρά τῆς δημιουργίας, νά λειτουργήσουμε ὡς θεοί, καί νά φθάσουμε ἀπό τό «κατ'εἰκόνα», εἰς τό «καθ' ὁμοίωσιν».
Γι’ αὐτόν ἀκριβῶς τό λόγο μᾶς χαρίζει τό Νέον ἔτος, γιά νά βάλουμε ἀρχήν στήν πνευματική μας ζωή, μέ τή θέλησί μας. Καλεῖται, λοιπόν,   ὁ καθένας ἀπό μᾶς  νά ἔλθῃ «εἰς ἑαυτόν». Νά περισυλλεγῇ καί νά κάνῃ ἐνσυνείδητον αὐτοέλεγχον, αὐτοεξέτασι. Ὀφείλει ὁ καθένας νά γνωρίσῃ τόν ἑαυτόν του, νά ἀναγνωρίσῃ τά σφάλματά του, τήν προσωπική του ἐνοχή, καί νά μή μεταβιβάζει σέ ἄλλους τό φταίξιμό του, ἀλλά, ὡς τίμιος ἄνθρωπος, νά μετανοήσῃ εἰλικρινά καί ἔμπρακτα.
Εἶναι χρέος ὅλων μας νά μετανοήσουμε εἰλικρινά καί ὄχι μόνον νά διορθώσουμε ὅσο μποροῦμε τά λάθη μας, ἀλλά καί νά πάρουμε τήν ἀπόφασι νά βάλουμε στή ζωή μας νέα ἀρχή, νά ζοῦμε εὐσεβῶς ἐν Χριστῷ, νά ζοῦμε καθώς πρέπει ἁγίοις, νά περιπατοῦμε «ἐν ἀγάπῃ», ὅπως ὁ Χριστός. 

Νά μεταβάλλουμε τή σάρκα σέ πνεῦμα.
Νέον Ἔτος. Νέα εὐκαιρία. Ὁ Ἁπόστολος Παῦλος λέγει ὅτι: «Ἰδού νῦν καιρός εὐπρόσδεκτος, ἰδού νῦν ἡμέρα σωτηρίας» (Β΄ Κορινθ. στ΄ 2). «Ἀποθώμεθα οὖν τά ἔργα τοῦ σκότους καί ἐνδυσώμεθα τά ἔργα τοῦ φωτός» (Ρωμ. ιγ΄12). «Νά ἀποθέσουμε, σάν ἄλλο ρυπαρό, βρωμερό, ἀκάθαρτο ἔνδυμα τόν παλαιόν τῆς ἁμαρτίας ἄνθρωπον, τόν ἀκάθαρτον βίον μας, τίς κακίες καί τίς ἁμαρτίες μας, καί νά ἐνδυθοῦμε τόν νέον ἄνθρωπον, τόν Χριστόν, τόν κατά Θεόν κτισθέντα καί νά συμπεριφερώμαστε στούς ἀνθρώπους μέ δικαιοσύνη καί μέ ἀφοσίωσι καί μέ ὁσιότητα στό Θεό, δηλαδή μέ ἀρετές, πού εἶναι καρπός τοῦ Εὐαγγελίου τῆς Ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ. Μέ ἕνα λόγο νά ἐγκολπωθοῦμε τό Χριστό καί τό Εὐαγγέλιον τῆς Ἀγάπης (Πρβλ. καί Ἐφεσ. δ΄  22ἑξ.).

Εἶναι καιρός νά φύγουμε ἀπό τήν πνιγερή ζωή τῆς ἁμαρτίας καί ἐπιστρέψουμε  στῆς Ὁμορφιᾶς τή σφαῖρα. Νά νοιώσουμε τή χαρά τῆς ἀγάπης καί νά βροῦμε ἀνάπαυσι στήν ψυχή μας καί σκοπός στή ζωή μας νά γίνῃ Η ΔΟΞΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ. Εὔχομαι στούς ἐπισκέπτες τῶν νέων Ἀναπαλμῶν καί σέ ὅλους μας τό Νέον ἔτος νά εἶναι ἡ ἀρχή νέας, ἁγίας ζωής ἐν Χριστῷ. Νἇναι ἀπό τώρα ἡ ζωή μας Προσευχή: ἀδιάλειπτη μνήμη τοῦ Θεοῦ, ἀδιάλειπτη νοερά προσευχή, μυστική, ἐσωτερική ἐπικοινωνία, συνομιλία καί ἔνωσις μέ τόν Θεόν. Νἆναι ἡ ζωή μας ὕμνος Εὐχαριστίας, δάκρυ εὐγνωμοσύνης στό Λυτρωτή!





Παρασκευή 28 Δεκεμβρίου 2018

ΚΥΡΙΑΚΗ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΧΡΙΣΤΟΥ ΓΕΝΝΗΣΙΝ (Ματθ. β΄ 13-23).




«Τεθνήκασι(καί θνήσκουν)

οἱ ζητοῦντες τήν ψυχήν τοῦ Παιδίου» (Ματθ. β΄20)



Ὁ Ἡρώδης σύμβολον κακουργίας, σύμβολον ἐγκληματικῶν πράξεων. Συμβολίζει τόν πυρρό Δράκοντα (Ἀποκ.ιβ΄3), τόν Διάβολον καί τούς  ψεῦστες, τούς ὑποκριτές, τούς κακούργους, τούς δαιμονανθρώπους ὅλων τῶν Ἐποχῶν.



Ὁ τότε Ἡρώδης, ἀφοῦ εἶδε ὅτι οἱ Μάγοι δέν γύρισαν σ’ αὐτόν, ἀλλά «δι’ ἄλλης ὁδοῦ ἀνεχώρησαν εἰς τήν Χώραν αὐτῶν» (Ματθ. ιβ΄ 16), θεώρησε ὅτι τόν ἐξηπάτησαν


 οἱ Μάγοι, θύμωσε καί διέταξε νά θανατωθοῦν ὅλα τά παιδιά πού ἦσαν στή Βηθλεέμ καί σέ ὅλα τά περίχωρά της ἀπό δύο ἐτῶν καί κάτω, σύμφωνα πρός τόν χρόνον, τόν ὁποῖον ἐξηκρίβωσε ἀπό τούς Μάγους, μέ σκοπό νά θανατώσῃ τό Παιδίον, τόν Ἰησοῦν.

Δέν πίστευε στόν Ἐρχομό τοῦ Μεσσίου, τοῦ Χριστοῦ, Τοῦ βασιλέως τῆς Δόξης καί στή θεϊκή φύσι τῆς Βασιλείας Του. Καί  ὅταν ἄκουσε τούς Μάγους νά τόν ἐρωτοῦν: «Ποῦ ἐστιν ὁ τεχθείς Βασιλεύς τῶν Ἰουδαίων;», ἐταράχθη καί πᾶσα Ἱεροσόλυμα μετ’αὐτοῦ» (Ματθ. β΄ 2-3) καί ἀπεφάσισε νά θανατώσῃ τό Θεῖον Βρέφος.

Δέν σκέφτηκε ὁ ἀνόητος ὅτι ὁ νεογέννητος Βασιλιᾶς εἶναι ὁ σαρκωθείς Υἱός καί Λόγος τοῦ Παντάνακτος Θεοῦ καί ὅτι κανείς, ἀπολύτως κανείς δέν μπορεῖ νά ἐναντιωθῇ καί νά ἀνατρέψῃ τήν προαιώνιον Βουλήν τοῦ Θεοῦ, γιά τή λύτρωσι τοῦ Γένους τῶν ἀνθρώπων.

Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἐρωτᾷ: «Τῷ βουλήματι τοῦ Θεοῦ τίς ἀνθέστηκεν;...»(Ρωμ.θ΄19ἑξ.). Κανείς δέν μπορεῖ νά ἀντισταθῇ στό Θεό. Ὅσοι μέχρι σήμερα τόλμησαν καί προσπάθησαν νά πολεμήσουν τό Χριστό καί τήν Ἐκκλησίαν Του, θανατώθηκαν ἀπό τήν ἴδια τήν Κακία τους. Ὁ Ἡρώδης , μέ σκοπό νά θανατώσῃ τό Χριστό, θανάτωσε  δέκα τέσσαρες χιλιάδες ἀθῶα Νήπια. Αὐτός ὁ βρεφοκτόνος τιμωρήθηκε ἀπό τήν ἴδια τήν Κακία του. Πέθανε σκωληκόβρωτος. Ἡ Ἱστορία μᾶς διδάσκει ὅτι ὅλοι, ὅσοι τόλμησαν νά πολεμήσουν τό Χριστό καί τήν Ἐκκησίαν Του, ἐξαφανίσθηκαν ἀπό τό πρόσωπον τῆς γῆς. Ἐκονιορτοποιήθησαν.

Οἱ δίκαιοι εὑρίσκονται στήν ἀγκαλιά τοῦ Θεοῦ, «ἐν χειρί Θεοῦ». «Εἰσίν ἐν εἰρήνῃ».

«Οὐχ οὕτως οἱ ἀσεβεῖς, οὐχ οὕτως, ἀλλ’ ἤ  ὡσεί χνοῦς, ὅν ἐκρίπτει ὁ ἄνεμος ἀπό προσώπου τῆς γῆς...Ὅτι γινώσκει Κύριος ὁδόν δικαίων, καί ὁδός ἀσεβῶν ἀπολεῖται» (Ψαλμ. α΄ 4,6).

Δυστυχῶς ὑπάρχουν, ὅπως σέ κάθε ἐποχή, καί σήμερα ἀνεγκέφαλοι, πού δέν διδάσκονται ἀπό τά παθήματα καί τό οἰκτρό τέλος τῶν, ἀνά τούς αἰῶνας, θεομάχων καί συνεχίζουν νά πολεμοῦν τόν Χριστόν καί τήν Ἐκκλησίαν Του, ἀγνοοῦντες ὅτι τό Παιδίον Ἰησοῦς, ὁ Μεσσίας «ἐξῆλθε τοῦ σπεῖραι τόν σπόρον αὐτοῦ» καί «ἕστηκεν καί ἵσταται ἐπί τήν Θύραν καί κρούει... διότι «θέλει πάντας ἀνθρώπους σωθῆναι καί εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν».  Καί «Ἐξῆλθε νικῶν καί  ἵνα νικήσῃ» (Λουκ.η΄5. Ἀποκ. γ΄ 20. Β΄Τιμόθ. β΄4. Αποκ. στ΄2).

Τό Παιδίον Ἰησοῦς εἶναι ὁ αἰώνιος Νικητής καί Θριαμβευτής πάνω στό Κακό καί τήν Ἁμαρτίαν.

Καί εἶναι δυστυχῶς πολλοί οἱ  ἄμυαλοι καί οἱ Ἄφρονες! ... Καί, ὡς Γιοί τῆς Παραφροσύνης,  συνεχίζουν, ἀστόχαστα, ξυπόλυτοι νά κλωτσοῦν πάνω στά καρφιά, ἀγνοοῦντες ὅτι εἶναι «σκληρόν τό πρός κέντρα λακτίζειν» ( Πράξ. κστ΄ 15).

«Καί οὗτοι μετά τοῦ Ἀρνίου πολεμήσουσι, καί τό Ἀρνίον νικήσει αὐτούς, ὅτι Κύριος κυρίων ἐστί καί Βασιλεύς βασιλέων , (νικήσουσι δέ) καί οἱ μετ’ αὐτοῦ κλητοί, ἐκλεκτοί καί πιστοί» (Ἀποκ. ιζ΄  14).

Συνεπῶς ὄχι ἁπλῶς πέθαναν, ἀλλά καί πεθαίνουν ὅσοι τολμοῦν καί πολεμοῦν τό Χριστό καί τήν Ἐκκλησίαν Του.

Καί εἶναι δίκαιον αὐτό νά συμβαίνει διότι ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ὁ Μονογενής Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ «σάρξ ἐγένετο καί ἐσκήνωσεν ἐν ἡμῖν». Τέλειος Θεός  , ἔγινε καί τέλειος ἄνθρωπος. Ἐταπείνωσε δέ ἑαυτόν γενόμενος ὑπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δέ Σταυροῦ, γιά τή σωτηρία μας. Ἐχάραξε τά Ἴχνη Του, μέ τό αἷμα Του. Ἔπαθε, γιά χάρι μας. «Ὑπολιμπάνων ἡμῖν ὑπογραμμόν, ἵνα ἐπακολουθήσωμεν τοῖς ἴχνεσιν αὐτοῦ». Διά τοῦτο ὁ Οὐράνιος Πατέρας, τόν Υἱόν Του καί ὡς ἄνθρωπον «αὐτόν ὑπερύψωσε καί ἐχαρίσατο αὐτῷ ὄνομα τό ὑπέρ πᾶν ὄνομα, ἵνα ἐν τῷ ὀνόματι αὐτοῦ πᾶν γόνυ κάμψῃ ἐπουρανίων καί ἐπιγείων καί καταχθονίων, καί πᾶσα γλῶσσα ἐξομολογήσηται ὅτι Κύριος Ἰησοῦς Χριστός εἰς δόξαν Θεοῦ πατρός» (Φιλιπ. β΄ 9-11).




Δευτέρα 17 Δεκεμβρίου 2018

ΚΥΡΙΑΚΗ ΠΡΟ ΤΗΣ ΧΡΙΣΤΟΥ ΓΕΝΝΗΣΕΩΣ (Ματθ.α΄1-25).







«Βίβλος γενέσεως Ἰησοῦ Χριστοῦ, υἱοῦ
Δαυῒδ, υἱοῦ Ἀβραάμ» (Ματθ. α΄ 1).


Εἶναι στ’ ἀλήθεια θαυμαστή ἡ ἐπιγραφή, πού θέτει στό Εὐαγγέλιόν του ὁ ἅγιος Εὐαγγελιστής Ματθαῖος. Εἶναι μεγαλειώδης ὁ τίτλος τοῦ Εὐαγγελίου του, μεστός, γεμᾶτος θεῖα νοήματα, περιεκτικός:
«Βίβλος γενέσεως Ἰησοῦ Χριστοῦ, υἱοῦ Δαυῒδ, υἱοῦ Ἀβραάμ». Τίτλος, πού ἐκφράζει μέ ἁπλότητα καί συντομία τό περιεχόμενον ὁλοκλήρου τοῦ Εὐαγγελίου.
«Βίβλος γενέσεως Ἰησοῦ Χριστοῦ». ΒΙΒΛΟΣ, δηλαδή, πού ἱστορεῖ πῶς ὁ πανάγαθος Θεός πραγματοποιεῖ τίς Ἐπαγγελίες Του, τήν προαιώνιον Βουλήν Του, γιά τή λύτρωσι καί σωτηρία τοῦ κόσμου.
ΒΙΒΛΟΣ, πού ἱστορεῖ ἀκριβῶς  τήν πραγματοποίησι, τήν ἀποκάλυψι «τοῦ χρόνοις αἰωνίοις σεσιγημένου μυστηρίου» (Ρωμ. ιδ΄ 24), «τοῦ μυστηρίου τοῦ ἀποκεκρυμμένου ἀπό τῶν αἰώνων καί ἀπό τῶν γενεῶν» (Κολασ. α΄26), τοῦ μυστηρίου τῆς Θείας Οἰκονομίας.


ΒΙΒΛΟΣ, πού μᾶς ἐξηγεῖ γιατί εἶναι «ὁμολογουμένως μέγα τό τῆς εὐσεβείας μυστήριον». Διότι «Θεός ἐφανερώθη ἐν σαρκί, ἐδικαιώθη ἐν πνεύματι, ὤφθη ἀγγέλοις, ἐκηρύχθη ἐν ἔθνεσιν, ἐπιστεύθη ἐν κόσμῳ, ἀνελήφθη ἐν δόξῃ» (Α΄Τιμόθ. γ΄16).
ΒΙΒΛΟΣ  διά τῆς ὁποίας γνωρίζεται στόν κόσμο «Τίς ἡ Οἰκονομία τοῦ μυστηρίου τοῦ ἀποκεκρυμμένου ἐν τῷ Θεῷ, τῷ τά πάντα κτίσαντι διά Ἰησοῦ Χριστοῦ» (Ἐφεσ. γ΄ 9). «ΒΙΒΛΟΣ ΓΕΝΕΣΕΩΣ Ἰησοῦ Χριστοῦ», δέν σημαίνει
«Γενεαλογικός κατάλογος τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ», ὅπως κακῶς μεταφράζεται ἀπό πολλούς. Ἀλλά «Βίβλος ΓΕΝΕΣΕΩΣ Ἰησοῦ Χριστοῦ» σημαίνει  ΒΙΒΛΟΣ, πού ἔχει σάν περιεχόμενο ὅλα, ὅσα ἔχουν σχέσι μέ τόν Ἰησοῦν Χριστόν, τόν ἐνανθρωπήσαντα Υἱόν καί Λόγον τοῦ Θεοῦ. «Βίβλος γενέσεως Ἰησοῦ χριστοῦ , υἱοῦ Δαυῒδ, υἱοῦ Ἀβραάμ», σημαίνει Βίβλος, βιβλίον, σύγραμμα, πού περιέχει, ὄχι μόνον τήν θαυμαστήν γέννησίν Του ἐκ Πνεύματος Ἁγίου καί Μαρίας τῆς Παρθένου, ἀλλά καί τή θεϊκή  συγκατάβασι, τόν πανάγιον ἐπί τῆς γῆς βίον Του, τίς Πράξεις , τήν αἰώνιαν σωστική διδασκαλία , τά θαύματα , τά φρικτά, τά ἄχραντα Πάθη , τόν ἐπώδυνο σταυρικό  θάνατο καί τήν ἔνδοξον Ἀνάστασιν,  καί «τήν  εἰς οὐρανούς ἀποκατάστασιν τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ».

Ὁ Ἱερός Χρυσόστομος ἐρωτᾷ: «Τίνος  δέ ἕνεκεν Βίβλον αὐτήν ΓΕΝΕΣΕΩΣ καλεῖ Ἰησοῦ Χριστοῦ; Καίτοιγε τοῦτο οὐ μόνον τήν γέννησιν ἔχει, ἀλλά πᾶσαν τήν οἰκονομίαν. Ὅτι πάσης τῆς οἰκονομίας τό κεφάλαιον τοῦτο, καί ἀρχή καί ῥίζα πάντων ἡμῖν τῶν ἀγαθῶν γίνεται» (Ὑπόμν. Εἰς τό κατά Ματθαῖον, κεφ. Α΄ Ὁμιλ. Β΄ παρ. γ΄).
ΒΙΒΛΟΣ  γενέσεως Ἰησοῦ Χριστοῦ, « ὅς ἐν μορφῇ Θεοῦ ὑπάρχων οὐχ ἁρπαγμόν ἡγήσατο τό εἶναι ἴσα Θεῷ, ἀλλ’ ἑαυτόν ἐκένωσε μορφήν δούλου λαβών, ἐν ὁμοιώματι ἀνθρώπων γενόμενος καί σχήματι εὑρεθείς ὡς ἄνθρωπος ἐταπείνωσεν ἑαυτόν γενόμενος ὑπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δέ σταυροῦ» (Φιλιπ. β΄  6-8).
«ΒΙΒΛΟΣ  γενέσεως Ἰησοῦ Χριστοῦ, υἱοῦ Δαυῒδ, υἱοῦ Ἀβραάμ. Ἀβραάμ ἐγέννησε τόν Ἰσαάκ,... Ἰακώβ δέ ἐγέννησε τόν Ἰωσήφ, τόν ἄνδρα Μαρίας, ἐξ ἧς ἐγεννήθη Ἰησοῦς, ὁ λεγόμενος Χριστός.
Ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ καταδέχεται  καί συγκαταβαίνει τῷ Γένει τῶν ἀνθρώπων, γεννᾶται ἐκ τῆς Παρθένου Μαρίας, ἐκ τοῦ γένους Δαυῒδ καί γίνεται υἱός Δαυῒδ, κατά σάρκα, σύμφωνα μέ τίς Ἐπαγγελίες τοῦ Θεοῦ, γιά τή σωτηρία μας : «Οὐκ ἐκλείψει ἄρχων ἐξ Ἰούδα καί ἡγούμενος ἐκ τῶν μηρῶν αὐτοῦ, ἕως ἄν ἔλθῃ τά ἀποκείμενα αὐτῷ, καί αὐτός προσδοκία ἐθνῶν» (Γενέσ. 49, 10). Στήν ἀρχή τοῦ Εὐαγγελίου του ὁ Ματθαῖος ἀντιγράφει τάς Δέλτους τῆς Προθέσεως ἀπό τό Ναό τῶν Ἰουδαίων  καί ἀποδεικνύει ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστός, σύμφωνα μέ τίς Ἐπαγγελίες τοῦ Θεοῦ,  ὡς ἄνθρωπος εἶναι υἱός τοῦ Βασιλέως Δαβίδ καί τοῦ Πατριάρχου Ἀβραάμ. Ὁ Θεός «προεπηγγείλατο διά τῶν προφητῶν  αὐτοῦ ἐν γραφαῖς ἁγίαις περί τοῦ Υἱοῦ αὐτοῦ, τοῦ γενομένου ἐκ σπέρματος  Δαυῒδ κατά σάρκα» (Ρωμ. α΄ 2-3).
 Ὁ Προφήτης Ἡσαῒας λέγει: «Καί ἐξελεύσεται ῥάβδος ἐκ τῆς ῥίζης Ἰεσσαί, καί ἄνθος ἐκ τῆς ῥίζης ἀναβήσεται»(Ἡσ. ια΄ 1).
Ὁ Ματθαῖος, μέ λόγια ἁπλά, μᾶς ἀναγγέλλει τήν ὑπερφυσική γέννησι τοῦ Κυρίου. Γεννᾶται ἐκ πνεύματος ἁγίου καί Μαρίας τῆς Παρθένου. Παραγματοποιεῖται ἡ Προφητεία τοῦ Ἡσαῒου, πού, πρίν ἀπό ὀκτακόσια χρόνια, ἔλεγε: «Ἰδού ἡ παρθένος ἐν γαστρί ἕξει καί τέξεται υἱόν, καί καλέσουσι τό ὄνομα αὐτοῦ Ἐμμανουήλ, ὅ ἐστι μεθερμηνευόνον μεθ’ ἡμῶν ὁ Θεός»( Ἡσ. ζ΄  14. Ματθ. α΄ 23). Ἡ Προφητεία γίνεται Ἱστορία.
Καί ἡ ΒΙΒΛΟΣ γενέσεως Ἰησοῦ Χριστοῦ, μᾶς βεβαιώνει ὅτι ὁ Ἰησοῦς  εἶναι ὁ Σωτῆρας μας « Αὐτός γάρ σώσει (καί σώζει) τόν λαόν αὐτοῦ ἀπό τῶν ἁμαρτιῶν αὐτῶν» (Ματθ. α΄ 21).
Ξένον καί παράδοξον εἶναι τό μέγα τοῦτο μυστήριον.
Δέν τό χωράει ὁ νοῦς μας. Εἶναι ὑπέρ λόγον καί ἔννοιαν.
Ὁ ἱερός Γρηγόριος ὁ Θεολόγος λέγει: «Μυστήρια Θεοῦ ἐρευνῶντες  παραπληκτήσωμεν». Θά τρελλαθοῦμε. Καί ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος λέγει: «Ταλαίπωρε ἄνθρωπε, ἄνθρωπος ὤν, Θεόν πολυπραγμονεῖς;»
Μόνον μέ  τόν πυρήνα τῆς ψυχῆς, μόνο μέ τήν ὀρθόδοξον, τήν καυστικήν πίστιν, τήν δι’ αγάπης ἐνεργουμένην, μπορεῖ κανείς νά προσεγγίσῃ τό Μέγα  μυστήριον τῆς θείας συγκαταβάσεως καί νά χαρῇ χαρά μεγάλην, ὅτι ἐτέχθη ἡμῖν σήμερον Σωτήρ.
Εἴμαστε δυστυχισμένοι οἱ ἄνθρωποι, ἄθλιοι, γυμνοί, πτωχοί καί γυμνοί καί πάνω ἀπό ὅλα, εἴμαστε τυφλοί. Ἀνέτειλεν ὁ Ἥλιος τῆς Δικαιοσύνης, ἦλθε τό Φῶς τό ἀληθινόν, πού φωτίζει κάθε ἄνθρωπον, πού ἔρχεται στόν κόσμο, καί οἱ περισσότεροι ἀπό μᾶς, δέν δεχόμαστε τό Φῶς. Ὁ Εὐαγγελιστής Ἰωάννης λέγει ὅτι οἱ ἄνθρωποι ἠγάπησαν τό σκότος μᾶλλον ἤ τό Φῶς. Καί εἶναι ἀλήθεια ὅτι δέν ἐρχόμαστε πρός τό Φῶς. Μισοῦμε τό Φῶς, γιατί εἶναι φαῦλα, βρωμερά τά ἔργα μας. Βαδίζουμε στήν αὐτοκαταστροφή μας καί δέν μετανοοῦμε.
Ὁ Χριστός γεννᾶται, χθές καί σήμερον ὁ αὐτός καί εἰς τούς αἰῶνας. Αὐτό εἶναι τό ὑπέρλογο Γεγονός. Καί τό γεγονός οὐκ ἀπογίνεται , ἔλεγε ὁ Σωκράτης. Ὁ Χριστός γεννᾶται καί ἀναζητεῖ κατάλυμα. Στή Βηθλεέμ δέν βρέθηκε τόπος γι’ Αὐτόν. Γεννήθηκε σέ μια σπηλιά, ἀνακλίθηκε σέ μια φτωχική Φάτνη, καί τόν θέρμαιναν τά χνῶτα τῶν ἀλόγων ζώων.


Ὁ Χριστός γεννᾶται, ἔρχεται κοντά μας καί κρούει τήν θύρα, γιά νά γεννηθῇ μέσα στήν ψυχή μας. Ὁ Πάντων Ἐπέκεινα, ὁ Πανταχού, καταδέχεται καί ζητεῖ νά γεννηθῇ μέσα στήν ψυχή μας. Κρούει τήν θύραν, καί λέγει: «Υἱέ, δός μοι σήν καρδίαν». Εἶναι ἄπειρη Ἀγάπη, δέχεται νά κατοικήσῃ ἐντός μας.


Σήμερον γεννᾶται, σήμερον κρούει τήν Θύραν, σήμερον ζητεῖ νά κατασκηνώσῃ μέσα στήν καρδιά μας ἡ Ἀγάπη. Ἕνας ἅγιος λέγει ὅτι «Χίλιες φορές κι’ ἄν γεννήθηκε στή Βηθλεέμ ὁ Χριστός, μέσα σου ἄν δέν γεννήθηκε εἶσαι γιά πάντα χαμένος». Καί ἔχει δίκιο. Μέσα μας πρέπει νά γεννηθῇ ὁ Χριστός, νά ἀλλάξῃ τή ζωή μας. Νά φωτίσῃ τά σκοτάδια μας. Νά γίνη ἡ ψυχή καί ἡ ζωή μας Παράδεισος. Νά κάνουμε «πρᾶξι» τό Εὐαγγέλιον τῆς ἀγάπης.
Εἶναι καιρός νά καταλάβουμε ὅτι ὁ Χριστός, ὁ τέλειος Θεός,  γίνεται ἄνθρωπος γιά νά γίνουμε ὅλοι θεοί κατά χάριν.
Εἶναι καιρός νά καταλάβουμε ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστός εἶναι ἡ ζωή μας καί ἡ εἰρήνη μας, ἡ μόνη μας καταφυγή, ἡ μόνη μας ἐλπίδα, τό μόνον ἀσφαλές καταφύγιον. Εἶναι καιρός νά
συνειδητοποιήσουμε ὅτι μόνον ἄν ἀνοίξουμε τήν ψυχή μας στό Χριστό νά γεννηθῇ ἐντός μας, τότε καί μόνον τότε θά λυτρωθοῦμε ἀπό ὅλα τά δεινά, πού σωρεύει στή ζωή μας ἡ ἁμαρτία. Καί εἶναι καιρός νά στραφοῦμε στή Βηθλεέμ καί ταπεινά νά γονατίσουμε, νά εἰσέλθουμε στό Σπήλαιο καί νά ἀποθέσουμε στά πόδια τοῦ Θείου Βρέφους ὅ, τι ἔχουμε δικό μας, δηλαδή τίς ἁμαρτίες μας, καί νά  ἐπιστρέψουμε στή ζωή «δι’ ἄλλης ὁδοῦ». Κι’ αὐτή ἡ ἄλλη Ὁδός εἶναι ὁ Χριστός, ἡ ἐνσαρκωμένη ἀγάπη.
Ὁ Ποιητής , μιά ἁγία ψυχή, στρέφει τήν προσοχή μας πρός τή Βηθλεέμ καί λέγει:

«Ὤ ἐμεῖς κακόμοιροι θνητοί, πού δίχως καλωσύνη
πλανιώμαστε στῆς ἐρημιᾶς τἄχαρα μονοπάτια,
ἄν ξέραμε πώς τόσο ἁπλά, ἡ ἀγάπη κατοικεῖ,
καί πώς μιά φάτνη ταπεινή διαλέγει γιά γείρῃ.
Στή Βηθλεέμ θά στρέφαμε στοχαστικά τά μάτια
καί σταθερά θά φέρναμε τό βῆμα πρός τά ἐκεῖ».

 

Τρίτη 11 Δεκεμβρίου 2018

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΑ΄ ΛΟΥΚΑ (Λουκ. ιδ΄16-24. Ματθ. κβ΄1-14).






Ἡ παραβολή τοῦ μεγάλου Δείπνου



Σ’ αὐτήν ἐδῶ τήν ἄθλια παροικία βρισκόμαστε μέ ἡμερομηνίαν λήξεως. Εἴμαστε πάροικοι καί παρεπίδημοι, προσωρινοί, διαβάτες (Ἑβρ. δ΄ 13).Ὁ Πανάγαθος μᾶς χαρίζει καιρόν μετανοίας. Μᾶς καλεῖ ὁ Κύριος, νά μετανοήσουμε καί νά ἐπιστρέψουμε κοντά Του, στήν Πατρική «Ἑστία», στή μόνιμη, τήν αἰώνια  κατοικία μας, ὁμοτράπεζοι καί συγκληρονόμοι τοῦ Υἱοῦ Του, νά παρακαθήσουμε στό Μέγα Δεῖπνον, στή Βασιλεία Του.«Μακάριος ὅς φάγεται ἄριστον ἐν τῇ Βασιλείᾳ τοῦ Θεοῦ» (Λουκ. ιδ΄15). Πρέπει δέ νά σημειώσουμε ἐδῶ ὅτι « οὐκ ἔστιν ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ βρῶσις καί πόσις, ἀλλά δικαιοσύνη καί εἰρήνη καί χαρά ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ» ( Ρωμ. ιδ΄ 17).

Μέγας εἶναι ὁ Θεός, ὁ  προσκαλῶν, μέγα τό Δεῖπνο καί πολλοί οἱ κεκλημένοι. Δυστυχῶς ὅμως οἱ περισσότεροι ἄνθρωποι ἀρνοῦνται τήν πρόσκλησι, μέ «προφάσεις ἐν ἁμαρτίαις». Ὁ ἕνας λέγει ἀγρόν ἠγόρασα, ὁ ἄλλος ζεύγη βοῶν ἠγόρασα πέντε... καί ἄλλος γυναῖκα ἔγημα, καί ἤρξαντο ἀπό μιᾶς παραιτεῖσθαι πάντες (Λουκ. ιδ΄ 17-20).«Πολλοί εἰσι  οἱ  κλητοί», λέγει  ὁ Κύριος, «ὀλίγοι δέ ἐκλεκτοί»(Ματθ.κβ΄14).






 Οἱ πολλοί παραμένουν «δέσμιοι τῆς γῆς».
Δέν συνειδητοποιοῦν, τό «βραχύ τῆς ζωῆς» καί τή ματαιότητα τῶν ἐγκοσμίων πραγμάτων καί τῶν ἀνθρωπίνων ἐπιδιώξεων, καί, μέ τή θέλησί τους, παραμένουν κατάκοιτοι στή χώρα καί τή σκιά τοῦ θανάτου.

Δέν κατανοοῦν ὅτι «Οὐκ ἔχομεν ὧδε μένουσαν πόλιν, ἀλλά τήν μέλλουσαν ἐπιζητοῦμεν» (Ἑβρ. ιγ΄ 14),καί ἀρνοῦνται τή πρόσκλησι τῆς Ἀγάπης καί δέν μετέχουν τοῦ Δείπνου. Ἀρνοῦνται τήν ὄντως ζωήν.

Προφανῶς δέν πιστεύουν στό Θεό καί στήν ἀθανασία τῆς ψυχῆς.  Δέν δέχονται τήν πρόσκλησι. Δέν μελετοῦν τή Γραφή. Ἀγνοοῦν τήν ἀλήθεια γιά τό Θεό, γιά τή ζωή σ’ αὐτήν τήν παροικία, δέν βλέπουν ὅμως ὅτι ἔρχεται τό Τέλος γιά τόν καθένα μας; Δέν κατανοοῦν ὅτι τό Τέλος ἔρχεται, γιά ὅλους τούς ἀνθρώπους, χωρίς ἐξαίρεσι;

Γιά τόν καθένα, πού τόν βλέπουν νά φεύγει γυμνός, δέν ἀναρωτιοῦνται «Τίς ἐστιν οὗτος; Βασιλεύς ἤ στρατιώτης; Πλανητάρχης ἤ στρατάρχης; Πλούσιος ἤ πένης; Δίκαιος ἤ ἁμαρτωλός ;

Δέν βλέπουν ὅτι οἱ ἄνθρωποι, χωρίς Θεόν, πεθαίνουν καί θάβονται καί ὀδυνῶνται εἰς τήν λίμνην τήν καιομένην ἐν θείῳ, τήν ἴδια ὥρα, πού οἱ δίκαιοι, οἱ ὀλίγοι ἐκλεκτοί καί πιστοί ἀναπαύονται ἐν χειρί Θεοῦ καί εἰσίν ἐν εἰρήνη, ὁμοτράπεζοι τοῦ Χριστοῦ στό Μέγα Δεῖπνον τῆς αἰώνιας Βασιλείας τοῦ Θεοῦ καί εἶναι μακάριοι;

Δέν πιστεύουν στό Θεό. Λένε πώς ὅσα λέει ἡ Γραφή

Εἶναι ψέματα. Ἀναρωτήθηκαν ποτέ οἱ ἄθεοι, οἱ ἄπιστοι, οἱ ἀμετανόητοι ἁμαρτωλοί, τί θά πάθουν, ἄν ὅλα αὐτά, πού ἀποκαλύπτει ἡ Γραφή, εἶναι ἀλήθεια; Ναι ὅλα, ὅσα ἀποκαλύπτει ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀλήθεια καί μᾶς καλεῖ ὁ Κύριος, ὡς ἄπειρη ἀγάπη, νά κατανοήσουμε ὅτι «τό πολίτευμα ἡμῶν ἐν οὐρανοῖς ὑπάρχει» (Φιλιπ. γ΄ 20).

Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος μᾶς συμβουλεύει καί μᾶς λέγει: «Τά ἄνω ζητεῖτε, οὗ ὁ Χριστός ἐστιν ἐν δεξιᾷ τοῦ Θεοῦ καθήμενος, τά ἄνω φρονεῖτε, μή τά ἐπί τῆς γῆς» (Κολοσ. γ΄ 1-2). Ὁ Κύριος μᾶς καλεῖ στό Μέγα Δεῖπνον, νά ἐπιστρέψουμε στήν Πατρική «Ἑστία», ἔχοντες ἔνδυμα γάμου. Μᾶς καλεῖ νά «ἀπεκδυθοῦμε τόν παλαιόν ἄνθρωπον τόν φθειρόμενον κατά τάς ἐπιθυμίας τῆς ἀπάτης καί νά ἐνδυθοῦμε τόν Χριστόν, τόν καινόν ἄνθρωπον τόν κατά Θεόν κτισθέντα ἐν δικαιοσύνῃ καί ὁσιότητι τῆς ἀληθείας» (Ἐφεσ. δ΄ 22-24).

Νά περιβληθοῦμε τό ἔνδυμα τῆς ἀφθαρσίας, «βύσσινον λαμπρόν καθαρόν· τό γάρ βύσσινον τά δικαιώματα (οἱ ἀρετές) τῶν ἁγίων ἐστί» (Ἀποκ. ιθ΄ 8).

Καλοῦνται πάντες στό Δεῖπνον. Ὀφείλουν ὅμως νά ἔχουν ἔνδυμα γάμου. Ἐάν κανείς εἰσέλθῃ μή ἔχων ἔνδυμα γάμου, ὅταν εἰσέλθῃ Ὁ Κύριος θά τοῦ πῇ, «Φίλε, πῶς εἰσῆλθες ὧδε μή ἔχων ἔνδυμα γάμου;» καί θά βληθῇ ἔξω. Οἱ ὀλίγοι ἐκλεκτοί, πού δέχονται τήν πρόσκλησιν, ὀφείλουν νά προετοιμασθοῦν ὅπως θέλει ὁ Θεός. Νά καθαρίσουν τόν ἑαυτόν τους ἀπό κάθε μολυσμό  σαρκός καί πνεύματος, ἐπιτελοῦντες ἁγιωσύνην ἐν φόβῳ Θεοῦ (Β΄Κορινθ. ζ΄1).

Ὥστε νά ἀξιωθοῦν νά μετέχουν τοῦ Δείπνου καί νά κοινωνήσουν τό σῶμα καί τό αἷμα τοῦ Χριστοῦ, πού παρατίθεται καί προσφέρεται εἰς τους καλεσμένους. Εἶναι πνευματικά τά ἐδέσματα, πού προσφέρει ὁ Κύριος στό Μέγα Δεῖπνον. Προσφέρεται ἡ Θεία Κοινωνία, τό σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ Χριστοῦ, τό ὁποῖον καθαρίζει ἠμᾶς ἀπό πάσης ἁμαρτίας (Α΄ Ἰωάν. α΄ 7).

Γι’ αὐτόν ἀκριβῶς καλεῖται ὁ πιστός στό Δεῖπνον καί ὀφείλει νά ἔχῃ ἔνδυμα γάμου, νά εἶναι, δηλαδή, ὅσον εἶναι δυνατόν στόν ἄνθρωπο, ἄξιος νά μετέχῃ σέ τοῦτο τό μυστικόν, ἅγιον Δεῖπνον. Εἰλικρινά μετανοιωμένος. Ὁ Ἁπόστολος Παῦλος μᾶς συμβουλεύει καί λέγει: «Δοκιμαζέτω δέ ὁ ἄνθρωπος ἑαυτόν, καί εἶτα ἐκ τοῦ ἄρτου ἐσθιέτω καί ἐκ τοῦ ποτηρίου πινέτω· ὁ γάρ ἐσθίων καί πίνων ἀναξίως κρῖμα ἑαυτῷ ἐσθίει καί πίνῃ» (Α΄Κορινθ. ια΄ 28-29). Μᾶς προτρέπει ὁ Παῦλος στήν κατάλληλη προετοιμασία, ὥστε νά μή καταδικάζουμε τόν ἑαυτό μας.



Εἶναι καιρός νά καταλάβουμε καλά ὅλοι τήν ἀνάγκην τῆς ψυχῆς μας, νά ἀποδεχθοῦμε τήν πρόσκλησι τῆς Ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ στό Μέγα Δεῖπνον. Εἶναι καιρός  νά συνειδητοποιήσουμε τήν ἀνάγκην τῆς συχνῆς θείας Κοινωνίας, μέ τή δέουσα προετοιμασία, ἐνδεδυμένοι ἔνδυμα ἀπό βύσσινον λαμπρόν καθαρόν, τάς ἀρετάς τῶν Ἁγίων.

Εἶναι καιρός ὁ κάθε ἕνας ἀπό μᾶς νά ἔλθῃ εἰς ἑαυτόν, νά ἀφήσουμε τό Χοιραστάσι καί τά ξυλοκέρατα τῆς ἀποστασίας. Νά δεχθοῦμε τήν πρόσκλησι τοῦ Χριστοῦ καί εἰλικρινά μετανοιωμένοι νά ἐπιστρέψουμε στήν Πατρική «Ἑστία» καί νά γευθοῦμε «τόν μόσχον τόν σιτευτόν». Νά κοινωνοῦμε τό Σῶμα καί τό αἷμα τοῦ Χριστοῦ, «τό φάρμακον τῆς ἀθανασίας, τό ἀντίδοτον τοῦ μή ἀποθανεῖν», νά γίνουμε συσσωμοι καί σύναιμοι μέ τόν Χριστόν, Θεοφόροι, Χριστοφόροι καί Πνευματοφόροι, ἱκανοί τοῦ πατεῖν ἐπάνω ὄφεων καί σκορπίων καί ἐπί πᾶσαν τήν δύναμιν τοῦ ἐχθροῦ. Καί νά συνεχίσουμε τόν ὑπόλοιπον χρόνον τῆς ζωῆς μας, μέ εὐεργεσίες, λατρεύοντες ἐν πνεύματι καί ἀληθείᾳ τόν Χριστόν, τόν Σωτῆρα καί Εὐεργέτην τῶν ψυχῶν καί τῶν σωμάτων ἡμῶν,  ὑμνοῦντες Αὐτόν εἰς πάντας τούς αἰῶνας.