«Ἡ ἐσχηματισμένη εὐσέβεια», Ψευτιά κι’ Ὑποκρισία
Ἡ «ἐσχηματισμένη εὐσέβεια» εἶναι
ἕνας φτιαχτός τύπος
εὐσέβειας,
δημιούργημα τῶν «προβατοσχήμων λύκων», τῶν Φαρισαίων, τῶν «παρείσακτων
ψευδαδέλφων», σκοπό τήν ἐξαπάτησιν τῶν ἄλλων. Οἱ Φαρισαῖοι ἀντιπροσωπεύουν μιά ἀρκετά μεγάλη
μερίδα ἀνθρώπων, πού χωρίζουν τόν ἑαυτόν τους ἀπό τούς ἄλλους. Ἔχουν μεγάλη ἰδέα
γιά τόν ἑαυτό τους. Νομίζουν πώς μόνον αὐτοί εἶναι ἅγιοι καί δίκαιοι καί ὅτι ὅλοι
οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι εἶναι ἁμαρτωλοί, «παρακατιανοί» καί ἄξιοι περιφρονήσεως.
Φοροῦν τό προσωπεῖον τοῦ «Ἁγίου».
Ἀφανίζουν τό ἀληθινό τους πρόσωπο καί ἐμφανίζουν ἕνα πρόσωπο πλαστό, ἕναν
«ψεύτικο ἑαυτό».
Σ’
αὐτή τήν «ἐσχηματισμένη εὐσέβεια», σ’
αὐτήν τήν κατηγορία τῶν ἀνθρώπων εἶναι ἄλλο «τό εἶναι» καί ἄλλο «τό
φαίνεσθαι», ἄλλος ὁ γονότυπος
καί ἄλλος ὁ φαινότυπος. Κρύβουν τό ἀληθινό
τους πρόσωπον, πρός ἐξαπάτησιν τῶν ἄλλων. Ἐνσαρκώνουν τήν Ψευτιά καί τήν Ὑποκρισία. Πράττουν τά πάντα πρός
τό «θεαθῆναι τοῖς ἀνθρώποις». Ἕχουν
χάσει τήν «οὐσίαν» καί δίνουν μάχες
γιά «τά τυπικά». Ὁ Ἐγωϊσμός, ὁ Ἑωσφορισμός,
ἡ ὑπεροψία, ἡ ὑπερηφάνειά τους ξεπερνάει κάθε ὅριο. Ἡ ταπείνωσις, ἡ Ἀγάπη, τό Ἔλεος,
ἡ Εὐσπλαγχνία εἶναι ἀρετές ξένες, γι’
αὐτούς. Δέν ἔχουν ἔλεος γιά κανέναν. Δέν ἔχουν καμμία ὁμοιότητα μέ τόν Οὐράνιον
Πατέρα, ὁ Ὁποῖος εἶναι ἄπειρη Ἀγάπη καί Εὐσπλαγχνία. Ὁ Κύριος τούς χαρακτηρίζει
ὡς «γεννήματα ἐχιδνῶν».
Καί
ὁ πρεσβύτερος υἱός τῆς παραβολῆς τοῦ Ἀσώτου ἐνσαρκώνει αὐτήν τήν «ἐσχηματισμένη
εὐσέβεια», αὐτήν τήν ἔπαρσιν, αὐτήν τήν Ψευτιά καί τήν Ὑποκρισία, πού εἶναι ἡ
χειρότερη μορφή ἀσωτίας καί ταυτίζεται
μέ τήν ἀμετανοησία. Ἐνσαρκώνει τό Φαρισαϊσμό. Οἱ Φαρισαῖοι θεωροῦν τόν ἑαυτό τους
ἀλάθητο. Δέν ἀναγνωρίζουν λάθη στόν ἑαυτό τους, Πιστεύουν πώς ὅλοι Οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι
εἶναι ἁμαρτωλοί καί ὅτι μόνον αὐτοί εἶναι δίκαιοι καί ἅγιοι καί θεοσεβεῖς καί
συνεπῶς δέν αἰσθάνονται τήν ἀνάγκην νά μετανοήσουν γιά τίποτε. Ὁ Πρεσβύτερος υἱός
εἶναι γνήσιο τέκνο τοῦ Ἰουδαϊκοῦ λαοῦ ἐνσαρκώνει
ὅλη τή μισαλλοδοξία τῶν Ἰουδαίων καί ὡς γνήσιος Φαρισαῖος τηρεῖ ὅλα τά τυπικά,
νηστεύει, προσεύχεται πρός τό θεαθῆναι, ἀνάβει πολλά κεριά καί λιβάνια καί
γονατίσματα πολλά. Κάνει προσφορές καί θυσίες καί δωρεές στίς Ἐκκλησίες.
Προσέχει τό ντύσιμό του καί γενικά τήν ἐμφάνισί του, ὥστε νά ξεχωρίζει ἀπό τούς
ἄλλους καί ὡς πρός τήν ἐμφάνισιν. Δέν ἔχει ὅμως ἔλεος, δέν ἔχει ἀγάπη. Ἡ Ψυχή
του εἶναι γεμάτη μῖσος καί φθόνο.
Ὁ Κύριος στήν παραβολή τοῦ Ἀσώτου
παρουσιάζει τόν πρεσβύτερο ὡς παράδειγμα πρός ἀποφυγήν.
Ναι. Αὐτό τό καλό Παιδί, τό τακτικό, τό
φρόνιμο, πού δέν φεύγει ἀπό τό σπίτι καί τηρεῖ ὅλες τίς Ἐντολές τοῦ Πατέρα, εἶναι
παράδειγμα πρός ἀποφυγεῖν. Δέν μοιάζει σέ τίποτε μέ τόν Πατέρα. Ὁ Πατέρας εἶναι
Ἀγάπη, Ἔλεος, Εὐσπλαγχνία,
ἐνῷ ὁ πρεσβύτερος υἱός ἔχει φθόνο, παθολογικά
ζήλια, ἔχει μῖσος, δέν ἔχει ἀγάπη, δέν ἔχει
ἔλεος.
Ὁ
Κύριος στήν παραβολή ἀναφέρει ὅτι ὅταν ἐπέστρεψε εἰλικρινά μετανοιωμένος ὁ
νεώτερος, ὁ πρώην ἄσωτος
καί
τώρα σώφρων, τόν δέχτηκε ὁ Πατέρας μέ στοργή καί τόν ἀποκατέστησε στήν πρώτη
του θέσι, μέ ὅλα τά διακαιώματα τοῦ υἱοῦ καί ἐθυσε γιά χάρι του «τόν μόσχον τόν
σιτευτόν». Χαίρονται ὅλοι καί πανηγυρίζουν γιά τήν ἐπιστροφή του. Ὁ πρεσβύτερος
εἶναι στόν ἀγρό. Καί ἐρχόμενος ἀπό τόν ἀγρό καί ἐπλησίαζε στό σπίτι ἄκουσε ὄργανα
καί τραγούδια καί χορούς. Ρώτησε τί συμβαίνει καί πληροφορήθηκε ὅτι ἐπέστρεψε ὁ
ἀδελφός του καί ὁ Πατέρας του ἔσφαξε πρός
χάριν του τόν «μόσχον τόν σιτευτόν»
διότι ἐπέστρεψε πάλιν στό σπίτι ὑγιής, ὅτι «ὑγιαίνοντα αυτόν ἀπέλαβεν».
Ὁ
πρεσβύτερος, ὡς Φαρισαῖος, δέν χάρηκε μέ τήν εἰλικρινῆ μετάνοια καί τή σωτηρία
τοῦ ἀδελφοῦ του. Ἀντίθετα «ὠργίσθη καί οὐκ
ἤθελεν εἰσελθεῖν» Ὁ Πατέρας ὅμως μέ τήν ἴδια στοργή καί τρυφερότητα, μέ τήν
ὁποίαν δέχθηκε τόν νεώτερον υἱόν, συγκαταβαίνει, βγαίνει ἔξω καί μέ πολύ ἀγάπη
παρακαλεῖ τόν πρεσβύτερο υἱό νά ἔλθῃ καί νά γίνῃ μέτοχος τῆς οἰκογενειακῆς χαρᾶς.
Ὁ Πατήρ «ἐξελθών παρεκάλει αὐτόν».
Ὦ
ἄπειρη Εὐσπλαγχνία! Ποιός εἶναι τόν ἀνόητος, ὥστε νά μή θαυμάζῃ τήν ἄφατη
μακροθυμία τοῦ Κυρίου. Βγαίνει ἔξω καί μᾶς παρακαλεῖ νά γίνουμε μέτοχοι στήν αἰώνια χαρά τῆς
Βασιλείας του καί μεῖς μένουμε ἔξω, κατάκοιτοι στή χώρα καί τή σκιά τοῦ Θανάτου,
γιατί δέν ἔχουμε στήν ψυχή μας ἀγάπη. Εἶναι καιρός νά δεχθοῦμε στήν ψυχή μας τήν
ἀγάπη καί νά ζοῦμε μέ ἀγάπη. «Ἴδετε
ποταπήν ἀγάπην δέδωκεν ἡμῖν ὁ Πατήρ, ἵνα τέκνα Θεοῦ κληθῶμεν» (Α΄Ἰωάν. γ΄
1).
Ὁ
πρεσβύτερος υἱός, ὡς γνήσιος Φαρισαῖος, ὑποκριτής, ὄχι μόνον δέν συγκινεῖται ἀπό
τήν πατρική στοργή καί
ἀγάπη,
ἀλλά στήν παράκλησι τοῦ Πατέρα ἀποκρίνεται μέ θρασύτητα καί ἀσέβεια καί Τόν
κατηγορεῖ λέγοντας:
«Ἰδού
τόσα χρόνια σέ δουλεύω, ἐγώ τό καλό παιδί, καί ποτέ δέν ἀθέτησα καμμιά ἀπό τίς Ἐντολές
Σου. Τηρῶ πάντοτε ὅλες τίς Ἐντολές σου, ὅλα τά τυπικά. Καί Σύ δέν μοῦ ἔδωκες
ποτέ οὔτε ἕνα κατσικάκι, γιά νά εὐφρανθῶ μέ τούς φίλους μου. Ὅταν ὅμως ἦλθε αὐτός
ἐδῶ ὁ προκομμένος σου, ὁ χαμένος, ὀ ἄσωτος, πού κατέφαγε καί διεσκόρπισε τήν
περιουσία σου μέ πόρνες ἔσφαξες γιά χάρι του «τόν μόσχον τόν σιτευτόν». Χρησιμοποιεῖ τήν ἀλαζονική γλῶσσα τῶν
Φαρισαίων, πού περιφρονεῖ τούς ἁμαρτωλούς καί τονίζει ἔτσι τήν ἰδέα πού εἶχαν οἱ
Φαρισαῖοι, ὅτι μόνον αὐτοί εἶχαν δικαίωμα στή ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Ὁ Πατέρας
βλέποντας τήν ἀμετανοησία τοῦ Πρεσβυτέρου υἱοῦ και κατά λόγον δικαιοσύνης λέγει:
«Παιδί
μου, σύ εἶσαι πάντοτε μαζί μου καί τά δικά μου, ὅλα εἶναι δικά σου. Ἔπρεπε ὅμως
καί σύ νά χαρῇς διότι ὁ ἀδελφός σου αὐτός, πρός τόν ὁποῖον φέρεσαι μέ τόση
περιφρόνησι, ἦταν νεκρός καί ἀνέζησε, ἤταν χαμένος καί εὑρέθη».
Ἐδῶ
τελειώνει ἡ παραβολή καί ὁ πρεσβύτερος υἱός ένει ἔξω ἀπό τήν Πατρικήν Ἑστία. Δέν
δικαιώνεται διότι δέν ἔχει ἔλεος.
Ἄς μήν ξεχνᾶμε ποτέ ὅτι ὁ Θεός λέγει: Ἔλεον θέλω καί οὐ θυσίαν. Δέν θέλει νά καίγωνται γι’ αὐτόν κεριά καί λιβάνια, ἀλλά
θέλει νά καίγεται ἡ καρδιά μας ἀπό ἀγάπη γι’ Αὐτόν, καί γιά τούς συνανθρώπους μας, ἀκόμη δέ καί γι’
αὐτά τά ἄγρια θηρία. Ἐπίσης νά μήν ξεχνᾶμε ὅτι «ἡ κρίσις ἀνέλεος , τῷ
μή ποιήσαντι ἔλεος». Θἇναι ἀνελέητη ἡ κρίσις, γιά κάθε ἄνθρωπο, πού δέν ἔδειξε
ἔλεος, εὐσπλαγχνία στούς συνανθρώπους του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου