ΔΥΝΑΤΑ ΠΑΡΑ ΤΩι ΘΕΩι ΕΣΤΙΝ»
(Ματθ. ιθ΄ 26.Μάρκ. ι΄ 27. Λουκ.ιη΄27).
Ἀναμφισβήτητη εἶναι ἡ ἀλήθεια ὅτι χωρισθήκαμε ἀπό τόν ἕνα καί μόνον Ἀληθινόν Θεόν, τόν Δημιουργόν καί Εὐεργέτη μας ἀπό κακή μας Θέλησι. Ἀπεκδυθήκαμε τό ἔνδυμα τῆς ἀφθαρσίας καί ἐνδυθήκαμε τό ἔνδυμα τῆς φθορᾶς, διά τῆς παρακοῆς. Ἀπομακρυνθήκαμε ἀπό τήν Πηγήν τῆς Ζωῆς καί φθάσαμε στήν ἔσχατη ἀθλιότητα. Κατάκοιτοι στή Χώρα καί τή σκιά τοῦ Θανάτου, ὑποφέρουμε, «ἡμιθανεῖς», σ’ αὐτήν ἐδῶ τήν ἄθλια παροικία. Παλεύουμε απεγνωσμένα, μέ τόν Κακό μας ἑαυτό, μέ τό φρόνημα τῆς σαρκός, πού εἶναι ἔχθρα εἰς Θεόν καί φέρει στήν ψυχή καί τή ζωή μας τό Θάνατο (πρβλ. Ρωμ. η΄6-7). Καί ὅχι μόνον μέ τόν Κακό μας ἑαυτό, παλεύουμε καί μέ τόν ἀρχέκακον, τόν πρωταίτιον τοῦ Κακοῦ, τόν Διάβολον καί μέ τόν κόσμο, πού, «ὅλος ἐν τῷ πονηρῷ κεῖται»(Α΄Ἰωάν. ε΄19). Καί εἶναι φοβερή ἡ πάλη μέσα μας. Καί «Οὐκ ἔστιν ἡμῖν ἡ πάλη πρός αἷμα καί σάρκα» λέγει ὁ Παῦλος, «ἀλλά πρός τάς ἀρχάς, πρός τάς ἐξουσίας, πρός του κοσμοκράτορας τοῦ σκότους τοῦ αἰῶνος τούτου, πρός τά πνευματικά τῆς πονηρίας ἐν τοῖς ἐπουρανίοις»(Ἐφεσ. στ΄ 12). Παλεύουμε μέ ἔπαθλον τόν Οὐρανόν. Θέλουμε νά ξεφύγουμε ἀπό τήν «ἰλύν βυθοῦ» εἰς τήν ὁποίαν ἔχουμε ἐμπαγῆ. Στήν πάλη, στόν ἀγῶνα αὐτόν, μᾶς ὁδηγεῖ ἡ πανανθρώπινη λαχτάρα γιά τή ζωή, γιά τήν αἰώνιον ζωήν. Εἷναι ἔμφυτον τό «ἱερόν», τό «Θεῖον ἐμφύσημα» μέσα μας καί μᾶς φέρει πρός τά ἄνω, πρός τόν Θεόν. Ἡ Ψυχή ὅλων τῶν ἀνθρώπων, συνειδητά ἤ ἀσυνείδητα, ἀναζητεῖ τόν Θεόν καί αναπαύεται μόνον Σ’ Αὐτόν. Μέ τήν πτῶσι ὅμως τοῦ ἀνθρώπου, διά τῆς παρακοῆς, ἀμαυρώθηκε μέν τό· «κατ’ εἰκόνα», ἀλλά δέν χάθηκε. Καί, ἀχρειωμένο, δέν παύει νά ἀναζητῇ τήν Πηγήν τῆς Ζωῆς, τόν Θεόν. Γι’ αὐτό καί ἀκατάπαυστη εἶναι ἡ Πάλη μας μέ τό Κακόν καί τήν ἁμαρτία. Προσπαθεῖ ὁ ἄνθρωπος,νά ἐπιστρέψῃ καί νά συνεχίσῃ τήν Πορεία του ἀπό τό· «κατ’εἰκόνα», εἰς τό· «καθ’ ὀμοίωσιν». Παλεύει ἀπό «δυνάμει», νά γίνῃ καί «ἐνεργείᾳ Θεός». Παλεύει νά βρῆ ἀνάπαυσι καί γαλήνη ἡ ψυχή του ἐν τῷ Θεῷ.
Συγκρούεται μέσα μας ἡ ἠθικότητα, μέ τήν ἀνηθικότητά μας. Ἀγωνιζόμαστε να μεταβάλλουμε τή σάρκα σέ πνεῦμα. Καί εἶναι σκληρή καί ἀδυσώπητος ἡ πάλη μας, διότι, δυστυχῶς, εἶναι δυνατή καί ἔμφυτη μέσα μας καί «ἡ ῥοπή πρός τό Κακόν, πρός τήν ἁμαρτίαν», ἡ Concupiscentia. Φρικτή κληρονομιά, πού μᾶς συνοδεύει στή ζωή μας. Εἶναι δέ διαπιστωμένο ὅτι, δυστυχῶς, «τό ὀλισθηρόν, τό εὐόλισθον τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως», ὀφείλεται στή ῥοπή αὐτή, καί στήν Πάλη μας, τίς περισσότερες φορές, νικᾷ τῆς σαρκός τό φρόνημα. Ὁ Παῦλος λέγει ὅτι ὑπάρχουν δύο νόμοι μέσα μας, ὁ νόμος τῆς σαρκός καί ὁ νόμος τοῦ Πνεύματος. Μέσα μας παλεύει, συγκρούεται ἡ ἠθικότητα, μέ την ἀνηθικότητά μας, τό φρόνημα τῆς σαρκός, μέ τό φρόνημα τοῦ Πνεύματος (Βασική σύγκρουσις) καί ἡ ῥοπή πρός τό Κακό μᾶς γυρίζει πίσω. «Οὐ γάρ ὅ θέλω τοῦτο πράσσω, ἀλλ’ ὅ μισῶ τοῦτο ποιῶ...Οὐ γάρ ὅ θέλω ποιῶ ἀγαθόν, ἀλλ’ ὅ οὐ θέλω κακόν τοῦτο πράσσω» (Ρωμ. ζ΄ 15, 19). Στήν πάλη μας μέ τόν κακό μας ἑαυτό, μᾶς κυριεύει τό κακό, ἡ ἁμαρτία. Ὁ Παῦλος, ἀλλά καί κάθε ἄνθρωπος, πού φλέγεται ἀπό τή λαχτάρα γιά τό Θεό, γιά τήν αἰώνιον ζωήν, στενάζει καί ἀναφωνεῖ: «Ταλαίπωρος ἐγώ ἄνθρωπος!
Ποιός θά μᾶς ἐλευθερώσῃ ἀπό τό σῶμα τοῦτο τό καταδικασμένο εἰς θάνατον;».
Ποιός θά μᾶς
ἀνασύρῃ ἀπό τήν «ἰλύν βυθοῦ», εἰς τήν ὁποίαν ἔχουμε ἐμπαγῆ;
Πῶς θά
νικήσουμε στήν Πάλη μας μέ τό Κακόν καί τήν ἁμαρτία;
Τί πρέπει νά κάμουμε, γιά νά κληρονομήσουμε τήν αἰώνιον ζωήν;
ΑΡΚΕΙ νά ἀνοίξουμε τήν καρδιά μας στό Χριστό, νά πιστέψουμε, μέ ὅλη τή δύναμι τῆς ψυχῆς μας στό Χριστό, νά ἐγκολπωθοῦμε τό Εὐαγγέλιον τῆς ἀγάπης Του καί νά τό κάνουμε «πρᾶξι» στήν καθημερινή μας ζωή. ΑΡΚΕΙ νά ὑποτάξουμε τό θέλημά μας, στό πανάγιον Θέλημα τοῦ Θεοῦ. Νά κάνουμε πάντοτε τό Θέλημα τοῦ Θεοῦ, τό ἀγαθόν, τό εὐάρεστον καί τέλειον. Μόνοι μας, μέ τί δικές μας δυνάμεις, χωρισμένοι ἀπό τό Χριστό, δέν θά μπορέσουμε νά κάνουμε τίποτε τό καλόν. Ὁ ΧΡΙΣΤΟΣ εἶναι ἡ ζωή μας καί ἡ εἰρήνη μας, ἡ μόνη μας παρηγοριά, ἠ μόνη μας καταφυγή, ἠ μόνη μας ἐλπίδα, τό Φρούριόν μας, τό μόνον ἀσφαλές καταφύγιον. Χωρίς Αὐτόν δέν θά μπορέσουμε ποτέ νά εἰσέλθουμε εἰς τήν ζωήν, νά κληρονομήσουμε τήν αἰώνιον ζωήν, τήν ὁποίαν τόσο πολύ λαχταράει ἡ ψυχή μας.
Θά νικήσουμε στήν Πάλη μας μέ τό Κακόν μόνον, ἄν καταθέσουμε τήν καλήν μας προαίρεσι, τή θέλησί μας στό Θεό, μόνον ὅταν γκρεμίσουμε τά Εἴδωλα, πού ἔχουμε στήσει, μέσα μας καί γύρω μας. Πολλοί ἄνθρωποι νομίζουν πώς τηροῦν τό Νόμο τοῦ Θεοῦ στή ζωή τους, νομίζουν πώς τηροῦν τήν Ἐντολήν τῆς Ἀγάπης στό Θεό καί τόν πλησίον, ἐπειδή τηροῦν τίς τυπικές διατάξεις τοῦ Νόμου, πρός τό θεαθῆναι τοῖς ἀνθρώποις. Αὐτοί, οἱ μωροζηλωτές, δίνουν μάχες, γιά τά τυπικά, γιατί ἔχουν χάσει τήν οὐσία. Ἡ Ζωή μας εἶναι ὁ Χριστός.
Εἶναι
πλέον ἤ βέβαιον ὅτι μόνοι μας δέν μποροῦμε νά σωθοῦμε καί νά εἰσέλθουμε εἰς τήν
ζωήν. «Χωρίς ἐμοῦ οὐ δύνασθαι ποιεῖν οὐδέν», λέγει ὁ Κύριος. «Καί τίς δύναται σωθῆναι»; ΜΟΝΟΣ ΤΟΥ ΟΥΔΕΙΣ.
Βασική
προϋπόθεσις, γιά νά κληρονομήσουμε τήν αἰώνιον ζωήν, εἶναι νά ἐπιστρέψουμε εἰλικρινά μετανοιωμένοι
στόν Ἕνα καί μόνον Ἀληθινόν Θεόν. Κι’ αὐτό σημαίνει νά πιστέψουμε σ’ Αὐτόν, καί νά Τόν λατρεύουμε ὄχι μόνον μέ τά χείλη, ἀλλά μέ τήν καρδιά μας, «ἐν πνεύματι καί ἀληθείᾳ».
Πῶς
εἶναι
δυνατόν νά εἰσέλθουμε εἰς τήν Ζωήν, ὅταν ἀρνούμαστε τόν Ἀληθινόν Θεόν καί
λατρεύουμε τά Εἴδωλα, ἔργα χειρῶν ἀνθρώπων;
Καί δυστυχῶς, εἶναι πολλοί, πού θεωροῦν τόν ἑαυτό τους ἅγιο. Οἱ περισσότεροι ὅμως νομίζουν πώς λατρεύουν τό Θεό, ἀλλά στήν οὐσία Τόν ἀρνοῦνται.
Ἄλλοι
ἀρνοῦνται τό Θεό καί λατρεύουν, σάν Θεόν τόν Διάβολο, τόν Σατανᾶ, τό Μαμωνᾶ ,τό
Χρῆμα.
Ἄλλοι λατρεύουν σάν Θεό τόν Ἑαυτούλη τους καί τήν Καλοπέρασί τους. Ἄλλοι ἔχουν Θεό τήν Ἡδονή, Ἄλλοι τό Βόρβορο, τήν Ὕλη, καί ἄλλοι λατρεύουν, σάν Θεό, τό πλοῦτο. Ἔχουν βυθισμένη τήν ψυχή τους στά ἐγκόσμια ἀγαθά, πού θησαυρίζουν γιά τόν ἑαυτό τους στή γῆ. Δέν θέλουν νά καταλάβουν ὅτι εἶναι Οἰκονόμοι, Διαχειριστές τοῦ πλούτου, πού τούς ἔδωκεν ὁ Κύριος. Δέν θέλουν νά καταλάβουν ὅτι δέν ἔχουν τίποτε δικό τους , ὅτι ὅλα εἶναι τοῦ Θεοῦ, καί γίνονται καταχραστές καί μένουν ἔξω ἀπό τή ὄντως ζωήν.
Οἱ περισσότεροι ἄνθρωποι εἶναι προσηλωμένοι στή γῆ καί τά γήϊνα. Ὅσο δέ καί νά ἀγωνίζονται μόνοι τους δέν μποροῦν νά νικήσουν, στήν πάλη τους μέ τό Κακό, δέν μποροῦν νά κληρονομήσουν τήν ζωήν, δέν μποροῦν νά σωθοῦν. Ἡ στάσι τους, ἡ συμπεριφορά τους αὐτή εἶναι ἐκδήλωσις τῆς Παραφροσύνης τους. Ὁ Παῦλος λέγει ὅτι «ἐματαιώθησαν ἐν τοῖς διαλογισμοῖς αὐτῶν, καί ἐσκοτίσθη ἡ ἀσύνετος αὐτῶν καρδία. Φάσκοντες εἶναι σοφοί ἐμωράνθησαν, καί ἤλλαξαν τήν δόξαν τοῦ ἀφθάρτου Θεοῦ, ἐν ὁμοιώματι εἰκόνος φθαρτοῦ ἀνθρώπου καί πετεινῶν καί τετραπόδων καί ἑρπετῶν» (Ρωμ. α΄ 21-23). Ὑπάρχει χειρότερη μορφή Παραφροσύνης ἀπό αὐτήν ;
Δέν παίρνουν τήν ἀπόφασι νά καταθέσουν τή θέλησί τους γιά νά νικήσουν, ἐν Χριστῷ, στήν Πάλη τους μέ τό Κακό. Στήν περίπτωσι τοῦ πλουσίου νεανίσκου ὁ Κύριος τονίζει πόσο δύσκολο εἶναι νά εἰσέλθῃ ὁ πλούσιος στήν αἰώνιον Ζωήν «πῶς δυσκόλως οἱ τά χρήματα ἔχοντες εἰσελεύσονται εἰς τήν Βασιλείαν τοῦ Θεοῦ! Εὐκοπώτερον γάρ ἐστι κάμηλον διά τρυμαλιᾶς ραφίδος εἰσελθεῖν ἤ πλούσιον εἰς τήν Βασιλείαν τοῦ Θεοῦ εἰσελθεῖν»(Λουκ. ιη΄ 24-25).
Καί
δίκαια οἱ ἀκροατές τοῦ Κυρίου, εἶπαν· Κύριε, ἄν οἱ πλούσιοι δέν μποροῦν νά σωθοῦν. ποιός μπορεῖ
τότε νά σωθῇ; Καί τίς δύναται σωθῆναι;
Πράγματι
μόνος του κανείς δέν μπορεῖ νά σωθῇ. Χρειάζεται νά θελήσῃ τή σωτηρία του
καί νά ἀκολουθῇ τά ματωμένα Χνάρια τοῦ Χριστοῦ, νά γυμνάζεται εἰς εὐσέβειαν. Ἐλεύθερα καί ἀβίαστα, μέ τή θέλησί του, ὀφείλει νά περιπατῇ ἐν ἀγάπη, νά ζῇ καί νά ἀγωνίζεται ἐν Χριστῷ καί νά πράττῃ τά ἀνθρωπίνως δυνατά, μέ
τή βεβαιότητα ὅτι, «τά ἀδύνατα παρά ἀνθρώποις δυνατά παρά τῷ Θεῷ ἐστιν».