ΝΑ ΑΓΑΠΑΣ ΟΛΟΨΥΧΑ ΤΟ ΘΕΟ ΚΑΙ ΤΟΝ ΠΛΗΣΙΟΝ ΣΟΥ, ΟΠΩΣ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟΝ ΣΟΥ.
Ἡ
λαχτάρα γιά αἰώνια ζωή, κατακαίει τήν ψυχή τοῦ κάθε ἀνθρώπου. Τό ἔμφυτον,
τό ἱερόν, «τό θεῖον ἐμφύσημα» μᾶς φέρει πάνω ἀπό τά γήϊνα καί φθαρτά,
πρός τά ἄφθαρτα καί τά αἰώνια. Συνειδητά ἤ ἀσυνείδητα, φέρεται πρός τήν ζωήν, ἀναζητεῖ,
ἐπιδιώκει τή ζωή. Καί πράγματι, ὅπως λέγει ὁ ποιητής, «γλυκειά ἡ ζωή κι’ ὁ θάνατος
μαυρίλα». Κι’ ὁ νομικός, πού θέλησε, ἀνοήτως, νά πειράξῃ
τό Χριστό, ὅπως ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, φλεγόταν κι’ αὐτός, ἀπ’ τόν πόθο , γιά τήν αἰώνιον
ζωήν.
Ὁ Πάνσοφος Δημιουργός μᾶς ἔπλασε γιά τή ζωή. Ὁ θάνατος εἶναι προϊόν τῆς κακῆς προαιρέσεως τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ ἄνθρωπος «ἐν τιμῇ ὤν», δέν κατενόησε τήν τιμήν, μέ τήν ὁποίαν τόν τίμησε ὁ Θεός, καί, διά τῆς παρακοῆς εἰς Νόμον τῆς ζωῆς, χωρίσθηκε ἀπό τήν Πηγή τῆς Ζωῆς, ἀπό τόν Θεόν. Κατέρριψε καί ἐξίσωσε τόν ἑαυτόν του πρός τά κτήνη τά ἀνόητα, τά μή ἔχοντα νοῦν καί λογικόν, ὅπως αὐτός καί ὡμοιώθηκε πρός αὐτά. Ἔφθασε στήν ἔσχατη ἀθλιότητα, ζῶντας σάν κτῆνος καί πεθαίνοντας σάν κτῆνος(Ψαλμ. 48,13, 21). Δέν ἔπαυσε ὅμως ποτέ νά ἀναζητῇ τή ζωή. Καί μολονότι ἔχει γραπτό τό Νόμο τοῦ Θεοῦ, τό Νόμο τῆς ζωῆς, μέσα στήν καρδιά του, δέν τηρεῖ τό Νόμο τῆς ἀγάπης στό Θεό καί στόν πλησίον καί ψάχνει νά κατακτήσῃ τήν ὄντως ζωήν, μέ λάθος τρόπο. Στό χέρι τοῦ κάθε ἀνθρώπου εἶναι νά κληρονομήσῃ τήν αἰώνιον ζωήν, νά ζῇ ἀπό τώρα τήν ὄντως ζωήν, ἀρκεῖ βέβαια νά ἐπιστρέψῃ στήν Πηγή τοῦ ζῶντος ὕδατος, στήν Πηγή τῆς Ζωῆς καί τῆς ἀθανασίας. Ἀρκεῖ νά ἐπιστρέψῃ στόν Ἕνα καί Μόνον Ἀληθινόν Θεόν, διά τῆς ὑπακοῆς στόν Νόμον τῆς Ἀγάπης πρός τόν Θεόν καί πρός τόν πλησίον διά τον Θεόν.
Ὁ
«πρᾷος καί ταπεινός τῇ καρδίᾳ», μέ τρυφερότητα ἄκουσε τό χλευαστή Νομοδιδάσκαλο καί τόν κάθισε στό σκαμνί τοῦ Μαθητοῦ λέγοντας: «Ἐν τῷ νόμῳ τί
γέγραπται; Πῶς ἀναγινώσκεις;» Τότε «ὁ ἐκπειράζων» εἶπε: «Ἀγαπήσεις
Κύριον τόν Θεόν σου ἐξ ὅλης τῆς καρδίας σου καί ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς σου καί ἐξ
ὅλης τῆς ἰσχύος σου καί ἐξ ὅλης τῆς διανοίας σου, καί τόν πλησίον σου ὡς
σεαυτόν». Τότε ὁ πάνσοφος Διδάσκαλος, μέ καλωσύνη τοῦ εἶπε: «Ὀρθά ἀποκρίθηκες.
Ἀγάπα τό Θεό καί τόν πλησίον σου καί θά ζήσῃς».
Δυστυχῶς
ὅμως ὁ Χλευαστής αὐτός Νομοδιδάσκαλος, ὅπως οἱ περισσότεροι, ἐπιπόλαιοι ἄνθρωποι
κάθε ἐποχῆς, ὑποκρίθηκε, πώς δέν ξέρει ποιός εἶναι «ὁ πλησίον», καί, θέλοντας νά
δικαιώσῃ τόν ἑαυτόν του, εἶπε πρός τόν Κύριον: «Καί ποιός εἶναι ὁ πλησίον
μου;»
Ἀγνοοῦμε τούς συνανθρώπους μας. Ἀρνούμαστε τό Θεό καί περιφρονοῦμε τόν πλησίον μας, τόν συνάνθρωπόν μας. Θεοποιοῦμε τόν Ἑυτούλη μας, καί λατρεύουμε σάν Θεό Τό Διάβολο, τό Μαμωνᾶ, τό Χρῆμα. Ὅλοι οἱ ἄλλοι γύρω μας εἶναι ἀσήμαντοι, παρακατιανοί, ἀντικείμενα πρός ἐκμετάλευσι. Δέν θέλουμε νά δεχθοῦμε ὅτι ὅλοι οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι, τά ἀχρεῖα ἴσως πλάσματα, εἶναι παιδιά τοῦ Θεοῦ, εἶναι ἀδέλφια μας. Ὁ Κάθε ἕνας ἀπό αὐτούς εἶναι ὁ πλησίον. Καί ΧΡΕΟΣ μας εἶναι νά τόν ἀγαπᾶμε τόν πλησίον μας, ὅπως ἀκριβῶς ἀγαπᾶμε τόν ἑαυτόν μας.
Ἐξάλλου πῶς εἶναι δυνατόν νά ἰσχυρίζεται κανείς ὅτι ἀγαπᾷ τό Θεό, πού δέν τόν βλέπει, μέ τά σωματικά του μάτια καί νά μισῇ τούς ἀδελφούς του, πού τούς βλέπει; Ὅποιος ἀγαπᾶ τό Θεό, ἀγαπᾶ καί τούς ἀδελφούς του. Ἄς ἀφήσουμε τίς Ψευτιές καί ἄς γίνῃ σέ ὅλους συνείδησις ὅτι κάθε συνάνθρωπός μας εἶναι ὁ πλησίον μας.
Ὁ
Κύριος μακροθυμεῖ, δέν ὀργίζεται μέ τό ἐρώτημα τοῦ ἄμυαλου
νομοδιδασκάλου, πού ὑποκρίνεται ἄγνοια καί ἐρωτᾶ· καί τίς ἐστι μου πλησίον; Καί ὁ Κύριος, τοῦ ἀποκρίνεται
μέ τήν παραβολή τοῦ Καλοῦ Σαμαρείτου.
Καλός
Σαμαρείτης εἶναι ὀ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ. Αὐτός ἄφησε τό Θεϊκό Του Θρόνο καί
ἔσκυψε πάνω στήν περιπεσοῦσα εἰς τούς Λῃστάς-δαίμονας ἡμιθανῆ ἀνθρωπότητα,
θεράπευσε τίς πληγές της καί τήν ὡδήγησε στό δρόμο τῆς ὄντως ζωῆς. Ὁ Χριστός εἶναι
ὁ Πρῶτος πλησίον μας. Ἐπειδή ἐμεῖς δέν μπορούσαμε νά πλησιάσουμε τό Θεό, μᾶς πλησίασε Ἐκεῖνος.Ἔγινε ἄνθρωπος γιά νά γίνουμε ἐμεῖς θεοί. Καί μᾶς καλεῖ ὅλους νά Τόν μιμηθοῦμε καί, ὅπως Αὐτός, ἔτσι κι’
ἔμεῖς νά πλησιάζουμε κάθε ἐμπερίστατο ἀδελφό καί νά θεραπεύουμε τήν ἀνάγκη του.
Οὕτε ὁ ἱερεύς οὔτε ὁ Λευίτης βοήθησε τόν περιπεσόντα εἰς τούς λῃστάς -δαίμονας
, ἀλλά μόνον ὁ Καλός Σαμαρείτης τόν ἐβοήθησε. Καί ἔγινε Ὑπόδειγμα σέ ὅλους μας.
Στό
τέλος τῆς παραβολῆς, στό πρόσωπο τοῦ Νομικοῦ, ἐρωτᾶ ὅλους μας ὁ Κύριος :Τίς οὖν τούτων τῶν τριῶν πλησίον
δοκεῖ σοι γεγονέναι τοῦ ἐμπεσόντος εἰς τούς λῃστάς; Ὁ δέ εἶπε ὅτι «πλησίον αὐτοῦ
τοῦ δυστυχισμένου ἀπεδείχθη αὐτός πού τόν πόνεσε καί τόν ἐλέησε».
Και
τότε ὁ Κύριος εἶπε στό νομικό καί προστάσσει τόν καθένα μας λέγων :ΠΟΡΕΥΟΥ ΚΑΙ ΣΥ ΠΟΙΕΙ
ΟΜΟΙΩΣ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου