ΚΥΡΙΕ, ΦΩΤΙΣΕ ΤΑ ΣΚΟΤΑΔΙΑ ΜΑΣ.
ΣΤΙΓΜΕΣ ΠΑΡΕΡΜΗΝΕΙΑΣ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΣΟΥ
ΣΙΩΠΗΣ
Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, πιστεύουμε καί ὁμολογοῦμε
ὅτι εἶσαι ὁ Σωτῆρας μας, ὁ Μόνος Ἀληθινός
Θεός ἡμῶν, ἡ σκέπη, ἡ καταφυγή καί τό στερέωμα ὅλων μας. Γιά μᾶς δέν ὑπάρχει ἄλλος
Θεός, ἐκτός ἀπό Σένα, τόν Πατέρα, τόν Υἱόν
καί τό Ἅγιον Πνεῦμα. Ἡ ἀλήθεια εἶναι ὅτι
καθημερινά προσβάλλουμε την Μεγαλειότητά Σου, με τά λάθη και τίς ἀπροσεξίες μας,
Σέ Σένα ἁμαρτάνωμεν, ἀλλά και Ἐσένα μονάχα λατρεύουμε. Μέ τίς ἀμαρτίες μας,
σωρεύουμε στή ζωή μας , Ὀδύνη, θλίψεις, ἀρρώστιες, πολύ πόνο και συμφορές. Ὅσο ἀπομακρυνόμαστε ἀπό
κοντά Σου, Κύριε, τόσο βυθιζόμαστε «εἰς ἰλύν βυθοῦ» καί μᾶς πνίγει τό σκοτάδι τῶν
παραλογισμῶν καί τῆς Παραφροσύνης. Ἔτσι
φθάνουμε στό χεῖλος τῆς Ἀβύσσου.
Ὑποφέρουμε, μακρυά Σου, Θεέ μου, ἐξ αἰτίας
τῶν πολλῶν μας ἁμαρτιῶν. Δέν νοήσαμε τήν τιμήν τοῦ «κατ’εἰκόνα». Μᾶς ἔπλασες
μικρούς θεούς καί μεῖς γίναμε μεγάλα, ἀνόητα κτήνη. Ἐξισώσαμε τόν ἑαυτόν μας, προς
τά ἀνόητα κτήνη, πού δεν ἔχουν νοῦν και λογικόν, ὅπως ἐμεῖς. Ὁμοιωθήκαμε πρός αὐτά
καί ζοῦμε, σάν κτήνη και πεθαίνουμε, σάν κτήνη (πρβλ. Ψαλμ.48,13,21).
Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, πράγματι, ἐξ αἰτίας
τῶν ἁμαρτιῶν μας, ὑποφέρουμε, πονᾶμε μακρυά Σου. Γονυκλινεῖς προστρέχουμε κοντά
Σου και ζητοῦμε τη βοήθειά Σου.
Κύριε, Σέ ποιόν ἄλλον θα ποῦμε τόν
Πόνο μας; Ἀπό ποιόν ἄλλον θά ζητήσουμε βοήθεια, ἄν ὄχι ἀπό Σένα, πού
Σταυρώθηκες,για μᾶς; Σέ Σένα καταφεύγοουμε, στό Φρούριόν μας, τό μόνον ἀσφαλές Καταφύγιον.
Σύ, Κύριε Ἰησοῦ, και μόνον Σύ εἶσαι ὁ Θεός μας, ὁ Ἀληθινός Θεός. Δεν ὑπάρχει ἄλλος
Θεός ἐκτός ἀπό Σένα. Καί εἶσαι ὁ δικός μας Θεός, και ὅλοι ἐμεῖς οἱ ἄθλιοι, οἱ
γυμνοί καί ἐλεεινοί, εἴμαστε οἱ δικοί Σου δοῦλοι,
ἀχρεῖοι μέν, ἀλλά δικοί Σου δοῦλοι. Εἰλικρινά μετανοιωμένοι ζητοῦμε τό ἔλεός
Σου, Κύριέ μου Ἰησοῦ, εὐσπλαγχνίσου μας καί ἐλέησέ μας!… Ὑποφέρουμε πολύ, μακρυά
Σου! Χωρίς τή γλυκύτητα τῆς εὐλογημένης Παρουσίας Σου, βυθιζόμαστε ὅλο και περισσότερο
στην Κόλασι τῶν Παρανοήσεων καί συνεχῶς ἀμαυρώνουμε «τό ἀρχαῖον Κάλλος τῆς εἰκόνος».
Σωρεύουμε λάσπη, πολλή λάσπη στήν ψυχή μας καί χανόμαστε μακρυά Σου. Εἶναι ἀφόρητος
ὁ πόνος μακρυά ἀπό Σένα, Κύριε, τήν πηγήν τοῦ ζῶντος Ὑδατος. Εἷναι πικρό και το
νερό, πού πίνουμε και το ψωμί, πού τρῶμε, «ἄρτος Ὀδύνης», σ’ αὐτήν ἐδῶ τήν ἄθλια
παροικία, «ἐν τόπῳ ἐρήμῳ και ἀβάτῳ καί ἀνύδρῳ». Μᾶς πνίγουν οἱ θλίψεις και οἱ
ψυχοσωματικές ἀρρώστιες. Κύριε Ἰησοῦ, Μή βραδύνῃς. «Μή χρονίσῃς! Ἔρχου ταχύ, πρίν
εἰς τέλος χαθοῦμε. Καταποντιζόμαστε!
Μή ἀπομακρύνεσαι ἀπό κοντά μας… οἱ ἐχθροί
μας, δαίμονες καί δαιμονάνθρωποι, θα μᾶς
καταβροχθίσουν, θα μᾶς καταπιοῦν ζωντανούς. Σύ, Κύριε, μᾶς λές νά καταφεύγουμε καί
νά ζητᾶμε τά πάντα ἀπό Σένα, μέ Πίστι θερμή καί μᾶς βεβαιώνεις, Σύ μάρτυς ὁ πιστός καί ὁ ἀληθινός, ὅτι θά ἀποκριθῇς
στά αἰτήματά μας, καί θά μᾶς δώσῃς αὐτό, πού σοῦ ζητᾶμε, ὅ,τι θέλουμε. Μᾶς ὑπόσχεσαι
καί εἶσαι πιστός στις ὑποσχέσεις Σου. Μᾶς λές :«Αἰτεῖτε, καί δοθήσεται ὑμῖν,
ζητεῖτε, καί εὑρήσετε, κρούετε, καί ἀνοιγήσεται ὑμῖν. Πᾶς γάρ ὁ αἰτῶν λαμβάνει καί ὁ ζητῶν εὑρίσκει καί τῷ
κρούοντι ἀνοιγήσεται» (Ματθ.ζ΄7-8). Καί
πάλιν μᾶς λές ὅτι εἶσαι ἡ ἄμπελος ἡ ἀληθινή
καί μεῖς εἴμαστε τά κλήματα καί μᾶς βεβαιώνεις και μᾶς λές: «ἐάν μείνετε ἑνωμένοι μαζί Μου καί ἐάν κρατήσετε
βαθειά μέσα στήν καρδιά σας τούς λόγους Μου, ὡς παντοτεινό φωτισμό καί ὁδηγόν σας,
ὅ,τιδήποτε θέλετε, σύμφωνο μέ τούς λόγους
Μου, ζητήσατέ το, στήν Προσευχή σας καί θα σᾶς γίνῃ. Θά εἰσακουσθῇ τό αἴτημά σας» (Ἰωάν.ιε΄7). Γι’ αὐτό
τολμῶμεν καί καταφεύγουμε στή Χάρι Σου καί παρακαλοῦμε νά μᾶς λυτρώσῃς και νά μᾶς
ἀνασύρῃς ἀπό την «ἰλύν βυθοῦ» εἰς τήν ὀποίαν ἔχουμε ἐμπαγῆ καί νά μᾶς ὀδηγήσῃς
εἰς τόπον ἀναψυχῆς, «ἐπί ζωῆς πηγάς ὑδάτων». Κύριε, συγχώρεσέ μας, γιατί ὑπάρχουν
στή ζωή μας, στιγμές, πού παρερμηνεύουμε τήν Ἁγίαν Σου Σιωπή και βυθιζόμαστε σέ
ἀπύθμενο βυθό σκότους, ἀπογνώσεως και ἀπελπισίας. Σέ παρακαλῶ, θεράπευσε ἀπό την
ἀρρώστια τά παιδιά μου, ὅσα ὑποφέρουν καί χάρισέ τους τελείαν ἴασιν και ὑγείαν.
Σύ εἶσαι «ὁ Πανακής ἰατρός». Σύ, ὡς Πανάγαθος, Θέλεις καί ὡς Παντοδύναμος,
Μπορεῖς να θεραπεύσῃς ὅλες τίς ἀρρώστιες μας. «Ὅπου γάρ βούλεται Θεός νικᾶται
φύσεως τάξις». Ἐξομολογοῦμαι, Κύριε, καί ζητῶ τό ἔλεός Σου, διότι κακῶς θεώρησα,
σάν ἀπόρριψι τήν ἁγίαν Σου Σιωπή καί βυθίστηκα σέ ἄβυσσο ἀπογνώσεως. Συγχώρεσέ
με, Κύριε, καί λύτρωσέ με, Μακρόθυμε καί Πολυέλεε Κύριε. Συγχώρησέ με, γιατί πολλές
φορές αἰσθάνομαι τον πόνο γύρω μου και ζητῶ τη λύτρωσι ἀπό Σένα, το Θεό μου, και
με σπαραγμό ψυχῆς κράζω: «Ἠλί, ἠλί, λιμᾶ σαβαχθανί; Τοῦτ’ ἔστι, Θεέ μου, Θεέ μου, ἵνατί με ἐγκατέλιπες;»(Ματθ.κζ΄46).
Βρίσκομαι κάτω ἀπό το Σταυρό τῆς Ὀδύνης σου, καί ἐπαναλαμβάνω το παράπονο Σου, γιά
τήν πώρωσι καί τήν ἀμετανοησία μας, πού
σωρεύει στη ζωή μας τόσο πόνο και τόση ὀδύνη: Θεέ μου, Θεέ μου, γιατί με ἐγκατέλιπες;
Και ἀφήνεις τοῦ Σταυρωτές ἐμπαίζοντες νά καγχάζουν και νά κομπορημονοῦν καί νά λένε:
Ποῦ εἶναι ὁ Θεός σου; Στήριξες την ἐλπίδα σου στο Θεό, ἄν πράγματι σέ Θέλει ὁ
Θεός, διότι λές ὅτι εἶσαι Παιδί τοῦ Θεοῦ. Λύτρωσέ μας, Ἰησοῦ. Μήν ἀφήνῃς να μᾶς χλευάζουν οἱ ἐχθροί μας
δαίμονες καί δαιμονάνθρωποι. Μη τούς ἀφήνῃς να καυχῶνται ὅτι μᾶς κατεδάφισαν.
Κύριε, βαρειά εἶναι ἡ ψυχή μου. Χάνομαι μέσα στο ἀπύθμενο
σκοτάδι τῆς ἀπογνώσεως. Στέρεψαν οἱ πηγές τῶν δακρύων… Λογιώ λογιῶνε λογισμοί, ἀρνητικοί
λογισμοί ἀποπνίγουν τήν ψυχή μου. Κι’ ὁ Πονηρός εὐφραίνεται καί πανηγυρίζει μέ τή
δειλία καί τήν ὀλιγοπιστία μου και την ἀπόγνωσί μου. Κύριε, λυπήσου με καί πρόσθεσε
σέ μέ πίστιν(Λουκ. ιζ΄5). Στερέωσε τή σαλεμένη
μου καρδιά ἐπί τήν πέτραν τῶν Ἐντολῶν Σου. Μή ἀφήνῃς τούς ἐχθρούς μου νά θριαμβολογοῦν
καί να μοῦ φωνάζουν πώς με κατεδάφισαν. Κύριε Ἰησοῦ, Εὔσπλαγχνε καί Πολυέλεε,
πρόφθασε και σῶσε μας. Χριστέ μου ἔλεος
Σοῦ ζητῶ. Ἕλεος Ἐλεήμων! Ὄχι γιατί το ἀξίζουμε, ἀλλά ἕνεκεν τῆς δόξης τοῦ Ὀνόματός
Σου, γλυκύτατέ μου Ἰησοῦ ! Μη ἀπορρίψῃς ἡμᾶς ἀπό τοῦ προσώπου Σου. Μή ἀποστρέψῃς
τό Πρόσωπόν Σου ἀπό ἡμᾶς. Ἐπίβλεψον ἐφ’ ἡμᾶς καί ἐλέησον πάντας ἡμᾶς! Κύριε, ὡς
θέλεις και ὡς οἶδας ἐλέησον ἡμᾶς! Ἴλαθι μόνε ἡμῖν εὐδιάλλακτε! Γαλήνεψε τήν πονεμένη
μας καρδιά. Μακροθύμησον ἐφ’ ἡμᾶς. Δέξου
τήν μετάνοιά μας. Σύ, Κύριε, πού Σταυρώθηκες, για μᾶς, ἐλέησον ἡμᾶς. Σύ, γλυκύτατέ μου Ἰησοῦ, Χαρά τῆς ζωῆς, θεράπαυσε
τίς πληγές μας καί ἀνάστησέ μας, νεκρούς ὄντας τῇ ἁμαρτίᾳ, διότι μόνον Σύ
σώζεις και ζωοποιεῖς. Σκέπασον ἡμᾶς ὑπό τήν Σκέπην τῆς Εὐσπλαγχνίας Σου και ἀξίωσέ
μας να Σέ ὑμνοῦμεν και νά Σέ δοξολογοῦμεν, σύν τῷ Πατρί και τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι, ἐν
παντί τόπῳ τῆς Δεσποτείας Σου, εἰς πάντας τούς αἰῶνας. ΑΜΗΝ.
Μόνο δάκρυα στα μάτια μπορεί να φέρει μια τόσο δυνατή και από καρδιάς προσευχή στον Κύριό μας...Να γονατίσουμε και όλοι μαζί να φωνάξουμε... Γεννηθήτω το θέλημά σου..ΑΜΗΝ
ΑπάντησηΔιαγραφήΑπεραντη συγκινηση πατερ Στεφανε..να διαβαζω αρθρα σας μετα απο τοσα χρονια...θυμαμαι τους ΑΝΑΠΑΛΜΟΥΣ που δινατε στον μακαριτη τον πατερα μου τον Μιχαλη..θυμαμαι την μικρη μας εκκλησια του Αγ. Κωνσταντινου και Αγ. Ελενης στις Κουλινες...τους θερμους χαιρετισμους μου.. με απεραντη Αγαπη!!
ΑπάντησηΔιαγραφήΑυτό το σχόλιο αφαιρέθηκε από τον συντάκτη.
ΑπάντησηΔιαγραφή