Τρίτη 14 Απριλίου 2020

ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟΝ ΤΗΣ ΣΤΑΥΡΙΚΗΣ ΘΥΣΙΑΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ





ΜΟΝΟΝ ΕΝΑΣ ΘΕΟΣ ΘΑ ΜΠΟΡΟΥΣΕ ΝΑ ΣΤΑΥΡΩΘΗ, ΓΙΑ ΜΑΣ



Ἐάν ἐξετάσουμε τή ζωή τῆς ἀνθρωπότητος, θά διαπιστώσουμε, ὅτι στίς διανθρώπινες σχέσις δέν ὑπάρχει γνησιότητα, εἰλικρίνεια, ἁγνή, θυσιαστική ἀγάπη τοῦ ἑνός, γιά τόν ἄλλον ἄνθρωπον, ἀλλά ἰδιοτέλεια, μῖσος, Ἐγωϊσμοί, Ψευτιά κι’ Ὑποκρισία.

Πετρῶσαν οἱ καρδιές. «Διά τό πληθυνθῆναι τήν ἀνομίαν, ἐψύγει ἡ ἀγάπη τῶν πολλῶν»(πρβλ. Ματθ.24,12).

Κανείς δέν θυσιάζεται σήμερα οὔτε γιά τό φίλο του. Πολύ δέ περισσότερο κανείς δέν θυσιάζεται, γιά τούς καταδικασμένους, γιά τούς ἁμαρτωλούς.



Ὅμως ὁ Φιλάνθρωπος Θεός, πού «πάντας ἀνθρώπους θέλει σωθῆναι καί εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν»(Α΄Τιμόθ. β΄4), «οὕτως ἠγάπησεν ὁ Θεός τόν κόσμον, ὥστε τόν υἱόν αὐτοῦ τόν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτόν μή ἀπόληται, ἀλλ’ ἔχῃ ζωήν αἰώνιον» (Ἰωάν. γ΄16).

Καί πραγματικά «συνίστησι τήν ἑαυτοῦ ἀγάπην εἰς ἡμᾶς ὁ Θεός, ὅτι ἔτι ἁμαρτωλῶν ὄντων ἡμῶν Χριστός ὑπέρ ἡμῶν ἀπέθανε»( Ρωμ. ε΄ 8).


Ἔτσι «εὐδοκίᾳ τοῦ Πατρός καί συνεργίᾳ τοῦ ἁγίου Πνεύματος», «ὁ Λόγος σάρξ ἐγένετο καί ἐσκήνωσεν ἐν ὑμῖν, καί ἐθεασάμεθα τήν δόξαν Αὐτοῦ, δόξαν ὡς μονογενοῦς παρά πατρός, πλήρης χάριτος καί ἀληθείας» (Ἰωάν. α΄14)


«Καί ὁμολογουμένως μέγα ἐστί τό τῆς εὐσεβείας μυστήριον· Θεός ἐφανερώθη ἐν σαρκί, ἐδικαιώθη ἐν Πνεύματι, ὤφθη ἀγγέλοις, ἐκηρύχθη ἐν ἔθνεσιν, ἐπιστεύθη ἐν κόσμῳ, ἀνελήφθη ἐν δόξῃ»(Α΄Τιμόθ. γ΄16). «Ἐσταυρώθη δι’ ἠμᾶς καί ἑκών ἐτάφη καί Ἀνέστη ἐκ νεκρῶν τοῦ σῶσαι τά Σύμπαντα. Αὐτόν προσκυνήσωμεν».



Καταδέχεται καί Σταυρόν καί Θάνατον, γιά νά μᾶς λυτρώσῃ ἀπό τό Θάνατο. Ἔρχεται καί ταπεινώνεται μέχρι θανάτου, θανάτου δέ Σταυροῦ. Αὐτός εἶναι   «ἡ προσδοκία τῶν ἐθνῶν». Αὐτός εἶναι ἡ λαχτάρα τῆς ψυχῆς μας. 


Αὐτός καί μόνον Αὐτός εἶναι «ὁ Ἀμνός τοῦ Θεοῦ ὁ αἴρων τήν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου» (Ἰωάν. α΄ 29), ὁ Ὁποῖος
 ἔρχεται κοντά μας «ὡς αὔρα λεπτή» καί ἁπαλύνει τόν πόνον μας καί σπογγίζει τά δάκρυά, μᾶς στηρίζει, μᾶς παρηγορεῖ καί  μᾶς ἀνεβάζει στά Οὐράνια.

Ἔρχεται, «πρᾷος καί ταπεινός τῇ καρδίᾳ», ὡς πρόβατον ἐπί σφαγήν καί καταδέχεται Σταυρόν καί θάνατον, γιά μᾶς τούς καταδικασμένους σέ θάνατον, ἐξ αἰτίας τῶν ἁμαρτιῶν μας. Αὐτός, ἀντί ἡμῶν. Πλησιάζει τόν καθένα μας, μέ θεϊκή τρυφερότητα, καί μᾶς ἐνθαρρύνει, μᾶς παρηγορεῖ καί μᾶς λέγει: Ὄχι ἐσύ, ἐγώ γιά σένα θά σταυρωθῶ. Ἐγώ, ἀντί σοῦ. Ὄχι ἐσύ, παιδί μου, ἐγώ θά πονέσω γιά σένα. Τό μόνον πού σοῦ ζητῶ

Εἶναι νά ἀγαπᾶς τόν ἀδελφό σου, ὅπως εγώ σέ ἀγάπησα. Καί στόν Οὐράνιον Πατέρα βροντοφωνάζει: Ἐγώ, ἀντ’ αὐτῶν. «Πάτερ ἅγιε, τήρησον αὐτούς (τούς πιστούς Μαθητάς μου) ἐν τῷ ὀνόματί σου, ἵνα ὦσιν ἕν καθώς ἡμεῖς...Ἁγίασον αὐτούς ἐν τῇ ἀληθείᾳ σου... Πάτερ, οὕς δέδωκάς μοι, θέλω ἵνα ὅπου εἰμί ἐγώ κἀκεῖνοι ὦσι μετ’ ἐμοῦ...»(Ἰωάν. ιζ΄ 11 ἑξ.).

Πραγματικά Μέγα εἶναι τό Μυστήριον τῆς Σταυρικῆς Θυσίας τοῦ Χριστοῦ, γιά μᾶς τούς ἁμαρτωλούς. Εἶναι μυστήριον ξένον καί παράδοξον, «ὑπέρ λόγον καί ἔννοιαν». Προσεγγίζεται μόνον μέ τόν πυρῆνα τῆς ψυχῆς, μέ τήν ὀρθόδοξον Πίστιν.

Τό Μυστήριον αὐτό τῆς Σταυρικῆς Θυσίας καί τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ, εἶναι καί ἡ τρανοτάτη ἀπόδειξις τῆς Παρουσίας Τοῦ Θεοῦ στή ζωή μας καί τῆς ἄπειρης Ἀγάπης Του καί τῆς Φιλανθρωπίας Του. Πραγματικά αὐτός καί μόνον Αὐτός ἐνδιαφέρεται καί φροντίζει γιά μᾶς. Αὐτός εἶναι ὁ Λυτρωτής μας.

Ἡ ἀποκάλυψις τοῦ μυστηρίου τῆς Σταυρικῆς θυσίας τοῦ Χριστοῦ, μᾶς βεβαιώνει ὅτι μόνον ἕνας Θεός θά μποροῦσε νά σταυρωθῇ, γιά μᾶς. Καί πραγματικά οὔτε ἄγγελος οὔτε ἄνθρωπος ἔσωσεν ἡμᾶς, ἀλλ’ Αὐτός ὁ Κύριος ἐσταυρώθη καί Ανέστη καί ἔσωσεν ἡμᾶς, γιά νά μάθουμε νά ἀγαπᾶμε ὁ ἕνας τόν ἄλλον, ὅπως Αὐτός ὁ Κύριος μᾶς ἀγάπησε, ὥστε μένοντες ἐν τῇ ἀγάπῃ καί διά τῆς ἀγάπης νά φθάσουμε ἀπό τό «κατ’ εἰκόνα», εἰς τό «καθ’ ὁμοίωσιν», νά γίνουμε θεοί κατά χάριν.


ΔΟΞΑ ΤΗ ΣΥΓΚΑΤΑΒΑΣΕΙ ΣΟΥ, ΚΥΡΙΕ! 
ΔΟΞΑ ΣΟΙ!










Δευτέρα 13 Απριλίου 2020

«LATET ANGUIS IN HERBA»



«Κρύπτεται Ὄφις ὑπό τόν χόρτον»

Σέ προηγούμενες ἀναρτήσεις ἀνέφερα ὅτι πίσω ἀπό τήν, κατά πάντα λογικήν, ἀπαγόρευσιν τοῦ συνοστισμοῦ, πίσω ἀπό τό πρόσχημα ἀποφυγῆς τῆς διασπορᾶς τοῦ Κορωναϊοῦ, κρύπτεται ὁ Ὄφις.
Δηλαδή: «ἐνεργεῖται τό μυστήριον τῆς ἀνομίας» (Β΄ Θεσσαλ. β΄ 7 ). Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Θεολόγος, λέγει: «Παιδία, ἐσχάτη ὥρα ἐστί, καί καθώς ἠκούσατε ὅτι ὁ ἀντίχριστος ἔρχεται, καί νῦν ἀντίχριστοι πολλοί γεγόνασι· ὅθεν γινώσκομεν ὅτι ἐσχάτη ὥρα ἐστίν» (Α΄ Ἰωάν. β΄18). Τά μέτρα φαίνονται σοφά. Οὔτε καί οἱ θεοσεβεῖς μας ἄρχοντες, ὅπως ὑποπτεύομαι, δέν ἔχουν καταλάβει ὅτι «κρύβεται ὄφις ὑπό τόν χόρτον», καί ἀκολουθοῦν τήν παγκόσμια ὁδηγία.
«Μέ ἕνα σμπάρο, δυό τρυγόνια». Μέ ἕνα κτύπημα, διπλό τό ὄφελος. Τό φαινόμενον τῶν περιοριστικῶν μέτρων πρός ἀποφυγήν διαδόσεως τῆς μολυσματικῆς ἀρρώστιας(Κορωναϊοῦ) εἶναι ἡ προστασία τῆς ὑγείας τῶν πολιτῶν. Αὐτό ὅμως πού κρύπτεται κάτω ἀπό αὐτό τό φαινόμενον( ὁ Ὄφις),  εἶναι  ἡ δολία πολεμική κατά τῆς ὀρθοδόξου Πίστεως. Ἄλλος ὁ φαινότυπος καί ἄλλος ὁ γονότυπος, ἄλλο «τό φαίνεσθαι» καί ἄλλο «τό εἶναι». Καί σιγά-σιγά ἀποκαλύπτεται ἡ δολιότητα «τοῦ υἱοῦ τῆς ἀπωλείας», τοῦ Σατανᾶ.
Καί σᾶς ἐρωτῶ: Χορηγεῖται ἄδεια ἐξόδου, μέ σκοπό τή γυμναστική ἄσκησι. Ἐπιτρέπεται νά πάει κανείς νά ἀγοράσῃ τρόφιμα, νά πάρῃ περίπατο τό σκυλάκι του  ἤ νά στηθῇ  στήν οὐρά στήν Τράπεζα ἤ στό Φαρμακεῖο, κλπ.
Εἴδαμε σέ καμιά ἀπό αὐτές τίς περιπτώσεις νά καλεῖται ἀπό τόν Ὑπουργόν ἤ ἄλλον ἁρμόδιον ἡ παρέμβασις τοῦ Εἰσαγγελέως, γιά παράβασι τῶν περιοριστικῶν μέτρων: Ἀσφαλῶς ΟΧΙ.
Πῶς δικαιολογεῖται ἡ ἀπαίτησις τοῦ κ. Χαρδαλιά, γιά ἄμεση παρέμβασι Εἰσαγγελέα, μέ ἀφορμή τά περιστατικά, πού σημειώθηκαν σήμερα Κυριακή τῶν Βαῒων(12 Ἀπριλίου 2020), γιά θεία κοινωνία σέ Ἐκκλησίες στό Κουκάκι καί στήν Κέρκυρα;
Δέν εἶναι παράλογον νά ἐπιτρέπεται νά πάρει κανείς περίπατο στό σκύλο του καί νά ἀπαγορεύεται νά πάῃ κάποιος νά Κοινωνίσῃ τό σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ Χριστοῦ, τό φάρμακον τῆς ἀθανασίας τό ἀντίδοτον τοῦ μή ἀποθανεῖν, μέ προσοχή καί σύνεσι, χωρίς νά συνοστίζεται, μέ σεβασμό στά μέτρα τῆς Πολιτείας. Ποῦ ἔγινε παραβίασις τῶν Κανόνων, πού θέσπισε τό Κράτος. γιά τήν ἀποφυγή μετάδοσης  τοῦ Κορωναϊοῦ;
Πῶς δικαιολογεῖται ὁ Περίπατος τοῦ σκύλου καί ἀπαγορεύεται στόν Πατέρα, σέ συνενόησι μέ τόν ἱερέα, νά πάρῃ τα παιδάκια του ἔξω ἀπό τό Ναό στό κουκάκι καί νά περιμένῃ νά βγῇ ὁ ἱερέας ἔξω νά τά κοινωνήσῃ, μέ ἀπόλυτο σεβασμό στούς  Κανόνες τοῦ Κράτους ;
Πῶς τόλμησαν νά ζητήσουν τήν παρέμβασι τοῦ Εἰσαγγελέως, στήν Κέρκυρα καί νά κατηγοροῦν τόν κατά πάντα Ἅγιο Μητροπολίτη καί τήν θεοσεβεστάτη καί ἐκλεκτή Δήμαρχο τῆς Κερκύρας κ. Μερόπη Ὑδραίου καθώς καί τόν εὐλαβέστατο κ. Δημήτρη Μεταλληνόν, Πρόεδρον τοῦ Δημοτικοῦ Συμβουλίου, γιατί παρηκολούθησαν τή Θεία Λειτουργία στό Ναό τοῦ Αγίου καί Θαυματουργοῦ Σπυρίδωνος τήν Κυριακή τῶν Βαῒων, τηρῶντας αὐτηρῶς τούς Κανόνας, πού θέσπισε ἡ Πολιτεία;
Σημειωτέον δέ ὅτι ἡ Κέρκυρα τήν Κυριακή τῶν Βαῒων πανηγυρίζει. Γιορτάζει τό φοβερό Θαῦμα τοῦ Ἁγίου Σπυρίδωνος τοῦ 1630, πού ἀπήλλαξε τήν Νήσο ἀπό τήν Πανώλη καί ἀπό εὐγνωμοσυνη στόν Ἅγιο καθιέρωσαν τήν ἡμέρα τῆς ἀπαλλαγῆς τους ἀπό τή φοβερή λοιμώδη Νόσο, λιτάνευσι τοῦ ἱεροῦ λειψάνου. Ἡ λιτανεία τῆς ἡμέρας αὐτῆς ἔχει τή μεγαλύτερη διάρκεια ἀπό ὅλες τίς ἄλλες. Καί παρόλα αὐτά ὁ Σεβασμιώτατος ἐτέλεσε τή λειτουργία κεκλεισμένων τῶν θυρῶν, μέ ελαχίστους, μετρημένους(δύο ἤ τρεῖς) πιστούς καί ἔκαμε τή λιτανεία ἐντός τοῦ Ναοῦ, τηρῶν  αὐστυρῶς τούς Κανόνες πού θέσπισε ἡ Πολιτεία.
Εἶναι ὁλοφάνερον ὅτι «κρύπτεται Ὄφις ὑπό τόν χόρτον»(Latet anguis in herba).
Τό κλείσιμο τῶν Ἐκκλησιῶν, ἡ ἀπομόνωσις τῶν πιστῶν στά σπίτια, ἡ πολεμική αὐτή τῆς Πίστεως, εἶναι ἄραγε prova generale;
πιδιώκεται ἡ πολτοποίησις τῶν Λαῶν, ἡ ἐξαφάνισις τῶν ἐθνῶν, ἡ ἐθνική καί θρησκευτική Ταυτότητά μας «κατ’ ἐνέργειαν τοῦ Σατανᾶ»;
Προετοιμάζεται ἡ ἐγκαθίδρυσις τοῦ Παγκοσμίου Κυβερνήτου, τοῦ Ψευτομεσσία, τοῦ Ἀντιχρίστου;
Μέ φόβο Θεοῦ , μέ Πίστι στό Χριστό καί μέ ἀγάπη, Ἀγαπητά μου Παιδιά, στά ἐξῆντα ὁλόκληρα χρόνια, πού, μέ τή Χάρι τοῦ Κυρίου,  ὑπηρετῶ στό Ἅγιον Θυσιαστήριον, ἔμαθα ὅτι Ἕνας καί Μόνον εἶναι ὁ Κύριος. Καί αὐτός εἶναι ὀ Ἀληθινός Μεσσίας, Ο ΧΡΙΣΤΟΣ. 

Αὐτός εἶναι τό Α καί τό Ω, ἡ Ἀρχή καί τό Τέλος, ὁ
Πρῶτος καί ὁ Ἔσχατος, ὁ Ὤν καί ὁ Ἦν καί ὁ Ἐρχόμενος, ὁ Πάντοκράτωρ. Ὁ Χριστός εἶναι ὀ Πάντων Ἐπέκεινα καί Πανταχοῦ Παρών. Αὐτός εἶναι ἡ ζωή μας καί ἡ εἰρήνη μας, ἡ μόνη μας καταφυγή, ἡ μόνη μας ἐλπίδα, τό Φρούριόν μας, τό μόνον ἀσφαλές καταφύγιον. Ὁ Ἑξουσιαστής , ὀ Ἄρχων τῆς εἰρήνης καί εἶναι μαζί μας. Μέχρι σήμερα δέν μᾶς ἐγκατέλειψε οὔτε πρόκειται νά μᾶς ἐγκαταλείψῃ. Εἶναι ὁ δικός μας Θεός Πάνσοφος, Πανάγαθος καί Παντοδύναμος. Αὐτός φροντίζει γιά μας, γιατί Αὐτός Στυαρώθηκε γιά μᾶς.  Καί σᾶς διαβεβαιῶ, ὅτι Χριστός θά ἔλθῃ καί θά «ἀναλώσῃ τῷ πνεύματι τοῦ στόματος αὐτοῦ καί θά καταργήσῃ τόν ἄνομον τῇ ἐπιφανείᾳ τῆς παρουσίας αὐτοῦ» (Β΄ Θεσσαλ. β΄ 8). Θά ἔλθῃ καί μέ ἕνα φύσημα τοῦ στόματός Του θά ἐξαφανίσῃ, θά κονιορτοποιήσῃ τόν Ἀντίχριστο καί τούς ὁπαδούς Του. Αὐτός Ἀναστήθηκε καί «κατήργησε τόν τό Κράτος ἔχοντα τοῦ Θανάτου, τοὐτέστι τόν Διάβολον». Αὐτός «ἐξῆλθε νικῶν καί ἵνα νικήσῃ». Αὐτός εἶναι ὁ αἰώνιος Θριαμβευτής, ὁ αἰώνιος Νικητής. Ὁ Ἰησοῦς Χριστός νικᾷ καί εἶναι πλέον ἤ βέβαιον ὅτι «ἐν τῷ ὀνόματι Ἰησοῦ πᾶν γόνυ κάμψῃ ἐπουρανίων καί ἐπιγείων καί καταχθονίων, καί πᾶσα γλῶσσα ἐξομολογήσηται ὅτι Κύριος Ἰησοῦς Χριστός εἰς δόξαν Θεοῦ Πατρός»(Φιλπ. β΄ 10-11).

Παιδιά μου, 
εἶναι καιρός ὅλοι μας νά συνέλθουμε καί νά ἀνοίξουμε τήν Καρδιά μας στό Χριστόν, νά ἐγκολπωθοῦμε τό
Εὐαγγέλιον τῆς Ἀγάπης Του καί, μέ τή Χάρι Του νά προσπαθοῦμε νά κάνουμε πρᾶξι τήν Ἀγάπη. Καί νά εἴμαστε βέβαιοι α) ὅτι «φόβος οὐκ ἔστιν ἐν τῇ ἀγάπῃ, ἀλλ’ ἡ τελεία ἀγάπη ἔξω βάλλει τόν φόβον»(Α΄Ἰωάν.δ΄ 18),καί ὅτι  β)  «Ὁ Θεός ἀγάπη ἐστί, καί ὁ μένων ἐν τῇ ἀγάπῃ ἐν τῷ Θεῷ μένει καί ὁ Θεός ἐν αὐτῷ» (Α΄Ἰωάν. δ΄ 16).



Παρασκευή 10 Απριλίου 2020

«Ω ΓΕΝΕΑ ΑΠΙΣΤΟΣ ΚΑΊ ΔΙΕΣΤΡΑΜΜΕΝΗ!»




«ΕΩΣ ΠΟΤΕ ΕΣΟΜΑΙ ΜΕΘ’ ΥΜΩΝ; ΕΩΣ ΠΟΤΕ

ΑΝΕΞΟΜΑΙ ΥΜΩΝ;» (Ματθ. ιζ΄ 17. Μάρκ. θ΄19. Λουκ. θ΄ 41).



Ὁ Ἕνας καί Μόνος Ἀληθινός Θεός, τό Ὑπέρτατον Ἀγαθόν, ἡ Αὐτολήθεια καί Αὐτοζωή, τό Ὑπερκόσμιον προσωπικόν Ὄν, τό ὄντως Ὄν, ὁ Πάνσοφος καί Παντοδύναμος Δημιουργός τοῦ Σύμπαντος κόσμου καί τοῦ ἀνθρώπου, τά «πάντα ἐν σοφίᾳ ἐποίησε». Καί δέν ἀφήνει τά δημιουργήματά Του εἰς τήν τύχην τους. Ὁ Πάντων ἐπέκεινα καί Πανταχοῦ Παρών ἐπιβλέπει, ἐπισκοπεῖ, συνέχει καί συγκροτεῖ καί συγκρατεῖ τά Σύμπαντα. Προνοεῖ, φροντίζει, μέ ἄπειρη ἀγάπη καί σοφία, τά πλάσματά Του. Θέτει ΝΟΜΟΥΣ, φυσικούς, ἠθικούς, πνευματικούς, βάσει τῶν ὁποίων διαφυλάσσεται ἡ Ἁρμονία, ἡ Τάξις καίἸσορροπία τοῦ Σύμπαντος.
Ὁ Πάνσοφος Δημιουργός τίμησε τήν κορωνίδα τῆς Δημιουργίας Του, τόν ἄνθρωπον. Τόν ἔπλασε «κατ’ εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωσιν Αὐτοῦ», δηλαδή μέ Νοῦν, γιά νά διακρίνῃ τό Καλόν ἀπό τό Κακόν, καί Ἐλευθερίαν, ὥστε νά μπορεῖ νά ἐκλέγῃ καί νἆναι ὑπεύθυνος τῆς ἐκλογῆς του. Τόν ἔπλασε μικρόν θεόν, μικρόν δημιουργόν. Τοῦ ἔδωσε τή Χάρι νά μπορῇ, ἄν κάνῃ καλή χρῆσι τοῦ νοῦ καί τῆς ἐλευθερίας του, νά φθάσῃ, μέ τή θέλησί του, ἀπό τό «κατ’εἰκόνα»,  εἰς τό «καθ’ ὁμοίωσιν», δηλαδή νά γίνῃ κατά χάριν Θεός καί νά ἔχῃ τή χαρά τῆς συνδημιουργίας. Ὡς ἄπειρη ἀγάπη, ὁ Θεός ἔδωσε στόν ἄνθρωπον τήν Ἐντολήν. ὡς «ὕλην εἰς τό αὐτεξούσιον», γιά  νά τόν βοηθήσῃ, ὥστε, διά τῆς ὑπακοῆς εἰς τήν ἐντολήν, νά κατορθώσῃ καί νά φθάσῃ εἰς τό «καθ’ ὁμοίωσιν» καί τόν συμβούλευσε νά ἀποφύγῃ τήν παρακοή. Τόν προειδοποίησε καί τοῦ εἶπεν ὅτι ἡ παρακοή, ἐπιφέρει τόν θάνατον: «ᾟ δ’ ἄν ἡμέρᾳ φάγητε ἀπ’ αὐτοῦ, θανάτῳ ἀποθανεῖσθε»(Γενέσ. β΄ 17).



Ὁ «ἄνθρωπος» ὅμως, λέγει ὁ Δαυῒδ, «ἐν τιμῇ ὤν οὐ συνῆκε, παρασυνεβλήθη τοῖς κτήνεσι τοῖς ἀνοήτοις καί ὡμοιώθη αὐτοῖς» (Ψαλμ. 48,13,21).
Ὁ ταλαίπωρος  ὅμως ἄνθρωπος δέν κατενόησε τήν τιμήν καί τήν ἀξίαν, πού ἔδωσε ὁ Πανάγαθος δημιουργός Του, ὁ ὁποῖος τόν ἔπλασε κατ’ εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωσιν Αὐτοῦ. Ἔκαμε κακή χρῆσι τοῦ νοῦ καί τῆς ἐλευθερίας του, ἀγνώμων καί ἀχάριστος, παρέβη τόν πανάγιον Νόμον τοῦ Θεοῦ του, κατέρριψε  καί ἐξίσωσε τόν ἑαυτόν του πρός τά κτήνη τά ἀνόητα καί μή ἔχοντα νοῦν καί λογικόν, ὅπως αὐτός, καί ὡμοιώθηκε πρός αὐτά. Διάλεξε νά ζῇ σάν κτῆνος. νά ἐργάζεται  καί νά πεθαίνῃ σάν κτῆνος.


Ὁλόκληρος ἡ ἀνθρωπότης ἀπό τήν ἡμέρα τῆς πτώσεως τῶν πρωτοπλάστων καί μέχρι σήμερα, ἐσθίομεν τόν ἄρτον Ὀδύνης τῆς παραβατικῆς μας Συμπεριφορᾶς.
Παραβαίνουμε τούς Νόμους, φυσικούς, ἠθικούς καί πνευματικούς, πού ἔθεσε ὁ Πάνσοφος Θεός καί, διά τῆς παραβάσεως καί παρακοῆς, διασαλεύουμε διαταράσσουμε, ἀνατρέπουμε τήν Ἁρμονίαν, τήν Τάξιν καί τήν Ἰσορροπίαν, ὄχι μόνον τῆς ψυχῆς μας, ἀλλά καί τῆς Οἰκογενείας μας, τῆς Κοινωνίας, τοῦ Κράτους, τῆς Ἀνθρωπότητος καί τοῦ Σύμπαντος Κόσμου.
Ἡ αἰτία  ὅλων τῶν πληγῶν, ὅλων τῶν συμφορῶν τῆς ἀνθρωπότητος εἶναι, χωρίς ἀμφιβολία, ἡ παραβατική μας συμπεριφορά. Αἰτία εἶναι ὅτι συμπεριφερόμαστε σάν ἄλογα κτήνη, δέν ἔχουμε ἀγάπη. Δέν ἀνοίγουμε τήν καρδιά μας στό Χριστό. Ζοῦμε βουτηγμένοι στή λάσπη, στήν ἀκαθαρσία καί μέσα στήν ἀκαθαρσία μας δημιουργοῦνται θανατηφόροι ἰοί. Καί ἄν ἀκόμη π.χ. ὁ σημερινός Κορωναϊός, εἶναι κατασκέυασμα τοῦ ἐργαστηρίου, προϊόν συνωμοσίας, δέν εἶναι τίποτε ἄλλο, παρά παράβασις τῶν Ἐντολῶν τῆς Ἀγάπης, τῶν Ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ, κακή χρῆσι τοῦ νοῦ καί τῆς ἐλευθερίας.
Ἴσως ὑπάρχουν πολλοί δυστυχεῖς καί ταλαίπωροι ἄπιστοι, πού ἰσχυρίζονται ὅτι αὐτά πού λέμε εἶναι «παπαδίστικα». Σέ ὅλους αὐτούς τούς δυστυχεῖς, ἄμυαλους καί ἀστόχαστους συνανθρώπους μας, μέ πολλή ἀγάπη, τονίζουμε ὅτι αὐτά πού λέμε εἶναι ἡ μόνη Ἀλήθεια. Καί τούς παρακαλοῦμε νά ἀφήσουν τά φληναφήματα καί κάθε εἴδους ἀνόητη φλυαρία, να δεχθοῦν τήν Ἀλήθεια καί νά ἐλευθερωθοῦν ἀπό τήν ἀλαζονία τους. Διότι μέ τήν συμπεριφορά τους αὐτή δέν διορθώνονται τά κακά, πού σωρεύει στή ζωή μας ἡ προβληματική μας συμπεριφορά. Ἄς καταλάβουν, ἐπί τέλους, «οἱ ξερόλες» ὅτι ἡ ἔλλειψις Ἀγάπης, εἶναι Θάνατος. Εἶναι θανατηφόρος ἰός. Καί ὅτι ἄν θέλουμε νά λυτρωθοῦμε ἀπό τούς θανατηφόρους ἰούς, εἶναι ἀνάγκη νά μετανοήσουμε εἰλικρινά καί νά ἐπιστρέψουμε κοντά στό Θεό, νά ἐγκολπωθοῦμε τό Εὐαγγέλιον τῆς Ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ, ἀποφασισμένοι νά τηροῦμε τούς Νόμους , πού ἔταξεν Ἐκεῖνος, ὥστε νά ἀποκατασταθῇ ἡ Ἁρμονία, ἡ Τάξις καί ἡ Ἰσορροπία, στήν ψυχή καί τή ζωή μας καί σέ ὁλόκληρον τό Σύμπαν.
Εἶναι γεγονός ὅτι «Οὐκ ἔστιν αἴτιος τῶν κακῶν ὁ Θεός». Ὅλα τά κακά, ὅλες οἰ πληγές πού μᾶς δέρνουν εἶναι πρϊόντα τῆς κακῆς προαιρέσεως τοῦ ἀνθρώπου, καί ὁ Πάντων Ἐπέκεινα καί Πανταχοῦ Παρών, μακροθυμεῖ καί ὅλα αὐτά, τά μεταβάλλει, ὡς πάνσοφοφος, σέ μηνύματα μετανοίας καί  ἐπιστροφῆς, ὅλων μας, κοντά Του.  Διότι εἶναι ἄπειρη ἀγάπη καί «θέλει πάντας ἀνθρώπους σωθῆναι καί εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν».


Ὅμως, ὁ Δικαιοκρίτης, ἀπεχθάνεται, συχαίνεται, «βδελύσσεται» τήν ἀνομίαν, τήν ἀκαθαρσίαν, τήν περηφάνειαν, τήν Ὑπεροψία, τούς Ἐγωϊσμούς , τήν Ψευτιά καί τήν Ὑποκρισίαν καί θέτει ὅρια, τά ὁποῖα δέν μποροῦμε νά τά ὑπερβοῦμε. Τό πανάγιον Πνεῦμα, διά τοῦ Προφήτου Δαυῒδ, θέτει ὅρια ἀνοχῆς καί λέγει:
«Υἱοί ἀνθρώπων, (ταλαίπωροι ἄνθρωποι), ἕως πότε βαρυκάρδιοι; Ἱνατί ἀγαπᾶτε ματαιότητα καί ζητεῖτε ψεῦδος;»( Ψαλμ. 4, 3).
Καί ὁ ἱερός Χρυσόστομος ἑρμηνεύει τό λόγο αὐτό καί ἐρωτᾶ: «Υἱοί ἀνθρώπων, ἕως πότε παχυκάρδιοι, τῇ γῇ προσηλωμένοι, κακίαν διώκοντες, πονηρίαν μετιόντες, ταῖς ἡδυπαθείαις κατασηπώμενοι;». ΕΩΣ ΠΟΤΕ;
Καί ὁ Ἴδιος ὁ Κύριος μᾶς καλεῖ νά συνέλθουμε, νά συνετισθοῦμε καί νά θεραπεύσουμε τήν προβληματική μας συμπεριφορά, λέγων: «Ὦ γενεά ἄπιστος καί διεστραμμένη! Ἕως πότε ἔσομαι μεθ’ ὑμῶν; Ἕως πότε ἀνέξομαι ὑμῶν;»(Ματθ. ιζ΄17. Μάρκ. θ΄9. Λουκ.θ΄41).
Καί μᾶς ἐνθαρρύνει μέ τή διαβεβαίωσι ὅτι «Γινώσκει Κύριος ὁδόν δικαίων καί   ὁδός ἀσεβῶν ἀπολεῖται» (Ψαλμ. α΄ 6). Προστατεύει καί εὐλογεῖ τη ζωή καί τά ἔργα τῶν δικαίων καί ἐγκαταλείπει τούς ἀμετανοήτους ἀσεβεῖς καί ἔτσι καταστρέφονται ὅλα τά τεχνάσματα τῆς ἀσεβείας καί χάνονται καί  αὐτοί οἱ ἴδιοι οἱ ἀσεβεῖς. Καί δέν πρέπει νά λησμονοῦμεν, ἀλλά νά  γνωρίζουμε καλά ὅτι ὁ Κύριος προστατεύει θαυματουργικά τούς ἀφωσιωμένους εἰς Αὐτόν(πρβλ. Ψαλμ. δ΄4).
Κανείς δέν μπορεῖ νά ἀναλύσῃ τά θέματα αὐτά, σέ μιά μικρή ἀνάρτησι. Καλόν εἶναι νά στρέψουμε τήν προσοχή μας στή μελέτη τοῦ Εὐαγγελίου τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ καί νά  τηροῦμε τούς Νόμους τῆς Χάριτος. Εἶναι καιρός νά συνειδητοποιήσουμε ὅτι εἶναι μεγάλο ΛΑΘΟΣ, ἡ παράβασις τῶν Ἐντολῶν τῆς Ἀγάπης. Νά ἀνοίξουμε τήν καρδιά μας στό Χριστό. Νά κατανοήσουμε ὅτι ἡ Τήρησις τῶν Ἐντολῶν, θά καθαρίσῃ τήν ψυχή τή ζωή μας, ἀπό κάθε εἴδους θανατηφόρο ἰό.
Εἶναι καιρός νά κατανοήσουμε ὅτι ὁ ΧΡΙΣΤΟΣ καί μόνον Αὐτός κάνει τά πάντα γιά μᾶς, καί μᾶς κυνηγάει μέ τό Ἔλεός Του, καί ὀφείλουμε νά σταθοῦμε, μέ εὐγνωμοσύνη Ἐνώπιόν Του.




Τί ἄλλο νά κάνῃ γιά μᾶς; Ἔγινε ἄνθρωπος, γιά νά γίνουμε ἐμεῖς θεοί. Ἔγινε δοῦλος ὅλων μας. Ἔπλυνε τά πόδια μας. Ἀκόμη καί τά πόδια τοῦ Ἰούδα.
Αὐτός καί μόνον Αὐτός «Ἐσταυρώθη δι’ ἡμᾶς καί ἑκών ἐτάφη καί Ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, τοῦ σῶσαι τά Σύμπαντα».


Πικραίνεται ὁ Κύριος μέ τήν ἄπρεπη, μέ τήν παραβατική μας συμπεριφορά, διότι παρόλες  τίς εὐεργεσίες Του, ἐμεῖς, «δέσμιοι τῆς γῆς», ἐμμένουμε στήν ἁμαρτία, κατάκοιτοι στή χώρα καί τή σκιά τοῦ Θανάτου, καί μέ παράπονο μονολογεῖ καί λέγει: «Ἱερουσαλήμ, Ἱερουσαλήμ, ἡ ἀποκτείνουσα τούς προφήτας καί λιθοβολοῦσα τούς ἀπεσταλμένους πρός αὐτήν· ποσάκις ἠθέλησα ἐπισυναγαγεῖν τά τέκνα σου ὅν τρόπον ἐπισυνάγει ὄρνις τά νοσσία ἑαυτῆς ὑπό τάς πτέρυγας, καί οὐκ ἠθελήσατε. Ἰδού ἀφίεται ὁ οἶκος ὑμῶν ἔρημος» (Ματθ. κγ΄ 37-38). Πικραίνεται, διότι παρόλη τήν Θυσίαν Του, παραμένουμε στήν ἐρήμωσι, μακράν ἀπό τήν Πηγή τῆς Ζωῆς, στήν πνευματική τύφλωσι καί στήν παγωνιά τῆς ἐρημιᾶς.
Εἶναι καιρός  νά δώσουμε στό Λυτρωτή μας τή χαρά τῆς συνειδητῆς ἐπιστροφῆς μας κοντά Του καί νά Τόν λατρεύουμε μέ τήν καρδιά μας, «ἐν πνεύματι και ἀληθείᾳ» καί νά Τόν δοξάζωμεν, σύν τῷ Πατρί καί τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι, διότι στόν Ἕνα καί μόνον Ἀληθινόν Θεόν ἀνήκει ἡ Τιμή, ἡ Δόξα καί τὀ Κράτος εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.











Τρίτη 7 Απριλίου 2020

ΜΗ ΠΑΡΙΔΗΣ ΑΜΑΡΤΩΛΩΝ ΙΚΕΣΙΑΣ





Η ΠΑΝΣΕΜΝΟΣ

Πάνσεμνε, Πανάμωμε, Παρθένε, Θεοτόκε,

Ποῦ ἀλλοῦ νά καταφύγω; Ἀπό ποιόν ἄλλον νά ζητήσω βοήθεια, αὐτές τίς ὧρες τῆς συμφορᾶς, πού μᾶς βρῆκε, ἀσφαλῶς,  ἐξ αἰτίας τῶν ἁμαρτιῶν μας;

Ὁμολογῶ, Δέσποινά μου, μετά ἀπό τόν Κύριο, ἐσένα ἔχω μόνη μου παρηγοριά καί ταπεινά προστρέχω κοντά Σου, Μητέρα πάντων τῶν Χριστιανῶν! Ἐσένα ἔχω, σίγουρα, προστασία καί σκέπη, καταφυγή καί στερέωμα. Κοντά Σου ἀναπαύετ’ ἡ ταλαίπωρη ψυχή μου, νοιώθω ἀσφαλής. Δέξου, Πανάχραντε, τά δάκρυά μου...
Διῶξε, Παναγιά μου, τόν πόνο ἀπό τήν καρδιά μου!
Σέ Σένα προστρέχω, πού εἶσαι ἡ σκέπη τοῦ κόσμου, ἡ πλατυτέρα νεφέλης.  Ἀναγνωρίζω, ὅτι δέν ἀξίζω ὁ ἄθλιος ἐγώ καί πολλοί ἄλλοι γύρω μου, τή στοργή Σου, Μεγαλόχαρη. Προστρέχουμε κοντά Σου μόνον στήν ἀνάγκη μας καί κράζουμε, χωρίς ντροπή, «Βοήθα, Παναγιά μου...». Καί ὅταν μέ τή Χάρι Σου, ὅλα πᾶνε καλά, ξεχνᾶμε, τήν ἀγάπη Σου καί τίς εὐεργεσίες  τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, διά τῶν πρεσβειῶν Σου, καί συνεχίζουμε ξεδιάντροπα, τά  ἄνομα ἔργα τῶν χειρῶν μας. Καί στό καθε μας βῆμα χύνουμε δηλητήριο, σπέρνουμε συμφορές, ὥστε νά δακρύζουν ἀκόμη καί οἱ Εἰκόνες Σου, πανάχραντη Μητέρα. Σίγουρα, μέ τά ἄνομα κι’ ἀνόσια καμώματά μας, χωρίς ἴχνος ντροπῆς, τό ὁμολογῶ, ἁγνή, Παρθένε, Θεοτόκε, πώς μένοντας στό βοῦρκο  τῶν παρανοήσεων, ἀσυναίσθητα, πληγώνουμε τήν εὐαίσθητη, τή στοργική  μητρική Σου καρδιά καί Σέ ποτίζουμε  μέ θλῖψι, πίκρα καί χολήν, ἐμπεπηγμένοι εἰς ἰλύν βυθοῦ, Πανύμνητε. Τώρα, πού μᾶς δάκνει ὁ Κορωναϊός, ἐπιστρέφουμε  κοντά Σου, Πάναγνε καί ζητοῦμε  τή ἐπέμβασι τῆς μητρικῆς στοργῆς Σου. Κράζουμε μέ ὁλολυγμούς, εἰλικρινά μετανοιωμένοι, καί ζητοῦμε, μέ κραυγές ἀπογνώσεως, τό ἔλεός Σου...
«Βοήθεια Παναγιά μου». Σκέπε, φρούρει, καί φύλαττε
τά ἀστόχαστα, τά ἄμυαλα, τά ἀνόητα παιδιά Σου!
Μᾶς ταλανίζουνε πληγές, καί ἰοί τῆς ἀπιστίας.  Καταφεύγουμε πρός Σέ, Ἄχραντη, Παναγία, καί
 ζητοῦμε τή σίγουρη καί δυνατή δική Σου μεσιτεία. 
Σῶσε μας. Λυπήσου μας , Μεγαλόχαρη. Μή μᾶς ἀφήσῃς νά φύγουμε ντροπιασμένοι ἀπό κοντά Σου!...
«Κλῖνον τό οὖς Σου, Ἁγνή, καί σῶσον τούς θλίψεσι, βυθιζομένους ἡμᾶς, καί συντήρησον, πάσης ἐχθρῶν ἁλώσεως, τήν σήν Πόλιν Θεοτόκε».



 Σκέπασε μέ τή Χάρι Σου τά ἄμυαλα παιδιά Σου.
«Μή παρίδῃς ἁμαρτωλῶν ἱκεσίας ἡ Πάνσεμνος, ὅτι Ἐλεήμων ἐστίν ὁ «Πανακής ἰατρός», ὁ Υἱός Σου καί Θεός ἡμῶν. Εἷναι ὁ μόνος, πού θέλει, ὡς Πανάγαθος καί μπορεῖ, ὡς Παντοδύναμος νά μᾶς σώσῃ, γιατί Αὐτός Σταυρώθηκε γιά μᾶς», καί μόνο μ' ἕνα φύσημα τοῦ στόματός Του, μπορεῖ  νά ἐξαφανίση τό Κακό καί νά κονιορτοποιήσῃ τόν Ἀντίχριστο καί τά καμώματά του.













Πέμπτη 2 Απριλίου 2020

«ΚΥΡΙΕ Ο ΘΕΟΣ ΤΩΝ ΔΥΝΑΜΕΩΝ, ΕΩΣ ΠΟΤΕ ΟΡΓΙΖΗι




ΕΠΙ ΤΗΝ ΠΡΟΣΕΥΧΗΝ ΤΩΝ ΔΟΥΛΩΝ ΣΟΥ»;



Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ὁ Θεός μου καί πάλιν προσεγγίζω, μέ δάκρυα, τό Θρόνο τῆς Χάριτός Σου.

Πάλι, με βαρειά καρδιά, ἀπό τίς ἀνομίες μου, δειλά-δειλά πλησιάζω καί μέ κραυγές καί στοναχές, Θεέ μου, Σέ Σένα τόν Θεόν μου, τόν Θεόν τῶν δυνάμεων,  ἀναφέρω τή θλῖψι μου καί τήν Ὀδύνη τοῦ κόσμου, ἐξ αἰτίας  τῶν ἁμαρτιῶν μας, ἐξ αἰτίας τῆς πωρώσεως καί τῆς ἀμετανοησίας μας.

«Πόθεν ἄρξομαι θρηνεῖν τάς τοῦ ἀθλίου μου βίου πράξεις;» Ἀπό ποῦ νά ἀρχίσω νά θρηνῶ, τίς ἄνομες πράξεις τῆς ἀθλίας ζωῆς μου , ἀλλά καί τίς πράξεις τῆς ζωῆς τῆς ἀνθρωπότητος, πού χαροπαλεύει μακριά Σου, Μακρόθυμε, Φιλάνθρωπε καί Οἰκτίρμων.


Δέξου, Κύριε, καί  τήν τωρινή μου Θρηνῳδία.

Μένουμε στό σπίτι, ἔγκλειστοι, φυλακισμένοι, ἐξ αἰτίας τοῦ Κορωναϊοῦ. Εἶναι ὁλόκλειστες οἱ Θύρες τῶν Ἐκκλησιῶν μας, πρός ἀποφυγήν τοῦ, χωρίς σύνεσιν, συνωστισμοῦ καί, ὅπως λένε, πρός ἀποφυγήν τῆς διασπορᾶς αὐτῆς τῆς θανατηφόρου καί μολυσματικῆς ἀρρώστιας.

Κύριε, κατά θείαν παραχώρησι, μένουμε στό σπίτι καί 

ἔξω ἀπό τό θεραπευτήριο, ἔξω ἀπό τούς Ἱερούς Ναούς; Εἶναι μεγάλη ἡ στέρησι καί ἄβυσσος Ὀδύνης, γιά τούς πιστούς ἡ στέρησις τοῦ ἐκκλησιασμοῦ.

Κύριε, ὡς καρδιογνώστης, γνωρίζεις ὅτι ἡ ζωή μας δέν εἶναι σύμφωνη μέ τά προστάγματά Σου. Τά λάθη μας εἶναι μεγάλα καί πολλά καί ἡ σκληροκαρδία μας, δέν περιγράφεται. Ἐψύγη ἡ ἀγάπη τῶν πολλῶν. Πετρῶσαν’ οἱ καρδιές. Εἶναι ὁλοφάνερο ὅτι σύμφωνα μέ τή σκληρότητά μας καί τήν ἀμετανόητον καρδίαν μας, που δέν συγκινεῖται ἀπό τήν ἄπειρη ἀγάπη Σου, Κύριε, κατά λόγον δικαιοσύνης, θησαυρίζουμε ἐναντίον τοῦ ἑαυτοῦ μας ὀργήν ἐν ἡμέρᾳ ὀργῆς, πού σίγουρα θά ξεσπάσῃ καί θά ἀποκαλυφθῇ κατά τήν ἡμέρα τῆς δικαίας Σου κρίσεως, ὅταν θά ἀποδώσῃς στόν καθένα ἀνάλογα μέ τά ἔργα του (πρβλ. Ρωμ.β΄5-6).

Κύριέ μου, γνωρίζεις βέβαια ὅτι ὑπάρχουν πολλοί, πού γκρινιάζουν, γιατί κλείσανε οἱ Ἐκκλησίες καί ὑποπτεύομαι, πώς ὅσοι γκρινιάζουν, δέν γκρινιάζουν, γιατί στεροῦνται τόν ἐκκλησιασμό ἤ τή Θεία Κοινωνία, ἀλλά γιατί ἔχουνε τήν κακή συνήθεια νά γκρινιάζουν. Οἱ περισσότεροι ἀπό αὐτούς, πιστεύω πώς δέν πήγαιναν ποτέ στήν Ἐκκλησία καί τώρα ἐκμεταλλεύονται τήν ἀγωνία καί τόν πόνον τῶν πιστῶν καί τολμοῦν νά κάνουν τόν συνήγορο τοῦ Θεοῦ. Καί ἔτσι ἔμμεσα δηλώνουν πόσο ξένοι εἶναι πρός τήν Ἐκκλησίαν καί  πρός τήν ὀρθοδοξίαν τῆς Πίστεως. Διότι, ἄν πίστευαν, θά ὑπέφεραν πραγματικά καί  θά γνώριζαν ὅτι, Σύ , Κύριέ μου, ὁ Θεός τῶν Δυνάμεων, δέν  ἔχεις ἀνάγκη ἀπό συνηγόρους. Ζητῶ γιά ὅλους αὐτούς τό ἔλεός Σου. Ἐκτός ὅμως ἀπό αὐτούς, Θεέ μου, ὑπάρχει καί τό πλῆθος, ὁ πιστός Σου Λαός, πού πραγματικά ὑποφέρει καί πραγματικά στερεῖται τόν ἐκκλησιασμό. Βέβαια ἡ ψυχή κάθε  πιστοῦ εἶναι Ναός Θεοῦ ζῶντος (Α΄Κορ.στ΄19.Β΄Κορ. στ΄ 16-18). Ὅπως ἐπίσης κάθε Χριστιανικό σπίτι εἶναι Ἐκκλησία, «ἡ κατ’ οἶκον ἐκκλησία» (Ρωμ. ιστ΄ 5. Α΄ Κορινθ. ιστ΄19.Κολοσ. δ΄19). Καί ὁλόκληρον τό Σύμπαν εἶναι Ναός Θεοῦ. Καί Σύ Κύριε, ὁ πάντων Ἐπέκεινα, εἶσαι καί ὁ Πανταχοῦ παρών. Καί συνεπῶς κανείς πιστός δέν στερεῖται τοῦ θείου δώρου τῆς Πραγματικῆς Προσευχῆς, τῆς ἀδιαλείπτου συνομιλίας μαζί Σου, Πολυεύσπλαγχνε Κύριε.



Εἶσαι ἀνάμεσά μας καί μέσα στήν καρδιά μας. Καί Σύ, Κύριε, Μακρόθυμε καί Πολυέλεε, ἄπειρη Καλωσύνη, δέν στέκεσαι μακρυά ἀπό τόν καθέναν ἀπό μᾶς, «ἐν Σοί γάρ ζῶμεν καί κινούμεθα καί ἐσμέν» καί «Σύ  εἶσαι αὐτός πού δίδεις σέ ὅλους μας ζωήν καί  πνοήν καί τά πάντα»(Πράξ. ιζ΄ 26-28). Ἀλλά ἐμεῖς οἱ πιστοί στερούμεθα κυρίως «τό Φάρμακον τῆς ἀθανασίας, τό ἀντίδοτον τοῦ μή ἀποθανεῖν». Στερούμεθα τῆς Θείας Κοινωνίας, τῆς μετά φόβου Θεοῦ Πίστεως καί ἀγάπης μεταλήψεως τοῦ Ἀχράντου Σου Σώματος καί τοῦ Τιμίου  Σου Αἵματος. Καί,  μᾶς ἔχεις διδάξῃ καί μᾶς ἔχεις πῇ ὅτι: «Ὁ τρώγων μου τήν σάρκα καί πίνων μου τό αἷμα ἔχει ζωήν αἰώνιον... καί ἐν ἐμοί μένει, κἀγώ ἐν αὐτῷ» (παρβλ. Ἰωάν. στ΄  54-56).





Κύριε, νοιώθουμε τήν ἀνάγκην νά εἴμαστε ἑνωμένοι μαζί Σου, Πανάγιε. Λαχταρᾶμε τή Θεία Κοινωνία. Εἶναι φοβερή ἡ στέρησις, ἀφόρητη Ὀδύνη. Εἶναι κλειστές οἱ Ἐκκλησιές μας. Μένουμε στό σπίτι,  ἔγκλειστοι καί στερούμεθα ὅ,τι σπουδαιότερο ὑπάρχει στή ζωή ἑνός ἀνθρώπου, τό Σῶμα καί τό Αἷμα Σου, Κύριε.
«Κύριε ὁ Θεός τῶν δυνάμεων, ἕως πότε ὀργίζῃ ἐπί τήν Προσευχήν τῶν δούλων Σου; Ἕως πότε ψωμιεῖς ἡμᾶς ἄρτων δακρύων; Ἕως πότε ποτιεῖς ἡμᾶς ἐν δάκρυσιν ἐν μέτρῳ;» (Ψαλμ. 79, 5-6);
Μέχρι πότε Κύριε ὁ Θεός τῶν Δυνάμεων θά ὀργίζεσαι καί κατ’ αὐτῆς τῆς προσευχῆς τῶν δούλων Σου; Μακρόθυμε καί πολυέλεε Κύριε, δικαίως ὑποφέρουμε, ἐξ αἰτίας τῶν ἁμαρτιῶν μας. Παροργίζουμε τήν  Ἀγαθότητά Σου. Προσβάλουμε τήν Ἀγάπη καί τήν Εὐσπλαγχνίαν Σου. Εἶναι ἀλήθεια ὅτι ξεφεύγουμε  ἀπό τήν Ὁδό τῆς δικαιοσύνης Σου. «Ἐγγίζει ὁ λαός οὗτος ἐν τῷ στόματι αὐτοῦ καί ἐν τοῖς χείλεσιν αὐτῶν τιμῶσι Σε, ἡ δέ καρδία αὐτῶν πόρρῳ ἀπέχει ἀπό Σοῦ...»(Ἡσ. 29, 13). Συνεπῶς, κατά λόγον δικαιοσύνης «ἔδειξας τῷ λαῷ  σκληρά, ἐπότισας ἡμᾶς  οἶνον κατανύξεως» ( Ψαλμ.59,5). Παρεχώρησες νά δῆ ὁ λαός Σου σκληρές δοκιμασίες, μᾶς πότισες μέ τόν πικρόν οἶνον τῆς δικαίας Σου ὀργῆς.
Ἡ ἀπομάκρυνσί μας ἀπό τήν ἀγάπην Σου, ἡ σκληροκαρδία μας, ἡ πώρωσις καί ἡ ἀμετανοησία μας, ἡ πνευματική μας τύφλωσις, θίγει, προσβάλλει τήν εὐαίσθητη καρδίαν Σου, Κύριε, καί θέλεις νά μᾶς φέρῃς σέ συναίσθησι τῆς ἁμαρτωλότητός μας, μέ τή Θεία σου παραχώρησι. Δόξα στό πανάγιον Ὄνομά Σου! Κύριέ μου Ἰησοῦ Χριστέ, ξεφύγαμε ὁλότελα ἀπό κοντά Σου. «Παραλύσαμε, ἔχουμε περιέλθει σέ σύγχυσιν, διότι, ὅπως λέγει τό Πνεῦμα τό ἅγιον, διά τοῦ Προφήτου Ἡσαῒου, μεθύσαμε μέχρι κραιπάλης, ὄχι ἀπό οἰνοπνευματώδη ποτά, οὔτε ἀπό οἴνου. Σύ, Κύριε, μᾶς πότισες μέ πνεῦμα κατανύξεως, μέ πνεῦμα νάρκης. Καί ἔτσι ἔκλεισαν οἱ ὀφθαλμοί μας, οἱ ὀφθαλμοί τῶν Προφητῶν καί τῶν ἀρχόντων μας, κι’ ἐνῷ θἄπρεπε νά βλέπουμε, δέν βλέπουμε τά κρυπτά, τά δικά σου,  τά ἀπόρρητα τοῦ Θεοῦ μας.(παραβλ. Ἡσ. 29,9-10).Ἡ ἀπιστία μας γέννησε τήν τύφλωσί μας. Ὁ λόγος Σου δέν μᾶς σωφρόνησε. Βυθιστήκαμε στήν τύφλωσι, τήν πώρωσι, τήν ὁποίαν ὁ Προφήτης  παρουσιάζει ὡς θείαν παραχώρησιν. Δέν δεχθήκαμε  τό Φῶς τοῦ θεϊκοῦ Σου λόγου καί χάσαμε τή Χάρι Σου. Σύ Κύριε μᾶς παρέδωκες σ’ αὐτό τό  εἶδος μέθης; Σ’ αὐτήν τήν ἀδιαφορία, τήν ἠθικήν πώρωσι, τήν ἀναισθησίαν;
Εἶναι ὁλοφάνερη ἡ ἀδιαφορία, πού διακρίνει τούς περισσοτέρους ἀπό μᾶς, γιά τά θεῖα πράγματα. Κλείνουμε τά μάτια. Βυθιζόμαστε στό σκοτάδι.
Εἶναι φανερή ἡ πνευματική μας τύφλωσις. Τυφλώθηκαν οἱ ὁρῶντες τά κρυπτά, αὐτοί πού ἔπρεπε νά βλέπουν τά ἀπόρρητα, Σοῦ τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ ἡμῶν. Εἶναι ἀλήθεια ὅτι, δίκαια, «μᾶς ἀπέρριψες, Θεέ μου, καί μᾶς πότισες ὕδωρ χολῆς, ὕδωρ δηλητηριασμένον, ὕδωρ μετά χολῆς, διότι ἡμάρτομεν ἐνώπιον Σου» (Ἱερεμ. η΄14). Διότι Τί ἄλλο εἶναι ἡ στέρησις τῆς θείας Κοινωνίας , ἄν ὄχι ὕδωρ χολῆς;
Μέχρι πότε ὅμως θά μᾶς δίδῃς ἀντί ἄρτων τά δάκρυά μας; Μέχρι πότε θά μᾶς δίδῃς ἀντί ὕδατος τά δάκρυά μας; Μέχρι πότε θά μένουμε ἔγκλειστοι στό σπίτι, στερούμενοι τῆς Θείας Κοινωνίας καί θά πίνωμεν «ὕδωρ χολῆς» ἀνάλογα μέ τό μέτρον τῶν ἁμαρτιῶν μας; Σύ, Κύριέ μου Ἰησοῦ, πού εἶσαι τό Φῶς τό ἀληθινόν, πού φωτίζεις κάθε ἄνθρωπον , πού ἔρχεται στόν κόσμο, λυπήσου μας, καί γιά τούς ἐκλεκτούς, συντόμευσε τίς μέρες τοῦ ἀποκλεισμοῦ καί τῆς ἀπομονώσεώς μας. Φώτισε τά σκοτάδια μας. Καθάρισε τήν καρδιά μας. Βοήθησέ μας νά ἔλθουμε σέ συναίσθησι τῆς ἁμαρτωλότητός μας καί νά ἐπιστρέψουμε κοντά σου, μέ τήν καρδιά μας καθαρή καί νά σέ λατρεύουμε, ὅπως ἁρμόζει, «ἐν πνεύματι καί ἀληθείᾳ». Βοήθησέ μας, ὥστε ἡ προσωρινή στέρησις τοῦ ἐκκλησιασμοῦ καί τῆς Θείας Κοινωνίας, νά μή γίνῃ ἀφορμή νά παίξουμε τό παιγνίδι τῶν Πονηρῶν καί νά φαγωθοῦμε μεταξύ μας. Βοήθησέ μας νά διώξουμε τό Διάβολο ἀπό τήν ψυχή καί τή ζωή μας. Καί μέ τή Χάρι Σου, θά φύγῃ. Ἀξίωσέ μας νά Σέ πλησιάσουμε, ὄχι μόνον μέ τά χείλη, ἀλλά μέ τήν καρδιά μας. Νά ἔλθουμε συνειδητά κοντά Σου, ψυχικά καί σωματικά καθαροί, ὑγιεῖς. Σύ καί μόνον Σύ εἶσαι ὁ Κύριος καί ὁ Θεός μας. Ἐκτός ἀπό Σένα δέν ἔχουμε καί δέν θέλουμε νά ἔχουμε ἄλλον Κανέναν. Σύ Κύριε καί μόνον Σύ γνωρίζεις ὅτι εἶσαι τό Φῶς καί ἡ λαχτάρα τῆς ψυχῆς μας. Σύ γνωρίζεις ὅτι « Ὅν τρόπον ἐπιποθεῖ ἡ ἔλαφος ἐπί τάς πηγάς τῶν ὑδάτων, οὕτως ἐπιποθεῖ ἡ ψυχή μου πρό Σέ ὁ Θεός. Ἐδίψησεν ἡ ψυχή μου  Ἐσένα Κύριε, τόν Θεόν τόν ἰσχυρόν, τόν  ζῶντα». Καί τολμῶ νά Σέ ρωτήσω, Κύριε: «Πότε ἥξω καί ὀφθήσομαι τῷ προσώπῳ τοῦ Θεοῦ;»(Ψαλμός 41) Πότε θά ἀνοίξουν οἱ Ἐκκλησιές καί θά σημάνουν χαρμόσυνα οἱ Καμπάνες; Πότε θά ἀξιωθῶ νά εἰσέλθω στό Ναό καί νά παρουσιασθῶ ἐνώπιόν Σου, λαμβάνων μέρος στήν λατρεία Σου; «Ἔγιναν σέ μένα ἄρτος καί μόνη τροφή μου, νύκτα καί μέρα τά δάκρυά μου, πού χύνω συνεχῶς, ὅταν μέσα στή δυστυχία μου, μοῦ λένε μερικοί· Ποῦ εἶναι ὀ Θεός Σου; Γιατί δέν σπεύδει τώρα, σ’ αὐτό τό φοβερό λοιμό, σ΄  αὐτή τή θανατηφόρα ἐπιδημία, νά σέ βοηθήσῃ;

«...Καί ἀρξάμενος καταποντίζεσθαι ἔκραξε λέγων· Κύριε, σῶσον με» (Ματθ. ιδ΄30-31).

Ἐγώ ὅμως γνωρίζω καλά τήν ἀγάπη, τό Ἔλεος καί τήν εὐσπλαγχνίαν Σου, γιατί ὑπάρχω χάρις στήν ζωντανή Παρουσία Σου στή ζωή μου καί χάρις στίς ἄπειρες εὐεργεσίες Σου. Κι’  ἄν ἐγώ σιωπήσω... ἄν ἐγώ δέν διακηρύξω αὐτήν τήν ἀλήθεια τῆς εὐεργετικῆς Σου Παρουσίας στή ζωή μου, οἱ λίθοι κεκράξονται. Κύριε καί Θεέ μου, ἔρχου ταχύ, τώρα,  μή βραδύνης.  Μή μᾶς ἐγκαταλείπῃς. Μή μᾶς ἀφήνῃς μόνους τίς δύσκολες αὐτές ὧρες. Ἄκουσε τούς στεναγμούς τῆς καρδίας μου καί σπεῦσε, πρόφθασε, πρίν νά εἶναι ἀργά, καί ἔλα κοντά μας, ὄχι γιατί τό ἀξίζουμε , ἀλλά ἕνεκεν τῆς δόξης τοῦ Ὀνόματός Σου, γλυκύτατέ μου Ἰησοῦ, καί μέ ἕνα μόνον φύσημα τοῦ στόματός Σου, ἐξαφάνισε τόν Κορωναϊό καί κάθε Κακό ἀπό τήν ψυχή καί τή ζωή μας. Ν’ ἀνοίξουν πάλι οἱ Ἐκκλησιές καί  νά σημάνουν καί πάλι χαρμόσυνα καί δοξολογικά οἱ Καμπάνες καί ἀξίωσε ὅλους ἐμᾶς τούς εὐτελεῖς καί ἐλεεινούς, μέ καθαρή καρδιά, ἀκατάπαυστα, νά Σέ ὑμνοῦμεν σύν τῷ Πατρί καί τῷ ἁγίῳ Πνευματι καί τώρα καί πάντοτε καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.























Τετάρτη 1 Απριλίου 2020

«ΟΥ ΦΟΒΕΡΟΝ ΤΟ ΠΕΣΕΙΝ,



ΑΛΛΑ ΤΟ ΚΕΙΣΘΑΙ» (Γρηγ. Θεολόγος)



Εἶναι σέ ὅλους γνωστόν «τό εὐόλισθον τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως». Γεννιώμαστε μέ τή «ροπή πρός τήν ἁμαρτίαν» (Concupiscentia). Κληρονομήσαμε ἀπό τόν Ἀδάμ  «τό τῆς σαρκός ὀλισθηρόν». Καί πιστεύω πώς ὅλοι μας, λίγο ὡς πολύ, πέφτουμε σέ λάθη, πού μᾶς καταθλίβουν.
Ἄλλοτε μέ τή θέλησί μας καί ἄλλοτε χωρίς τή θέλησί μας, κάνουμε σκέψεις ἀστόχαστες, λέμε λόγια ἄπρεπα, κάνουμε πράξεις ντροπῆς καί δηλητηριάζουμε τή ψυχή καί τή ζωή μας. Ζοῦμε σέ ὅλο τό μεγαλεῖο της τή δυστυχία. Εἴμαστε δυστυχεῖς καί σκορπίζουμε  καί γύρω μας  τή δυστυχία μας. Μᾶς κυριεύουν ἀρνητικοί, κακοί, ἐφάμαρτοι λογισμοί, πού μᾶς ὁδηγοῦν σέ ἀστόχαστες συμπεριφορές, πού μᾶς καθηλώνουν στή γῆ. Μᾶς κυριεύει τό φρόνημα τῆς σαρκός, πού εἶναι ἔχθρα εἰς Θεόν καί φέρει στήν ψυχή καί τή ζωή μας τό θάνατο(πρβλ. Ρωμ. η΄ 6-7). Καί τό πιό φοβερό εἶναι ὅτι, ὄχι μόνο πέφτουμε, στή λάσπη, ἀλλά παραμένουμε, βουτηγμένοι στή λάσπη, στό βοῦλκο  καί δέν σηκωνόμαστε. Παραμένουμε , μέ τή θέλησί μας, «δέσμιοι τῆς γῆς», «ἐμπεπηγμένοι εἰς ἰλύν βυθοῦ», «κατάκοιτοι στή χώρα καί τή σκιά τοῦ θανάτου», καί δέν θέλουμε νά σηκωθοῦμε καί νά σωθοῦμε.
Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος λέγει ὅτι «τό ἁμαρτάνειν (εἶναι) ἀνθρώπινον, τό ἐμμένειν ἐν τῇ ἁμαρτία (εἶναι) σατανικόν καί τό ἐξομολογεῖσθαι θεῖον».
Καί ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος λέγει ὅτι «Οὐ φοβερόν τό πεσεῖν, ἀλλά τό κεῖσθαι». Τό φοβερότερο κακό στόν ἄνθρωπο εἶναι τό νά μή συναισθάνεται τήν ἁμαρτωλότητά του, νά πέφτῃ καί νά μένῃ στή πτῶσι του, νά μή μετανοῇ. Τό πιο  φοβερό, «τό σατανικόν» εἶναι «τό κεῖσθαι», «τό ἐμμένειν ἐν τῇ ἁμαρτίᾳ», ἡ ἀμετανοησία.



Θά πρέπει νά γίνῃ σέ ὅλους συνείδησις ὅτι, ἄν ὄχι ὅλοι, οἱ περισσότεροι εἴμαστε «σάρκες». Δέν ὑπάρχει οὔτε ἕνας ἄνθρωπος ἐπί τῆς γῆς ἀναμάρτητος. «Τίς γάρ καθαρός ἔσται ἀπό ῥύπου; ἀλλ’ οὐδείς, ἐάν καί μία ἡ μέρα ὁ βίος αὐτοῦ ἐπί τῆς γῆς» ( Ἰώβ ιδ΄4-5).
Ἀλλά τή βαθειά συναίσθησι τῆς ἁμαρτωλότητός μας, πρέπει νά τή συνοδεύει ἡ θερμή Πίστις στό Ἔλεος τοῦ Θεοῦ, ὥστε να μετανοήσουμε εἰλικρινά καί νά ἐπιστρέψουμε στή Πατρική Ἑστία. Νά πιστέψουμε ὅτι
ὁ πανάγαθος «θέλει πάντας ἀνθρώπους σωθῆναι καί εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν»(Α΄  Τιμ. β΄4), ὥστε νά μή μᾶς καταβάλλουν τά ψιθυρίσματα τοῦ πονηροῦ, μέ ἀρνητικούς λογισμούς, ὅπως π.χ. ὅτι ἐσύ δέν πρόκειται νά σωθῇς ὕστερα ἀπό τίς τόσες ἁμαρτίες, πού ἔχεις κάνει κλπ. Ὁ Ἅγιος Μακάριος ὁ Αἰγύπτιος μᾶς συμβουλεύει καί μᾶς λέγει: Ὅταν ἔρχεται ὁ «Ψιθυρθιστής» καί σέ ὁδηγεῖ σέ ἀπελπισία, μέ  ἀπαισιόδοξες σκέψεις καί ἀρνητικούς λογισμούς, ἐσύ ,  νά διώχνῃς τούς ἀρνητικούς λογισμούς μέ καλούς, θετικούς λογισμούς καί θά διώχνεις τόν πονηρό. Θά λές, τώρα, Διάβολε,  ἔχουμε «ἔγγραφες τίς μαρτυρίες», ὅτι ὁ Θεός θά μᾶς σώσῃ, διότι ὁ Χριστός, πού σταυρώθηκε, γιά μᾶς, μᾶς βεβαιώνει ὅτι γίνεται μεγάλη χαρά στόν οὐρανό «ἐπί ἑνί ἁμαρτωλῷ μετανοοῦντι» καί  μᾶς τονίζει ὅτι «δέν ἦλθε νά καλέσῃ τούς δικαίους , ἀλλά τούς ἁμαρτωλούς εἰς μετάνοιαν».
Ἑπομένως, ἀγαπητέ μου συνοδοιπόρε, ὅσες φορές κι’ ἄν πέσῃς, μή μείνῃς πεσμένος στό βοῦλκο, ἀλλά σηκώσου ἀμέσως, μέ πίστι στό Ἔλεος τοῦ Θεοῦ καί θά σωθῇς. Μή ἀπογοητεύεσαι. Ἔτσι εἶναι ἡ ζωή μας. Εἶναι στενή καί τεθλιμμένη ἡ ὁδός. Ἀντιμετωπίζουμε δυσκολίες, θλίψεις, ἀπογοητεύσεις προβλήματα. Κάνουμε λάθη, πολλά λάθη
Ὁ Χριστός ὅμως δέν μᾶς ἐγκαταλείπει ποτέ. Μᾶς ἐπισκέπτεται, μέ στοργή καί τρυφερότητα, ὅποιοι κι’ ἄν εἴμαστε, ὅ,τι κι’ ἄν κάνουμε, ὅπου κι’ ἄν βρισκώμαστε, γιά νά μᾶς ἀνασύρῃ ἀπό «τήν ἰλύν βυθοῦ» εἰς τήν ὁποίαν ἔχουμε ἐμπαγῆ, νά μᾶς ἐλευθερώσῃ «ἀπό τήν κοιλάδα τοῦ Κλαυθμῶνος», καί νά μᾶς ὁδηγήσῃ εἰς τόπον ἀναψυχῆς, «ἐπί ζωῆς πηγάς ὑδάτων».


 Ὁ Χριστός ἔρχεται καί λύνει ὅλα μας τά προβλήματα. Μᾶς κυνηγάει μέ τό Ἔλεός Του. Δέν μᾶς ἐγκαταλείπει ποτέ. Εἶναι ἄπειρη Ἀγάπη. Ἀρκεῖ νά Τοῦ ἀνοίξουμε τήν καρδιά μας, γιά νά μεταβάλλῃ, μέ τήν ἀγάπη Του, αὐτό τό «χοιροστάσι», σέ Παράδεισο.


Μελετῆστε τή ζωή τῆς Μαρίας τῆς Αἰγυπτίας. Ἡ Ἐκκλησία μας τήν προβάλλει σάν παράδειγμα εἰλικρινοῦς μετανοίας καί μᾶς παρακινεῖ νά μετανοήσουμε καί ἐμεῖς εἰλικρινά, καί νά γευτοῦμε ὅλοι τά καλά τῆς μετανοίας, νά θαυμάσουμε τό ἄπειρον Ἔλεος τοῦ Θεοῦ καί νά Τόν δοξάσουμε, γιά τήν Εὐσπλαγχνίαν Του.
Ναί. Μᾶς δέχεται ὁ Θεός. Μᾶς συγχωρεῖ. Μᾶς ὑποδέχεται στή στοργική Του πατρική ἀγκαλιά, ἀρκεῖ νά μετανοήσουμε εἰλικρινά. Δέν χωρεῖ καμμιά ἀπολύτως ἀμφιβολία. Γιά νά διώξω, ἀγαπητά μου παιδιά, κάθε δισταγμό, κάθε ἀμφιβολία ἀπό τήν ψυχή σας καί νά σᾶς  βεβαιώσω, ὅτι ὁ Χριστός, μᾶς δέχεται καί μᾶς συγχωρεῖ, σᾶς ἀναφέρω τό δικό μου παράδειγμα. Ἐξομολογοῦμαι στήν ἀγάπη σας καί σᾶς βεβαιώνω ὅτι ἀναρίθμητα εἶναι τά λάθη μου. Καί ὅμως ὁ Χριστός, δέχεται τή μετάνοιά μου. Ἀπόδειξις εἶναι τό γεγονός ὅτι μέ ἀνέχεται μπροστά στό Ἅγιον Αὐτοῦ θησιαστήριον μέχρι σήμερα, ἑξῆντα ὁλόκληρα χρόνια.






Ὁ ΧΡΙΣΤΟΣ ὑπάρχει καί εἶναι ἡ ζωή μας καί ἡ εἰρήνη μας, ὁ Σωτῆρας μας καί ὁ Λυτρωτής τοῦ Σύμπαντος κόσμου. Σέ Αὐτόν ὀφείλουμε τά πάντα. Πρέπει δέ    νά Τόν δοξάζουμε μέ ὅλη τή Δύναμι τῆς ψυχῆς μας.Νά Τόν λατρεύουμε «ἐν πνεύματι καί ἀληθείᾳ». Νά Τόν ὑμνοῦμε δέ καί, ἀσιγήτως,  νά Τόν δοξολογοῦμεν διότι  Σέ Αὐτόν καί μόνον Σ’ Αὐτόν ἀνήκει ἡ τιμή,  ἡ δόξα καί τό κράτος εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.