«ΕΩΣ ΠΟΤΕ ΕΣΟΜΑΙ ΜΕΘ’ ΥΜΩΝ; ΕΩΣ ΠΟΤΕ
ΑΝΕΞΟΜΑΙ ΥΜΩΝ;» (Ματθ.
ιζ΄ 17. Μάρκ. θ΄19. Λουκ. θ΄ 41).
Ὁ
Ἕνας καί Μόνος Ἀληθινός Θεός, τό Ὑπέρτατον Ἀγαθόν, ἡ Αὐτολήθεια καί Αὐτοζωή, τό
Ὑπερκόσμιον προσωπικόν Ὄν, τό ὄντως Ὄν, ὁ Πάνσοφος καί Παντοδύναμος Δημιουργός
τοῦ Σύμπαντος κόσμου καί τοῦ ἀνθρώπου, τά «πάντα ἐν σοφίᾳ ἐποίησε». Καί
δέν ἀφήνει τά δημιουργήματά Του εἰς τήν τύχην τους. Ὁ Πάντων ἐπέκεινα καί
Πανταχοῦ Παρών ἐπιβλέπει, ἐπισκοπεῖ, συνέχει καί συγκροτεῖ καί συγκρατεῖ τά
Σύμπαντα. Προνοεῖ, φροντίζει, μέ ἄπειρη ἀγάπη καί σοφία, τά πλάσματά Του. Θέτει
ΝΟΜΟΥΣ, φυσικούς, ἠθικούς, πνευματικούς, βάσει τῶν ὁποίων διαφυλάσσεται ἡ
Ἁρμονία, ἡ Τάξις καί ἡ Ἰσορροπία τοῦ Σύμπαντος.
Ὁ
Πάνσοφος Δημιουργός τίμησε τήν κορωνίδα τῆς Δημιουργίας Του, τόν ἄνθρωπον.
Τόν ἔπλασε «κατ’ εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωσιν Αὐτοῦ», δηλαδή μέ Νοῦν,
γιά νά διακρίνῃ τό Καλόν ἀπό τό Κακόν, καί Ἐλευθερίαν, ὥστε νά
μπορεῖ νά ἐκλέγῃ καί νἆναι ὑπεύθυνος τῆς ἐκλογῆς του. Τόν ἔπλασε μικρόν θεόν,
μικρόν δημιουργόν. Τοῦ ἔδωσε τή Χάρι νά μπορῇ, ἄν κάνῃ καλή χρῆσι τοῦ νοῦ καί τῆς
ἐλευθερίας του, νά φθάσῃ, μέ τή θέλησί του, ἀπό τό
«κατ’εἰκόνα», εἰς τό «καθ’ ὁμοίωσιν»,
δηλαδή νά γίνῃ κατά χάριν Θεός καί νά ἔχῃ τή χαρά τῆς συνδημιουργίας. Ὡς ἄπειρη
ἀγάπη, ὁ Θεός ἔδωσε στόν ἄνθρωπον τήν Ἐντολήν. ὡς «ὕλην εἰς τό αὐτεξούσιον»,
γιά νά τόν βοηθήσῃ, ὥστε, διά τῆς ὑπακοῆς
εἰς τήν ἐντολήν, νά κατορθώσῃ καί νά φθάσῃ εἰς τό «καθ’ ὁμοίωσιν»
καί τόν συμβούλευσε νά ἀποφύγῃ τήν παρακοή. Τόν προειδοποίησε καί τοῦ εἶπεν ὅτι
ἡ παρακοή, ἐπιφέρει τόν θάνατον: «ᾟ
δ’ ἄν ἡμέρᾳ φάγητε ἀπ’ αὐτοῦ, θανάτῳ ἀποθανεῖσθε»(Γενέσ.
β΄ 17).
Ὁ
«ἄνθρωπος» ὅμως, λέγει ὁ Δαυῒδ, «ἐν τιμῇ ὤν οὐ συνῆκε, παρασυνεβλήθη
τοῖς κτήνεσι τοῖς ἀνοήτοις καί ὡμοιώθη αὐτοῖς» (Ψαλμ.
48,13,21).
Ὁ
ταλαίπωρος ὅμως ἄνθρωπος δέν κατενόησε
τήν τιμήν καί τήν ἀξίαν, πού ἔδωσε ὁ Πανάγαθος δημιουργός Του, ὁ ὁποῖος τόν ἔπλασε
κατ’ εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωσιν Αὐτοῦ. Ἔκαμε κακή χρῆσι τοῦ νοῦ καί τῆς ἐλευθερίας
του, ἀγνώμων καί ἀχάριστος, παρέβη τόν πανάγιον Νόμον τοῦ Θεοῦ του, κατέρριψε καί ἐξίσωσε τόν ἑαυτόν του πρός τά κτήνη τά ἀνόητα
καί μή ἔχοντα νοῦν καί λογικόν, ὅπως αὐτός, καί ὡμοιώθηκε πρός αὐτά. Διάλεξε νά
ζῇ σάν κτῆνος. νά ἐργάζεται καί νά πεθαίνῃ σάν κτῆνος.
Ὁλόκληρος
ἡ ἀνθρωπότης ἀπό τήν ἡμέρα τῆς πτώσεως τῶν πρωτοπλάστων καί μέχρι σήμερα, ἐσθίομεν
τόν ἄρτον Ὀδύνης τῆς παραβατικῆς μας Συμπεριφορᾶς.
Παραβαίνουμε
τούς Νόμους, φυσικούς, ἠθικούς καί πνευματικούς, πού ἔθεσε ὁ Πάνσοφος Θεός καί,
διά τῆς παραβάσεως καί παρακοῆς, διασαλεύουμε διαταράσσουμε,
ἀνατρέπουμε τήν Ἁρμονίαν, τήν
Τάξιν καί τήν Ἰσορροπίαν, ὄχι μόνον τῆς ψυχῆς μας,
ἀλλά καί τῆς Οἰκογενείας μας, τῆς Κοινωνίας, τοῦ Κράτους, τῆς Ἀνθρωπότητος
καί τοῦ Σύμπαντος Κόσμου.
Ἡ
αἰτία ὅλων τῶν πληγῶν, ὅλων τῶν συμφορῶν
τῆς ἀνθρωπότητος εἶναι, χωρίς ἀμφιβολία, ἡ παραβατική μας συμπεριφορά. Αἰτία εἶναι
ὅτι συμπεριφερόμαστε σάν ἄλογα κτήνη, δέν ἔχουμε ἀγάπη. Δέν ἀνοίγουμε τήν
καρδιά μας στό Χριστό. Ζοῦμε βουτηγμένοι στή λάσπη, στήν ἀκαθαρσία καί μέσα
στήν ἀκαθαρσία μας δημιουργοῦνται θανατηφόροι ἰοί. Καί ἄν ἀκόμη π.χ. ὁ σημερινός
Κορωναϊός, εἶναι κατασκέυασμα τοῦ ἐργαστηρίου, προϊόν συνωμοσίας, δέν εἶναι
τίποτε ἄλλο, παρά παράβασις τῶν Ἐντολῶν τῆς Ἀγάπης, τῶν Ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ, κακή
χρῆσι τοῦ νοῦ καί τῆς ἐλευθερίας.
Ἴσως
ὑπάρχουν πολλοί δυστυχεῖς καί ταλαίπωροι ἄπιστοι, πού ἰσχυρίζονται ὅτι αὐτά πού λέμε εἶναι
«παπαδίστικα». Σέ ὅλους αὐτούς τούς δυστυχεῖς, ἄμυαλους καί ἀστόχαστους
συνανθρώπους μας, μέ πολλή ἀγάπη, τονίζουμε ὅτι αὐτά πού λέμε εἶναι ἡ μόνη Ἀλήθεια. Καί τούς παρακαλοῦμε
νά ἀφήσουν τά φληναφήματα καί κάθε εἴδους ἀνόητη φλυαρία, να δεχθοῦν τήν Ἀλήθεια καί νά ἐλευθερωθοῦν ἀπό τήν ἀλαζονία τους. Διότι μέ τήν συμπεριφορά τους αὐτή δέν διορθώνονται τά
κακά, πού σωρεύει στή ζωή μας ἡ προβληματική μας συμπεριφορά. Ἄς καταλάβουν, ἐπί
τέλους, «οἱ ξερόλες» ὅτι ἡ ἔλλειψις Ἀγάπης, εἶναι Θάνατος. Εἶναι θανατηφόρος ἰός. Καί ὅτι ἄν
θέλουμε νά λυτρωθοῦμε ἀπό τούς θανατηφόρους ἰούς, εἶναι ἀνάγκη νά
μετανοήσουμε εἰλικρινά καί νά ἐπιστρέψουμε κοντά στό Θεό, νά ἐγκολπωθοῦμε τό Εὐαγγέλιον
τῆς Ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ, ἀποφασισμένοι νά τηροῦμε τούς Νόμους , πού ἔταξεν
Ἐκεῖνος, ὥστε νά ἀποκατασταθῇ ἡ Ἁρμονία, ἡ Τάξις καί ἡ Ἰσορροπία, στήν ψυχή καί
τή ζωή μας καί σέ ὁλόκληρον τό Σύμπαν.
Εἶναι
γεγονός ὅτι «Οὐκ ἔστιν αἴτιος τῶν κακῶν ὁ Θεός». Ὅλα τά κακά, ὅλες οἰ
πληγές πού μᾶς δέρνουν εἶναι πρϊόντα τῆς κακῆς προαιρέσεως τοῦ ἀνθρώπου, καί ὁ
Πάντων Ἐπέκεινα καί Πανταχοῦ Παρών, μακροθυμεῖ καί ὅλα
αὐτά, τά μεταβάλλει, ὡς πάνσοφοφος, σέ μηνύματα μετανοίας καί ἐπιστροφῆς, ὅλων μας, κοντά Του. Διότι εἶναι ἄπειρη ἀγάπη καί «θέλει πάντας ἀνθρώπους
σωθῆναι καί εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν».
Ὅμως,
ὁ Δικαιοκρίτης, ἀπεχθάνεται, συχαίνεται, «βδελύσσεται» τήν ἀνομίαν,
τήν ἀκαθαρσίαν, τήν Ὑπερηφάνειαν, τήν Ὑπεροψία, τούς
Ἐγωϊσμούς , τήν Ψευτιά καί τήν Ὑποκρισίαν καί θέτει ὅρια, τά
ὁποῖα δέν μποροῦμε νά τά ὑπερβοῦμε. Τό πανάγιον Πνεῦμα,
διά τοῦ Προφήτου Δαυῒδ, θέτει ὅρια ἀνοχῆς καί λέγει:
«Υἱοί
ἀνθρώπων, (ταλαίπωροι ἄνθρωποι), ἕως πότε βαρυκάρδιοι; Ἱνατί ἀγαπᾶτε
ματαιότητα καί ζητεῖτε ψεῦδος;»( Ψαλμ. 4, 3).
Καί
ὁ ἱερός Χρυσόστομος ἑρμηνεύει τό λόγο αὐτό καί ἐρωτᾶ: «Υἱοί ἀνθρώπων, ἕως
πότε παχυκάρδιοι, τῇ γῇ προσηλωμένοι, κακίαν διώκοντες, πονηρίαν μετιόντες, ταῖς
ἡδυπαθείαις κατασηπώμενοι;». ΕΩΣ ΠΟΤΕ;
Καί
ὁ Ἴδιος ὁ Κύριος μᾶς καλεῖ νά συνέλθουμε, νά συνετισθοῦμε καί νά θεραπεύσουμε
τήν προβληματική μας συμπεριφορά, λέγων: «Ὦ γενεά ἄπιστος καί διεστραμμένη! Ἕως
πότε ἔσομαι μεθ’ ὑμῶν; Ἕως πότε ἀνέξομαι ὑμῶν;»(Ματθ.
ιζ΄17. Μάρκ. θ΄9. Λουκ.θ΄41).
Καί
μᾶς ἐνθαρρύνει μέ τή διαβεβαίωσι ὅτι «Γινώσκει Κύριος ὁδόν δικαίων καί ὁδός ἀσεβῶν ἀπολεῖται» (Ψαλμ.
α΄ 6). Προστατεύει καί εὐλογεῖ τη ζωή καί τά ἔργα τῶν δικαίων
καί ἐγκαταλείπει τούς ἀμετανοήτους ἀσεβεῖς καί ἔτσι καταστρέφονται ὅλα τά τεχνάσματα
τῆς ἀσεβείας καί χάνονται καί αὐτοί οἱ ἴδιοι
οἱ ἀσεβεῖς. Καί δέν πρέπει νά λησμονοῦμεν, ἀλλά νά γνωρίζουμε καλά ὅτι ὁ Κύριος προστατεύει
θαυματουργικά τούς ἀφωσιωμένους εἰς Αὐτόν(πρβλ. Ψαλμ. δ΄4).
Κανείς
δέν μπορεῖ νά ἀναλύσῃ τά θέματα αὐτά, σέ μιά μικρή ἀνάρτησι. Καλόν εἶναι νά στρέψουμε τήν
προσοχή μας στή μελέτη τοῦ Εὐαγγελίου τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ καί νά τηροῦμε τούς Νόμους τῆς
Χάριτος. Εἶναι καιρός νά συνειδητοποιήσουμε ὅτι εἶναι μεγάλο ΛΑΘΟΣ, ἡ παράβασις
τῶν Ἐντολῶν τῆς Ἀγάπης. Νά ἀνοίξουμε τήν καρδιά μας στό Χριστό. Νά κατανοήσουμε
ὅτι ἡ Τήρησις τῶν Ἐντολῶν, θά καθαρίσῃ τήν ψυχή τή ζωή μας, ἀπό
κάθε εἴδους θανατηφόρο ἰό.
Εἶναι
καιρός νά κατανοήσουμε ὅτι ὁ ΧΡΙΣΤΟΣ καί μόνον Αὐτός κάνει τά πάντα γιά
μᾶς, καί μᾶς κυνηγάει μέ τό Ἔλεός Του, καί ὀφείλουμε νά σταθοῦμε, μέ εὐγνωμοσύνη
Ἐνώπιόν Του.
Τί
ἄλλο νά κάνῃ γιά μᾶς; Ἔγινε ἄνθρωπος, γιά νά γίνουμε ἐμεῖς θεοί. Ἔγινε δοῦλος ὅλων
μας. Ἔπλυνε τά πόδια μας. Ἀκόμη καί τά πόδια τοῦ Ἰούδα.
Αὐτός
καί μόνον Αὐτός «Ἐσταυρώθη δι’ ἡμᾶς καί ἑκών ἐτάφη καί Ἀνέστη
ἐκ νεκρῶν, τοῦ σῶσαι τά Σύμπαντα».
Πικραίνεται
ὁ Κύριος μέ τήν ἄπρεπη, μέ τήν παραβατική μας συμπεριφορά, διότι παρόλες τίς εὐεργεσίες Του, ἐμεῖς, «δέσμιοι τῆς γῆς»,
ἐμμένουμε στήν ἁμαρτία, κατάκοιτοι στή χώρα καί τή σκιά τοῦ Θανάτου, καί μέ
παράπονο μονολογεῖ καί λέγει: «Ἱερουσαλήμ, Ἱερουσαλήμ, ἡ ἀποκτείνουσα τούς
προφήτας καί λιθοβολοῦσα τούς ἀπεσταλμένους πρός αὐτήν· ποσάκις ἠθέλησα ἐπισυναγαγεῖν
τά τέκνα σου ὅν τρόπον ἐπισυνάγει ὄρνις τά νοσσία ἑαυτῆς ὑπό τάς πτέρυγας, καί
οὐκ ἠθελήσατε.
Ἰδού ἀφίεται ὁ οἶκος ὑμῶν ἔρημος» (Ματθ. κγ΄ 37-38). Πικραίνεται, διότι παρόλη
τήν Θυσίαν Του, παραμένουμε στήν ἐρήμωσι, μακράν ἀπό τήν Πηγή τῆς Ζωῆς, στήν
πνευματική τύφλωσι καί στήν παγωνιά τῆς ἐρημιᾶς.
Εἶναι
καιρός νά δώσουμε στό Λυτρωτή μας τή
χαρά τῆς συνειδητῆς ἐπιστροφῆς μας κοντά Του καί νά Τόν λατρεύουμε μέ τήν
καρδιά μας, «ἐν πνεύματι και ἀληθείᾳ» καί νά Τόν δοξάζωμεν, σύν τῷ Πατρί καί τῷ
Ἁγίῳ Πνεύματι, διότι στόν Ἕνα καί μόνον Ἀληθινόν Θεόν ἀνήκει ἡ Τιμή, ἡ Δόξα καί
τὀ Κράτος εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου