Πέμπτη 2 Απριλίου 2020

«ΚΥΡΙΕ Ο ΘΕΟΣ ΤΩΝ ΔΥΝΑΜΕΩΝ, ΕΩΣ ΠΟΤΕ ΟΡΓΙΖΗι




ΕΠΙ ΤΗΝ ΠΡΟΣΕΥΧΗΝ ΤΩΝ ΔΟΥΛΩΝ ΣΟΥ»;



Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ὁ Θεός μου καί πάλιν προσεγγίζω, μέ δάκρυα, τό Θρόνο τῆς Χάριτός Σου.

Πάλι, με βαρειά καρδιά, ἀπό τίς ἀνομίες μου, δειλά-δειλά πλησιάζω καί μέ κραυγές καί στοναχές, Θεέ μου, Σέ Σένα τόν Θεόν μου, τόν Θεόν τῶν δυνάμεων,  ἀναφέρω τή θλῖψι μου καί τήν Ὀδύνη τοῦ κόσμου, ἐξ αἰτίας  τῶν ἁμαρτιῶν μας, ἐξ αἰτίας τῆς πωρώσεως καί τῆς ἀμετανοησίας μας.

«Πόθεν ἄρξομαι θρηνεῖν τάς τοῦ ἀθλίου μου βίου πράξεις;» Ἀπό ποῦ νά ἀρχίσω νά θρηνῶ, τίς ἄνομες πράξεις τῆς ἀθλίας ζωῆς μου , ἀλλά καί τίς πράξεις τῆς ζωῆς τῆς ἀνθρωπότητος, πού χαροπαλεύει μακριά Σου, Μακρόθυμε, Φιλάνθρωπε καί Οἰκτίρμων.


Δέξου, Κύριε, καί  τήν τωρινή μου Θρηνῳδία.

Μένουμε στό σπίτι, ἔγκλειστοι, φυλακισμένοι, ἐξ αἰτίας τοῦ Κορωναϊοῦ. Εἶναι ὁλόκλειστες οἱ Θύρες τῶν Ἐκκλησιῶν μας, πρός ἀποφυγήν τοῦ, χωρίς σύνεσιν, συνωστισμοῦ καί, ὅπως λένε, πρός ἀποφυγήν τῆς διασπορᾶς αὐτῆς τῆς θανατηφόρου καί μολυσματικῆς ἀρρώστιας.

Κύριε, κατά θείαν παραχώρησι, μένουμε στό σπίτι καί 

ἔξω ἀπό τό θεραπευτήριο, ἔξω ἀπό τούς Ἱερούς Ναούς; Εἶναι μεγάλη ἡ στέρησι καί ἄβυσσος Ὀδύνης, γιά τούς πιστούς ἡ στέρησις τοῦ ἐκκλησιασμοῦ.

Κύριε, ὡς καρδιογνώστης, γνωρίζεις ὅτι ἡ ζωή μας δέν εἶναι σύμφωνη μέ τά προστάγματά Σου. Τά λάθη μας εἶναι μεγάλα καί πολλά καί ἡ σκληροκαρδία μας, δέν περιγράφεται. Ἐψύγη ἡ ἀγάπη τῶν πολλῶν. Πετρῶσαν’ οἱ καρδιές. Εἶναι ὁλοφάνερο ὅτι σύμφωνα μέ τή σκληρότητά μας καί τήν ἀμετανόητον καρδίαν μας, που δέν συγκινεῖται ἀπό τήν ἄπειρη ἀγάπη Σου, Κύριε, κατά λόγον δικαιοσύνης, θησαυρίζουμε ἐναντίον τοῦ ἑαυτοῦ μας ὀργήν ἐν ἡμέρᾳ ὀργῆς, πού σίγουρα θά ξεσπάσῃ καί θά ἀποκαλυφθῇ κατά τήν ἡμέρα τῆς δικαίας Σου κρίσεως, ὅταν θά ἀποδώσῃς στόν καθένα ἀνάλογα μέ τά ἔργα του (πρβλ. Ρωμ.β΄5-6).

Κύριέ μου, γνωρίζεις βέβαια ὅτι ὑπάρχουν πολλοί, πού γκρινιάζουν, γιατί κλείσανε οἱ Ἐκκλησίες καί ὑποπτεύομαι, πώς ὅσοι γκρινιάζουν, δέν γκρινιάζουν, γιατί στεροῦνται τόν ἐκκλησιασμό ἤ τή Θεία Κοινωνία, ἀλλά γιατί ἔχουνε τήν κακή συνήθεια νά γκρινιάζουν. Οἱ περισσότεροι ἀπό αὐτούς, πιστεύω πώς δέν πήγαιναν ποτέ στήν Ἐκκλησία καί τώρα ἐκμεταλλεύονται τήν ἀγωνία καί τόν πόνον τῶν πιστῶν καί τολμοῦν νά κάνουν τόν συνήγορο τοῦ Θεοῦ. Καί ἔτσι ἔμμεσα δηλώνουν πόσο ξένοι εἶναι πρός τήν Ἐκκλησίαν καί  πρός τήν ὀρθοδοξίαν τῆς Πίστεως. Διότι, ἄν πίστευαν, θά ὑπέφεραν πραγματικά καί  θά γνώριζαν ὅτι, Σύ , Κύριέ μου, ὁ Θεός τῶν Δυνάμεων, δέν  ἔχεις ἀνάγκη ἀπό συνηγόρους. Ζητῶ γιά ὅλους αὐτούς τό ἔλεός Σου. Ἐκτός ὅμως ἀπό αὐτούς, Θεέ μου, ὑπάρχει καί τό πλῆθος, ὁ πιστός Σου Λαός, πού πραγματικά ὑποφέρει καί πραγματικά στερεῖται τόν ἐκκλησιασμό. Βέβαια ἡ ψυχή κάθε  πιστοῦ εἶναι Ναός Θεοῦ ζῶντος (Α΄Κορ.στ΄19.Β΄Κορ. στ΄ 16-18). Ὅπως ἐπίσης κάθε Χριστιανικό σπίτι εἶναι Ἐκκλησία, «ἡ κατ’ οἶκον ἐκκλησία» (Ρωμ. ιστ΄ 5. Α΄ Κορινθ. ιστ΄19.Κολοσ. δ΄19). Καί ὁλόκληρον τό Σύμπαν εἶναι Ναός Θεοῦ. Καί Σύ Κύριε, ὁ πάντων Ἐπέκεινα, εἶσαι καί ὁ Πανταχοῦ παρών. Καί συνεπῶς κανείς πιστός δέν στερεῖται τοῦ θείου δώρου τῆς Πραγματικῆς Προσευχῆς, τῆς ἀδιαλείπτου συνομιλίας μαζί Σου, Πολυεύσπλαγχνε Κύριε.



Εἶσαι ἀνάμεσά μας καί μέσα στήν καρδιά μας. Καί Σύ, Κύριε, Μακρόθυμε καί Πολυέλεε, ἄπειρη Καλωσύνη, δέν στέκεσαι μακρυά ἀπό τόν καθέναν ἀπό μᾶς, «ἐν Σοί γάρ ζῶμεν καί κινούμεθα καί ἐσμέν» καί «Σύ  εἶσαι αὐτός πού δίδεις σέ ὅλους μας ζωήν καί  πνοήν καί τά πάντα»(Πράξ. ιζ΄ 26-28). Ἀλλά ἐμεῖς οἱ πιστοί στερούμεθα κυρίως «τό Φάρμακον τῆς ἀθανασίας, τό ἀντίδοτον τοῦ μή ἀποθανεῖν». Στερούμεθα τῆς Θείας Κοινωνίας, τῆς μετά φόβου Θεοῦ Πίστεως καί ἀγάπης μεταλήψεως τοῦ Ἀχράντου Σου Σώματος καί τοῦ Τιμίου  Σου Αἵματος. Καί,  μᾶς ἔχεις διδάξῃ καί μᾶς ἔχεις πῇ ὅτι: «Ὁ τρώγων μου τήν σάρκα καί πίνων μου τό αἷμα ἔχει ζωήν αἰώνιον... καί ἐν ἐμοί μένει, κἀγώ ἐν αὐτῷ» (παρβλ. Ἰωάν. στ΄  54-56).





Κύριε, νοιώθουμε τήν ἀνάγκην νά εἴμαστε ἑνωμένοι μαζί Σου, Πανάγιε. Λαχταρᾶμε τή Θεία Κοινωνία. Εἶναι φοβερή ἡ στέρησις, ἀφόρητη Ὀδύνη. Εἶναι κλειστές οἱ Ἐκκλησιές μας. Μένουμε στό σπίτι,  ἔγκλειστοι καί στερούμεθα ὅ,τι σπουδαιότερο ὑπάρχει στή ζωή ἑνός ἀνθρώπου, τό Σῶμα καί τό Αἷμα Σου, Κύριε.
«Κύριε ὁ Θεός τῶν δυνάμεων, ἕως πότε ὀργίζῃ ἐπί τήν Προσευχήν τῶν δούλων Σου; Ἕως πότε ψωμιεῖς ἡμᾶς ἄρτων δακρύων; Ἕως πότε ποτιεῖς ἡμᾶς ἐν δάκρυσιν ἐν μέτρῳ;» (Ψαλμ. 79, 5-6);
Μέχρι πότε Κύριε ὁ Θεός τῶν Δυνάμεων θά ὀργίζεσαι καί κατ’ αὐτῆς τῆς προσευχῆς τῶν δούλων Σου; Μακρόθυμε καί πολυέλεε Κύριε, δικαίως ὑποφέρουμε, ἐξ αἰτίας τῶν ἁμαρτιῶν μας. Παροργίζουμε τήν  Ἀγαθότητά Σου. Προσβάλουμε τήν Ἀγάπη καί τήν Εὐσπλαγχνίαν Σου. Εἶναι ἀλήθεια ὅτι ξεφεύγουμε  ἀπό τήν Ὁδό τῆς δικαιοσύνης Σου. «Ἐγγίζει ὁ λαός οὗτος ἐν τῷ στόματι αὐτοῦ καί ἐν τοῖς χείλεσιν αὐτῶν τιμῶσι Σε, ἡ δέ καρδία αὐτῶν πόρρῳ ἀπέχει ἀπό Σοῦ...»(Ἡσ. 29, 13). Συνεπῶς, κατά λόγον δικαιοσύνης «ἔδειξας τῷ λαῷ  σκληρά, ἐπότισας ἡμᾶς  οἶνον κατανύξεως» ( Ψαλμ.59,5). Παρεχώρησες νά δῆ ὁ λαός Σου σκληρές δοκιμασίες, μᾶς πότισες μέ τόν πικρόν οἶνον τῆς δικαίας Σου ὀργῆς.
Ἡ ἀπομάκρυνσί μας ἀπό τήν ἀγάπην Σου, ἡ σκληροκαρδία μας, ἡ πώρωσις καί ἡ ἀμετανοησία μας, ἡ πνευματική μας τύφλωσις, θίγει, προσβάλλει τήν εὐαίσθητη καρδίαν Σου, Κύριε, καί θέλεις νά μᾶς φέρῃς σέ συναίσθησι τῆς ἁμαρτωλότητός μας, μέ τή Θεία σου παραχώρησι. Δόξα στό πανάγιον Ὄνομά Σου! Κύριέ μου Ἰησοῦ Χριστέ, ξεφύγαμε ὁλότελα ἀπό κοντά Σου. «Παραλύσαμε, ἔχουμε περιέλθει σέ σύγχυσιν, διότι, ὅπως λέγει τό Πνεῦμα τό ἅγιον, διά τοῦ Προφήτου Ἡσαῒου, μεθύσαμε μέχρι κραιπάλης, ὄχι ἀπό οἰνοπνευματώδη ποτά, οὔτε ἀπό οἴνου. Σύ, Κύριε, μᾶς πότισες μέ πνεῦμα κατανύξεως, μέ πνεῦμα νάρκης. Καί ἔτσι ἔκλεισαν οἱ ὀφθαλμοί μας, οἱ ὀφθαλμοί τῶν Προφητῶν καί τῶν ἀρχόντων μας, κι’ ἐνῷ θἄπρεπε νά βλέπουμε, δέν βλέπουμε τά κρυπτά, τά δικά σου,  τά ἀπόρρητα τοῦ Θεοῦ μας.(παραβλ. Ἡσ. 29,9-10).Ἡ ἀπιστία μας γέννησε τήν τύφλωσί μας. Ὁ λόγος Σου δέν μᾶς σωφρόνησε. Βυθιστήκαμε στήν τύφλωσι, τήν πώρωσι, τήν ὁποίαν ὁ Προφήτης  παρουσιάζει ὡς θείαν παραχώρησιν. Δέν δεχθήκαμε  τό Φῶς τοῦ θεϊκοῦ Σου λόγου καί χάσαμε τή Χάρι Σου. Σύ Κύριε μᾶς παρέδωκες σ’ αὐτό τό  εἶδος μέθης; Σ’ αὐτήν τήν ἀδιαφορία, τήν ἠθικήν πώρωσι, τήν ἀναισθησίαν;
Εἶναι ὁλοφάνερη ἡ ἀδιαφορία, πού διακρίνει τούς περισσοτέρους ἀπό μᾶς, γιά τά θεῖα πράγματα. Κλείνουμε τά μάτια. Βυθιζόμαστε στό σκοτάδι.
Εἶναι φανερή ἡ πνευματική μας τύφλωσις. Τυφλώθηκαν οἱ ὁρῶντες τά κρυπτά, αὐτοί πού ἔπρεπε νά βλέπουν τά ἀπόρρητα, Σοῦ τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ ἡμῶν. Εἶναι ἀλήθεια ὅτι, δίκαια, «μᾶς ἀπέρριψες, Θεέ μου, καί μᾶς πότισες ὕδωρ χολῆς, ὕδωρ δηλητηριασμένον, ὕδωρ μετά χολῆς, διότι ἡμάρτομεν ἐνώπιον Σου» (Ἱερεμ. η΄14). Διότι Τί ἄλλο εἶναι ἡ στέρησις τῆς θείας Κοινωνίας , ἄν ὄχι ὕδωρ χολῆς;
Μέχρι πότε ὅμως θά μᾶς δίδῃς ἀντί ἄρτων τά δάκρυά μας; Μέχρι πότε θά μᾶς δίδῃς ἀντί ὕδατος τά δάκρυά μας; Μέχρι πότε θά μένουμε ἔγκλειστοι στό σπίτι, στερούμενοι τῆς Θείας Κοινωνίας καί θά πίνωμεν «ὕδωρ χολῆς» ἀνάλογα μέ τό μέτρον τῶν ἁμαρτιῶν μας; Σύ, Κύριέ μου Ἰησοῦ, πού εἶσαι τό Φῶς τό ἀληθινόν, πού φωτίζεις κάθε ἄνθρωπον , πού ἔρχεται στόν κόσμο, λυπήσου μας, καί γιά τούς ἐκλεκτούς, συντόμευσε τίς μέρες τοῦ ἀποκλεισμοῦ καί τῆς ἀπομονώσεώς μας. Φώτισε τά σκοτάδια μας. Καθάρισε τήν καρδιά μας. Βοήθησέ μας νά ἔλθουμε σέ συναίσθησι τῆς ἁμαρτωλότητός μας καί νά ἐπιστρέψουμε κοντά σου, μέ τήν καρδιά μας καθαρή καί νά σέ λατρεύουμε, ὅπως ἁρμόζει, «ἐν πνεύματι καί ἀληθείᾳ». Βοήθησέ μας, ὥστε ἡ προσωρινή στέρησις τοῦ ἐκκλησιασμοῦ καί τῆς Θείας Κοινωνίας, νά μή γίνῃ ἀφορμή νά παίξουμε τό παιγνίδι τῶν Πονηρῶν καί νά φαγωθοῦμε μεταξύ μας. Βοήθησέ μας νά διώξουμε τό Διάβολο ἀπό τήν ψυχή καί τή ζωή μας. Καί μέ τή Χάρι Σου, θά φύγῃ. Ἀξίωσέ μας νά Σέ πλησιάσουμε, ὄχι μόνον μέ τά χείλη, ἀλλά μέ τήν καρδιά μας. Νά ἔλθουμε συνειδητά κοντά Σου, ψυχικά καί σωματικά καθαροί, ὑγιεῖς. Σύ καί μόνον Σύ εἶσαι ὁ Κύριος καί ὁ Θεός μας. Ἐκτός ἀπό Σένα δέν ἔχουμε καί δέν θέλουμε νά ἔχουμε ἄλλον Κανέναν. Σύ Κύριε καί μόνον Σύ γνωρίζεις ὅτι εἶσαι τό Φῶς καί ἡ λαχτάρα τῆς ψυχῆς μας. Σύ γνωρίζεις ὅτι « Ὅν τρόπον ἐπιποθεῖ ἡ ἔλαφος ἐπί τάς πηγάς τῶν ὑδάτων, οὕτως ἐπιποθεῖ ἡ ψυχή μου πρό Σέ ὁ Θεός. Ἐδίψησεν ἡ ψυχή μου  Ἐσένα Κύριε, τόν Θεόν τόν ἰσχυρόν, τόν  ζῶντα». Καί τολμῶ νά Σέ ρωτήσω, Κύριε: «Πότε ἥξω καί ὀφθήσομαι τῷ προσώπῳ τοῦ Θεοῦ;»(Ψαλμός 41) Πότε θά ἀνοίξουν οἱ Ἐκκλησιές καί θά σημάνουν χαρμόσυνα οἱ Καμπάνες; Πότε θά ἀξιωθῶ νά εἰσέλθω στό Ναό καί νά παρουσιασθῶ ἐνώπιόν Σου, λαμβάνων μέρος στήν λατρεία Σου; «Ἔγιναν σέ μένα ἄρτος καί μόνη τροφή μου, νύκτα καί μέρα τά δάκρυά μου, πού χύνω συνεχῶς, ὅταν μέσα στή δυστυχία μου, μοῦ λένε μερικοί· Ποῦ εἶναι ὀ Θεός Σου; Γιατί δέν σπεύδει τώρα, σ’ αὐτό τό φοβερό λοιμό, σ΄  αὐτή τή θανατηφόρα ἐπιδημία, νά σέ βοηθήσῃ;

«...Καί ἀρξάμενος καταποντίζεσθαι ἔκραξε λέγων· Κύριε, σῶσον με» (Ματθ. ιδ΄30-31).

Ἐγώ ὅμως γνωρίζω καλά τήν ἀγάπη, τό Ἔλεος καί τήν εὐσπλαγχνίαν Σου, γιατί ὑπάρχω χάρις στήν ζωντανή Παρουσία Σου στή ζωή μου καί χάρις στίς ἄπειρες εὐεργεσίες Σου. Κι’  ἄν ἐγώ σιωπήσω... ἄν ἐγώ δέν διακηρύξω αὐτήν τήν ἀλήθεια τῆς εὐεργετικῆς Σου Παρουσίας στή ζωή μου, οἱ λίθοι κεκράξονται. Κύριε καί Θεέ μου, ἔρχου ταχύ, τώρα,  μή βραδύνης.  Μή μᾶς ἐγκαταλείπῃς. Μή μᾶς ἀφήνῃς μόνους τίς δύσκολες αὐτές ὧρες. Ἄκουσε τούς στεναγμούς τῆς καρδίας μου καί σπεῦσε, πρόφθασε, πρίν νά εἶναι ἀργά, καί ἔλα κοντά μας, ὄχι γιατί τό ἀξίζουμε , ἀλλά ἕνεκεν τῆς δόξης τοῦ Ὀνόματός Σου, γλυκύτατέ μου Ἰησοῦ, καί μέ ἕνα μόνον φύσημα τοῦ στόματός Σου, ἐξαφάνισε τόν Κορωναϊό καί κάθε Κακό ἀπό τήν ψυχή καί τή ζωή μας. Ν’ ἀνοίξουν πάλι οἱ Ἐκκλησιές καί  νά σημάνουν καί πάλι χαρμόσυνα καί δοξολογικά οἱ Καμπάνες καί ἀξίωσε ὅλους ἐμᾶς τούς εὐτελεῖς καί ἐλεεινούς, μέ καθαρή καρδιά, ἀκατάπαυστα, νά Σέ ὑμνοῦμεν σύν τῷ Πατρί καί τῷ ἁγίῳ Πνευματι καί τώρα καί πάντοτε καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.























1 σχόλιο:

  1. Εύχομαι να εισακουστεί η ευχή σας και να βρεθουμε σύντομα όλοι στην εκκλησία με εσάς να λειτουργείτε και να μας κοινωνείτε σωμα κι αιμα Κυριου. Μου έλειψε πολύ ο λόγος σας. Και ο διδακτικός όταν μας μεταδιδετε το νόημα του ευαγγελίου και ο αυστηρός "Κερκυραϊκος" όταν μας "ψελνετε" για τα λάθη μας. Καλή Ανάσταση

    ΑπάντησηΔιαγραφή