Τετάρτη 13 Απριλίου 2016

ΕΓΕΡΤΗΡΙΟΝ ΣΑΛΠΙΣΜΑ - ΞΥΠΝΗΜΑ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ

   Ἕνας ὑπέροχος ὕμνος ψυχικῆς κατανύξεως.
 
   «Ψυχή μου, ψυχή μου, ἀνάστα, τί καθεύδεις;
     Τό τέλος ἐγγίζει, καί μέλλεις θορυβεῖσθαι·
     Ἀνάνηψον οὖν, ἵνα φείσηταί σου Χριστός ὁ
     Θεός, ὁ πανταχοῦ παρών, καί τά πάντα
     πληρῶν»(Κοντάκιον τοῦ Μ.Κανόνος).
  

       πό τήν Καθαρά Δευτέρα καί μέχρι τό Ἑσπέρας τῆς  Τετάρτης
τῆς Ε΄ Ἑβδομάδος τῶν Νηστειῶν, πρός τό τελος τοῦ Μεγάλου Ἀποδείπνου ψάλλεται τμηματικά ὁ Μεγάλος Κανόνας. Καί τήν Τετάρτη τῆς Ε΄ Ἑβδομάδος  ψάλλεται ὁλόκληρος ὁ πραγματικά ὑπέροχος καί κατανυκτικώτατος αὐτός Κανόνας.
      Λέγεται «Μέγας Κανών», ὄχι μόνον ἀπό τήν ἔκτασί του (φθάνει τά τριακόσια πενῆντα Τροπάρια), ἀλλά κυρίως ἀπό τά ὑπέροχα νοήματα τοῦ περιεχομένου του, πού φέρουν κατάνυξι καί ξεκουράζουν τόν ἀγωνιζόμενο ἄνθρωπο.
      Ὁ Μεγάλος Κανόνας, ὅπως ἐπίσης και ὁ Ἀκάθιστος Ὕμνος, εἶναι σταθμοί ἀνεφοδιασμοῦ τῆς ψυχῆς στό δύσκολο δρόμο τῆς ζωῆς κάθε ἀγωνιζόμενου πιστοῦ. Σταθμοί, ὅπου ξαποσταίνουν καί ἀντλοῦν δύναμι οἱ πιστοί, γιά νά συνεχίσουν τόν πνευματικό τους ἀγῶνα. Πραγματικά ὁ Μ.Κανών εἶναι ἕνα ἐγερτήριον Σάλπισμα, ἕνα  ξύπνημα τῆς ψυχῆς.
Τό ὑπέροχο αὐτό ποίημα τό ἔγραψε ὁ Ἅγιος Ἀνδρέας, Ἀρχιεπίσκοπος Κρήτης. Ἐμπνέεται ἀπό τήν Ἁγία Γραφή. Παίρνει ὁ ποιητής ὅλες τίς ἱστορίες τῆς Παλαιᾶς καί τῆς Καινῆς Διαθήκης καί τίς συγκρίνει μέ τή δική του πνευματική ζωή. Μέ βαθειά συναίσθησι τῆς ἁμαρτωλότητός του μπροστά στόν πανάγιο Θεό καί μέ ἄκρα ταπείνωσι ξεχύνεται σέ κλαυθμούς καί δάκρυα εἰλικρινοῦς μετανοίας.
     λλοτε ψέγει καί κατηγορεῖ τήν ψυχή του, πού δέν ἀκολούθησε τίς καλές πράξεις τῶν προσώπων τῆς Ἁγίας Γραφῆς καί ἄλλοτε τήν κακίζει, γιατί μιμήθηκε τίς κακές πράξεις, πού ἀναφέρονται στή Γραφή καί συμβουλεύει νά ἀποφεύγουμε τό κακό καί τήν ἁμαρτία. Προτρέπει, μέ πολλή θερμότητα,  νά ξαναγυρίσουμε κοντά στό Θεό. Εἶναι πραγματικά ἄφθαστος σέ ὀμορφιά ὁ Μεγάλος Κανόνας. Συγκινεῖ καί τήν πιό σκληρή καρδιά.
     Διαπιστώνει ὅτι, ὡς ἀδύναμοι ἄνθρωποι, οἱ περισσότεροι εἴμαστε ἐκτός ἑαυτοῦ καί καλεῖ τόν καθένα μας νά ἔλθῃ εἰς ἑαυτόν, ὡς ὁ ἄσωτος υἱός. Μᾶς ὁδηγεῖ σέ ἕναν ἐνσυνείδητο αὐτοέλεγχον, σέ εἰλικρινῆ μετάνοια καί ἐξομολόγησι.

  Φέρνει δάκρυα στά μάτια καί χαρά στήν ψυχή. Δάκρυα χαρᾶς γιά τήν ἄπειρη ἀγάπη καί εὐσπλαγχνία τοῦ Θεοῦ, πού μέ τρυφερότητα μᾶς δέχεται καί πάλιν, εἰλικρινά μετανοιωμένους, κοντά Του.
    ν πότε-πότε διαβάζαμε τό Μεγ. Κανόνα ἤ τοὐλάχιστον μερικά Τροπάρια κάθε φορά, ἴσως ἡ ζωή μας νά ἦταν πολύ καλλίτερη. Θά μπορούσαμε κι' ἐμεῖς, ὄντας πιό κοντά στήν  καθημερινή πραγματικότητα, νά ποῦμε μαζί μέ τόν Ἅγιον Ἀνδρέα:
 «Πόθεν ἄρξομαι θρηνεῖν τάς τοῦ ἀθλίου μου βίου πράξεις;...»
«Ἀπό ποῦ νά ἀρχίσω νά θρηνῶ τοῦ ἀθλίου βίου μου τίς πράξεις;
Ποιά, Χριστέ μου, νά ἀπαριθμήσω πρώτη στήν τωρινή μου θρηνωδία; Ἀλλά Σύ, πού εἶσαι εὔσπλαγχνος καί συμπονετικός, δῶσε μου, Κύριε, συγχώρησι τῶν ἁμαρτημάτων μου».
    ἱερός ὑμνῳδός μᾶς καλεῖ νά ἐξαγορεύσουμε στόν Κριτή
«τά κρύφια τῆς καρδίας μας».
    Μᾶς καλεῖ νά ἀποδεχθοῦμε τήν προσωπική μας ἐνοχή καί μέ βαθειά συναίσθησι τῆς ἁμαρτωλότητός μας, εἰλικρινά μετανοιωμένοι, νά ζητήσουμε τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ:
    «Ἐπίστρεψον, μετανόησον, ἀνακάλυψον τά κεκρυμμένα·
      λέγε Θεῷ τῷ πάντα εἰδότι· Σύ γινώσκεις μου τά κρύφια
      μόνε Σωτήρ· καί αὐτός με ἐλέησον, ὡς ψάλλει Δαυῒδ, κατά
      τό ἔλεός σου».
   Κάθε πιστός, μαζί μέ τόν ὑμνῳδό, διαπιστώνει, μετά ἀπό κάθε προσεκτική ἐξέτασι τοῦ ἑαυτοῦ του, ἀφ' ἑνός μέν πόσο μεγάλες εἶναι οἱ ψυχικές του πληγές καί τά τραύματά του, καί ἀφ' ἑτέρου ὁμολογεῖ ὅτι ὁ μόνος γιατρός γιά ὅλες τίς ἀρρώστιες εἶναι ὁ Χριστός(ὁ πανακής ἰατρός), πού μέ τό πανάγιον αἷμα Του καθαρίζει τήν ψυχή μας ἀπό κάθε ἁμαρτία, μᾶς σώζει καί μᾶς φέρνει καθαρούς στόν οὐράνιο Πατέρα(πρβλ. Α΄ Ἰωάν. α΄ 7. Ἀποκ. α΄  5).
    Εἶναι καιρός νά ξυπνήσουμε ἀπό τό βαθύ ὕπνο τῆς ἁμαρτίας καί μέ τή Χάρι τοῦ Θεοῦ νά ἀποτινάξουμε ἀπό πάνω μας «τόν κλοιόν τόν βαρύν, τόν τῆς ἁμαρτίας», ὥστε ἡ ψυχή μας ἐλεύθερη νά μιμῆται τά ἀγαθά, νά ἀποφεύγῃ τά φαῦλα, μέ εἰλικρινῆ μετάνοια, μέ δάκρυα καί ἐξομολόγησι «ἀεί πρός Θεόν ἀνατρέχειν».
 

Εἶναι καιρός νά ἀκολουθήσωμε τά ματωμένα χνάρια τοῦ Χριστοῦ,  νά βάλλουμε «ἀρχήν» στήν πνευματική μας ζωή καί τόν ὑπόλοιπον χρόνον τῆς ζωῆς ἡμῶν, πού εἶναι δῶρον τῆς Εὐσπλαγχνίας τοῦ Κυρίου  σέ μᾶς, νά τόν ἀξιοποιήσουμε «ἐπιτελοῦντες ἁγιωσύνην ἐν φόβῳ Θεοῦ» 
(Β΄Κορινθ. ζ΄1).
Εἶναι καιρός να εἰσέλθουμε στό στάδιο τῶν  ἀρετῶν καί ὁπλισμένοι μέ τά ὅπλα τοῦ φωτός νά παλαίψουμε πρῶτα με τόν κακό μας ἑαυτό, πού εἶναι καί ὁ μεγαλύτερος ἐχθρός μας. Νά παλαίψουμε καί μέ τόν πατέρα τῆς ψευτιᾶς τό Διάβολο καί μέ τόν Κόσμο, πού «ὅλος ἐν τῷ πονηρῷ κεῖται» καί σιγά-σιγά καί σταθερά νά  ἀνέβουμε στήν κορυφή τῆς πνευματικῆς Κλίμακος ἀπό γῆς πρός Οὐρανόν καί νά φθάσουμε ἐκεῖ, ὅπου μᾶς περιμένει Ἐκεῖνος, πού σταυρώθηκε γιά μᾶς ὁ Λυτρωτής μας καί Θεός.
 
 Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, λαχτάρα τῆς ψυχῆς μου, Σύ εἶσαι ἡ ζωή μας καί ἡ εἰρήνη μας, Σύ εἶσαι ἡ Ὁδός καί ἡ Ἀλήθεια καί ἡ Ζωή, Σύ εἶσαι τό φῶς, πού φωτίζει κάθε ἄνθρωπο πού ἔρχεται στόν κόσμο, Σύ εἶσαι ἡ χαρά καί ἡ Ἀνάστασις ἡμῶν. Σύ εἶσαι 
Λυτρωτής ἡμῶν κι' ὁ πρῶτος Παράκλητος, ὁ  Παρηγορητής μας.
Σύ εἶσαι τό ψωμί καί τό νερό, πού τρέφει τήν ψυχή μας, ὁ ἄρτος Οὐράνιος, ὁ ἀληθινός, πού ὅποιος τόν γευθῇ  δέν θά ξαναπεινάσῃ.
 Σύ, Κύριέ μου, εἶσαι τό ζωντανό νερό, πού ὅποιος τό πιεῖ δέν θά ξαναδιψάσῃ. Ἰησοῦ μου, ποθεινότατε, μόνε Ἠγαπημένε,
μονάχα Σύ εἶσαι γιά μᾶς σκέπη, καταφυγή καί στερέωμα,
τροφή καί τρυφή τῆς ψυχῆς, ἴαμα, θεραπεία.
 Ποιό πήλινο στόμα μπορεῖ νά περιγράψῃ τή δική Σου, ὁλοζώντανη Παρουσία στή ζωή μας; Εἶσαι ὁ Μόνος, εἰλικρινά καί γνήσια, δικός μας, τό Φρούριό μας, ὁ Ὑπερασπιστής μας, στίς δύσκολες ὧρες  τῆς ταλαίπωρης ζωῆς μας. Πολυεύσπλαγχνε Κύριε,
ἐκτός ἀπό Σένα, δέν ἔχουμε ἄλλον κανέναν. Εἶσαι γιά μᾶς τό Πᾶν.
Εἶσαι ἡ μοναδική, ἡ ἀληθινή Χαρά μας.
Σύ μονάχα γαληνεύεις τήν ψυχή μας 
καί γεμίζεις τήν καρδιά μας εὐφροσύνη καί ἀγαλλίασι.
Στήριζε τήν καρδιά μας  στήν Πίστι τήν δι' ἀγάπης
ἐνεργουμένην. Στερέωσε, Κύριε, τό σαλεμένο μας μυαλό
στό δρόμο τῶν Ἐντολῶν Σου. Μή μᾶς ἀφήνῃς νά ξεφεύγουμε
ἀπό κοντά Σου. Γνωρίζεις, Κύριε, ὅτι Σέ Σένα ἁμαρτάνουμε,
ἀλλά καί ὅτι μονάχα Ἐσένα λατρεύουμε, παρ' ὅλα τά ἀνόητα
λάθη μας.
«Σύ εἶ ὁ γλυκύς Ἰησοῦς, Σύ εἶ ὁ Ποιμήν ὁ καλός,
 Σύ εἶ ὁ Πλαστουργός μου, ἐν Σοί Σωτήρ δικαιωθήσομαι».
«Στερέωσον, Κύριε, ἐπί τήν πέτραν τῶν Ἐντολῶν Σου,
σαλευθεῖσαν τήν καρδίαν μου· ὅτι μόνος Ἅγιος, ὑπάρχεις 
καί Κύριος».



  
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου