Χρειάζεται ἐπίπονος, αἱματηρός ἀγῶνας
«Κύριε καί Δέσποτα τῆς ζωῆς μου, πνεῦμα ἀργίας,
περιεργείας, φιλαρχίας καί ἀργολογίας μή μοι δῷς.
Πνεῦμα δέ σωφροσύνης, ταπεινοφροσύνης, ὑπομονῆς
καί ἀγάπης, χάρισαί μοι τῷ σῷ δούλῳ.
Ναί, Κύριε Βασιλεῦ, δώρισαί μοι τοῦ ὁρᾶν τά ἐμά
πταίσματα, καί μή κατακρίνειν τόν ἀδελφόν μου·
ὅτι εὐλογητός εἶ εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν»
Ὁ ὅσιος Ἐφραίμ καί μαζί του κάθε πιστός, μέ βαθειά συναίσθησι τῆς ἀνθρωπίνης ἀδυναμίας καί πίστι θερμή, δέεται στόν οὐράνιο Πατέρα, μέ τά παραπάνω θεόπνευστα λόγια.
Ἡ πάλη, γιά τήν πνευματική μας τελείωσι, «δέν εἶναι πάλη πρός σάρκα καί αἷμα». Δέν ἔχουμε νά παλαίψουμε μέ ἕναν ἄλλον ἄνθρωπο, σάν κι' ἐμᾶς. «Ἡ πάλη μας, ὁ ἀγῶνας μας εἶναι ἕνας πόλεμος, μέ τίς ἀρχές καί τίς ἐξουσίες τοῦ σκότους, μέ τά διαβολικά τάγματα, μέ τούς κοσμοκράτορες, πού κυβερνοῦν τό πλῆθος τῶν ἀνθρώπων, τῶν βυθισμένων στό ἠθικό σκοτάδι, τό ὁποῖον ἐπικρατεῖ σέ τοῦτο τόν αἰῶνα» (Ἐφεσ. στ΄ 12).
Σ' αὐτή τήν πάλη εἶναι ἀνάγκη νά ἐπιστρατεύσῃ ὁ ἄνθρωπος ὅλες τίς πνευματικές του δυνάμεις καί τό κυριώτερο νά ζητεῖ τή Χάρι καί τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Χωρίς τή θεία ἐνίσχυσι εἶναι πολύ δύσκολο, ἄν ὄχι ἀδύνατον, νά ἀσκηθῇ καί νά προκόψῃ στίς ἀρετές καί νά κατορθώσῃ τήν πνευματική του τελείωσι.
Ἔχουμε ἀνάγκη ἀπό τή Χάρι καί τή δύναμι τοῦ Θεοῦ, γιά νά ξεφύγουμε ἀπό τίς παγίδες τοῦ πονηροῦ πνεύματος, τοῦ πνεύματος τοῦ κόσμου, πού εἶναι «πνεῦμα πλάνης», «πνεῦμα ἀργίας, περιεργείας, φιλαρχίας καί ἀργολογίας». Εἶναι δηλαδή πνεῦμα, πού καλλιεργεῖ στήν ψυχή μας καί στερεώνει τό Κακόν καί τήν ἁμαρτία.
Στόν πνευματικό μας ἀγῶνα, ἔχουμε ἀπόλυτη ἀνάγκη, ἀπό τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ τό πανάγιον, πού εἶναι φορέας καί πηγή ὅλων τῶν Χαρισμάτων. Αὐτό τό πνεῦμα θά μᾶς χαρίσῃ τήν πνευματική διάθεσι καί συμπεριφορά, θά καλλιεργήσῃ μέσα μας τό πνευματικό φρόνημα, θά μᾶς ἐνισχύσῃ στήν ἄσκησι τῶν ἀρετῶν, ὥστε, ἀπαλλαγμένοι ἀπό τήν ἀργία, τήν περιέργεια, τήν φιλαρχία καί τήν ἀργολογία καί ἀπό ὅλα τά ἁμαρτωλά πάθη, πού εἶναι ἐπακόλουθα, νά ἀποκτήσουμε τά Χαρίσματα τοῦ Θεοῦ, πού εἶναι τό πνεῦμα τῆς σωφροσύνης, τῆς ταπεινοφροσύνης, τῆς ὑπομονῆς καί πάνω ἀπό ὅλα τό πνεῦμα τῆς Ἀγάπης.
Αὐτά τά Χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος θά μᾶς ἀνεβάσουν ψηλά καί θά μᾶς κρατήσουν σ' αὐτό τό πνευματικό ὕψος.
Η ΑΡΓΙΑ εἶναι ἀποφυγή τῆς ἐργασίας καί συνεπῶς εἶναι ἡ χειρότερη μορφή ἀσωτίας. Ὁδηγεῖ σέ κάθε εἴδους ἁμαρτία, στό ἔγκλημα, στή φτώχεια, τόν ἐξευτελισμό. Ὁ Ἀριστοτέλης λέει ὅτι εἶναι «ἀδύνατον τόν μηδέν πράττοντα εὖ πράττειν».
«Ἔργον οὐδέν ὄνειδος, ἀεργίη τ' ὄνειδος»(Ἡσιόδ. Ἔργα 309). Καί τονίζει ὅτι «τῆς δ' ἀρετῆς προπάροιθεν (ἔμπροσθεν) ἱδρῶτα θεοί ἔθηκαν ἀθάνατοι» (Ἡσιόδ. ἔργα 287). Ὁ ἐμφορούμενος, ἐκεῖνος, πού κατέχεται ἀπό τό πνεῦμα τῆς ἀργίας εἶναι αὐτός, πού δέν θέλει νά ἐργασθῇ, ὁ σχολάζων, ὁ μή ἐργαζόμενος, ὁ ἀεργός (ἀργός), ὁ ὀκνηρός (Ἰλ. Ι 320). Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος λέγει ὅτι ἐάν κανείς δέν θέλει νά ἐργάζεται, δέν πρέπει οὐδέ νά τρώγει:« Εἴ τις οὐ θέλει ἐργάζεσθαι, μηδέ ἐσθιέτω» (Β΄Θεσσαλ. γ΄ 10).
Ἡ ἀργία εἶναι «ὄνειδος», ἐντροπή. Εἶναι μητέρα πάσης κακίας. «Πολλήν γάρ κακίαν ἐδίδαξεν ἡ ἀργία» (Σοφ. Σειράχ 33, 37 δές καί Χρυσόστομον Ε.Π. 62, 579). Χαρακτηρίζεται ἀπό τούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας, ἡ ἀργία, σάν «ἀρχή πάσης κακίας», «πάσης κακίας διδάσκαλος», «κακουργίας ἀρχή». Γιατί, ὅπως λέει ὁ ἅγιος Κασσιανός, «ἀπό ἀργίας, ἡ περιέργεια, καί ἀπό τῆς περιεργείας ἀταξία, καί ἀπό τῆς ἀταξίας πᾶσα κακία» (Φιλοκλ. Α΄ 77, 28). Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος παρατηρεῖ ὅτι μεταξύ τῶν Χριστιανῶν ὑπάρχουν μερικοί, οἱ ὁποῖοι συμπεριφέρονται ἄτακτα καί δέν ἐργάζονται, ἀλλά περιεργάζονται τίς ξένες ὑποθέσεις. Εἰς τούς τοιούτους παραγγέλλει καί παρακαλεῖ, μέ τό κῦρος καί τήν ἐξουσίαν, πού τοῦ δίδει ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός, «ἵνα μετά ἡσυχίας ἐργαζόμενοι τόν ἑαυτόν ἄρτον ἐσθίωσιν»(Β΄Θεσσλ. γ΄ 11-12).
Ὁ τριαδικός Θεός ἐργάζεται(Ἰωάν. ε΄ 17. θ΄ 4 κλπ.). Καί ἀφοῦ δημιούργησε τόν ἄνθρωπο «κατ' εἰκόνα καί καθ' ὁμοίωσιν αὐτοῦ» (Γενέσ. α΄ 26-27), τόν τοποθέτησε εἰς τόν Παράδεισον «ἐργάζεσθαι αὐτόν καί φυλάσσειν» (Γενέσ. β΄15). Καί μετά τήν πτῶσιν τοῦ ὑπέδειξε τόν τρόπον συντηρήσεώς του, λέγων:« ἐν ἱδρῶτι τοῦ προσώπου σου φαγῇ τόν ἄρτον σου» (Γενέσ. γ΄19).
Ὁ ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος λέει πώς «ἀργία ἐστί τό μή ποιεῖν καί ἐργάζεσθαι τά ἔργα τοῦ Θεοῦ». Καί ὁ ὅσιος Ἀμμωνᾶς συμβουλεύει κάθε πιστό νά ἐργάζεται σύμφωνα μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, γιά νά βοηθῇ καί ὅσους ἔχουν ἀνάγκη ἀπό βοήθεια: «Ἐργάζου ἐν τῷ ἐργοχείρῳ σου, ἵνα εὕρῃ πτωχός σόν ἄρτον. Ἡ γάρ ἀργία θάνατος ἐστί καί ἔκπτωσις τῆς ψυχῆς» (ΒΕΠΕΣ 40,70, 9-10).
Αὐτός, πού κυριεύεται ἀπό τό πνεῦμα τῆς ἀργίας, πραγματικά περνᾶ, σάν νεκρός, τόν καιρό του, σπαταλάει τή ζωή του, χωρίς κανένα σκοπό, χωρίς κανένα ἰδανικό, σάν παράσιτο. Σχετικές εἶναι οἱ προτροπές τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου (Migne P.G. 51, 193-196), ὅπως ἐπίσης καί τοῦ Μεγ.Βασιλείου (ΒΕΠΕΣ, 56, 77,48-78,12 καί 57,164,17-28).
Ὁ ἀργός καί ὁ ὀκνηρός (Σοφ.Σειράχ 37,11.Τιτ. α΄ 12), ὁ ἀνωφελής, ὁ ἄχρηστος καί ἄκαρπος (Ματθ.ιβ΄ 36 . Ἰακ. β΄ 20 . Β΄Πέτρ. ιζ΄ 7 ), θά δώσῃ λόγο τήν ἡμέρα τῆς Κρίσεως.
Φάρμακον, κατά τῆς ἀργίας, εἶναι ἡ κατά Θεόν ἐργασία.
Η ΠΕΡΙΕΡΓΕΙΑ εἶναι μάταιη καί ἀνώφελη, χωρίς λόγο ἔρευνα, γιά ξένες ὑποθέσεις. Ὁ περίεργος δέν ἐργάζεται, ἀλλά περιεργάζεται τίς ξένες ὑποθέσεις, «χώνει παντοῦ τή μύτη του», ὅπως λέει ὁ λαός καί μέ τήν ἀδιακρισία του αὐτή δημιουργεῖ πολλές στενοχώριες. Ἡ περιέργεια εἶναι πνεῦμα πονηρόν. Εἶναι φοβερό πάθος, μέ ὀδυνηρά, θανάσιμα ἀποτελέσματα, στόν ἴδιο τόν περίεργο καί στούς ἄλλους γύρω του.
Η ΦΙΛΑΡΧΙΑ εἶναι ἐπίσης ἕνα ἀπό τά «βιαιότερα», ἀπό τά «κακοηθέστερα» πάθη(Δ΄Μακκαβ. β΄ 15-16), τά ὁποῖα βέβαια ὁ συνετός, ὁ σώφρων νοῦς προτρέπει εἰς τό ἀγαθόν καί τά ἀπωθεῖ βίαια, γιατί κυριαρχεῖ πάνω τους. Φιλαρχία εἶναι ἡ ἀγάπη πρός τήν ἐξουσίαν, ἡ ἐπιθυμία νά κατέχῃ τήν ἐξουσίαν, ὄχι γιά νά ὠφελήσῃ, ἀλλά γιά νά μπορῇ, καταβασανίζοντας τούς ἄλλους, νά ἱκανοποιῇ ἀνεμπόδιστα τήν κενοδοξία, τήν ἀλαζονεία, τή μεγαλαυχία, τόν ἐγωϊσμό καί τά ἐφάμαρτα πάθη του.
Ἐνδεικτικό, τρανώτατο παράδειγμα φιλαρχίας , ὁ μεγαλύτερος ἐκ τῶν ἔσω ἐχθρός τῆς ἑνότητος τῆς Ἐκκλησίας μας, εἶναι ὁ διεκδικητής τοῦ πρωτείου ἐξουσίας, ὁ αὐτο-αποκαλούμενος Vicarius Christi (ἀντιπρόσωπος τοῦ Χριστοῦ) στή γῆ. Καί ἡ ὕπαρξις τῆς Οὐνίας εἶναι ἀπόδειξις ὅτι καί σήμερα ἐμμένει τῇ φαύλῃ συνηθείᾳ, ὁ δυστυχής.
Ὁ Κύριος, ὁ ὁποῖος εἶναι παντοτινά μαζί μας, ὁλοζώντανο παράδειγμα ἁγίας ζωῆς, μᾶς ἀποτρέπει ἀπό τό φοβερό αὐτό πάθος τῆς φιλαρχίας καί λέγει στούς Μαθητάς Του:
«Γνωρίζετε ὅτι οἱ Ἄρχοντες τῶν Ἐθνῶν συμπεριφέρονται στούς λαούς τους σάν κύριοί τους καί τούς καταδυναστεύουν, σάν οἱ λαοί νά εἶναι κτήματά τους καί οἱ μεγάλοι, αὐτοί, πού ἔχουν μεγάλο ἀξίωμα, τούς καταπιέζουν, σάν νά εἶναι δοῦλοι τους καί τούς ἐκμεταλλεύονται.
Μεταξύ σας ὅμως δέν πρέπει νά γίνεται ἔτσι. Ἀλλά ἐκεῖνος πού θέλει νά εἶναι πρῶτος μεταξύ σας, ὀφείλει νά εἶναι ταπεινός, νά ἔχῃ γνήσια ἀγάπη καί νά εἶναι δοῦλος ὅλων σας.
Νά γίνῃ διάκονος καί δοῦλος, ὅπως ἀκριβῶς ὁ υἱός τοῦ ἀνθρώπου δέν ἧλθε διά νά ὑπηρετηθῇ, ἀλλά διά νά ὑπηρετήσῃ καί νά δώσῃ τή ζωή του λύτρον, διά νά ἐξαγορασθοῦν καί νά ἐλευθερωθοῦν ἀπό τήν ἁμαρτίαν καί τό θάνατον πολλοί». Ὑποδεικνύει ὡς παράδειγμα πρός μίμησιν τόν Ἑαυτόν Του(Ματθ.κ΄ 25-28). Γονατίζει καί πλένει τά πόδια τῶν Μαθητῶν Του καί αὐτοῦ ἀκόμη τοῦ Ἰούδα καί ὑψώνεται στό Ξύλον τοῦ Σταυροῦ, γιά νά μᾶς λυτρώσῃ, νά μᾶς ἐλευθερώσῃ ἀπό τό πνεῦμα τῆς φιλαρχίας, καί νά μᾶς ἐπανεισάγῃ εἰς τόν Παράδεισο.
Η ΑΡΓΟΛΟΓΙΑ εἶναι τό πάθος, πού κυριεύει τόν ἄνθρωπο καί τόν ὑποκινεῖ νά λέει λόγια κενά, μάταια, νά φλυαρῇ. Ὁ Παῦλος συνιστᾶ σέ ὅλους μας καί λέγει:«τάς δέ μωρᾶς καί ἀπαιδεύτους ζητήσεις παραιτοῦ, εἰδώς ὅτι γεννῶσι μάχας» (Β΄ Τιμόθ. β΄ 23).
Ὁ Κύριος μᾶς ἀποτρέπει ἀπό τή βαττολογία,(ἀπό τήν ἀργολογία, τήν περιττολογία, τή φλυαρία, τήν μωρολογία). Δέν εἰσακούει ὁ Θεός τήν ἀνόητη πολυλογία (πρβλ. Ματθ. στ΄ 7). Τό Πνεῦμα τό Ἅγιον μᾶς προτρέπει νά διώξουμε τό πονηρόν πνεῦμα τῆς ἀργολογίας, ὥστε νά ἀποφύγουμε τόν κίνδυνον νά πέσουμε σέ ἁμαρτία. Διότι «ἐκ πολυλογίας οὐκ ἐκφεύξῃ ἁμαρτίαν, φειδώμενος δέ χειλέων νοήμων ἔσῃ»( Παροιμ. ι΄ 19). Καί ὁ Ἰάκωβος λέγει ὅτι « εἴ τις ἐν λόγῳ οὐ πταίει, οὗτος τέλειος ἀνήρ, δυνατός χαλιναγωγῆσαι καί ὅλον τό σῶμα» (Ἰακ. γ΄ 2 ).
Ἡ ἀργολογία εἶναι ἄσκοπη σπατάλη τοῦ πολύτιμου χρόνου, πού μᾶς χαρίζει ὁ Θεός, γιά τήν πνευματική μας τελείωσι. Ὁδηγεῖ τόν ἄνθρωπο στήν μωρολογία, σέ ἄπρεπα ἀστεῖα, σέ χυδαιολογίες, αἰσχρολογίες, ἄσκοπη φλυαρία, κακολογία, διαβολή, κατάκρισι καί στή συκοφαντία.
Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος μᾶς συμβουλεύει καί λέγει νά εἶναι ὁ λόγος μας πάντοτε χαριτωμένος, ἀρτυμένος μέ τό ἀλάτι τῆς διακρίσεως (πρβλ. Κολοσ. δ΄ 6). Καί πρός τούς Ἐφεσίους (δ΄ 29) γράφει:
«Πᾶς λόγος σαπρός ἐκ τοῦ στόματος ὑμῶν μή ἐκπορευέσθω, ἀλλ' εἴ τις ἀγαθός πρός οἰκοδομήν τῆς χρείας, ἵνα δῷ χάριν τοῖς ἀκούουσι».
Καί ὁ Κύριος μᾶς ἀποτρέπει ἀπό τήν ἀργολογία καί μᾶς προειδοποιεῖ λέγων ὅτι : « πᾶν ρῆμα ἀργόν ὅ ἐάν λαλήσωσιν οἱ ἄνθρωποι, ἀποδώσουσι περί αὐτοῦ λόγον ἐν ἡμέρᾳ Κρίσεως· ἐκ γάρ τῶν λόγων σου δικαιωθήσῃ καί ἐκ τῶν λόγων σου κατακριθήσῃ» (Ματθ. ιβ΄ 36-37.πρβλ. Ἰώβ ιε΄ 3-6.Λουκ.ιθ΄ 22. Ρωμ. ι΄ 10. Ἐφεσ. δ΄ 29. κ.ἄ.).
Η ΣΩΦΡΟΣΥΝΗ εἶναι πνευματικό χάρισμα, δωρεά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στόν ἄνθρωπο, πού προσπαθεῖ νά διαφυλάξῃ τόν ἑαυτό του ἁγνό. Ἡ σωφροσύνη εἶναι ἡ σύνεσι, ἡ φρόνησι, ἡ νηφαλιότητα, ἡ φρονιμάδα. Εἶναι ἡ ἐγκράτεια στίς σαρκικές ἐπιθυμίες καί ἡδονές, ἡ σεμνότης, ἡ ἁγνότητα. «Εἶναι γάρ ὁμολογεῖται σωφροσύνη τό κρατεῖν ἡδονῶν καί ἐπιθυμιῶν (πρβλ. Πλάτωνος Φαῖδρος 237Ε, Συμπόσ. 196C καί Ἁριστοτέλους Πολιτ.1236Β, 9).
Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος συνιστᾶ νά ἔχουμε τέτοιο φρόνημα, ὥστε νά σκεφτώμαστε , γιά τόν ἑαυτό μας καί γιά τούς ἄλλους, συνετά καί ἀληθινά, «μή ὑπερφρονεῖν παρ' ὅ δεῖ φρονεῖν, ἀλλά φρονεῖν εἰς τό σωφρονεῖν» (Ρωμ. ιβ΄ 3). «Οὐ γάρ ἔδωκεν ἡμῖν ὁ Θεός πνεῦμα δειλίας, ἀλλά δυνάμεως καί ἀγάπης καί σωφρονισμοῦ» (Β΄Τιμ. α΄ 7). Καί πρός τόν Τίτον γράφει ὅτι « ἐπεφάνη ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ ἡ σωτήριος πᾶσιν ἀνθρώποις, παιδεύουσα ἡμᾶς ἵνα ἀρνησάμενοι τήν ἀσέβειαν καί τάς κοσμικάς ἐπιθυμίας σωφρόνως καί δικαίως καί εὐσεβῶς ζήσωμεν ἐν τῷ νῦν αἰῶνι» (Τίτ. β΄ 11-12).
Η ΤΑΠΕΙΝΟΦΡΟΣΥΝΗ εἶναι βασική ἀρετή. Δέν εἶναι ἁπλῶς αὐτογνωσία, ἀλλά κατ' ἐξοχήν ἐπίγνωσι (πλήρης γνῶσις) τοῦ ἑαυτοῦ μας καί τῶν ἄλλων (ἑτερογνωσία), πού συνοδεύεται ἀπό βαθειά συναίσθησι τῆς ἁμαρτωλότητός μας μπροστά στό Θεό, καί ἀπό τή συνείδησι τῆς ἀνάγκης, γιά τήν τελειοποίησί μας.
Εἶναι πραγματική γνῶσι τοῦ ἀνθρώπου, γιά τήν ὑλική, σωματική, διανοητική καί ἠθική του κατάστασι, πού συνοδεύεται ἀπό βαθύ αἴσθημα εὐθύνης καί ἀπό τήν τέλεια ἀγάπη στό Θεό καί τόν συνάνθρωπο.
Εἶναι ἡ μακαριστή πτωχεία τοῦ πνεύματος (Ματθ. ε΄ 3). Μοναδικός διδάσκαλος τῆς ταπεινοφροσύνης εἶναι ὁ Κύριος, ὁ ὁποῖος «ἐταπείνωσεν ἑαυτόν γενόμενος ὑπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δέ Σταυροῦ» (Φιλιπ. β΄ 8) Ὁ Κύριος εἶναι τό ὑπόδειγμα, τό πρότυπον τῆς ἀρετῆς. Σάρκωσε τήν ταπείνωσιν καί μᾶς προτρέπει νά τόν μιμηθοῦμε, γιά νά βροῦμε ἀνάπαυσιν στήν ψυχή μας :«Μάθετε ἀπ' ἐμοῦ, ὅτι πρᾷός εἰμι καί ταπεινός τῇ καρδίᾳ, καί εὑρήσετε ἀνάπαυσιν ταῖς ψυχαῖς ὑμῶν»(Ματθ. ια΄ 29). Γι'αὐτό καί καθημερινά Τόν παρακαλοῦμε νά μᾶς διδάξῃ καί νά μᾶς χαρίζῃ τό πνεῦμα τῆς ταπεινοφροσύνης.
Ὁ Θεός ὑψώνει, δοξάζει καί χαριτώνει τόν ταπεινό (Λουκ. α΄52. ιδ΄ 11. Α΄ Πέτρ. ε΄ 5. Ἰακ. δ΄ 6. Παροιμ. γ΄34). Ἡσύχιος ὁ πρεσβύτερος λέγει ὅτι
« Οὐδείς τοῦ ταπεινοῦ ὑψηλότερος. Ὡς γάρ φωτός μή παρόντος, ζοφώδη καί σκοτεινά ἅπαντα, οὕτω καί μή παρούσης ταπεινοφροσύνης, πάντα ἡμῶν μάταια καί ἕωλα τά κατά Θεόν σπουδάσματα» (Φιλοκλ. Α΄153-154).
Καί ὁ Ἅγιος Ἀντώνιος λέγει ὅτι «πρό πασῶν τῶν ἀρετῶν ἐστιν ἡ ταπεινοφροσύνη».
Η ΥΠΟΜΟΝΗ εἶναι ἀρετή, πού δίνει στόν ἄνθρωπον τή δύναμι νά ὑποφέρῃ ἀγόγγυστα τίς θλίψεις. Στήν πνευματική ζωή ἀντιμετωπίζουμε πολλές καί διάφορες θλίψεις καί πειρασμούς καί ἔτσι δοκιμάζεται ἡ πίστις μας καί μέσα ἀπό τή δοκιμασία τῆς πίστεώς μας γεννιέται ἡ ὑπομονή. Ἡ ὑπομονή μας ὅμως αὐτή πρέπει νά κρατήσῃ ἕως τό τέλος, γιά νά γίνουμε τέλειοι καί ὁλοκληρωμένοι καί νά μήν ὑστεροῦμε σέ τίποτε(πρβλ. Ἰακ. α΄ 3-4).
Ἡ ὑπομονή καθιστᾶ ἱκανόν τόν πιστόν, ὄχι μόνον νά μήν παρασύρεται ἀπό τήν κακήν λύπην στίς ταλαιπωρίες τῆς ζωῆς, ἀλλά καί νά χαίρεται στίς θλίψεις καί νά τελειοποιεῖται μέσα ἀπό αὐτές. «Ἐν τῇ ὑπομονῇ ὑμῶν κτήσασθε τάς ψυχάς ὑμῶν»(Λουκ. κα΄19). «Ὁ δέ ὑπομείνας εἰς τέλος, οὗτος σωθήσεται»(Ματθ.ι΄ 22. κδ΄ 13. Μάρκ. ιγ΄ 13). Γιά νά τελειωθῇ κανείς στήν ἀρετή τῆς ὑπομονῆς ὀφείλει νά ἔχῃ τήν τέλεια ἀγάπη, πού τά «πάντα ὑπομένει καί οὐδέποτε ἐκπίπτει» (Α΄ Κορινθ. ιγ΄ 7).
«Εἰ τά ἀγαθά ἐδεξάμεθα ἐκ χειρός Κυρίου, τά κακά
οὐχ ὑποίσομεν; Εἴη τό ὄνομα Κυρίου εὐλογημένον
εἰς τούς αἰῶνας» (Ἰώβ α΄ 21. β΄10).
Ἡ ἀρετή τῆς ὑπομονῆς φαίνεται στό βιβλίον τοῦ Ἰώβ καί κυρίως στά πάθη τοῦ Χριστοῦ: «Ἰδού μακαρίζομεν τούς ὑπομένοντας· τήν ὑπομονήν Ἰώβ ἠκούσατε, καί τό τέλος Κυρίου εἴδετε, ὅτι πολυεύσπλαγχνός ἐστιν ὁ Κύριος καί οἰκτίρμων» (Ἰακ. ε΄ 11).
«Χριστός ἔπαθεν ὑπέρ ἡμῶν, ἡμῖν ὑπολιμπάνων ὑπογραμμόν
ἵνα ἐπακολουθήσωμεν τοῖς ἴχνεσιν αὐτοῦ»(Α΄Πέτρ. β΄ 21).
Κάθε πιστός ὀφείλει νά μιμῆται τή ὑπομονήν τοῦ Ἰώβ καί πάνω ἀπό ὅλα τήν ὑπομονήν τοῦ Κυρίου, γιά νά κατορθώσῃ νά ἀνέβη σιγά-σιγά τά πνευματικά σκαλοπάτια τῆς πνευματικῆς τελειώσεως.
Η ΑΓΑΠΗ εἶναι ἡ μητέρα καί βασίλισσα ὅλων τῶν ἀρετῶν. « Ὁ Θεός ἀγάπη ἐστί, καί ὁ μένων ἐν τῇ ἀγάπῃ ἐν τῷ Θεῷ μένει καί ὁ Θεός ἐν αὐτῷ» (Α΄ Ἰωάν. δ΄ 16). Ἡ ἀγάπη εἶναι ἡ οὐσία τῆς Χριστιανικῆς Θρησκείας καί τό διακριτικό γνώρισμα τῶν Μαθητῶν τοῦ Χριστοῦ (Ἰωάν. ιγ΄ 34-35).
«Χωρίς τήν ἀγάπη εἶναι ἀδύνατον νά πραγματοποιήσῃ κανείς, ὅπως πρέπει, τήν ἀρετή, γιατί ἡ ἀπόδειξι κάθε γνήσιας ἀρετῆς εἶναι ἡ ἀγάπη καί ἡ ταπεινοφροσύνη. Ἀπό αὐτές ἡ μέν ταπεινοφροσύνη ἀνεβάζει τόν ταπεινόφρονα πρός τό ὕψος τῶν κατορθωμάτων, ἡ δέ ἀγάπη συγκρατεῖ στό ὕψος αὐτό ἀσφαλῶς, ὥστε νά μήν πέσῃ ἀπό ἐκεῖ» (Ἅγιος Εὐθύμιος, Εὐεργ. Γ΄ 469).
Οἱ ἀρετές αὐτές βοηθοῦν τόν πιστό νά βλέπῃ καί νά ἀναγνωρίζῃ τά σφάλματά του. Ὁδηγεῖται στή διορθωσι τῆς προβληματικῆς του συμπεριφορᾶς, ὥστε νά ἀποφεύγῃ συνειδητά τήν κατάκρισι τῶν ἀδελφῶν του.
«Μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι, ὅτι αὐτῶν ἐστιν ἡ
βασιλεία τῶν οὐρανῶν... Μή κρίνετε, ἵνα μή κριθῆτε»
Η ΠΤΩΧΕΙΑ ΤΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ μακαρίζεται ἀπό τόν Κύριον(Ματθ. ε΄ 3) καί Η ΚΑΤΑΚΡΙΣΙ καταδικάζεται (Ματθ. ζ΄ 1-2. Ρωμ. β΄ 3 ἑξ.
Γιά τήν ἀποφυγή ὅμως ἀπό τό πνεῦμα τῆς ἀργίας, τῆς περιεργείας, τῆς φιλαρχίας καί τῆς ἀργολογίας καί γενικά ἀπό κάθε κακία, καί γιά τήν ἀπόκτησι τοῦ πνεύματος τῆς σωφροσύνης, τῆς ταπεινοφροσύνης, τῆς ὑπομονῆς καί τῆς ἀγάπης καί γενικά γιά τήν ἀπόκτησι ὅλων τῶν ἀρετῶν, δέν ἀρκεῖ μόνον ἡ καλή μας θέλησις καί ἡ προσπάθειά μας, ἀλλά χρειάζεται ἀπαραίτητα ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ. Γι' αὐτόν ἀκριβῶς τό λόγο, μαζί μέ τόν Ἅγιον Ἐφραίμ, τόν παρακαλοῦμε καθημερινά, λέγοντας :
«Κύριε, Σύ πού εἶσαι ὁ Χορηγός καί Ἐξουσιαστής τῆς
ζωῆς μας, μή ἐπιτρέψῃς νά μᾶς κυριαρχήσῃ τό πονηρό
πνεῦμα τῆς ἀργίας, τῆς περιεργείας, τῆς φιλαρχίας καί
τῆς ἀργολογίας.
Κύριε καί Δέσποτα, χάρισε στούς δούλους Σου, τό πανάγιο
Πνεῦμα. Χάρισέ μας τά χαρίσματα τῆς σωφροσύνης, τῆς
ταπεινοφροσύνης, τῆς ὑπομονῆς καί κυρίως τῆς ἀγάπης.
Ναί Κύριε καί Βασιλιᾶ μου, δῶσε μας τό χάρισμα νά
βλέπουμε τά δικά μας πταίσματα, τίς ἁμαρτίες μας, καί
βοήθησέ μας, νά μή κατακρίνουμε τούς ἀδελφούς μας,
διότι Σύ, Κύριε, εἶσαι ὁ μόνος, πού θέλεις καί μπορεῖς νά
μᾶς βοηθήσῃς καί μόνο Σύ εἶσαι ὁ Εὐλογητός εἰς τούς
αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν».
Ὁ ὅσιος Ἐφραίμ καί μαζί του κάθε πιστός, μέ βαθειά συναίσθησι τῆς ἀνθρωπίνης ἀδυναμίας καί πίστι θερμή, δέεται στόν οὐράνιο Πατέρα, μέ τά παραπάνω θεόπνευστα λόγια.
Ἡ πάλη, γιά τήν πνευματική μας τελείωσι, «δέν εἶναι πάλη πρός σάρκα καί αἷμα». Δέν ἔχουμε νά παλαίψουμε μέ ἕναν ἄλλον ἄνθρωπο, σάν κι' ἐμᾶς. «Ἡ πάλη μας, ὁ ἀγῶνας μας εἶναι ἕνας πόλεμος, μέ τίς ἀρχές καί τίς ἐξουσίες τοῦ σκότους, μέ τά διαβολικά τάγματα, μέ τούς κοσμοκράτορες, πού κυβερνοῦν τό πλῆθος τῶν ἀνθρώπων, τῶν βυθισμένων στό ἠθικό σκοτάδι, τό ὁποῖον ἐπικρατεῖ σέ τοῦτο τόν αἰῶνα» (Ἐφεσ. στ΄ 12).
Σ' αὐτή τήν πάλη εἶναι ἀνάγκη νά ἐπιστρατεύσῃ ὁ ἄνθρωπος ὅλες τίς πνευματικές του δυνάμεις καί τό κυριώτερο νά ζητεῖ τή Χάρι καί τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Χωρίς τή θεία ἐνίσχυσι εἶναι πολύ δύσκολο, ἄν ὄχι ἀδύνατον, νά ἀσκηθῇ καί νά προκόψῃ στίς ἀρετές καί νά κατορθώσῃ τήν πνευματική του τελείωσι.
Ἔχουμε ἀνάγκη ἀπό τή Χάρι καί τή δύναμι τοῦ Θεοῦ, γιά νά ξεφύγουμε ἀπό τίς παγίδες τοῦ πονηροῦ πνεύματος, τοῦ πνεύματος τοῦ κόσμου, πού εἶναι «πνεῦμα πλάνης», «πνεῦμα ἀργίας, περιεργείας, φιλαρχίας καί ἀργολογίας». Εἶναι δηλαδή πνεῦμα, πού καλλιεργεῖ στήν ψυχή μας καί στερεώνει τό Κακόν καί τήν ἁμαρτία.
Στόν πνευματικό μας ἀγῶνα, ἔχουμε ἀπόλυτη ἀνάγκη, ἀπό τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ τό πανάγιον, πού εἶναι φορέας καί πηγή ὅλων τῶν Χαρισμάτων. Αὐτό τό πνεῦμα θά μᾶς χαρίσῃ τήν πνευματική διάθεσι καί συμπεριφορά, θά καλλιεργήσῃ μέσα μας τό πνευματικό φρόνημα, θά μᾶς ἐνισχύσῃ στήν ἄσκησι τῶν ἀρετῶν, ὥστε, ἀπαλλαγμένοι ἀπό τήν ἀργία, τήν περιέργεια, τήν φιλαρχία καί τήν ἀργολογία καί ἀπό ὅλα τά ἁμαρτωλά πάθη, πού εἶναι ἐπακόλουθα, νά ἀποκτήσουμε τά Χαρίσματα τοῦ Θεοῦ, πού εἶναι τό πνεῦμα τῆς σωφροσύνης, τῆς ταπεινοφροσύνης, τῆς ὑπομονῆς καί πάνω ἀπό ὅλα τό πνεῦμα τῆς Ἀγάπης.
Αὐτά τά Χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος θά μᾶς ἀνεβάσουν ψηλά καί θά μᾶς κρατήσουν σ' αὐτό τό πνευματικό ὕψος.
Η ΑΡΓΙΑ εἶναι ἀποφυγή τῆς ἐργασίας καί συνεπῶς εἶναι ἡ χειρότερη μορφή ἀσωτίας. Ὁδηγεῖ σέ κάθε εἴδους ἁμαρτία, στό ἔγκλημα, στή φτώχεια, τόν ἐξευτελισμό. Ὁ Ἀριστοτέλης λέει ὅτι εἶναι «ἀδύνατον τόν μηδέν πράττοντα εὖ πράττειν».
«Ἔργον οὐδέν ὄνειδος, ἀεργίη τ' ὄνειδος»(Ἡσιόδ. Ἔργα 309). Καί τονίζει ὅτι «τῆς δ' ἀρετῆς προπάροιθεν (ἔμπροσθεν) ἱδρῶτα θεοί ἔθηκαν ἀθάνατοι» (Ἡσιόδ. ἔργα 287). Ὁ ἐμφορούμενος, ἐκεῖνος, πού κατέχεται ἀπό τό πνεῦμα τῆς ἀργίας εἶναι αὐτός, πού δέν θέλει νά ἐργασθῇ, ὁ σχολάζων, ὁ μή ἐργαζόμενος, ὁ ἀεργός (ἀργός), ὁ ὀκνηρός (Ἰλ. Ι 320). Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος λέγει ὅτι ἐάν κανείς δέν θέλει νά ἐργάζεται, δέν πρέπει οὐδέ νά τρώγει:« Εἴ τις οὐ θέλει ἐργάζεσθαι, μηδέ ἐσθιέτω» (Β΄Θεσσαλ. γ΄ 10).
Ἡ ἀργία εἶναι «ὄνειδος», ἐντροπή. Εἶναι μητέρα πάσης κακίας. «Πολλήν γάρ κακίαν ἐδίδαξεν ἡ ἀργία» (Σοφ. Σειράχ 33, 37 δές καί Χρυσόστομον Ε.Π. 62, 579). Χαρακτηρίζεται ἀπό τούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας, ἡ ἀργία, σάν «ἀρχή πάσης κακίας», «πάσης κακίας διδάσκαλος», «κακουργίας ἀρχή». Γιατί, ὅπως λέει ὁ ἅγιος Κασσιανός, «ἀπό ἀργίας, ἡ περιέργεια, καί ἀπό τῆς περιεργείας ἀταξία, καί ἀπό τῆς ἀταξίας πᾶσα κακία» (Φιλοκλ. Α΄ 77, 28). Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος παρατηρεῖ ὅτι μεταξύ τῶν Χριστιανῶν ὑπάρχουν μερικοί, οἱ ὁποῖοι συμπεριφέρονται ἄτακτα καί δέν ἐργάζονται, ἀλλά περιεργάζονται τίς ξένες ὑποθέσεις. Εἰς τούς τοιούτους παραγγέλλει καί παρακαλεῖ, μέ τό κῦρος καί τήν ἐξουσίαν, πού τοῦ δίδει ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός, «ἵνα μετά ἡσυχίας ἐργαζόμενοι τόν ἑαυτόν ἄρτον ἐσθίωσιν»(Β΄Θεσσλ. γ΄ 11-12).
Ὁ τριαδικός Θεός ἐργάζεται(Ἰωάν. ε΄ 17. θ΄ 4 κλπ.). Καί ἀφοῦ δημιούργησε τόν ἄνθρωπο «κατ' εἰκόνα καί καθ' ὁμοίωσιν αὐτοῦ» (Γενέσ. α΄ 26-27), τόν τοποθέτησε εἰς τόν Παράδεισον «ἐργάζεσθαι αὐτόν καί φυλάσσειν» (Γενέσ. β΄15). Καί μετά τήν πτῶσιν τοῦ ὑπέδειξε τόν τρόπον συντηρήσεώς του, λέγων:« ἐν ἱδρῶτι τοῦ προσώπου σου φαγῇ τόν ἄρτον σου» (Γενέσ. γ΄19).
Ὁ ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος λέει πώς «ἀργία ἐστί τό μή ποιεῖν καί ἐργάζεσθαι τά ἔργα τοῦ Θεοῦ». Καί ὁ ὅσιος Ἀμμωνᾶς συμβουλεύει κάθε πιστό νά ἐργάζεται σύμφωνα μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, γιά νά βοηθῇ καί ὅσους ἔχουν ἀνάγκη ἀπό βοήθεια: «Ἐργάζου ἐν τῷ ἐργοχείρῳ σου, ἵνα εὕρῃ πτωχός σόν ἄρτον. Ἡ γάρ ἀργία θάνατος ἐστί καί ἔκπτωσις τῆς ψυχῆς» (ΒΕΠΕΣ 40,70, 9-10).
Αὐτός, πού κυριεύεται ἀπό τό πνεῦμα τῆς ἀργίας, πραγματικά περνᾶ, σάν νεκρός, τόν καιρό του, σπαταλάει τή ζωή του, χωρίς κανένα σκοπό, χωρίς κανένα ἰδανικό, σάν παράσιτο. Σχετικές εἶναι οἱ προτροπές τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου (Migne P.G. 51, 193-196), ὅπως ἐπίσης καί τοῦ Μεγ.Βασιλείου (ΒΕΠΕΣ, 56, 77,48-78,12 καί 57,164,17-28).
Ὁ ἀργός καί ὁ ὀκνηρός (Σοφ.Σειράχ 37,11.Τιτ. α΄ 12), ὁ ἀνωφελής, ὁ ἄχρηστος καί ἄκαρπος (Ματθ.ιβ΄ 36 . Ἰακ. β΄ 20 . Β΄Πέτρ. ιζ΄ 7 ), θά δώσῃ λόγο τήν ἡμέρα τῆς Κρίσεως.
Φάρμακον, κατά τῆς ἀργίας, εἶναι ἡ κατά Θεόν ἐργασία.
Η ΠΕΡΙΕΡΓΕΙΑ εἶναι μάταιη καί ἀνώφελη, χωρίς λόγο ἔρευνα, γιά ξένες ὑποθέσεις. Ὁ περίεργος δέν ἐργάζεται, ἀλλά περιεργάζεται τίς ξένες ὑποθέσεις, «χώνει παντοῦ τή μύτη του», ὅπως λέει ὁ λαός καί μέ τήν ἀδιακρισία του αὐτή δημιουργεῖ πολλές στενοχώριες. Ἡ περιέργεια εἶναι πνεῦμα πονηρόν. Εἶναι φοβερό πάθος, μέ ὀδυνηρά, θανάσιμα ἀποτελέσματα, στόν ἴδιο τόν περίεργο καί στούς ἄλλους γύρω του.
Η ΦΙΛΑΡΧΙΑ εἶναι ἐπίσης ἕνα ἀπό τά «βιαιότερα», ἀπό τά «κακοηθέστερα» πάθη(Δ΄Μακκαβ. β΄ 15-16), τά ὁποῖα βέβαια ὁ συνετός, ὁ σώφρων νοῦς προτρέπει εἰς τό ἀγαθόν καί τά ἀπωθεῖ βίαια, γιατί κυριαρχεῖ πάνω τους. Φιλαρχία εἶναι ἡ ἀγάπη πρός τήν ἐξουσίαν, ἡ ἐπιθυμία νά κατέχῃ τήν ἐξουσίαν, ὄχι γιά νά ὠφελήσῃ, ἀλλά γιά νά μπορῇ, καταβασανίζοντας τούς ἄλλους, νά ἱκανοποιῇ ἀνεμπόδιστα τήν κενοδοξία, τήν ἀλαζονεία, τή μεγαλαυχία, τόν ἐγωϊσμό καί τά ἐφάμαρτα πάθη του.
Ἐνδεικτικό, τρανώτατο παράδειγμα φιλαρχίας , ὁ μεγαλύτερος ἐκ τῶν ἔσω ἐχθρός τῆς ἑνότητος τῆς Ἐκκλησίας μας, εἶναι ὁ διεκδικητής τοῦ πρωτείου ἐξουσίας, ὁ αὐτο-αποκαλούμενος Vicarius Christi (ἀντιπρόσωπος τοῦ Χριστοῦ) στή γῆ. Καί ἡ ὕπαρξις τῆς Οὐνίας εἶναι ἀπόδειξις ὅτι καί σήμερα ἐμμένει τῇ φαύλῃ συνηθείᾳ, ὁ δυστυχής.
Ὁ Κύριος, ὁ ὁποῖος εἶναι παντοτινά μαζί μας, ὁλοζώντανο παράδειγμα ἁγίας ζωῆς, μᾶς ἀποτρέπει ἀπό τό φοβερό αὐτό πάθος τῆς φιλαρχίας καί λέγει στούς Μαθητάς Του:
«Γνωρίζετε ὅτι οἱ Ἄρχοντες τῶν Ἐθνῶν συμπεριφέρονται στούς λαούς τους σάν κύριοί τους καί τούς καταδυναστεύουν, σάν οἱ λαοί νά εἶναι κτήματά τους καί οἱ μεγάλοι, αὐτοί, πού ἔχουν μεγάλο ἀξίωμα, τούς καταπιέζουν, σάν νά εἶναι δοῦλοι τους καί τούς ἐκμεταλλεύονται.
Μεταξύ σας ὅμως δέν πρέπει νά γίνεται ἔτσι. Ἀλλά ἐκεῖνος πού θέλει νά εἶναι πρῶτος μεταξύ σας, ὀφείλει νά εἶναι ταπεινός, νά ἔχῃ γνήσια ἀγάπη καί νά εἶναι δοῦλος ὅλων σας.
Νά γίνῃ διάκονος καί δοῦλος, ὅπως ἀκριβῶς ὁ υἱός τοῦ ἀνθρώπου δέν ἧλθε διά νά ὑπηρετηθῇ, ἀλλά διά νά ὑπηρετήσῃ καί νά δώσῃ τή ζωή του λύτρον, διά νά ἐξαγορασθοῦν καί νά ἐλευθερωθοῦν ἀπό τήν ἁμαρτίαν καί τό θάνατον πολλοί». Ὑποδεικνύει ὡς παράδειγμα πρός μίμησιν τόν Ἑαυτόν Του(Ματθ.κ΄ 25-28). Γονατίζει καί πλένει τά πόδια τῶν Μαθητῶν Του καί αὐτοῦ ἀκόμη τοῦ Ἰούδα καί ὑψώνεται στό Ξύλον τοῦ Σταυροῦ, γιά νά μᾶς λυτρώσῃ, νά μᾶς ἐλευθερώσῃ ἀπό τό πνεῦμα τῆς φιλαρχίας, καί νά μᾶς ἐπανεισάγῃ εἰς τόν Παράδεισο.
Η ΑΡΓΟΛΟΓΙΑ εἶναι τό πάθος, πού κυριεύει τόν ἄνθρωπο καί τόν ὑποκινεῖ νά λέει λόγια κενά, μάταια, νά φλυαρῇ. Ὁ Παῦλος συνιστᾶ σέ ὅλους μας καί λέγει:«τάς δέ μωρᾶς καί ἀπαιδεύτους ζητήσεις παραιτοῦ, εἰδώς ὅτι γεννῶσι μάχας» (Β΄ Τιμόθ. β΄ 23).
Ὁ Κύριος μᾶς ἀποτρέπει ἀπό τή βαττολογία,(ἀπό τήν ἀργολογία, τήν περιττολογία, τή φλυαρία, τήν μωρολογία). Δέν εἰσακούει ὁ Θεός τήν ἀνόητη πολυλογία (πρβλ. Ματθ. στ΄ 7). Τό Πνεῦμα τό Ἅγιον μᾶς προτρέπει νά διώξουμε τό πονηρόν πνεῦμα τῆς ἀργολογίας, ὥστε νά ἀποφύγουμε τόν κίνδυνον νά πέσουμε σέ ἁμαρτία. Διότι «ἐκ πολυλογίας οὐκ ἐκφεύξῃ ἁμαρτίαν, φειδώμενος δέ χειλέων νοήμων ἔσῃ»( Παροιμ. ι΄ 19). Καί ὁ Ἰάκωβος λέγει ὅτι « εἴ τις ἐν λόγῳ οὐ πταίει, οὗτος τέλειος ἀνήρ, δυνατός χαλιναγωγῆσαι καί ὅλον τό σῶμα» (Ἰακ. γ΄ 2 ).
Ἡ ἀργολογία εἶναι ἄσκοπη σπατάλη τοῦ πολύτιμου χρόνου, πού μᾶς χαρίζει ὁ Θεός, γιά τήν πνευματική μας τελείωσι. Ὁδηγεῖ τόν ἄνθρωπο στήν μωρολογία, σέ ἄπρεπα ἀστεῖα, σέ χυδαιολογίες, αἰσχρολογίες, ἄσκοπη φλυαρία, κακολογία, διαβολή, κατάκρισι καί στή συκοφαντία.
Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος μᾶς συμβουλεύει καί λέγει νά εἶναι ὁ λόγος μας πάντοτε χαριτωμένος, ἀρτυμένος μέ τό ἀλάτι τῆς διακρίσεως (πρβλ. Κολοσ. δ΄ 6). Καί πρός τούς Ἐφεσίους (δ΄ 29) γράφει:
«Πᾶς λόγος σαπρός ἐκ τοῦ στόματος ὑμῶν μή ἐκπορευέσθω, ἀλλ' εἴ τις ἀγαθός πρός οἰκοδομήν τῆς χρείας, ἵνα δῷ χάριν τοῖς ἀκούουσι».
Καί ὁ Κύριος μᾶς ἀποτρέπει ἀπό τήν ἀργολογία καί μᾶς προειδοποιεῖ λέγων ὅτι : « πᾶν ρῆμα ἀργόν ὅ ἐάν λαλήσωσιν οἱ ἄνθρωποι, ἀποδώσουσι περί αὐτοῦ λόγον ἐν ἡμέρᾳ Κρίσεως· ἐκ γάρ τῶν λόγων σου δικαιωθήσῃ καί ἐκ τῶν λόγων σου κατακριθήσῃ» (Ματθ. ιβ΄ 36-37.πρβλ. Ἰώβ ιε΄ 3-6.Λουκ.ιθ΄ 22. Ρωμ. ι΄ 10. Ἐφεσ. δ΄ 29. κ.ἄ.).
Η ΣΩΦΡΟΣΥΝΗ εἶναι πνευματικό χάρισμα, δωρεά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στόν ἄνθρωπο, πού προσπαθεῖ νά διαφυλάξῃ τόν ἑαυτό του ἁγνό. Ἡ σωφροσύνη εἶναι ἡ σύνεσι, ἡ φρόνησι, ἡ νηφαλιότητα, ἡ φρονιμάδα. Εἶναι ἡ ἐγκράτεια στίς σαρκικές ἐπιθυμίες καί ἡδονές, ἡ σεμνότης, ἡ ἁγνότητα. «Εἶναι γάρ ὁμολογεῖται σωφροσύνη τό κρατεῖν ἡδονῶν καί ἐπιθυμιῶν (πρβλ. Πλάτωνος Φαῖδρος 237Ε, Συμπόσ. 196C καί Ἁριστοτέλους Πολιτ.1236Β, 9).
Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος συνιστᾶ νά ἔχουμε τέτοιο φρόνημα, ὥστε νά σκεφτώμαστε , γιά τόν ἑαυτό μας καί γιά τούς ἄλλους, συνετά καί ἀληθινά, «μή ὑπερφρονεῖν παρ' ὅ δεῖ φρονεῖν, ἀλλά φρονεῖν εἰς τό σωφρονεῖν» (Ρωμ. ιβ΄ 3). «Οὐ γάρ ἔδωκεν ἡμῖν ὁ Θεός πνεῦμα δειλίας, ἀλλά δυνάμεως καί ἀγάπης καί σωφρονισμοῦ» (Β΄Τιμ. α΄ 7). Καί πρός τόν Τίτον γράφει ὅτι « ἐπεφάνη ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ ἡ σωτήριος πᾶσιν ἀνθρώποις, παιδεύουσα ἡμᾶς ἵνα ἀρνησάμενοι τήν ἀσέβειαν καί τάς κοσμικάς ἐπιθυμίας σωφρόνως καί δικαίως καί εὐσεβῶς ζήσωμεν ἐν τῷ νῦν αἰῶνι» (Τίτ. β΄ 11-12).
Η ΤΑΠΕΙΝΟΦΡΟΣΥΝΗ εἶναι βασική ἀρετή. Δέν εἶναι ἁπλῶς αὐτογνωσία, ἀλλά κατ' ἐξοχήν ἐπίγνωσι (πλήρης γνῶσις) τοῦ ἑαυτοῦ μας καί τῶν ἄλλων (ἑτερογνωσία), πού συνοδεύεται ἀπό βαθειά συναίσθησι τῆς ἁμαρτωλότητός μας μπροστά στό Θεό, καί ἀπό τή συνείδησι τῆς ἀνάγκης, γιά τήν τελειοποίησί μας.
Εἶναι πραγματική γνῶσι τοῦ ἀνθρώπου, γιά τήν ὑλική, σωματική, διανοητική καί ἠθική του κατάστασι, πού συνοδεύεται ἀπό βαθύ αἴσθημα εὐθύνης καί ἀπό τήν τέλεια ἀγάπη στό Θεό καί τόν συνάνθρωπο.
Εἶναι ἡ μακαριστή πτωχεία τοῦ πνεύματος (Ματθ. ε΄ 3). Μοναδικός διδάσκαλος τῆς ταπεινοφροσύνης εἶναι ὁ Κύριος, ὁ ὁποῖος «ἐταπείνωσεν ἑαυτόν γενόμενος ὑπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δέ Σταυροῦ» (Φιλιπ. β΄ 8) Ὁ Κύριος εἶναι τό ὑπόδειγμα, τό πρότυπον τῆς ἀρετῆς. Σάρκωσε τήν ταπείνωσιν καί μᾶς προτρέπει νά τόν μιμηθοῦμε, γιά νά βροῦμε ἀνάπαυσιν στήν ψυχή μας :«Μάθετε ἀπ' ἐμοῦ, ὅτι πρᾷός εἰμι καί ταπεινός τῇ καρδίᾳ, καί εὑρήσετε ἀνάπαυσιν ταῖς ψυχαῖς ὑμῶν»(Ματθ. ια΄ 29). Γι'αὐτό καί καθημερινά Τόν παρακαλοῦμε νά μᾶς διδάξῃ καί νά μᾶς χαρίζῃ τό πνεῦμα τῆς ταπεινοφροσύνης.
Ὁ Θεός ὑψώνει, δοξάζει καί χαριτώνει τόν ταπεινό (Λουκ. α΄52. ιδ΄ 11. Α΄ Πέτρ. ε΄ 5. Ἰακ. δ΄ 6. Παροιμ. γ΄34). Ἡσύχιος ὁ πρεσβύτερος λέγει ὅτι
« Οὐδείς τοῦ ταπεινοῦ ὑψηλότερος. Ὡς γάρ φωτός μή παρόντος, ζοφώδη καί σκοτεινά ἅπαντα, οὕτω καί μή παρούσης ταπεινοφροσύνης, πάντα ἡμῶν μάταια καί ἕωλα τά κατά Θεόν σπουδάσματα» (Φιλοκλ. Α΄153-154).
Καί ὁ Ἅγιος Ἀντώνιος λέγει ὅτι «πρό πασῶν τῶν ἀρετῶν ἐστιν ἡ ταπεινοφροσύνη».
Η ΥΠΟΜΟΝΗ εἶναι ἀρετή, πού δίνει στόν ἄνθρωπον τή δύναμι νά ὑποφέρῃ ἀγόγγυστα τίς θλίψεις. Στήν πνευματική ζωή ἀντιμετωπίζουμε πολλές καί διάφορες θλίψεις καί πειρασμούς καί ἔτσι δοκιμάζεται ἡ πίστις μας καί μέσα ἀπό τή δοκιμασία τῆς πίστεώς μας γεννιέται ἡ ὑπομονή. Ἡ ὑπομονή μας ὅμως αὐτή πρέπει νά κρατήσῃ ἕως τό τέλος, γιά νά γίνουμε τέλειοι καί ὁλοκληρωμένοι καί νά μήν ὑστεροῦμε σέ τίποτε(πρβλ. Ἰακ. α΄ 3-4).
Ἡ ὑπομονή καθιστᾶ ἱκανόν τόν πιστόν, ὄχι μόνον νά μήν παρασύρεται ἀπό τήν κακήν λύπην στίς ταλαιπωρίες τῆς ζωῆς, ἀλλά καί νά χαίρεται στίς θλίψεις καί νά τελειοποιεῖται μέσα ἀπό αὐτές. «Ἐν τῇ ὑπομονῇ ὑμῶν κτήσασθε τάς ψυχάς ὑμῶν»(Λουκ. κα΄19). «Ὁ δέ ὑπομείνας εἰς τέλος, οὗτος σωθήσεται»(Ματθ.ι΄ 22. κδ΄ 13. Μάρκ. ιγ΄ 13). Γιά νά τελειωθῇ κανείς στήν ἀρετή τῆς ὑπομονῆς ὀφείλει νά ἔχῃ τήν τέλεια ἀγάπη, πού τά «πάντα ὑπομένει καί οὐδέποτε ἐκπίπτει» (Α΄ Κορινθ. ιγ΄ 7).
«Εἰ τά ἀγαθά ἐδεξάμεθα ἐκ χειρός Κυρίου, τά κακά
οὐχ ὑποίσομεν; Εἴη τό ὄνομα Κυρίου εὐλογημένον
εἰς τούς αἰῶνας» (Ἰώβ α΄ 21. β΄10).
Ἡ ἀρετή τῆς ὑπομονῆς φαίνεται στό βιβλίον τοῦ Ἰώβ καί κυρίως στά πάθη τοῦ Χριστοῦ: «Ἰδού μακαρίζομεν τούς ὑπομένοντας· τήν ὑπομονήν Ἰώβ ἠκούσατε, καί τό τέλος Κυρίου εἴδετε, ὅτι πολυεύσπλαγχνός ἐστιν ὁ Κύριος καί οἰκτίρμων» (Ἰακ. ε΄ 11).
«Χριστός ἔπαθεν ὑπέρ ἡμῶν, ἡμῖν ὑπολιμπάνων ὑπογραμμόν
ἵνα ἐπακολουθήσωμεν τοῖς ἴχνεσιν αὐτοῦ»(Α΄Πέτρ. β΄ 21).
Κάθε πιστός ὀφείλει νά μιμῆται τή ὑπομονήν τοῦ Ἰώβ καί πάνω ἀπό ὅλα τήν ὑπομονήν τοῦ Κυρίου, γιά νά κατορθώσῃ νά ἀνέβη σιγά-σιγά τά πνευματικά σκαλοπάτια τῆς πνευματικῆς τελειώσεως.
Η ΑΓΑΠΗ εἶναι ἡ μητέρα καί βασίλισσα ὅλων τῶν ἀρετῶν. « Ὁ Θεός ἀγάπη ἐστί, καί ὁ μένων ἐν τῇ ἀγάπῃ ἐν τῷ Θεῷ μένει καί ὁ Θεός ἐν αὐτῷ» (Α΄ Ἰωάν. δ΄ 16). Ἡ ἀγάπη εἶναι ἡ οὐσία τῆς Χριστιανικῆς Θρησκείας καί τό διακριτικό γνώρισμα τῶν Μαθητῶν τοῦ Χριστοῦ (Ἰωάν. ιγ΄ 34-35).
«Χωρίς τήν ἀγάπη εἶναι ἀδύνατον νά πραγματοποιήσῃ κανείς, ὅπως πρέπει, τήν ἀρετή, γιατί ἡ ἀπόδειξι κάθε γνήσιας ἀρετῆς εἶναι ἡ ἀγάπη καί ἡ ταπεινοφροσύνη. Ἀπό αὐτές ἡ μέν ταπεινοφροσύνη ἀνεβάζει τόν ταπεινόφρονα πρός τό ὕψος τῶν κατορθωμάτων, ἡ δέ ἀγάπη συγκρατεῖ στό ὕψος αὐτό ἀσφαλῶς, ὥστε νά μήν πέσῃ ἀπό ἐκεῖ» (Ἅγιος Εὐθύμιος, Εὐεργ. Γ΄ 469).
Οἱ ἀρετές αὐτές βοηθοῦν τόν πιστό νά βλέπῃ καί νά ἀναγνωρίζῃ τά σφάλματά του. Ὁδηγεῖται στή διορθωσι τῆς προβληματικῆς του συμπεριφορᾶς, ὥστε νά ἀποφεύγῃ συνειδητά τήν κατάκρισι τῶν ἀδελφῶν του.
«Μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι, ὅτι αὐτῶν ἐστιν ἡ
βασιλεία τῶν οὐρανῶν... Μή κρίνετε, ἵνα μή κριθῆτε»
Η ΠΤΩΧΕΙΑ ΤΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ μακαρίζεται ἀπό τόν Κύριον(Ματθ. ε΄ 3) καί Η ΚΑΤΑΚΡΙΣΙ καταδικάζεται (Ματθ. ζ΄ 1-2. Ρωμ. β΄ 3 ἑξ.
Γιά τήν ἀποφυγή ὅμως ἀπό τό πνεῦμα τῆς ἀργίας, τῆς περιεργείας, τῆς φιλαρχίας καί τῆς ἀργολογίας καί γενικά ἀπό κάθε κακία, καί γιά τήν ἀπόκτησι τοῦ πνεύματος τῆς σωφροσύνης, τῆς ταπεινοφροσύνης, τῆς ὑπομονῆς καί τῆς ἀγάπης καί γενικά γιά τήν ἀπόκτησι ὅλων τῶν ἀρετῶν, δέν ἀρκεῖ μόνον ἡ καλή μας θέλησις καί ἡ προσπάθειά μας, ἀλλά χρειάζεται ἀπαραίτητα ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ. Γι' αὐτόν ἀκριβῶς τό λόγο, μαζί μέ τόν Ἅγιον Ἐφραίμ, τόν παρακαλοῦμε καθημερινά, λέγοντας :
«Κύριε, Σύ πού εἶσαι ὁ Χορηγός καί Ἐξουσιαστής τῆς
ζωῆς μας, μή ἐπιτρέψῃς νά μᾶς κυριαρχήσῃ τό πονηρό
πνεῦμα τῆς ἀργίας, τῆς περιεργείας, τῆς φιλαρχίας καί
τῆς ἀργολογίας.
Κύριε καί Δέσποτα, χάρισε στούς δούλους Σου, τό πανάγιο
Πνεῦμα. Χάρισέ μας τά χαρίσματα τῆς σωφροσύνης, τῆς
ταπεινοφροσύνης, τῆς ὑπομονῆς καί κυρίως τῆς ἀγάπης.
Ναί Κύριε καί Βασιλιᾶ μου, δῶσε μας τό χάρισμα νά
βλέπουμε τά δικά μας πταίσματα, τίς ἁμαρτίες μας, καί
βοήθησέ μας, νά μή κατακρίνουμε τούς ἀδελφούς μας,
διότι Σύ, Κύριε, εἶσαι ὁ μόνος, πού θέλεις καί μπορεῖς νά
μᾶς βοηθήσῃς καί μόνο Σύ εἶσαι ὁ Εὐλογητός εἰς τούς
αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου