Πέμπτη 23 Φεβρουαρίου 2017

Η ΓΝΗΣΙΑ ΑΓΑΠΗ


ΒΑΣΙΚΟΣ ΟΡΟΣ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗΣ ΕΙΣ ΤΟΝ ΘΕΟΝ



Ὁ πανάγαθος Θεός, ὡς ἄπειρη Ἀγάπη, ἐδημιούργησε τόν ἄνθρωπον «κατ’ εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωσιν αὐτοῦ»( Γενέσ. α΄26-27). Δηλαδή τόν ἔπλασε «δυνάμει» θεόν καί τόν τοποθέτησε εἰς τόν παράδεισον τῆς τρυφῆς «ἐργάζεσθαι αὐτόν καί φυλάσσειν» (Γενέσ. β΄ 15), μέ σκοπόν δηλ. νά γίνῃ καί «ἐνεργείᾳ» θεός ἤτοι, μέ τή θέλησί του, νά γίνῃ θεός κατά χάριν, νά φθάσῃ μέ τή θέλησι, μέ τήν προσωπική ἐργασία ἀπό τό κατ’ εἰκόνα εἰς τό καθ’ ὁμοίωσιν. Ὁ Πανάγαθος κατέστησε τόν ἄνθρωπον κύριον πάσης τῆς Δημιουργίας, «ἄρσεν καί θῆλυ ἐποίησεν αὐτούς» καί εὐλόγησεν αὐτούς. Ὡς ἄπειρη ἀγάπη ἔδωσε στά πλάσματά Του «Ὕλην εἰς τό αὐτεξούσιον», τήν Ἐντολήν. Ἡ ἐργασία τους εἰς τόν παράδεισον ἦτο ἡ καλή χρῆσι τοῦ νοῦ καί τῆς ἐλευθερίας των, ἡ ὑπακοή εἰς τήν Ἐντολήν, ὡς ἀπόδειξιν τῆς ἀγάπης των πρός τόν  Θεόν,  τόν Εὐεργέτην τους. Θέλει ὁ οὐράνιος Πατέρας νά μείνουν τά παιδιά Του ἑνωμένα μαζί Του, μέ τή γνήσια ἀγάπη. Ὅμως δέν τά ἐξαναγκάζει. Τά ἀφήνει ἐλεύθερα νά ἀποφασίσουν, ἄν θέλουν νά μείνουν ἐν τῇ ἀγάπῃ.






Οἱ Πρωτόπλατοι, κατά τάς Γραφάς, ἔκαμαν κακή χρῆσι τοῦ νοῦ καί τῆς ἐλευθερίας τους. Δέν ὑπήκουσαν εἰς τήν Ἐντολήν τῆς ἀγάπης. Καί διά τῆς παρακοῆς, ἀπεμακρύνθησαν ἀπό τήν Πηγή τῆς Ζωῆς, ἀπό τόν Θεόν. Μέ τή θέλησί τους, ξεντύθηκαν τό ἔνδυμα τῆς ἁγιότητος, τῆς ἀθωότητος, τό ἔνδυμα τῆς ἀφθαρσίας καί ντύθηκαν τό ἔνδυμα τῆς φθορᾶς καί τοῦ Θανάτου. Ἔγκατέλειψαν τόν παράδεισο τῆς τρυφῆς, ἔχασαν τήν ἀδιατάρακτον διά θέας ἀπόλαυσιν τοῦ ἀπείρου κάλλους τοῦ Προσώπου τοῦ Κυρίου, ἀπώλεσαν τήν μακαριότητα καί κατῴκισαν εἰς τήν ἀπέναντι τοῦ παραδείσου γῆν, μέ ἡμερομηνίαν λήξεως («Ἕως τοῦ ἀποστρέψαι αὐτόν εἰς τήν γῆν ἐξ ἧς ἐλήφθη» Γενεσ. γ΄ 19).  Καί αὐτό  συνέβη χάρις εἰς τήν τοῦ

Θεοῦ Φιλανθρωπίαν. Διότι ὁ Θεός «ἔκτισε τόν ἄνθρωπον ἐπ’ ἀφθαρσίᾳ...» (Σοφ. Σολομ. β΄ 23) καί «πάντας ἀνθρώπους θέλει σωθῆναι καί εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν» (Α΄Τιμόθ. β΄4).

Ἐπειδή ὅμως  ὁ ἄνθρωπος μακράν τοῦ Θεοῦ « ἔρχεται εἰς τήν θέσιν τῶν ἀνοήτων κτηνῶν καί γένεται ὅμοιος μέ αὐτά κατά τήν σκέψιν καί τήν ἀνοησίαν» (παρβλ. Ψαλμ. 48,21), ὁ Θεός μακροθυμεῖ, εὐσπλαγχνίζεται τόν ἄνθρωπον καί τοῦ δίδει καιρόν μετανοίας.




Ὁ Θεός δηλαδή συγκαταβαίνει καί  ἀποστέλλει τόν Μονογενῆ Του Υἱόν στόν κόσμον, ὁ ὁποῖος γίνεται ὑπήκοος στόν Πατέρα μέχρι θανάτου, θανάτου δέ Σταυροῦ, εἰς ἀπόδειξιν τῆς τελείας, τῆς γνησίας ἀγάπης πρός τόν Θεόν. Γϊνεται ὑπόδειγμα ὐπακοῆς, ὑπογραμμός, ὑπόδειγμα ἀγάπης σέ ὅλους μας, «ἵνα ἐπακολουθήσωμεν τοῖς ἴχνεσιν Αὐτοῦ» ( Α΄ Πέτρ, β΄ 21)




Μέ τό αἷμα Του ὁ Χριστός μᾶς ἑνώνει καί μᾶς συμφιλιώνει μεταξύ μας καί μέ τόν Θεόν-Πατέρα. Ἀρκεῖ νά πιστέψουμε Σ’ Αὐτόν καί νά ὑπακούσωμεν εἰς τάς Ἐντολάς τῆς Ἀγάπης Του.

Ανοίγει ὁ Φιλάνθρωπος τήν Πύλην τῆς μετανοίας. «Τόσο πολύ ἀγάπησε ὁ Θεός τόν κόσμο, ὥστε τόν Υἱόν  Αὐτοῦ τόν Μονογενῆ ἔδωκεν,  ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτόν μή ἀπόληται, ἀλλ’ ἔχῃ ζωήν αἰώνιον» (Ἰωάν. γ΄ 15-16). Διά τῆς παρακοῆς χάσαμε τόν Παράδεισο, διά τῆς ὑπακοῆς θά εἰσέλθωμεν καί πάλιν εἰς τόν Παράδεισον. Διότι ἡ ὑπακοή εἶναι ἡ μόνη ἀπόδειξις τῆς γνησίας ἀγάπης μας στό Θεό, ἡ ὀποία ἀγάπη, μᾶς κρατάει ἑνωμένους μέ τόν Θεόν.

Πῶς εἶναι δυνατόν νά λέμε ὅτι ἀγαπᾶμε τόν Θεόν, ὅταν δέν ἀγαπᾶμε τούς ἐλαχίστους ἀδελφούς τοῦ Χριστοῦ, τούς συνανθρώπους μας;

Πῶς τολμᾶμε νά ζητοῦμε νά συγχωρήσῃ ὁ Θεός τίς ἁμαρτίες μας

Νά μᾶς ἐλεήσῃ καί νά μᾶς ἐπιτρέψῃ νά εἰσέλθουμε καί πάλιν εἰς τόν Παράδεισον. ὅταν ἐμεῖς δέν ἔχουμε ἔλεος πρός τούς ἄλλους;

Πῶς εἶναι δυνατόν νά ἰσχυριζώμαστε ὅτι  ἀγαπᾶμε τό Θεό,
ὅταν τρέφουμε μῖσος, γιά τούς ἀδελφούς μας,
ὅταν ἡ ψυχή μας κυριεύεται ἀπό τή μνησικακία,
ὅταν δέν συγχωροῦμε τούς συνανθρώπους μας γιά τά κακά,
πού μᾶς ἔχουν κάνει.




Ἀπόδειξις τῆς γνησίας ἀγάπης μας στό Θεό εἶναι ἡ ἀγάπη μας πρός τούς  ὁμοιοπαθεῖς ἀδελφούς μας. Κανείς δέν εἶναι ἀναμάρτητος. Ὅλοι εἴμαστε ὑπόδικοι μπροστά στό Θεό. Ὅλοι ἔχουμε ἀνάγκη ἀπό τό ἔλεός Του. Ἔάν λοιπόν θέλουμε νά μᾶς ἐλεήσῃ ὁ Θεός, ὀφείλουμε νά ἀποβάλουμε τήν ὠμότητα, τή σκληρότητα. Ὀφείλουμε νά εἴμαστε ἐπιεικεῖς πρός τούς ἄλλους. Νά ἔχωμε ἔλεος. Διότι «ἡ κρίσις τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀνέλεος τῷ μή ποιήσαντι ἔλεος» (Ἰακ. β΄ 13 ). Γιά νά ἔχουμε ὅμως ἔλεος πρός τούς ἄλλους, πρέπει ὁπωσδήποτε νά  ἔχουμε τέλεια, γνήσια ἀγάπη στό Θεό καί πρός τόν πλησίον διά τόν Θεόν. Τότε θά μπορέσουμε νά συγχωρήσουμε ἀκόμη καί τούς Σταυρωτές μας, κατά τό ὑπόδειγμα τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ. Τότε καί μόνον τότε θά συγχωρήσῃ ὁ Θεός τίς ἁμαρτίες μας καί μᾶς ἐπιτρέψῃ νά εἰσέλθουμε καί πάλιν εἰς τό Παράδεισον.

Καθημερινά, στήν Προσευχή μας, παρακαλοῦμε τό Θεό νά συγχωρήσῃ τίς ἁμαρτίες μας λέγοντες «... Καί ἄφες ἡμῖν τά ὀφειλήματα ἡμῶν, ὡς καί ἡμεῖς ἀφίεμεν τοῖς ὀφειλέταις ἡμῶν...» (Ματθ. στ΄ 12).

 Καί ὁ Κύριος ἀποκρίνεται στό αἴτημά μας αὐτό καί,  μέ ἁπλᾶ  καί κατανοητά λόγια, μᾶς καθορίζει πῶς θά συγχωρηθοῦμε, ὥστε νά εἴμαστε ἀναπολόγητοι, καί λέγει:

«Ἐάν ἀφῆτε τοῖς ἀνθρώποις τά παραπτώματα αὐτῶν, ἀφήσει καί ὁ Πατήρ ὑμῶν ὁ οὐράνιος· Ἐάν γάρ μή ἀφῆτε τοῖς ἀνθρώποις τά παραπτώματα αὐτῶν,  οὐδέ ὀ πατήρ ὑμῶν ἀφήσει τά παραπτώματα ὑμῶν» ( Ματθ. στ΄ 14-15).






Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου