Τρίτη 24 Απριλίου 2018

Η ΑΓΑΠΗ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ, Η ΚΑΙΝΗ ΕΝΤΟΛΗ






«Ἡ τελεία ἀγάπη ἔξω βάλλει τόν φόβον»

                                                            (Α΄ Ἰωάν. δ΄ 18).


Σ’ αὐτήν ἐδῶ τήν ἄθλια παροικία, πού ζοῦμε, ἡ ζωη μας εἶναι μιά ἀνάβασις, μιά ἀνοδική πορεία ἀπό γῆς πρός οὐρανόν. Εἶναι μιά ὄμορφη, ἐπώδυνη πορεία ἀπό τό «κατ’ εἰκόνα» εἰς τό «καθ’ ὁμοίωσιν». Ὁ Θεόπλαστος, «ὁ δυνάμει Θεός», ἄνθρωπος, καλεῖται νά ἀκολουθήσῃ τά ματωμένα Χνάρια τοῦ Χριστοῦ, καί μέ τή θέλησί του νά γίνῃ καί «ἐνεργείᾳ Θεός». Πρωτοπόρος σ’ αὐτή ἐδῶ τήν ἀνοδική πορεία εἶναι ὁ Χριστός. «Ὁ καινός  ἄνθρωπος, ὁ νέος ἄνθρωπος, ὁ κατά Θεόν κτισθείς ἐν δικαιοσύνῃ καί ὁσιότητι τῆς ἀληθείας» (Ἐφεσ.  δ΄ 24. Κολοσ. γ΄10). Ὁ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καταβάς, ἔρχεται καί μέ τή δική Του ἐπώδυνη, ἀγωνιστική, ἀνοδική πορεία ἀνέρχεται στό Γολγοθᾶ, κρεμᾶται ἐπί ξύλου, φθάνει στήν πανέμορφη κορυφή τῆς πνευματικῆς τελειότητος, μεταβάλλει τή σάρκα σέ πνεῦμα, κατέρχεται στόν ᾏδη,γίνεται πρωτότοκος τῶν νεκρῶν καί ἀνοίγει τίς Πύλες τοῦ Οὐρανοῦ σέ ὅλους, ἐκείνους, πού πιστεύουν εἰς τό Ὅνομά Αὐτοῦ καί ἀκολουθοῦν τά ματωμένα Χνάρια Του.
Τό μεγάλο πρότυπο, τό ἄριστον ὑπόδειγμα τοῦ πράγματι ἀγωνιζομένου ἀνθρώπου εἶναι ὁ Χριστός, ἡ ἐνσάρκωσις τῆς τελείας ἀγάπης. Αὐτός εἶναι ἡ Ὁδός καί ἡ Ἀλήθεια καί ἡ ζωή. Αὐτός εἶναι τό Φῶς καί ἡ Χαρά καί ἡ εἰρήνη τοῦ κόσμου.
Γιά τόν κόσμο, πού ὅλος ἐν τῷ πονηρῷ κεῖται, θεωρείται ὅτι ἡ ἀνοδική αὐτή πορεία εἶναι ἐπώδυνη, πολύ δύσκολη.
Καί εἶναι. Ἀλλά εἶναι ἡ μόνη Ὁδός τῆς πραγματικῆς Χαρᾶς καί μακαριότητος, πού ὁδηγεῖ στήν ὄντως ζωήν. Ὁ Κύριος εἶναι ἡ Ὁδός καί μᾶς προτρέπει νά τήν ἀκολουθήσωμε, μέ τήν καρδιά μας, μέ τή θέλησί μας καί λέγει: «Εἰσέλθετε διά τῆς στενῆς πύλης· ὅτι πλατεῖα ἡ πύλη καί εὐρύχωρος ἡ ὁδός ἡ ἀπάγουσα εἰς τήν ζωήν, καί πολλοί εἰσιν οἱ εἰσερχόμενοι δι’ αὐτῆς» (Ματθ. ζ΄ 13).





Ὁ πρῶτος Ἀγωνιστής, τό πρότυπον, τό ὑπόδειγμα, ὁ ὑπογραμμός, ἀπέφυγε τήν πλατεῖα πύλη καί ἔφθασε στήν Κορυφή, στό Γολγοθᾶ, στό Θεό, «ὑπολιμπάνων ἡμῖν ὑπογραμμόν ἵνα ἐπακολουθήσωμεν τοῖς ἴχνεσιν αὐτοῦ».
Μᾶς ὑποδεικνύει τή στενή καί τεθλιμμένη Ὁδό καί μέ θαυμασμό καί ἀπορία λέγει (Ματθ. ζ΄ 14):
«Τί στενή ἡ πύλη καί τεθλιμμένη ἡ ὁδός ἡ ἀπάγουσα εἰς τήν ζωήν, καί ὀλίγοι εἰσιν οἱ εὑρίσκοντες αὐτήν!».
Σ’  αὐτήν τήν ἀνοδική πορεία μᾶς ὁδηγεῖ ὁ Χριστός μέ τήν «καινήν Ἐντολήν». Καί Καινή Ἐντολή εἶναι ἡ τελεία ἀγάπη στό Θεό καί στόν πλησίον διά τόν Θεόν.
«Ἐντολήν καινήν δίδωμι ὑμῖν ἵνα ἀγαπᾶτε ἀλλήλους, καθώς ἠγάπησα ὑμᾶς ἵνα καί ὑμεῖς ἀγαπᾶτε ἀλλήλους.
Ἐν τούτῳ γνώσονται πάντες ὅτι ἐμοί μαθηταί ἐστε, ἐάν ἀγάπην ἔχητε ἐν ἀλλήλοις» (Ἰωάν. ιγ΄ 34-35).
Τό «καινόν», τό καινούριο εἶναι τό· «καθώς ἐγώ ἠγάπησα ὑμᾶς», ὅπως ἐγώ σᾶς ἀγάπησα, ἔτσι κι’ ἐσεῖς νά ἀγαπᾶτε ὁ ἕνας τόν ἄλλον, μέχρι Σταυροῦ καί θανάτου.


«Συνίστησι δέ τήν ἑαυτοῦ ἀγάπην εἰς ἡμᾶς ὁ Θεός, ὅτι ἔτι ἁμαρτωλῶν ὄντων ἡμῶν Χριστός ὑπέρ ἡμῶν ἀπέθανεν» (Ρωμ. ε΄ 8).
Τήρησις τῆς «καινῆς Ἐντολῆς», αὐτή «ἡ τέλεια ἀγάπη ἔξω βάλλει τόν φόβον».
Αὐτήν τήν ἀγάπην ἔχασεν ὁ Ἰούδας καί πρόδωσε τόν διδάσκαλόν του «ἀντί τριάκοντα ἀργυρίων» καί «ἀπελθών ἀπήγξατο» (Ματθ. κζ΄ 5).
Αὐτή τή γνήσια, τήν τέλεια ἀγάπην ἔχασε, γιά λίγη ὥρα, ὁ Πέτρος καί ἀρνήθηκε τρίς τόν Ἠγαπημένον καί   «ἐξελθών ἔξω ἔκλαυσε πικρῶς» (Ματθ. κστ΄ 75).
Αὐτή τήν ἀγάπην ἔχασαν οἱ Μαθητές, βλέποντες τόν ἀγαπημένο τους Διδάσκαλον «κρεμάμενον ἐπί ξύλου» καί ἔχασαν τήν ἐλπίδα, λησμόνησαν τή διδασκαλία Του, τά Θαύματά Του, καί τήν πρίν ἀπό λίγο Ἀνάστασι τοῦ τετραημέρου φίλου τοῦ Χριστοῦ Λαζάρου καί ξέχασαν τήν ὑπόσχεσί του ὅτι θά ἀναστηθῇ τήν τρίτη ἡμέρα.
Τούς εἶχε προειδοποιήσει καί τούς εἶχε τονίσει λέγων :
«Ἰδού ἀναβαίνομεν εἰς Ἱεροσόλυμα, καί ὁ υἱός τοῦ ἀνθρώπου παραδοθήσεται τοῖς ἀρχιερεῦσι καί γραμματεῦσι καί κατακρινοῦσιν αὐτόν θανάτῳ, καί παραδώσουσιν αὐτόν τοῖς ἔθνεσιν εἰς τό ἐμπαῖξαι καί μαστιγῶσαι καί σταυρῶσαι, καί τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ ἀναστήσεται» (Ματθ. κ΄ 18-19).
Ἐπειδή ὅμως ἔχασαν τήν τελείαν ἀγάπην πρός τόν Διδάσκαλόν τους δέν μπόρεσαν νά προσεγγίσουν  τό μέγα μυστήριον τῆς Οἰκονομίας τοῦ Θεοῦ, γιά τή σωτηρία μας, καί παρέλυσαν ψυχικά καί σωματικά, τούς κυρίευσε πανικός φόβος καί, ἐκτός ἀπό τόν Ἰωάννην,  ἐγκατέλειψαν τόν ἀγαπημένο Διδάσκαλό τους στό μεγάλο Του πόνο.  Ἐτράπησαν σέ ἄτακτη φυγή. Κρύφτηκαν σέ ἕνα σπίτι διά τόν φόβον τῶν Ἰουδαίων (Ἰωάν. κ΄ 19). Ὁ Φόβος βασιλεύει στίς καρδιές, πού δέν ἔχουν τήν τελείαν ἀγάπην, διότι μόνον «ἡ τελεία ἀγάπη ἐξω βάλλει τόν φόβον».





Αὐτή ἡ τελεία ἀγάπη κυρίευσε τήν ψυχή τοῦ Ἰωσήφ τοῦ ἀπό Ἀριμαθαίας, «ὅς καί αὐτός ἦν προσδεχόμενος τήν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ», καί ἔδιωξε μέσ’ ἀπό τήν ψυχή του τό φόβο. Ἡ τελεία ἀγάπη τόν ὅπλισε μέ θάρρος καί τόλμην «καί τολμήσας εἰσῆλθε πρός Πιλάτον καί ᾐτήσατο τό σῶμα τοῦ Ἰησοῦ... καί καθελών αὐτόν ἐνείλησε τῇ σινδόνι καί κατέθηκεν αὐτόν ἐν μνημείῳ... Ἡ δέ Μαρία ἡ Μαγδαληνή καί Μαρία Ἰωσῆ ἐθεώρουν ποῦ τίθεται» (Μαρκ. ιε΄ 43-47).






Τήν «καινήν Ἐντολήν», τήν τελείαν ἀγάπην  τήν κάνουν πρᾶξι οἱ Ἅγιες Μυροφόρες γυναῖκες. Φῶς καί φωτιά, ἡ τελεία ἀγάπη τους, γιά τό Διδάσκαλό τους, γιά τόν Θεραπευτή τους, τόν Εὐεργέτη τους, τόν πανακῆ ἰατρόν, τόν Λυτρωτήν τοῦ Σύμπαντος κόσμου.
Ἡ ἀγάπη τους γίνεται φωτιά, πού κατακαίει καί ἐξαφανίζει ἀπό τήν ψυχή τους κάθε φόβο. Δέν φοβοῦνται οὔτε τούς Ἰουδαίους οὔτε τούς κατακτητές Ρωμαίους. Φωτιά ἡ ἀγάπη τους, θερμαίνει τήν ψυχή τους καί γίνεται φῶς, πού φωτίζει τό νοῦ καί τήν καρδιά τους καί ὁδηγεῖ τά βήματά τους πρός τήν Πηγή τῆς τέλειας Ἀγάπης, πρός τόν Χριστόν, πού εἶναι ἡ Ἀνάστασις, ἡ ζωή μας καί ἡ εἰρήνη μας, ἡ Ἀνάστασις καί ἡ ζωή τοῦ Σύμπαντος κόσμου. Μόνο μέ τήν τελείαν ἀγάπη, μπορεῖ ὁ πιστός νά συναντήση τόν Ἀναστάντα Κύριον καί νά γίνη μέτοχος τῆς Χαρᾶς τῆς Ἀναστάσεως.



Σ’ αὐτή τήν ἁγία Πορεία τῆς τέλειας Ἀγάπης, μᾶς καλοῦν οἱ Ἅγιες Μυροφόρες. Μᾶς καλοῦν νά φθάσουμε μαζί τους στήν Κορυφή, στό Γολγοθᾶ, στό Μνημεῖον καί, μέ μῦρα καί δάκρυα, νά συναντήσωμε καί ταπεινά νά προσκυνήσωμεν τόν Ἀναστάντα Κύριον ὑμνοῦντες Αὐτόν ὡς Θεόν εἰς τούς αἰῶνας.




               «Τήν Ἀνάστασίν Σου, Χριστέ Σωτήρ, Ἄγγελοι
                 ὑμνοῦσιν ἐν οὐρανοῖς, καί ἡμᾶς τούς ἐπί γῆς
                 καταξίωσον ἐν καθαρᾷ καρδίᾳ σέ δοξάζειν»







Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου