ΚΑΙ ΕΙΣ ΣΗΜΕΙΟΝ
ΑΝΤΙΛΕΓΟΜΕΝΟΝ»
Ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ, «ὁ παῖς ὁ ἐκλεκτός»,
ὁ Μεσσίας, ὁ Ἰησοῦς Χριστός, εἶναι ὁ Ἐρχόμενος Σωτῆρας καί Λυτρωτής τοῦ
κόσμου, «ἡ προσδοκία τῶν Ἐθνῶν». Πολλοί περίμεναν καί περιμένουν, μέ
λαχτάρα, τόν Ἐρχομό Του καί στή δική τους
ψυχή.
Ἀπό τῆς πτώσεως καί τῆς ἀποστασίας, τῆς ἀπομακρύνσεως τοῦ ἀνθρώπου, ἀπό τόν Θεόν, ἡ
ἄπειρη Εὐσπλαγχνία, ὁ Χριστός «ἕστηκε ἐπί τήν θύραν καί κρούει...»(Ἀποκ.γ΄20) καί
ζητεῖ τήν ψυχήν μας, ζητεῖ τή σωτηρία μας καί μᾶς καλεῖ νά ἀκούσουμε τή φωνή
Του καί νά τοῦ ἀνοίξουμε τήν καρδιά μας,
γιά νά κατασκηνώσῃ σ’ αὐτήν. Διότι «ὁ Θεός πάντας ἀνθρώπους θέλει σωθῆναι καί εἰς ἐπίγνωσιν
ἀληθείας ἐλθεῖν»(Α΄Τιμόθ. β΄4).
Πεῖνα καί δίψα τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ σωτηρία μας. «Ἐμόν
βρῶμά ἐστιν ἵνα ποιῶ τό θέλημα τοῦ πέμψαντός με καί τελειώσω αὐτοῦ τό ἔργον»,
λέγει ὁ Κύριος (Ἰωάν. δ΄ 34).
Ἡ ἴδια αὐτή πεῖνα καί δίψα, αὐτή ἡ λαχτάρα,
κατακαίει καί τίς ψυχές τῶν δικαίων καί εὐλαβῶν ψυχῶν, γιά τό Χριστό. Οἱ δίκαιοι καί εὐλαβεῖς, οἱ ὁποῖοι, διά τῆς
παρακοῆς, βρέθηκαν σ’ αὐτήν ἐδῶ τήν ἄθλια παροικία, «δέσμιοι τῆς γῆς»,
στενάζουν καί μέ λαχτάρα περιμένουν «τόν Ἐρχόμενον». Εἶναι
ἡ ἐλπίδα τους. Από Αὐτόν περιμένουν νά τούς ἀνασύρῃ ἀπό τήν «ἰλύν βυθοῦ»
εἰς τήν ὁποίαν ἔχουν ἐμπαγῆ. Μέσα στίς ψυχές τῶν δικαίων καί εὐλαβῶν ὑπάρχει ἀχρειωμένο
μέν, ἀλλά ζωντανό τό «θεῖον ἐμφύσημα», «τό ἱερόν», πού γεννᾶ στήν
ψυχή τους τό διακαῆ πόθο ἐπιστροφῆς καί κοινωνίας καί ἑνώσεως, μέ τόν
Δημιουργόν. Δέονται διαρκῶς καί περιμένουν τόν Ἐρχομό Του.
Ἕνας ἀπό αὐτούς εἶναι καί «ἄνθρωπος ἐν Ἱεροσολύμοις
ᾧ ὄνομα Συμεών, καί ὁ ἄνθρωπος οὗτος δίκαιος καί εὐλαβής» περίμενε μέ
λαχτάρα τόν ἐρχομό τοῦ πρώτου Παρακλήτου. Περίμενε τήν παρηγορία. Περίμενε τό
λυτρωτή ἀπό τά κακά καί τίς θλίψεις, πού ἡ ἀνθρωπότης ὑπέφερε ἐξ αἰτίας τῆς ἁμαρτίας
καί τῆς ἀπομακρύνσεως ἀπό τόν Θεόν. Καί εἶχεν ἀποκαλυφθῆ εἰς αὐτόν ἀπό τό Ἅγιον
Πνεῦμα, ὅτι δέν θά ἀπέθνησκε προτοῦ νά δῆ Ἐκεῖνον, τόν Ὁποῖον ὁ Κύριος καί Θεός
ἔχρισε Βασιλέα καί Σωτῆρα τοῦ κόσμου.
Καί πραγματικά ὁ Συμεών ἦλθε στό Ἱερόν, παρακινούμενος ἀπό τήν ἔμπνευσιν τοῦ Ἁγίου
Πνεύματος καί ὅταν οἱ γονεῖς εἰσήγαγον εἰς
τό ἱερόν τό παιδίον Ἰησοῦν, σύμφωνα μέ τίς διατάξεις τοῦ νόμου, τότε ὁ Συμεών
δέχεται στήν ἀγκαλιά του «τόν δι’ οὗ τά πάντα ἐγένετο», τόν Δημιουργόν
τοῦ Σύμπαντος κόσμου, πού καταδέχεται καί γίνεται ταπεινός ἄνθρωπος δι’ ἡμᾶς. Ἐναγκαλίζεται
τό «Παιδίον» καί εὐλογεῖ τόν Θεόν καί
λέγει: «Νῦν ἀπολύεις τόν δοῦλον σου, Δέσποτα, κατά τό ρῆμά σου ἐν εἰρήνῃ, ὅτι
εἶδον οἱ ὀφθαλμοί μου τό σωτήριόν σου, ὅ ἡτοίμασας κατά πρόσωπον πάντων τῶν λαῶν,
φῶς εἰς ἀποκάλυψιν ἐθνῶν καί δόξαν λαοῦ σου Ἰσραήλ» (Λουκ. β΄ 22-32).
Σ’ εὐχαριστῶ, Θεέ μου, πού μέ ἀξίωσες, νά ἀγκαλιάσω τό Λυτρωτή μου καί Σωτῆρα ὅλου τοῦ κόσμου. Δέξου με, Κύριε κοντά Σου, καί φώτισε τά σκοτάδια μας. Ἄκουσε τήν προσευχή μου. Ἀξίωσε, Φιλάνθρωπε, τούς ἀνθρώπους, νά ἀνοίξουν τήν καρδιά τους στό Χριστό. Νά καταλάβουν ὅτι Αὐτός καί μόνον Αὐτός εἶναι ὁ Ἐρχόμενος, ὁ Σωτῆρας καί Λυτρωτής, τό Φῶς, ἡ Ἀνάστασις καί ἡ Ζωή καί ἡ εἰρήνη τοῦ κόσμου.
Σ’ εὐχαριστῶ, Θεέ μου, πού μέ ἀξίωσες, νά ἀγκαλιάσω τό Λυτρωτή μου καί Σωτῆρα ὅλου τοῦ κόσμου. Δέξου με, Κύριε κοντά Σου, καί φώτισε τά σκοτάδια μας. Ἄκουσε τήν προσευχή μου. Ἀξίωσε, Φιλάνθρωπε, τούς ἀνθρώπους, νά ἀνοίξουν τήν καρδιά τους στό Χριστό. Νά καταλάβουν ὅτι Αὐτός καί μόνον Αὐτός εἶναι ὁ Ἐρχόμενος, ὁ Σωτῆρας καί Λυτρωτής, τό Φῶς, ἡ Ἀνάστασις καί ἡ Ζωή καί ἡ εἰρήνη τοῦ κόσμου.
Ἡ ἀλήθεια εἶναι, ὅτι ἡ περισσότεροι ἄνθρωποι, σ’ αὐτόν
τόν κόσμον, πού «ὅλος τῷ πονηρῷ κεῖται», ἀντιστρατεύονται στό Θεῖον
Θέλημα. Δέν ἐναγκαλίζονται τόν Χριστόν. Προσπαθοῦν νά ἐρευνήσουν τό Μυστήριον τῆς
θείας συγκαταβάσεως. Δέν συνειδητοποιοῦν ὅτι δέν μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νά ἑρμηνεύσῃ
τά «ὑπέρ λόγον καί ἔννοιαν». Τά μυστήρια τοῦ Θεοῦ δέν εἶναι ἀντικείμενα
διεξεργασίας τοῦ ἀνθρωπίνου νοῦ, ξεπερνοῦν τήν ἀνθρωπίνην νοητικήν ἱκανότητα. ἔτσι
πραγματοποιεῖται ἡ προφητεία τοῦ Συμεών πρός τήν Μητέρα τοῦ Κυρίου, ὅταν τῆς εἶπε
ὅτι «Οὗτος (ὁ Χριστός) κεῖται εἰς πτῶσιν καί ἀνάστασιν πολλῶν ἐν τῷ Ἰσραήλ
καί εἰς σημεῖον ἀντιλεγόμενον. Καί σοῦ δέ αὐτῆς τήν ψυχήν διελεύσεται ρομφαία, ὅπως ἄν ἀποκαλυφθῶσιν
ἐκ πολλῶν καρδιῶν διαλογισμοί»
(Λουκ. β΄34-35).
Πραγματικά ὁ Χριστός, «πρᾷος καί ταπεινός τῇ
καρδίᾳ», ἔρχεται ἀθόρυβα, «ὡς αὔρα
λεπτή», κοντά μας. Πεῖνα καί δίψα Του εἶναι ἡ σωτηρία μας. Σταυρώνεται αὐτός,
ἀντί ἡμῶν. Καί ὅσοι συνειδητοποιοῦν τήν ἄπειρη
ἀγάπη Του, Τόν ἐναγκαλίζονται καί Τόν λατρεύουν ἐν πνεύματι καί ἀληθείᾳ. Γι’
αὐτούς γίνεται αἰτία Ἀναστάσεως. Ἄλλοι
ὅμως, ἴσως οἱ περισσότεροι, παρ’ ὅλην
τήν ἄπειρη ἀγάπη Του, Τόν ἀρνοῦνται καί γι’ αὐτούς γίνεται αἰτία πτώσεως,
καταστροφῆς, αἰωνίου θανάτου. Δυστυχῶς ἡ ἄπειρη ἀγάπη Του προσκρούει στήν
πώρωσι καί τήν ἀμετανοησία τους. Παραμένουν, μέ τή θέλησί τους στό σκοτάδι,
στήν Ψευτιά καί τήν Ὑποκρισία, στόν Ἐγωϊσμό, δοῦλοι στά βρωμερά τους Πάθη, ἀπιστοῦν
καί πολεμοῦν τό Φῶς καί καθημερινά ὁδηγοῦν τό Χριστό στό Σταυρό. Τόν
ξανασταυρώνουν στό πρόσωπον τῶν ἐλαχίστων ἀδελφῶν Του. Ἀντιλέγουν οἱ ἄπιστοι
καί ἀπιστοῦν στό Θαῦμα, διότι δέν τό χωράει ὁ νοῦς τους. Εἶναι βυθισμένοι στό Βόρβορο. Λόγῳ
τῆς ἀντιλογίας τους, ἡ πανάχραντη Μητέρα Του, «ἡ Μεγαλόχαρη» τόν βλέπει ὑψωμένο
στό Σταυρό καί δίστομος ὀδυνηρά ρομφαία, μάχαιρα θλίψεως καί Ὀδύνης διαπερνᾶ τή
μητρική καρδιά της.
Καί ἔτσι ἡ πτῶσις καί ἡ ἀνάστασις πολλῶν, καθώς
καί ἡ ἀντιλογία γύρω ἀπό τό Θαῦμα αὐτό τῆς συγκαταβάσεώς Του, θά γίνωνται, γιά
νά ξεσκεπασθοῦν πολλῶν καρδιῶν οἱ διαλογισμοί καί οἰ διαθέσεις, πού μέχρι
τώρα ἔμεναν ἀπόκρυφοι, μέ τήν ἀποδοχήν ἤ τήν ἀπόρριψι τοῦ Μεσσίου θά φανερωθοῦν(Λουκ. β΄ 35).
Εἶναι καιρός νά συνειδητοποιήσουν οἱ ἄφρονες, οἱ ἀρνητές
ὅτι τό Μυστήριον τῆς Οἰκονομίας τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀπόρρητον, ὑπέρλογο. Ὁ ἱερός Χρυσόστομος
λέγει: «Ταλαίπωρε ἄνθρωπε, ἄνθρωπος ὤν, Θεόν πολυπραγμονεῖς;» Καί ὁ ἱερός
ὁ Θεόλόγος, λέγει ὅτι «μυστήρια Θεοῦ ἐρευνῶντες, παραπληκτήσωμεν
(Θά τρελλαθοῦμε).
Εἶναι ἐπίσης καιρός νά ἀναρωτηθοῦν οἱ ἄμυαλοι· Ποῦ
ὡδήγησε τήν ἀνθρωπότητα ἡ ἀπόρριψις τοῦ Χριστοῦ; Τί μᾶς πρόσφερε ἡ ἄρνησις, ἡ ἀπιστία,
ἡ ἀπομάκρυνσις ἀπό τήν Πηγή τῆς Ζωῆς, ἀπό τόν Χριστόν;
Εἶναι καιρός νά κατανοήσουμε ὅτι ἀπομάκρυνσις ἀπό
τό Θεό μᾶς ὡδήγησε στήν ἔσχατη αὐτή ἐξαθλίωσι. Μᾶς σωρεύει συμφορές, Ὀδύνη,
Πόνο, Θλίψεις καί Θάνατο.
Δέν νομίζετε, παιδιά μου, ὅτι εἶναι καιρός νά ἐπιστρέψουμε,
εἰλικρινά μετανοιωμένοι, κοντά στό Θεό, νά ἀνοίξουμε τήν καρδιά μας στό Λυτρωτή Χριστό, τόν ἀληθινόν Μεσσία, καί νά ἐγκολπωθοῦμε
τό Εὐαγγέλιον τῆς Ἀγάπης Του;
Εἶναι πλέον ἤ βέβαιον ὅτι ὅταν δεχθοῦμε στήν ἀγκαλιά
μας τό Χριστό καί κάνουμε «πρᾶξι» τήν ἀγάπη Του, ὅτι τότε ἀσφαλῶς θά γίνῃ
ἡ Ψυχή καί ἠ ζωή μας Παράδεισος.
Ἄς παρακαλέσουμε, λοιπόν, τόν Κύριον νά μᾶς ἀξιώσῃ
νά Τόν δεχθοῦμε στήν ἀγκαλιά μας, ὅπως ὁ Συμεών, ὥστε, ἑνωμένοι μαζί Του, νά
τόν ὑμνοῦμε καί, ἀσιγήτως, νά δοξολογοῦμε τόν Θεόν καί Σωτῆρα μας, σύν τῷ Πατρί
καί τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι, εἰς πάντας τούς αἰῶνας.Ἀμήν.