Δευτέρα 13 Ιανουαρίου 2020

Η ΧΕΙΡΟΤΕΡΗ ΜΟΡΦΗ ΛΕΠΡΑΣ




ΕΙΝΑΙ Η ΛΕΠΡΑ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ


Ἡ λέπρα εἶναι ἐξόχως μεταδοτική, φοβερή, χρόνια, μολυσματική ἀρρώστια, πού προσβάλλει τό δέρμα καί τό νευρικό σύστημα. Ὁ λεπρός εἶναι ζωντανός νεκρός. Σήπεται, σαπίζει, ἀποσυντίθεται τό σῶμα καί βρωμάει. Τήν ἐποχή τοῦ Χριστοῦ ἦταν ἀθεράπευτη. Πρός ἀποφυγήν μολύνσεως, ἀνάγκαζαν τους λεπρούς νά ζοῦν στίς ἐρημιές μακριά ἀπό τούς ἀνθρώπους. Τότε δέν ὑπῆρχαν λεπροκομεῖα. Ἡ Ὀδύνη τῶν λεπρῶν δέν περιγράφεται.
Θά πρέπει ὅμως νά τονίσουμε ἐδῶ ὅτι ἐκτός ἀπό τή σωματική λέπρα, ὑπάρχει μιά μορφή λέπρας, πολύ χειρότερη ἀπό τή σωματική. Κι’ αὐτή εἶναι  πνευματική, ἡ λέπρα τῆς ψυχῆς.
Ὁ Ἁγιος Μακάριος ὁ Αἰγύπτιος λέγει ὅτι ἡ μνήμη τῆς κακίας, τό πάθος τῆς μνησικακίας εἶναι λέπρα τῆς ψυχῆς. Τολμῶ ὅμως νά τονίσω ἐδῶ ὅτι καί ἀπό τή μνησικακία, χειρότερη λέπρα, χειρότερο Πάθος τῆς ψυχῆς εἶναι ἡ ἀγνωμοσύνη, ἡ ἀχαριστία, πού δείχνουμε οἱ περισσότεροι ἄνθρωποι στούς Εὐεργέτες μας, πρός τούς γονεῖς μας καί γενικά πρός ὅλους, ἐκείνους πού, παντοιοτρόπως,  μᾶς εὐεργετοῦν. Κυρίως δέ  δείχνουμε ἀχαριστία πρός τόν Θεόν, τόν πανάγαθον Δημιουργόν καί Κτίστην τῶν ἁπάντων, ὁ Ὁποῖος μᾶς ἐδημιούργησε «κατ’ εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωσιν Αὐτοῦ» καί μᾶς κατέστησε κυρίους σέ ὅλα τά δημιουργήματά Του, τά πάντα ὑπέταξε κάτω ἀπό τά πόδια μας. Καί τέλος παρέδωκε ἀκόμη καί τό



 Μονάκριβό Του Υἰό στό Σταυρικό Θάνατο, γιά νά μᾶς λυτρώσῃ ἀπό τό Κακόν, ἀπό τήν ἁμαρτία καί τόν αἰώνιον Θάνατο. Μᾶς ἐχάρισε Σωτήρα, Λυτρωτήν καί Εὐεργέτην τόν Κύριόν μας , τόν Ἰησοῦν Χριστόν, καί παρ’ ὅλα αὐτά, ἐμεῖς παραμένουμε ἀγνώμονες, ἀχάριστοι.
Ἴσως ἀναρωτηθῆ κανείς· ἔχει ἀνάγκη ὁ Θεός ἀπό τίς δικές μας εὐχαριστίες; Ὄχι, ἀσφαλῶς. «Οὐ γάρ τῶν ἡμετέρων ἐν χρείᾳ Θεός, ἀλλ’ ἡμῶν, ὡς ἀγαθότητος ὑπάρχων πηγή,  τήν σωτηρίαν ζητεῖ», λένε οἱ Πατέρες.
Ἡ ἀχαριστία πρός τόν Εὐεργέτην, εἶναι νέκρωσις τῆς ψυχῆς, εἶναι θάνατος. Ὁ ἀγνώμων, ὁ ἀχάριστος, γίνεται ἀλογώτερος τῶν ἀλόγων ζώων.
Ὁ Προφήτης Ἡσαῒας περιγράφει τή θλῖψι καί τήν ἀγανάκτησι, τή φοβερή καί ἄφατη ὀργή τοῦ Θεοῦ, γιά τήν ἀχαριστία τοῦ ἀποστάτου καί τόσο πολύ εὐεργετηθέντος λαοῦ, ὁ ὁποῖος, παρόλες τίς εὐεργεσίες τοῦ Θεοῦ, παραμένει κατάκοιτος στό βυθό τῆς ἀχαριστίας,  ἀθεράπευτος.
Ὁ Προφήτης ἐπικαλεῖται τήν προσοχήν τοῦ οὐρανοῦ καί τῆς γῆς, δηλαδή τοῦ Σύμπαντος, πού εἶναι μάρτυς τῆς ἀγνωμοσύνης τοῦ λαοῦ, πρός τόν Εὐεργέτη Θεόν. Καί λακωνικά λέγει: «ἄκουε οὐρανέ καί ἐνωτίζου ἡ γῆ, ὅτι Κύριος ἐλάλησεν· υἱούς ἐγέννησα καί ὕψωσα, αὐτοί δέ με ἠθέτησαν» (Ἡσ. α΄2). Ἐδῶ φαίνεται καθαρά ἡ τρυφερότητα καί ἡ πικρία τοῦ στοργικοῦ Πατέρα, γιά τά πλάσματά Του, τά ὁποῖα ἀρνοῦνται τόν Εὐεργέτην καί λατρεύουν τά εἴδωλα καί, μέ τή θέλησί τους, χάνουν τή θαλπωρή, τήν ἄνεσι καί τή χαρά καί τή θεία εὐλογία καί μένουν, μέ λεπρωμένη τήν ψυχή ἀπό τήν ἀχαριστία, κατάκοιτοι στή χώρα καί τή σκιά τοῦ θανάτου. Ἡ διαπίστωσις τοῦ πάθους τῆς ἀχαριστίας τοῦ λαοῦ, περιγράφεται μέ λόγια μεστά θλίψεως: «Ἔγνω  βοῦς τόν κτησάμενον καί ὄνος τήν φάτνην τοῦ κυρίου αὐτοῦ· Ἰσραήλ δέ με οὐκ ἔγνω καί ὁ λαός με οὐ συνῆκεν» (Ὁ βοῦς καί ὁ ὄνος, τά ἀνοητότερα τῶν κατοικιδίων ζώων, γνωρίζουν τούς κυρίους των, καί εὐγνωμονοῦν τόν Εὐεργέτη τους, ὁ ἰσραηλιτικός ὅμως λαός καί γενικά οἱ ἄνθρωποι, δέν ἀναγνωρίζουν καί δέν εὐγνωμονοῦν τόν Εὐεργέτη τους (Ἡσ. α΄ 3 ) ).
Εἴμαστε ἀνοητότεροι, ἀλογότεροι ἀπό τά βόδια καί τά γαϊδούρια. Διότι ἐκεῖνα ἐνστικτωδῶς εὐχαριστοῦν τόν Εὐεργέτη τους, ἐμεῖς ὅμως εἴμαστε  πολύ ἀχάριστοι.
Κάποτε ὁ ἱερός Χρυσόστομος ρώτησε τούς Χριστιανούς: Ἀδελφοί μου, πέστε μου,σᾶς παρακαλῶ· Ἄν σᾶς ρωτήσῃ ἑνας εἰδωλολάτρης·  Τί κάνει ὁ Χριστιανισμός τούς ἀνθρώπους; Τί θά τοῦ πῆτε; Ἀσφαλῶς  θά τοῦ ἀπαντήσετε ὅτι Ὁ Χριστιανισμός κάνει τούς ἀνθρώπους Ἀγγέλους. Ἄν ὅμως, αὐτός ὁ Εἰδωλολάτρης, μᾶς ζητήσει  νά τοῦ δείξουμε μερικούς ἀγγέλους, δέν θά ἔχουμε νά τοῦ δείξουμε μηδέ  ὄνους, οὐτε γαϊδούρια». Αὐτό σημαίνει ὅτι εἴμαστε πωρωμένοι. Δέν δεχόμαστε τό Χριστό στή ζωή μας. Παραμένουμε ἀμετανόητοι, ἀχάριστοι, χειρότεροι ἀπό τά βόδια καί τά γαϊδούρια. Διότι τά ἄλογα αὐτά ζῶα ἐνστικτωδῶς δέχονται καί ἀναγνωρίζουν αὐτόν, πού τά ποτίζει καί τά τρέφει καί τόν εὐγνωμονοῦν, σέ ἀντίθεσι μέ μᾶς, πού ὄχι μόνον δέν τόν ευγνωμονούμε γιά τίς εὐεργεσίες Του, ἀλλά καί Βλασφημοῦμε τό Πανάγιον Ὄνομά Του.
Ὅταν γεννήθηκε στή Βηθλεέμ ὁ Χριστός, οἱ δικοί Του δέν τόν δέχθηκαν, δέν ὑπῆρχε τόπος γι’ Αὐτόν καί γεννήθηκε σέ ἕνα παγωμένο Σπήλαιο καί ἀνακλήθηκε σέ μιά φτωχική Φάτνη. Καί δέν εἶναι τυχαῖον ὅτι ὁ ἁγιογράφος εἰκονίζει κοντά στή Φάτνη  ἕνα Ὄνον καί ἕνα Βόδι, νά θερμαίνουν μέ τά χνῶτα τους τόν νεογέννητον Βασιλέα τοῦ Σύμπαντος, ἐκφράζοντας ἔτσι τήν εὐγνωμοσύνη τους στόν Εὐεργέτη.



Ἧλθε καί, «χθές καί σήμερον ὁ αὐτός, καί εἰς τούς αἰῶνας ὁ Χριστός», ἔρχεται κοντά μας, γιά νά ἁπαλύνῃ τόν πόνο μας, νά σπογγίσῃ τά δάκρυά μας, νά θεραπεύσῃ τά τραύματά μας, νά μᾶς ἐλευθερώσῃ ἀπό τή δουλεία τῆς ἁμαρτίας, νά μᾶς ἀναστήσῃ καί νά μᾶς ὑψώσῃ καί νά μᾶς ἐπανεισάγῃ εἰς τόν Παράδεισο. Μᾶς ἐπισκέπεται μέ τρυφερότητα καί ἀγάπη ὅλους ἀδιακρίτως τούς ἀνθρώπους, ὅπου κι' ἄν βρίσκώμαστε, ὅποιοι κι’ ἄν εἴμαστε, ὅ,τι κι’ ἄν κάνουμε. Ἑπισκέπτεται καί τόν καθένα μας χωριστά καί θεραπεύει τίς ἀρρώστιες μας ψυχικές καί σωματικές. 


Κρούει τή θύρα κάθε ψυχῆς καί ζητεῖ νά ἀκούσουμε τή Φωνή Του  καί νά Τοῦ ἀνοίξουμε τήν καρδιά μας. Θεραπεύει τούς τυφλούς, τούς παραλύτους, ἐπισκέπτεται τούς Γαδαρηνούς. Πλησιάζει, μέ τρυφερότητα, καί τούς σωματικά καί ψυχικά λεπρούς, γιά νά τούς καθαρίσῃ ἀπό τήν κάθε εἴδους λέπρα. Δέν ἐξαναγκάζει κανέναν, ἀλλά καί δέν στερεῖ κανέναν ἀπό τήν ἀγάπη Του. Ἐπεσκέπτεται καί τούς δέκα λεπρούς. Δέν τούς καθαρίζει ἀμέσως, ἀλλά τούς προστάζει νά πᾶνε καί νά δείξουν τόν ἑαυτόν τους  εἰς τούς ἱερεῖς: «Πορευθέντες ἐπιδείξατε ἑαυτούς τοῖς ἱερεῦσι. Καί ἐγένετο ἐν τῷ ὑπάγειν αὐτούς ἐκαθαρίσθησαν» (Λουκ. ιζ΄ 14). Εἰς τόν δρόμον τῆς ὑπακοῆς καθαρίζονται, θεραπεύονται.
Θεραπεύονται σωματικά. Ψυχικά ὅμως;... Μόνον ὁ ἕνας αἰσθάνθηκε τήν ἀνάγκην νά εὐχαριστήση τόν Εὐεργέτη του, τό Θεραπευτή του, τό Θεό, τόν Ἰησοῦν Χριστόν. Καί αὐτός ἦταν ὁ περιφρονημένος ἀπό τούς Ἰουδαίους Σαμαρείτης. Οἱ ἄλλοι ἐννέα παρέμειναν στήν πώρωσι, στήν ψυχική λέπρα, στήν ἀχαριστία. Δέν γύρισαν νά εὐχαριστήσουν τόν Θεραπευτή, τόν Εὐεργέτην τους, τόν Ἰησοῦν Χριστόν. Καί ὁ Κύριος ἐκφράζει τή θλῖψι Του, ὄχι γιατί δέν Τόν εὐχαρίστησαν, ἀλλά γιά τήν πώρωσι καί τήν ἀμετανοησία τους, γιατί παρέμειναν ἀχάριστοι, ψυχικά λεπροί, μακρυά ἀπό τό Θεό:
«Οὐχί οἱ δέκα ἐκαθαρίσθησαν; Οἱ δέ ἐννέα ποῦ; Οὐχ εὑρέθησαν ὑποστρέψαντες δοῦναι δόξαν τῷ Θεῷ εἰ μή ὁ ἀλλογενής οὗτος;» (Λουκ.ιζ΄ 17-18).
Εἶναι καιρός νά ἔλθῃ ὁ καθένας μας στόν ἑαυτό Του. Νά συνειδητοποιήσουμε ὅτι δέν ὑπάρχει χειρότερη λέπρα, ἀπό τή λέπρα τῆς ψυχῆς, ἀπό τήν ἀχαριστία.
Εἶναι καιρός νά «ἐννοήσουμε τό βραχύ τῆς ζωῆς» καί πρίν νά εἶναι ἀργά, νά καθαρίσουμε, μέ τή χάρι τοῦ Θεοῦ, τήν ψυχή μας ἀπό τή λέπρα τῆς ἀχαριστίας.
Ὁ Πανάγιος Θεός, πλούσιος ὤν ἐν ἐλέει, μακροθυμεῖ καί μᾶς χαρίζει «καιρόν μετανοίας», ὥστε, εἰλικρινά μετανοιωμένοι, νά ἀφήσουμε τά Εἴδωλα καί νά ἐπιστρέψουμε κοντά στό Θεό. «Ὁ Χριστός πρῶτος μᾶς ἀγάπησε καί μᾶς ἔλουσε καί μᾶς ἐκαθάρισε μέ τό πανάγιον αἷμα Του ἀπό τίς ἁμαρτίες μας καί μᾶς κατέστησε βασιλεῖς καί ἱερεῖς στό Θεό καί Πατέρα»
( Ἀποκ. α΄5-6). Εἶναι καιρός νά καταλάβουμε ὅτι ὀφείλουμε νἀ εὐχαριστοῦμε, ἀσιγήτως, τό Θεό, γιά τίς ἄπειρες εὐεργεσίες Του. Νἇναι ὁλόκληρη ἡ ζωή μας ὕμνος Εὐχαριστίας, «Πρᾶξις ἀγάπης». Εἶναι καιρός νά παρακαλέσουμε τόν Κύριον νά μᾶς ἀξιώσῃ νά Τόν ὑμνοῦμε καί νά Τόν δοξολογοῦμε, ἐν ἑνί στόματι καί μιᾷ καρδίᾳ, μετά τῶν Ἀγγέλων καί τῶν Ἁγίων, διότι σ’Αὐτόν καί μόνον Σ’ Αὐτόν ἀνήκει ἡ τιμή, ἡ δόξα καί τό Κράτος εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων.
Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, κατεύθυνε τά βήματά μας σέ κάθε ἔργο ἀγαθό. Φώτιζε τά σκοτάδια μας. Καθάρισε τήν ψυχή μας ἀπό τή λέπρα τῆς ἀχαριστίας. Δέξου, Κύριε, τή μετάνοιά μας. Δέξου τά δάκρυα τῆς εὐγνωμοσύνης μας, Μακρόθυμε, ὡς θυμίαμα εὔοσμον ἐνώπιον Σου. Πρόφθασε, Κύριε καί σῶσε ἐμέ τόν ἐλεεινόν, τόν ἀχάριστον καί τόν κόσμον Σου, ὡς Ἀγαθός καί Φιλάνθρωπος.Ἀμήν.












Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου