Προετοιμασία πρός Ὑποδοχήν τοῦ Σωτῆρος.
Ἡ κατανυκτική περίοδος τοῦ Τριωδίου ἀρχίζει τήν Κυριακή
τοῦ Τελώνου καί Φαρισαίου καί τελειώνει τό Μέγα Σάββατον. Ἰδιαιτέρως αὐτή τήν περίοδον, ἡ Ἁγία μας Ἐκκλησία
συγκεντρώνει, μέ στοργή, τά παιδιά της εἰς τόν Ναόν, «ὅν τρόπον ἐπισυνάγει
ὄρνις τά νοσσία ἑαυτῆς ὑπό τάς πτέρυγας» (Ματθ. κγ΄ 37. Λουκ. ιγ΄34). Μᾶς καλεῖ σέ αὐτοσυγκέντρωσι, σέ περισυλλογή καί αὐτοεξέτασι.
Μᾶς βοηθεῖ νά ἔλθουμε σέ αὐτογνωσία καί σέ εἰλικρινῆ, ἔμπρακτη μετάνοια. Μᾶς
καλεῖ «βαλεῖν ἀρχήν» εἰς τήν πνευματική μας ζωήν, νά ζοῦμε εἰς τό ἑξῆς
συνειδητά τήν λειτουργικήν της ζωήν καί νά φθάσουμε εἰς Θεογνωσίαν.
Ἡ Ἐκκλησία μας, καί μαζί της ὁ μεγάλος ποιητής καί πιστός Schiller μᾶς προτρέπει ὅλους καί λέγει:
«Φευγᾶτε ἀπό τήν πνιγερή ζωή
Στῆς ὀμορφιᾶς τή σφαῖρα ».
Μᾶς προτρέπει νά ξεφύγουμε ἀπό τήν
Ψευτιά καί τήν Ὑποκρισίαν τῶν Φαρισαίων. Νά λυτρωθοῦμε ἀπό τόν Φαρισαϊκόν
σκοταδισμόν, πού μᾶς ἀποπνίγει, νά καθαρίσουμε τήν ψυχή μας ἀπό κάθε ὑλική καί ἀκάθαρτη
ἡδονή, νά βάλουμε ἀρχήν στήν πνευματική μας ζωή, νά ἐγκολπωθοῦμε τό Φῶς τοῦ
Χριστοῦ καί νά ἀκολουθήσουμε τήν Ὁδόν τῆς ὄντως Ζωῆς ἀπό τό· «κατ᾿ εἰκόνα», εἰς
τό· «καθ᾿ ὁμοίωσιν», νά
συνεχίσουμε τήν ἀνοδικήν μας Πορείαν, ἀπό γῆς
πρός οὐρανόν, «ἐπιτελοῦντες ἁγιωσύνην ἐν φόβῳ Θεοῦ» (Β΄ Κορινθ. ζ΄1).
Κατά τήν περίοδον τοῦ τριωδίου ἡ Ἐκκλησία μᾶς προσκαλεῖ εἰς τόν Ναόν, μέ σκοπόν, νά μᾶς θυμίσῃ ὅλες τίς φανερές καί ἀφανεῖς Εὐεργεσίες τοῦ Θεοῦ σέ μᾶς, ἀπό τήν ἀρχήν τῆς Δημιουργίας. Μᾶς θυμίζει ὅτι εἴμαστε πλάσματα τῆς ἄπειρης ἀγάπης Του, ὅτι θέλοντας νά μᾶς κρατήσῃ κοντά Του, μᾶς ἔδωκε τήν Ἐντολήν τῆς ἀγάπης Του, ὡς «Ὕλην εἰς τό Αὐτεξούσιον» καί μᾶς προειδοποίησε ὅτι ἡ τήρησις τῆς Ἐντολῆς, ἡ ΥΠΑΚΟΗ, ὡς καλή χρῆσις τοῦ Νοῦ καί τῆς ἐλευθερίας μας, μᾶς χαρίζει τήν ζωήν, μᾶς κρατάει ἑνωμένους μαζί Του, ἐνῷ ἡ παράβασις τῆς ἐντολῆς, ἡ ΠΑΡΑΚΟΗ, εἶναι κακή χρῆσις τοῦ Νοῦ καί τῆς Ἐλευθερίας μας, καί φέρει στήν ψυχή καί τήν ζωήν μας τόν Θάνατον, μᾶς χωρίζει ἀπό τόν Δημιουργόν καί Εὐεργέτην μας. Μᾶς προλέγει ὅτι μᾶς ἔπλασε καί μᾶς τίμησε μέ τήν τιμήν τοῦ «κατ᾿ εἰκόνα» καί ὅτι ἡ Ἐντολή μᾶς δόθηκε γιά νά γυμνασθοῦμε καί νά ἐπιτύχουμε τήν πνευματική μας τελείωσιν καί ἀπό «δυνάμει θεοί», νά γίνουμε καί «ἐνεργείᾳ θεοί», θεοί κατά χάριν. Μᾶς Θυμίζει, λοιπόν, ἡ Ἐκκλησία μας, κατά τήν περίοδον αὐτήν, ὅτι ἐμεῖς, ἀπό κακή μας προαίρεσι, βγήκαμε ἔξω ἀπό τόν Παράδεισον τῆς τρυφῆς, δέν κατανοήσαμε τήν τιμήν τοῦ «κατ᾿ εἰκόνα» καί ὡμοιωθήκαμε, μέ τά ἀνόητα κτήνη, πού δέν ἔχουν Λογικόν, ὅπως ἐμεῖς, χωρισθήκαμε ἀπό τόν Θεόν, χάσαμε τήν τιμήν, φθόνῳ τοῦ ἀρχεκάκου Ὄφεως, στερηθήκαμε τά οὐράνια ἀγαθά, τή ζεστασιά τῆς Πατρικῆς Ἑστίας. Μᾶς θυμίζει ἀκόμη ἡ Ἐκκλησία μας τήν ἀνέκφραστη συγκατάβασι τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, πού τέλειος ὤν ΘΕΟΣ, ἔγινε, γιά χάρι μας, καί τέλειος ἄνθρωπος καί ἐταπεινώθηκε μέχρι θανάτου, θανάτου δέ Σταυροῦ. ΣΤΑΥΡΩΘΗΚΕ αὐτός , ἀντί ἡμῶν, γενόμενος ΥΠΟΔΕΙΓΜΑ ΥΠΑΚΟΗΣ εἰς Ὅλους ἐμᾶς, εἰς τό Θεῖον Θέλημα. Ἔπαθε καί Ἀναστήθηκε καί ἀνέβηκε πάλιν εἰς τούς Οὐρανούς, γιά νά μᾶς λυτρώσῃ ἀπό τό Κακόν καί τήν Ἁμαρτίαν καί νά μᾶς ἐπανεισάγῃ εἰς τόν Παράδεισον. Καί μέ ὅλα αὐτά μᾶς προετοιμάζει νά ὑποδεχθοῦμε τόν Σωτῆρα καί νά γίνουμε κοινωνοί εἰς τό Πάθος καί εἰς τήν Ἀνάστασίν Του. Μέ τούς κατανυκτικούς ὕμνους, τά ἁγιογραφικά ἀναγνώσματα καί τά Συναξάρια δημιουργεῖ ἡ Ἐκκλησία μας τήν πιό κατάλληλη ἀτμόσφαιρα, γιά νά κατορθώσῃ ἡ ψυχή μας νά ἐπανεύρῃ τή γαλήνη της, πού εἶναι ἀναγκαία, γιά νά ζήσῃ ὁ ἄνθρωπος καί νά ἐπανεύρη τήν Ὁδόν τῆς Ζωῆς, ἀπό τό· «κατ᾿ εἰκόνα», εἰς τό· «καθ᾿ ὁμοίωσιν».
Ἐάν ἐξετάσουμε πολύ προσεκτικά τήν καθημερινή
πραγματικότητα τῆς ζωῆς μας, θά διαπιστώσουμε ὅτι ὁ σύγχρονος, ὁ
τεχνοκράτης ἄνθρωπος περισπᾶται, «μεριμνᾶ καί τυρβάζῃ περί πολλά»(Λουκ. ι΄41). Πραγματικά διασκορπίζεται ὁ νοῦς μας καί ἔχομεν ἀπόλυτη ἀνάγκη, νά περισυλλέξωμε
τό κομματιασμένο μας «εἶναι» καί νά ξαναβροῦμε τήν ἀκεραιότητα τοῦ
πνεύματός μας. Εἶναι δέ πλέον ἤ βέβαιον ὅτι αὐτό θά μπορέσουμε νά τό ἐπιτύχωμεν
μόνον, μέ τήν ἐπικοινωνίαν καί ἕνωσίν μας, μέ τόν Θεόν. Αὐτή τή δυνατότητα ἐπανόδου
εἰς τήν παραδεισιακήν μορφήν ζωῆς, μᾶς προσφέρει ἡ Ἐκκλησία μας,
καθημερινά, καί ἰδιαίτερα, κατά τήν κατανυκτικήν περίοδον τοῦ Τριωδίου.
Οἱ γονυκλισίες, ἡ ὀρθόδοξος νηστεία,
οἱ μετάνοιες, εἶναι ἀσκήσεις, «γυμνασία πρός εὐσέβειαν»(Α΄Τιμόθ. δ΄7), βοηθοῦν εἰς τήν αὐτοσυγκέντρωσιν, εἰς τήν
συγκέντρωσιν τοῦ πνεύματος εἰς τήν μελέτην τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ, εἰς τήρησιν τῶν Ἐντολῶν
καί εἰς τήν προσήλωσιν ΝΟΥ πρός Θεόν, εἰς τήν Προσευχήν.
Τό « ᾌσω τῷ Κυρίῳ ἐν τῇ ζωῇ μου, ιιψαλῶ
τῷ Θεῷ μου, ἕως ὑπάρχω»(Ψαλμ. 103,33)
εἶναι τό
λυτρωτικό βίωμα τοῦ πιστοῦ, πού πρέπει νά γίνῃ καί βίωμα ὅλων μας, ὥστε
κάθε μας σκέψις, λόγος ἤ πρᾶξις, νά
δοξολογία, Εὐχαριστία. Νά εἶναι κοινωνία, προσευχή, «ἀνάβασις, προσήλωσις νοῦ
πρός Θεόν». Νά εἶναι «ἐν πνεύματι καί ἀληθείᾳ» λατρεία τοῦ Θεοῦ,
ἔκφρασις θυσιαστικῆς καί ἀνυποκρίτου ἀγάπης πρός τόν πλησίον.
Εἶναι ἀλήθεια, πώς ὑπάρχει μιά φοβερή διάστασις ἀνάμεσα στήν διάνοια καί τήν καρδιά τοῦ συγχρόνου ἀνθρώπου. Κυριεύονται πολλοί ἀπό τήν ἀγχώδη βιοτική μέριμνα καί τήν πλεονεξίαν. Ἐπιδίδονται σέ ἕνα ἀδυσώπητο κυνηγητό, γιά τήν ἱκανοποίησιν τῶν βρωμερῶν τους Παθῶν. Ἔτσι χάνουμε τήν κοινωνίαν μέ τόν Θεόν καί τούς συνανθρώπους μας, χάνουμε τήν ψυχική μας γαλήνη καί κινδυνεύουμε νά χάσουμε ὁλότελα τήν ψυχή μας.
Ἡ Ἐκκλησία μᾶς καλεῖ νά ἐπανεύρωμεν
τόν καλόν μας ἑαυτόν, νά προσέξωμεν τόν ἔσω ἀνθρωπον, νά προσέξουμε εἰς τόν ἑαυτόν μας. Ὁ Μέγας
Βασίλειος λέγει ὅτι «ὁ Νοῦς, πού δέν σκορπίζεται πρός τά ἔξω καί οὔτε ξεχύνεται
στόν κόσμον μέσα ἀπό τίς αἰσθήσεις, γυρνᾶ στόν ἑαυτό του. Καί μέσα ἀπό τόν ἑαυτόν
του ὑψώνεται εἰς τήν Θεογνωσίαν». Μιά παλιά παράδοσι λέει: «Τό πρωί βάλε τή διάνοιά σου μέσα στήν καρδιά σου καί
μεῖνε ὅλη τήν ἡμέρα συντροφιά μέ τό Θεό».
Ἡ Ἐκκλησία, σέ ὅλη τή διάρκεια τοῦ
Τριωδίου, μέ τίς κατανυκτικές της Ἀκολουθίες, μᾶς ἐπαναφέρει στήν τάξι καί μᾶς
βοηθεῖ νά νοιώσουμε πώς βρισκόμαστε μπροστά
στό Θεό, ὥστε νά κανονίζουμε τή
συμπεριφορά μας, μέ βαθειά συναίσθησι τῆς Παρουσίας Του στή ζωή μας. Ὁ Ἀπόστολος
Παῦλος λέει: «Ἀντί νά ἐξετάζετε ἡμᾶς, ἐξετάζετε τούς ἑαυτούς σας, ἐάν εὑρίσκεσθε
εἰς τήν πίστιν· τούς ἑαυτούς σας νά δοκιμάζετε. Ἤ δέν γνωρίζετε καλά τούς ἑαυτούς
σας, ὥστε νά ἠξεύρετε ὅτι, ὅταν εὑρίσκεσθε εἰς τήν πίστιν, εἶναι ὁ Χριστός μαζί
σας; εἰ μή τι ἀδόκιμοι ἐστέ» (Β΄ Κορινθ. ιγ΄5).
Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κρονστάνδης συμβουλέύει: «Πρόσεχε
στήν καρδιά σου ὅσο ζῆς σ᾿ αὐτόν τόν κόσμο. Ἐξέταζέ την καί βλέπε τί τῆς ἐξασφαλίζει
τήν ἕνωσί της μέ τόν Εὐλογητόν Κύριον καί τί τήν ἀποξενώνει. Ἔχε λοιπόν αὐτογνωσίαν. Ἔτσι, μέ τήν βοήθειαν τοῦ
Θεοῦ, θά μπορῇς νά ξεχωρίζῃς τί σέ ἀπο μακρύνει καί τί σέ πλησιάζει Σ᾿ Αὐτόν».
Κάθε Κυριακή ἤ γιορτή τοῦ Τριωδίου εἶναι κι᾿ ἕνας ἀναβαθμός στήν πνευματικήν Κλίμακα. Εἰς τό πρῶτο σκαλοπάτι, Τήν Κυριακή τοῦ Τελώνου καί Φαρισαίου, τοποθετεῖ τήν ΤΑΠΕΙΝΩΣΙΝ.
Ὁ Τελώνης εἶναι φωτεινόν Παράδειγμα εἰλικρινοῦς Μετανοίας. Ἔρχεται ταπεινά μπροστά στό Θεό καί ζητεῖ τό Ἔλεός Του. Παρουσιάζεται μέ τό ἀληθινόν τοῦ Πρόσωπον, καί μέ βαθειά συναίσθησιν τῆς ἁμαρτωλότητός του, ζητεῖ Ἕλεος. Δέν ὑποκρίνεται. Καί αὐτός δικαιώνεται ἀπό τόν Θεόν, διότι «πᾶς ὁ ὑψῶν ἑαυτόν ταπεινωθήσεται, ὁ δέ ταπεινῶν ἑαυτόν ὑψωθήσεται»(Λουκ. ιη΄14).
Ὁ δέ Φαρισαῖος, ψεύστης καί ὐποκριτής,
ἀκόμη καί μπροστά στό Θεό δέν παρουσιάζεται μέ τό ἀληθινόν του πρόσωπον, φοράει
τό προσωπεῖον τοῦ ἁγίου, καί μέ τό πλαστό του αὐτό πρόσωπον θέλει νά ἐξαπατήσῃ καί
τόν ἴδιον τόν Θεόν, λέγων· Θεέ μου ἘΓΩ δέν εἶμαι σάν τούς ἄλλους ἀνθρώπους, πού
εἶναι παρακατιανοί κλέφτες κλπ. ΕΓΩ δέ εἶμαι σά αὐτόν ἐκεῖ κάτω τόν Τελώνη.
ΕΓΩ εἶμαι ἅγιος. Παρουσιάζεται μέ
φοβερόν παραλήρημα μεγαλειότητος, μέ Θρησκευτικόν παραλήρημα καί παραλήρημα
διώξεως κλπ. Χαρακτηριστικά γνωρίσματα τοῦ ΕΩΣΦΟΡΙΣΜΟΥ. Οἱ Ψυχίατροι θά ἔλεγαν ὅτι
εἶναι σχιζοφρενής, αὐτός ὁ ΕΓΩΪΣΤΗΣ. Καί γι᾿ αὐτό καί δέν δικαιώνεται ἀπό τό Θεό, σέ ἀντίθεσι μέ τόν Τελώνη, πού δέν
μεταβιβάζει σέ ἄλλους τά ἁμαρτήματά του καί μετανοεῖ εἰλικρινά καί κράζει : Ὁ
ΘΕΟΣ ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ! Κύριε εἶμαι ἁμαρτωλός , Θεέ μου συγχώρεσέ με ! καί γι᾿ αὐτό τόν λόγο καί δικαιώνεται ἀπό τόν
Θεόν.
Οἱ Ἅγιοι Πατέρες λένε ὅτι ἡ Ταπείνωσις εἶναι ἡ μεγαλύτερη Ἀρετή, πού μᾶς ἀνεβάζει μέχρι τό Θρόνο τοῦ Θεοῦ. Εἶναι δέ γνωστόν ὅτι εἰς τό ὕψος αὐτό, μᾶς συγκρατεῖ ἡ ΑΓΑΠΗ. Ἐν συνεχείᾳ, τήν Κυριακή τοῦ Ἀσώτου, μᾶς ὁδηγεῖ εἰς τήν εἰλικρινῆ καί ἔμπρακτη ΜΕΤΑΝΟΙΑΝ. Μᾶς διδάσκει ὅτι εἶναι ἄπειρη ἡ Ἀγάπη τοῦ Θεοῦ Πατρός. Μᾶς θυμίζει τόν ἀπολέσθέντα Παράδεισον καί τήν Ἡμέραν τῆς Κρίσεως. Μᾶς φέρνει ἔτσι εἰς τήν Μεγάλην Τεσσαρακοστήν, μᾶς ὁπλίζει μέ τήν Προσευχήν καί τήν Νηστείαν, πού ξεριζώνει μέσα ἀπό τήν καρδιά μας πᾶσαν Κακίαν καί μᾶς ἀξιώνει νά συνακολουθήσωμεν τόν Χριστόν εἰς τόν ΓΟΛΓΟΘΑΝ, νά Σταυρωθοῦμε καί νά Ἀναστηθοῦμε μαζί Του.
Εἶναι καιρός νά ἀναβαπτισθοῦμε στήν
πνευματικήν Κολυμβήθρα τῆς Ἐκκλησίας καί εἰλικρινά μετανοιωμένοι, μέ βαθειά
κατάνυξι νά ψάλουμε εἰς τόν ΖΩΟΔΟΤΗΝ:
«Τῆς μετανοίας ἄνοιξόν μοι πύλας ζωοδότα·
...»
«Βεβαρημένων τῶν ὀφθαλμῶν μου ἐκ τῶν ἀνομιῶν
μου, οὐ δύναμαι ἀτενίσαι καί ἰδεῖν τόν αἰθέρα τοῦ οὐρανοῦ · ἀλλά δέξαι με ὡς τόν Τελώνην μετανοοῦντα, Σωτήρ, καί ἐλέησόν με» (Δοξαστικόν τῶν Ἀποστίχων τῆς Ἑορτῆς).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου