Τρίτη 8 Απριλίου 2025

Η ΑΠΕΙΡΗ ΑΓΑΠΗ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

 



«ΚΑΙ ΤΟ ΕΥΟΛΙΣΘΟΝ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΦΥΣΕΩΣ»

 

Τό βασικό χαρακτηριστικό τῆς Σχιζοφρενίας εἶναι ἔλλειψις ἐπαφῆς μέ τήν πραγματικότητα. Καί, δυστυχῶς, οἱ περισσότεροι ἄνθρωποι, ἀπό τόν πρῶτον μέχρι καί  τόν τελευταῖον, δέν κάνουμε ΥΠΑΚΟΗ εἰς τόν Νόμον τοῦ Θεοῦ. Κάνουμε κακή χρῆσι τοῦ Νοῦ καί τῆς Ἐλευθερίας, πού μᾶς χάρισεν ὁ Θεός. Δέν  ἐννοοῦμεν τήν τιμήν τοῦ· «κατ᾿  εἰκόνα» καί γινόμαστε ὅμοιοι μέ τά ἄλογα ζῶα καί ζοῦμε σάν κτήνη(πρβλ. Ψαλμ.48,13,21). Χάνουμε , μέ τή Θέλησί μας, τήν ἐπαφή, μέ τήν πραγματικότητα καί ζοῦμε σέ ἕνα δικό μας, φανταστικό κόσμο. Ἔχουμε ἀσυνάρτητη σκέψι, εἴμαστε ἀστόχαστοι, ἀπρόσεκτοι, ἔχουμε παραλόγους τρόπους συλλογισμοῦ, ἀνακριβῆ ἤ διαστρεβλωμένη ἀντίληψι τοῦ περιβάλλοντος. Τίς περισσότερες φορές δέν ἐλέγχουμε τήν, ὄντως, προβληματική μας συμπεριφορά. Μᾶς κυριεύει ὁ ΕΓΩΪΣΜΟΣ (τόν ὁποῖον οἱ ψυχίατροι θεωροῦν ψυχικοί νόσον καί τήν ὀνομάζουν Σχιζοφρένια), μᾶς κυριεύει ἡ Ἔπαρσις, ὁ Ἑωσφορισμός. Τότε φωρᾶμε τό προσωπεῖον τοῦ Ἁγίου(Θρησκευτικόν παραλήρημα) καί μέ ὑψηλή ἰδέα γιά τόν Ἑαυτό μας (ἀλόγιστον παραλήρημα μεγαλειότητος), περιφρονοῦμε τούς συνανθρώπους μας, τούς θεωροῦμε παρακατιανούς καί τούς ἐξουθενοῦμεν. Συμπεριφερόμαστε χωρίς Ἀγάπην καί στήν «Πρᾶξι», ὄντως, προσβάλλουμε  τήν Μεγαλειότητα τοῦ Θεοῦ καί τήν Μακροθυμίαν Του. Μέ αὐτή τήν συμπεριφορά, μετουσιώνουμε τόν Παράδεισον, σέ Χοιροστάσι. Μέ τήν Κακήν μας Θέλησι, βγαίνουμε ἔξω ἀπό τόν Παράδεισο τῆς τρυφῆς. Χάνουμε «τόν Μόσχον τόν σιτευτόν», καί προσπαθοῦμε νά χορτάσουμε τήν Πεῖνα μας, μέ «τά ξυλοκέρατα τῆς ἀποστασίας», μέ «τά κεράτια ὧν ἤσθιον οἱ Χοῖροι». Ἀπομακρυνόμαστε ἀπό τήν Πηγήν τοῦ Ζῶντος Ὕδατος καί προσπαθοῦμε νά χορτάσουμε τή δίψα μας στά «λασπονέρια» τῆς ἀποστασίας. «Ὀρύσσουμε ἑαυτοῖς λάκκους συντετριμένους, οἵ οὐ δυνήσονται ὕδωρ συνέχειν»: Δεξαμενές, πού δέν μποροῦν νά συγκρατήσουν τό νερό (Ἱερεμ. β΄13).

Ὁ Θεός, ὡς ἄπειρη Ἀγάπη, προγνωρίζοντας «τό εὐόλισθον, τό ὀλισθηρόν τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως» καί, ἐπειδή «πάντας ἀνθρώπους θέλει σωθῆναι καί εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν»(Α΄ Τιμόθ.β΄4), ὡς Ἐλεήμων καί Φιλάνθρωπος, «τόν Υἱόν Αὐτοῦ τόν Μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτόν μή ἀπόληται, ἀλλ᾿ ἔχει ζωήν αἰώνιον» (Ἰωάν. γ΄16). Δηλαδή, μπορεῖ, ἄν θέλῃ ὁ ἄνθρωπος νά σωθῇ, μπορεῖ νά ἐπανακτήσῃ καί νά ἐπανεισαχθῇ εἰς  τόν Παράδεισο τῆς τρυφῆς. Ἄ ν  θ έ λ ῃ, μπορεῖ καί πάλιν νά ἀπολαμβάνῃ τήν ἀδιατάρακτον διά Θέας ἀπόλαυσιν τοῦ ἀπείρου καί ἀρρήτου Κάλλους τοῦ προσώπου τοῦ Κυρίου εἰς μακρότητα ἡμερῶν, διά τῆς Πίστεως, τῆς δι᾿ Ἀγάπης ἐνεργουμένης, εἰς τόν Ἰησοῦν Χριστόν.



Ἡ Ἀγάπη καί ἡ Μακροθυμία τοῦ Θεοῦ εἶναι δεδομένη. Χρειάζεται μόνον ἡ δική μας συγκατάθεσις. Στό χέρι μας εἶναι ἡ σωτηρία μας. Ἀρκεῖ, δηλαδή,  νά μετά-νοήσωμεν καί νά πιστεύσωμεν εἰς τόν ΣΩΤΗΡΑ καί ΚΥΡΙΟΝ, εἰς τόν Ἰησοῦν Χριστόν. Νά ἀπεκδυθοῦμε τόν «παλαιόν ἄνθρωπον» καί «νά ἐνδυθοῦμε τόν ΚΑΙΝΟΝ, Τόν Νέον ἄνθρωπον, τόν Χριστόν»(Ἐφεσ. δ΄22-24), καί, εἰλικρινά μετανοιωμένοι, μέ ἄκρα Ταπείνωσι,  ἀνοίξουμε τήν καρδιά μας καθαρή, γεμᾶτη Καλωσύνη,  εἰς τόν Χριστόν καί νά κάνουμε «Πρᾶξι» τό Εὐαγγέλιον τῆς Ἀγάπης Του, εἰς τήν καθημερινή μας ζωήν.

Εἷναι γνωστόν τό «εὐόλισθον τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως», καί ὅτι, ὅπως λέγει ὁ ἱερός Χρυσόστομος, «Τό ἁμαρτάνειν ἀνθρώπινον, τό ἐμμένειν ἐν τῇ ἁμαρτίᾳ σατανικόν καί τό ἐξομολογεῖσθαι θεῖον». Καί ὅπως λέγει ὁ Γρηγόριος ο Θεολόγος, «Οὐ φοβερόν τό πεσεῖν, ἀλλά τό κεῖσθαι», καί τό φοβερότερο κατά τόν Χρυσόστομον εἶναι «τό καυχάσθαι ἐπί τοῖς ἀτοπήμασι».

ΕΙΝΑΙ ΚΑΙΡΟΣ, τώρα, πρίν νά εἶναι ἀργά, νά συνειδητοποιήσουμε  ὅτι συνίστησι τήν ἑαυτοῦ ἀγάπην εἰς ἡμᾶς ὁ Θεός, ὅτι ἔτι ἁμαρτωλῶν ὄντων ἡμῶν ΧΡΙΣΤΟΣ ὑπέρ ἡμῶν ἀπέθανε»(Ρωμ. ε΄8), καί νά μετανοήσουμε εἰλικρινά καί ἔμπρακτα. Νά ἔλθῃ ὁ Καθένας μας «εἰς ἑαυτόν», νά ἐπανακτήσουμε τήν ΕΠΑΦΗΝ, μέ τήν πραγματικότητα καί νά ἐπιστρέψουμε εἰς τήν Πατρικήν Ἑστίαν. Ἐκεῖ, ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη οὐ στεναγμός, ἀλλά ζωή ἀτελεύτητος. Ἐκεῖ  ὅπου θά ἀπολαμβάνουμε «τά ἀγαθά, ἅ ὀφθαλμός οὐκ  εἶδε καί οὖς οὐκ ἤκουσε, ἅ ἡτοίμασεν ὁ Θεός τοῖς ἀγαπῶσιν Αὐτόν, ἀπό καταβολῆς κόσμου».

ΕΙΝΑΙ ΚΑΙΡΟΣ, μέ βαθειά συναίσθησι τῆς Οὐτιδανότητός μας, μπροστά εἰς τόν Πανάγιον Θεόν, νά ζητήσουμε τό ΕΛΕΟΣ ΤΟΥ, ὄχι γιατί τό ἀξίζουμε, ἀλλά «ἕνεκεν τῆς δόξης τοῦ Ὀνόματος Αὐτοῦ».

 

Κύριέ μου, Σύ εἶσαι ὁ Ἰησοῦς, ὁ Σωτήρας μου, ἀλλά  καί Ο ΛΥΤΡΩΤΗΣ τοῦ Σύμπαντος Κόσμου. Σύ, Ἐλεήμων, εἶσαι ὁ Πλαστουργός μου, Σύ εἶσαι ἡ Ἀνάστασις καί ἡ Ζωή ὅλων μας! Θεέ μου, Σύ, πού ΣΤΑΥΡΩΘΗΚΕΣ, γιά μᾶς τούς ἁμαρτωλούς, λυπήσου μας καί ἐλέησέ μας... Φώτισε τά σκοτάδια μας, λάμπρυνε τήν Ψυχή μας. Ἔλα κοντά μας γρήγορα, ὡς Πῦρ καταναλίσκον καί κάψε. Κάψε τά ἄχυρα τῶν ἔργων μας, κάψε  τήν ἀμέλεια, τήν ἀδιαφορία μας καί κάθε μας ἀκαταστασία, πρόσθες ἡμῖν Πίστιν. «Στερέωσε Κύριε τή σαλεμένη μας καρδιά ἐπί τήν πέτραν τῶν Ἐντολῶν Σου, ὅτι μόνος Ἅγιος ὑπάρχεις καί Κύριος». «Ἐλεῆμον, ἐλέησον πάντας ἡμᾶς, τούς παραπεσόντας»! «Στήριξον, συνέτισον τάς καρδίας ἡμῶν, Φιλάνθρωπε Δέσποτα!» Δῶσε μας, Κύριε, τή Χάρι Σου καί τή Δύναμι, νά στεριώσουμε εἰς τήν ὀρθόδοξον Πίστι, πρός Σέ τόν Μόνον Ἀληθινός Θεόν. Ἀξίωσέ μας νά λάμψῃ στήν ἄθλια ψυχή μας τό Φῶς τοῦ Εύαγγελίου Σου! Ἀξίωσέ μας ὁλόψυχα νά προσκυνοῦμε τά ἄχραντα Πάθη Σου καί νά ὑμνοῦμε τήν Ἀνάστασίν Σου, μόνε Σωτήρ. Ἁξίωσέ μας, Γλυκύτατέ μου Ἰησοῦ,  τόν ὑπόλοιπον χρόνον τῆς ζωῆς ἠμῶν, νά κηρύττωμεν τήν δόξαν Σου καί, μετά τῶν Ἀγγέλων καί τῶν Ἁγίων, νά Σέ ὑμνοῦμεν, σύν τῷ Πατρί καί τῷ ἁγίῳ Πνεύματι καί τώρα καί πάντοτε καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. ΑΜΗΝ.





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου