Σάββατο 11 Δεκεμβρίου 2021

ΣΤΗ ΦΑΤΝΗ ΤΗΣ ΒΗΘΛΕΕΜ




«Η  ΑΓΑΠΗ ΑΝΤΑΛΛΑΞΕ ΑΣΠΑΣΜΟ

ΜΕ ΤΗΝ ΤΑΠΕΙΝΟΣΥΝΗ»(Α.S.D.C.).

 

Στή Φάτνη τῆς Βηθλεέμ σαρκώνεται ἡ Ἀγάπη καί ἀνταλλάσσει ἀσπασμό μέ τήν ταπεινοσύνη. Ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ, τέλειος Θεός, γίνεται καί τέλειος ἄνθρωπος, φανερώνεται ἐν σαρκί. Ἔρχεται κοντά μας, ἀπό ἄπειρη ἀγάπη, γίνεται ταπεινός ἄνθρωπος καί μᾶς πλησιάζει ἀθόρυβα, ταπεινά, μέ στοργή καί τρυφερότητα καί σπογγίζει τά δάκρυά μας, ἁπαλύνει τόν πόνο μας, θεραπεύει τά τραύματά μας καί μᾶς ζωοποιεῖ. Ἀνοίγει σέ ὅλους τίς Πύλες τοῦ οὐρανοῦ καί γίνεται ἡ Ὁδός ἀπό γῆς πρός οὐρανόν. Μέσα ἀπό τή Φάτνη, χαρά καί Χάρι ἄφθονη ξεχύνεται στόν Κόσμο.

Ἀνατέλλει ὁ Ἥλιος τῆς Δικαιοσύνης «τοῖς ἐν σκότει καί σκιᾷ θανάτου καθημένοις». Μέγα, ξένον καί παράδοξον εἶναι τό Μυστήριον  τῆς Οἰκονομίας τοῦ Θεοῦ, γιά τή σωτηρία μας. Δέν τό χωράει ὁ νοῦς μας. Εἷναι ὑπέρ λόγον καί ἔννοιαν. Προσεγγίζεται μόνον μέ τόν πυρῆνα τῆς ψυχῆς, μέ τήν ὀρθόδοξον Πίστιν. Ποιός ἀνθρώπινος νοῦς μπορεῖ νά συλλάβῃ αὐτό τό μέγα μυστήριον;

Εἶναι τό μυστήριον, γιά τό ὁποῖον ἐτηρεῖτο σιγή ἐπί πολλούς αἰῶνας καί φανερώνεται τώρα   καί γίνεται γνωστό σέ ὅλα τά Ἔθνη, ὥστε  νά ὑπακούσουν καί νά πιστέψουν εἰς τόν μόνον σοφόν Θεόν διά τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ( Ρωμ. ιστ΄ 25-27).

Δέν μπορεῖ ὁ νοῦς μας νά συλλάβῃ τό μεγαλεῖον τῆς θείας συγκαταβάσεως, ἀλλά ὅλοι ἀπολαμβάνουμε, ἄν θέλουμε, τά χαρίσματα τῆς συγκαταβάσεώς Του, ὅλοι ἀπολαμβάνουμε  τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καί τοῦ κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, πού ἔγινε ἄνθρωπος, γιά νά γίνουμε ἐμεῖς θεοί καί ταπεινώθηκε, γιά νά μᾶς ὑψώσῃ εἰς ὕψος θείας ἀναβάσεως.

Τό μόνο, πού ἀπομένει στόν καθένα μας εἶναι νά σταθοῦμε εὐλαβικά μπροστά στό Μέγα Μυστήριον, νά εἰσέλθουμε εἰς τό Σπήλαιον τῆς Βηθλεέμ, νά γονατίσουμε συντετριμμένοι μπροστά στό Θεῖο Βρέφος καί νά ἀποθέσουμε ἐκεῖ στήν ταπεινή Φάτνη, τίς ἁμαρτίες μας καί νά χαροῦμε τό Θαῦμα τῆς Ἀγάπης καί νά ἐξέλθουμε ἀπό τό Σπήλαιο νέοι ἄνθρωποι, «καινή κτίσις», ὑμνοῦντες καί εὐλογοῦντες τόν Χριστόν, γιά τήν ἄφατον Αὐτοῦ συγκατάβασιν!

Σκεφθήκαμε ποτέ, ποιά ἦταν ἡ κατάστασις τοῦ κόσμου, πρίν ἀπό τόν Ἐρχομό τοῦ Χριστοῦ; Πρίν ἀπό τόν Ἐρχομό Του, σκοτάδι κι’ ἐρημιά βασίλευε στόν κόσμο, κι’ ἡ παγωνιά τῆς ἐρημιᾶς  καί τό βαθύ σκοτάδι κυριαρχοῦσε στίς ψυχές τῶν ἀνθρώπων. Ἡ ἴδια τυραννία πού καταβασανίζει καί σήμερα τούς ἀνθρώπους, πού ἀπό δική τους κακή προαίρεσι, βρίσκονται μακράν τοῦ Θεοῦ τῆς Ἀγάπης. Μέ βαρειά καρδιά καί θολωμένο μυαλό οἱ ἄνθρωποι βασανίζονται κατάκοιτοι στή χώρα καί τή σκιά τοῦ θανάτου, μέσα στήν ἁμαρτία, τή σύγχυσι καί τή διαστροφή. Οἱ ἄνθρωποι στέκονται ὁ Ἕνας ἀπέναντι στόν Ἄλλον, σἄν τά ἀγρίμια. Ὁλόκληρη ἡ ἀνθρωπότης περιπεσοῦσα εἰς τούς ληστάς-δαίμονας-Πάθη κείτεται μισοπεθαμένη, μακρυά ἀπό τό Θεό, «στή χώρα καί τή σκιά τοῦ Θανάτου»(Ματθ.δ΄16). Οἱ ἄνθρωποι χωρισμένοι ἀπό τό Θεό, μακρυά ἀπό τήν Πηγή τοῦ Ζῶντος Ὕδατος ὑποφέρουν, μέ συντροφιά τό Ἄγχος, τίς θλίψεις, τούς στεναγμούς καί τά δάκρυα, τό σπαραγμό καί τήν ἀπογοήτευσι, τήν Ὀδύνη καί τόν Πόνο, τή φθορά καί τό Θάνατο, ἀπό κακή τους Θέλησι, περιμένοντας μέ λαχτάρα τόν Ἐρχομό τοῦ Λυτρωτοῦ. Ὅλες οἱ προσπάθειες τῶν ἀνθρώπων, ὅλα τους τά ἐπιτεύγματα, μακρυά ἀπό τό Θεό, ἀποδεικνύονται «λάκκοι συντετριμμένοι, οἵ οὐ δυνήσονται ὕδωρ συνέχειν» (Ἱερμ. 2,13). Ὅλες οἱ προσπάθειες τοῦ ἀνθρώπου, χωρίς Θεόν, δέν φέρουν τή λύτρωσι ἀπό τά δεινά τῆς ἀπομακρύνσεως, εἶναι ψευδοαναπληρώσεις, πού αὐξάνουν τίς συμφορές. Ζοῦμε μέ τή λαχτάρα τοῦ Ἐρχομοῦ ἑνός ΛΥΤΡΩΤΟΥ. «καί Αὐτός προσδοκία Ἐθνῶν»(Γεν.49,10).

Σ’ αὐτή τήν κατάντια βρίσκεται  ἡ ἀνθρωπότης, ἡμιθανής, καί στενάζει εἰς «τήν ἰλύν βυθοῦ» εἰς τήν ὁποίαν ἔχει ἐμπαγῆ.

Ὁ Φιλάνθρωπος Θεός ἀκούει τούς στεναγμούς τῶν  δούλων Του, τῶν πεπεδημένων καί μᾶς εὐσπλαγχνίζεται καί φανερώνεται ἐν σαρκί. Συγκαταβαίνει καί γεννᾶται ἐκ Πνεύματος Ἁγίου καί Μαρίας τῆς Παρθένου σέ ἕνα παγωμένο Σπήλαιο. Ἀνακλίνεται σέ μιά πτωχική φάτνη καί θερμαίνεται  ἀπό τά χνῶτα τῶν ἀλόγων. Οἱ δικοί του δέν Τόν δέχθηκαν. Δέν βρέθηκε θέσις γι’ Αὐτόν. Κι’ ἔτσι γιεννιέται στή φτωχική Φάτνη, ὁ βασιλεύς τῶν Οὐρανῶν καί κτίστης τῶν ἁπάντων. Στή Βηθλεέμ σαρκώνεται ἡ Ἁγάπη, καί ἀνταλλάσσει ἀσπασμό μέ τήν Ταπεινοσύνη! Ἡ ἐνανθρώπησις καί ἡ Θυσία τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, τοῦ ἀγαπημένου Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, εἶναι τό Μέγα Μυστήριον τῆς Οἰκονομίας Του, γιά τή Λύτρωσι τοῦ ἀνθρωπίνου Γένους. Μόνον ὁ Θεός μποροῦσε νά λυτρώσῃ τήν ἀνθρωπότητα ἀπό τήν ἔσχατη ἀθλιότητα στήν Ὁποίαν εἶχε περιέλθει μακράν τοῦ Θεοῦ. Ὁ Χριστός εἶναι ὁ ἀναμενόμενος Μεσσίας, ὁ ΛΥΤΡΩΤΗΣ τοῦ Σύμπαντος Κόσμου. Ἐπειδή ὁ ἄνθρωπος δέν μποροῦσε νά ἀνέβη ἄνω, Αὐτός κατέβη κάτω. Ἔγινε ὁ Θεός  ἄνθρωπος, γιά νά γίνουμε ἐμεῑς θεοί κατά χάριν, λέγει ὁ ἱερός Χρυσόστομος.

Ὁ Ἅγιος Ἀθανάσιος λέγει ὅτι ὀ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός ἐφόρεσε τήν ἀνθρώπινη σάρκα, γιά νά φορέσουμε ἐμεῖς οἱ ἁμαρτωλοί τή θεϊκή ἁγιότητα: «Αὐτός, λοιπόν, εἶναι Θεός σαρκοφόρος, κι’ ἐμεῖς ἄνθρωποι πνευματοφόροι».



Καί πράγματι «ὅταν ἦλθε τό πλήρωμα τοῦ χρόνου», Ὅταν εὑρέθη ἡ μόνη ἐν γυναιξίν εὐλογημένη καί καλή, ἡ ἄχραντος Παρθένος, ὁ ἔμψυχος Ναός τοῦ Θεοῦ, ἡ Παναγία, ἕτοιμη νά δεχθῆ στήν ψυχή της τό Ἅγιον Πνεῦμα καί νά γεννήσῃ τόν Υἰό τοῦ Θεοῦ, τότε ὁ πανάγιος «ἐξαπέστειλε τόν Υἱόν Του, γιά νά σώσῃ τόν κόσμο» (Γαλάτ. δ΄4). Σκοπός τῆς ἐνανθρωπήσεώς Του, κατά τόν Δαμασκηνόν, ἡ ἀνάπλασις τῆς ἀμαυρωθείσης καί διαφθαρείσης Εἰκόνος, καί ἔρχεται ὁ Χριστός «ἵνα τήν ἑαυτοῦ  ἀναπλάσῃ εἰκόνα, φθαρεῖσαν τοῖς πάθεσι».

«Εὐφραίνεσθε, λοιπόν, δίκαιοι, οὐρανοί ἀγαλιᾶσθε, σκιρτήσατε τά ὄρη, Χριστοῦ γεννηθέντος· Παρθένος καθέζεται, τά Χερουβίμ μιμουμένη, βαστάζουσα ἐν κόλποις, Θεόν Λόγον σαρκωθέντα. Ποιμένες τόν τεχθέντα δοξάζουσι. Μάγοι τῷ Δεσπότῃ δῶρα προσφέρουσιν. Ἄγγελοι ἀνυμνοῦντες λέγουσι· Ἀκατάληπτε Κύριε, δόξα σοι».

Εὐφραίνεσθε καί ἀγαλλιᾶσθε δίκαιοι. «Ἰδού γάρ εὐαγγελίζομαι ὑμῖν χαράν μεγάλην, ἥτις ἔσται παντί τῷ λαῷ, ὅτι ἐτέχθη ὑμῖν σήμερον ΣΩΤΗΡ, ὅς ἐστι Χριστός Κύριος» (Λουκ. β΄ 10-11).

Δοξάσατε τό Θεό, γιά τήν ἄπειρη ἀγάπη Του καί τήν ἀνέκφραστη συγκατάβασί Του. Δοξάσατε τόν Χριστόν, γιατί μέ τήν ἐνανθρώπησί Του, συνέτριψε τοῦ θανάτου τή δύναμι, κατήργησε τόν τό κράτος ἔχοντα τοῦ θανάτου, τοὐτέστι τόν Διάβολο, ἐσκύλευσε τόν ᾌδη, διέλυσε τό κράτος τῶν δαιμόνων, ἐξαφάνισε  τά ἀποπνικτικά νέφη τῆς ἀγνωσίας καί τῆς ἀπογνώσεως, μέσα ἀπό τήν ψυχή καί  τό νοῦ  τοῦ ἀνθρώπου.

Δοξάσατε  τόν Κύριο, τόν Ἥλιον τῆς Δικαιοσύνης, πού μέ τό ἀληθινόν Φῶς τῆς Ἀγάπης Του, διέλυσε τά σκοτάδια μας καί ἐλευθέρωσε ὁλόκληρο τό ἀνθρώπινον Γένος ἀπό τήν πλάνη καί τήν αἵρεσι, ἀπό τήν Ψευτιά καί τήν ὑποκρισία, ἀπό τό δαιμονικό Ἐγωϊσμό καί μᾶς ἀπάλλαξε ἀπό τό ἄγχος, τή θλῖψι, τήν ἀγωνία, τήν ἀγονία, ἀπό τόν πόνο καί τήν ὀδύνη, ἀπό τή φθορά καί τό θάνατο καί μᾶς χάρισε τό Φῶς, τή Χαρά καί τήν ἀγαλλίασι. Δοξάσατε τόν Κύριο, πού ἦλθε κοντά μας καί «ὁ λαός ὁ καθήμενος ἐν σκότει εἶδε φῶς μέγα καί σέ κείνους πού καθόταν στή Χώρα καί τή σκιά τοῦ Θανάτου, Φῶς ἀνέτειλε γι’ αὐτοὐς»(Ματθ. δ΄16).

Ο ΧΡΙΣΤΟΣ, τό ἀληθινόν Φῶς ἀνέτειλε καί θερμαίνει τήν ταλαίπωρη ψυχή μας καί μᾶς φωτίζει μέ τό οὐράνιον, τό Θεῖον Φῶς Του, τό Φῶς τό τῆς γνώσεως, τό Φῶς τῆς θείας Ἀγάπης καί τῆς Διακαιοσύνης.

«Χριστός γεννᾶτε· δοξάσατε.

Χριστός ἐξ οὐρανῶν· ἀπαντήσατε.

Χριστός ἐπί γῆς, ὑψώθητε.

Ἄσατε τῷ Κυρίῳ πᾶσα ἡ γῆ, καί ἐν

εὐφροσύνῃ, ἀνυμνήσατε λαοί·

 ὅτι δεδόξασται».

ΔΟΞΑΣΑΤΕ  τόν Θεόν ὄχι μόνον μέ λόγια, ἀλλά, κυρίως, μέ ἔργα Ἀγάπης καί Καλωσύνης, ὅπως μᾶς διδάσκῃ, μέσα ἀπό τή Φάτνη, ὁ Χριστός. Καί ὁ καθένας ἀπό μᾶς, μέ εἰλικρίνεια, ἄς  σκεφθῇ, κι’ ἄς ἐξετάσῃ τόν ἑαυτόν του, ὥστε νά διαπιστώσῃ,  ἄν πράγματι, μέ τό λόγο καί τῆ ζωή του, δοξάζῃ τόν Θεόν. Δυό χιλιάδες χρόνια ἔχουν περάσῃ ἀπό τότε, πού γεννήθηκε στή Φάτνη τῆς Βηθλεέμ ὁ Χριστός. Ὁ Κόσμος τόν δέχθηκε; Ἄνοιξαν οἱ ἄνθρωποι τήν καρδιά τους στόν Κύριον; Τόν ἀγκάλιασαν σάν Σωτῆρα καί Λυτρωτή τους; Ἐγκολπώθηκαν τό Εὐαγγέλιον τῆς Ἀγάπης Του ἤ ὁλότελα χωρίς ντροπή, βασανίζονται καί χαροπαλεύουν μακρυά Του;

Στή Βηθλεέμ σαρκώθηκε ἡ ἀγάπη καί κλείνοντας τήν ψυχή μας στό Χριστό, κλείσαμε ἔξω ἀπό τή ζωή  μας τήν ἀγάπη, γι’αὐτό καί φθάσαμε στήν ἐσχάτη ἀθλιότητα.

«Ὤ ἐμεῖς κακόμοιροι θνητοί, πού δίχως Καλοσύνη

πλανώμαστε στῆς ἐρημιᾶς τ’ ἄχαρα μονοπάτια,

ἄν ξέραμε πώς τόσο ἁπλά ἡ Ἀγάπη κατοικεῖ

καί πώς μιά φάτνη ταπεινή διαλέγει γιά νά γείρῃ,

στή Βηθλεέμ θά στρέφαμε στοχαστικά τά μάτια

καί στεθερά θά φέρναμε τό βῆμα πρός τά ἐκεῖ»

(A.S.D.C.,ἀπό τό ἀγγλικό, μετάφρ. Γ. Βερίτη).

 

Τότε στή Βηθλεέμ δέν Τόν δέχθηκαν. Ἕκλεισαν μπροστά Του ὅλες τίς Θύρες. Δέν βρέθηκε τότε ἐκεῖ θέσις γι’ Αὐτόν. Ἡ Παναγία Μητέρα Του «τόν ἔβαλε νά πλαγιάσῃ μέσα στή φτωχική Φάτνη, γιατί δέν βρέθηκε τόπος «ἐν τῷ καταλύματι» (Λουκ. β΄7). Ἀλλά καί σήμερα, γεννᾶται ἐκ Παρθένου, ὁ «ἸΗΣΟΥΣ ΧΡΙΣΤΟΣ, χθές καί σήμερον ὁ αὐτός καί εἰς τούς αἰῶνας»(Ἑβρ.ιγ΄8). Ἔρχεται κοντά μας καί ἵσταται ἐπί τήν θύραν καί κρούει... Μᾶς βεβαιώνει δέ λέγων: «ἐάν τις ἀκούσῃ τῆς φωνῆς μου καί ἀνοίξῃ τήν θύραν, εἰσελεύσομαι πρός αὐτόν καί δειπνήσω μετ’ αὐτοῦ καί αὐτός μετ’ ἐμοῦ»(Ἁποκ. γ΄ 20). Δυστυχῶς ὅμως οἱ περισσότεροι ἄνθρωποι, «δέσμιοι τῆς γῆς», αἰχμάλωτοι τοῦ σκότους, δέν ἀκοῦμε τήν, πιό γλυκιά καί ἀπό τό μέλι, φωνή Του. Στέκεται ἔξω καί κρούει... Βρίσκει ὁλόκλειστες τίς Θύρες τῆς ψυχῆς μας, τῆς Οἰκογενείας μας, τῆς Κοινωνίας μας, περίλυπο τό Θεῖο Βρέφος, χωρίς κατάλυμα... πετρῶσαν’ οἱ καρδιές. ἐψύγει ἡ ἀγάπη τῶν πολλῶν... Κάναμε τή ζωή μας Κόλασι.

    Ἀναρωτηθήκαμε ποτέ τί εἶναι ἡ ζωή μας χωρίς τόν Χριστόν;

Ἐάν κοιτάξουμε κατάματα τήν καθημερινή πραγματικότητα, θά διαπιστώσουμε ὅτι ζωή μας, χωρίς τό Χριστό εἶναι ἄδεια, χωρίς σκοπό, χωρίς νόημα, χωρίς περιεχόμενο. Ἡ Ζωή μας χωρίς τό Χριστό εἶναι αἰώνιος Θάνατος,  ἄβυσσος, συμφορές, Κόλασις... Διώξαμε τό Χριστό ἀπό τή ζωή μας καί φθάσαμε σ’ αὐτήν ἐδῶ τήν ἀθλιότητα καί ζοῦμε σέ μιά ἄβυσσο αἰώνιας Ὀδύνης, ἐμπεπηγμένοι εἰς «ἰλύν βυθοῦ», μή δυνάμενοι ἀνακύψαι εἰς τό παντελές.



Ὁ ΧΡΙΣΤΟΣ ΕΙΝΑΙ ΤΟ «ΠΑΝ» γιά μᾶς. Ἡ ἄρνησις τοῦ Χριστοῦ εἶναι ΠΑΡΑΦΡΟΣΥΝΗ. Καί εἶναι καιρός νά καταλάβουμε ὅτι μόνον Χριστός, μπορεῖ νά μᾶς ἀνασύρῃ ἀπό τήν «ἰλύν βυθοῦ» εἰς τήν ὁποίαν ἔχουμε ἐμπαγῆ καί νά μᾶς ὀδηγήσῃ εἰς τόπον ἀναψυχῆς, «ἐπί ζωῆς πηγάς ὑδάτων». ΕΙΝΑΙ ΚΑΙΡΟΣ νά καταλάβουμε ὅτι μόνον ὁ ΧΡΙΣΤΟΣ μπορεῖ νά μᾶς ΛΥΤΡΩΣῌ ἀπό τήν κατάντια μας. Αὑτός καί μόνον Αὐτός εἶναι ὁ ΛΥΤΡΩΤΗΣ. Καί γι’ αὐτόν ἀκριβῶς τό σκοπό ἐταπεινώθη καί ἔγινε ἄνθρωπος, γιά νά μᾶς βοηθήσῃ νά γίνουμε θεοί. Καί εἶναι ἀνάγκη, πρόσταγμα τῶν καιρῶν,  ἡ ἐπιστροφή στό Χριστό καί τό Εὐαγγέλιον τῆς Ἀγάπης Του. ΜΟΝΟΝ ΑΥΤΟΣ μπορεῖ νά μᾶς χαρίσῃ τή Χαρά, τή γαλήνη, τή σιγουριά, τήν ἀσφάλεια καί τήν αἰώνια μακαριότητα.

Ἡ Ἐπιστήμη, οἱ ἔρευνες τῶν ἄστρων, οἱ πύραυλοι καί ὅλα τά ἐπιτεύγματα τῆς τεχνολογίας, οὐσιαστικά δέν προσφέρουν τίποτε στόν ἄνθρωπον. Γιατί ἐνῷ ἔχουν σκοπό νά ἐξυπηρετήσουν τόν ἄνθρωπον καί νά δοξάζεται ὁ Θεός, ὁ Πάνσοφος Δημιουργός, ὅλα αὐτά τά ἔργα τῆς ἐπιστήμης, δυστυχῶς γίνονται ὄργανα στήν ἐξυπηρέτησι τοῦ ἀνθρωπίνου Ἐγωϊσμοῦ. Ὅλα αὐτά, χωρίς Θεόν, χωρίς ἀγάπη, γίνονται μέσα καταστροφῆς. Ἡ Ἐπιστήμη χωρίς Θεόν εἶναι ΣΥΜΦΟΡΑ.

«Ὦ ἐπιστήμη, πού τόν Θεόν ὑπεροπτικά ἀφήνεις... Μᾶς ὁδηγεῖς ψηλά μά ὅμως στήν παγωνιά τῆς ἐρημιᾶς», λέγει ὁ Γκαῖτε. 

Δυστυχῶς ἡ ἀνθρώπινη μωρία ἔφθασε στό ἄκρον ἄωτον τῆς Παραφροσύνης, νά ὑβρίζῃ τόν Πανάγαθο. Πολλοί ἀγνοοῦντες ὅτι ὁ Πάντων Ἐπέκεινα εἶναι καί Πανταχοῦ Παρών, ζητοῦν τό Θεό στή Σελήνη καί στά ἀστέρια. Καί εἶναι ἀξιοπρόσεκτη ἡ σύστασις τοῦ RUECKERT ὁ ὁποῖος ἔλεγε ὅτι:

« Ἐκεῖ ψηλά στόν ἔναστρο οὐρανό,

κανένας τόν Θεόν δέν τόνε βρίσκει,

ὅποιος ἐκεῖ νά τόν ἀνακαλύψῃ θέλει,

μέσα του πρῶτα νά τόν ἔχῃ πρέπει.

Γιατί μόνον ἄν στήν ψυχή σου ζῇ,

τόν βλέπεις καί στά ὄντα γύρω σου».

 

ΜΟΝΟΝ Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΜΠΟΡΕΙ νά μᾶς λυτρώσῃ καί νά κάμῃ τή ζωή μας παράδεισο, νά μᾶς χαρίσῃ δέ καί τήν αἰώνιον ζωήν. Καί εἶναι ἀνάγκη νά νοιώσουμε ὅλοι, πώς πρέπει πρῶτα μέσα στήν ψυχή μας ὁ Χριστός νά γεννηθῇ. Γιατί ὅπως λέγει ὁ ποιητής: «Ἑκατό φορές ἄν γεννήθηκε στή Βηθλεέμ ὁ Χριστός, μέσα σου ἄν δέν γεννήθηκε, εἶσαι γιά πάντα χαμένος». Γιά νά γεννηθῇ ὅμως μέσα μας ὁ Χριστός χρειάζεται ΚΑΘΑΡΟΤΗΣ: «Μακάριοι οἱ καθαροί τῇ καρδίᾳ, ὅτι αὐτοί τόν Θεόν ὄψονται»( Ματθ. ε΄ 8). Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Νύσσης, τονίζει ὅτι «Καμμιά κοινωνία δέν ὑπάρχει ἀνάμεσα στό Φῶς καί στό σκοτάδι. Ποιά σχέσις μπορεῖ νά ὑπάρχει ἀνάμεσα στή ζωή καί τό Θάνατο; Ποιά οἰκειότητα μπορεῖ νά ὑπάρχει τοῦ καθαροῦ Θεοῦ κατά τήν φύσιν Θεοῦ, μέ τόν ἀκάθαρτον;» Ἀσφαλῶς καμμία. Δέν φανερώνεται ὀ Θεός στούς ἀμετανοήτους ἁμαρτωλούς. «Σέ ἀνθρώπους, πού μιαίνει ἡ ἁμαρτία, κρυμμένη ἡ θεότητά μου θά μένῃ», λέγει ὁ Σίλλερ.

Καί εἶναι καιρός νά καθαρίσουμε τόν ἑαυτό μας ἀπό κάθε μολυσμό σαρκός καί πνεύματος, γιά νά ἀξιωθοῦμε νά γεννηθῇ καί μέσα στήν ψυχή μας ὁ Χριστός. Στή Βηθλεέμ ὁ Χριστός, ἡ τέλεια Ἀγάπη σαρκώθηκε, καί ἀντάλλαξε ἀσπασμό, μέ τήν Ταπεινοσύνη,  καί διαμηνύει σέ ὅλους μας, νά ἀκούσουμε τή φωνή Του, νά ἐγκολπωθοῦμε τήν Ἀγάπη Του καί νά τήν κάνουμε «πρᾶξι» στήν καθημερινή μας ζωή. Να ταπεινωθοῦμε μπροστά στό ἐνανθρωπήσαντα Θεόν καί μέ βαθειά συναίσθησι τῆς ἁμαρτωλότητός μας νά εἰσέλθουμε στό Σπήλαιο καί νά προσκυνήσουμε τό Θεῖον Βρέφος, τόν ΧΡΙΣΤΟΝ, καί νά Τόν  παρακαλέσουμε νά γεννηθῇ καί μέσα στήν ψυχή μας καί νά μᾶς ἀξιώσῃ νά Τόν λατρεύουμε, μέ τήν καρδιά μας,  καί νά Τόν ὑμνοῦμεν καί νά τόν δοξολογοῦμεν ὡς Θεόν, ἐν παντί τόπῳ τῆς Δεσποτείας Αὐτοῦ, καί   τώρα καί πάντοτε καί εἰς τούς αἰῶνας   τῶν αἰώνων. ΑΜΗΝ.

 


 

 

 

 

 

 

Πέμπτη 9 Δεκεμβρίου 2021

Ο ΘΑΥΜΑΤΟΥΡΓΟΣ ΚΑΝ ΤΕΘΝΗΚΕ ΣΠΥΡΙΔΩΝ,



                         ΤΟΥ ΘΑΥΜΤΟΥΡΓΕΙΝ ΟΥΚ ΕΛΗΞΕΝ ΕΙΣΕΤΙ».

 

Ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία ἑορτάζει τήν μνήμην τοῦ Ὁσίου καί θεοφόρου Πατρός ἡμῶν Σπυρίδωνος, Ἐπισκόπου Τριμυθοῦντος, τοῦ Θαυματουργοῦ, τίς 12 Δεκεμβρίου.

Γεννήθηκε τό 270 στήν Κύπρο ἀπό γονεῖς πτωχούς ἀγρότες, ἀλλά εὐσεβεῖς καί ἐναρέτους, καί ἀνετράφη «ἐν παιδείᾳ καί νουθεσίᾳ Κυρίου». Ἦταν ὀλιγογράμματος, ἀλλά μελετοῦσε, μέρα καί νύκτα. τήν ἁγία Γραφή. Ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ ἦταν τροφή καί τρυφή τῆς ψυχῆς του. Ἀπό τήν τρυφερή του ἡλικία πίστευε στό Χριστό, μέ ὅλη τή δύναμι τῆς ψυχῆς του, λάτρευε τόν Κύριο μέ τήν καρδιά του καί ἦταν ἀφωσιωμένος στό Χριστό. Ἁπλός, ταπεινός, ὀλιγόλογος, γεμᾶτος ἀγάπη γιά ὅλους τούς ἀνθρώπους καί ἄκρως ἐλεήμων. Ἀρχικά ἦταν ποιμένας προβάτων. Ἔβοσκε τά πρόβατά του καί προσηύχετο. Ἐνδεδυμένος τόν Χριστόν ἦταν ὁλόκληρος Φῶς, πρᾷος καί ταπεινός τῇ καρδίᾳ ἐδίδασκε μέ τό λόγο καί μέ τήν ἐνάρετη ζωή τούς συνανθρώπους του τήν ἀγάπη στό Χριστό καί στόν πλησίον. Ἐνυμφεύθη καί ἀπέκτησε ἀπό τό γάμο μιά κόρη. Ὅταν ἐκοιμήθη ἡ σύζυγός του ἔμεινε μόνος μέ τή θυγατέρα τήν Εἰρήνη καί ἀφιέρωσε τόν ἑαυτό του στήν ἀγαθοεργία, στήν ἐλεημοσύνη καί τή φιλοξενία. Προσπαθοῦσε πάντοτε νά κάνῃ τό καλό ἐν τῷ κρυπτῷ, ἀλλά ἡ φήμη του, ὡς Καλοῦ καί Ἁγίου, ἁπλώθηκε παντοῦ καί ὅταν κοιμήθηκε ὁ Ἐπίσκοπος Τριμυθοῦντος, ὁμόφωνα,   Κλῆρος καί Λαός, ζήτησαν νά γίνῃ ὁ Σπυρίδων, Ἐπίσκοπος Τριμυθοῦντος. Ἔτσι ἀπό Ποιμένας προβάτων, ἔγινε καί Ποιμήν λογικῶν προβάτων. Ὁ ἅγιος τίμησε καί δόξασε τό Θρόνο του. Γνήσιος μιμητής τοῦ Κυρίου ἀναδείχθηκε ὁ ταπεινός καί ἄκακος Σπυρίδων. Ἁγνός καί ταπεινός, Τύπος καί Ὑπογραμμός σέ ὅλα. Πρότυπον ἁγίας ζωῆς. Ἡ Παρουσία του ἦταν εὐλογία. Ἐδόξαζε τόν Θεόν, μέ ἔργα ἀγάπης καί Ἐλεημοσύνης.  Ὅλοι εὕρισκαν παρηγοριά κοντά του.

Ἅγιέ μου, Σπυρίδων, θαυματουργέ, ὅπως πάντοτε ἀκοῦς τίς προσευχές μας καί μᾶς  ἐλευθερώνεις, μέ τή Χάρι, πού ἔλαβες ἀπό τόν Κύριο, ἀπό πολλές ἀνίατες ἀρρώστιες, λυπήσου μας καί τώρα, πού τόσο ὑποφέρουμε ἀπό αὐτόν Κορωναϊό καί ἀπό τίς μεταλάξεις του, καί διῶξε, μέ τή Χάρι σου, καί αὐτή τή θανατηφόρα πληγή, πού μαστίζει τήν ἀνθρωπότητα, ἅγιέ μου! Σῶσε μας, Ἅγιε, «χάριτας ἱαμάτων, ἀπαστράπτων τοῖς πᾶσι».

Ὁ Κύριος ἐχαρίτωσε τόν Ἅγιον. Βράβευσε τόν ἐνάρετον βίον του καί τοῦ ἔδωκε τό Χάρισμα νά θαυματουργῇ καί ὄχι μόνον θεράπευε «πᾶσαν νόσον καί πᾶσαν μαλακίαν ἐν τῷ λαῷ», ὅσο ζοῦσε, ἀλλά καί μετά τήν κοίμησί του συνεχίζει ὁ Ἅγιος νά θεραπεύῃ ἀνίατες ἀρρώστιες, σέ κείνους, πού προσέρχονται, μέ πίστι, καί τόν παρακαλοῦν. Ὁλοζώντανο τό σκήνωμά του μεταφέρθηκε στήν Κέρκυρα καί εἶναι ὁ Προστάτης μας. Εἶχα τήν εὐτυχία νά βρίσκομαι κοντά στόν ἅγιο ἀπό μικρό παιδί καί ἔζησα τά θαύματα τοῦ Ἁγίου. Οἱ πιστοί γνωρίζουν τά ἀναρίθμητα Θαύματά Του. Εἶναι ἀδύνατο νά ἀναφέρω στή θέσι αὐτή τά  ἄπειρα θαύματα τοῦ Ἁγίου. «Θαυμαστός ὁ Θεός ἐν τοῖς ἁγίοις Αὐτοῦ» (Ψαλμ.67,36). «Τοῖς ἁγίοις τῆς ἐν τῇ γῇ αὐτοῦ ἐθαυμάστωσεν ὁ Κύριος»(Ψαλμ. 15,3). Ὁ Κύριος  ἔδωκε τή χάρι στούς ἁγίους Του νά κάνουν μεγάλα καί θαυμαστά ἔργα, καί νά θεραπεύουν ἀνίατες ἀρρώστιες. Καί ὁ Ἅγιος Σπυρίδων ἔλαβε τό Χάρισμα τοῦ θαυματουργεῖν: Καί,



«Ὁ Θαυματουργός κἄν τέθνηκε Σπυρίδων, τοῦ Θαυματουργεῖν  οὐκ ἔληξεν εἰσέτι», διακηρύττων, σέ πιστούς καί ἀπίστους, ὅτι   «θαυμαστός ὁ Θεός ἐν τοῖς ἁγίοις αὐτοῦ».

Πρότυπον Καλοῦ Ποιμένος, ὁ Ἅγιος, ἀπεδείχθη «ἀδιάσειστον ἔρεισμα τῆς Ἐκκλησίας», «κλέος τῶν Ὀρθοδόξων», «τῶν θαυμάτων πηγή», πρότυπον γνήσιας Ἀγάπης, Ὅλος Φῶς Χριστοῦ, «ὄργανον τοῦ Ἁγίου Πνεύματος», πρᾷος, ταπεινός καί ἀκέραιος, «ἐπουράνιος ἄνθρωπος καί ἐπίγειος ἄγγελος», «γνήσιος τοῦ Χριστοῦ φίλος» καί καλεῖ ὅλους τούς ἀνθρώπους, νά ἀφήσουν τήν πλάνην καί τήν αἵρεσιν, νά ἀφήσουν τήν Ψευτιά, τήν Ὑποκρισία καί τούς Ἐγωϊσμούς, νά ἐπιστρέψουν στό Χριστό καί νά ἐγκολπωθοῦν τό Εὐαγγέλιον τῆς Ἀγάπης, γιά νά βροῦν γαλήνη καί ἀνάπαυσι στήν ψυχή τους καί νά νοιώσουν ἀσφαλεῖς.



Καί εἶναι καιρός νά καταλάβουμε ὅλοι ὅτι χωρίς τόν Χριστόν ἡ ζωή μας εἶναι ἄδεια , εἶναι κόλασις. Χωρίς τόν Χριστό ἡ ζωή μας δέν ἔχει νόημα, δέν ἔχει σκοπό. Καθημερινά διαπιστώνουμε ὅτι Χωρίς τόν Χριστό, εἶναι «πικρό καί τό νερό, πού πίνουμε καί τό ψωμί, πού τρῶμε», εἶναι πραγματικά «ἄρτος Ὀδύνης». Ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία, μᾶς καλεῖ νά μιμηθοῦμε τόν ἐνάρετο βίο τοῦ Ἁγίου καί Θαυματουργοῦ Σπυρίδωνος. Μᾶς καλεῖ νά φύγουμε ἀπό τήν πνιγερή ζωή, στῆς Ὀμορφιᾶς τή σφαίρα. Νά φύγουμε ἀπό τό σκοτάδι καί ἔλθουμε στό Φῶς. Νά ἐγκολπωθοῦμε τήν Ἀλήθεια καί ἀφήσουμε τήν Ψευτιά καί τήν Ὑποκρισία, πού τόσο πολύ μᾶς δυσκολεύουν τή ζωή. Νά νοιώσουμε τή χαρά τῆς ἑνώσεώς μας μέ τό Χριστό καί μεταξύ μας. Νά λυτρωθοῦμε ἀπό τό Ἄγχος, πού μᾶς προκαλοῦν τά βρωμερά μας Πάθη καί ἐλεύθεροι παθῶν, ὄντως ἐλεύθεροι, νά μετουσιώσουμε αὐτήν ἐδῶ τήν ἄθλια παροικία σέ προθάλαμο τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Νά ἀνοίξουμε τήν καρδιά μας στό Χριστό, νά ἐγκολπωθοῦμε τό Εὐαγγέλιον τῆς Ἀγάπης Του καί νά τό κάνουμε «πρᾶξι» στήν καθημερινή μας, μιμούμενοι τόν Ἅγιον καί Θαυματουργόν Σπυρίδωνα.



Εἶναι πλούσια ἡ ἱερή μας γλῶσσα καί ὅμως δέν βρίσκω τά κατάλληλα λόγια νά περιγράψω τή χαρά τῆς Βασιλείας τοῦ Χριστοῦ στή ζωή μας. Ὁ Καθένας ὅμως μπορεῖ προσωπικά ὁ ἴδιος νά νοιώσῃ, τί σημαίνει νά βασιλεύει στήν καρδιά μας ὁ Χριστός. καί δέν θά παύσω νά κουράζω τήν ἀγάπη σας,  ἀγαπητά μου παιδιά, καί, μέ τούς ἀλαλήτους στεναγμούς μου καί μέ ἄναρθρες κραυγές νά κράζω σέ ὅλους σας καί νά ἐπαναλαμβάνω, μέχρι νά γίνη συνείδησις σέ ὅλους ὅτι Ο ΧΡΙΣΤΟΣ εἶναι ἡ ζωή μας καί ἡ εἰρήνη μας, ἡ μόνη μας παρηγοριά, ἡ μόνη μας ἐλπίδα, τό Φρούριόν μας, τό μόνον ἀσφαλές καταφύγιον. Ναί. Ὁ ΧΡΙΣΤΟΣ, καί μόνον Αὐτός, εἶναι τό Α καί τό Ω, ἡ Ἀρχή καί τό Τέλος, ὁ Πρῶτος καί ὁ Ἔσχατος, ὁ Ὤν καί ὀ Ἦν καί ὁ Ἐρχόμενος, Ὁ Παντοκράτωρ. Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ἡ Ὁδός καί ἡ Ἀλήθεια, ἡ Ἀνάστασις καί ἡ Ζωή, τό Φῶς τό ἀληθινόν, καί ἡ Εἰρήνη τοῦ Κόσμου. Ο ΧΡΙΣΤΟΣ εἶναι ὁ Ἀληθινός Θεός, ὁ Ἐξουσιαστής, ὁ Ἄρχων τῆς εἰρήνης. Ὁ ΜΟΝΟΣ, πού καί ὅταν Τόν ἀρνούμαστε, μᾶς κυνηγάει μέ τό Ἔλεός Του, γιά νά μᾶς σώσῃ καί ὁ Μόνος, πού δέν μᾶς ἐγκαταλείπει ποτέ. Ο ΧΡΙΣΤΟΣ εἶναι ὁ Πάντων Ἐπέκεινα καί ὁ Πανταχοῦ Παρών καί είτε τό θέλουμε εἴτε ὄχι, «ἐν αὐτῷ ζῶμεν καί κινούμεθα καί ἐσμέν». Αὐτός εἶναι ὁ ἄρτος τοῦ Θεοῦ, ὁ καταβαίνων ἐκ τοῦ Οὐρανοῦ καί ζωήν διδούς τό κόσμῳ. Ο ΧΡΙΣΤΟΣ εἶναι Αὐτός, πού Σταυρώθηκε, ἀντί ἡμῶν καί Ἀναστήθηκε, γιά νά μᾶς ἀνεβάσῃ μαζί Του στά οὑράνια. Αὐτός καί μόνον Αὐτός εἶναι ὁ προσωπικός μας Σωτῆρας καί ὁ Λυτρωτής τοῦ Σύμπαντος κόσμου. «Οὐκ ἔστιν ἐν ἄλλῳ οὐδενί ἡ σωτηρία· οὐδέ γάρ  ὄνομά ἐστιν ἕτερον ὑπό τόν Οὐρανόν τό δεδομένον ἐν ἀνθρώποις ἐν ᾦ δεῖ σωθῆναι ἠμᾶς». Αὐτός ἔγινε εἰς τόν Πατέρα «ὑπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δέ Σταυροῦ. Διό καί ὁ Θεός -Πατήρ τόν Υἱόν Αὐτοῦ, καί ὡς ἄνθρωπον Αὐτόν ὑπερύψωσε καί ἐχαρίσατο αὐτῷ Ὄνομα τό ὑπέρ πᾶν Ὅνομα, ἵνα ἐν τῷ Ὀνόματι Ἰησοῦ πᾶν γόνυ κάμψῃ ἐπουρανίων καί ἐπιγείων καί καταχθονίων καί πᾶσα γλῶσσα ἐξομολογήσηται ὅτι Κύριος Ἰησοῦς Χριστός εἰς δόξαν Θεοῦ Πατρός». ΑΥΤΟΝ ΠΡΟΣΚΥΝΗΣΩΜΕΝ. ΑΥΤΟΝ ΔΟΞΟΛΟΓΗΣΩΜΕΝ. Διότι σ’Αὐτόν καί μόνον Σ’Αὐτόν ἀνήκει ἡ τιμή, ἡ δόξα καί τό κράτος εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. ΑΜΗΝ.



Τετάρτη 8 Δεκεμβρίου 2021

ΒΛΕΠΕΤΕ ΠΩΣ ΑΚΡΙΒΩΣ ΠΕΡΙΠΑΤΕΙΤΕ, ΜΗ ΩΣ ΑΣΟΦΟΙ, ΑΛΛ' ΩΣ ΣΟΦΟΙ (Ἐφεσ, ε΄15)



«ΩΣ ΤΕΚΝΑ ΦΩΤΟΣ ΠΕΡΙΠΑΤΕΙΤΕ» (Ἐφεσ. ε΄8).

 

Ἡ μοναδική Ἀλήθεια εἶναι ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ, τέλειος Θεός, γίνεται καί τέλειος ἄνθρωπος, χωρίς τήν ἁμαρτίαν. Ἀνατέλλει ὁ Ἥλιος τῆς δικαιοσύνης στή Χώρα καί τή σκιά τοῦ Θανάτου. Μᾶς εὐσπλαγχνίζεται ὁ Χριστός καί μᾶς ἐπισκέπτεται καί μᾶς ἀνασύρει ἀπό «τήν ἰλύν βυθοῦ», φωτίζει τά σκοτάδια μας, καί μᾶς καλεῖ κοντά Του. Σέ κείνους, πού Τόν δέχονται καί πιστεύουν στό Πανάγιον  Ὄνομά Του, «δίδει ἐξουσίαν τέκνα Θεοῦ γενέσθαι». Ὅσοι δέχονται τήν κλῆσιν, πιστεύουν καί βαπτίζονται στό Ὄνομά τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἀπεκδύονται τόν παλαιόν ἄνθρωπον καί ἐνδύονται τόν Νέον ἄνθρωπον, ἐνδύονται τόν Χριστόν. Δηλαδή, φεύγουν ἀπό τό σκοτάδι καί ἔρχονται εἰς τό Φῶς. Ἐνδύονται τόν Χριστόν, πού εἶναι τό Φῶς τό Ἀληθινόν, πού φωτίζει κάθε ἄνθρωπον, πού ἔρχεται στόν κόσμον καί καλοῦνται νά προσέχουν, νά βλέπουν πῶς ἀκριβῶς περιπατοῦν, πῶς συμπεριφέρονται. Οἱ πιστοί ἐνδύονται τόν Χριστόν, πού εἶναι τό Φῶς καί ὀφείλουν νά περιπατοῦν ὡς τέκνα Φωτός. Νά ἔχουν ὑγιεῖς τούς ὀφθαλμούς τῆς ψυχῆς καί νά βλέπουν τόν Θεόν καί τά εἰκονίσματά Του, τούς συνανθρώπους τους καί νά φωτίζουν μέ ἀγαθοεργίες,  μέ ἔργα φωτεινά, θεάρεστα, μέ ἔργα Ἀγάπης καί Καλωσύνης τόν κόσμον.

Ὁ Ἁπόστολος Παῦλος μᾶς λέγει: Πρίν ἀπό τόν ἐρχομό τοῦ Κυρίου εἴμαστε βυθισμένοι στό σκοτάδι, τώρα ὅμως , ἑνωμένοι μέ τόν Χριστόν, εἴμαστε Φῶς ἐν Κυρίῳ. Τώρα ὀφείλετε, λέγει ὁ Παῦλος, νά περιπατεῖτε, νά συμπεριφέρεσθε ὡς τέκνα Φωτός. -Διότι ὁ καρπός τοῦ Πνεύματος φανερώνεται μέ κάθε Καλωσύνην, Δικαιοσύνην καί Ἀλήθειαν- νά ἐξετάζετε τί εἶναι εὐάρεστον εἰς τόν Κύριον, μή ἐπικοινωνῆτε μέ τά ἔργα τά ἄκαρπα τοῦ σκότους, μᾶλλον δέ καί νά τά ἐλέγχετε, διότι ἐκεῖνα πού γίνονται κρυφά ἀπό τούς ἀπειθεῖς εἶναι τόσον αἰσχρά, ὥστε καί μόνον τό νά ὁμιλῇ κανείς γι’ αὐτά εἶναι μεγάλη ντροπή. Μέ τόν ἔλεγχον τοῦ φωτός ὅμως τά ἔργα αὐτά, πού γίνονται κρυφά, φανερώνονται. Εἶναι ἔργα  σκότους, ἔργα αἰσχρά καί βλαβερά καί ἀνεπίτρεπτα. Κάθε τί, πού ἀποκαλύπτεται ἀπό τό φῶς γίνεται φανερόν, καί κάθε τί πού φανερώνεται εἶναι φωτεινόν. Διά τοῦτο καί τό Πνεῦμα τό Ἅγιον μᾶς λέγει: Σήκω ἐπάνω ἐσύ πού κοιμᾶσαι καί ἀναστήσου ἀπό τούς νεκρούς καί ὁ Χριστός θά σέ φωτίσῃ. Βλέπετε, προσέχετε, λοιπόν, πῶς ἀκριβῶς περιπατεῖτε, πῶς συμπεριφέρεσθε, ὄχι ὡς ἄσοφοι, ἀλλ’ ὡς σοφοί, ἐξαγοραζόμενοι τόν καιρόν, ἐπωφελούμενοι τοῦ χρόνου, ἐπωφελούμενοι κάθε εὐκαιρία, γιά νά ἐπιτελῆτε φωτεινά ἔργα, γιατί οἱ μέρες εἶναι πονηρές, δίοτι ὁ κόσμος ὅλος ἐν τῷ πονηρῷ κεῖται.

Γι’αὐτό μή γίνεσθε ἄφρονες, ἀλλά νά κατανοῆτε ποιό εἶναι τό Θέλημα τοῦ Κυρίου. Καί νά μή μεθᾶτε, μέ κρασί, πού εἶναι ἀσωτία, ἀλλά νά γεμίζετε τήν ψυχή σας ἀπό Πνεῦμα Ἅγιον καί νά μιλᾶτε μεταξύ σας, μέ Ψαλμούς καί ὕμνους καί πνευματικά ἄσματα καί νά τραγουδᾶτε καί νά ψάλλετε στόν Κύριο, ὄχι μόνον μέ τό στόμα σας, ἀλλά μέ τήν καρδιά σας. Νά εὐχαριστῆτε  τόν οὐράνιον Πατέρα, γιά τό κάθε τί, γιά ὅλα, ὡς δοῦλοι τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ».

Ὁ Χριστός μᾶς καλεῖ κοντά Του καί μᾶς ἀποστέλλει στόν κόσμο νά μεταδώσουμε τό Φῶς  Του καί λέγει :«Ὑμεῖς ἐστέ τό Φῶς τοῦ κόσμου». Χρέος μας εἶναι νά συμπεριφερώμαστε ὡς τέκνα Φωτός. Δέν πρέπει νά κρύβουμε τό Φῶς. Ὀφείλουμε νά σκορπίζουμε τό Φῶς μέ θεάρεστα ἔργα, ἔργα Ἀγάπης καί Καλωσύνης. Οὕτω λαμψάτω τό Φῶς ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ὅπως ἴδωσιν ὑμῶν τά καλά ἔργα καί δοξάσωσι τόν Πατέρα ὑμῶν τόν ἐν τοῖς οὐρανοῖς» (Ματθ. ε΄ 16). Σκοπός τοῦ φωτισμοῦ τῶν ἀνθρώπων καί σκοπός τῆς Ζωῆς μας σἀ αὐτήν τήν ἄθλια παροικία, ἡ Δόξα τοῦ Θεοῦ.

Πρός πραγματοποίησιν τοῦ σκοποῦ τῆς ζωῆς τῶν τέκνων τοῦ Φωτός, χρειάζεται σοφία καί σύνεσις, γι’ αὐτό Παῦλος λέγει: Βλέπετε πῶς ἀκριβῶς περιπατεῖτε, μή ὡς ἄσοφοι, ἀλλ’ ὡς σοφοί». Ὀφείλουμε δέ νά ξεχωρίσουμε τήν ἀληθινή ἀπό τήν ψεύτικη σοφία. Δυστυχῶς ἡ σοφία, πού κυβερνᾶ σήμερα τόν κόσμο, πού βρίσκεται μακράν τοῦ Θεοῦ, δέν εἶναι θεία σοφία, δέν καταβαίνει ἀπό τόν οὐρανόν, ἀλλά εἶναι σοφία ἐπίγειος, σαρκική, δαιμονιώδης, ἐμπνέεται ἀπό τά δαιμόνια καί ἀπό τα δαιμονικά Πάθη. Διότι ἐκεῖ πού ὑπάρχει φανατικός ζῆλος καί φιλόνεικος κομματισμός, ἐκεῖ εἶναι σύγχυσις καί ἀκαταστασία καί πᾶν φαῦλον πρᾶγμα, λέγει ὁ Ἅγιος Ἰάκωβος ὁ ἀδελφόθεος(Ἰάκ.  γ΄ 15-16).

« Ἡ δέ  ἄνωθεν σοφία πρῶτον μέν ἁγνή ἐστιν, ἔπειτα εἰρηνική, ἐπιεικής, εὐπειθής, μεστή ἐλέους καί καρπῶν ἀγαθῶν, ἀδιάκριτος καί ἀνυπόκριτος» (Ἰακ. γ΄17).

Ἑπομένως  οἱ Μαθητές τοῦ Χριστοῦ συμπεριφέρονται ὡς τέκνα Φωτός, ὡς ἔχοντες τήν ἄνωθεν σοφίαν. Περιπατοῦν ὡς δένδρα πεφυτευμένα παρά τάς διεξόδους τῶν ὑδάτων, ὡς δένδρα καρποφόρα καί ἀειθαλῆ, πού άποδίδουν τόν καρπόν  εἰς τόν κατάλληλον καιρόν. Οἱ Μαθητές τοῦ Χριστοῦ, ὡς τέκνα φωτός, ζοῦν εὐσεβῶς ἐν Χριστῷ, ζοῦν καθώς πρέπει ἁγίοις, ἀκολουθοῦν τά ματωμένα Χνάρια τοῦ Χριστοῦ, περιπατοῦν ἐν ἀγάπῃ. Ἑνωμένοι μέ τήν ἄμπελον τήν ἀληθινήν φέρουν καρπόν πολύν, τόν καρπόν τοῦ Πνεύματος πού εἶναι ἀγάπη, χαρά, εἰρήνη, μακροθυμία, χρηστότης, ἀγαθωσύνη, πίστις, πρᾳότης ἐγκράτεια» (Γαλάτ. ε΄ 22-23). Οἱ Μαθητές τοῦ Χριστοῦ, περιπατοῦντες ὡς τέκνα Φωτός, εἶναι μιμητές τοῦ Θεοῦ ὡς τέκνα ἀγαπητά. Περιπατοῦν ἐν ἀγάπῃ, καθώς καί ὁ Χριστός ἠγάπησεν ἡμᾶς καί παρέδωκεν ἑαυτόν ὑπέρ ἡμῶν προσφοράν καί θυσίαν τῷ Θεῷ εἰς ὀσμήν εὐωδίας»(Ἐφεσ. ε΄1-2), «ἵνα ἐπακολουθήσωμεν τοῖς ἴχνεσιν Αὐτοῦ»( Α΄ Πετρ. β΄21) καί «ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτόν μή ἀπόληται, ἀλλ’ ἔχῃ ζωήν αἰώνιον» (Ἰωάν . γ΄15, 16).

Δυστυχῶς διαπιστώνουμε ὅτι σ’ αὐτήν ἐδῶ τήν ἄθλια παροικία, οἱ περισσότεροι ἄνθρωποι παραμένουν κατάκοιτοι στή χώρα καί τή σκιά τοῦ Θανάτου, ἐμμένουν στήν ἁμαρτία, ἀγαποῦν  τό σκότος καί τά ἔργα τοῦ σκότους καί μισοῦν τό Φῶς καί δέν ἔρχονται πρός τό Φῶς. Συνεχίζουν τά ἔργα τῶν χειρῶν τους. Ἀρνοῦνται τόν Ἀληθινόν Θεόν καί λατρεύουν τά Εἴδωλα, λατρεύουν τό Διάβολο, τόν Μαμωνᾶ, τό Χρῆμα, καί παρόλες τίς, ἐξ αἰτίας τῶν ἁμαρτιῶν του, πληγές, συνεχίζουν νά ἀδικοπραγοῦν καί καυχῶνται ἐπί τοῖς ἀτοπήμασιν.

Ὁ Χριστός συγκαταβαίνει, ἔρχεται κοντά σέ ὅλους καί κρούει τήν Θύραν καί περιμένει, ὁ Μακρόθυμος, νά ἀκούσουμε τή Φωνή καί νά Τοῦ ἀνοίξουμε τήν καρδιά καί νά λυτρωθοῦμε ἀπό τά δεινά τῆς ἀποστασίας καί νά σωθοῦμε. Κρούει τήν Θύραν καί οἱ περισσότεροι ὄχι μόνον κωφεύουν, ἀλλά καί μέ θρασύτητα πολεμοῦν τήν Ἐκκλησίαν Του. Ἀγνοοῦν ὅτι «ὁ Κύριος ἐξῆλθε νικῶν καί ἵνα νικήσῃ»; Ἀγνοοῦν ὅτι Χριστός εἶναι ὁ Ἐξουσιαστής, «ὁ  δι’ οὗ τά πάντα ἐγένετο»; Ἀγνοοῦν ὅτι ὁ Χριστός εἶναι  ὁ αἰώνιος Θριαμβευτής, ὁ αἰώνιος Νικητής καί ὅτι θά συντρίψῃ τούς ἀσεβεῖς ὡς σκεύη κεραμέως;

Ὁ Εὐαγγελιστής τῆς Ἀγάπης , ὁ Ἰωάννης λέγει ὅτι ὁ λόγος καί ἡ αἰτία, γιά τήν ὁποίαν κρίνονται καί καταδικάζονται οἱ ἄπιστοι ὅτι ἦλθε στόν Κόσμον τό Φῶς τῆς Ἀληθείας, ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ καί οἱ ἄνθρωποι προτιμοῦν τό σκοτάδι τῆς πλάνης καί μισοῦν τό Φῶς: «Αὕτη δέ ἐστιν ἡ κρίσις ὅτι τό Φῶς ἐλήλυθεν εἰς τόν κόσμον, καί ἠγάπησαν οἱ ἄνθρωποι μᾶλλον τό σκότος ἤ τό Φῶς· ἦν γάρ  πονηρά αὐτῶν τά ἔργα. Πᾶς γάρ ὁ φαῦλα πράσσων μισεῖ τό φῶς καί οὐκ ἔρχεται πρός τό φῶς, ἵνα μή ἐλεγχθῇ τά ἔργα αὐτοῦ· ὁ δέ ποιῶν τήν ἀλήθειαν ἔρχεται πρός τό φῶς, ἵνα φανερωθῇ αὐτοῦ τά ἔργα, ὅτι ἐν Θεῷ ἐστιν εἰργασμένα» (Ἰωάν. γ΄ 19-21).

Ἡ ἐμμονή τῶν πολλῶν στό Κακόν καί τήν ἁμαρτίαν, ἡ κακή τους προαίρεσις καί ἡ ἀμετανοησία σωρεύουν συμφορές στόν κόσμον. Γι’αὐτό καί «ἔστι δίκης ὀφθαλμός ὡς τά πανθ’ ὁρᾷ» καί «Ἔστι ἡ Χείρ ὑψηλή».

Οἱ Μαθητές τοῦ Χριστοῦ, «ὡς τέκνα Φωτός», ὀφείλουμε νά ἀντιμετωπήσουμε τή μάστιγα τῆς ἀμετανοησίας τῶν ἀντιχρίστων, μέ ἀδιάλειπτη Προσευχή πρός τόν Θεόν. Νά βλέπουμε πῶς  ἀκριβῶς περιπατοῦμε. μή ὡς ἄσοφοι, ἀλλ’ ὡς σοφοί. Νά  ἀποθέσουμε τά  ἔργα τοῦ σκότους  καί νά ἐνδυθοῦμε τά ἔργα τοῦ Φωτός. Νά ἐνδυθοῦμε τόν Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν (Ρωμ.ιβ΄12, 14).

Ἡ Πανοπλία μας , λέγει ὁ Παῦλος,  εἶναι πνευματική. Εἶναι ἠ δύναμις τοῦ Χριστοῦ, καί ὀφείλουμε πάντες νά ἐνδυθοῦμε τήν τοῦ Θεοῦ περιπατοῦντες ὡς τέκνα Φωτός: «Ἐνδυθῆτε, λοιπόν,  τήν πανοπλίαν τοῦ Θεοῦ, γιά νά μπορέσετε νά ἀντισταθῆτε εἰς τά τεχνάσματα, εἰς τάς μεθοδίας τοῦ Διαβόλου, διότι δέν διεξάγομεν πάλην πρός αἷμα καί σάρκα, ἀλλά ἡ πάλη μας εἶναι μέ τίς ἀρχές, τίς ἐξουσίες, τούς κοσμοκράτορες τοῦ σκοτεινοῦ τούτου κόσμου, εἶναι πάλη μέ τά πονηρά πνεύματα , μέ ἔπαθλον τόν οὐρανόν. διά τοῦτο ἐνδυθῆτε τήν πανοπλίαν τοῦ Θεοῦ, γιά νά μπορέσετε νά ἀντισταθῆτε κατά τήν πονηράν ἡμέραν καί,  ἀφοῦ ἐκτελέσετε ὅλα τά καθήκοντά σας, νά σταθῆτε στή θέσι σας, ὡς τέκνα Φωτός. Σταθῆτε, λοιπόν, ὄρθιοι, ἀφοῦ ζωσθῆτε τή μέση σας, μέ τήν ἀλήθεια, καί ἐνδυθῆτε τόν θώρακα τῆς  δικαιοσύνης, στά πόδια σας ὑποδήματα, γιά εἶσθε ἕτοιμοι, γιά τό χαρούμενο ἄγγελμα τῆς εἰρήνης. Πάνω ἀπό ὅλα νά πάρετε τήν ἀσπίδα τῆς Πίστεως, μέ τήν ὁποίαν θά μπορέσετε νά σβήσετε ὅλα τά φλογερά βέλη τοῦ πονηροῦ, καί νά δεχθῆτε τήν σωτηρίαν, γιά περικεφαλαία, καί τήν μάχαιραν τοῦ Πνεύματος, δηλαδή τόν λόγον τοῦ Θεοῦ. Νά ἐμμένετε στήν Προσευχή καί τήν δέησιν...»(Ἐφεσ. στ΄10-19). Ἡ Νίκη ἀνήκει στό Χριστό καί στούς καταδικούς Του κλητούς, ἐκλεκτούς καί πιστούς(Ἀποκ. ιζ΄ 14). Γι’αὐτό ,λοιπόν, καιρός νά συνειδητοποιήσουμε τό ΧΡΕΟΣ μας καί νά  συμπεριφερώμαστε ὡς τέκνα Φωτός, ὑμνοῦντες καί εὐλογοῦντες  Χριστόν ὡς Θεόν καί Σωτῆρα τῶν Ψυχῶν ἡμῶν. εἰς τόν ὁποῖον ἀνήκει ἡ Νίκη, ἡ Τιμή, τό Κράτος καί ἠ Δόξα εἰς τούς αἰῶνας. ΑΜΗΝ.






Τρίτη 7 Δεκεμβρίου 2021

ΑΝΑΡΘΡΕΣ ΚΡΑΥΓΕΣ

 


                                          ΑΝΑΡΘΡΕΣ ΚΡΑΥΓΕΣ

  Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἄκουσε, Σέ παρακαλῶ, ἄκουσε τίς ἄναρθρες κραυγές μου! Μή, Κύριε, μή ἐγκαταλείπῃς με...

Πιστεύω, Κύριε, καί ὁμολογῶ ὅτι Σύ εἶσαι   ὁ Χριστός, ὁ Μονογενής Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ τοῦ Ζῶντος, ὁ ἐλθών εἰς τόν κόσμον ἀμαρτωλούς σῶσαι, ὧν πρῶτος εἰμί ἐγώ. Ἐλέησόν με, Κύριε, καί σῶσον με τόν ἐλεεινόν καί ἀνάξιον δοῦλον σου! Ξερίζωσε μεσ’ ἀπό τήν ψυχή μου τήν αἰτία,  πού γεννᾶ τόσους πονηρούς καί βρωμερούς λογισμούς καί στερέωσε τή σαλεμένη μου καρδιά ἐπί τήν πέτραν τῶν Ἐντολῶν Σου!  Σύ, Κύριε, ὁ Πάντων Ἐπέκεινα καί Πανταχοῦ Παρών ἄκουσε τίς ἄναρθρες κραυγές μου, καί σῶσον με, Ἀγαθέ, ὥς Φιλάνθρωπος !



Πρός Σέ, γλυκύτατέ μου Ἰησοῦ, πρός Σέ, μόνον, καταφεύγω. Δέξου τά δάκρυά μου, Εὔσπλαγχνε καί Μακρόθυμε Κύριε, καί ἀξίωσέ με νά εἶμαι κοντά Σου, ὅπου καί ὅπως  θέλῃς. Αὐτή εἶναι ἡ μοναδική λαχτάρα τῆς ψυχῆς μου, νά εἶμαι κοντά Σου. Μόνον κοντά Σου, νοιώθω ἀσφαλής. Μόνον κοντά Σου εἶμαι χαρούμενος καί χαίρομαι νά κάθωμαι, νοερά, στἄχραντα πόδια Σου, νά ἀκούω τόν ζωοποιόν Σου λόγο καί νά τόν φυλάσσω στήν καρδιά μου. Ἐπιθυμῶ νά γίνεται καί ἀπό μένα τό πανάγιον Θέλημά Σου, ὡς ἐν οὐρανῷ καί ἐπί τῆς γῆς, ὥστε καί αἰωνίως, νά Σέ ὑμνῶ καί «ἐνώπιος ἐνωπίῳ» νά χαίρωμαι τήν ἀδιατάρακτον διά θέας ἀπόλαυσιν τοῦ ἀπείρου Κάλλους τοῦ προσώπου Σου εἰς μακρότητα ἡμερῶν, ἐν τῇ Βασιλείᾳ Σου. ΑΜΗΝ.




 

Πέμπτη 2 Δεκεμβρίου 2021

Σ ΣΕ ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΚΛΙΜΑΚΑ




ΘΡΙΑΜΒΕΥΕΙ

Η ΨΕΥΤΙΑ ΚΑΙ Η ΥΠΟΚΡΙΣΙΑ

 

«Ὑποκριτά, ἕκαστος ὑμῶν τῷ σαββάτῳ

οὐ λύει τόν βοῦν αὐτοῦ ἤ τόν ὄνον ἀπό

τῆς φάτνης καί ἀγαγών ποτίζει;

Ταύτην δέ, θυγατέρα  Ἀβραάμ οὖσαν,

ἥν ἔδησεν  ὁ Σατανᾶς ἰδού δέκα  καί

ὀκτώ ἔτη, οὐκ ἔδει  λυθῆναι ἀπό τοῦ

δεσμοῦ τούτου τῇ ἡμέρᾳ του σαββάτου»;

                                             (Λουκ. ιγ΄ 15-16).

 

Κατά τήν ἡμέραν τοῦ Σαββάτου, ὁ γλυκύς, πρᾷος καί ταπεινός τῇ καρδίᾳ Ἰησοῦς διδάσκει σέ μία  ἀπό τίς Συναγωγές. Ἀνάμεσα στό ἀκροατήριόν Του εὑρίσκεται καί μιά γυναῖκα, ἡ οποία βασανίζεται ἀπό πονηρό πνεῦμα ἀσθενείας δέκα καί ὀκτώ ἔτη. Εἶναι συγκύπτουσα. Εἶναι σκυμμένη διαρκῶς, μέ κυρτωμένο τό σῶμα καί δέν μπορεῖ καθόλου νά σηκώσῃ ὄρθιο τό κεφάλι της, δέν μπορεῖ νά σταθῇ ὅλως διόλου ὀρθή. Παρόλην ὅμως τήν ἀνημπόρια της  πηγαίνει στή Συναγωγή νά ἀκούσῃ τό λόγο τοῦ Θεοῦ καί νά προσευχηθῇ καί νά εὐχαριστήσῃ τό Θεό ζητοῦσα τό ἔλεός Του.

Ὁ Χριστός, ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ, ὁ «ἐν σαρκί ἐληλυθώς», ὁ Φιλάνθρωπος Θεός τήν βλέπει στή Συναγωγή καί τήν εὐσπλαγχνίζεται. Ἀκούει τούς στεναγμούς τῆς καρδίας της. Γνωρίζει ὅτι ὁ Σατανᾶς τή βασανίζει δεκαοκτώ ὁλόκληρα χρόνια καί βραβεύει τήν θερμήν της πίστιν, τήν ὑπομονήν της καί τή σιωπηλή της λατρεία καί τή θεραπεύει:

«Ἰδών δέ αὐτήν ὁ Ἰησοῦς προσεφώνησε καί εἶπεν αὐτῇ· Γύναι, ἀπολέλυσαι τῆς ἀσθενείας σου· καί ἐπέθηκεν αὐτῇ τάς χείρας· καί παραχρῆμα(ἀμέσως) ἀνωρθώθη καί  ἐδόξαζε τόν Θεόν» (Λουκ. ιγ΄ 12-13).  Δέκαοκτώ χρόνια ὑπέφερε ἡ γυναῖκα. Ὁ ἀρχισυνάγωγος γνώριζε πόσο ὑποφέρει, δέν μπόρεσε ὅμως νά τήν βοηθήσῃ. Δέν ἔπρεπε νά χαρῇ μέ τή θεραπεία της; Δέν ὤφειλε νά εὐχαριστήσῃ τόν Θεραπευτή της καί νά δοξάσῃ τόν Θεόν , γιά ὅλα τά λαμπρά καί θαυμάσια ἔργα, πού διαρκῶς ἐπιτελεῖ; Ὅμως, ὄχι μόνον δέν χαίρεται  καί δέν εὐχαριστεῖ τόν Χριστόν, γιά τά θαυμάσια ἔργα Του, ἀλλά ὀργίζεται καί ἀγανακτεῖ, διότι ὁ Κύριος ἐθεράπευσε κατά τήν ἡμέραν τοῦ σαββάτου, καί χωρίς ντροπή, ἔλεγε στόν ὄχλο, «ἕξι μέρες ἔχουμε στή διάθεσί μας, πού ἐπιτρέπεται ἡ ἐργασία. Τότε νά ἔρχεσθε καί νά θεραπεύεσθε καί ὄχι τήν ἡμέρα τοῦ σαββάτου»(Λουκ. ιγ΄ 14).

Τότε ὁ πρᾷος καί ταπεινός Ἰησοῦς ἀποκρίνεται στόν ὑποκριτή Ἀρχισυνάγωγο: «Ὑποκριτά, ὁ καθένας ἀπό σᾶς κατά τό σάββατο, δέν λύνει τό βόδι του καί τό γαϊδαρό του ἀπό τό σταῦλο καί τά φέρνει νά τά ποτίσῃ; Αὐτή δέ τή δυστυχισμένη γυναῖκα, πού εἶναι θυγατέρα τοῦ Αβραάμ, παιδί τοῦ Θεοῦ, καί τήν ὁποίαν τήν εἶχε δεμένη ὁ Σατανᾶς καί τή βασάνιζε δεκαοκτώ χρόνια, δέν ἔπρεπε νά λυθῇ ἀπό τά δεσμά αὐτά τήν ἡμέραν τοῦ σαββάτου;

Πόσο λυπηρό, ἀλήθεια, εἶναι νά κρύβουμε τόσο φθόνο καί τόση μοχθηρία μέσα μας, μέ τό πρόσχημα τοῦ σεβασμοῦ τῆς ἀργίας τοῦ σαββάτου! ...

Εἶναι γεγονός ὅτι δέν ὑπῆρχαν μόνον τότε ἀναίσχυντοι ΑΡΧΙΣΥΝΑΓΩΓΟΙ, «ΟΦΕΙΣ, ΓΝΝΗΜΑΤΑ ΕΧΙΔΝΩΝ»  Ἀρχιερεῖς, Γραμματεῖς καί Φαρισαῖοι Ὑποκριτές. ΔΥΣΤΥΧΩΣ, σήμερα, πολύ περισσότερο ἀπό τότε, ΘΡΙΑΜBΕΥΕΙ  ΣΕ ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΚΛΙΜΑΚΑ Η  ΨΕΥΤΙΑ ΚΑΙ Η ΥΠΟΚΡΙΣΙΑ. Μέσα στήν ψυχή μιᾶς ὀλιγαρχίας Ἀρχισυναγώγων,  υἱῶν  τῆς Παραφροσύνης, μέσα στήν ψυχήν τῶν ὁποίων φωλιάζει Ο ΟΦΙΣ ὁ Ἀρχαῖος, ὁ λαοπλανής καί σκορπίζουν στόν κόσμο τό Θάνατον, κατακερματίζουν ἀπό μῖσος, φθόνο καί μοχθηρία, τήν ἀνθρώπινην ἀξιοπρέπεια, εὐτελίζουν  τό ἀνθρώπινον πρόσωπον, καταργοῦν, σέ παγκόσμια Κλίμακα, ἀλλά, ἀκόμη, καί ἐδῶ στήν κοιτίδα τοῦ Πολιτισμοῦ, τήν ἔνδοξη Ἑλλάδα μας, κάθε ἀνθρώπινο δικαίωμα, θεωροῦν «ρατσισμό»: τήν Πίστι στό Θεό, τήν ἀγάπη στήν Οἰκογένεια, καί τήν ἀγάπη πρός τήν Πατρίδα καί διώκουν παντιοτρόπως τήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Ἐπιδιώκουν νά καταργήσουν τίς Πατρίδες, τήν ἐθνική καί τή θρησκευτική μας Ταυτότητα, τήν ἱερή μας γλῶσσα καί ἀσελγοῦν στά ἱερά μας Χώματα. Μεθοδεύουν καί ἐφευρίσκουν δολίους τρόπους, σατανικούς, νά καταργήσουν τά «ὅσια καί τά ἱερά μας», τά Ἰδανικά, τίς Ἀξίες, μέ τό πρόσχημα δῆθεν τοῦ σεβασμοῦ πρός τόν Θεόν, «οἱ Θεοπαῖχτες», Γραμματεῖς καί Φαρισσαῖοι, οἱ Ὑποκριτές, καί αἰτιολογοῦν,  ἀναισχύντως, τά πάντα, μέ πρόσχημα δῆθεν  τήν Προστασία τῆς Ὑγείας μας(;).

Τό Σάββατον, γιά μᾶς τούς Χριστιανούς, ἡ Κυριακή, εἶναι ἀφιερωμένη  Ἡμέρα στή λατρεία τοῦ Θεοῦ. Πῶς ὅμως λατρεύεται ὁ Θεός; Μέ φθόνο καί μοχθηρία καί κακουργίες; Λατρεύουμε τό Θεό ὅταν κατασκευάζουμε στά Ἐργαστήρια τοῦ Διαβόλου θανατηφόρους ἰούς καί ὅταν ἐξαπολύουμε στόν κόσμο «τό θανατικό» καί θανατώνουμε τούς συνανθρώπους μας; Τί ἐπιδιώκουν νά ἐπιτύχουν μέ τό σατανικό τους αὐτό Σχέδιο; Ἀγνοοῦν ὅτι «μείζων ἐστίν ὁ ἐν ἡμῖν ἤ ὁ ἐν τῷ κόσμῳ»; Ἄς μάθουν, λοιπόν, ὅτι μέ ἕνα φύσημα τοῦ Χριστοῦ θά κονιορτοποιηθοῦν πάντες οἱ ἐχθροί τῆς Πίστεως. Οἱ ἀσεβεῖς θά ἐξαφανισθοῦν «ὡσεί χνοῦς ,ὅν ἐκρίπτει ὁ ἄνεμος ἀπό προσώπου τῆς γῆς»(Ψαλμ. α΄). Ὁμολογοῦμε βέβαια ὅτι, ἐξ αἰτίας τῶν ἁμαρτιῶν μας, προέρχονται ὅλα αὐτά τά δεινά, πού μαστίζουν τήν ἀνθρωπότητα σήμερα. Οἱ Ὀλιγάρχες, Ψεῦστες καί Ὑποκριτές, ἐξ αἰτίας τῶν ἁμαρτιῶν μας, ἐπιπλέουν, ὡς φελοί, καί, «κατ’ ἐνέργειαν τοῦ Σατανᾶ», πού εἶναι ὁ Πατέρας τῆς Ψευτιᾶς καί τῆς ὑποκρισίας, σωρεύουν συμφορές καί μᾶς ἐξευτελίζουν.

Πιστεύουμε ἐπίσης ὅτι εἶναι καιρός νά λυτρωθοῦμε ἀπό τήν Ψευτιά καί τήν Ὑποκρισία. Εἷναι καιρός νά ἔλθουμε εἰς τόν ἑαυτόν μας ἕκαστος, καί νά μετανοήσουμε εἰλικρινά καί ἔμπρακτα καί νά ἐπιστρέψουμε κοντά στό Θεό. Νά ἀνοίξουμε τήν καρδιά μας στό Χριστό, πού εἶναι ἡ ΟΔΟΣ καί ΑΛΗΘΕΙΑ καί ἡ ΖΩΗ, τό ΦΩΣ καί ἡ ΕΙΡΗΝΗ τοῦ κόσμου. Νά ἐγκολπωθοῦμε τό Εὐαγγέλιον τῆς Αγάπης τοῦ Χριστοῦ καί νά τό κάνουμε «πρᾶξι» στήν καθημερινή μας ζωή καί νά ἀναχαιτίσουμε τή λαίλαπα τῆς ΟΛΙΓΑΡΧΙΑΣ, ΤΗΝ ΨΕΥΤΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΥΠΟΚΡΙΣΙΑ. Ο ΘΕΟΣ ΕΙΝΑΙ ΜΑΖΙ ΜΑΣ καί «ἐξῆλθε νικῶν καί ἵνα νικήσῃ».

Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱέ καί λόγε τοῦ Θεοῦ τοῦ Ζῶντος, ἔρχου ταχύ. Χανόμαστε. Θά μᾶς καταβροχθίσουν οἱ ἐχθροί μας, δαίμονες καί δαιμονάνθρωποι. Κύριε μή ἐπιτρέψης νά καυχῶνται οἱ ἐχθροί μας ὅτι μᾶς νίκησαν καί ὑπερίσχυσαν. Ἔρχου ταχύ! Μή ἁργοπορῇς! Κύριε, μή βραδύνῃς! Λυπήσου μας καί ἐλέησέ μας. Διῶξε ἀπό τήν ψυχή καί ἀπό τή ζωή μας τούς Κορωναϊούς τῆς Ψευτιᾶς καί τῆς Ὑποκρισίας!  Ἁξίωσέ μας νά ἁγιάζουμε τήν Ἡμέρα τοῦ Κυρίου, θεραπεύοντας πᾶσαν νόσον καί πᾶσαν μαλακίαν ἐν τῷ λαῷ! Ἀξίωσέ μας νά Σέ λατρεύουμε «ἐν πνεύματι καί ἀληθείᾳ», μέ τήν καρδιά μας,  καί νά Σέ δοξάζουμε, μέ ἔργα ἀγάπης. Ἀξίωσέ μας νά Σέ δοξολογοῦμε   σύν τῷ Πατρί καί τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι, ἐν παντί τόπῳ τῆς Δεσποτείας Σου. Διότι Σέ Σένα ἀνήκει ἡ τιμή, ἡ δόξα καί τό κράτος καί τώρα καί πάντοτε καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. ΑΜΗΝ.



Τετάρτη 24 Νοεμβρίου 2021

ΜΟΝΟΝ ΚΟΝΤΑ ΣΟΥ ΝΟΙΩΘΟΥΜΕ ΑΣΦΑΛΕΙΣ

 


                         «ΚΥΡΙΕ, ΕΠΙΒΛΕΨΟΝ ΕΠ’ ΕΜΕ ΚΑΙ ΕΛΕΗΣΟΝ ΜΕ»

 

Κύριέ μου, προσπαθῶ, μέ τή Χάρι σου, νά κάνω πάντοτε τό Θέλημά Σου. Σύ, Κύριε γνωρίζεις τά πάντα. Σύ γνωρίζεις ὅτι σέ λατρεύω, μέ ὅλη τή δύναμι τῆς ψυχῆς μου, ὡς τόν μόνον ἀληθινόν Θεόν καί Σωτῆρα μου καί Λυτρωτήν τοῦ Σύμπαντος  Κόσμου. Κουρνιάζω νοερά στ’ ἄχραντα πόδια Σου, Κύριέ μου Ἰησοῦ, καί ἀκούω τήν γλυκύτερη κι’ ἀπό τό μέλι φωνή Σου, μελετώντας τό ζωοποιό Σου λόγο καί ἔχω βαθειά μέσα στήν καρδιά μου τήν αἴσθησι τῆς εὐλογημένης, ζωντανῆς Σου Παρουσίας στή ζωή μου. Ἔτσι γαληνεύει ἡ ψυχή μου καί νοιώθω ἀσφαλής ὑπό τήν Σκέπην τῶν πτερύγων Σου!  Ἔρχονται στιγμές ὅμως, πού, κατά τρόπον ἀνερμήνευτον, «ἀνεπαισθήτως», χάνω τήν αἴσθησι τῆς ζωντανῆς Σου Παρουσίας κοντά μου καί χάνομαι. Τότε βυθίζομαι σέ πυκνό, βαθύ σκοτάδι, κι’ ὅπου βρεθῶ, κι’ ὅπου σταθῶ, εἶναι «τόπος βασάνου» καί μέ κυκλώνει ἄβυσσος Ὀδύνης, νοιώθω ἀπροστάτευτος καί εἶμαι δυστυχής. Κύριέ μου Ἰησοῦ, μόνον Σύ εἶσαι ἡ ζωή μου. Μόνον Σύ εἶσαι «τό Πᾶν», γιά μένα». Χωρίς Ἐσένα ἡ ζωή μου εἶναι ἄδεια, κενή, νεκρή. Μόνον Σύ δίνεις ζωή καί νόημα σέ ὅλα. Χωρίς Ἐσένα ἡ ζωή μου εἶναι ἕνα «Τίποτα».



Χωρίς τήν αἴσθησι τῆς ζωντανῆς Σου Παρουσίας, ὁ Πόνος εἶν’ ἀβάσταχτος, σχίζει τά σωθικά μου... Μή ἐπιτρέψῃς, Κύριε, νά ζῶ τέτοιες στιγμές, στιγμές ἀνούσιες, στιγμές συμφοριασμένες!... Κύριε μου, Ὕψιστε Θεέ, Κύριε τοῦ Ἐλέους, ἐπίβλεψον ἐπ’ ἐμέ καί ἐλέησόν με! Φώτισε τά σκοτάδια μου, λάμπρυνέ μου τήν ψυχή, καταύγασέ μου τήν διάνοιαν, νά δῶ τά λάθη μου καί νά τά διορθώσω. Ἔλα καί διόρθωσε τά ἀτοπήματά μου καί μή μέ ἀπορρίπτῃς ἀπό τοῦ Προσώπου Σου. Μή με στερῇς ἀπό τήν Εὐλογημένη Παρουσία Σου. Σέ παρακαλῶ, «καμφθητί μοι», ἄκουσε τούς στεναγμούς τῆς καρδιάς μου, καί «ἐμφάνηθι», σκούπισε καί τά δικά μου δάκρυα. Κύριε ἔχω βαθειά συναίσθησι τῆς ἁμαρτωλότητός μου, Ἐνώπιόν Σου. Εἶμαι ἁμαρτωλός καί  ἀγωνίζομαι, προσπαθῶ, μέ τή Χάρι Σου, νά νικῶ τόν κακόν μου ἑαυτό, τόν κόσμο καί τό διάβολο καί Σέ ἱκετεύω,  μή ἐγκαταλείπῃς με! Ἐλθέ καί «ὡς πῦρ καταναλίσκον», κάψε τά ἄχυρα τῶν ἔργων μου, καθάρισε τή λάσπη ἀπ’ τήν ψυχή μου καί στῆσε τή σκηνή Σου στήν καρδιά μου. Ἕρχου ταχύ, Κύριέ μου Ἰησοῦ, καί σκήνωσον ἐν ἐμοί καί καθάρισόν με ἀπό πάσης κηλίδος καί σῶσον με, ὡς Ἀγαθός καί Φιλάνθρωπος.

Ἄκουσε τήν προσευχή μου καί εὐσπλαγχνίσου τόν κόσμον Σου, ὅλους ἐμᾶς τούς ἀχρείους καί ἐλεεινούς δούλους Σου, καί ἀξίωσον πάντας ἡμᾶς νά σταθοῦμε κάτω ἀπό τήν σκέπην τῶν πτερύγων Σου. Διῶξε ἀπό κοντά μας κάθε ἀόρατον ἐχθρόν καί πολέμιον. Χάρισε σέ ὅλους μας τήν αἴσθησι τῆς ζωντανῆς Σου Παρουσίας. Εἰρήνευσε τή ζωή μας, σ’ αὐτήν ἐδῶ τήν ἄθλια παροικία. Ἀξίωσέ μας νά Σέ ὐμνοῦμε, σύν τῷ Πατρί καί τῷ ἁγίῳ Πνεύματι, ἐν ἑνί στόματι καί μιᾷ καρδίᾳ, καί ἐν παντί τόπῳ τῆς Δεσποτείας Σου, καί νά Σέ δοξάζουμε, μέ  τήν καρδιά μας, διότι μόνον Σέ Σένα ἀνήκει ἡ τιμή,  ἡ δόξα καί τό κράτος καί τώρα καί πάντοτε καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. ΑΜΗΝ.

 



 

Δευτέρα 22 Νοεμβρίου 2021

ΚΥΡΙΕ, ΚΥΡΙΕ, ΜΗ ΑΠΟΡΡΙΨῌΣ ΗΜΑΣ!

 


ΚΥΡΙΕ, ΤΑΠΕΙΝΑ ΖΗΤΩ ΤΟ ΕΛΕΟΣ ΣΟΥ!

 

Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱέ τοῦ Θεοῦ τοῦ Ζῶντος, πιστεύω ὅτι, ἐξ αἰτίας τῶν ἁμαρτιῶν μας, ὑποφέρουμε. Ὁμολογῶ, Κύριε, ὅτι εἶναι «ὕβρις», βλασφημία, αὐτό, πού συνήθως λένε πολλοί, ὅτι «ὁ Θεός, μοῦ ἔδωσε αὐτό τό Σταυρό, αὐτά τά βάσσανα. Σύ, Κύριέ μου, εἶσαι Ἀγαθός καί μεταδοτικός τοῦ ἀγαθοῦ. Δέν εἶσαι αἴτιος τῶν κακῶν. Πηγή τῶν κακῶν εἶναι ἡ κακή μας προαίρεσις. Δέν κατανοοῦμε τήν τιμήν τοῦ «κατ’εἰκόνα». Μέ τήν ἀστόχαστη, τήν παραβατική συμπεριφορά μας ἀποκρούομεν τή Χάρι Σου καί ἀπομακρυνόμαστε ἀπό κοντά Σου. Ἀπό κακή μας θέλησι, δέν μένουμε ἑνωμένοι μαζί Σου καί παραμένουμε ἄκαρποι, ἀγονοι καί ἐν ἀγωνίᾳ, ἐν γῇ ἐρήμῳ καί ἀβάτῳ καί ἀνύδρῳ. Δέν μελετοῦμε τό Νόμο Σου. Δέν τηροῦμε τάς Ἐντολάς Σου. Προσβάλουμε τή μεγαλειότητά Σου, Ὕψιστε Θεέ. Ζοῦμε μακρυά ἀπό Σένα, χωρίς ἀγάπη, χωρίς περιεχόμενο, χωρίς σκοπό. Ὁ Ἐγωϊσμός μᾶς ταλανίζει. Τό Μῖσος, ἡ Ψευτιά καί ἡ Υποκρισία βαραίνουν τήν ψυχή μας, τοῦ μή ἀνακύψαι εἰς τό παντελές. Δέν ὑπάρχει δίκαιος οὔτε ἕνας. Δέν ὑπάρχει κανένας συνετός. Δέν ὑπάρχει κανένας, πού νά ζητῇ τόν Θεόν. Εἶναι ἀλήθεια ὅτι, ὅλοι μας, παρεκκλίναμε, καί συγχρόνως ἐξαχρειωθήκαμε. Δέν ὑπάρχει κανένας, πού νά κάνει τό καλόν, δέν ὑπάρχει οὔτε ἕνας, λέγει ὁ προφήτης Δαβίδ(Ψαλμ.13). Τάφος ἀνοικτός εἶναι ὁ λάρυγγας τῶν πολλῶν. Μέ τή γλῶσσα τους εἶναι δόλιοι, φαρμάκι ἀπό Ὀχιές εἶναι κάτω ἀπό τά χείλη τους. Τό στόμα τους εἶναι γεμᾶτο κατάρα καί πικρίαν, τά πόδια τους τρέχουν γρήγορα γιά νά χύσουν αἷμα. Καταστροφή, συντρίμμια καί δυστυχία σπέρνουν στό δρόμο τους, γιά τόν πλησίον. Δέν γνωρίζουν, δέν θέλουν νά γνωρίσουν, τόν δρόμον τῆς εἰρήνης καί δέν ὑπάρχει φόβος Θεοῦ στά μάτια τῆς ψυχῆς τους (Ρωμ. γ΄10-18. ψαλμ. 13).  Γνωρίζεις πολύ καλά, ὡς Καρδιογνώστης ὅτι αὐτή εἶναι ἡ κατάντια μας, ἀπό κακή μας προαίρεσι, Κύριε.  Ποιός θά μᾶς ἀνασύρει ἀπό αὐτή τή συμφορά, ἄν ὄχι Σύ, γλυκύτατε Ἰησοῦ, πού Σταυρώθηκες, γιά μᾶς; Ὑποφέρουμε κι’ οἱ στεναγμοί μας σχίζουν τούς αἰθέρες. Δέν ἔχουμε ἄλλον βοηθόν ἐκτός ἀπό Σένα Θεέ μου καί δέν θέλουμε ἄλλον. Μόνο Ἐσένα ἔχουμε. Σέ σένα πιστεύουμε, σέ Σένα ἁμαρτάνουμε, ἀλλά καί Ἐσένα μονάχα λατρεύουμε. Σύ καί μόνον Σύ εἶσαι ὁ Θεός μας καί μεῖς εἴμαστε δοῦλοι Σου, ἀχερεῖοι καί ἐλεεινοί μέν, ἀλλά δικοί Σου δοῦλοι. Μή ἀποστρέψῃς τό πρόσωπόν ἀπό τῶν ἀχρείων δούλων Σου. Σέ Σένα μονάχα καταφεύγουμε, γιατί πιστεύουμε ὅτι μόνον Σύ, μπορεῖς, ὡς Παντοδύναμος καί θέλεις , ὡς Πανάγαθος, νά μᾶς ἀνασύρῃς ἀπό τήν «ἰλύν βυθοῦ», στήν ὁποίαν ἔχουμε ἐμπαγῆ καί νά μᾶς ὁδηγήσῃς εἰς τόπον ἀναψυχῆς, «ἐπί ζωῆς πηγάς ὐδάτων». Ὅλοι μᾶς ἔχουν ἐγκαταλείψει. Μόνον Σύ μᾶς ἀπομένεις καί μόνον σύ δέν μᾶς ἐγκαταλείπεις ποτέ. Καί ὅταν Σέ διώχνουμε μᾶς κυνηγᾶς μέ τό  Ἕλεός Σου. Κύριε, Κύριε, μή ἀπορρίψῃς ἡμᾶς ἀπό τοῦ προσώπου Σου! Ταπεινά ζητῶ τό ἔλεός Σου, ὄχι, γιατί τό ἀξίζουμε, ἀλλ' ἕνεκεν τῆς δόξης τοῦ Ὀνόματός Σου. Ὤ γλυκύ μου Ἔαρ, Ὤ Φῶς τῶν ὀφθαλμῶν μου! Ἄκουσε τήν προσευχή μου... καί μή ἀργοπορῇς! Κύριε, μή βραδύνῃς. Ἔρχου ταχύ, Κύριέ μου Ἰησοῦ. Σύ εἶσαι ἡ ζωή μας καί ἡ εἰρήνη μας, ἡ μόνη μας παρηγοριά, ἡ μόνη μας ἐλπίδα, τό Φρούριόν μας, τό μόνον ἀσφαλές καταφύγιον. Ἔρχου ταχύ. Σκέπασέ μας μέ τή Χάρι Σου καί ἀξίωσέ μας νά σέ λατρεύουμε, ὄχι μέ τά χείλη, ἀλλά μέ τήν καρδιά μας καί νά σέ ὑμνοῦμε εἰς πάντας τούς αἰῶνας. Διότι μόνον Σέ Σένα ἀνήκει ἡ τιμή, ἡ δόξα καί τό κράτος εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. ΑΜΗΝ.