«Η ΑΓΑΠΗ ΑΝΤΑΛΛΑΞΕ ΑΣΠΑΣΜΟ
ΜΕ
ΤΗΝ ΤΑΠΕΙΝΟΣΥΝΗ»(Α.S.D.C.).
Στή
Φάτνη τῆς Βηθλεέμ σαρκώνεται ἡ Ἀγάπη καί ἀνταλλάσσει ἀσπασμό μέ τήν
ταπεινοσύνη. Ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ, τέλειος Θεός, γίνεται καί τέλειος ἄνθρωπος,
φανερώνεται ἐν σαρκί. Ἔρχεται κοντά μας, ἀπό ἄπειρη ἀγάπη, γίνεται ταπεινός ἄνθρωπος
καί μᾶς πλησιάζει ἀθόρυβα, ταπεινά, μέ στοργή καί τρυφερότητα καί σπογγίζει τά
δάκρυά μας, ἁπαλύνει τόν πόνο μας, θεραπεύει τά τραύματά μας καί μᾶς ζωοποιεῖ. Ἀνοίγει
σέ ὅλους τίς Πύλες τοῦ οὐρανοῦ καί γίνεται ἡ Ὁδός ἀπό γῆς πρός οὐρανόν. Μέσα ἀπό
τή Φάτνη, χαρά καί Χάρι ἄφθονη ξεχύνεται στόν Κόσμο.
Ἀνατέλλει
ὁ Ἥλιος τῆς Δικαιοσύνης «τοῖς ἐν σκότει καί σκιᾷ θανάτου καθημένοις». Μέγα,
ξένον καί παράδοξον εἶναι τό Μυστήριον τῆς
Οἰκονομίας τοῦ Θεοῦ, γιά τή σωτηρία μας. Δέν τό χωράει ὁ νοῦς μας. Εἷναι ὑπέρ
λόγον καί ἔννοιαν. Προσεγγίζεται μόνον μέ τόν πυρῆνα τῆς ψυχῆς, μέ τήν ὀρθόδοξον
Πίστιν. Ποιός ἀνθρώπινος νοῦς μπορεῖ νά συλλάβῃ αὐτό τό μέγα μυστήριον;
Εἶναι
τό μυστήριον, γιά τό ὁποῖον ἐτηρεῖτο σιγή ἐπί πολλούς αἰῶνας καί φανερώνεται
τώρα καί γίνεται γνωστό σέ ὅλα τά Ἔθνη,
ὥστε νά ὑπακούσουν καί νά πιστέψουν εἰς
τόν μόνον σοφόν Θεόν διά τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ( Ρωμ. ιστ΄ 25-27).
Δέν
μπορεῖ ὁ νοῦς μας νά συλλάβῃ τό μεγαλεῖον τῆς θείας συγκαταβάσεως, ἀλλά ὅλοι ἀπολαμβάνουμε,
ἄν θέλουμε, τά χαρίσματα τῆς συγκαταβάσεώς Του, ὅλοι ἀπολαμβάνουμε τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καί τοῦ κυρίου μας Ἰησοῦ
Χριστοῦ, πού ἔγινε ἄνθρωπος, γιά νά γίνουμε ἐμεῖς θεοί καί ταπεινώθηκε, γιά νά
μᾶς ὑψώσῃ εἰς ὕψος θείας ἀναβάσεως.
Τό μόνο, πού ἀπομένει στόν καθένα μας εἶναι νά σταθοῦμε εὐλαβικά μπροστά στό Μέγα Μυστήριον, νά εἰσέλθουμε εἰς τό Σπήλαιον τῆς Βηθλεέμ, νά γονατίσουμε συντετριμμένοι μπροστά στό Θεῖο Βρέφος καί νά ἀποθέσουμε ἐκεῖ στήν ταπεινή Φάτνη, τίς ἁμαρτίες μας καί νά χαροῦμε τό Θαῦμα τῆς Ἀγάπης καί νά ἐξέλθουμε ἀπό τό Σπήλαιο νέοι ἄνθρωποι, «καινή κτίσις», ὑμνοῦντες καί εὐλογοῦντες τόν Χριστόν, γιά τήν ἄφατον Αὐτοῦ συγκατάβασιν!
Σ’
αὐτή τήν κατάντια βρίσκεται ἡ ἀνθρωπότης,
ἡμιθανής, καί στενάζει εἰς «τήν ἰλύν βυθοῦ» εἰς τήν ὁποίαν ἔχει ἐμπαγῆ.
Ὁ Φιλάνθρωπος Θεός ἀκούει τούς στεναγμούς τῶν δούλων Του, τῶν πεπεδημένων καί μᾶς εὐσπλαγχνίζεται καί φανερώνεται ἐν σαρκί. Συγκαταβαίνει καί γεννᾶται ἐκ Πνεύματος Ἁγίου καί Μαρίας τῆς Παρθένου σέ ἕνα παγωμένο Σπήλαιο. Ἀνακλίνεται σέ μιά πτωχική φάτνη καί θερμαίνεται ἀπό τά χνῶτα τῶν ἀλόγων. Οἱ δικοί του δέν Τόν δέχθηκαν. Δέν βρέθηκε θέσις γι’ Αὐτόν. Κι’ ἔτσι γιεννιέται στή φτωχική Φάτνη, ὁ βασιλεύς τῶν Οὐρανῶν καί κτίστης τῶν ἁπάντων. Στή Βηθλεέμ σαρκώνεται ἡ Ἁγάπη, καί ἀνταλλάσσει ἀσπασμό μέ τήν Ταπεινοσύνη! Ἡ ἐνανθρώπησις καί ἡ Θυσία τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, τοῦ ἀγαπημένου Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, εἶναι τό Μέγα Μυστήριον τῆς Οἰκονομίας Του, γιά τή Λύτρωσι τοῦ ἀνθρωπίνου Γένους. Μόνον ὁ Θεός μποροῦσε νά λυτρώσῃ τήν ἀνθρωπότητα ἀπό τήν ἔσχατη ἀθλιότητα στήν Ὁποίαν εἶχε περιέλθει μακράν τοῦ Θεοῦ. Ὁ Χριστός εἶναι ὁ ἀναμενόμενος Μεσσίας, ὁ ΛΥΤΡΩΤΗΣ τοῦ Σύμπαντος Κόσμου. Ἐπειδή ὁ ἄνθρωπος δέν μποροῦσε νά ἀνέβη ἄνω, Αὐτός κατέβη κάτω. Ἔγινε ὁ Θεός ἄνθρωπος, γιά νά γίνουμε ἐμεῑς θεοί κατά χάριν, λέγει ὁ ἱερός Χρυσόστομος.
Ὁ Ἅγιος Ἀθανάσιος λέγει ὅτι ὀ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός ἐφόρεσε τήν ἀνθρώπινη σάρκα, γιά νά φορέσουμε ἐμεῖς οἱ ἁμαρτωλοί τή θεϊκή ἁγιότητα: «Αὐτός, λοιπόν, εἶναι Θεός σαρκοφόρος, κι’ ἐμεῖς ἄνθρωποι πνευματοφόροι».
Καί πράγματι «ὅταν ἦλθε τό πλήρωμα τοῦ χρόνου», Ὅταν εὑρέθη ἡ μόνη ἐν γυναιξίν εὐλογημένη καί καλή, ἡ ἄχραντος Παρθένος, ὁ ἔμψυχος Ναός τοῦ Θεοῦ, ἡ Παναγία, ἕτοιμη νά δεχθῆ στήν ψυχή της τό Ἅγιον Πνεῦμα καί νά γεννήσῃ τόν Υἰό τοῦ Θεοῦ, τότε ὁ πανάγιος «ἐξαπέστειλε τόν Υἱόν Του, γιά νά σώσῃ τόν κόσμο» (Γαλάτ. δ΄4). Σκοπός τῆς ἐνανθρωπήσεώς Του, κατά τόν Δαμασκηνόν, ἡ ἀνάπλασις τῆς ἀμαυρωθείσης καί διαφθαρείσης Εἰκόνος, καί ἔρχεται ὁ Χριστός «ἵνα τήν ἑαυτοῦ ἀναπλάσῃ εἰκόνα, φθαρεῖσαν τοῖς πάθεσι».
«Εὐφραίνεσθε,
λοιπόν, δίκαιοι, οὐρανοί ἀγαλιᾶσθε, σκιρτήσατε τά ὄρη, Χριστοῦ γεννηθέντος·
Παρθένος καθέζεται, τά Χερουβίμ μιμουμένη, βαστάζουσα ἐν κόλποις, Θεόν Λόγον
σαρκωθέντα. Ποιμένες τόν τεχθέντα δοξάζουσι. Μάγοι τῷ Δεσπότῃ δῶρα προσφέρουσιν.
Ἄγγελοι ἀνυμνοῦντες λέγουσι· Ἀκατάληπτε Κύριε, δόξα σοι».
Εὐφραίνεσθε
καί ἀγαλλιᾶσθε δίκαιοι. «Ἰδού γάρ εὐαγγελίζομαι ὑμῖν χαράν μεγάλην, ἥτις ἔσται
παντί τῷ λαῷ, ὅτι ἐτέχθη ὑμῖν σήμερον ΣΩΤΗΡ, ὅς ἐστι Χριστός Κύριος» (Λουκ. β΄
10-11).
Δοξάσατε
τό Θεό, γιά τήν ἄπειρη ἀγάπη Του καί τήν ἀνέκφραστη συγκατάβασί Του. Δοξάσατε
τόν Χριστόν, γιατί μέ τήν ἐνανθρώπησί Του, συνέτριψε τοῦ θανάτου τή δύναμι,
κατήργησε τόν τό κράτος ἔχοντα τοῦ θανάτου, τοὐτέστι τόν Διάβολο, ἐσκύλευσε τόν
ᾌδη, διέλυσε τό κράτος τῶν δαιμόνων, ἐξαφάνισε
τά ἀποπνικτικά νέφη τῆς ἀγνωσίας καί τῆς ἀπογνώσεως, μέσα ἀπό τήν ψυχή
καί τό νοῦ τοῦ ἀνθρώπου.
Δοξάσατε
τόν
Κύριο, τόν Ἥλιον τῆς Δικαιοσύνης, πού μέ τό ἀληθινόν Φῶς τῆς Ἀγάπης Του,
διέλυσε τά σκοτάδια μας καί ἐλευθέρωσε ὁλόκληρο τό ἀνθρώπινον Γένος ἀπό τήν
πλάνη καί τήν αἵρεσι, ἀπό τήν Ψευτιά καί τήν ὑποκρισία, ἀπό τό δαιμονικό Ἐγωϊσμό
καί μᾶς ἀπάλλαξε ἀπό τό ἄγχος, τή θλῖψι, τήν ἀγωνία, τήν ἀγονία, ἀπό τόν πόνο
καί τήν ὀδύνη, ἀπό τή φθορά καί τό θάνατο καί μᾶς χάρισε τό Φῶς, τή Χαρά καί
τήν ἀγαλλίασι. Δοξάσατε τόν Κύριο, πού ἦλθε κοντά μας καί «ὁ λαός ὁ καθήμενος ἐν
σκότει εἶδε φῶς μέγα καί σέ κείνους πού καθόταν στή Χώρα καί τή σκιά τοῦ
Θανάτου, Φῶς ἀνέτειλε γι’ αὐτοὐς»(Ματθ. δ΄16).
Ο
ΧΡΙΣΤΟΣ, τό ἀληθινόν Φῶς ἀνέτειλε καί θερμαίνει τήν ταλαίπωρη ψυχή μας καί μᾶς
φωτίζει μέ τό οὐράνιον, τό Θεῖον Φῶς Του, τό Φῶς τό τῆς γνώσεως, τό Φῶς τῆς
θείας Ἀγάπης καί τῆς Διακαιοσύνης.
«Χριστός
γεννᾶτε· δοξάσατε.
Χριστός
ἐξ οὐρανῶν· ἀπαντήσατε.
Χριστός
ἐπί γῆς, ὑψώθητε.
Ἄσατε
τῷ Κυρίῳ πᾶσα ἡ γῆ, καί ἐν
εὐφροσύνῃ,
ἀνυμνήσατε λαοί·
ὅτι δεδόξασται».
ΔΟΞΑΣΑΤΕ τόν Θεόν ὄχι μόνον μέ λόγια, ἀλλά, κυρίως, μέ ἔργα Ἀγάπης καί Καλωσύνης, ὅπως μᾶς διδάσκῃ, μέσα ἀπό τή Φάτνη, ὁ Χριστός. Καί ὁ καθένας ἀπό μᾶς, μέ εἰλικρίνεια, ἄς σκεφθῇ, κι’ ἄς ἐξετάσῃ τόν ἑαυτόν του, ὥστε νά διαπιστώσῃ, ἄν πράγματι, μέ τό λόγο καί τῆ ζωή του, δοξάζῃ τόν Θεόν. Δυό χιλιάδες χρόνια ἔχουν περάσῃ ἀπό τότε, πού γεννήθηκε στή Φάτνη τῆς Βηθλεέμ ὁ Χριστός. Ὁ Κόσμος τόν δέχθηκε; Ἄνοιξαν οἱ ἄνθρωποι τήν καρδιά τους στόν Κύριον; Τόν ἀγκάλιασαν σάν Σωτῆρα καί Λυτρωτή τους; Ἐγκολπώθηκαν τό Εὐαγγέλιον τῆς Ἀγάπης Του ἤ ὁλότελα χωρίς ντροπή, βασανίζονται καί χαροπαλεύουν μακρυά Του;
Στή
Βηθλεέμ σαρκώθηκε ἡ ἀγάπη καί κλείνοντας τήν ψυχή μας στό Χριστό, κλείσαμε ἔξω
ἀπό τή ζωή μας τήν ἀγάπη, γι’αὐτό καί
φθάσαμε στήν ἐσχάτη ἀθλιότητα.
«Ὤ
ἐμεῖς κακόμοιροι θνητοί, πού δίχως Καλοσύνη
πλανώμαστε
στῆς ἐρημιᾶς τ’ ἄχαρα μονοπάτια,
ἄν
ξέραμε πώς τόσο ἁπλά ἡ Ἀγάπη κατοικεῖ
καί
πώς μιά φάτνη ταπεινή διαλέγει γιά νά γείρῃ,
στή
Βηθλεέμ θά στρέφαμε στοχαστικά τά μάτια
καί
στεθερά θά φέρναμε τό βῆμα πρός τά ἐκεῖ»
(A.S.D.C.,ἀπό τό ἀγγλικό, μετάφρ.
Γ. Βερίτη).
Τότε στή Βηθλεέμ δέν Τόν δέχθηκαν. Ἕκλεισαν μπροστά Του ὅλες τίς Θύρες. Δέν βρέθηκε τότε ἐκεῖ θέσις γι’ Αὐτόν. Ἡ Παναγία Μητέρα Του «τόν ἔβαλε νά πλαγιάσῃ μέσα στή φτωχική Φάτνη, γιατί δέν βρέθηκε τόπος «ἐν τῷ καταλύματι» (Λουκ. β΄7). Ἀλλά καί σήμερα, γεννᾶται ἐκ Παρθένου, ὁ «ἸΗΣΟΥΣ ΧΡΙΣΤΟΣ, χθές καί σήμερον ὁ αὐτός καί εἰς τούς αἰῶνας»(Ἑβρ.ιγ΄8). Ἔρχεται κοντά μας καί ἵσταται ἐπί τήν θύραν καί κρούει... Μᾶς βεβαιώνει δέ λέγων: «ἐάν τις ἀκούσῃ τῆς φωνῆς μου καί ἀνοίξῃ τήν θύραν, εἰσελεύσομαι πρός αὐτόν καί δειπνήσω μετ’ αὐτοῦ καί αὐτός μετ’ ἐμοῦ»(Ἁποκ. γ΄ 20). Δυστυχῶς ὅμως οἱ περισσότεροι ἄνθρωποι, «δέσμιοι τῆς γῆς», αἰχμάλωτοι τοῦ σκότους, δέν ἀκοῦμε τήν, πιό γλυκιά καί ἀπό τό μέλι, φωνή Του. Στέκεται ἔξω καί κρούει... Βρίσκει ὁλόκλειστες τίς Θύρες τῆς ψυχῆς μας, τῆς Οἰκογενείας μας, τῆς Κοινωνίας μας, περίλυπο τό Θεῖο Βρέφος, χωρίς κατάλυμα... πετρῶσαν’ οἱ καρδιές. ἐψύγει ἡ ἀγάπη τῶν πολλῶν... Κάναμε τή ζωή μας Κόλασι.
Ἐάν κοιτάξουμε κατάματα τήν καθημερινή πραγματικότητα, θά διαπιστώσουμε ὅτι ζωή μας, χωρίς τό Χριστό εἶναι ἄδεια, χωρίς σκοπό, χωρίς νόημα, χωρίς περιεχόμενο. Ἡ Ζωή μας χωρίς τό Χριστό εἶναι αἰώνιος Θάνατος, ἄβυσσος, συμφορές, Κόλασις... Διώξαμε τό Χριστό ἀπό τή ζωή μας καί φθάσαμε σ’ αὐτήν ἐδῶ τήν ἀθλιότητα καί ζοῦμε σέ μιά ἄβυσσο αἰώνιας Ὀδύνης, ἐμπεπηγμένοι εἰς «ἰλύν βυθοῦ», μή δυνάμενοι ἀνακύψαι εἰς τό παντελές.
Ὁ ΧΡΙΣΤΟΣ ΕΙΝΑΙ ΤΟ «ΠΑΝ» γιά μᾶς. Ἡ ἄρνησις τοῦ Χριστοῦ εἶναι ΠΑΡΑΦΡΟΣΥΝΗ. Καί εἶναι καιρός νά καταλάβουμε ὅτι μόνον Χριστός, μπορεῖ νά μᾶς ἀνασύρῃ ἀπό τήν «ἰλύν βυθοῦ» εἰς τήν ὁποίαν ἔχουμε ἐμπαγῆ καί νά μᾶς ὀδηγήσῃ εἰς τόπον ἀναψυχῆς, «ἐπί ζωῆς πηγάς ὑδάτων». ΕΙΝΑΙ ΚΑΙΡΟΣ νά καταλάβουμε ὅτι μόνον ὁ ΧΡΙΣΤΟΣ μπορεῖ νά μᾶς ΛΥΤΡΩΣῌ ἀπό τήν κατάντια μας. Αὑτός καί μόνον Αὐτός εἶναι ὁ ΛΥΤΡΩΤΗΣ. Καί γι’ αὐτόν ἀκριβῶς τό σκοπό ἐταπεινώθη καί ἔγινε ἄνθρωπος, γιά νά μᾶς βοηθήσῃ νά γίνουμε θεοί. Καί εἶναι ἀνάγκη, πρόσταγμα τῶν καιρῶν, ἡ ἐπιστροφή στό Χριστό καί τό Εὐαγγέλιον τῆς Ἀγάπης Του. ΜΟΝΟΝ ΑΥΤΟΣ μπορεῖ νά μᾶς χαρίσῃ τή Χαρά, τή γαλήνη, τή σιγουριά, τήν ἀσφάλεια καί τήν αἰώνια μακαριότητα.
Ἡ
Ἐπιστήμη, οἱ ἔρευνες τῶν ἄστρων, οἱ πύραυλοι καί ὅλα τά ἐπιτεύγματα τῆς
τεχνολογίας, οὐσιαστικά δέν προσφέρουν τίποτε στόν ἄνθρωπον. Γιατί ἐνῷ ἔχουν
σκοπό νά ἐξυπηρετήσουν τόν ἄνθρωπον καί νά δοξάζεται ὁ Θεός, ὁ Πάνσοφος
Δημιουργός, ὅλα αὐτά τά ἔργα τῆς ἐπιστήμης, δυστυχῶς γίνονται ὄργανα στήν ἐξυπηρέτησι
τοῦ ἀνθρωπίνου Ἐγωϊσμοῦ. Ὅλα αὐτά, χωρίς Θεόν, χωρίς ἀγάπη, γίνονται μέσα
καταστροφῆς. Ἡ Ἐπιστήμη χωρίς Θεόν εἶναι ΣΥΜΦΟΡΑ.
«Ὦ
ἐπιστήμη, πού τόν Θεόν ὑπεροπτικά ἀφήνεις... Μᾶς ὁδηγεῖς ψηλά μά ὅμως στήν
παγωνιά τῆς ἐρημιᾶς», λέγει ὁ Γκαῖτε.
Δυστυχῶς
ἡ ἀνθρώπινη μωρία ἔφθασε στό ἄκρον ἄωτον τῆς Παραφροσύνης, νά ὑβρίζῃ τόν
Πανάγαθο. Πολλοί ἀγνοοῦντες ὅτι ὁ Πάντων Ἐπέκεινα εἶναι καί Πανταχοῦ Παρών, ζητοῦν
τό Θεό στή Σελήνη καί στά ἀστέρια. Καί εἶναι ἀξιοπρόσεκτη ἡ σύστασις τοῦ RUECKERT ὁ
ὁποῖος ἔλεγε ὅτι:
«
Ἐκεῖ ψηλά στόν ἔναστρο οὐρανό,
κανένας
τόν Θεόν δέν τόνε βρίσκει,
ὅποιος
ἐκεῖ νά τόν ἀνακαλύψῃ θέλει,
μέσα
του πρῶτα νά τόν ἔχῃ πρέπει.
Γιατί
μόνον ἄν στήν ψυχή σου ζῇ,
τόν
βλέπεις καί στά ὄντα γύρω σου».
ΜΟΝΟΝ Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΜΠΟΡΕΙ νά μᾶς λυτρώσῃ καί νά κάμῃ τή ζωή μας παράδεισο, νά μᾶς χαρίσῃ δέ καί τήν αἰώνιον ζωήν. Καί εἶναι ἀνάγκη νά νοιώσουμε ὅλοι, πώς πρέπει πρῶτα μέσα στήν ψυχή μας ὁ Χριστός νά γεννηθῇ. Γιατί ὅπως λέγει ὁ ποιητής: «Ἑκατό φορές ἄν γεννήθηκε στή Βηθλεέμ ὁ Χριστός, μέσα σου ἄν δέν γεννήθηκε, εἶσαι γιά πάντα χαμένος». Γιά νά γεννηθῇ ὅμως μέσα μας ὁ Χριστός χρειάζεται ΚΑΘΑΡΟΤΗΣ: «Μακάριοι οἱ καθαροί τῇ καρδίᾳ, ὅτι αὐτοί τόν Θεόν ὄψονται»( Ματθ. ε΄ 8). Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Νύσσης, τονίζει ὅτι «Καμμιά κοινωνία δέν ὑπάρχει ἀνάμεσα στό Φῶς καί στό σκοτάδι. Ποιά σχέσις μπορεῖ νά ὑπάρχει ἀνάμεσα στή ζωή καί τό Θάνατο; Ποιά οἰκειότητα μπορεῖ νά ὑπάρχει τοῦ καθαροῦ Θεοῦ κατά τήν φύσιν Θεοῦ, μέ τόν ἀκάθαρτον;» Ἀσφαλῶς καμμία. Δέν φανερώνεται ὀ Θεός στούς ἀμετανοήτους ἁμαρτωλούς. «Σέ ἀνθρώπους, πού μιαίνει ἡ ἁμαρτία, κρυμμένη ἡ θεότητά μου θά μένῃ», λέγει ὁ Σίλλερ.
Καί εἶναι καιρός νά καθαρίσουμε τόν ἑαυτό μας ἀπό κάθε μολυσμό σαρκός καί πνεύματος, γιά νά ἀξιωθοῦμε νά γεννηθῇ καί μέσα στήν ψυχή μας ὁ Χριστός. Στή Βηθλεέμ ὁ Χριστός, ἡ τέλεια Ἀγάπη σαρκώθηκε, καί ἀντάλλαξε ἀσπασμό, μέ τήν Ταπεινοσύνη, καί διαμηνύει σέ ὅλους μας, νά ἀκούσουμε τή φωνή Του, νά ἐγκολπωθοῦμε τήν Ἀγάπη Του καί νά τήν κάνουμε «πρᾶξι» στήν καθημερινή μας ζωή. Να ταπεινωθοῦμε μπροστά στό ἐνανθρωπήσαντα Θεόν καί μέ βαθειά συναίσθησι τῆς ἁμαρτωλότητός μας νά εἰσέλθουμε στό Σπήλαιο καί νά προσκυνήσουμε τό Θεῖον Βρέφος, τόν ΧΡΙΣΤΟΝ, καί νά Τόν παρακαλέσουμε νά γεννηθῇ καί μέσα στήν ψυχή μας καί νά μᾶς ἀξιώσῃ νά Τόν λατρεύουμε, μέ τήν καρδιά μας, καί νά Τόν ὑμνοῦμεν καί νά τόν δοξολογοῦμεν ὡς Θεόν, ἐν παντί τόπῳ τῆς Δεσποτείας Αὐτοῦ, καί τώρα καί πάντοτε καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. ΑΜΗΝ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου