Ἄλλο τό «φαίνεσθαι» καί ἄλλο τό «εἶναι»
Σ’
αὐτήν τήν ἄθλια «παροικία», πού ζοῦμε
κυρίαρχο
στοιχεῖο τό σκοτάδι.
Θεά
ἡ Παραφροσύνη, βασίλισσα ἡ Ψευτιά.
Μακριά
ἀπό τήν πηγή τῆς Σωφροσύνης
ὀδυνᾶται
ὁ Ἀποστάτης «ἐν γῇ ἐρήμῳ καί
ἀβάτῳ
καί ἀνύδρῳ», ἡμιθανής, κατάκοιτος,
«ἐν
χώρᾳ καί σκιᾷ θανάτου».
Καί
ὅλοι μαζί, οἱ μακράν τῆς Πηγῆς,
δυστυχῶς,
ἀφανίζουν τό ἀληθινό τους
πρόσωπο
καί φοροῦν προσωπεῖα.
Δέν
συγκροτοῦν κοινωνία προσώπων,
ἀλλά ἀγέλη χοίρων πολλῶν βοσκομένη
στῶν
Γαδαρηνῶν τή Χώρα.
Πονηρός
ὁ ὀφθαλμός, ἀκάθαρτος ὁ νοῦς
κατεργάζεται
τά ἔργα τοῦ σκότους.
Κι’
ἡ ἀγέλη βυθισμένη στό σκοτάδι
δέν
βρίσκει ἀναπαμό.
Ἀνοίγεις
τήν καρδιά σου...
Νομίζεις, πώς
ὑποδέχεσαι ἀνθρώπους
προβατάκια τοῦ Θεοῦ, καί σέ
λίγο
διαπιστώνεις τό τραγικό σου λάθος.
Δέν
εἶναι πρόβατα, ἀλλά λύκοι, πού
ἔρχονται
ἐν ἐνδύμασι προβάτων,
ἔσωθεν
δέ εἰσι λύκοι ἅρπαγες (Ματθ. ζ΄ 15).
«λύκοι βαρεῖς, μή
φειδόμενοι τοῦ
ποιμνίου»
(Πραξ. κ΄ 29). Ξέρουν καλά νά
κρύβουν τό ἀληθινό τους πρόσωπο.
κρύβουν τό ἀληθινό τους πρόσωπο.
Ἄλλα
σκέπτονται, ἄλλα λένε, ἄλλα
θέλουν
καί ἄλλα κάνουν, μέ μοναδικό
σκοπό
τους νά ἐξαπατοῦν,
τούς ἀφελεῖς, μέ ὡραῖα λόγια...
Ἐνθουσιασμός,
μετάνοιες,
Χειροφιλήματα
πολλά...
«δάκρυα κροκοδείλια»...
Ψευτιά κι’ Ὑποκρισία.
Δύσκολα,
πολύ δύσκολα
μπορεῖ κανείς νά ξεχωρίσῃ
«τήν ἐσχηματισμένη εὐσέβεια»,
τήν ψεύτικη, ἀπό τήν ἀληθινή.
Ἄφθαστη εἶν’ ἡ τεχνική τῆς
Ψευτιᾶς καί τῆς Ὑποκρισίας.
Κι’ ὅταν διαπιστώνουμε
τήν πικρή ἀλήθεια...
ἤδη ἔχουμε γευθεῖ τό ποτήριον
τοῦτο, τό δηλητήριο τῆς Ὀχιᾶς.
Τόν
κόσμο, δυστυχῶς, πού ὅλος
ἐν
τῷ πονηρῷ κεῖται, τόν κυβερνοῦν,
χωρίς
ντροπή, οἱ γιοί τῆς Ἀφροσύνης.
Καί,
δυστυχῶς, συχνά, πολύ συχνά
ἀνταμώνουμε
στό δρόμο μας
«γεννήματα ἐχιδνῶν», τούς
δαίμονες
καί τούς δαιμονανθρώπους,
τό
Σατανᾶ, πού μετασχηματίζεται
εἰς
ἄγγελον φωτός, ἀλλά καί ὅσους
τόν
ὑπηρετοῦν, πού, ἀνενδιάστως
φοροῦν
τό προσωπεῖον τοῦ Ἁγίου
καί
παρουσιάζονται ὡς διάκονοι
τῆς
δικαιοσύνης...( πρβλ. Β΄ Κορινθ. ια΄ 14-15).
Δεξιοτέχνες στήν ἐξαπάτησι.
Καί
εἶναι θρασεῖς κι’ ἀδίστακτοι,
στυγνοί ἐγκληματίες, πού
προδίδουν
τήν Πίστι στό Χριστό,
ἀρνοῦνται
τήν Πατρίδα. Ἀδίστακτα
ποδοπατοῦν τά ὅσια καί τά ἱερά
καί
ξεπουλοῦν ἀκόμη καί...
τή μάνα τους τήν ἴδια.
Ἐπιεικής
περιγραφή τοῦ κόσμου,
τῆς
δολιότητος καί τῆς ὑποκρισίας,
τοῦ
Φαρισαϊσμοῦ καί τῆς ἀμετανοησίας.
«Κύριος ἐκ τοῦ οὐρανοῦ
διέκυψεν
ἐπί τούς υἱούς τῶν ἀνθρώπων
τοῦ
ἰδεῖν εἰ ἔστι συνιών ἤ ἐκζητῶν
τόν Θεόν»( Ψαλμ.
ιγ΄ 2) καί διαπιστώνει
ὅτι ὁ κατ’
εἰκόνα αὐτοῦ πλασθείς
δέν
κάνει καλή χρῆσι τοῦ νοῦ καί τῆς
ἐλευθερίας,
ἀλλά κατάχρησι.
Διαπιστώνει
ὅτι «Πᾶντες ἐξέκλιναν,
ἅμα ἠχρειώθησαν, οὐκ ἔστι ποιῶν
χρηστότητα, οὐκ ἔστιν ἕως ἑνός»(Ψ.ιγ΄3).
Ἀρνοῦνται
τόν ἀληθινόν Θεόν καί
Λατρεύουν
τό Βόρβορο.
Ὑπάρχει ἄραγε ἐλπίδα
σωτηρίας;...
Τώρα θά σᾶς ἐξομολογηθῶ
τίς πολύχρονες προσωπικές
μου
ἐμπειρίες. Πολλές φορές ἄνοιξα
διάπλατη τήν καρδιά μου σέ πολλούς,
πιστεύοντας πώς θέλουν «βαλεῖν
ἀρχήν». Καί ἔπεσα ἀπό
τά σύννεφα.
Ὅταν δίνεις τήν καρδιά σου,
πιστεύεις,
πώς θά σεβασθοῦν τήν ἁγνότητα
καί
τήν καθαρότητα τῆς ἀγάπης σου
καί
πολλές φορές γεύθηκα τήν
πικρία τῆς
ἀδιακρισίας καί τῆς ἀχαριστίας,
καί
σκέφθηκα: Ν’ ἀρχίσω πάλι ἀπ’
τήν ἀρχή;
Γιά ποιόν; Γιατί;
Κάθε τραγική τῆς συναντήσεως
εἶναι καί μιά μεγάλη ἀπογοήτευσις.
Δέν ὑπάρχει, λοιπόν, οὔτε ἕνας
καθαρός ἀπό ρύπου στή γῆ;
Καί παρεκάλεσα τό Θεό,
«νἀνοίξῃ τούς καταρράκτες τοὐρανοῦ,
γιά νά ξεπλύνῃ τίς ντροπές»
καί πῆρα
τήν ἀπόφασι νά παραιτηθῶ. Καί
τότε...
ἄκουσα «ἐκ τοῦ θρόνου νά ἐκπορεύωνται
ἀστραπαί καί φωναί καί
βρονταί (Ἀποκ. δ΄5)
Καί ἀμέσως
μετά ἄκουσα
«φωνή αὔρας λεπτῆς» (Γ΄ Βασιλ. 19, 12), τό
Μήνυμα τῆς Μακροθυμίας:
«Ξέχασες, πάτερ Στέφανε, τό
Γολγοθᾶ;
Γιά ποιούς ἐγώ σταυρώθηκα;
Γιά ποιούς ἐγώ σταυρώθηκα;
Συνέχισε τό ἔργο σου μέ
θυσιαστική
καί ἀνυπόκριτη, ἁγνή, ἀγάπη
καί μή
λιγοψυχῇς.
Μήν ξεχνᾶς, πώς στά ἐσώτατα
βάθη
τῆς ψυχῆς του καθ’ ἀνθρώπου, κρύβεται
τό ἱερόν, τό θεῖον
ἐμφύσημα, «τό ἔμφυτον», λαχτάρα γιά τό
Θεό, πού ἀναζητεῖ τήν ἐπαναφορά του,
κι’ ἐσύ
παραιτεῖσαι; Τί θά ἀπολογηθῇς
τή
μεγάλη Μέρα τῆς Κρίσεως;
Ὁ Φιλάνθρωπος μακροθυμεῖ καί περιμένει,
Καί σύ λιγοψυχῇς;
Ἀνέβα τό δικό σου Γολγοθᾶ ἀτενίζοντας,
μέ Πίστι τόν Ἐσταυρωμένο καί τότε...
Τότε θά καταλάβῃς τό Χρέος
καί τήν
τιμήν, πού περιμένει κάθε
τίμιο ἐργάτη
τοῦ Εὐαγγελίου».
Καί τότε μετά φόβου Θεοῦ ἀνεφώνησα:
Καί τότε μετά φόβου Θεοῦ ἀνεφώνησα:
Δόξα τῇ ἀνεκφράστῳ, Λόγε,
συγκαταβάσει Σου!
Ἁμάρτησα, Κύριε. Συγχώρεσέ με,
Θεέ μου. Συγχώρησε τό δοῦλο
Σου.
Ζητῶ τό Ἔλεός Σου.
Μή με ξεσυνερισθῇς.
Δώσε μου τή Χάρι Σου νά
συνεχίσω
νά κηρύττω τό λόγο Σου καί τά
Θαυμάσιά Σου καί, ἀκατάπαυστα,
νά Σέ ὑμνῶ, αἰώνια, μετά
πάντων
τὼν ἁγίων. Ἀμήν.
Δοξασμένο το Όνομα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού που Σας δίνει Δύναμη και Υπομονή προς τους "άθλιους" δούλους Του.....
ΑπάντησηΔιαγραφή