ἡμιθανής, ἡ ἀνθρωπότης,
χωρισμένη ἀπό τό
Χριστό, ὁδεύει ὁλοταχῶς
μακράν ἀπό τήν Πηγή
τῆς Ζωῆς, «ἐν γῇ ἐρήμῳ καί ἀβάτῳ
καί ἀνύδρῳ»
καί ὀδυνᾶται «εἰς τήν ἔξωθεν
τοῦ Ναοῦ αὐλήν».
Καί σ’ αὐτήν τήν ἐξαθλίωσι καί τήν Ὀδύνη
μᾶς ὁδηγεῖ ἡ ὕβρις στό Θεό, ἡ
Ἀφροσύνη.
Καί εἶναι ἀδιανόητο καί πολύ
παράδοξο, πῶς
μιά μόνο «χοῦφτα» ἄφρονες, ἄμυαλοι,
δυστυχεῖς,
παλεύουν ἀπερίσκεπτα νά μᾶς
διαλύσουν ὅλους.
Ναί. Μια «χοῦφτα» εἶν’
οἱ ἄθεοι, χωρίς μυαλό, πού προσπαθοῦν μέ κάθε δόλιο τρόπο, νά φέρουν
σύγχυσι στίς ἄδολες ψυχές καί κυρίως τῶν Νέων, καί εἶν’ αξιολύπητοι, ζοῦνε δέ στό σκοτάδι, κι’
αὐτό, γιατί δέν πρόσεξαν κι’ ἄφησαν ὁλάνοιχτες, ἀφύλακτες «τίς θυρίδες», δι’ ὧν
εἰσέρχεται στή ψυχή τους ὁ θάνατος (Ἱερεμ.θ΄21)
καί ὁ Σατανᾶς.
Μιά «χοῦφτα» εἶναι αὐτοί, πού
ἄφησαν καί μπῆκε ὁ διάολος μέσα τους. Αὐτοί, οἱ ὀλίγοι χλευαστές,
δυσλειτουργοῦν καί ἐνεργοῦν ἀστόχαστα,
«κατ’ ἐνέργειαν τοῦ Σατανᾶ» καί μέ τίς ὑλιστικές, τίς ἀθεϊστικές Ἰδέες τους, δηλητηριάζουν δολερά τούς ἀθώους, τούς ἀφελεῖς
συνανθρώπους τους καί κυρίως τήν τρυφερή
ἡλικία, τή Νέα Γενιά.
Ὁδηγοῦν τούς Νέους καί τίς Νέες μας στό
Μηδενισμό, στήν ἀπαξίωσι τῶν Ἀξιῶν, στό Μηδέν. Παραχαράττουν τήν ἔνδοξη
Ἱστορία μας. Ποδοπατοῦν τά Ἰδανικά καί τίς Πατρικές, ἱερές Παραδόσεις. Κι’ αὐτά
συμβαίνουν, δυστυχῶς, σέ Παγκόσμια
Κλίμακα, ἀκόμη δέ καί στήν κοιτίδα τοῦ Πολιτισμοῦ, στή θεϊκή Ἑλλάδα, στήν
καρδιά τῆς Ὀρθοδοξίας. Ποιός θά μποροῦσε ποτέ νά φαντασθῆ, πώς θά βρισκόταν
μιά «χοῦφτα» ἄθεοι καί στήν ἔνδοξη Πατρίδα μας, πού, μέ
λυσσώδη μανία, θά προσπαθοῦσαν νά
ἐξαφανίσουν τόν Ἑλληνισμό καί τήν Ὀρθοδοξία ; ...
Δέν
μποροῦν νά ἐννοήσουν οἱ ἄφρονες,
οἱ ἄθεοι, οἱ δύσμοιροι θνητοί, πόσο «σκληρόν εἶναι τό πρός κέντρα
λακτίζειν» (Πράξ. κστ΄14) .
Δέν
καταλαβαίνουν ὅτι
«τεθνήκασι καί θνήσκουν οἱ ζητοῦντες τήν ψυχή τοῦ Παιδίου» (Ματθ. β΄20).
Οἱ Πολέμιοι τῆς Πίστεως Χύνουν δηλητήριον.
Θέλω νά προστατεύσω ἀπό τό δηλητήριο, πού χύνουν στίς ψυχές
τῶν Παιδιῶν μας οἱ ἄθεοι, πού, χωρίς ντροπή, προπαγανδίζουν τήν ἀθεῒα καί μέσα
στά Σχολεῖα μας προσπαθῶντας νά ξεριζώσουν μέσα ἀπό τήν ψυχή τῶν Παιδιῶν μας
τήν Πίστι στό Χριστό καί τήν ἀγάπη πρός τήν Πατρίδα καί τήν Οἰκογένεια.
Γι’ αὐτό, ἀγαπητά μου Παιδιά,
προσπαθῆστε νά κατανοήσετε τήν ἀγωνία μου, καί κλεῖστε τ’ αὐτιά σας, σ’ ὅλες αὐτές τίς σειρῆνες τῆς ἀθεῒας.
Φυλαχτῆτε ἀπό τή Σκύλλα καί ἀπό τή Χάρυβδι τῆς διαστροφῆς καί ἀπό τή
λαίλαπα τῶν παρανοήσεων καί ἀπό τήν Ἀφροσύνη τῆς ἀθεῒας.
Εἶναι ντροπή μιά «χοῦφτα» ἀνεγκέφαλοι,
νά μᾶς παρασύρουν στήν Πλάνη, στήν αἵρεσι, στή σύγχυσι, στό Χαμό καί τήν ἀπελπισία. Γεννηθήκαμε στήν ὄμορφη
Χώρα τοῦ Φωτός, στή Χώρα, πού λατρεύει καί διδάσκει τήν Ἀλήθεια. Ἔχουμε ἐγκολπωθῆ
τό Χριστό καί τό Εὐαγγέλιον τῆς Ἀγάπης Του.
Τί σχέσι μπορεῖ νά ἔχουμε ἐμεῖς
μέ τό Κοράνιο τοῦ Μίσους; Ἤ μέ τά παραμύθια τῶν Οὐπανισάδς, μέ τό Ἐγωϊστικό
πνεῦμα τοῦ Βουδισμοῦ καί τῆς Βεδάντα, καί μέ τά ἄλλα φλυναφήματα τῆς ἀθεῒας;
Ὡς
Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί Ἕλληνες ἀγκαλιάζουμε
ὅλους τούς συνανθρώπους μας. Καί τούς καλοῦμε ὅλους νά μελετήσουν τό Εὐαγγέλιον,
διότι γιά τό Χριστό καί γιά τούς Χριστιανούς «δέν ὑπάρχει Ἰουδαῖος οὐδέ Ἕλλην, δέν ὑπάρχει βάρβαρος ἤ Σκύθης, δέν ὑπάρχει
δοῦλος οὐδέ ἐλεύθερος, δέν ὑπάρχει ἄρσεν καί θῆλυ· ὅλοι γίναμε Ἕνας νέος ἄνθρωπος,
διά τῆς ἑνώσεώς μας μέ τόν Χριστόν. Ναί. Χωρίς διάκρισι, ἀνεξάρτητα ἀπό τήν ἐθνικότητα
καί τήν καταγωγή μας, γίναμε ἕνας ἄνθρωπος, ἀλλά τά πάντα καί ἐν πᾶσι
Χριστός (Γαλάτ. γ΄ 28. Κολοσ. γ΄11). Κανείς δέν δικαιολογεῖται σήμερα νά
μένει στήν πλάνη.
Ὅλοι. Ἑβραῖοι,
Μουσουλμᾶνοι, Βουδιστές, Ἰνδουϊστές καί ἄλλοι, ὅσοι σέβονται τόν ἑαυτόν τους, ὀφείλουν
νά μελετήσουν τό Εὐαγγέλιον τῆς ἀγάπης καί νά τό συγκρίνουν, ἄν θέλουν, μέ τά ἱερά
τους Βιβλία. Σίγουρα θά
ξεχωρίσουν τό Φῶς ἀπό τό Σκοτάδι, τόν ἀνθρώπινο λόγο, ἀπό τό Θεϊκό λόγο. Θά
διαπιστώσουν ὅτι τό Εὐαγγέλιον εἶναι
λόγος Θεοῦ, εἶναι Ἀποκάλυψις.
Οἱ
Γραμματεῖς καί οἱ Φαρισαῖοι κάποτε ἔστειλαν πληρωμένους ὑπηρέτες νά συλλάβουν
τό Χριστό. Ὅταν αὐτοί ἄκουσαν τό λόγο Του ἔμειναν ἄφωνοι καί δέν τόλμησαν νά
Τόν συλλάβουν καί εἶπαν στούς Φαρισαίους:
«Οὐδέποτε οὕτως ἐλάλησεν ἄνθρωπος, ὡς οὗτος ὁ ἄνθρωπος» (Ἰωάν. ζ΄46).
Πράγματι ὁ Χριστός, «τοῦ καί ἀπό
γλώττης μέλιτος γλυκίων ῥέεν αὐδή» ὡμιλοῦσε
καί, «χθές καί σήμερον ὁ αὐτός», μιλάει καί ὁ λόγος Του, γλυκύτερος καί ἀπό τό
μέλι, γλυκαίνει, ἀπαλύνει, ἀναπαύει τίς καρδιές ἐκείνων, πού τόν ἀκοῦνε. Ὁ
λόγος Του ἀνασταίνει καί νεκρούς.
Ὁ Κύριος δέ ἐπέτρεψε νά γραφῆ ὁ Λόγος Του στή γλῶσσα τοῦ Θεοῦ, τήν Ἑλληνική, καί σέ μᾶς
τούς Ἕλληνες ἀνέθεσε τήν ἀποστολή, νά κηρύξουμε τό Εὐαγγέλιον
τῆς Ἀγάπης Του «πάσῃ τῇ κτίσει», «εἰς πάντα τά Ἔθνη».
Καί τώρα εἶναι καιρός ἐμεῖς οἱ
Ἕλληνες, καί μάλιστα οἱ Νέοι καί οἱ Νέες, ὄχι ἁπλῶς νά μή παρασυρώμαστε ἀπό τά
φλυναφήματα τῆς ἀθεῒας, ἀλλά νά κηρύξουμε σέ ὅλον τόν κόσμο, πού
παραπαίει μακράν τοῦ Χριστοῦ, καί πάλιν τό Εὐαγγέλιον, τήν Καινήν Διαθήκη τῆς Ἀγάπης,
τῆς Εἰρήνης καί τῆς Δικαιοσύνης.
Εἶναι καιρός νά βοηθήσουμε
τούς ἀνθρώπους καί μάλιστα τούς Νέους, νά συνειδητοποιήσουν ὅτι:
1.- Ο ΧΡΙΣΤΟΣ εἶναι ἡ ζωή μας
καί ἡ εἰρήνη μας.
2.- Ο ΧΡΙΣΤΟΣ εἶναι τό Α καί
τό Ω, ἡ Ἀρχή καί τό Τέλος, ὁ Πρῶτος καί ὁ Ἔσχατος, ὁ Ὤν καί ὁ Ἦν καί ὁ Ἐρχόμενος,
ὁ Παντοκράτων, ὁ Πανταχοῦ παρών καί τά πάντα πληρῶν (Ἀποκ. α΄ 8. κα΄ 6. κβ΄13. Ψαλμ. 138,7 κ. ἄ.).
3.- Ο ΧΡΙΣΤΟΣ εἶναι τό Μέγα
Φως, Ὁ Ἥλιος τῆς Δικαιοσύνης, ὁ Υἱός ὁ ὁποῖος ἐγενήθη ἡμῖν, ὁ υἱός πού ἐδόθη ἡμῖν,
οὗ ἡ ἀρχή ἐγενήθη ἐπί τοῦ ὤμου αὐτοῦ, καί καλεῖται τό ὄνομα αὐτοῦ μεγάλης
βουλῆς ἄγγελος, θαυμαστός σύμβουλος, Θεός ἰσχυρός, ἐξουσιαστής, ἄρχων εἰρήνης, πατήρ τοῦ μέλλοντος
αἰῶνος, καί τῆς εἰρήνης αὐτοῦ οὐκ ἔστιν ὅριον» (Ἡσ. θ΄ 2-7).
4.- Ο ΧΡΙΣΤΟΣ εἶναι ὁ
Μονογενής Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ, τέλειος Θεός, «ὁ δι’ οὗ τά πάντα ἐγένετο», ὁ
ἐν «σαρκί ἐληλυθώς», ὁ Σταυρωθείς καί Ταφείς καί Ἀναστάς Σωτήρ καί Λυτρωτής τοῦ
κόσμου. Εἶναι «ὁ Ἀμνός τοῦ Θεοῦ ὁ αἴρων τήν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου» (Ἰωάν. α΄1-18. Α΄Ἰωάν. δ΄2, Ματθ. α΄21. κζ΄
32- κη΄20). Ποιός
νοῦς μπορεῖ νά συλλάβῃ, ποιός λόγος μπορεῖ νά περιγράψῃ ἤ νά ἐκφράσῃ τό Μέγα μυστήριον τῆς Οἰκονομίας
τοῦ Θεοῦ;
5.- Ο ΧΡΙΣΤΟΣ εἶναι ἡ ἐνσαρκωμένη
ἄπειρη Ἀγάπη, τό Ὑπέρτατον Ἀγαθόν (Bene supremo), τό Ὕψιστον Ἀγαθόν (Summum bonum). Ἡ Ἀξία τῶν Ἀξιῶν (Valor
Valorum).
6.- Ο ΧΡΙΣΤΟΣ εἶναι Ἐκεῖνος, πού
πρῶτον μᾶς ἀγάπησε καί παρέδωκε τόν ἑαυτόν ὑπέρ ἡμῶν προσφοράν καί θυσίαν στό Θεό εἰς ὀσμήν εὐωδίας
(Ἐφες. ε΄ 2).
7.-Ὁ ΧΡΙΣΤΟΣ εἶναι Ἐκεῖνος, πού ἐταπείνωσεν ἑαυτόν γενόμενος ὑπήκοος τῷ Πατρί μέχρι θανάτου,
θανάτου δέ σταυροῦ. Καί γι’αὐτόν ἀκριβῶς τό λόγο ὁ Θεός –Πατήρ, τόν Υἱόν Του
καί ὡς ἄνθρωπον αὐτόν ὑπερύψωσε καί ἐχαρίσατο αὐτῷ ὄνομα, τό ὑπέρ πᾶν ὄνομα...»
(Φιλιπ. β΄7-11). Καί πραγματικά, εἶναι πασίδηλον
ὅτι « Οὐκ ἔστιν ἐν ἄλλῳ οὐδενί ἡ σωτηρία· οὐδέ γάρ ὄνομά ἐστιν ἕτερον ὑπό τόν οὐρανόν
τό δεδομένον ἐν ἀνθρώποις ἐν ᾧ δεῖ σωθῆναι ἡμᾶς» (Πράξ. δ΄4). Καί ἐκ τῶν
πραγμάτων ἀποδεικνύεται ὅτι «πᾶς ὅς ἄν ἐπικαλέσηται τό ὄνομα τοῦ Κυρίου
σωθήσεται» (Ἰωήλ γ΄ 5. Πράξ. β΄21).
Καί μόνον ἡ προφορά τοῦ
παναγίου Ὀνόματος τοῦ Ἰησοῦ γαληνεύει, ἀναπαύει καί θεραπεύει τήν ψυχή μας. Καί
εἶναι ἀλήθεια ὅτι ὅποιος πιστεύει μέ τήν
καρδιά του στό Χριστό καί ἀποδεικνύει τήν Πίστι
του, μέ θυσιαστική, ἁγνή ἀγάπη, τότε ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου αὐτοῦ γίνεται κατοικητήριον καί Θρόνος Θεοῦ.
Καί εἶναι καιρός ὅλοι μας νά δεχθοῦμε στήν καρδιά μας τό Χριστό καί νά κάνουμε
πρᾶξι τό Εὐαγγέλιον καί ἔτσι νά μετουσιώσουμε, μέ τή Χάρι τοῦ Θεοῦ, αὐτήν ἐδῶ
τήν Κόλασι σέ Παράδεισο. Διότι ἐκεῖ ὅπου εἶναι ὁ Χριστός, ἐκεῖ καί μόνον ἐκεῖ εἶναι ὁ Παράδεισος καί ἡ αἰώνιος ζωή.
Καί εἶναι καιρός ἐμεῖς οἱ Ἕλληνες
καί μάλιστα οἱ Νέοι νά καταλάβουμε καί νά κηρύξουμε ἀκόμη μια φορά σέ ὅλο τόν
κόσμο ὅτι:
«Ἡ Χριστιανική Θρησκεία, κατά
τό σύνολον τῶν ἀξιῶν της ἀντικειμενικῶς κρινομένη καί πρός τάς λοιπάς
θρησκείας ἀνεπειρεάστως συγκρινομένη,
δέν εἶναι μία τῶν πολλῶν ἐνδοκοσμικῆς
προελεύσεως θρησκειῶν, οὐδ’ ἀποτελεῖ συνέχεια ἁπλῆν καί φυσικήν τῆς
προχριστιανικῆς θρησκευτικότητος, ἀλλά
χωρίζεται καί ὑπερέχει τῶν ἄλλων θρησκευμάτων, τῶν πρό αὐτῆς καί τῶν
μετ’ αὐτήν, διά τῆς μοναδικῆς ἐν τῇ
παγκοσμίῳ Ἱστορίᾳ Προσωπικότητος τοῦ Ἱδρυτοῦ της. Ἥτις (δηλ. ἡ Προσωπικότης
τοῦ Ἰησοῦ), κατ’ ἀνθρώπινον λόγον ἀνερμήνευτος, εὑρίσκει τήν ἑρμηνείαν αὐτῆς
μόνον ὡς φανέρωσις ἐν σαρκί τῆς
Θεότητος, ὡς Αὐτόφως καί Αὐτοαλήθεια
καί Αὐτοζωή καί, ὡς τοιαύτη, οὐ μόνον πληροῖ τό περιεχόμενον
τῆς Χριστιανικῆς Θρησκείας καί ζωῆς, ἀλλά καί καθίσταται τοῦτο μέν ὁ νοῦς, ἡ δικαίωσις καί ἡ τελείωσις τῆς
παγκοσμίου ἱστορίας, τοῦτο δέ καί τό
πλήρωμα τῆς πανανθρωπίνης Ψυχῆς» (Λεων.
Ἰωάν. Φιλιππίδου, Ἱστορία τῶν Θρησκευμάτων, Ἀθῆναι 1938, σελ. 178).
Ὀρθῶς
ὁ Κάρλ
Γιάσπερς ἀναφέρει ὅτι «ὁ Θεός εἶναι ὁ Κύριος καί ὁ πηδαλιοῦχος τῆς Ἱστορίας,
ὅλη ἡ ἱστορία ἐκπορεύεται ἀπό Αὐτόν καί ἐπιστρέφει σ’Αὐτόν, ὡς ἡ τελείωσίς της (Gott ist der
Herr
und
Lenker
der
Geschichte,
alle
Geschichte geht von ihm aus und kehrt zu ihm als zu ihrer vollendung zurueck). Καί τονίζει ὅτι μέ τή γέννησι
τοῦ Χριστοῦ ἐντάσσεται ἡ ἱερά ἱστορία εἰς τήν παγκόσμιον Ἱστορίαν. (Mit der Geburt
Christi fuegt sich die Heilsgeschichte in
die Weltgeschichte ein). Καί ὁμιλῶν ὁ Γιάσπερς, περί ἀξονικῆς ἐποχῆς καί περί τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ὡς ἄξονος τῆς Παγκοσμίου Ἱστορίας (Christus als Achse der
Weltgeschichte), ἀναφέρει τό λόγο, πού εἶπεν ὁ Ἔγελος (Hegel),
ὅτι: «ἡ Ἱστορία κατευθύνεται πρός τόν Χριστόν, καί ἔρχεται πρός αὐτόν·
ἡ ἐμφάνισις τοῦ υἱοῦ τοῦ Θεοῦ ἀποτελεῖ τόν ἄξονα τῆς Παγκοσμίου Ἱστορίας» (Κ. Γιάσπερς, Εἰσαγωγή στή Φιλοσοφία, μετφρ. Μαλεβίτση, Ἀθῆναι, σελ.186).
Κύριε Ιησοῦ Χριστέ,
Ἐσύ πού εἶσαι ἡ ζωή μας καί ἡ
εἰρήνη μας, ἡ χαρά καί τό Φῶς τοῦ κόσμου, ὁ Σωτήρ καί Λυτρωτής μου, ἄκουσε καί
πάλιν τούς στεναγμούς τῆς καρδιᾶς μου καί λύτρωσε τόν Λαό Σου ἀπό τόν κίνδυνον
τοῦ ἀφανισμοῦ. Εἶσαι ὁ Κύριος καί ὁ Θεός μας καί ὅλοι ἐμεῖς, οἱ ἄμυαλοι, εἴμαστε δοῦλοι Σου. Κύριε ἐκτός ἀπό Σένα δέν ἔχουμε
ἄλλον Κανέναν. Λυπήσου μας καί ἐλέησέ μας. Μήν ἀφήσεις «τό πονηρόν ρῆμα» νά γίνῃ
μέσα στήν καρδιά μας «ἀνόμημα», φώτιζε τά σκοτάδια μας.
Κύριε, ὡς Καρδιογνώστης
γνωρίζεις, ὅτι πολλές φορές κατακλύζουν τήν ἀδύναμη ψυχή μου πονηροί, ἀριστεροί,
ἀρνητικοί λογισμοί καί τότε Σέ χάνω. Κι’ ὅταν Σέ χάνω, χάνομαι, Φιλάνθρωπε καί
Οἰκτίρμων. Ζῶ στό κενό, βυθίζομαι στό Ἔρεβος, στό βαθύ σκοτάδι, καί χάνομαι,
Φιλεύσπλαγχνε, στά τρίσβαθα τοῦ ᾇδη.
Διόρθωσε τά λάθη μου, ἴασε
τήν ψυχή μου, ὁ πανακής ἰατρός. Ζητῶ τό ἔλεός Σου... Μή μέ ἐγκαταλείπεις...
Συγχώρησέ με, κι’ ἄκουσε,
Χριστέ, τήν προσευχή μου.
Ἔγγισον πανάγαθε, ἔγγισον, ὁ
πανταχού, ἐλέησον ἐμέ καί τόν κόσμον Σου, ὄχι γιατί τό ἀξίζουμε, ἀλλ’ ἕνεκεν τῆς
δόξης τοῦ Ὀνόματός Σου.
Παρ’ ὅλες τίς ἁμαρτίες μας καί
τά σφάλματά μας μονάχα Ἐσένα ποθεῖ ἡ ψυχή μας, μονάχα Ἐσένα, Ἰησοῦ μου,
λατρεύουμε. Μονάχα κοντά Σου ἡ ψυχή μας βρίσκει ἀναπαμό. Κύριε κινδυνεύουμε...
Μήν ἀργοπορεῖς. Ἔρχου ταχύ. Σ’ εὐχαριστῶ, πού μέ ἀκοῦς καί σπεύδεις, ὅπως
πάντοτε, σέ βοήθειά μας. Ἀκούω στά Βάθη τῆς ψυχῆς μου τήν γλυκειά Σου ἀπόκρισι
στή δέησί μου: «Ναί ἔρχομαι ταχύ». Δέξου τά δάκρυά μου, δάκρυα εὐγνωμοσύνης σέ
Σένα τό Λυτρωτή. Δόξα στό Πανάγιον Ὄνομά σου.
Σέ Σένα, «τῷ βασιλεῖ τῶν αἰώνων,
ἀφθάρτῳ, ἀοράτῳ, μόνῳ σοφῷ Θεῷ,ἡ τιμή, ἡ δόξα καί τό κράτος εἰς τούς αἰῶνας τῶν
αἰώνων. Ἀμήν» (Α΄Τιμόθ. α΄17).