Τρίτη 12 Μαρτίου 2019

Ο ΛΑΙΜΑΡΓΟΣ






Λατρεύει ὡς Θεόν, τήν κοιλιά του.





«Καί ἔλαβεν Κύριος ὁ Θεός τόν ἄνθρωπον,

ὅν ἔπλασε, καί ἔθετο αὐτόν ἐν τῷ παραδείσῳ

τῆς τρυφῆς, ἐργάζεσθαι αὐτόν καί φυλάσσειν.

Καί ἐνετείλατο Κύριος ὁ Θεός τῷ Ἀδάμ λέγων·

ἀπό παντός ξύλου τοῦ ἐν τῷ παραδείσῳ βρώσει

φαγῇ. Ἀπό δέ τοῦ ξύλου τοῦ γινώσκειν καλόν

καί πονηρόν, οὐ φάγεσθε ἀπ’ αὐτοῦ. ᾟ δ’ ἄν

ἡμέρᾳ φάγητε ἀπ’ αὐτοῦ θανάτῳ ἀποθανεῖσθε».

                                                   (Γενέσ. β΄  15-17).



Ὁ θεόπλαστος ἄνθρωπος

προικίζεται ἀπ’ τό Θεό

μέ νοῦν καί ἐλευθερίαν.

Ἁπλόχερα δέχεται τῆς ἄπειρης

ἀγάπης τά δωρήματα.

Κι’αὐτός, μέ ἀστοχήματα

ἀσώτως  σκορπίζει τῆς ψυχῆς

τά θεῖα χαρίσματα.



Ὁ Θεός τιμᾷ τό πλάσματά  Του

Κι’ αὐτά ἀποδεικνύονται πολύ

Κατώτερα κι’ από τἄλογα κτήνη.

Διαρκῶς παραλογίζονται καί

μέ μύριες ἀστοχασιές, ὄχι μόνον

δέν τιμοῦν, ἀλλά χωρίς διόλου

ντροπή, ἀτιμάζουν τόν Πλάστην,

προσβάλλουν τόν Θεόν, τόν Κύριον,

τόν μοναδικόν τους Εὐεργέτην.



Δέν κάνει καλή χρῆσι τοῦ νοῦ καί

τῆς ἐλευθερίας του ὁ ἄνθρωπος,

κυριεύεται ἀπ’ τό  δόλιο δαίμονα,

ἀπό τοῦ  βίου τήν ἀλαζονία.

Λαίμαργος, ἀχόρταγος, ἄπληστος

καί ἀχάριστος, ἀνερυθριάστως,

χωρίς ἴχνος ἀγάπης, ἀρνεῖται τό Θεό.

 Προσκυνεῖ τά δαιμόνια, τά εἴδωλα.

Λατρεύει, ὁ ἀστόχαστος, καί ὑπηρετεῖ

ὡς Θεό,  μόνο τήν κοιλιά του.



Ὁ Πάνσοφος Δημιουργός ἡτοίμασε,

γιά χάρι του, εὐφρόσυνον παράδεισον.

Του πρόσφερε τα πάντα!...

Ἀκόμη καί τήν Ἐντολήν, γιά νά τόν

βοηθήσῃ. Νά μάθῃ, ἐργαζόμενος,

τό Καλό, ἀπό τό Κακό νά ξεχωρήσῃ.

«Θεόπλαστε ἄνθρωπε, μέσα εἰς τόν

Παράδεισο, ὅλα εἶναι δικά σου. Γιά

Σένα τόν ἡτοίμασα ἀπό καταβολῆς

Κόσμου. Πρόσεχε μή τόν χάσῃς.

Φύλαξε, ὡς κόρην ὀφθαλμοῦ, τή σχέσι

σου, τή μυστική συνομιλία μαζί μου.

Μπροστά στό δένδρον τῆς γνώσεως

Τοῦ γινώσκειν καλόν καί πονηρόν,

στάσου καί συλλογίσου, μάθε νά

ξεχωρίζῃς τό Καλόν, ἀπ’ τό Κακόν,

λέγει Κύριος ὁ Θεός. Μάθε ὅτι τό·

«Οὐ φάγετε ἀπ’ αὐτοῦ» σημαίνει

ὑπακοή στό Θεῖον πρόσταγμα,

εἶναι φυλακή τῆς ψυχῆς, εἶναι τό

Καλόν. Ἔτσι καί μόνον ἔτσι θά

φυλλάξῃς τόν Παράδεισο,τή σχέσι σου

τή μυστική, μέ τόν Δημιουργόν σου.

 


«Ἐν ᾗ δ’ ἄν ἡμέρᾳ φάγητε ἀπ’ αὐτοῦ,

θανάτῳ ἀποθανεῖσθε». Ἡ παρακοή

εἶναι τό Κακόν, μᾶς χωρίζει ἀπ’ τή Ζωή.

Μᾶς ὁδηγεῖ στό Θάνατο, μᾶς βγάζει ἔξω

ἀπό τόν Παράδεισο τῆς τρυφῆς».

Ἔτσι χάνουμε τή ζεστασιά τοῦ σπιτικοῦ

τή θαλπωρή τῆς Πατρικῆς Ἑστίας.

Ἀπέναντι τοῦ Παραδείσου στέκομαι

ὁ Λαίμαργος καί  ταλαίπωρος ἐγώ,  θρηνῶν,

«ὀδυρόμενος καί ὀλολύζων ἐλεεινῇ τῇ φωνῇ».

Κυριευμένος ἀπό τό πάθος τό δαιμονικό τῆς

Γαστριμαργίας, νόμισα, πώς ἡ ζωή μου ἀρχίζει

ἀπό τήν κοιλιά μου καί τελειώνει στήν κοιλιά μου. Καί ὀ λαίμαργος ἐγώ παρήκουσα τῆς ἐντολῆς

καί ἔφαγα κι’ αὐτόν τόν ἀπηγορευμένον καρπόν.

Δέν μοῦ ἔφθαναν ὅλα τά ἀγαθά τοῦ Παραδείσου,

Κύριε. Ὑπερίσχυσεν ἡ λαιμαργία μου καί δοῦλος

ἔγινα τῆς κοιλίας. Βυθίσθηκα «εἰς ἰλύν βυθοῦ»

ἔγινα «δέσμιος τῆς γῆς», ξεντύθηκα τό λευκόν τῆς

ἀφθαρσίας ἔνδυμα καί ντύθηκα τά ῥάκη τῆς φθορᾶς καί, μέ τήν κακή μου θέλησι,  βρέθηκα, ὁ ἐλεεινός, γυμνός «ἐν γῇ ἐρήμῳ καί ἀβάτῳ καί ἀνύδρῳ». Ἀλήθεια, ἔχασα τόν τερπνό παράδεισο...

Τί ἔπαθα, ὁ ἄθλιος, ἀπό τήν  κακοκεφαλιά μου;

Κύριε, ἔχασα ὅ,τι πιό πολύτιμο εἶχα. Ἔχασα τήν

μυστικήν, τήν ἐσωτερική σχέσι καί συνομιλία μαζί Σου, τήν ἀδιατάρακτον διά θέας ἀπόλαυσιν τοῦ ἀπείρου κάλλους τοῦ προσώπου σου, βασιλιά μου, γλυκύτατέ μου Ἰησοῦ, Κύριε καί Θεέ τοῦ ἐλέους. Ἐλεήμων, ἐλέησόν με τόν παραπεσόντα.

Μή με ἀπορρίψῃς, Κύριε, ἀπό τοῦ προσώπου Σου.

Δέξου, Εὔσπλαγχνε, τά δάκρυά μου, λυπήσου με,

τόν ἄθλιον, ἐμέ τόν λαίμαργον, καί ἐλέησόν με. Ὄχι, γιατί τό ἀξίζω, ἀλλ’ ἔνεκεν τῆς δόξης τοῦ Ὀνόματός Σου, Φιλάνθρωπε καί ἀνεξίκακε Κύριε.

«Οἴμοι! Τίνα τῶν θρήνων συνεργάτην ποιήσομαι;

Ἀλλά σύ, Φιλάνθρωπε, ὁ ἐκ γῆς δημιουργήσας με,

Εὐσπλαγχνίαν φορέσας, τῆς δουλείας τοῦ ἐχθροῦ

ἐλευθέρωσον καί σῶσόν με»(Δόξα...Κυρ.Τυρινῆς).





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου