Τρίτη 23 Απριλίου 2019

ΔΑΚΡΥΑ ΕΥΓΝΩΜΟΣΥΝΗΣ




ΣΤΟ ΛΥΤΡΩΤΗ

Τή μεγάλη Τρίτη τό βράδυ ψάλλεται ἡ Ἀκολουθία τοῦ Ὄρθρου τῆς Μεγάλης Τετάρτης. Οἱ Ἅγιοι Πατέρες θέσπισαν νά γίνεται λόγος, γιά τήν εἰλικρινῆ μετάνοια καί ἐξομολόγησι «τῆς ἀλειψάσης τόν Κύριον Μύρῳ πόρνης γυναικός».
Στά Εὐαγγέλια ἀναφέρονται τρεῖς διαφορετικές γυναῖκες, πού σέ διάφορα διαστήματα ἄλειψαν τόν Κύριον μύρον. Πρώτη εἶναι ἐκείνη ἡ ἁμαρτωλή, πού κατά τά μέσα περίπου τῆς δημοσίας δράσεως τοῦ Κυρίου, ἄλειψε μέ μύρο τά πόδια Του στό σπίτι Σίμωνος τοῦ Φαρισαίου (Λουκ. ζ΄ 1-11).
Δεύτερη εἶναι ἡ Μαρία ἡ ἀδελφή τοῦ ἀγαπημένου φίλου τοῦ Χριστοῦ Λαζάρου, πού ζοῦσε βίο σεμνό καί ἅγιο. Ὅταν ἦλθε ὁ Κύριος στή Βηθανία, τοῦ παρέθεσαν δεῖπνο, στή διάρκεια τοῦ ὀποίου  ἡ Μαρία, γιά νά ἐκφράσῃ τήν εὐγνωμοσύνη  καί τήν ἀφοσίωσί της στόν ἀγαπημένο Διδάσκαλο, πού εἶχε ἀναστήσει τόν ἀδελφό της «ἤλειψε τούς πόδας τοῦ Ἰησοῦ, μέ πολύτιμο μύρον, καί ἐξέμαξε ταῖς θριξίν αὐτῆς τούς πόδας αὐτοῦ» (Ἰωάν. ιβ΄ 1-11).
Εὐαγγελιστής Ἰωάννης ἀναφέρει ὅτι αὐτό τό γεγονός συνέβη ἕξι μέρες πρό τοῦ Πάσχα.
Ἡ Τρίτη γυναῖκα εἶναι ἡ Πόρνη, πού, δυό μέρες πρό τοῦ Πάσχα, ἄλειψε τόν Κύριο   μέ πολύτιμο μύρο στή Βηθανία, στό σπίτι  Σίμωνος τοῦ λεπροῦ, ὅπως  ἀναφέρουν οἱ Εὐαγγελιστές Ματθαῖος καί Μάρκος (Ματθ. κστ΄ 6-13. Μάρκ. ιδ΄ 3-9).
Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος δέχεται ὅτι οἱ γυναῖκες δέν εἶναι τρεῖς, ἀλλά δύο. Αὐτή ἡ ἄποψι υἱοθετήθηκε καί ἀπό τήν ὑμνολογία τῆς Ἐκκλησίας μας. Δηλαδή ἡ ἁμαρτωλή γυναῖκα, πού ἀναφέρει ὁ Λουκᾶς εἶναι μία καί ἡ αὐτή μέ τήν πόρνη, γιά την ὁποία μιλᾶνε ὁ Ματθαῖος καί ὁ Μάρκος. Ἡ ἄλλη εἶναι ἡ «θαυμαστή τόν βίον ἔχουσα σεμνόν», ἡ τοῦ Λαζάρου ἀδελφή.Θά πρέπει ἐπίσης νά σημειώσουμε ἐδῶ ὅτι κακῶς ταυτίζεται ἡ πόρνη τοῦ Εὐαγγελίου, μέ τήν Μαρία τή Μαγδαληνή, ὅπως δέχεται μεταγενέστερη παράδοσι τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας. Ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνή εἶναι Ἁγία, τήν ὁποίαν εἶχε θεραπεύσῃ ὁ Κύριος καί ἦτο ἀφιερωμένη σ’Αὐτόν καί πρώτη ἀξιώθηκε νά τόν δῇ μετά τήν Ἀνάστασί Του. Ἡ ἀλήθεια εἶναι ὅτι ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνή καί ἡ Μαρία ἡ ἀδελφή τοῦ Λαζάρου καί ἡ ἁμαρτωλή τοῦ Εὐαγγελίου, εἶναι τρία διαφορετικά καί διακεκριμένα μεταξύ τους πρόσωπα.
Λίγο πρίν ἀπό τό Πάθος, ὅταν ὁ Χριστός βρισκόταν στή Βηθανία, στό σπίτι Σίμωνος τοῦ Λεπροῦ, μια  γυναῖκα πόρνη πλησίασε τόν Κύριο εἰλικρινά μετανοιωμένη. Μέ βαθειά συναίσθησι τῆς ἁμαρτωλότητός της μπροστά στό Λυτρωτή, Τόν πλησίασε ταπεινά καί ἄρχισε νά περιχύνῃ μέ πολύτιμο μύρο τό κεφάλι καί τό σῶμα Του, νά καταφιλῇ καί νά βρέχῃ μέ τό μύρο καί τά δάκρυά της τά ἄχραντα πόδια Του καί νά τά σπογγίζῃ, μέ τά ξέπλεκα μαλλιά της.




Αὐτή τήν τόσο δραματική εὐαγγελική σκηνή ἐπεξεργάζεται ἡ ὁσία μοναχή Κασσιανή, μεγάλη ποιήτρια καί ὑμνῳδός τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἡ ἁγία Κασσιανή συνέθεσε τό πιό γνωστό ποιητικό ἀριστούργημά της, τό περίφημο Δοξαστικό, πού ψάλλεται σέ ὅλες τίς ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες, τό βράδυ τῆς Μεγάλης Τρίτης, τό· «Κύριε, ἡ ἐν πολλαῖς ἁμαρτίαις περιπεσοῦσα γυνή...».

Τό ἐξαίσιο αὐτό ποίημα, μέ τά βαθειά νοήματα, πού περιέχει, προξενεῖ δάκρυα κατανύξεως, σέ κάθε καλοπροαίρετη ψυχή. Φέρει σέ συναίσθησι καί εἰλικρινῆ μετάνοια. Δείχνει πόσο σκοτεινή εἶναι ἡ ζωή τοῦ ἀνθρώπου, πού ξεφεύγει ἀπό τό δρόμο τοῦ Θεοῦ. Τονίζει, πώς  ὁ οἶστρος τῆς ἀκολασίας, «ὁ ζοφώδης τε καί ἀσέληνος ἔρως τῆς ἁμαρτίας» τυφλώνει τήν ψυχή καί κουρελιάζει τήν ἀνθρώπινη προσωπικότητα. Καί γεννᾶ στήν ψυχή μας τήν ἀνάγκη τῆς ἐπιστροφῆς στό Θεό, πού εἶναι ἄπειρη Ἀγάπη καί ἀμέτρητον Ἔλεος.

Στή θρησκευτικά καί ἠθικά ἀφυδατωμένη  τεχνοκρατική καί σατανοκρατούμενη ἐποχή μας,

προβάλλει ἐπιτακτική ἡ ἀνάγκη τῆς ἐπιστροφῆς στό Χριστό καί τίς ἠθικές Ἀξίες τῆς ζωῆς.

Καί μποροῦμε, ἄν θέλουμε, αὐτές τίς ἅγιες μέρες νά ἀποτινάξουμε ἀπό τήν ψυχή καί τή ζωή μας «τόν ἔρωτα τῆς ἁμαρτίας». Νά καθαρίσουμε τόν ἑαυτό μας ἀπό κάθε ἀκάθαρτη καί ὑλική ἡδονή, ἀπό τήν πολλή λάσπη. Νά προσπέσουμε  στά πόδια τοῦ Χριστοῦ, πού ἀγωνίζεται ὡς τέλειος ἄνθρωπος νά φθάσῃ στήν Κορυφή, στό Γολγοθᾶ, στό Θεό καί Σταυρώνεται, γιά τή σωτηρία μας. Νά ἀκολουθήσουμε τά ματωμένα Χνάρια Του. Καί νά Τόν παρακαλέσουμε νά δεχθῇ τήν εἰλικρινῆ μας μετάνοια, νά μᾶς δώση ἄφεσι, νά μᾶς χαρίσῃ τή λύτρωσι, νά δεχθῇ τά δάκρυα τῆς εὐγνωμοσύνης μας καί νά μᾶς ἀξιώσῃ νά Τόν δοξάζουμε, διότι σ’ Αὐτόν ἀνήκει ἡ δόξα καί τό κράτος εἰς τούς αἰῶνας. Ἀμήν.

«Κύριε, μέ βαθειά συναίσθησι τῆς ζωντανῆς Παρουσίας τῆς Θεότητος  καί τῆς Εὐσπλαγχνίας Σου καί, μέ ψυχή συντετριμμένη ἀπό τίς πολλές ἁμαρτίες, σάν μυροφόρος, τολμῶ καί προσέρχομαι πρό τοῦ ἐνταφιασμοῦ Σου, καί  Σοῦ προσφέρω ταπεινά, μύρα καί δάκρυα εὐγνωμοσύνης. Γλυκύτατε Ἱησοῦ. Ἀλλοίμονό  μου, ἐξομολογοῦμαι, Κύριε, ὑπάρχει στήν ψυχή μου τό σκοτάδι μιᾶς ἀτέλειωτης νύχτας, μέ κυριεύει ὁ οἶστρος, ἡ μανία τῆς ἀκολασίας, πού εἶναι νύχτα ζοφώδης τε καί ἀσέληνος, ὁ ἔρως τῆς ἁμαρτίας. Δέξαι μου τίς πηγές

τῶν δακρύων, δέξου, Κύριε, τήν μετάνοιά μου, Σύ πού διεξάγεις,  διά τῶν νεφελῶν, τῆς θαλάσσης τό ὕδωρ. Λύγισε , Κύριε, μπροστά στούς στεναγμούς τῆς καρδιᾶς μου. Λυπήσου με, Κύριε, Σύ πού ἔκλινες τούς Οὐρανούς μέ τήν ἄφατη καί ἀνέκφραστη κένωσί Σου, μέ τήν ἄκρα ταπείνωσί Σου καί ἔγινες γιά χάρι μου ταπεινός ἄνθρωπος.

Ἄφησέ με νά καταφιλήσω τά ἄχραντα πόδια Σου καί νά τά σπογγίσω μέ τά μαλλιά τῆς κεφαλῆς μου. Ἄφησέ με νά καταφιλήσω τά πόδια ἐκεῖνα, πού,  ὅταν ἡ Εὔα στόν παράδεισο, μετά τήν παρακοή,  ἄκουσε τόν κρότο τοῦ Θεϊκοῦ Σου βαδίσματος, ἀπό τό φόβο τῆς κρύφτηκε. Ποιός μπορεῖ νά ἐξιχνιάσῃ  τά πλήθη τῶν ἁμαρτιῶν μου καί τάς ἀβύσσους τῶν κριμάτων Σου, ψυχοσῶστα Σωτήρ μου;

Μή παραβλέψῃς, Κύριε, τήν  ταλαίπωρη ψυχή μου, Σύ πού ἔχεις ἀμέτρητον τό ἔλεος».











Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου