Πέμπτη 30 Μαΐου 2019

ΑΣΕΒΕΙΑ ΚΑΙ ΑΣΕΒΗΣ



                              
 Ἤ Θεοσέβεια καί Θεοσεβής;

Ἡ τελευταία λέξις τῆς ἰατρικῆς ἐπιστήμης καί τῆς ψυχοθεραπείας εἶναι ὅτι ἡ Θεοσέβεια, ἡ Ὀρθοδοξία τῆς ζωῆς εἶναι ὑγεία, ἐνῷ ἡ ἀσέβεια, ἡ ἔλλειψις σεβασμοῦ πρός τόν Θεόν καί πρός τούς ἀνθρώπους, ἡ ἀνορθοδοξία, ἡ κακοδοξία εἶναι «ὕβρις» πρός τόν Θεόν, εἶναι αἵρεσις, εἶναι ἀρρώστια.
Καί δέν εἶναι ὑπερβολή, ἄν ποῦμε, ὅτι ἡ ἐποχή μας χαρακτηρίζεται ἀπό τήν ἀσέβεια. Μέ τή συμπεριφορά τους οἱ περισσότεροι ἄνθρωποι ὄχι ἁπλῶς ἀποδεικνύουν,( μέ τίς ἀσεβεῖς πράξεις, τά λόγια καί τήν ἐν γένει συμπεριφορά τους), ὅτι δέν σέβονται τόν Θεόν καί τούς συνανθρώπους τους, ἀλλά καί καυχῶνται, γιά τήν ἀνορθόδοξη συμπεριφορά τους, πρᾶγμα πού σημαίνει ψυχοσωματική διαταραχή, ἀρρώστια.
Εἶναι λοιπόν ἀνάγκη νά συνειδητοποιήσουμε τό λόγο, τήν αἰτία τῆς ἀρρώστιας καί νά τροποποιήσουμε καί νά θεραπεύσουμε  τήν προβληματική μας συμπεριφορά, πρίν νά εἶναι ἀργά.  «Καί ἀρνησάμενοι τήν ἀσέβειαν καί τάς κοσμικάς ἐπιθυμίας σωφρόνως καί δικαίως καί εὐσεβῶς ζήσωμεν ἐν τῷ νῦν αἰῶνι» (Τιτ. β΄ 12). Νά ἐγκολπωθοῦμε τήν Ὀρθοδοξία τῆς ζωῆς. Δηλαδή,


Νά ἀνοίξουμε τήν καρδιά μας στόν Χριστόν, τόν πανακῆ ἰατρόν καί νά ἐγκολπωθοῦμε τήν θεοσέβειαν, τό Εὐαγγέλιον τῆς Ἀγάπης τοῦ Ἱησοῦ, καί ζῶντες εὐσεβῶς ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ, καθώς πρέπει ἁγίοις, καί περιπατοῦντες ἐν ἀγάπῃ, ὅπως ἀκριβῶς ὁ Χριστός, νά διαφυλάξουμε τήν ψυχοσωματική μας ὑγεία.

Εἶναι ἀναμφισβήτητη ἀλήθεια ὅτι τό φρόνημα τῆς σαρκός, εἶναι ἔχθρα εἰς Θεόν, εἶναι ἀσέβεια, εἶναι «ὕβρις» καί φέρει στήν ψυχή καί τή ζωή μας τό θάνατο (πρβλ. Ρωμ. η΄ 6), ὅτι «τά ὀψώνια τῆς ἁμαρτίας θάνατος» (Ρωμ. στ΄ 23), ἐνῷ ἡ ὀρθοδοξία τῆς ζωῆς, «τό φρόνημα τοῦ πνεύματος εἶναι ζωή καί εἰρήνη» (Ρωμ. η΄ 6). Εἶναι, συνεπῶς, ὁλοφάνερη ἡ ἀνάγκη τῆς ψυχῆς μας, νά ἀρνηθοῦμε τήν ἀσέβειαν καί νά ἐγκολπωθοῦμε τήν Θεοσέβειαν.
Ὁ ἐκ γενετῆς τυφλός, μετά τή θεραπεία της σωματικῆς του τυφλώσεως καί τό φωτισμό του, μᾶς συγκλονίζει μέ τήν παρρησία, μέ τήν ὁποίαν ὁμολογεῖ τόν Χριστόν καί διακηρύσσει ὅτι αὐτός εἶναι ἀποσταλμένος τοῦ Θεοῦ Σωτῆρας τοῦ κόσμου.




Ὁμολογεῖ, μέ κίνδυνον τῆς ζωῆς του, καί διακηρύσσει ὅτι ὁ Χριστός τόν θεράπευσε καί τονίζει στούς  Ὄφεις, στά γεννήματα ἐχιδνῶν, στούς σκοταδιστές ὅλων τῶν ἐποχῶν, ὅτι «ἁμαρτωλῶν ὁ Θεός οὐκ ἀκούει, ἀλλ’ ἐάν τις θεοσεβής ᾖ καί τό θέλημα αὐτοῦ ποιῇ, τούτου ἀκούει». Και ὑπογραμμίζει σέ ὅλους αὐτούς τούς σκοταδιστές ὅλων τῶν Ἐποχῶν, σέ ὅλους τούς ἀνόητους διῶκτες, ὅτι «ἐκ τοῦ αἰῶνος οὐκ ἠκούσθη ὅτι ἤνοιξέ τις ὀφθαλμούς τυφλοῦ γεγεννημένου. Εἰ μή ἦν οὗτος παρά τοῦ Θεοῦ, οὐκ ἠδύνατο ποιεῖν οὐδέν», δέν θά μποροῦσε νά κάμῃ ἀπολύτως τίποτε  (Ἰωάν. θ΄ 31-32).







Τό ἀποτέλεσμα τῆς μετά παρρησίας  Ὁμολογίας  του ἦτο ὁ διωγμός, ἡ περιφρόνησις . «Καί ἐξέβαλον αὐτόν ἔξω» (Ἰωάν. θ΄34).
Τόν ἔδιωξαν περιφρονητικά ἀπό τό περιβάλλον τους οἱ ἐμπαῖκτες, οἱ Χλευαστές, οἱ Σταυρωτές τοῦ Χριστοῦ. Μιά πικρή ἱστορία, πού, δυστυχῶς ἐπαναλαμβάνεται, καί θά ἐπαναλαμβάνεται μέχρι τό Τέλος. Ἀλλά δέν καταλαβαίνουν οἰ ἀσεβεῖς, ὅτι  πρώην τυφλός καί τώρα φωτοδότης, ἀλλά καί κάθε ὁμολογητής καί ὅλοι οἱ πιστοί στό Χριστό, πρίν προλάβουν οἱ σκοταδιστές νά τούς ἀποβάλλουν, ἔχουν ἤδη ἐξέλθει ἀπό τή Βαβυλῶνα. ὑπακούοντες στήν Προσταγή τοῦ Κυρίου, πού λέγει:  «ἐξέλθετε ὁ λαός μου ἐκ τῆς  Βαβυλῶνος» (Ἀποκ.ιη΄4); Δέν καταλαβαίνουν οἱ ἀσεβεῖς, ὅτι ξερχόμενοι οἱ πιστοί ἀπό τό σπήλαιον τῶν ληστῶν, ἀμέσως εἰσέρχονται εἰς τό «ἱερόν», εἰς τήν ἀγκαλιά τοῦ Θεοῦ;
Ἀδελφέ μου, μή φοβᾶσαι. Νά εἶσαι σίγουρος, ὅτι μόλις ἐξέλθῃς ἀπό τή Βουλή τῶν ἀσεβῶν, θά ἔλθῃ νά σέ βρῇ ὁ Χριστός, πού σίγουρα φροντίζει τούς δικούς του, καί θά φανερωθῇ καί σένα ὅπως ἀκριβῶς φανερώθηκε στόν τυφλό, ὅταν τόν ἔδιωξαν οἱ σκοταδιστές Φαρισαῖοι:
«Ἤκουσεν ὁ Ἰησοῦς ὅτι ἐξέβαλον αὐτόν ἔξω καί εὑρών αὐτόν εἶπεν αὐτῷ· σύ πιστεύεις εἰς τόν υἱόν τοῦ Θεοῦ;
Ὁ θεραπευθείς καί ὁμολογητής δέν γνώριζε ὅτι ὁ Ἰησοῦς ἦταν ὁ Μεσσίας, ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ, ἀλλά ὅτι ἦταν ἀπεσταλμένος τοῦ Θεοῦ. Γι’ αὐτό καί ἀποκρίνεται στόν Κύριο λέγων: «Καί τίς ἐστι, Κύριε, ἵνα πιστεύσω εἰς αὐτόν; Καί τότε ἀξιώνεται νά δῇ τό Θεό πρόσωπον πρός πρόσωπον, αὐτόν καθώς ἐστι. Τόν βεβαίωσε ὁ Ἴδιος ὁ Ἰησοῦς. Φανερώθηκε  σ’ αὐτόν καί τοῦ εἶπε: «Καί ἑώρακας αὐτόν καί ὁ λαλῶν μετά σοῦ ἐκεῖνός ἐστιν. Ὁ δέ ἔφη· Πιστεύω, Κύριε· καί προσεκύνησεν αὐτῷ» (Ἰωάν. θ΄ 35-38). Ποιός μπορεῖ νά περιγράψῃ τή Χαρά καί τήν ἀγαλλίασι, πού νοιώθῃ ἡ ψυχή, πού ἀξιώνεται αὐτῆς τῆς θείας ἀποκαλύψεως;
Εἴθε καί ἡμεῖς νά ἀξιωθοῦμε αὐτῆς τῆς χαρᾶς, νά φανερωθῇ καί σέ μᾶς ὁ Κύριος καί νά μᾶς ἐντάξῃ εἰς τήν χορείαν τῶν ἁγίων Του, «ἔνθα ὁ τῶν ἑορταζόντων ἦχος ὁ ἀκατάπαυστος καί ἡ ἀπέραντος ἡδονή τῶν καθορώντων τοῦ προσώπου Αὐτοῦ τό κάλλος τό ἄρρητον». Ἀμήν.





Τετάρτη 29 Μαΐου 2019

ΟΙ ΣΚΟΤΑΔΙΣΤΕΣ





Καί ὁ Ἰησοῦς Χριστός, τό ἀληθινόν Φῶς.

ΣΚΟΤΑΔΙΣΤΕΣ εἶναι οἱ ἄνθρωποι τοῦ σκότους. Δέν ἀγαποῦν, ἀλλά μισοῦν καί πολεμοῦν τό Φῶς, διότι εἶναι πονηρά τά ἔργα τους. Φοροῦν τό προσωπεῖον τοῦ Ἁγίου καί ὑποκρίνονται. Κρύπτουν τό ἀληθινόν τους πρόσωπο καί παρουσιάζονται ὡς ἄνθρωποι τοῦ φωτός, προοδευτικοί, γιά νά ἐξαπατοῦν καί νά ἐκμεταλεύονται τούς ἀφελεῖς, τούς ἀθώους συνανθρώπους τους, ἐνῷ κατ’ οὐσίαν εἶναι  «λύκοι βαρεῖς, μή φειδόμενοι τοῦ ποιμνίου» (Πραξ. κ΄ 29-30).
Οἱ σκοταδιστές «ἔρχονται πρός ἡμᾶς ἐν ἐνδύμασι προβάτων, ἔσωθεν δέ εἰσι λύκοι ἅρπαγες» (Ματθ. ζ΄ 15). Εἷναι Ψεῦτες καί ὑποκριτές, Ψευδοδιδάσκαλοι, διαστρέφουν τήν Ἀλήθεια καί κηρύττουν ἀναισχύντως τό Ψεῦδος. Εἷναι αὐτοί, πού, ὄχι ἁπλῶς δέν δέχονται τόν Ἀληθινόν Μεσσίαν, ἀλλά καί καί τόν ὁδηγοῦν στό Σταυρό καί, καθημερινά Τόν Σταυρώνουν στό πρόσωπον τῶν ἐλαχίστων ἀδελφῶν Του. Εἶναι οἱ Σταυρωτές τοῦ Χριστοῦ, κάθε ἐποχῆς, Ἀρχιερεῖς, Γραμματεῖς καί Φαρισαῖοι, οἱ Ὑποκριτές, «οἱ διϋλίζοντες τόν κώνωπα, τήν δέ κάμηλον καταπίνοντες» (Ματθ. κγ΄ 24),  «οἱ ὄφεις, τά γεννήματα ἐχιδνῶν» (Ματθ. κγ΄33), «ἡ ἐσχηματισμένη εὐσέβεια» ὅλων τῶν ἐποχῶν, οἱ ξεδιάντροποι «ληστές μέ τό λευκό κολλάρο», «ὁδηγοί μωροί καί τυφλοί», πού ὁδηγοῦν σταθερά τό Λαό τοῦ Θεοῦ πρός τήν ἄβυσσον τῆς αἰώνιας Ὀδύνης.






Εὐσπλαγχνίζεται ὁ Θεός τό Λαό Του, καί, ὡς ἄπειρη ἀγάπη, ἀνατέλλει σ’ αὐτούς «τούς ἐν σκότει», «εἰς τούς ἐν χώρᾳ καί σκιά θανάτου καθημένους» (Ματθ. δ΄ 16), τόν Ἥλιον τῆς Δικαιοσύνης, τόν Χριστόν, τόν Υἱόν Του, πού εἶναι «τό Φῶς τό ἀληθινόν, πού φωτίζει κάθε ἄνθρωπον, πού ἔρχεται στόν κόσμο»(Ἰωάν. α΄ 9).
Οἱ σκοταδιστές δέν Τόν δέχονται. Τόν φθονοῦν. Τόν πολεμοῦν μέ λυσσαλέον μῖσος. Ὁ Εὐαγγελιστής Ἰωάννης ἱστορεῖ τήν ἀλήθεια καί αἰτιολογεῖ τό λόγο τοῦ μίσους καί λέγει ὅτι ὁ Ἰησοῦς, ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ «εἰς τά ἴδια ἦλθε, καί οἱ ἴδιοι αὐτόν οὐ παρέλαβον» (Ἰωάν. α΄ 11). 
«Αὕτη δέ ἐστιν ἡ κρίσις, ὅτι τό Φῶς ἐλήλυθεν εἰς τόν κοσμον, καί ἠγάπησαν οἱ ἄνθρωποι μᾶλλον τό σκότος ἤ τό φῶς· ἦν γάρ πονηρά αὐτῶν τά ἔργα. Πᾶς γάρ ὁ φαῦλα πράσσων μισεῖ τό φῶς καί οὐκ ἔρχεται πρός τό φῶς, ἵνα μή ἐλεγχθῇ τά ἔργα αὐτοῦ» (Ἰωάν. γ΄ 19-20). 
Δέν Τόν δέχθηκαν. Τόν  μίσησαν καί τόν Σταύρωσαν. Καί συνεχίζουν νά ζοῦν στό σκοτάδι. Δέν μετανοῦν. «Συνεχίζουν νά προσκυνοῦν τά δαιμόνια καί τά εἴδωλα...» (Ἀποκ. θ΄ 20-21).
«Ὅσοι ὅμως  ἔλαβον αὐτόν», ὅσοι Τόν δέχθηκαν, ὅσοι πίστεψαν στό Ὄνομά Του,  σ’ αὐτούς ἔδωκεν ἐξουσίαν τέκνα Θεοῦ γενέσθαι, διότι αὐτοί ἐκ Θεοῦ ἐγεννήθησαν» (Ἰωάν. α΄ 12-13). Δέχθηκαν τό Φῶς τοῦ Χριστοῦ, ἐγκολπώθηκαν τήν Ἀλήθεια, ἔγιναν ὁλόκληροι Φῶς καί πῆραν τήν ἀπόφασιν νά πράττουν τήν ἀλήθεια, τά ἔργα τοῦ φωτός. «Ὁ δέ ποιῶν τήν ἀλήθειαν ἔρχεται πρός τό φῶς, ἵνα φανερωθῇ αὐτοῦ τά ἔργα, ὅτι ἐν Θεῷ ἐστιν εἰργασμένα» (Ἰωάν. γ΄ 21).
Ὅσοι δέχθηκαν τό Χριστό, τό φῶς τό ἀληθινόν, μίσησαν τό σκοτάδι καί τά ἔργα τοῦ σκότους, καί ἔγιναν κήρυκες τοῦ Χριστοῦ, ἔγιναν ὁλόκληροι φῶς καί φωτοδότες.
Ἔρχεται ὁ Χριστός καί φωτίζει τά σκοτάδια μας. Θεραπεύει τήν σωματική, τήν ψυχική καί πνευματική μας τύφλωσι. Μᾶς καθιστᾶ φῶς τοῦ κόσμου καί μᾶς ἀποστέλλει νά μεταδώσουμε τό Φῶς Του «πάσῃ τῇ κτίσει».
Τρανώτατο παράδειγμα ὁ θεραπευθείς ἐκ γενετῆς τυφλός. Θεράπευσε ὁ Χριστός τήν τύφλωσί του τή σωματική καί ἀμέσως πίστεψε στό Θεραπευτή του καί, ὅλος φῶς, κήρυξε τό Ὄνομα τοῦ Κυρίου ἀκόμη καί σ’ αὐτούς τούς φανατικούς ἐχθρούς Του.
Ἦταν γνωστός ζητιάνος ὁ ἐκ γενετῆς τυφλός. Κανείς δέν μπόρεσε, ἀπό τούς Ἀρχιερεῖς καί τούς Γραμματεῖς καί τους Φαρισαίους τούς ὑποκριτές, νά τόν θεραπεύσῃ. Δέν Χάρηκαν μέ τή θεραπεία του. Τόν ἀνέκριναν καί  μόλις πληροφορήθηκαν οἱ σκοταδιστές, ὅτι ὁ Ἰησοῦς, ἔπτυσε χαμαί καί   ἐποίησε πηλόν ἐκ τοῦ πτύσματος, καί ἐπέχρισε τόν πηλόν ἐπί τούς ὀφθαλμούς τοῦ τυφλοῦ καί εἶπεν αὐτῷ· ὕπαγε νίψαι εἰς τήν κολυμβήθραν τοῦ Σιλωάμ καί ὅτι, ἀπελθών καί νιψάμενος, ἀνέβλεψε, δέν χάρηκαν.



 Ἀντίθετα μάλιστα ἐφρύαξαν, ὀργίσθηκαν ὑπερβολικά ἐναντίον τοῦ Ἰησοῦ, ὁ  ὁποῖος  ἐποίησε πηλόν καί θεράπευσε τόν τυφλόν τήν ἡμέραν τοῦ Σαββάτου (Ἰωάν. θ΄ 1-38). Ξεπέρασαν «οἱ ὄφεις» κάθε ὅριο ὑποκρισίας καί σκοταδισμοῦ, χύνοντας δηλητήριον ἀπό τό βρωμερό τους στόμα.  Προσπαθοῦν νά στρέψουν  ἐναντίον τοῦ Ἰησοῦ ἀκόμη καί τόν θεραπευθέντα, τόν ποτε τυφλόν, ὁ ὁποῖος μετά θαυμαστῆς παρρησίας, ὄχι μόνον ὁμολογεῖ τήν ὑπό τοῦ Ἰησοῦ θεραπείαν του, ἀλλά καί προσπαθεῖ νά πείσῃ τούς σκοταδιστές, «τά γεννήματα ἐχιδνῶν», ὅτι ὁ Ἰησοῦς εἶναι ὁ Μεσσίας, ἀπεσταλμένος ἀπό τό Θεό, γιά νά σώσῃ τό Γένος τῶν ἀνθρώπων.
Ὅταν μάλιστα τόν ξαναρωτοῦν· Πῶς ἤνοιξέ σου τούς ὀφθαλμούς; Ἀποκρίνεται μέ θάρρος :Σᾶς εἶπα ἤδη καί δέν με ἀκούσατε. Γιατί τώρα θέλετε νά ἀκούσετε πάλι τά ἴδια; Μήπως καί ἐσεῖς θέλετε νά γίνεται Μαθητές Του; (Ἰωάν. θ΄ 24-38).
Θαυμαστός εἶναι ὁ ζῆλος καί ἡ παρρησία τοῦ θεραπευθέντος τυφλοῦ. Ἡ Εὐγνωμοσύνη του πρός τόν Εὐεργέτην του,  ἡ ἀγάπη του καί ἡ ἀφοσίωσί του στόν Κύριον εἶναι ὑποδειγματική.  
Ἐμεῖς, πού τόσο πολύ ἔχουμε εὐεργετηθεῖ ἀπό τό Θεό, νοιώθουμε τό ἴδιο εὐγνώμονες; Φωτίζουμε τούς ἀνθρώπους μέ τά ἔργα μας; Κηρύττουμε τό ὄνομά Του στούς συνανθρώπους μας; Λατρεύουμε τόν Κύριο «ἐν πνεύματι καί ἀληθείᾳ», μέ τήν καρδιά μας;
Εἶναι καιρός ὁ καθένας ἀπό μᾶς νά πιστέψουμε μέ ὅλη τή δύναμι τῆς ψυχῆς μας στό Χριστό, πού εἶναι τό φῶς τό ἀληθινόν, νά δεχθοῦμε στήν ψυχή μας τό Φῶς Του,  νά  τό μεταδίδουμε  στό κάθε μας βῆμα, καί νά Τόν δοξάζουμε, ὑμνοῦντες Αὐτον, ὡς Θεόν, εἰς τούς αἰῶνας.

















Τρίτη 28 Μαΐου 2019

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΤΥΦΛΟΥ(Ἰωάν. θ΄1-38).





Μπροστά στό σωματικά καί ψυχικά ἀδύνατο.

Σ’  αὐτήν ἐδῶ τήν ἄθλια παροικία, «ἐν γῇ ἐρήμῳ καί ἀβάτῳ καί ἀνύδρῳ», πετρῶσαν’ οἱ καρδιές.
«Διά τό πληθυνθῆναι τήν ἀνομίαν, ἐψύγη ἡ ἀγάπη τῶν πολλῶν»(Ματθ. κδ΄ 12). Δέν πᾶν’ οἱ ἄνθρωποι μπροστά, οἱ πιο πολλοί γυρίζουν πίσω, στίς τρῶγλες καί τά σπήλαια. Γυρίζουν πίσω στό Κακό, στήν ἁμαρτία, σέ κάθε εἴδους διαστροφή.
Γι’ αὐτό,  καί στή σατανοκρατούμενη ἐποχή μας, ὄντως
εἶναι πικρό καί τό νερό, πού πίνουμε καί τό ψωμί,  πού τρῶμε, «ἄρτος Ὀδύνης».
Γι’ αὐτόν ἀκριβῶς τό λόγο, ὅπως λέει ὁ ποιητής,
«Ζοῦμε σέ μιά ἐποχή, πού τό βλάψῃς ἄλλον,  εἶναι
πρᾶξι ἐπαινετή, καί ὅταν κάνης τό καλό, οἰ πιο πολλοί σέ παίρνουν γιά τρελό» (Σαίξπηρ,  Μάκβεθ).
Ξεφεύγουμε ὁλαταχῶς ἀπό τό δρόμο τοῦ Θεοῦ, καί,
δυστυχῶς, ὁδεύουμε, χωρίς ντροπή, σέ κάθε εἴδους ἐκτροπή, πρός τήν ἄβυσσον τῆς αἰώνιας Ὀδύνης.





Ἐάν ὁ Κύριος δέν ἦταν μαζί μας, θά εἴχαμε, σίγουρα, καταποντισθῆ. Ἡ ἀλήθεια εἶναι ὅτι ὁ Κύριος εἶναι μαζί μας. Ἐξ αἰτίας τῶν ἁμαρτιῶν μας, ζωντανούς θά μᾶς κατέπιναν οἱ ἐχθροί μας. Τό μῖσος τῶν πραγματικῶν ἐχθρῶν μας, τῶν δαιμόνων καί τῶν δαιμονανθρώπων, ὅπως ἀκριβῶς «τό ὕδωρ ἄν κατεπόντισεν ἡμᾶς, χείμαρρον
διῆλθε καί διέρχεται ἡ ψυχή ἡμῶν» (Ψαλμ.123,4).
Ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, «χθές καί σήμερον ὁ αὐτός καί εἰς τους αἰῶνας» (Ἑβρ.ιγ΄8) ἔρχεται κοντά μας καί μᾶς ὁδηγεῖ στό δρόμο τῆς ζωῆς. Γίνεται τύπος καί ὑπογραμμός, ὑπόδειγμα καί διδάσκει ἐμπράκτως, πῶς πρέπει νά ἀγαπᾶμε ὁ ἕνας τόν ἄλλον. Κυρίως δέ μᾶς διδάσκει πῶς πρέπει νά συμπεριφερώμαστε στόν σωματικά καί ψυχικά ἀδύνατο συνάνθρωπό μας.
Ὅπως Ἐκεῖνος περιπατεῖ ἐν ἀγάπῃ καί παραδίδει τόν ἑαυτόν Του προσφοράν καί θυσίαν στό Θεό εἰς ὀσμήν εὐωδίας, ἔτσι κι’ ἐμεῖς ὀφείλομεν, μιμητές τοῦ Θεοῦ, νά περιπατοῦμε ἐν ἀγάπῃ καί νά προσφέρουμε τόν ἑαυτό μας προσφοράν καί θυσίαν στό Θεό εἰς ὀσμήν εὐωδίας.
Δυστυχῶς ἐμεῖς, μπροστά στόν σωματικά καί ψυχικά ἀδύνατο συνάνθρωπό μας, στόν ἄρρωστο, στό πτωχό, συμπεριφερώμαστε σκληρά καί ἀπάνθρωπα. Κρίνουμε καί ἀνακρίνουμε καί καταδικάζουμε τόν ἀδύνατο, μέ λογισμούς πονηρούς. Καί λέμε: ὅπως ἔστρωσε , ἔτσι καί νά κοιμηθῇ. Ἄς πρόσεχε.  Ἤθελες τα κ’ ἔπαθες τα. Πληρώνει τίς ἁμαρτίες του. Ἐδῶ πληρώνονται ὅλα. Καί πολλά ἄλλα. Καμμιά συμπόνια. Καμμιά βοήθεια. Χωρίς ἀγάπη.Ἔρχεται ὀ Χριστός, ἡ ἄπειρη ἀγάπη καί ἀλλάζει αὐτό τόν τρόπο ζωῆς. Τρανό παράδειγμα ἡ θεραπεία τοῦ ἐκ γενετῆς τυφλοῦ(Ἰωάν. θ΄ 1-38):


«Καί παράγων ὁ Ἰησοῦς εἶδεν ἄνθρωπον τυφλόν ἐκ γενετῆς. Καί ἠρώτησαν αὐτόν οἱ μαθηταί αὐτοῦ λέγοντες· ραββί, τίς ἥμαρτεν, οὗτος ἤ οἱ γονεῖς αὐτοῦ, ἵνα τυφλός γεννηθῇ;
Ἀπεκρίθη ὁ Ἰησοῦς·  οὔτε οὗτος ἥμαρτεν οὔτε οἱ γονεῖς αὐτοῦ. Ἀλλ’ ἵνα φανερωθῇ τά ἔργα τοῦ Θεοῦ ἐν αὐτῷ, (Ἐμέ δεῖ ἐργάζεσθαι τά ἔργα τοῦ πέμψαντός με ἕως ἡμέρα ἐστίν· ἔρχεται νύξ  ὅτε οὐδείς δύναται ἐργάζεσθαι. ὅταν ἐν τῷ κόσμῳ ὦ, φῶς  εἰμι τοῦ κόσμου.) Ταῦτα εἰπών ἔπτυσε χαμαί καί ἐποίησε πηλόν ἐκ τοῦ πτύσματος, καί ἐπέχρισε τόν πηλόν ἐπί τούς ὀφθαλμούς τοῦ τυφλοῦ καί εἶπεν  αὐτῷ· ὕπαγε νίψαι εἰς τήν κολυμβήθραν τοῦ Σιλωάμ, ὅ ἑρμηνεύεται ἀπεσταλμένος, ἀπῆλθεν οὖν καί ἐνίψατο, καί ἦλθε βλέπων».





Μᾶς διδάσκει ὁ Κύριος ὅτι ὅσο ὁ Θεός μᾶς χαρίζει στιγμές ζωῆς, σ’ αὐτήν ἐδῶ τήν ἄθλια παροικία, ὀφείλουμε νά ἐργαζώμαστε τά ἔργα τοῦ Θεοῦ, πού μᾶς ἔστειλε στόν κόσμο, ἕως ἡμέρα ἐστίν, ὅσο ζοῦμε πάνω στή γῆ. Διότι ἔρχεται νύχτα καί τότε κανείς δέν θά μπορεῖ νά ἐργάζεται τά ἔργα τοῦ Θεοῦ, πρός ἐκπλήρωσιν τῆς ἀποστολῆς του. Καί αὐτό σημαίνει ὅτι δέν πρέπει νά χάνουμε οὔτε στιγμή. Ὁ Χριστός μᾶς ἀποκαλύπτει ὅτι εἶναι τό Φῶς τοῦ κόσμου. Ἔρχεται καί φωτίζει τά σκοτάδια μας  καί ἐμπράκτως μᾶς διδάσκει πῶς νά συμπεριφερώμαστε μπροστά στόν σωματικά καί ψυχικά ἀδύνατο συνάνθρωπό μας.
Σέ καμμιά περίπτωσι δέν ἐπιτρέπεται νά ἐξετάζουμε ποιός ἔφταιξε ἤ ἄν ἔφταιξε καί βρέθηκε στήν κατάστασι αὐτῆς τῆς ἀδυναμίας, ἀλλά νά θεραπεύουμε τήν ἀδυναμία, τήν ἀνημπόρια, τήν ἀνέχεια, τή φτώχεια, τήν ἐξαθλίωσι  καί μάλιστα νά ξεριζώνουμε τα αἴτια, πού δημιουργοῦν τή δυστυχία. Ὅπως Ἐκεῖνος, ἔτσι κι’ ἐμεῖς.
Ὁ Χριστός δέν ἔκρινε τόν τυφλόν οὔτε τόν κατέκρινε. Ὁ πλάσας ἐκ χοός τόν ἄνθρωπον, ἔπτυσε χαμαί καί ἐποίησε πηλόν ἐκ τοῦ πτύσματος καί ἐπέχρισε τούς ὀφθαλμούς τοῦ τυφλοῦ. Εἶδε τόν πόνο του καί τόν θεράπευσε. Ἔτσι κι’ ἐμεῖς ὀφείλουμε νά χρησιμοποιοῦμε τίς δυνάμεις, πού μᾶς χαρίζει ὁ Θεός,  καί νά θεραπεύουμε τίς ἀνάγκες τῶν ἀδελφῶν μας, ὥστε μέ τά ἔργα τῆς ἀγάπης μας νά φανερώνεται ἡ δύναμις καί ἡ ἀγαθότης τοῦ Θεοῦ.
Μόνον ἔτσι θά μπορέσουμε νά μεταβάλουμε τή σάρκα σέ πνεῦμα, νά μετουσιώσουμε αὐτήν ἐδῶ τήν κόλασι σέ παράδεισο. Μόνον ἔτσι ἡ Κοινωνία μας θά γίνῃ Κοινωνία προσώπων, Κοινωνία Ἁγίων. Μιά Κοινωνία, πού θά ὑμνῇ, θά δοξάζῃ καί θά λατρεύῃ, «ἐν πνεύματι καί ἀληθείᾳ» τόν Λυτρωτή, τόν Κύριον τῆς Δόξης, στόν Ὁποῖον ἀνήκει ἡ δόξα, ἡ τιμή καί τό κράτος εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.





Τετάρτη 22 Μαΐου 2019

ΠΕΙΝΑ ΚΑΙ ΔΙΨΑ ΤΟΥ ΙΗΣΟΥ (Ἰωάν. δ΄31-34).






Ἡ ἐκπλήρωσις τοῦ Θελήματος τοῦ Θεοῦ-Πατρός.



«Ἐν δέ τῷ μεταξύ ἠρώτων αὐτόν οἱ μαθηταί λέγοντες· ραββί, φάγε.  Ὁ δέ εἶπεν αὐτοῖς· 

Ἐγώ βρῶσιν ἔχω φαγεῖν, ἥν ὑμεῖς οὐκ οἴδατε.

Ἔλεγον οὖν οἱ μαθηταί πρός ἀλλήλους· μή τις  ἤνεγκεν αὐτῷ φαγεῖν;

Λέγει αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· Ἐμόν βρῶμά ἐστιν ἵνα ποιῶ τό θέλημα τοῦ πέμψαντός με καί τελειώσω αὐτοῦ τό ἔργον»(Ἰωάν. δ΄ 31-34).







Διαλέγεται ὁ Θεάνθρωπος μέ τή Σαμαρείτιδα, τήν τρέφει μέ τό ζωοποιό Του λόγο καί τῆς ἀποκαλύπτει ὅτι Αὐτός εἶναι ὁ Μεσσίας. Ἀφοῦ πῆρε τή Χάρι Του, ἀφήνει τή στάμνα της στό πηγάδι τοῦ Ἰακώβ καί σπεύδει νά ἀναγγείλῃ στούς συμπατριῶτες της τόν Ἐρχομό Του καί νά τούς καλέσῃ κοντά Του: «Δεῦτε ἴδετε ἄνθρωπον ὅς εἶπέ μοι πάντα ὅσα ἐποίησα· μήτι οὗτός ἐστιν ὁ Χριστός;» (Ἰωάν. δ΄ 29).

«Ἐν δέ τῷ μεταξύ», καθ’  ὅν  χρόνον ἡ Σαμαρεῖτις ἀναγγέλλει τήν ἔλευσι τοῦ Μεσσίου, οἱ Μαθητές Του του προσφέρουν τροφή καί τόν παρακαλοῦν λέγοντες· Διδάσκαλε, φάγε. Κι’ Αὐτός  δέν δέχεται τήν ὑλική αὐτή τροφή καί τούς λέγει : «Ἐγώ ἔχω φαγητό νά φάγω, τό ὁποῖον σεῖς δέ ξέρετε». Τότε


οἱ Μαθηταί ἔλεγαν μεταξύ τους· Μήπως τοῦ ἔφερε κανείς νά φάγῃ; Δέν μπόρεσαν νά καταλάβουν τή λαχτάρα τῆς ψυχῆς Του.

Πολύ περισσοτερο σήμερα, στήν σχιζοφρενική ἐποχή μας, ἐποχή σατανοκρατούμενη, ἐποχή ἀνατροπῆς τῆς Ἱεραρχίας τῶν Ἀξιῶν, στήν ἐποχή, πού οἱ περισσότεροι ἄνθρωποι κυριεύονται ἀπό τή Γαστριμαργία, πού ὐψώνουν σέ Θεότητα καί λατρεύουν τήν Κοιλία, δέν μποροῦν νά κατανοήσουν τό βαθύτερο νόημα τοῦ λόγου τοῦ Χριστοῦ, δέν μποροῦν νά συνειδητοποιήσουν καί νά ἐκτιμήσουν τή λαχτάρα τῆς Ψυχῆς τοῦ Θεανθρώπου, δέν μποροῦν νά ἐννοήσουν ὅτι πεῖνα καί δίψα Του εἶναι ἡ ἐκπλήρωσις τοῦ Θελήματος τοῦ πέμψαντος Αὐτόν Πατρός, ἡ πραγματοποίησις τῆς ἀποστολῆς Του ὡς ἀνθρώπου στή γῆ, πού εἶναι ἡ σωτηρία μας.

Οἱ περισσότεροι, δυστυχῶς, ἄνθρωποι, πωλοῦν τά ὅσια καί τά ἱερά τους, τά Ἰδανικά τους, τήν Πίστι τους, τήν Πατρίδα τους, ἀκόμη καί τή μάνα τους, «ἀντί Πινακίου φακῆς», «ἀντί τριάκοντα ἀργυρίων», γιά λίγα γρόσια, γιά μιά θεσούλα, γιά ἕνα τίποτα. Ἐνδεικτικά παραδείγματα ἀποτροπιασμοῦ, ἀποστροφῆς, βδελυγμίας, φρίκης εἶναι: Ὁ Ἠσαῦ, ὁ Ἰούδας, ὁ Ἐφιάλτης, ὁ ΠήλιοΓούσης καί ὅλοι οἱ ἐπίσημοι ληστές «μέ τό λευκό κολλάρο».
Ὅμως «ὁ Ἰησοῦς Χριστός, χθές καί σήμερον  Αὐτός καί εἰς τούς αἰῶνας» (Ἑβρ. ιγ΄8), ἐπιμένει νά λέγῃ σέ ὅλους μας ὅτι «Ἐγώ  βρῶσιν ἔχω φαγεῖν, ἥν ὑμεῖς οὐκ οἴδατε». Καί πρός ἀποφυγήν πάσης παρερμηνείας , τονίζει: «Ἐμόν βρῶμά ἐστιν ἵνα ποιῶ τό θέλημα τοῦ πέμψαντός με καί τελειώσω αὐτοῦ τό ἔργον». Πεῖνα καί δίψα μου, λαχτάρα τῆς ψυχῆς μου, δικό μου φαγητό, πού μέ τρέφει, εἶναι νά πράττω πάντοτε τό Θέλημα Ἐκείνου, πού μέ ἀπέστειλε εἰς τόν κόσμον καί νά φέρω εἰς τέλειον πέρας τό ἔργον Του, πού εἶναι ἡ σωτηρία τῶν ἀνθρώπων. Πεῖνα καί δίψα μου, λαχτάρα τῆς ψυχῆς μου εἶναι ἡ ἐκπλήρωσις τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ-Πατρός. Εἷναι ἡ πραγματοποίησις τῆς ἀποστολῆς μου. 





Τονίζει ὁ Κύριος ὅτι  εὐδοκίᾳ τοῦ Πατρός καί συνεργίᾳ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος,  Αὐτός, ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ, τέλειος Θεός, ἀπό ἄπειρη, γιά τά πλάσματά Του, ἀγάπη, γίνεται καί τέλειος ἄνθρωπος, καί ὡς ἄνθρωπος γίνεται ὑπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δέ Σταυροῦ εἰς ἐκπλήρωσιν τοῦ παναγίου Θελήματος τοῦ Θεοῦ, πού εἶναι ἡ ἐπιστροφή μας εἰς τήν Πατρικήν Ἑστία καί σωτηρία μας. Ὁ Ἰησοῦς Χριστός ἔγινε τύπος καί ὐπογραμμός, ὑπόδειγμα ὑπακοῆς στό Θεῖον Θέλημα. Ὑπόδειγμα γιά κάθε ἀγωνιζόμενο ἄνθρωπο. Ἡ πεῖνα καί ἡ δίψα Του, ἡ λαχτάρα τῆς ψυχῆς Του, γιά τή σωτηρία μας, τόν ὡδήγησε ψηλά, στό Γολγοθᾶ, στό Θεό. 

Καί ἀπό τό ὕψος τοῦ Σταυροῦ, διακηρύττει σέ ὅλους:
1ον) τήν Καινήν Ἐντολήν καί λέγει: «Ἐντολήν καινήν δίδωμι ὑμῖν ἵνα ἀγαπᾶτε ἀλλήλους, καθώς (ἐγώ) ἠγάπησα ὑμᾶς ἵνα καί ὑμεῖς ἀγαπᾶτε ἀλλήλους» (Ἰωάν. ιγ΄ 34), 2ον) διακηρύττει  τήν πεῖνα καί τή δίψα Του γιά
τή σωτηρία μας, μέ τήν κραυγή Του «Διψῶ» καί  3ον)Ὡς ὑπόδειγμα ὑπακοῆς στό Θεῖον Θέλημα, τονίζει ὅτι δέν ἦλθε νά καλέσῃ δικαίους, ἀλλά ἁμαρτωλούς εἰς μετάνοια καί ὅτι γίνεται μεγάλη χαρά στόν Οὐρανό ἐπί ἑνί ἁμαρτωλῷ μετανοοῦντι, ζητεῖ δέ νά τόν μιμηθοῦμε στήν ἀγάπη Του, καί ἡ πεῖνα καί ἡ δίψα Του γιά τή σωτηρία τῶν ἀνθρώπων, νά γίνη καί δική μας πεῖνα καί δίψα.

Γι’ αὐτό τό σκοπό ἦλθε στή γῆ καί «ἔπαθε ὑπέρ ἡμῶν καί ἑκών ἐτάφη καί Ἀνέστη ἐκ νεκρῶν τοῦ σῶσαι τά σύμπαντα».

Εἴθε νά μᾶς ἀξιώση ὁ  Κύριος τῆς τιμῆς νά βαδίσουμε πάνω στά ματωμένα Χνάρια Του, νά ἐπιστρέψουμε κοντά Του, εἰλικρινά μετανοιωμένοι, νά Τόν δοξολογοῦμε, νά Τόν προσκυνοῦμεν δέ καί,  μέ τήν καρδιά μας, ἀσιγήτως, νά Τόν ὑμνοῦμεν εἰς πάντας τούς αἰῶνας. Ἀμήν.











































Δευτέρα 20 Μαΐου 2019

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΣΑΜΑΡΕΙΤΙΔΟΣ (Ἰωάν. δ΄ 5-42)







Τό ὕδωρ τοῦτο, τό φυσικόν καί
                                   τό « ζῶν ὕδωρ», τό ὑπερφυσικόν.


«Πᾶς ὁ πίνων ἐκ τοῦ ὕδατος τούτου διψήσει πάλιν· ὅς δ’ ἄν πίῃ ἐκ τοῦ ὕδατος οὗ ἐγώ δώσω αὐτῷ, οὐ μή διψήσῃ εἰς τόν αἰῶνα, ἀλλά τό ὕδωρ ὅ δώσω αὐτῷ γενήσεται ἐν αὐτῷ πηγή ὕδατος ἀλλομένου εἰς ζωήν αἰώνιον» (Ἰωάν. δ΄ 13-14).
Τό ὕδωρ τοῦτο τό φυσικόν εἶναι δῶρον τοῦ Θεοῦ στόν ἄνθρωπον. Καί ἐδῶ, στόν διάλογο τοῦ Ἰησοῦ μέ τή Σαμαρείτιδα, συμβολίζει τόν κόσμον καί τά κοσμικά, τά γήϊνα, τά φθαρτά, τά πρόσκαιρα καί τή ματαιότητα ὅλων αὐτῶν. «Ἐκεῖνος, πού θά πιῇ ἀπό τό ὕδωρ τοῦτο τό φυσικόν, θά διψάσῃ πάλιν».
Θά σβύσῃ τή δίψα μας, γιά λίγο, πρόσκαιρα καί, μετά ἀπό λίγο, θά νοιώσουμε τήν ἀνάγκη νά πιοῦμε καί πάλιν. Ὁ Κύριος, μᾶς βεβαιώνει μέ αὐτό τό λόγο, ὅτι ὅλα τά ὑλικά ἀγαθά εἶναι «πάντα κόνις, πάντα τέφρα, πάντα σκιά». Ὅλα εἶναι «σκιᾶς ἀσθενέστερα καί ὀνείρων ἀπατηλότερα. Μία ροπή καί ταῦτα πάντα θάνατος διαδέχεται» Αὐτή εἶναι ἡ ἀλήθεια, γιά τόν κόσμο καί τά κοσμικά. «Οὐ συνοδεύει ἡ δόξα, οὐ παραμένει ὀ πλοῦτος». Ὅλα εἶναι «σκωλήκων βρῶμα καί δυσωδία». Εἷναι μία ἀλήθεια ἁπλῆ, πού τή ζοῦμε καθημερινά καί ὅμως δέν θέλουμε νά τήν ἐννοήσωμεν. Γι’ αὐτόν ἀκριβῶς τό λόγο καί μᾶς κυριεύει τό πάθος τῆς πλεονεξίας, ἡ δίψα, γιά τήν ἀπόκτησι ἀξιωμάτων, κοσμικῆς δόξας καί ὑλικοῦ πλούτου, πού μᾶς ὁδηγεῖ στήν ἀγχώδη βιοτική μέριμνα, γιά τήν ἀπόκτησι περισσοτέρων ὑλικῶν ἀγαθῶν, γιά τόν ἑαυτό μας στή γῆ, πού καταλύει τήν προσωπικότητά μας καί μᾶς ἀποξενώνει ἀπό τούς συνανθρώπους μας καί μᾶς στερεῖ ἀπό τήν πραγματική χαρά τῆς ζωῆς.
Τό γεγονός ὅτι ὁ σημερινός ἄνθρωπος δέν κατανοεῖ τήν ματαιότητα τῶν ἐγκοσμίων πραγμάτων καί τῶν ἀνθρωπίνων ἐπιδιώξεων, καί πατεῖ ἐπί πτωμάτων, γιά τήν ἀπόκτησι περισσοτέρων ὑλικῶν ἀγαθῶν, γιά τόν ἑαυτό του στή γῆ, σημαίνει ἔλλειψι ἐπαφῆς του, μέ τήν πραγματικότητα. Καί ἡ ἔλλειψις ἐπαφῆς μέ τήν πραγματικότητα εἶναι τό κυριότερο χαρακτηριστικό τῆς σχιζοφρενίας.
Ἡ ἀλήθεια εἶναι ὅτι «τό ὕδωρ τοῦτο» δέν γεμίζει τήν ψυχή μας. Δέν ἱκανοποιεῖ τίς μεταφυσικές μας ἀνησυχίες. Ὅλα τά γήϊνα, τά κοσμικά, εἶναι «ψευδοαναπληρώσεις», «λάκκοι συντετριμμένοι, οἵ οὐ δυνήσονται ὕδωρ συνέχειν», πού, ὄχι μόνον δέν ἱκανοποιοῦν τήν ψυχή μας, ἀλλά διευρύνουν τό «ὑπαρξιακό κενό».
Ἔρχεται ὁ Χριστός καί μᾶς ἀνασύρει ἀπό τήν  «ἰλύν βυθοῦ» εἰς τήν ὁποίαν μᾶς ὁδηγεῖ ἡ ἀγχώδης βιοτική μέριμνα, για τήν ἀπόκτησι περισσοτέρων ὑλικῶν ἀγαθῶν ἐπί τῆς γῆς, καί νά μᾶς λυτρώσῃ ἀπό τό ὀλέθριο πάθος τῆς πλεονεξίας. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, μᾶς διδάσκει ποιός εἶναι ὁ πραγματικός, ὁ ἀληθινός πλοῦτος καί τονίζει ὅτι «εἶναι πορισμός μέγας ἡ εὐσέβεια μετά αὐταρκείας». Ὅτι δηλαδή ἡ εὐσέβεια εἶναι, πράγματι, πηγή κέρδους, ὅταν ἀρκῆται κανείς σ’ ἐκεῖνα πού ἔχει. Μᾶς φέρει ὁ Παῦλος εἰς ἐπαφήν μέ τήν πραγματικότητα καί μᾶς λέγει ὅτι «δέν ἐφέραμε τίποτε εἰς τόν κόσμον καί εἶναι φανερόν ὅτι δέν μποροῦμε οὔτε νά πάρωμε τίποτε μαζί μας. Ὥστε, ἐάν ἔχωμεν τροφάς καί σκεπάσματα νά εἴμεθα εὐχαριστημένοι μέ αὐτά. Ἐκεῖνοι ὅμως πού θέλουν νά πλουτίσουν πέφτουν σέ πειρασμό καί παγίδα καί σέ πολλές ἐπιθυμίες ἀνόητες καί βλαβερές, πού βυθίζουν τούς ἀνθρώπους στόν ὄλεθρο καί στήν ἀπώλεια. Διότι ἡ ρίζα ὅλων τῶν κακῶν εἶναι ἡ φιλαργυρία. Ἐξαιτίας τοῦ πάθους αὐτοῦ, μερικοί ἐπλανήθησαν ἀπό τήν πίστι καί ἐκάρφωσαν τόν ἑαυτό τους  σέ πολλές ὀδύνες, σέ πολλά βάσανα» (παρβλ. Α΄Τιμόθ. στ΄ 6-10). Ὁ  Ἀπόστολος Παῦλος μᾶς  ὁδηγεῖ πρός τήν Πηγή του Ζῶντος ὕδατος, στό Χριστό, πού εἶναι ἡ ζωή μας καί ἡ εἰρήνη μας, καί εἶναι «ὁ μόνος ἔχων ἀθανασίαν, φῶς οἰκῶν ἀπρόσιτον», γιά νά μᾶς χαρίσῃ τό ζῶν ὕδωρ, τό ὑπερφυσικόν.



Ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, στό διάλογό Του, μέ τή Σαμαρείτιδα, ἔρχεται νά μᾶς ἀφυπνίσῃ καί νά μᾶς φέρει σέ ἐπαφή με τήν πραγματικότητα.
Ὅποιος πίνει ἀπό τοῦτο τό φυσικό νερό ξαναδιψάει. Ὅποιος ὅμως θά πιῇ ἀπό τό νερό, πού θά τοῦ δώσω ἐγώ, δέν θά διψάσῃ ποτέ εἰς τον αἰῶνα, ἀλλά τό νερό πού θά τοῦ δώσω, θά μεταβληθῇ μέσα του σέ πηγή νεροῦ, πού δέν θα στειρεύῃ, ἀλλά θά ἀναβλύζῃ καί θά πηδᾷ καί θά τρέχῃ πάντοτε, γιά νά παρέχῃ ζωήν αἰώνιον».
Μᾶς βοηθεῖ ὁ Κύριος νά ξεχωρίσουμε τό φῶς ἀπ’ τό σκοτάδι, τή ζωή ἀπό τό θάνατο, τά γήϊνα καί φθαρτά, ἀπό  ἐπουράνια καί ἄφθαρτα. Μᾶς καλεῖ νά «ἐννοήσωμεν τό βραχύ τῆς ζωῆς καί τή ματαιότητα τῶν ἐγκοσμίων» καί νά καθαρίσουμε τόν ἑαυτό μας ἀπό παντός μολυσμοῦ σαρκός καί πνεύματος. Νά καθαρίσουμε τήν ψυχή μας ἀπό τή λάσπη. Νά δεχθοῦμε στήν ψυχή μας τό ζῶν ὕδωρ, τό ὑπερφυσικόν, ὥστε νά μή διψάσουμε ποτέ, εἰς τόν αἰῶνα. Νά πιστέψουμε στό Χριστό καί νά λάβουμε τό ὕδωρ τό ζῶν καί νά ποτίζουμε κάθε διψασμένη ψυχή.
Καί εἶναι καιρός νά παρακαθήσουμε παρά τούς πόδας τοῦ Ἰησοῦ καί νά ἀκοῦμε τό ζωοποιό Του λόγο. Νά παρακαθήσουμε παρά τάς διεξόδους τῶν ὑδάτων, ἐκεῖ ὅπου ξεχύνονται ἄφθονα νερά, καθάρια, κρυστάλινα. Νά ἐγκολπωθοῦμε τό Εὐαγγέλιον τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ καί νά τό κάνουμε «πρᾶξι». Καί  μελετῶντες μέρα καί νύχτα τό λόγο τοῦ Κυρίου, σάν δένδρα καρποφόρα καί ἀειθαλῆ, φυτεμένα παρά τάς διεξόδους τῶν ὐδάτων νά ἀποδίδουμε τούς καρπούς στόν κατάλληλο καιρό. Νά ἀποδίδουμε τούς καρπούς πού γεννᾶ στήν ψυχή καί τή ζωή μας τό ὕδωρ τό ζῶν.


 Δηλαδή τούς καρπούς τοῦ Πνεύματος, πού εἶναι «ἀγάπη, χαρά, εἰρήνη, μακροθυμία, χρηστότης, ἀγαθωσύνη, πίστις, πρᾳότης, ἐγκράτεια» (Γαλτ. ε΄ 22).

Τό ζῶν ὕδωρ, τό ὑπερφυσικόν εἶναι  τό Ἅγιον Πνεῦμα, πού λαμβάνουν, ὅσοι πιστεύουν στό Χριστό. Καί σύμφωνα μέ τούς λόγους τῆς Γραφῆς, «ἀπό τήν καρδιά ἐκείνου, πού πιστεύει στό Χριστό, πραγματικά, ποταμοί ἐκ τῆς κοιλίας αὐτοῦ ῥεύσουσιν ὕδατος ζῶντος» (πρβλ. Ἰωάν. ζ΄ 38-39).

Εἴθε ὁ Κύριος νά μᾶς ἀξιώσῃ, νά πιστέψουμε μέ ὅλη τή δύναμι τῆς ψυχῆς μας Σ’ Αὐτόν, καί,  εἰλικρινά μετανοιωμένοι, νά ἐπιστρέψουμε κοντά Του. Εἴθε νά μᾶς ἀξιώσῃ  νά ἐπιστρέψουμε, συνειδητά, στήν Πηγή τοῦ Ζῶντος Ὕδατος. Εἴθε νά μᾶς καταστήσῃ ἀξίους νά λάβουμε τό ζῶν ὕδωρ καί νά γίνη μέσα μας πηγή ὕδατος ἀλλομένου εις ζωήν αἰώνιον. Ἀμήν.