Ἤ ΟΜΟΛΟΓΗΤΗΣ;
Τριάντα
ὀκτώ χρόνια κατάκοιτος, ὁ παράλυτος τῆς Βηθεσδά, περιμένει τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ
και τή θεραπεία του ἀπό τήν ἀρρώστια, ἀπό τήν ὁποίαν ὑπέφερε, ἐξ αἰτίας τῶν ἁμαρτιῶν του, ὅπως συμπεραίνεται
ἀπό τή, μετά τή θεραπεία του, σύστασι τοῦ Κυρίου, ὁ Ὁποῖος τοῦ
λέγει: «Ἴδε ὑγιής γέγονας· μηκέτι ἁμάρτανε,
ἵνα μή χεῖρόν σοί τι γένηται» (Ἰωάν. ε΄ 14).
Ἀπό
τήν παραμονή του ἐκεῖ τριάντα ὀκτώ χρόνια, συμπεραίνουμε ὅτι ἔχει βαθειά
συναίσθησι τῆς ἁμαρτωλότητός του καί ὅτι, εἰλικρινά μετανοιωμένος, πιστεύει στό
Ἔλεος τοῦ Θεοῦ καί περιμένει, μέ ὑπομονή, ἀγόγγυστα, τή θεραπεία του. Δέν ἔχει
ἄνθρωπο νά τόν βοηθήσῃ, οὔτε οἱ
ψευτοάγιοι τῆς ἐποχῆς του, Ἀρχιερεῖς, ἱερεῖς καί Λευίτες, οὔτε οἱ
Γραμματεῖς καί οἱ Φαρισαῖοι , οἱ ὐποκριτές. Κανείς ἀπό αὐτούς δέν τόν βοηθεῖ.
Κι’ αὐτό εἶναι τό παραπονό του. Ὅμως δέν ἀπελπίζεται. Δέν ἀγανακτεῖ. Μόνον
περιμένει καί ἐλπίζει.
Ὁ
Χριστός, ὁ τέλειος Θεός, πού γίνεται καί τέλειος ἄνθρωπος, καί ἀκούει τόν πόνο
μας καί τούς στεναγμούς μας, ἔρχεται καί ἐπισκέπτεται μέ τρυφερότητα καί ἀγάπη,
τόν παράλυτο καί, ἀφοῦ τόν
ἐρωτᾷ, ἄν πραγματικά θέλῃ νά γίνῃ ὑγιής, δηλαδή ἄν εἶναι ἀποφασισμένος
νά μήν ξαναγυρίσῃ πίσω στό κακό, νά μήν ξαναγυρίσῃ πίσω «ἐπί τό ἴδιον ἐξέραμα», νά μή ξανακάνῃ τίς ἁμαρτίες, πού τόν ἔφεραν
στήν κατάντια τῆς παραλυσίας, καί ἀφοῦ τόν διαβεβαιώνει ὅτι θέλει ὑγιής γενέσθαι, τόν θεραπεύει.
«Ἦν δέ σάββατον ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ» (Ἰωάν.ε΄9).
Ὁ
Θεραπευθείς πῆρε τό κρεβάτι του στόν ὦμο
του καί ἐπεριπάτει. Τόν εἶδαν οἱ πρόκριτοι τῶν Ἰουδαίων τεθεραπευμένον, νά
σηκώνῃ καί νά μεταφέρῃ τό κρεβάτι του τήν ἡμέρα τοῦ Σαββάτου καί τοῦ εἶπαν:
Σήμερα εἶναι σάββατον. Δέν σοῦ ἐπιτρέπεται νά σηκώσῃς καί νά μεταφέρῃς τό
κρεβάτι σου. Τότε ὁ πρώην παράλυτος ἀποκρίνεται: Αὐτός πού μέ θεράπευσε, μοῦ
εἶπε· Πάρε τό κρεβάτι σου καί περιπάτει. Τότε τόν ρώτησαν· Ποιός εἶναι αὐτός
ὁ ἄνθρωπος, πού σοῦ εἶπε, πάρε τό κρεβάτι σου καί περιπάτει;
Ὁ
Θεραπευθείς δέν γνώριζε τόν Εὐεργέτη του. Διότι ὁ Κύριος τόν θεράπευσε καί δέν
περίμενε εὐχαριστίες, ἀπομακρύνθηκε καί ἐξηφανίσθη.
Διότι θέλει νά μᾶς διδάξῃ, ἀφ’ ἑνός μέν ὅτι ἡ Ἡμέρα τοῦ Κυρίου ἁγιάζεται μέ εὐεργεσίες
καί θεραπεῖες ἐκείνων, πού ὑποφέρουν, καί ἀφ’ ἑτέρου θέλει νά μᾶς τονίσῃ ὅτι ὀφείλουμε
νά ἀγαπᾶμε ὁ ἕνας τόν ἄλλον, μέ γνήσια ἀγάπη καί ὅτι ὀφείλουμε νά θεραπεύουμε
τίς ἀνάγκες τῶν συνανθρώπων μας, χωρίς νά περιμένουμε ἀνταπόδοσι, διότι «ἡ γνήσια ἀγάπη οὐ ζητεῖ τά ἑαυτῆς»
(Α΄Κορινθ. ιγ΄ ).
Οἱ
Ἀρχιερεῖς, οἱ Γραμματεῖς καί Φαρισαῖοι, οἱ ὑποκριτές, «οἱ διυλίζοντες τόν κώνωπα καί καταπίνοντες τήν κάμηλον», τά «γεννήματα ἐχιδνῶν», αὐτοί πού, ἐνῶ καταδικάζουν σέ θάνατο τόν Ἀληθινόν Μεσσίαν,
«δέν εἰσέρχονται εἰς τό Πραιτώριον ἵνα
μή μιανθῶσιν, ἀλλ’ ἵνα φάγωσι το Πάσχα», οἱ Ψεῦστες καί Ὑποκριτές, δέν
θέλουν νά καταλάβουν τί σημαίνει γνήσια ἀγάπη,
δέν θέλουν νά καταλάβουν, πῶς ὁ Θεός θέλει νά ἁγιάζεται ἡ Ἡμέρα τοῦ σαββάτου. Ἀντίθετα
μάλιστα, καταδιώκουν, ἀπό τότε
καί μέχρι σήμερα, τό Χριστό, γιατί
θεραπεύει τήν ἡμέρα τοῦ σαββάτου. Γι’ αὐτό καί ἀνακρίνουν τόν θεραπευθέντα
παράλυτον, πού δέν γνώριζε τόν Θεραπευτή του.
Τό γεγονός ὅτι ὁ Ἰησοῦς τόν βρῆκε εἰς τό Ἱερόν, σημαίνει ὅτι, εὐγνωμονῶν τόν Θεόν, ἦλθε στό Ναό, γιά νά εὐχαριστήσῃ τό Θεό, γιά τή θεραπεία του. Καί ἐκεῖ στό Ναό γνώρισε τό Θεραπευτή του.
Καί τότε ἀμέσως, ἔσπευσε καί, ὡς ἀγνώμων διώκτης ἤ ὡς ὁμολογητής, ἀνήγγειλε τοῖς Ἰουδαίοις ὅτι Ἰησοῦς ἐστιν ὁ ποιήσας αὐτόν ὑγιῆ»;
Θέλω νά πιστεύω ὅτι, ἀπό εὐγνωμοσύνη στό Θεραπευτή του, ἔσπευσε νά διακηρύξῃ στούς Ἰουδαίους, στούς Σταυρωτές, τή Χάρι καί τή δύναμι τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ.
Εἶναι ὅμως πιθανόν, ὡς Ἰουδαῖος, νά λησμόνησε τήν εὐεργεσίαν καί ἔσπευσε νά καταδώση τόν Εὐεργέτην, εἰς τούς Ἰουδαίους, τῶν ὁποίων ἐγνώριζε, προφανῶς, τήν μοχθηρίαν καί τό μῖσος, πού ἔτρεφαν στήν ψυχη τους, γιά τό Χριστό, οἱ Σταυρωτές. Ἐξ ἄλλου εἶναι γνωστή ἀπό τήν Ἱστορία τους, ἡ ἀχαριστία καί ἡ ἀγνωμοσύνη τῶν Ἰουδαίων πρός τόν Θεόν. Πάντοτε πρωτοστατοῦν στά κακά ἔργα, «μάλιστα Ἰουδαίων προθύμως, ὡς ἔθος αὐτοῖς, εἰς ταῦτα (τά κακά ἔργα) ὑπουργούντων» (πρβλ. Πολυκάρπου, Μαρτύριον,ΧΙΙΙ,1).
Τό γεγονός ὅτι ὁ Ἰησοῦς τόν βρῆκε εἰς τό Ἱερόν, σημαίνει ὅτι, εὐγνωμονῶν τόν Θεόν, ἦλθε στό Ναό, γιά νά εὐχαριστήσῃ τό Θεό, γιά τή θεραπεία του. Καί ἐκεῖ στό Ναό γνώρισε τό Θεραπευτή του.
Καί τότε ἀμέσως, ἔσπευσε καί, ὡς ἀγνώμων διώκτης ἤ ὡς ὁμολογητής, ἀνήγγειλε τοῖς Ἰουδαίοις ὅτι Ἰησοῦς ἐστιν ὁ ποιήσας αὐτόν ὑγιῆ»;
Θέλω νά πιστεύω ὅτι, ἀπό εὐγνωμοσύνη στό Θεραπευτή του, ἔσπευσε νά διακηρύξῃ στούς Ἰουδαίους, στούς Σταυρωτές, τή Χάρι καί τή δύναμι τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ.
Εἶναι ὅμως πιθανόν, ὡς Ἰουδαῖος, νά λησμόνησε τήν εὐεργεσίαν καί ἔσπευσε νά καταδώση τόν Εὐεργέτην, εἰς τούς Ἰουδαίους, τῶν ὁποίων ἐγνώριζε, προφανῶς, τήν μοχθηρίαν καί τό μῖσος, πού ἔτρεφαν στήν ψυχη τους, γιά τό Χριστό, οἱ Σταυρωτές. Ἐξ ἄλλου εἶναι γνωστή ἀπό τήν Ἱστορία τους, ἡ ἀχαριστία καί ἡ ἀγνωμοσύνη τῶν Ἰουδαίων πρός τόν Θεόν. Πάντοτε πρωτοστατοῦν στά κακά ἔργα, «μάλιστα Ἰουδαίων προθύμως, ὡς ἔθος αὐτοῖς, εἰς ταῦτα (τά κακά ἔργα) ὑπουργούντων» (πρβλ. Πολυκάρπου, Μαρτύριον,ΧΙΙΙ,1).
Δυστυχῶς,
ἀχάριστοι, ἀγνώμονες, Σταυρωτές, εἴμαστε οἱ ἄνθρωποι. Τή μιά στιγμή, μέ μεγάλη
φωνή, κράζουμε: «’Ωσαννά· Εὐλογημένος ὁ Ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου»
καί τήν ἑπομένη στιγμή, ὠρυόμενοι, οὐρλιάζοντας,
κραυγάζουμε : «ἆρον ἆρον σταύρωσον αὐτόν». Ἀρνούμαστε τόν Εὐεργέτην, τήν Ἀλήθεια, μισοῦμε τό Φῶς προδίδουμε τόν
Χριστόν, ξεπουλάμε τήν Πατρίδα, ποδοπατοῦμε τά «ὅσια καί τά ἱερά», τά Ἰδανικά μας. «Ἀντί πινακίου φακῆς», «αντί
τριάκοντα ἀργυρίων», γιά μιά
θεσούλα, γιά τήν καλοπέρασί μας, ἀρνούμαστε
ὄχι μόνον τόν Χριστόν, ἀλλά ξεπουλᾶμε ἀκόμη καί τή μάνα μας.
Καιρός εἶναι νά διαλέξουμε: Θά παραμένουμε, Σταυρωτές, διῶκτες; Ἤ θά πάρουμε τήν ἀπόφασι νά ποῦμε τό μεγάλο ΝΑΙ στό Χριστό καί θά βάλουμε ἀρχήν στήν πνευματική μας ζωή; Θά παραμείνουμε «διῶκτες», ἤ, ζῶντες εὐσεβῶς ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ, θά γίνουμε θερμοί Ὁμολογητές τῆς Πίστεως σέ Ἐκεῖνον, πού «σταυρώθηκε γι’ μας καί ἑκών ἐτάφη καί Ἀνέστη ἐκ νεκρῶν τοῦ σῶσαι τά σύμπαντα;»
Καιρός εἶναι νά καταλάβουμε ὅλοι καλά, ὅτι μόνον ὁ Χριστός μᾶς ἔχει ἀπομείνει. Ἡ ἀνθρωπότητα βυθίζεται στό Βόρβορο τῆς Ψευτιᾶς καί τῆς Ὑποκρισίας. Οἱ περισσότεροι ἄνθρωποι, χωρίς ντροπή, κυλιόμαστε στή λάσπη. Παραμένουμε «δέσμιοι τῆς γῆς». Ἀρνούμαστε τήν Ἀλήθεια, πολεμοῦμε τήν Ὀρθοδοξία τῆς ζωῆς, πού εἶναι ὑγεία καί ἀκολουθοῦμε τό σκοτάδι, τήν Ψευτιά καί τήν Ὑποκρισία, πού εἶναι ἀρρώστια. Διώχνουμε τό Χριστό ἀπό τήν ψυχή καί τή ζωή μας. Γι’ αὐτό,
«εἶναι πικρό καί τό νερό, πού πίνουμε
καί τό ψωμί, πού τρῶμε, ἄρτος ὀδύνης».
Εἶναι καιρός νά παύσουμε νά εἴμαστε διῶκτες. Νά ἀνοίξουμε τήν καρδιά μας στό Χριστό, νά ἐγκολπωθοῦμε τό Εὐαγγέλιον τῆς Ἀγάπης Του, ζῶντες ὡς Ὁμολογητές τῆς Πίστεως Σ' Αὐτόν, τόν Ἀληθινόν Θεόν.
Ὁ Χριστός εἶναι ἡ ζωή μας καί ἡ εἰρήνη μας. Ὀφείλουμε δέ Αὐτόν καί μόνον Αὐτόν νά λατρεύωμεν «ἐν πνεύματι καί ἀληθείᾳ», μέ τήν καρδιά μας καί νά Τόν παρακαλοῦμε νά μᾶς ἀξιώνῃ νά Τόν δοξολογοῦμε ὡς προσωπικό μας Σωτῆρα καί ὡς Λυτρωτήν τοῦ σύμπαντος κόσμου καί, ἀσιγήτως, νά Τόν ὑμνοῦμε καί νά Τόν προσκυνοῦμεν, σύν τῷ Πατρί καί τῷ ἁγίῳ Πνεύματι, εἰς πάντας τούς αἰῶνας. Ἀμήν.
Καιρός εἶναι νά διαλέξουμε: Θά παραμένουμε, Σταυρωτές, διῶκτες; Ἤ θά πάρουμε τήν ἀπόφασι νά ποῦμε τό μεγάλο ΝΑΙ στό Χριστό καί θά βάλουμε ἀρχήν στήν πνευματική μας ζωή; Θά παραμείνουμε «διῶκτες», ἤ, ζῶντες εὐσεβῶς ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ, θά γίνουμε θερμοί Ὁμολογητές τῆς Πίστεως σέ Ἐκεῖνον, πού «σταυρώθηκε γι’ μας καί ἑκών ἐτάφη καί Ἀνέστη ἐκ νεκρῶν τοῦ σῶσαι τά σύμπαντα;»
Καιρός εἶναι νά καταλάβουμε ὅλοι καλά, ὅτι μόνον ὁ Χριστός μᾶς ἔχει ἀπομείνει. Ἡ ἀνθρωπότητα βυθίζεται στό Βόρβορο τῆς Ψευτιᾶς καί τῆς Ὑποκρισίας. Οἱ περισσότεροι ἄνθρωποι, χωρίς ντροπή, κυλιόμαστε στή λάσπη. Παραμένουμε «δέσμιοι τῆς γῆς». Ἀρνούμαστε τήν Ἀλήθεια, πολεμοῦμε τήν Ὀρθοδοξία τῆς ζωῆς, πού εἶναι ὑγεία καί ἀκολουθοῦμε τό σκοτάδι, τήν Ψευτιά καί τήν Ὑποκρισία, πού εἶναι ἀρρώστια. Διώχνουμε τό Χριστό ἀπό τήν ψυχή καί τή ζωή μας. Γι’ αὐτό,
«εἶναι πικρό καί τό νερό, πού πίνουμε
καί τό ψωμί, πού τρῶμε, ἄρτος ὀδύνης».
Εἶναι καιρός νά παύσουμε νά εἴμαστε διῶκτες. Νά ἀνοίξουμε τήν καρδιά μας στό Χριστό, νά ἐγκολπωθοῦμε τό Εὐαγγέλιον τῆς Ἀγάπης Του, ζῶντες ὡς Ὁμολογητές τῆς Πίστεως Σ' Αὐτόν, τόν Ἀληθινόν Θεόν.
Ὁ Χριστός εἶναι ἡ ζωή μας καί ἡ εἰρήνη μας. Ὀφείλουμε δέ Αὐτόν καί μόνον Αὐτόν νά λατρεύωμεν «ἐν πνεύματι καί ἀληθείᾳ», μέ τήν καρδιά μας καί νά Τόν παρακαλοῦμε νά μᾶς ἀξιώνῃ νά Τόν δοξολογοῦμε ὡς προσωπικό μας Σωτῆρα καί ὡς Λυτρωτήν τοῦ σύμπαντος κόσμου καί, ἀσιγήτως, νά Τόν ὑμνοῦμε καί νά Τόν προσκυνοῦμεν, σύν τῷ Πατρί καί τῷ ἁγίῳ Πνεύματι, εἰς πάντας τούς αἰῶνας. Ἀμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου