Καί ὁ Ἰησοῦς
Χριστός, τό ἀληθινόν Φῶς.
ΣΚΟΤΑΔΙΣΤΕΣ εἶναι
οἱ ἄνθρωποι τοῦ σκότους. Δέν ἀγαποῦν, ἀλλά μισοῦν καί πολεμοῦν τό Φῶς, διότι εἶναι
πονηρά τά ἔργα τους. Φοροῦν τό προσωπεῖον τοῦ Ἁγίου καί ὑποκρίνονται. Κρύπτουν
τό ἀληθινόν τους πρόσωπο καί παρουσιάζονται ὡς ἄνθρωποι τοῦ φωτός,
προοδευτικοί, γιά νά ἐξαπατοῦν καί νά ἐκμεταλεύονται τούς ἀφελεῖς, τούς ἀθώους
συνανθρώπους τους, ἐνῷ κατ’ οὐσίαν εἶναι «λύκοι βαρεῖς, μή φειδόμενοι τοῦ ποιμνίου» (Πραξ. κ΄ 29-30).
Οἱ σκοταδιστές «ἔρχονται πρός ἡμᾶς ἐν ἐνδύμασι προβάτων, ἔσωθεν δέ εἰσι λύκοι ἅρπαγες» (Ματθ. ζ΄ 15). Εἷναι Ψεῦτες καί ὑποκριτές, Ψευδοδιδάσκαλοι, διαστρέφουν τήν Ἀλήθεια καί κηρύττουν ἀναισχύντως τό Ψεῦδος. Εἷναι αὐτοί, πού, ὄχι ἁπλῶς δέν δέχονται τόν Ἀληθινόν Μεσσίαν, ἀλλά καί καί τόν ὁδηγοῦν στό Σταυρό καί, καθημερινά Τόν Σταυρώνουν στό πρόσωπον τῶν ἐλαχίστων ἀδελφῶν Του. Εἶναι οἱ Σταυρωτές τοῦ Χριστοῦ, κάθε ἐποχῆς, Ἀρχιερεῖς, Γραμματεῖς καί Φαρισαῖοι, οἱ Ὑποκριτές, «οἱ διϋλίζοντες τόν κώνωπα, τήν δέ κάμηλον καταπίνοντες» (Ματθ. κγ΄ 24), «οἱ ὄφεις, τά γεννήματα ἐχιδνῶν» (Ματθ. κγ΄33), «ἡ ἐσχηματισμένη εὐσέβεια» ὅλων τῶν ἐποχῶν, οἱ ξεδιάντροποι «ληστές μέ τό λευκό κολλάρο», «ὁδηγοί μωροί καί τυφλοί», πού ὁδηγοῦν σταθερά τό Λαό τοῦ Θεοῦ πρός τήν ἄβυσσον τῆς αἰώνιας Ὀδύνης.
Οἱ σκοταδιστές «ἔρχονται πρός ἡμᾶς ἐν ἐνδύμασι προβάτων, ἔσωθεν δέ εἰσι λύκοι ἅρπαγες» (Ματθ. ζ΄ 15). Εἷναι Ψεῦτες καί ὑποκριτές, Ψευδοδιδάσκαλοι, διαστρέφουν τήν Ἀλήθεια καί κηρύττουν ἀναισχύντως τό Ψεῦδος. Εἷναι αὐτοί, πού, ὄχι ἁπλῶς δέν δέχονται τόν Ἀληθινόν Μεσσίαν, ἀλλά καί καί τόν ὁδηγοῦν στό Σταυρό καί, καθημερινά Τόν Σταυρώνουν στό πρόσωπον τῶν ἐλαχίστων ἀδελφῶν Του. Εἶναι οἱ Σταυρωτές τοῦ Χριστοῦ, κάθε ἐποχῆς, Ἀρχιερεῖς, Γραμματεῖς καί Φαρισαῖοι, οἱ Ὑποκριτές, «οἱ διϋλίζοντες τόν κώνωπα, τήν δέ κάμηλον καταπίνοντες» (Ματθ. κγ΄ 24), «οἱ ὄφεις, τά γεννήματα ἐχιδνῶν» (Ματθ. κγ΄33), «ἡ ἐσχηματισμένη εὐσέβεια» ὅλων τῶν ἐποχῶν, οἱ ξεδιάντροποι «ληστές μέ τό λευκό κολλάρο», «ὁδηγοί μωροί καί τυφλοί», πού ὁδηγοῦν σταθερά τό Λαό τοῦ Θεοῦ πρός τήν ἄβυσσον τῆς αἰώνιας Ὀδύνης.
Εὐσπλαγχνίζεται ὁ
Θεός τό Λαό Του, καί, ὡς ἄπειρη ἀγάπη, ἀνατέλλει
σ’ αὐτούς «τούς ἐν σκότει», «εἰς τούς ἐν χώρᾳ καί σκιά θανάτου
καθημένους» (Ματθ. δ΄ 16), τόν Ἥλιον τῆς
Δικαιοσύνης, τόν Χριστόν, τόν Υἱόν Του, πού εἶναι «τό Φῶς τό ἀληθινόν, πού φωτίζει κάθε ἄνθρωπον, πού ἔρχεται στόν κόσμο»(Ἰωάν. α΄ 9).
Οἱ σκοταδιστές δέν Τόν δέχονται.
Τόν φθονοῦν. Τόν πολεμοῦν μέ λυσσαλέον μῖσος. Ὁ Εὐαγγελιστής Ἰωάννης ἱστορεῖ
τήν ἀλήθεια καί αἰτιολογεῖ τό λόγο τοῦ μίσους καί λέγει ὅτι ὁ Ἰησοῦς, ὁ Υἱός
καί Λόγος τοῦ Θεοῦ «εἰς τά ἴδια ἦλθε,
καί οἱ ἴδιοι αὐτόν οὐ παρέλαβον» (Ἰωάν. α΄
11). «Αὕτη δέ ἐστιν ἡ κρίσις, ὅτι τό Φῶς ἐλήλυθεν εἰς τόν κοσμον, καί ἠγάπησαν οἱ ἄνθρωποι μᾶλλον τό σκότος ἤ τό φῶς· ἦν γάρ πονηρά αὐτῶν τά ἔργα. Πᾶς γάρ ὁ φαῦλα πράσσων μισεῖ τό φῶς καί οὐκ ἔρχεται πρός τό φῶς, ἵνα μή ἐλεγχθῇ τά ἔργα αὐτοῦ» (Ἰωάν. γ΄ 19-20).
Δέν Τόν δέχθηκαν. Τόν μίσησαν καί τόν Σταύρωσαν. Καί συνεχίζουν νά ζοῦν στό σκοτάδι. Δέν μετανοῦν. «Συνεχίζουν νά προσκυνοῦν τά δαιμόνια καί τά εἴδωλα...» (Ἀποκ. θ΄ 20-21).
«Ὅσοι ὅμως ἔλαβον αὐτόν», ὅσοι Τόν δέχθηκαν, ὅσοι πίστεψαν στό Ὄνομά Του, σ’ αὐτούς ἔδωκεν ἐξουσίαν τέκνα Θεοῦ γενέσθαι, διότι αὐτοί ἐκ Θεοῦ ἐγεννήθησαν» (Ἰωάν. α΄ 12-13). Δέχθηκαν τό Φῶς τοῦ Χριστοῦ, ἐγκολπώθηκαν τήν Ἀλήθεια, ἔγιναν ὁλόκληροι Φῶς καί πῆραν τήν ἀπόφασιν νά πράττουν τήν ἀλήθεια, τά ἔργα τοῦ φωτός. «Ὁ δέ ποιῶν τήν ἀλήθειαν ἔρχεται πρός τό φῶς, ἵνα φανερωθῇ αὐτοῦ τά ἔργα, ὅτι ἐν Θεῷ ἐστιν εἰργασμένα» (Ἰωάν. γ΄ 21).
Ὅσοι δέχθηκαν τό
Χριστό, τό φῶς τό ἀληθινόν, μίσησαν τό σκοτάδι καί τά ἔργα τοῦ σκότους, καί ἔγιναν
κήρυκες τοῦ Χριστοῦ, ἔγιναν ὁλόκληροι φῶς
καί φωτοδότες.
Ἔρχεται ὁ Χριστός καί φωτίζει τά σκοτάδια μας. Θεραπεύει τήν σωματική, τήν ψυχική καί πνευματική μας τύφλωσι. Μᾶς καθιστᾶ φῶς τοῦ κόσμου καί μᾶς ἀποστέλλει νά μεταδώσουμε τό Φῶς Του «πάσῃ τῇ κτίσει».
Τρανώτατο παράδειγμα ὁ θεραπευθείς ἐκ γενετῆς τυφλός. Θεράπευσε ὁ Χριστός τήν τύφλωσί του τή σωματική καί ἀμέσως πίστεψε στό Θεραπευτή του καί, ὅλος φῶς, κήρυξε τό Ὄνομα τοῦ Κυρίου ἀκόμη καί σ’ αὐτούς τούς φανατικούς ἐχθρούς Του.
Ἦταν γνωστός ζητιάνος ὁ ἐκ γενετῆς τυφλός. Κανείς δέν μπόρεσε, ἀπό τούς Ἀρχιερεῖς καί τούς Γραμματεῖς καί τους Φαρισαίους τούς ὑποκριτές, νά τόν θεραπεύσῃ. Δέν Χάρηκαν μέ τή θεραπεία του. Τόν ἀνέκριναν καί μόλις πληροφορήθηκαν οἱ σκοταδιστές, ὅτι ὁ Ἰησοῦς, ἔπτυσε χαμαί καί ἐποίησε πηλόν ἐκ τοῦ πτύσματος, καί ἐπέχρισε τόν πηλόν ἐπί τούς ὀφθαλμούς τοῦ τυφλοῦ καί εἶπεν αὐτῷ· ὕπαγε νίψαι εἰς τήν κολυμβήθραν τοῦ Σιλωάμ καί ὅτι, ἀπελθών καί νιψάμενος, ἀνέβλεψε, δέν χάρηκαν.
Ἀντίθετα μάλιστα ἐφρύαξαν, ὀργίσθηκαν ὑπερβολικά ἐναντίον τοῦ Ἰησοῦ, ὁ ὁποῖος ἐποίησε πηλόν καί θεράπευσε τόν τυφλόν τήν ἡμέραν τοῦ Σαββάτου (Ἰωάν. θ΄ 1-38). Ξεπέρασαν «οἱ ὄφεις» κάθε ὅριο ὑποκρισίας καί σκοταδισμοῦ, χύνοντας δηλητήριον ἀπό τό βρωμερό τους στόμα. Προσπαθοῦν νά στρέψουν ἐναντίον τοῦ Ἰησοῦ ἀκόμη καί τόν θεραπευθέντα, τόν ποτε τυφλόν, ὁ ὁποῖος μετά θαυμαστῆς παρρησίας, ὄχι μόνον ὁμολογεῖ τήν ὑπό τοῦ Ἰησοῦ θεραπείαν του, ἀλλά καί προσπαθεῖ νά πείσῃ τούς σκοταδιστές, «τά γεννήματα ἐχιδνῶν», ὅτι ὁ Ἰησοῦς εἶναι ὁ Μεσσίας, ἀπεσταλμένος ἀπό τό Θεό, γιά νά σώσῃ τό Γένος τῶν ἀνθρώπων.
Ἔρχεται ὁ Χριστός καί φωτίζει τά σκοτάδια μας. Θεραπεύει τήν σωματική, τήν ψυχική καί πνευματική μας τύφλωσι. Μᾶς καθιστᾶ φῶς τοῦ κόσμου καί μᾶς ἀποστέλλει νά μεταδώσουμε τό Φῶς Του «πάσῃ τῇ κτίσει».
Τρανώτατο παράδειγμα ὁ θεραπευθείς ἐκ γενετῆς τυφλός. Θεράπευσε ὁ Χριστός τήν τύφλωσί του τή σωματική καί ἀμέσως πίστεψε στό Θεραπευτή του καί, ὅλος φῶς, κήρυξε τό Ὄνομα τοῦ Κυρίου ἀκόμη καί σ’ αὐτούς τούς φανατικούς ἐχθρούς Του.
Ἦταν γνωστός ζητιάνος ὁ ἐκ γενετῆς τυφλός. Κανείς δέν μπόρεσε, ἀπό τούς Ἀρχιερεῖς καί τούς Γραμματεῖς καί τους Φαρισαίους τούς ὑποκριτές, νά τόν θεραπεύσῃ. Δέν Χάρηκαν μέ τή θεραπεία του. Τόν ἀνέκριναν καί μόλις πληροφορήθηκαν οἱ σκοταδιστές, ὅτι ὁ Ἰησοῦς, ἔπτυσε χαμαί καί ἐποίησε πηλόν ἐκ τοῦ πτύσματος, καί ἐπέχρισε τόν πηλόν ἐπί τούς ὀφθαλμούς τοῦ τυφλοῦ καί εἶπεν αὐτῷ· ὕπαγε νίψαι εἰς τήν κολυμβήθραν τοῦ Σιλωάμ καί ὅτι, ἀπελθών καί νιψάμενος, ἀνέβλεψε, δέν χάρηκαν.
Ἀντίθετα μάλιστα ἐφρύαξαν, ὀργίσθηκαν ὑπερβολικά ἐναντίον τοῦ Ἰησοῦ, ὁ ὁποῖος ἐποίησε πηλόν καί θεράπευσε τόν τυφλόν τήν ἡμέραν τοῦ Σαββάτου (Ἰωάν. θ΄ 1-38). Ξεπέρασαν «οἱ ὄφεις» κάθε ὅριο ὑποκρισίας καί σκοταδισμοῦ, χύνοντας δηλητήριον ἀπό τό βρωμερό τους στόμα. Προσπαθοῦν νά στρέψουν ἐναντίον τοῦ Ἰησοῦ ἀκόμη καί τόν θεραπευθέντα, τόν ποτε τυφλόν, ὁ ὁποῖος μετά θαυμαστῆς παρρησίας, ὄχι μόνον ὁμολογεῖ τήν ὑπό τοῦ Ἰησοῦ θεραπείαν του, ἀλλά καί προσπαθεῖ νά πείσῃ τούς σκοταδιστές, «τά γεννήματα ἐχιδνῶν», ὅτι ὁ Ἰησοῦς εἶναι ὁ Μεσσίας, ἀπεσταλμένος ἀπό τό Θεό, γιά νά σώσῃ τό Γένος τῶν ἀνθρώπων.
Ὅταν μάλιστα τόν ξαναρωτοῦν· Πῶς ἤνοιξέ σου
τούς ὀφθαλμούς; Ἀποκρίνεται μέ θάρρος :Σᾶς εἶπα ἤδη καί δέν με ἀκούσατε. Γιατί
τώρα θέλετε νά ἀκούσετε πάλι τά ἴδια; Μήπως καί ἐσεῖς θέλετε νά γίνεται Μαθητές
Του; (Ἰωάν. θ΄ 24-38).
Θαυμαστός εἶναι ὁ ζῆλος καί ἡ παρρησία τοῦ
θεραπευθέντος τυφλοῦ. Ἡ Εὐγνωμοσύνη του πρός τόν Εὐεργέτην του, ἡ ἀγάπη του καί ἡ ἀφοσίωσί του στόν Κύριον εἶναι
ὑποδειγματική.
Ἐμεῖς, πού τόσο πολύ ἔχουμε εὐεργετηθεῖ ἀπό τό Θεό, νοιώθουμε τό ἴδιο εὐγνώμονες; Φωτίζουμε τούς ἀνθρώπους μέ τά ἔργα μας; Κηρύττουμε τό ὄνομά Του στούς συνανθρώπους μας; Λατρεύουμε τόν Κύριο «ἐν πνεύματι καί ἀληθείᾳ», μέ τήν καρδιά μας;
Εἶναι καιρός ὁ καθένας ἀπό μᾶς νά πιστέψουμε μέ ὅλη τή δύναμι τῆς ψυχῆς μας στό Χριστό, πού εἶναι τό φῶς τό ἀληθινόν, νά δεχθοῦμε στήν ψυχή μας τό Φῶς Του, νά τό μεταδίδουμε στό κάθε μας βῆμα, καί νά Τόν δοξάζουμε, ὑμνοῦντες Αὐτον, ὡς Θεόν, εἰς τούς αἰῶνας.
Ἐμεῖς, πού τόσο πολύ ἔχουμε εὐεργετηθεῖ ἀπό τό Θεό, νοιώθουμε τό ἴδιο εὐγνώμονες; Φωτίζουμε τούς ἀνθρώπους μέ τά ἔργα μας; Κηρύττουμε τό ὄνομά Του στούς συνανθρώπους μας; Λατρεύουμε τόν Κύριο «ἐν πνεύματι καί ἀληθείᾳ», μέ τήν καρδιά μας;
Εἶναι καιρός ὁ καθένας ἀπό μᾶς νά πιστέψουμε μέ ὅλη τή δύναμι τῆς ψυχῆς μας στό Χριστό, πού εἶναι τό φῶς τό ἀληθινόν, νά δεχθοῦμε στήν ψυχή μας τό Φῶς Του, νά τό μεταδίδουμε στό κάθε μας βῆμα, καί νά Τόν δοξάζουμε, ὑμνοῦντες Αὐτον, ὡς Θεόν, εἰς τούς αἰῶνας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου