Πέμπτη 30 Μαΐου 2019

ΑΣΕΒΕΙΑ ΚΑΙ ΑΣΕΒΗΣ



                              
 Ἤ Θεοσέβεια καί Θεοσεβής;

Ἡ τελευταία λέξις τῆς ἰατρικῆς ἐπιστήμης καί τῆς ψυχοθεραπείας εἶναι ὅτι ἡ Θεοσέβεια, ἡ Ὀρθοδοξία τῆς ζωῆς εἶναι ὑγεία, ἐνῷ ἡ ἀσέβεια, ἡ ἔλλειψις σεβασμοῦ πρός τόν Θεόν καί πρός τούς ἀνθρώπους, ἡ ἀνορθοδοξία, ἡ κακοδοξία εἶναι «ὕβρις» πρός τόν Θεόν, εἶναι αἵρεσις, εἶναι ἀρρώστια.
Καί δέν εἶναι ὑπερβολή, ἄν ποῦμε, ὅτι ἡ ἐποχή μας χαρακτηρίζεται ἀπό τήν ἀσέβεια. Μέ τή συμπεριφορά τους οἱ περισσότεροι ἄνθρωποι ὄχι ἁπλῶς ἀποδεικνύουν,( μέ τίς ἀσεβεῖς πράξεις, τά λόγια καί τήν ἐν γένει συμπεριφορά τους), ὅτι δέν σέβονται τόν Θεόν καί τούς συνανθρώπους τους, ἀλλά καί καυχῶνται, γιά τήν ἀνορθόδοξη συμπεριφορά τους, πρᾶγμα πού σημαίνει ψυχοσωματική διαταραχή, ἀρρώστια.
Εἶναι λοιπόν ἀνάγκη νά συνειδητοποιήσουμε τό λόγο, τήν αἰτία τῆς ἀρρώστιας καί νά τροποποιήσουμε καί νά θεραπεύσουμε  τήν προβληματική μας συμπεριφορά, πρίν νά εἶναι ἀργά.  «Καί ἀρνησάμενοι τήν ἀσέβειαν καί τάς κοσμικάς ἐπιθυμίας σωφρόνως καί δικαίως καί εὐσεβῶς ζήσωμεν ἐν τῷ νῦν αἰῶνι» (Τιτ. β΄ 12). Νά ἐγκολπωθοῦμε τήν Ὀρθοδοξία τῆς ζωῆς. Δηλαδή,


Νά ἀνοίξουμε τήν καρδιά μας στόν Χριστόν, τόν πανακῆ ἰατρόν καί νά ἐγκολπωθοῦμε τήν θεοσέβειαν, τό Εὐαγγέλιον τῆς Ἀγάπης τοῦ Ἱησοῦ, καί ζῶντες εὐσεβῶς ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ, καθώς πρέπει ἁγίοις, καί περιπατοῦντες ἐν ἀγάπῃ, ὅπως ἀκριβῶς ὁ Χριστός, νά διαφυλάξουμε τήν ψυχοσωματική μας ὑγεία.

Εἶναι ἀναμφισβήτητη ἀλήθεια ὅτι τό φρόνημα τῆς σαρκός, εἶναι ἔχθρα εἰς Θεόν, εἶναι ἀσέβεια, εἶναι «ὕβρις» καί φέρει στήν ψυχή καί τή ζωή μας τό θάνατο (πρβλ. Ρωμ. η΄ 6), ὅτι «τά ὀψώνια τῆς ἁμαρτίας θάνατος» (Ρωμ. στ΄ 23), ἐνῷ ἡ ὀρθοδοξία τῆς ζωῆς, «τό φρόνημα τοῦ πνεύματος εἶναι ζωή καί εἰρήνη» (Ρωμ. η΄ 6). Εἶναι, συνεπῶς, ὁλοφάνερη ἡ ἀνάγκη τῆς ψυχῆς μας, νά ἀρνηθοῦμε τήν ἀσέβειαν καί νά ἐγκολπωθοῦμε τήν Θεοσέβειαν.
Ὁ ἐκ γενετῆς τυφλός, μετά τή θεραπεία της σωματικῆς του τυφλώσεως καί τό φωτισμό του, μᾶς συγκλονίζει μέ τήν παρρησία, μέ τήν ὁποίαν ὁμολογεῖ τόν Χριστόν καί διακηρύσσει ὅτι αὐτός εἶναι ἀποσταλμένος τοῦ Θεοῦ Σωτῆρας τοῦ κόσμου.




Ὁμολογεῖ, μέ κίνδυνον τῆς ζωῆς του, καί διακηρύσσει ὅτι ὁ Χριστός τόν θεράπευσε καί τονίζει στούς  Ὄφεις, στά γεννήματα ἐχιδνῶν, στούς σκοταδιστές ὅλων τῶν ἐποχῶν, ὅτι «ἁμαρτωλῶν ὁ Θεός οὐκ ἀκούει, ἀλλ’ ἐάν τις θεοσεβής ᾖ καί τό θέλημα αὐτοῦ ποιῇ, τούτου ἀκούει». Και ὑπογραμμίζει σέ ὅλους αὐτούς τούς σκοταδιστές ὅλων τῶν Ἐποχῶν, σέ ὅλους τούς ἀνόητους διῶκτες, ὅτι «ἐκ τοῦ αἰῶνος οὐκ ἠκούσθη ὅτι ἤνοιξέ τις ὀφθαλμούς τυφλοῦ γεγεννημένου. Εἰ μή ἦν οὗτος παρά τοῦ Θεοῦ, οὐκ ἠδύνατο ποιεῖν οὐδέν», δέν θά μποροῦσε νά κάμῃ ἀπολύτως τίποτε  (Ἰωάν. θ΄ 31-32).







Τό ἀποτέλεσμα τῆς μετά παρρησίας  Ὁμολογίας  του ἦτο ὁ διωγμός, ἡ περιφρόνησις . «Καί ἐξέβαλον αὐτόν ἔξω» (Ἰωάν. θ΄34).
Τόν ἔδιωξαν περιφρονητικά ἀπό τό περιβάλλον τους οἱ ἐμπαῖκτες, οἱ Χλευαστές, οἱ Σταυρωτές τοῦ Χριστοῦ. Μιά πικρή ἱστορία, πού, δυστυχῶς ἐπαναλαμβάνεται, καί θά ἐπαναλαμβάνεται μέχρι τό Τέλος. Ἀλλά δέν καταλαβαίνουν οἰ ἀσεβεῖς, ὅτι  πρώην τυφλός καί τώρα φωτοδότης, ἀλλά καί κάθε ὁμολογητής καί ὅλοι οἱ πιστοί στό Χριστό, πρίν προλάβουν οἱ σκοταδιστές νά τούς ἀποβάλλουν, ἔχουν ἤδη ἐξέλθει ἀπό τή Βαβυλῶνα. ὑπακούοντες στήν Προσταγή τοῦ Κυρίου, πού λέγει:  «ἐξέλθετε ὁ λαός μου ἐκ τῆς  Βαβυλῶνος» (Ἀποκ.ιη΄4); Δέν καταλαβαίνουν οἱ ἀσεβεῖς, ὅτι ξερχόμενοι οἱ πιστοί ἀπό τό σπήλαιον τῶν ληστῶν, ἀμέσως εἰσέρχονται εἰς τό «ἱερόν», εἰς τήν ἀγκαλιά τοῦ Θεοῦ;
Ἀδελφέ μου, μή φοβᾶσαι. Νά εἶσαι σίγουρος, ὅτι μόλις ἐξέλθῃς ἀπό τή Βουλή τῶν ἀσεβῶν, θά ἔλθῃ νά σέ βρῇ ὁ Χριστός, πού σίγουρα φροντίζει τούς δικούς του, καί θά φανερωθῇ καί σένα ὅπως ἀκριβῶς φανερώθηκε στόν τυφλό, ὅταν τόν ἔδιωξαν οἱ σκοταδιστές Φαρισαῖοι:
«Ἤκουσεν ὁ Ἰησοῦς ὅτι ἐξέβαλον αὐτόν ἔξω καί εὑρών αὐτόν εἶπεν αὐτῷ· σύ πιστεύεις εἰς τόν υἱόν τοῦ Θεοῦ;
Ὁ θεραπευθείς καί ὁμολογητής δέν γνώριζε ὅτι ὁ Ἰησοῦς ἦταν ὁ Μεσσίας, ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ, ἀλλά ὅτι ἦταν ἀπεσταλμένος τοῦ Θεοῦ. Γι’ αὐτό καί ἀποκρίνεται στόν Κύριο λέγων: «Καί τίς ἐστι, Κύριε, ἵνα πιστεύσω εἰς αὐτόν; Καί τότε ἀξιώνεται νά δῇ τό Θεό πρόσωπον πρός πρόσωπον, αὐτόν καθώς ἐστι. Τόν βεβαίωσε ὁ Ἴδιος ὁ Ἰησοῦς. Φανερώθηκε  σ’ αὐτόν καί τοῦ εἶπε: «Καί ἑώρακας αὐτόν καί ὁ λαλῶν μετά σοῦ ἐκεῖνός ἐστιν. Ὁ δέ ἔφη· Πιστεύω, Κύριε· καί προσεκύνησεν αὐτῷ» (Ἰωάν. θ΄ 35-38). Ποιός μπορεῖ νά περιγράψῃ τή Χαρά καί τήν ἀγαλλίασι, πού νοιώθῃ ἡ ψυχή, πού ἀξιώνεται αὐτῆς τῆς θείας ἀποκαλύψεως;
Εἴθε καί ἡμεῖς νά ἀξιωθοῦμε αὐτῆς τῆς χαρᾶς, νά φανερωθῇ καί σέ μᾶς ὁ Κύριος καί νά μᾶς ἐντάξῃ εἰς τήν χορείαν τῶν ἁγίων Του, «ἔνθα ὁ τῶν ἑορταζόντων ἦχος ὁ ἀκατάπαυστος καί ἡ ἀπέραντος ἡδονή τῶν καθορώντων τοῦ προσώπου Αὐτοῦ τό κάλλος τό ἄρρητον». Ἀμήν.





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου