Τετάρτη 22 Μαΐου 2019

ΠΕΙΝΑ ΚΑΙ ΔΙΨΑ ΤΟΥ ΙΗΣΟΥ (Ἰωάν. δ΄31-34).






Ἡ ἐκπλήρωσις τοῦ Θελήματος τοῦ Θεοῦ-Πατρός.



«Ἐν δέ τῷ μεταξύ ἠρώτων αὐτόν οἱ μαθηταί λέγοντες· ραββί, φάγε.  Ὁ δέ εἶπεν αὐτοῖς· 

Ἐγώ βρῶσιν ἔχω φαγεῖν, ἥν ὑμεῖς οὐκ οἴδατε.

Ἔλεγον οὖν οἱ μαθηταί πρός ἀλλήλους· μή τις  ἤνεγκεν αὐτῷ φαγεῖν;

Λέγει αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· Ἐμόν βρῶμά ἐστιν ἵνα ποιῶ τό θέλημα τοῦ πέμψαντός με καί τελειώσω αὐτοῦ τό ἔργον»(Ἰωάν. δ΄ 31-34).







Διαλέγεται ὁ Θεάνθρωπος μέ τή Σαμαρείτιδα, τήν τρέφει μέ τό ζωοποιό Του λόγο καί τῆς ἀποκαλύπτει ὅτι Αὐτός εἶναι ὁ Μεσσίας. Ἀφοῦ πῆρε τή Χάρι Του, ἀφήνει τή στάμνα της στό πηγάδι τοῦ Ἰακώβ καί σπεύδει νά ἀναγγείλῃ στούς συμπατριῶτες της τόν Ἐρχομό Του καί νά τούς καλέσῃ κοντά Του: «Δεῦτε ἴδετε ἄνθρωπον ὅς εἶπέ μοι πάντα ὅσα ἐποίησα· μήτι οὗτός ἐστιν ὁ Χριστός;» (Ἰωάν. δ΄ 29).

«Ἐν δέ τῷ μεταξύ», καθ’  ὅν  χρόνον ἡ Σαμαρεῖτις ἀναγγέλλει τήν ἔλευσι τοῦ Μεσσίου, οἱ Μαθητές Του του προσφέρουν τροφή καί τόν παρακαλοῦν λέγοντες· Διδάσκαλε, φάγε. Κι’ Αὐτός  δέν δέχεται τήν ὑλική αὐτή τροφή καί τούς λέγει : «Ἐγώ ἔχω φαγητό νά φάγω, τό ὁποῖον σεῖς δέ ξέρετε». Τότε


οἱ Μαθηταί ἔλεγαν μεταξύ τους· Μήπως τοῦ ἔφερε κανείς νά φάγῃ; Δέν μπόρεσαν νά καταλάβουν τή λαχτάρα τῆς ψυχῆς Του.

Πολύ περισσοτερο σήμερα, στήν σχιζοφρενική ἐποχή μας, ἐποχή σατανοκρατούμενη, ἐποχή ἀνατροπῆς τῆς Ἱεραρχίας τῶν Ἀξιῶν, στήν ἐποχή, πού οἱ περισσότεροι ἄνθρωποι κυριεύονται ἀπό τή Γαστριμαργία, πού ὐψώνουν σέ Θεότητα καί λατρεύουν τήν Κοιλία, δέν μποροῦν νά κατανοήσουν τό βαθύτερο νόημα τοῦ λόγου τοῦ Χριστοῦ, δέν μποροῦν νά συνειδητοποιήσουν καί νά ἐκτιμήσουν τή λαχτάρα τῆς Ψυχῆς τοῦ Θεανθρώπου, δέν μποροῦν νά ἐννοήσουν ὅτι πεῖνα καί δίψα Του εἶναι ἡ ἐκπλήρωσις τοῦ Θελήματος τοῦ πέμψαντος Αὐτόν Πατρός, ἡ πραγματοποίησις τῆς ἀποστολῆς Του ὡς ἀνθρώπου στή γῆ, πού εἶναι ἡ σωτηρία μας.

Οἱ περισσότεροι, δυστυχῶς, ἄνθρωποι, πωλοῦν τά ὅσια καί τά ἱερά τους, τά Ἰδανικά τους, τήν Πίστι τους, τήν Πατρίδα τους, ἀκόμη καί τή μάνα τους, «ἀντί Πινακίου φακῆς», «ἀντί τριάκοντα ἀργυρίων», γιά λίγα γρόσια, γιά μιά θεσούλα, γιά ἕνα τίποτα. Ἐνδεικτικά παραδείγματα ἀποτροπιασμοῦ, ἀποστροφῆς, βδελυγμίας, φρίκης εἶναι: Ὁ Ἠσαῦ, ὁ Ἰούδας, ὁ Ἐφιάλτης, ὁ ΠήλιοΓούσης καί ὅλοι οἱ ἐπίσημοι ληστές «μέ τό λευκό κολλάρο».
Ὅμως «ὁ Ἰησοῦς Χριστός, χθές καί σήμερον  Αὐτός καί εἰς τούς αἰῶνας» (Ἑβρ. ιγ΄8), ἐπιμένει νά λέγῃ σέ ὅλους μας ὅτι «Ἐγώ  βρῶσιν ἔχω φαγεῖν, ἥν ὑμεῖς οὐκ οἴδατε». Καί πρός ἀποφυγήν πάσης παρερμηνείας , τονίζει: «Ἐμόν βρῶμά ἐστιν ἵνα ποιῶ τό θέλημα τοῦ πέμψαντός με καί τελειώσω αὐτοῦ τό ἔργον». Πεῖνα καί δίψα μου, λαχτάρα τῆς ψυχῆς μου, δικό μου φαγητό, πού μέ τρέφει, εἶναι νά πράττω πάντοτε τό Θέλημα Ἐκείνου, πού μέ ἀπέστειλε εἰς τόν κόσμον καί νά φέρω εἰς τέλειον πέρας τό ἔργον Του, πού εἶναι ἡ σωτηρία τῶν ἀνθρώπων. Πεῖνα καί δίψα μου, λαχτάρα τῆς ψυχῆς μου εἶναι ἡ ἐκπλήρωσις τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ-Πατρός. Εἷναι ἡ πραγματοποίησις τῆς ἀποστολῆς μου. 





Τονίζει ὁ Κύριος ὅτι  εὐδοκίᾳ τοῦ Πατρός καί συνεργίᾳ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος,  Αὐτός, ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ, τέλειος Θεός, ἀπό ἄπειρη, γιά τά πλάσματά Του, ἀγάπη, γίνεται καί τέλειος ἄνθρωπος, καί ὡς ἄνθρωπος γίνεται ὑπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δέ Σταυροῦ εἰς ἐκπλήρωσιν τοῦ παναγίου Θελήματος τοῦ Θεοῦ, πού εἶναι ἡ ἐπιστροφή μας εἰς τήν Πατρικήν Ἑστία καί σωτηρία μας. Ὁ Ἰησοῦς Χριστός ἔγινε τύπος καί ὐπογραμμός, ὑπόδειγμα ὑπακοῆς στό Θεῖον Θέλημα. Ὑπόδειγμα γιά κάθε ἀγωνιζόμενο ἄνθρωπο. Ἡ πεῖνα καί ἡ δίψα Του, ἡ λαχτάρα τῆς ψυχῆς Του, γιά τή σωτηρία μας, τόν ὡδήγησε ψηλά, στό Γολγοθᾶ, στό Θεό. 

Καί ἀπό τό ὕψος τοῦ Σταυροῦ, διακηρύττει σέ ὅλους:
1ον) τήν Καινήν Ἐντολήν καί λέγει: «Ἐντολήν καινήν δίδωμι ὑμῖν ἵνα ἀγαπᾶτε ἀλλήλους, καθώς (ἐγώ) ἠγάπησα ὑμᾶς ἵνα καί ὑμεῖς ἀγαπᾶτε ἀλλήλους» (Ἰωάν. ιγ΄ 34), 2ον) διακηρύττει  τήν πεῖνα καί τή δίψα Του γιά
τή σωτηρία μας, μέ τήν κραυγή Του «Διψῶ» καί  3ον)Ὡς ὑπόδειγμα ὑπακοῆς στό Θεῖον Θέλημα, τονίζει ὅτι δέν ἦλθε νά καλέσῃ δικαίους, ἀλλά ἁμαρτωλούς εἰς μετάνοια καί ὅτι γίνεται μεγάλη χαρά στόν Οὐρανό ἐπί ἑνί ἁμαρτωλῷ μετανοοῦντι, ζητεῖ δέ νά τόν μιμηθοῦμε στήν ἀγάπη Του, καί ἡ πεῖνα καί ἡ δίψα Του γιά τή σωτηρία τῶν ἀνθρώπων, νά γίνη καί δική μας πεῖνα καί δίψα.

Γι’ αὐτό τό σκοπό ἦλθε στή γῆ καί «ἔπαθε ὑπέρ ἡμῶν καί ἑκών ἐτάφη καί Ἀνέστη ἐκ νεκρῶν τοῦ σῶσαι τά σύμπαντα».

Εἴθε νά μᾶς ἀξιώση ὁ  Κύριος τῆς τιμῆς νά βαδίσουμε πάνω στά ματωμένα Χνάρια Του, νά ἐπιστρέψουμε κοντά Του, εἰλικρινά μετανοιωμένοι, νά Τόν δοξολογοῦμε, νά Τόν προσκυνοῦμεν δέ καί,  μέ τήν καρδιά μας, ἀσιγήτως, νά Τόν ὑμνοῦμεν εἰς πάντας τούς αἰῶνας. Ἀμήν.











































Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου