ΚΑΙ ΝΤΥΘΗΚΕ Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΤΗ ΦΘΟΡΑ
ΔΙΑ ΤΗΣ ΠΑΡΑΚΟΗΣ
Ὁ
Θεός
ἔπλασε τόν ἄνθρωπον «κατ’ εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωσιν Αὐτοῦ» (Γενέσ.
α΄ 26-28),
μικρόν Θεόν, μικρόν δημιουργόν. Τοῦ χάρισε τόν νοῦν, γιά νά
διακρίνῃ τό Καλόν ἀπό τό Κακόν, καί ἐλευθερίαν, γιά νά μπορῇ νά ἐκλέγῃ
καί νά εἶναι ὑπεύθυνος τῆς ἐκλογῆς Του. Τόν προίκισε, δηλαδή, μέ τό
δυνατόν τοῦ ἀποθανεῖν, καί μέ τό δυνατόν τοῦ μή ἀποθανεῖν.
Ὁ
Πανάγαθος
τοποθέτησε τόν ἄνθρωπον στόν Παράδεισον τῆς τρυφῆς «ἐργάζεσθαι αὐτόν καί
φυλάσσειν»(Γενέσ. β΄ 15). Ὡς
φιλάνθρωπος καί στοργικός Πατέρας, ὁ Θεός προσφέρει στά πλάσματά Του «Ὕλην εἰς
αὐτεξούσιον» τήν Ἐντολήν: «Ἀπό παντός
ξύλου τοῦ ἐν τῷ παραδείσῳ βρώσει φαγῇ. Ἀπό δέ τοῦ ξύλου τοῦ γινώσκειν καλόν
καί πονηρόν, οὐ φάγεσθε ἀπ’ αὐτοῦ· ᾗ δ’ ἄν ἡμέρᾳ φάγητε ἀπ’ αὐτοῦ, θανάτῳ ἀποθανεῖσθε»
(Γενέσ.
β΄ 16-17).
Συμβουλεύει
δέ ὁ Πάνσοφος καί Φιλάνθρωπος, ὡς στοργικός Πατέρας, τά πλάσματά Του, «ἐργάζεσθαι
αὐτόν (τόν Παράδεισον) καί φυλάσσειν». Τό «φυλάσσειν» εἶναι
προειδοποίησις τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ. Τοῦ συνιστᾶ νά προσέχῃ καί νά
ἐργάζεται, γιά νά φυλάσσῃ τά κάλλη τοῦ παραδείσου, διότι ὑπάρχει
κίνδυνος ἀπωλείας. Ὑπάρχει κίνδυνος νά χάσῃ τόν Παράδεισο, ἀπό κακή χρῆσι
του νοῦ καί τῆς ἐλευθερίας.
Ἡ
ἐργασία τοῦ ἀνθρώπου, στόν Παράδεισο συνίσταται εἰς τήν τήρησι τῆς Ἐντολῆς. Τό
«φυλάσσειν» σημαίνει τήρησι τῆς Ἐντολῆς. Ὑπακοή.
Ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός θέτει ὅρους ἐπιστροφῆς καί ἐπανακτήσεως τοῦ Παραδείσου τήν τήρησιν τῶν Ἐντολῶν τῆς ἀγάπης. Προτάσσει δέ τήν ἀμνησικακίαν, τήν νηστείαν καί τήν ἐλεημοσύνην(Ματθ.στ΄14-21).
Μέ τήν τήρησι τῶν Ἐντολῶν αὐτῶν εἰσέρχεται καί πάλιν εἰς τόν Παράδεισον «ἐργάζεσθαι αὐτόν καί φυλάσσειν».
Ὁ
Θεός ἔπλασε τόν ἄνθρωπον χοῦν ἀπό τῆς γῆς καί «ἐνεφύσησεν εἰς τό πρόσωπον αὐτοῦ πνοήν ζωῆς (καί «διά τοῦ
θείου αὐτοῦ ἐμφυσήματος »), ἐγένετο ὁ ἄνθρωπος εἰς ψυχήν ζῶσαν» (Γενές.
β΄7).
Συνεπῶς, μέ τήν ψυχή του εἶναι ὅμοιος μέ τόν Θεόν, δηλαδή ἔχει τή δύναμι, μέ
τόν νοῦν του νά γνωρίζῃ τόν Θεόν, μέ τήν καρδιά καί τή θέλησί του νά
λατρεύῃ τόν Δημιουργόν του καί νά τόν εὐγνωμονῇ γιά τήν τιμήν καί τήν ἀξίαν, πού τοῦ ἔδωσε, καί μέ τήν ἀθάνατη
ψυχή του, δύναται νά γίνῃ μέτοχος τῆς μακαριότητος τοῦ Θεοῦ.
Ὁ
ἄνθρωπος ὅμως «ἐν τιμῇ ὤν οὐ συνῆκε, παρασυνεβλήθη τοῖς κτήνεσι τοῖς ἀνοήτοις
καί ὡμοιώθη αὐτῆς» (Ψαλμ. 48, 13, 21).
Δέν κατενόησε ὁ δυστυχής τήν τιμήν καί τήν ἀξίαν πού τοῦ χάρισε ὁ Θεός, ὁ Ὁποῖος
τόν ἔπλασε κατ’ εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωσιν Αὐτοῦ. Ἔκανε κακή χρῆσι τοῦ νοῦ
καί τῆς ἐλευθερίας του. Δέν ἄκουσε τήν Πατρική συμβουλή, νά τηρήσῃ τήν Ἐντολήν
καί νά γίνῃ ἀθάνατος. Αὐτός παρέβη τήν Ἐντολήν, ἐξίσωσε τόν ἑαυτόν του, λέγει ὁ
Δαυῒδ, μέ τά ἀνόητα κτήνη, πού δέν ἔχουν νοῦν
καί λογικόν, ἐξισώθη μέ τά ἄλογα κτήνη καί ἔγινε ὅμοιος
μέ αὐτά. Καί αὐτή ἡ ἀνόητος παραβατική συμπεριφορά, δυστυχῶς, χαρακτηρίζει
τή ζωή ὅλων μας. Δέν κατανοοῦμε τή τιμήν μέ τήν ὁποίαν μᾶς τιμᾷ ὁ Θεός, καί
χάνουμε τήν θέσι μας κοντά στό Θεό. Χάνουμε τή Χάρι Του καί βυθιζόμαστε στό
βυθό τοῦ ᾏδου. Ὅπως ἀκριβῶς ὁ πρωτόπλαστος. Δέν τήρησε τήν Ἐντολήν τῆς Ἀγάπης,
καί, διά τῆς παρακοῆς, ξεντύθηκε τό ἔνδυμα τῆς ἀφθαρσίας καί ντύθηκε τή φθορά
καί τό Θάνατο. Δέν ἐργάσθηκε, γιά νά φυλάξῃ τόν Παράδεισο τῆς Ἐδέμ καί ἔχασε
τόν Παράδεισο. Ἔχασε τήν ἡτοιμασμένην δι' αὐτόν Βασιλείαν ἀπό καταβολῆς κόσμου.
Καί
τί εἶναι ὁ Παράδεισος; Εἶναι ἀσφαλῶς ὁ Θεός, ἡ μυστική , ἡ πνευματική σχέσις, κοινωνία καί ἕνωσις μέ τόν Θεόν. Εἶναι ἡ ἀδιάλειπτη
συνομιλία μέ τόν Οὐράνιον Πατέρα εἰς μακρότητα ἡμερῶν. Παράδεισος εἶναι ἡ ἀδιατάρακτος
καί αἰώνιος, διά θέας, ἀπόλαυσις τοῦ ἀπείρου κάλλους τοῦ προσώπου τοῦ Κυρίου.
Παράδεισος εἶναι νά στεριώσουμε, μέ τή θέλησί μας στή θέσι, πού μᾶς ἔταξεν ὁ
Θεός, νά σταθῇ δηλαδή, κάθε πιστός ἄνθρωπος, μέ καθαρή καρδιά, «ἐνώπιος ἐνωπίῳ»
καί νά συνομιλῇ αἰωνίως μέ τόν Τριαδικόν Θεόν, ὅπως συνομιλεῖ ὁ φίλος μέ τόν
φίλον του, «ὡς εἴ τις λαλήσει πρός τόν ἑαυτοῦ φίλον» (Ἔξοδ. 33,11).
Σέ αὐτή τή θέσι
μᾶς τάσσει ἡ Ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, διότι «ὁ Θεός πάντας ἀνθρώπους θέλει σωθῆναι
καί εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν» (Α΄Τιμόθ. β΄4).
Παράδεισος εἶν’ ὁ Χριστός. Καί ἡ ἕνωσίς μας μαζί Του, πραγματοποιεῖται,
διά τῆς τηρήσεως τῶν Ἐντολῶν, διά τῆς ὑπακοῆς. Ἡ ὑπακοή
εἶναι ἀπόδειξις τῆς εὐγνωμοσύνης καί τῆς ἀγάπης τοῦ ἀνθρώπου πρός τόν
Δημιουργόν του. Διά τῆς ὑπακοῆς πλουτοῦμε εἰς Θεόν, θησαυρίζουμε θησαυρούς ἐν οὐρανῷ.
«Ὁ Θεός εἶναι ἀγάπη καί ὁ μένων ἐν τῇ ἀγάπῃ ἐν τῷ Θεῷ μένει
καί ὁ Θεός ἐν αὐτῷ» (Α΄ Ἰωάν. δ΄16) Ὁ ἄνθρωπος
μένει ἐν τῇ ἀγάπῃ, διά τῆς ὑπακοῆς, ἡ ὁποία εἶναι ἀπόδειξις τῆς ἀγάπης μας
στό Θεό. Ἡ ὑπακοή εἶναι ἡ Ὁδός τῆς ζωῆς, πού μᾶς ὁδηγεῖ πρός τόν Πατέρα.
Ἡ ἀμνησικακία, εἶναι ὐπακοή στήν Ἐντολήν νά συγχωρούμε μέ τήν καρδιά μας ὁ ἕνας τόν ἄλλον, γιά νά συγχωρήσῃ καί ὁ Θεός τά δικά μας παραπτώματα.
Ἡ εὐπρόσδεκτη ἀπό τό Θεό ἀληθινή νηστεία ἐκτέμνει ἀπό καρδίας πᾶσαν κακίαν καί δέν γίνεται πρός τό θεαθῆναι, ἀλλά ἐν τῷ κρυπτῷ, εἶναι ἡ μίμησις τῆς ζωῆς τοῦ Χριστοῦ καί συνοδεύεται πάντοτε ἀπό τήν Ἐλεημοσύνην, εἶναι οἱ ἀπαραίτητοι Ὅροι, γιά νά φυλάξουμε τόν Παράδεισο. Εἶναι ἡ ἀγάπη στήν πρᾶξι.
Ἡ ἀμνησικακία, εἶναι ὐπακοή στήν Ἐντολήν νά συγχωρούμε μέ τήν καρδιά μας ὁ ἕνας τόν ἄλλον, γιά νά συγχωρήσῃ καί ὁ Θεός τά δικά μας παραπτώματα.
Ἡ εὐπρόσδεκτη ἀπό τό Θεό ἀληθινή νηστεία ἐκτέμνει ἀπό καρδίας πᾶσαν κακίαν καί δέν γίνεται πρός τό θεαθῆναι, ἀλλά ἐν τῷ κρυπτῷ, εἶναι ἡ μίμησις τῆς ζωῆς τοῦ Χριστοῦ καί συνοδεύεται πάντοτε ἀπό τήν Ἐλεημοσύνην, εἶναι οἱ ἀπαραίτητοι Ὅροι, γιά νά φυλάξουμε τόν Παράδεισο. Εἶναι ἡ ἀγάπη στήν πρᾶξι.
Ὁ
Χριστός, ἡ ἐνσάρκωσις τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ ,γιά τόν ἄνθρωπο, ἔγινε
ὑπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δέ Σταυροῦ. Ὑπόδειγμα, τύπος καί ὑπογραμμός ὑπακοῆς
πρός τόν Πατέρα, γιά νά ἀκολουθήσουμε τά
ματωμένα Χνάρια Του, νά ἐπανακτήσουμε τόν Παράδεισο, τήν ἕνωσί μας μέ τόν Οὐράνιον
πατέρα καί νά μένουμε ἐν τῇ ἀγάπῃ, ἐν τῷ Θεῷ, καί ὁ Θεός ἐν ἡμῖν.
Εἶναι
καιρός νά συνειδητοποιήσουμε ὅτι χάνουμε τόν Παράδεισο, χάνουμε τή ζωή,
βυθιζόμαστε εἰς «ἰλύν βυθοῦ», βυθιζόμαστε στό Βόρβορο τῆς Ὕλης. Ἀρνούμαστε
τόν Ἕνα καί Μόνον Ἀληθινόν Θεόν, τήν Πηγήν τοῦ Ζῶντος ὕδατος, καί λατρεύουμε τό
Βόρβορο, τό Διάβολο, τό Μαμωνᾶ, τό Χρῆμα. Ἡ παρακοή στό Νόμο τῆς γνήσιας Ἀγάπης,
μᾶς ὁδηγεῖ στό Θάνατο, μᾶς χωρίζει ἀπό τό Θεό καί μεταξύ μας καί μᾶς ὁδηγεῖ
στήν ἔσχατη ἐξαθλίωσι. Ἡ ὑπακοή μᾶς συμφιλιώνει μέ τόν Θεόν, μᾶς ἐπανεισάγει εἰς τόν Παράδεισο.
Εἶναι
καιρός νά καταλάβουμε καλά ὅτι μέ τήν Παραβατική,
τήν προβληματική μας συμπεριφορά, διά τῆς παρακοῆς τῆς Ἐντολῆς τῆς Ἀγάπης, ὁδηγούμαστε
ὁλοταχῶς πρός τήν ἄβυσσο τῆς αἰώνιας Ὀδύνης. Ἀποβάλλουμε τό ἔνδυμα τῆς ἀφθαρσίας
καί ντυνόμαστε τό ἔνδυμα τῆς φθορᾶς καί τοῦ Θανάτου.
Εἷναι
ἀνάγκη τῆς ψυχῆς μας νά ξεντυθοῦμε τόν παλαιόν ἄνθρωπον με τίς αἰσχρές του
πράξεις (Κολοσ. γ΄ 9) καί νά ἐνδυθοῦμε τήν ἀφθαρσίαν καί τήν ἀθανασίαν (Α΄
Κορινθ. ιε΄ 53-54), νά ἐνδυθοῦμε τόν νέον, τόν καινόν ἄνθρωπον,
τόν Χριστόν (Γαλάτ.γ΄27.Κολος. γ΄10) καί
νά ζοῦμε «εὐσεβῶς ἐν Χριστῷ», νά περιπατοῦμε ἐν ἀγάπῃ, ὅπως ὁ
Χριστός, καί νἆναι ἡ ψυχή καί ἡ ζωή μας Παράδεισος.
Ὁ Χριστός ἔρχεται κοντά μας, γιά νά μᾶς ἀνασύρῃ ἀπό τήν «ἰλύν βυθοῦ», νά μᾶς ἐλευθερώσῃ ἀπό τήν κοιλάδα τοῦ Κλαυθμῶνος, νά μᾶς ὁδηγήσῃ εἰς τόπον ἀναψυχῆς, «εἰς ζωῆς πηγάς ὑδάτων» καί νά μᾶς ἐπανεισάγῃ εἰς τόν Παράδεισο, νά κάνῃ τήν ψυχή καί ζωή μας παράδεισο. Ἔρχεται καί μᾶς συμφιλιώνει καί μᾶς ἑνώνει μέ τόν Οὐράνιον Πατέρα, μέ τό πανάγιον Αἷμα Του καί, εἰλικρινά μετανοιωμένους, μᾶς ἐνδύει μέ τήν πρώτην στολήν καί μᾶς ὑψώνει, μᾶς δοξάζει καί μᾶς στήνει μαζί Του εἰς τά δεξιά τοῦ Θεοῦ καί Πατρός.
Ὁ Χριστός ἔρχεται κοντά μας, γιά νά μᾶς ἀνασύρῃ ἀπό τήν «ἰλύν βυθοῦ», νά μᾶς ἐλευθερώσῃ ἀπό τήν κοιλάδα τοῦ Κλαυθμῶνος, νά μᾶς ὁδηγήσῃ εἰς τόπον ἀναψυχῆς, «εἰς ζωῆς πηγάς ὑδάτων» καί νά μᾶς ἐπανεισάγῃ εἰς τόν Παράδεισο, νά κάνῃ τήν ψυχή καί ζωή μας παράδεισο. Ἔρχεται καί μᾶς συμφιλιώνει καί μᾶς ἑνώνει μέ τόν Οὐράνιον Πατέρα, μέ τό πανάγιον Αἷμα Του καί, εἰλικρινά μετανοιωμένους, μᾶς ἐνδύει μέ τήν πρώτην στολήν καί μᾶς ὑψώνει, μᾶς δοξάζει καί μᾶς στήνει μαζί Του εἰς τά δεξιά τοῦ Θεοῦ καί Πατρός.
Εἷναι
καιρός νά καταλάβουμε καλά ὅτι τό μονο, πού μᾶς ἀπομένει εἶναι ὁ Χριστός, πού
σταυρώθηκε γιά μᾶς. Αὐτός καί μόνο Αὐτός εἶναι ἡ ζωή μας καί ἡ εἰρήνη μας, Αὐτός
εἶναι ἡ μόνη μας
παρηγοριά, ἡ μόνη μας ἐλπίδα, τό Φρούριόν μας, τό μόνον ἀσφαλές καταφύγιον. Ἐκτός
ἀπό Αὐτόν δέν ἔχουμε καί δέν θέλουμε νά ἔχουμε ἄλλον κανέναν. Αὐτός γιά μᾶς εἶναι
τό Ὑπέρτατον Ἀγαθόν, ἡ Αὐτοαλήθεια, ἡ Αὐτοζωή, ὁ Θησαυρός τῶν Θησαυρῶν. Αὐτός, ὁ Πάντων Ἐπέκεινα καί ὁ Πανταχοῦ Παρών, εἶναι ὁ Παράδεισός μας.
Αὐτός δίνει νόημα καί περιεχόμενον στή
ζωή μας. Ἄν ὑπάρχουμε, ὑπάρχουμε χάρις Σέ Αὐτόν. Καί εἶναι πλέον ἤ βέβαιον ὅτι «ἐν αὐτῷ γάρ ζῶμεν καί κινούμεθα
καί ἐσμέν» (Πράξ. ιζ΄28) καί εἶναι καιρός νά καταλάβουμε καλά ὅτι ὀφείλουμε νά εὐγνωμονοῦμε καί νά εὐχαριστοῦμε τόν Θεόν, μέ
πράξεις ἀγάπης πρός τόν πλησίον, διότι ὁ Κύριός μας εἶναι ἡ ἐνσάρκωσις τῆς Ἀγάπης.
Ὁ Χριστός ἀπέθανε καί ἀνέστη, γιά νά
μάθουμε και’ ἐμεῖς νά ζοῦμε καί νά πεθαίνουμε γι’ Αὐτόν καί γιά τούς ἐλαχίστους
ἀδελφούς Του. Καί ὅπως Αὐτός, ἔτσι κι’ ἐμεῖς, ὀφείλουμε νά προσφέρουμε στό Θεό
τόν ἑαυτόν μας, γιά τούς συνανθρώπους μας. Μόνον ἔτσι θά μπορέσουμε νά φυλάξουμε τόν Παράδεισο. Μόνον ἔτσι, ὡς κλήματα ἑνωμένα μέ τήν ἄμπελον τήν ἀληθινήν, θά φέρουμε καρπόν πολύν.
Ἄς
παρακαλέσουμε, λοιπόν, τόν Κύριον νά μᾶς ἀξιώσῃ νά διαφυλάξουμε τόν Παράδεισο. Νά διαφυλάξουμε τό ἔνδυμα ἀπό βύσσινον λαμπρόν καθαρόν, πού
μᾶς χάρισε, μέ τή Θυσία Του. Νά μᾶς ἀξιώσῃ νά εἴμαστε πάντοτε, μέ
τή γνήσια ἀγάπη, ἑνωμένοι μαζί Του καί, ἀσιγήτως, νά Τόν ὑμνοῦμε καί νά Τόν δοξάζουμε, διότι
Σ’ Αὐτόν καί Μόνον Σ’Αὐτόν, σύν τῷ πατρί καί τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι, ἀνήκει ἡ τιμή, ἡ
δόξα καί τό κράτος εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.