ΚΑΙ ΕΙ ΤΙΝΟΣ ΤΙ ΕΣΥΚΟΦΑΝΤΗΣΑ,
ΑΠΟΔΙΔΩΜΙ ΤΕΤΡΑΠΛΟΥΝ»
(Λουκ. ιθ΄ 1-10).
«Πόσο πολύ
χαριτωμένος εἶναι ὁ ἄνθρωπος, ὅταν εἶναι ἄνθρωπος!...»
Δημιουργήθηκε ἐκ τοῦ μή ὄντος, ἐξ ἀπείρου ἀγάπης καί τιμήθηκε ἀπό τόν Θεόν, ὡς ἡ κορωνίς τῆς δημιουργίας Του. Ἐπλάσθη «κατ’ εἰκόνα και καθ’ ὁμοίωσιν Αὐτοῦ» (Γενέσ. α΄ 26). Ἐπλάσθη, δηλαδή, μικρός Θεός, μικρός δημιουργός. Μέ «νοῦν» καί «ἐλευθερίαν». Ἐπλάσθη «δυνάμει Θεός», καλεῖται δέ νά γίνῃ καί «ἐνεργείᾳ Θεός». Θεός κατά Χάριν, διά τῆς ὑπακοῆς εἰς την Ἐντολήν τοῦ Θεοῦ, ὁδεύων ἐπί τῆς ὁδοῦ ἀπό το· «κατ’ εἰκόνα», εἰς τό· «καθ’ ὁμοίωσιν».
Ὁ ἄνθρωπος ὅμως «ἐν τιμῇ ὤν, οὐ συνῆκε, παρασυνεβλήθη τοῖς κτήνεσι τοῖς ἀνοήτοις και ὡμοιώθη αὐτοῖς»( Ψαλμ. 48,13,21). Δεν κατενόησε την τιμήν, ὁ δυστυχής, κατέρριψε και ἐξίσωσε τον ἑαυτόν του προς τά ἀνόητα κτήνη και ὡμοιώθηκε με αὐτά. Ἔκαμε κακή χρῆσι τοῦ νοῦ και τῆς ἐλευθερίας του. Δέν τήρησε τήν Ἐντολήν τοῦ Δημιουργοῦ. Δεν ἀνταποκρίθηκε στήν Ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, με ἀγάπη. Ἔδειξε, ,διά τῆς παρακοῆς, ἀγνωμοσύνη, ἀχαριστία πρός τόν Εὐεργέτην του. Θέλησε να γίνῃ Θεός, χωρίς Θεόν. Τόν κυρίευσε ὁ Ἑωσφορισμός καί κατέρριψε τόν ἑαυτόν του εἰς τήν τάξιν τῶν ἀλόγων ζώων. Ἔχασε, μέ τήν κακή του θέλησι, τήν Ὀμορφιά τῆς ἀγάπης, πού θεοποιεῖ τόν ἀνθρωπο. Καί ἐκληροδότησε καί στούς ἀπογόνους του τή ῥοπή πρός τό κακόν καί τήν ἁμαρτίαν.
Πράγματι κάθε ἄνθρωπος
γεννιέται μέ τή ῥοπή πρός τό Κακόν. Μέσα μας παλεύει ἡ ἠθικότητα μέ τήν ἀνηθικότητά
μας, ὁ νόμος τῆς σαρκός καί ὁ νόμος τοῦ νοός, ὁ νόμος τοῦ πνεύματος(Βασική
σύγκρουσις). Σ’ αὐτή τή σύγκρουσι, σ’ αὐτήν τήν πάλη, ἄλλοτε νικᾶ ὁ νόμος τῆς σαρκός και ἄλλοτε ὁ νόμος τοῦ
πνεύματος .
Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος
λέγει ὅτι στην σκληρή αὐτή πάλη: «Οὐ γάρ ὅ θέλω τοῦτο πράσσω, ἀλλ’ ὅ μισῶ τοῦτο
ποιῶ…Οὐ γάρ ὅ θέλω ποιῶ ἀγαθόν, ἀλλ’ ὅ οὐ θέλω κακόν
τοῦτο πράσσω» (Ρωμ. ζ΄16, 20).
Ὁ Μακρόθυμος και Φιλάνθρωπος Θεός, ἐπειδή γνωρίζει τό εὐόλισθον, τό ὀλισθηρόν τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως, ἀλλά καί ἐπειδή «πάντας ἀνθρώπους θέλει σωθῆναι και εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν» (Α΄ Τιμόθ. β΄4), ἀνοίγει μιά νέα Πύλη σωτηρίας, τό λουτρόν τῶν δακρύων, τήν Πύλην τῆς εἰλικρινοῦς καί ἐμπράκτου Μετανοίας και Ἐξομολογήσεως.
Τρανό παράδειγμα εἰλικρινοῦς, ἐμπράκτου Μετανοίας, ὁ Ἀρχιτελώνης, ὁ ἀρχιαμαρτωλός, ὁ Ζακχαῖος. Πληροφορήθηκε ὅτι πρόκειται να περάσῃ ἀπό την Ἱεριχώ ὁ Χριστός καί «ἐζήτει ἰδεῖν τον Ἰησοῦν τίς ἐστι». Ἁλλά εἶχε και βαθειά συναίσθησι τῆς ἁμαρτωλότητός του μπροστά στό Θεό. Εἶχε συναίσθησι ὅτι δεν μποροῦσε νά δῇ τόν Κύριον ὅτι «τῇ ἡλικίᾳ μικρός ἦν». Ἦταν βαρειά ἡ ψυχή του ἀπό τίς ἁμαρτίες του. «Ἦλθε εἰς ἑαυτόν»: Πῶς θά μπορέσω νά ἀτενίσω καί δῶ τόν καθαρόν, τόν πανάγιον Θεόν, ὁ ἀκάθαρτος ἐγώ; Ἡ λαχτάρα νά γνωρίσῃ τό Χριστό , τόν ὡδήγησε σέ περισυλλογή καί αὐτοεξέτασι, σέ ἐνσυνείδητο αὐτοέλεγχον. Ἦλθε σέ αὐτογνωσία καί σέ εἰλικρινῆ, ἔμπρακτη Μετάνοια και πῆρε την ἀπόφασι να ἀνέβη πάνω ἀπό τά ἐγκόσμια, πάνω ἀπό τίς μικρότητες «και ἀνέβη ἐπί συκομορέαν, ἵνα ἴδῃ Αὐτόν».
Ὁ Μακρόθυμος ὅμως και Καρδιογνώστης, πρίν προλάβει ὁ εἰλικρινά
μετανοιωμένος Ζακχαῖος να Τόν δῇ, εἶδεν αὐτόν ὁ Ἰησοῦς, και δέχθηκε τήν μετάνοιά
του καί τοῦ εἶπε «Ζακχαῖε, σπεύσας κατάβηθι· σήμερον γάρ ἐν τῷ οἴκῳ σου δεῖ με
μεῖναι». Και ὁ Ζακχαῖος εὐθύς ἐξομολογήθηκε καί εἶπε: «Ἰδού τά ἡμίση τῶν
ὑπαρχόντων μου, Κύριε, δίδωμι τοῖς πτωχοῖς, και εἴ τινός τι ἐσυκοφάντησα, ἀποδίδωμι
τετραπλοῦν».
Ὁ Φιλάνθρωπος δέχεται την εἰλικρινῆ και ἔμπρακτη μετάνοια τοῦ Ζακχαίου και τον παρουσιάζει σέ ὅλους ὡς ζωντανό, φωτεινό παράδειγμα εἰλικρινοῦς και ἐμπράκτου Μετανοίας. Τονίζει δέ ἀκόμη μιά φορά τό σκοπό τῆς ἐνανθρωπήσεώς Του και λέγει ὅτι «ΗΛΘΕ Ο ΥΙΟΣ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ ΖΗΤΗΣΑΙ ΚΑΙ ΣΩΣΑΙ ΤΟ ΑΠΟΛΩΛΟΣ. Ὅτι «δεν ἦλθε να καλέσῃ δικαίους ἀλλά ἁμαρτωλούς εἰς μετάνοιαν» καί μᾶς βεβαιώνει ὅτι «γίνεται πολύ μεγάλη χαρά στον οὐρανό ἐπί ἑνί ἁμαρτωλῷ μετανοοῦντι» (Ματθ. θ΄ 13.Λουκ. ιε΄ 7).
Καί εἶναι καιρός να συνειδητοποιήσουμε ὅλοι ὅτι , ὅπως λέγει ὁ ἱερός Χρυσόστομος «τό ἁμαρτάνειν (εἶναι) ἀνθρώπινον, τό ἐμμένειν ἐν τῇ ἁμαρτίᾳ σατανικόν και το ἐξομολογεῖσθαι θεῖον» και ὅτι, ὅπως λέγει ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, «Οὐ φοβερόν το πεσεῖν, ἀλλά τό κεῖσθαι».
Εἷναι
καιρός να δεχθοῦμε το Δῶρον τοῦ Θεοῦ, τον καιρόν
μετανοίας, πού μᾶς χαρίζει, ὁ Ἀνεξίκακος καί Μακρόθυμος Κύριος, νά μετανοήσουμε εἰλικρινά και
ἔμπρακτα. Νά βάλουμε «ἀρχήν» στην
πνευματική μας ζωή, πρίν να εἶναι ἀργά. Και ἀκολουθοῦντες τᾶ Χνάρια τοῦ
Κυρίου νά ἀναλάβωμεν τόν προκείμενον ἡμῖν ἀγῶνα ἀφορῶντες ἐπί τον ἀρχηγόν
τῆς Πίστεως και τελειωτήν Ἰησοῦ, νά νικῶμεν, μέ τή Χάρι Του.
Μεταβάλλοντες δέ
τή σάρκα σέ πνεῦμα, νά φθάσουμε εἰς ὕψος
θείας ἀναβάσεως, να φθάσουμε Ψηλά, στο Γολγοθᾶ, στο Θεό.
Εἶναι καιρός, νά δεχθοῦμε στήν καρδιά μας τόν Χριστό, τόν Λυτρωτήν καί Εὐεργέτην, τόν Θεόν μας, νά Τόν ὑμνοῦμεν, γιά τίς ἄπειρες εὐεργεσίες Του και ἀσιγήτως νά Τόν δοξολογοῦμεν, διότι σ’ αὐτόν και μόνον Σ’ Αὐτόν, σύν τῷ Πατρί και τῷ ἁγίῳ Πνεύματι, ἀνήκει τό κράτος , ἡ τιμή και ἡ δόξα εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. ΑΜΗΝ.