Ποίημα Κ.Π. Καβάφη
«Γιά τές θρησκευτικές μας δοξασίες—
ὁ κοῦφος Ἰουλιανός εἶπεν «Ἀνέγνων, ἔγνων,
κατέγνων». Τάχατες μᾶς ἐκμηδένησε
μέ τό «κατέγνων» του, ὁ γελοιωδέστατος.
Τέτοιες ξυπνάδες ὅμως πέρασι δέν ἔχουνε σ’ ἐμᾶς
τούς Χριστιανούς. «Ἀνέγνως, ἀλλ’ οὐκ ἔγνως· εἰ
γάρ ἔγνως, οὐκ ἄν κατέγνως ἀπαντήσαμεν ἀμέσως»
Ἰουλιανός, ὁ γελοιωδέστατος, ἄφρων, ἀρνητής καί διώκτης τῆς Πίστεως στο Χριστό, κατηγορεῖ καί διώκει τούς Χριστιανούς για τίς θρηκευτικές τους δοξασίες, γιά τήν Πίστι τους στό Χριστό καί, θριαμβολογῶν ἔλεγε «ἀνέγνων» (διάβασα), «ἔγνων» (ἐγνώρισα, κατάλαβα),«κατέγνων» (κατεδίκασα). Καυχόταν δέ, ὁ ἄμυαλος, ὅτι τάχατες μᾶς ἐκμηδένισε με το «κατέγνων του», ὁ γελοιωδέστατος. Ὁ πιστός ὅμως ποιητής μας, ὁ Καβάφης, σοφῶς ἀντιπαρατάσει στον ἀρνητή και λέγει: «Τέτοιες ξυπνάδες ὅμως πέρασι δεν ἔχουνε σ’ ἐμᾶς τούς Χριστιανούς· «διάβασες, ἀλλά δέν κατάλαβες· διότι ἄν ἐγνώριζες, θά κατανοοῦσες δέν θά κατεδίκαζες», ἀπαντήσαμεν ἀμέσως.
«νενίκηκάς με Ναζωραῖε»
Με κάθε δόλιο τρόπο διώκουν τούς πιστούς καί τήν Ἔκκλησία καί καυχῶνται ἐπί τοῖς ἀτοπήμασι. Εἶναι βυθισμένοι στο σκοτάδι. Μισοῦν το Φῶς, γιατί εἶναι φαῦλα τά ἔργα τους. Δέν εἶναι μόνον γελοιωδέστατοι, ὅπως τούς ἀποκαλεῖ ὁ Καβάφης, ἀλλά και ἀξιολύπητοι. Ὁ χαρακτηρισμός τῶν ἀρνητῶν εἶναι μιά λογική κρίσις. Και ἡ κρίσις αὐτή, νομίζω πώς δέν πρέπει να μᾶς ὁδηγῇ στην κατάκρισι, ἀλλά στην Προσευχή. «Οὐδείς καθαρός ἀπό ρύπου». Ὅλοι εἴμαστε φταῖχτες καί ὀφείλουμε νά εἴμαστε ἐπιεικεῖς ὁ ἕνας πρός τόν ἄλλον. ἐπιεικεῖς καί μέ τούς ἀθέους; Ναί, καί μέ τούς ἀθέους. Μά οἱ ἄθεοι διῶκτες τῆς Πίστεως, μᾶς πολεμοῦν με κάθε δόλιο τρόπο. Ὀφείλουμε να σκεφθοῦμε θετικά. Οἱ διῶκτες μας εἶναι εὐεργέτες μας. Διότι μᾶς κρατοῦν σέ ἐγρήγορσι. Μᾶς κρατοῦν ἄγρυπνους. Μᾶς βοηθοῦν νά κρατήσουμε ψηλά τό Ὅνομα τοῦ Χριστοῦ, ἄσβυστη τη φλόγα τῆς Πίστεως και νά ὁμολογοῦμε την Πίστιν μας ἔργῳ καί λόγῳ και να ἀντιμετωπίζουμε και τούς ἀρνητές με ἀγάπη.
«Το ἐπιεικές ἡμῶν, γνωσθείτω πᾶσιν ἀνθρώποις», λέγει ὁ Παῦλος. Και ὁ Κύριος λέγει: «Μή κρίνετε, ἵνα μή κριθῆτε». Ἐξάλλου, πῶς θά χαροῦμε τή χαρά τῆς Βασιλείας τοῦ Χριστοῦ; Πῶς θα γευτοῦμε καί θά χορτάσουμε τόν οὐράνιον ἄρτον, ὅταν αὐτοί οἱ ἄμυαλοι συνάνθρωποί μας, μένουν «εἰς τήν ἔξω τοῦ Ναοῦ αὐλήν» καί στεροῦνται τόν ἐπί τῆς οὐσίας ἄρτον, μένοντας μέ τή θέλησί τους «δέσμιοι τῆς γῆς»; Ὁ Κύριος «πάντας ἀνθρώπους θέλει σωθῆναι καί εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν».
Ἄς προσέξουμε,
λοιπόν, νά ἀφήσουμε τήν κρίσιν καί τήν κατάκρισιν τῶν διωκτῶν τῆς Πίστεως. Καί,
μέ γνήσια ἀγάπη στήν «πρᾶξι», ἄς ἀντιπαρατάξουμε τήν ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ, ὁ Ὁποῖος
πάνω ἀπό το Σταυρό Του παρακαλεῖ καί λέγει: «ΠΑΤΕΡ, ΑΦΕΣ ΑΥΤΟΙΣ· ΟΥ ΓΑΡ ΟΙΔΑΣΙ
ΤΙ ΠΟΙΟΥΣΙ»(Λουκ. κγ΄34). Και ἄς παρακαλοῦμε τον Κύριο, νά ἀξιώσῃ και αὐτούς
τούς ἄμυαλους συνανθρώπους μας, να προσέξουν στόν ἑαυτό τους, νά συνετισθοῦν, νά
παύσουν να κάνουν γελοιότητες καί νά γελοιοποιοῦνται καί, εἰλικρινά μετανοιωμένοι, να ἐπιστρέψουν στό
Χριστό, νά γευτοῦν, μαζί μας τόν ἄρτον τῆς ζωῆς.
Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησον ἡμᾶς καί τούς πλανεμένους ἀδελφούς μας, ὥστε ἄπαντες, ἐν ἑνί στόματι καί μιᾷ καρδίᾳ νά Σέ ὑμνοῦμεν καί, ἀσιγήτως, νά Σέ δοξολογοῦμε, σύν τῷ Πατρί και τῷ ἁγίῳ Πνεύματι εἰς πάντας τούς αἰῶνας. ΑΜΗΝ.
Δόξα τω Θεώ, Κύριε Δόξα Σόι. Ελέησε με Κύριε με διαύγεια πνεύματος ώστε να κατανοώ τον λόγο Σου. Και δώσε μου την δύναμη ώστε εγώ η μικρή κι ελάχιστη να μπορώ να τον κάνω πράξη στην ζωή μου. Ενίσχυσε με στην προσπάθεια,να μην ξεχαστώ ή πλανηθώ και πέσω.Μη γένοιτο. Ακόμα και τότε όμως μην με εγκαταλείψεις και χαθώ. Τράβηξε με να σηκωθώ. Τον λόγο Σου θέλω να ακολουθώ.
ΑπάντησηΔιαγραφή