Τετάρτη 20 Ιανουαρίου 2021

«ΙΗΣΟΥ ΥΙΕ ΔΑΥΙΔ, ΕΛΕΗΣΟΝ ΜΕ» (Λουκ. ιη΄ 35-43).


 

«ΤΙ ΣΟΙ ΘΕΛΕΙΣ ΠΟΙΗΣΩ;

ΚΥΡΙΕ, ΙΝΑ ΑΝΑΒΛΕΨΩ».

 

Χριστός εἶναι τό  Φῶς τοῦ κόσμου. Τό Φῶς τό ἀληθινόν, πού φωτίζει κάθε ἄνθρωπο, πού ἔρχεται στον κόσμο. Ὁ Χριστός, ὁ Υἱός και Λόγος τοῦ Θεοῦ, «ὁ δι’ οὗ τά πάντα ἐγένετο» εἶναι ὁ Ἥλιος τῆς Δικαιοσύνης, ὁ Ὁποῖος, ὡς ἄπειρη Ἀγάπη, μᾶς εὐσπλαγχνίζεται και ἀνατέλλει «τοῖς ἐν σκότει και σκιᾷ θανάτου καθημένοις». Ἔρχεται κοντά μας και φωτίζει τά σκοτάδια μας. Αὐτός και μόνον Αὐτός εἶναι ἡ Πηγή  και ὁ χορηγός τοῦ Φωτός.

Χάσαμε τό φῶς μας διά τῆς παρακοῆς  τῶν Νόμων τοῦ Φωτός καί ἔρχεται ὁ Φωτοδότης, γιά νά μᾶς ξαναδώσῃ τό Φῶς. Ἔρχεται «ὁ πανακής ἰατρός» καί θεραπεύει ὄχι μόνον τούς ὀφθαλμούς τοῦ σώματος, ἀλλά και τούς ὀφθαλμούς τῆς ψυχῆς.

σωματική τύφλωσις εἶναι μεγάλος πόνος,  ἀλλά πολύ μεγαλύτερος  και περισσότερο ὀδυνηρός εἶναι ὁ πόνος, πού προκαλεῖ στόν τυφλό καί στούς γύρω του, ἡ ψυχική και πνευματική τύφλωσις. Καί πνευματικά τυφλός, βυθισμένος στο σκοτάδι, εἶναι ὁ ἄνθρωπος, πού κυριεύεται ἀπό τά βρωμερά του Πάθη. Πνευματικά τυφλός εἶναι ὁ Ἐγωϊστής, ὁ Ἐπηρμένος, ὁ Ὑπερήφανος, ὁ Πλεονέκτης, ὁ Φιλοχρήματος, ὁ Φιλήδονος, ὁ Ὑλιστής, ὁ Εἰδωλολάτρης, ὀ δοῦλος γενικά τῶν βρωμερῶν του Παθῶν. Δέν βλέπει. Δέν ἀκούει. Ποδοπατεῖ κάθε ἀξία προκειμένου νά ἱκανοποιήσῃ τό Πάθος Του.

Δέν εἶναι τυφλός αὐτός, πού ἐγκαταλείπει του νόμιμο σύζυγό του και τά παιδιά του, τυφλωμένος ἀπό τον σαρκικό ἔρωτα μιᾶς ἀσέμνου γυναικός;

Δέν εἶναι τυφλός αὐτός, πού κυριεύεται ἀπό τό Πάθος τοῦ χαρτοπαιγνίου, ὁ συστηματικός χαρτοπαίκτης, πού πουλάει ἀκόμη καί τή γυναῖκα του και την κόρη του, γιά νά ἱκανοποιήσῃ το πάθος τῆς Χαρτοπαιξίας;

Δέν εἶναι τυφλός αὐτός ὁ ἀλκοολικός, πού ἐγκαταλείπει την Οἰκογένειά του, τήν ἐργασία του και ξημεροβραδιάζει στά  καπηλιά καί ξεπουλάει τά πάντα προς ἱκανοποίησιν τοῦ πάθους τῆς μέθης;

Δέν εἶναι τυφλός αὐτός, πού θεοποιεῖ τον Ἑαυτούλη του και την Καλοπέρασί του καί πρός ἱκανοποίησιν τοῦ πάθους του προδίδει τήν Πατρίδα του, ἀρνεῖται τήν Πίστι του, ποδοπατεῖ  «τά ὅσια καί τά ἱερά του»; Πραγματικά τυφλός εἶναι αὐτός, πού ἀρνεῖται το Θεό και το Νόμο τῆς ἀγάπης, πού, ὑποδουλώνεται στα πάθη, καταστρέφει  τά πάντα γύρω του καί αὐτοκαταστρέφεται.

Εὐαγγελιστής τῆς ἀγάπης λέγει ὅτι «αὕτη δέ ἐστιν ἡ κρίσις ὅτι το Φῶς ἐλήλυθεν εἰς τον κόσμον, και ἠγάπησαν οἱ ἄνθρωποι μᾶλλον το σκότος ἤ το Φῶς· ἦν γάρ πονηρά αὐτῶν τά ἔργα. Πᾶς ὁ φαῦλα πράσσων μισεῖ το Φῶς και οὐκ ἔρχεται προς το Φῶς, ἵνα μη ἐλεγχθῇ τά ἔργα αὐτοῦ» (Ἰωάν. γ΄ 19-20).

Ὁ τυφλός τῆς Ἱεριχοῦς, ὁ Βαρτίμαιος, γιά κάποιο λόγο τυφλώθηκε, ἔχασε τό φῶς του, καί περιῆλθε εἰς την ἔσχατη ἀθλιότητα και «τυφλός,  ἐκάθητο παρά την ὁδόν προσαιτῶν». Κατά τό διάστημα τῆς τυφλώσεως ἦλθε «εἰς ἑαυτόν» και ἐκτίμησε το Φῶς, πού εἶχε καί τό ἔχασε. Ὅταν πληροφορήθηκε ὅτι ὁ Ἰησοῦς, ὀ Φωτοδότης, ὁ Μεσσίας, ὁ Υἱός Δαυῒδ, περνάει ἀπό κοντά του, με λαχτάρα ἔκραζε λέγων· Ἰησοῦ, Υἱέ Δαυῒδ, ἐλέησόν με. Ἡ Πίστις του, και οἱ κραυγές του, ἡ προσευχή του στό Χριστό, ἐνόχλησε πολλούς καλοθελητές , πού τόν ἐμπόδιζαν νά πλησιάσῃ  τό Χριστό, τοῦ ἔκλειναν τό στόμα (σύνηθες καθημερινό φαινόμενο), «ἐπετίμων αὐτῷ πολλοί ἵνα σιωπήσῃ». Αὐτός ὅμως «πολλῷ μᾶλλον ἔκραζεν· Ἰησοῦ, υἱέ Δαυῒδ, ἐλέησόν με». Μπορεῖ οἱ ἄνθρωποι να μᾶς κλείνουν το στόμα, ὁ Εὔσπλαγχνος ὅμως Θεός ἀκούει και τίς ἀναρθρες κραυγές μας. Ἀκούει τίς προσευχές μας. Μᾶς πλησιάζει με τρυφερότητα και στοργή. Δέχεται τή μετάνοιά μας. Και ἀμέσως θεραπεύει τήν ἀρρώστια μας, ἀρκεῖ νά τό θελήσουμε. Μᾶς ἐρωτᾷ, ὅπως ρώτησε τόν τυφλό τῆς Ἱεριχοῦς : «Τί σοι θέλεις ποιήσω»; Ὁ Τυφλός Βαρτίμαιος ἀπήντησε ἀμέσως, εἰλικρινά μετανοιωμένος· «Κύριε, ἵνα ἀναβλέψω». Και ἀμέσως ἀνέβλεψε και ἐδόξαζε τόν Φωτοδότη καί Κύριον.

Καί ποιός τυφλός δέν θέλει τό φῶς του; Ὑπάρχουν ὅμως, δυστυχῶς και πολλοί πωρωμένοι καί ἀμετανόητοι, πού μισοῦν το Φῶς και δεν ἔρχονται προς το Φῶς, γιατί εἶναι φαῦλα τά ἔργα τους και μένουν «δέσμιοι τῆς γῆς», δέσμιοι τοῦ σκότους». Νομίζουν πώς βλέπουν, ἐνῷ εἶναι τυφλοί καί, χωρίς ντροπή, ἐρωτοῦν: «Μή καί ἡμεῖς τυφλοί ἐσμέν;»  Σ’ αὐτούς, πού δεν ἔχουν συναίσθησι τῆς τυφλώσεώς τους, ὁ Κύριος ἀποκρίνεται καί λέγει:                             

«Ἐάν εἴσασθε τυφλοί καί  δέν γνωρίζατε τή  Γραφή, δέν θά εἴχατε ἁμαρτίαν, γιά τήν ἀπιστία σας καί γιά τήν κακή σας συμπεριφορά. Τώρα ὅμως ἐσεῖς λέτε· ἐμεῖς βλέπομεν, τά γωρίζουμε ὅλα και δεν ἔχουμε ἀνάγκη νά μᾶς διδάξῃ κανείς ἄλλος. Ἡ ἁμαρτία σας λοιπόν μένει. Δέν συγχωρεῖται. Συνεχίζετε να μένετε τυφλοί, μέ τή θέλησί σας. Μισεῖτε τό Φῶς (πρβλ. Ἰωάν. θ΄ 40-41).

Καί δέν εἶναι λίγοι οἱ ὑποκριτές Φαρισαῖοι, τυφλοί, σκοταδιστές, πού μισοῦν το Φῶς προτιμοῦν τό σκοτάδι καί πολεμοῦν τόν Φωτοδότη. Δυστυχῶς ὑπάρχουν πολλοί, τυφλωμένοι ἀπό τά βρωμερά τους πάθη, πού νομίζουν πώς εἶναι πλούσιοι σέ ἀρετές καί δέν ἔχουν ἀνάγκη ἀπό τίποτε καί ἀπό κανέναν. Εἷναι στήν πραγματικότητα τυφλοί. Τούς τυφλώνει ἡ οἴησις και ἡ αὐταρέσκειά τους καὶ καυχῶνται λέγοντες μαζί μέ τόν Ἐπίσκοπο Λαοδικείας: «πλούσιός εἰμί καί πεπλούτηκα καί οὐδενός χρείαν ἔχω»(Ἀποκ. γ΄17). Σ’ αὐτόν και τούς ὁμοίους του, σέ ὅλους τούς οἰηματίες και χλιαρούς, ὁ Κύριος ἀποκαλύπτει τήν πραγματική τους τύφλωσι: Δυστυχισμένε ἄνθρωπε, ἡ ἀλήθεια εἶναι ὄχι αὐτό, πού νομίζεις, τυφλωμενος ἀπό τά πάθη σου. Ἡ ἀλήθεια εἶναι  ὅτι δέν γνωρίζεις ὅτι σύ εἶσαι ὁ πραγματικά ταλαίπωρος καί ἐλεεινός και πτωχός και τυφλός, ὥστε νά μή βλέπῃς την πραγματική πνευματική σου κατάστασι, και γυμνός (πρβλ. Ἀποκ. γ΄ 17). Ὁ Κύριος ἀπό ἄπειρη ἀγάπη, μᾶς ἀποκαλύπτει την πραγματική πνευματική μας κατάστασι, τήν πνευματική μας τύφλωσι, γιά νά ἔλθουμε σέ συναίσθησι καί νά μετανοήσουμε εἰλικρινά, καί νά ζητήσουμε ἀπό τό Φωτοδότη νά φωτίσῃ τά σκοτάδια μας, γιά νά ξαναβροῦμε τό Φῶς μας καί νά χαροῦμε τή Χαρά τῆς ζωῆς, νά βροῦμε ἀνάπαυσι καί ψυχική γαλήνη.

Εἷναι δέ ἄπειρη ἡ Εὐσπλαγχνία Του, διότι δέν μᾶς ἀποκαλύπτει μόνον την ἀρρώστια μας, ἀλλά μᾶς ὑποδεικνύει καί τόν τρόπο θεραπείας. Μᾶς συμβουλεύει νά ἀγοράσουμε  ἀπό Αὐτόν, μέ συντετριμμένη καρδιά, μέ θερμή Προσευχή, νά ζητήσουμε τήν πραγματική ἀρετή, για να γίνουμε πλούσιοι σέ ἀγαθά, σέ θεάρεστα ἔργα, νά Τοῦ ζητήσουμε ἐνδύματα λευκά, ἁγιότητα καί ἁγνότητα βίου, νά σκεπάσουμε τή γυμνότητά μας. Νά Τοῦ ζητήσουμε τή Χάρι τοῦ ἁγίου Πνεύματος, τόν φωτισμόν τῆς ἀληθείας, γιά νά χρίσουμε, σάν μέ ἄλλο κολλύριο,  τά μάτια τῆς ψυχῆς μας, νά θεραπεύσῃ τήν πνευματική μας τύφλωσι, ὥστε νά βλέπουμε καθαρά τήν πνευματική μας κατάστασι.  Να περιπατοῦμε ἐν ἀγάπῃ, καί νά μᾶς ἀξιώσῃ, ὥστε τόν ὑπόλοιπον χρόνον τῆς ζωῆς μας, νά λάμπῃ τό Φῶς ἡμῶν ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ὅπως ἴδωσιν ἡμῶν τά καλά ἔργα και δοξάζωσιν τόν Πατέρα ἡμῶν τόν ἐν τοῖς Οὐρανοῖς»( πρβλ. Ἀποκ. γ΄17-18. Ματθ. ε΄ 16). Αὐτῷ τό κράτος, ἡ τιμή καί ἡ δόξα εἰς τούς αἰῶνας. ΑΜΗΝ.


 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου