Τετάρτη 24 Νοεμβρίου 2021

ΜΟΝΟΝ ΚΟΝΤΑ ΣΟΥ ΝΟΙΩΘΟΥΜΕ ΑΣΦΑΛΕΙΣ

 


                         «ΚΥΡΙΕ, ΕΠΙΒΛΕΨΟΝ ΕΠ’ ΕΜΕ ΚΑΙ ΕΛΕΗΣΟΝ ΜΕ»

 

Κύριέ μου, προσπαθῶ, μέ τή Χάρι σου, νά κάνω πάντοτε τό Θέλημά Σου. Σύ, Κύριε γνωρίζεις τά πάντα. Σύ γνωρίζεις ὅτι σέ λατρεύω, μέ ὅλη τή δύναμι τῆς ψυχῆς μου, ὡς τόν μόνον ἀληθινόν Θεόν καί Σωτῆρα μου καί Λυτρωτήν τοῦ Σύμπαντος  Κόσμου. Κουρνιάζω νοερά στ’ ἄχραντα πόδια Σου, Κύριέ μου Ἰησοῦ, καί ἀκούω τήν γλυκύτερη κι’ ἀπό τό μέλι φωνή Σου, μελετώντας τό ζωοποιό Σου λόγο καί ἔχω βαθειά μέσα στήν καρδιά μου τήν αἴσθησι τῆς εὐλογημένης, ζωντανῆς Σου Παρουσίας στή ζωή μου. Ἔτσι γαληνεύει ἡ ψυχή μου καί νοιώθω ἀσφαλής ὑπό τήν Σκέπην τῶν πτερύγων Σου!  Ἔρχονται στιγμές ὅμως, πού, κατά τρόπον ἀνερμήνευτον, «ἀνεπαισθήτως», χάνω τήν αἴσθησι τῆς ζωντανῆς Σου Παρουσίας κοντά μου καί χάνομαι. Τότε βυθίζομαι σέ πυκνό, βαθύ σκοτάδι, κι’ ὅπου βρεθῶ, κι’ ὅπου σταθῶ, εἶναι «τόπος βασάνου» καί μέ κυκλώνει ἄβυσσος Ὀδύνης, νοιώθω ἀπροστάτευτος καί εἶμαι δυστυχής. Κύριέ μου Ἰησοῦ, μόνον Σύ εἶσαι ἡ ζωή μου. Μόνον Σύ εἶσαι «τό Πᾶν», γιά μένα». Χωρίς Ἐσένα ἡ ζωή μου εἶναι ἄδεια, κενή, νεκρή. Μόνον Σύ δίνεις ζωή καί νόημα σέ ὅλα. Χωρίς Ἐσένα ἡ ζωή μου εἶναι ἕνα «Τίποτα».



Χωρίς τήν αἴσθησι τῆς ζωντανῆς Σου Παρουσίας, ὁ Πόνος εἶν’ ἀβάσταχτος, σχίζει τά σωθικά μου... Μή ἐπιτρέψῃς, Κύριε, νά ζῶ τέτοιες στιγμές, στιγμές ἀνούσιες, στιγμές συμφοριασμένες!... Κύριε μου, Ὕψιστε Θεέ, Κύριε τοῦ Ἐλέους, ἐπίβλεψον ἐπ’ ἐμέ καί ἐλέησόν με! Φώτισε τά σκοτάδια μου, λάμπρυνέ μου τήν ψυχή, καταύγασέ μου τήν διάνοιαν, νά δῶ τά λάθη μου καί νά τά διορθώσω. Ἔλα καί διόρθωσε τά ἀτοπήματά μου καί μή μέ ἀπορρίπτῃς ἀπό τοῦ Προσώπου Σου. Μή με στερῇς ἀπό τήν Εὐλογημένη Παρουσία Σου. Σέ παρακαλῶ, «καμφθητί μοι», ἄκουσε τούς στεναγμούς τῆς καρδιάς μου, καί «ἐμφάνηθι», σκούπισε καί τά δικά μου δάκρυα. Κύριε ἔχω βαθειά συναίσθησι τῆς ἁμαρτωλότητός μου, Ἐνώπιόν Σου. Εἶμαι ἁμαρτωλός καί  ἀγωνίζομαι, προσπαθῶ, μέ τή Χάρι Σου, νά νικῶ τόν κακόν μου ἑαυτό, τόν κόσμο καί τό διάβολο καί Σέ ἱκετεύω,  μή ἐγκαταλείπῃς με! Ἐλθέ καί «ὡς πῦρ καταναλίσκον», κάψε τά ἄχυρα τῶν ἔργων μου, καθάρισε τή λάσπη ἀπ’ τήν ψυχή μου καί στῆσε τή σκηνή Σου στήν καρδιά μου. Ἕρχου ταχύ, Κύριέ μου Ἰησοῦ, καί σκήνωσον ἐν ἐμοί καί καθάρισόν με ἀπό πάσης κηλίδος καί σῶσον με, ὡς Ἀγαθός καί Φιλάνθρωπος.

Ἄκουσε τήν προσευχή μου καί εὐσπλαγχνίσου τόν κόσμον Σου, ὅλους ἐμᾶς τούς ἀχρείους καί ἐλεεινούς δούλους Σου, καί ἀξίωσον πάντας ἡμᾶς νά σταθοῦμε κάτω ἀπό τήν σκέπην τῶν πτερύγων Σου. Διῶξε ἀπό κοντά μας κάθε ἀόρατον ἐχθρόν καί πολέμιον. Χάρισε σέ ὅλους μας τήν αἴσθησι τῆς ζωντανῆς Σου Παρουσίας. Εἰρήνευσε τή ζωή μας, σ’ αὐτήν ἐδῶ τήν ἄθλια παροικία. Ἀξίωσέ μας νά Σέ ὐμνοῦμε, σύν τῷ Πατρί καί τῷ ἁγίῳ Πνεύματι, ἐν ἑνί στόματι καί μιᾷ καρδίᾳ, καί ἐν παντί τόπῳ τῆς Δεσποτείας Σου, καί νά Σέ δοξάζουμε, μέ  τήν καρδιά μας, διότι μόνον Σέ Σένα ἀνήκει ἡ τιμή,  ἡ δόξα καί τό κράτος καί τώρα καί πάντοτε καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. ΑΜΗΝ.

 



 

Δευτέρα 22 Νοεμβρίου 2021

ΚΥΡΙΕ, ΚΥΡΙΕ, ΜΗ ΑΠΟΡΡΙΨῌΣ ΗΜΑΣ!

 


ΚΥΡΙΕ, ΤΑΠΕΙΝΑ ΖΗΤΩ ΤΟ ΕΛΕΟΣ ΣΟΥ!

 

Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱέ τοῦ Θεοῦ τοῦ Ζῶντος, πιστεύω ὅτι, ἐξ αἰτίας τῶν ἁμαρτιῶν μας, ὑποφέρουμε. Ὁμολογῶ, Κύριε, ὅτι εἶναι «ὕβρις», βλασφημία, αὐτό, πού συνήθως λένε πολλοί, ὅτι «ὁ Θεός, μοῦ ἔδωσε αὐτό τό Σταυρό, αὐτά τά βάσσανα. Σύ, Κύριέ μου, εἶσαι Ἀγαθός καί μεταδοτικός τοῦ ἀγαθοῦ. Δέν εἶσαι αἴτιος τῶν κακῶν. Πηγή τῶν κακῶν εἶναι ἡ κακή μας προαίρεσις. Δέν κατανοοῦμε τήν τιμήν τοῦ «κατ’εἰκόνα». Μέ τήν ἀστόχαστη, τήν παραβατική συμπεριφορά μας ἀποκρούομεν τή Χάρι Σου καί ἀπομακρυνόμαστε ἀπό κοντά Σου. Ἀπό κακή μας θέλησι, δέν μένουμε ἑνωμένοι μαζί Σου καί παραμένουμε ἄκαρποι, ἀγονοι καί ἐν ἀγωνίᾳ, ἐν γῇ ἐρήμῳ καί ἀβάτῳ καί ἀνύδρῳ. Δέν μελετοῦμε τό Νόμο Σου. Δέν τηροῦμε τάς Ἐντολάς Σου. Προσβάλουμε τή μεγαλειότητά Σου, Ὕψιστε Θεέ. Ζοῦμε μακρυά ἀπό Σένα, χωρίς ἀγάπη, χωρίς περιεχόμενο, χωρίς σκοπό. Ὁ Ἐγωϊσμός μᾶς ταλανίζει. Τό Μῖσος, ἡ Ψευτιά καί ἡ Υποκρισία βαραίνουν τήν ψυχή μας, τοῦ μή ἀνακύψαι εἰς τό παντελές. Δέν ὑπάρχει δίκαιος οὔτε ἕνας. Δέν ὑπάρχει κανένας συνετός. Δέν ὑπάρχει κανένας, πού νά ζητῇ τόν Θεόν. Εἶναι ἀλήθεια ὅτι, ὅλοι μας, παρεκκλίναμε, καί συγχρόνως ἐξαχρειωθήκαμε. Δέν ὑπάρχει κανένας, πού νά κάνει τό καλόν, δέν ὑπάρχει οὔτε ἕνας, λέγει ὁ προφήτης Δαβίδ(Ψαλμ.13). Τάφος ἀνοικτός εἶναι ὁ λάρυγγας τῶν πολλῶν. Μέ τή γλῶσσα τους εἶναι δόλιοι, φαρμάκι ἀπό Ὀχιές εἶναι κάτω ἀπό τά χείλη τους. Τό στόμα τους εἶναι γεμᾶτο κατάρα καί πικρίαν, τά πόδια τους τρέχουν γρήγορα γιά νά χύσουν αἷμα. Καταστροφή, συντρίμμια καί δυστυχία σπέρνουν στό δρόμο τους, γιά τόν πλησίον. Δέν γνωρίζουν, δέν θέλουν νά γνωρίσουν, τόν δρόμον τῆς εἰρήνης καί δέν ὑπάρχει φόβος Θεοῦ στά μάτια τῆς ψυχῆς τους (Ρωμ. γ΄10-18. ψαλμ. 13).  Γνωρίζεις πολύ καλά, ὡς Καρδιογνώστης ὅτι αὐτή εἶναι ἡ κατάντια μας, ἀπό κακή μας προαίρεσι, Κύριε.  Ποιός θά μᾶς ἀνασύρει ἀπό αὐτή τή συμφορά, ἄν ὄχι Σύ, γλυκύτατε Ἰησοῦ, πού Σταυρώθηκες, γιά μᾶς; Ὑποφέρουμε κι’ οἱ στεναγμοί μας σχίζουν τούς αἰθέρες. Δέν ἔχουμε ἄλλον βοηθόν ἐκτός ἀπό Σένα Θεέ μου καί δέν θέλουμε ἄλλον. Μόνο Ἐσένα ἔχουμε. Σέ σένα πιστεύουμε, σέ Σένα ἁμαρτάνουμε, ἀλλά καί Ἐσένα μονάχα λατρεύουμε. Σύ καί μόνον Σύ εἶσαι ὁ Θεός μας καί μεῖς εἴμαστε δοῦλοι Σου, ἀχερεῖοι καί ἐλεεινοί μέν, ἀλλά δικοί Σου δοῦλοι. Μή ἀποστρέψῃς τό πρόσωπόν ἀπό τῶν ἀχρείων δούλων Σου. Σέ Σένα μονάχα καταφεύγουμε, γιατί πιστεύουμε ὅτι μόνον Σύ, μπορεῖς, ὡς Παντοδύναμος καί θέλεις , ὡς Πανάγαθος, νά μᾶς ἀνασύρῃς ἀπό τήν «ἰλύν βυθοῦ», στήν ὁποίαν ἔχουμε ἐμπαγῆ καί νά μᾶς ὁδηγήσῃς εἰς τόπον ἀναψυχῆς, «ἐπί ζωῆς πηγάς ὐδάτων». Ὅλοι μᾶς ἔχουν ἐγκαταλείψει. Μόνον Σύ μᾶς ἀπομένεις καί μόνον σύ δέν μᾶς ἐγκαταλείπεις ποτέ. Καί ὅταν Σέ διώχνουμε μᾶς κυνηγᾶς μέ τό  Ἕλεός Σου. Κύριε, Κύριε, μή ἀπορρίψῃς ἡμᾶς ἀπό τοῦ προσώπου Σου! Ταπεινά ζητῶ τό ἔλεός Σου, ὄχι, γιατί τό ἀξίζουμε, ἀλλ' ἕνεκεν τῆς δόξης τοῦ Ὀνόματός Σου. Ὤ γλυκύ μου Ἔαρ, Ὤ Φῶς τῶν ὀφθαλμῶν μου! Ἄκουσε τήν προσευχή μου... καί μή ἀργοπορῇς! Κύριε, μή βραδύνῃς. Ἔρχου ταχύ, Κύριέ μου Ἰησοῦ. Σύ εἶσαι ἡ ζωή μας καί ἡ εἰρήνη μας, ἡ μόνη μας παρηγοριά, ἡ μόνη μας ἐλπίδα, τό Φρούριόν μας, τό μόνον ἀσφαλές καταφύγιον. Ἔρχου ταχύ. Σκέπασέ μας μέ τή Χάρι Σου καί ἀξίωσέ μας νά σέ λατρεύουμε, ὄχι μέ τά χείλη, ἀλλά μέ τήν καρδιά μας καί νά σέ ὑμνοῦμε εἰς πάντας τούς αἰῶνας. Διότι μόνον Σέ Σένα ἀνήκει ἡ τιμή, ἡ δόξα καί τό κράτος εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. ΑΜΗΝ.




 

«ΤΑΣ ΕΝΤΟΛΑΣ ΠΑΣΑΣ ΕΦΥΛΑΞΑΜΗΝ ΕΚ ΝΕΟΤΗΤΟΣ ΜΟΥ.ΤΙ ΕΤΙ ΥΣΤΕΡΩ;» (Ματθ.κθ΄21).




ΕΤΙ   ἝΝ  ΣΟΙ  ΛΕΙΠΕΙ (Λουκ. ιη΄22).

 «Εἰ θέλεις τέλειος εἶναι, ὕπαγε πώλησόν σου τά ὑπάρχοντα, πάντα ὅσα ἔχεις, καί δός πτωχοῖς, καί ἕξεις θησαυρόν ἐν οὐρανῷ, καί δεῦρο ἀκολούθει μοι» (Ματθ. ιθ΄21. Λουκ. ιη΄ 21-22).

 

νας πλούσιος Ἑβραῖος νεανίσκος, πιστός καί εὐσεβής πλησιάζει τόν Κύριο, ὄχι γιά νά Τόν πειράξῃ, ὅπως ὁ νιμικός, ἀλλά, μέ διακαῆ πόθο νά μάθη ἀπό τόν Μεγάλο καί σοφό Διδάσκαλο καί νά σωθῇ(Ματθ. ιθ΄16-26. Μάρκ. ι΄17-31. Λουκ.ιη΄18-27). Θέλει νά βρῇ τό δρόμο του, τό δρόμο πρός τήν αἰώνιον ζωήν.  Πλησιάζει, μέ σεβασμό τόν Κύριον καί  Τόν ἐρωτᾶ: «Διδάσκαλε ἀγαθέ, τί ἀγαθόν ποιήσω ἵνα ζωήν αἰώνιον κληρονομήσω, ἵνα ἔχω ζωήν αἰώνιον;» Διδάσκαλέ μου, τί νά κάμω, γιά νά κληρονομήσω τήν αἰώνιον ζωήν;

Ὁ Κύριος, ὡς Καρδιογνώστης γνωρίζει τά ἐσώτατα βάθη τῆς ψυχῆς ὅλων μας καί τοῦ αὐτοῦ τοῦ νέου καί πρῶτα ἀπό ὅλα τοῦ ἐξηγεῖ ὅτι ἀφοῦ ἀπευθύνεσαι σέ Μένα, μέ τήν ἰδέα ὅτι εἶμαι ἕνας ἁπλός ἄνθρωπος, γιατί μέ ἀποκαλεῖς «Ἀγαθόν»; Μάθε, λοιπόν, πρῶτα ὅτι «Οὐδείς ἀγαθός εἰ μή εἷς ὁ Θεός».

Μᾶς φέρει ὅλους σέ συναίσθησι τῆς ἁμαρτωλότητός μας καί μᾶς διδάσκει ὅτι «οὐδείς καθαρός ἀπό ρύπου, ἔστω καί ἄν εἶναι μιά μέρα ἡ ζωή του στή γῆ» Κανείς, ἀπολύτως κανείς ἄνθρωπος δέν εἶναι ἀπό τόν ἑαυτό του καί πραγματικά ἀγαθός, παρά μονάχα Ἕνας, ὁ Θεός. Ἐάν ὅμως θέλῃς πράγματικά νά βρῆς καί νά κληρονομήσῃς τήν αἰώνιον ζωήν, τήρησε τάς Ἐντολάς τοῦ Θεοῦ. Καί , Παιδί μου, γνωρίζεις τάς Ἐντολάς: «Μή μοιχεύσῃς. Μή φονεύσῃς. Μή κλέψῃς. Μή ψευδομαρτυρήσῃς. Τίμα τόν πατέρα σου καί τήν μητέρα σου»(Λουκ.ιη΄20), «καί ἀγαπήσεις τόν πλησίον σου ὡς ἑαυτόν»(Ματθ. ιθ΄19). Σημειωτέον ὅτι ἡ τήρησις αὐτῶν τῶν Ἐντολῶν εἶναι ἀπόδειξις τῆς τελείας ἀγάπης μας στό Θεό. Ὅταν ὁ νέος ἄκουσε τήν ὑπόδειξι τοῦ Κυρίου εἶπε: Κύριε ὅλα αὐτά τά ἐτήρησα ἀπό τήν τρυφερή μου ἀκόμη ἡλικία. Τί ἔτι ὑστερῶ; Νόμιζε ὁ νέος ὅτι τηροῦσε τίς Ἐντολές σωστά, ἀλλά δέν εἶχε διδαχθῆ ποιά εἶναι καί πῶς ἐφαρμόζεται ἡ πρός τόν πλησίον ἀγάπη. Γι’αὐτό καί τόλμησε καί εἶπε ὅλες τίς ἐντολές αὐτές τίς φύλαξα ἀπό τότε πού ἦμουν νέος. Τί μοῦ λείπει ἀκόμη;

Ὁ Εὐαγγελιστής Μάρκος ἀναφέρει ὅτι ὅταν ἄκουσε ὁ Κύριος τήν ἀπόκρισι τοῦ Νέου, τόν κοίταξε μέ πολύ ἐνδιαφέρον, ἠγάπησεν αὐτόν, τόν συμπάθησε καί μέ τρυφερότητα καί ἀγάπη τοῦ εἶπε: «ἔτι ἕν σοι λείπει· εἰ θέλεις τέλειος εἶναι, ὕπαγε πώλησόν σου τά ὑπάρχοντα, πάντα ὅσα ἔχεις πώλησον καί διάδος πτωχοῖς, καί ἕξεις θησαυρόν ἐν οὐρανῷ, καί δεῦρο ἀκολούθει μοι, ἄρας τόν σταυρόν σου» (Ματθ.ιθ΄21. Μάρκ,ι΄21. Λουκ. ιη΄ 22).

Ὁ Νέος εἶναι εὐσεβής, δίκαιος, τηρεῖ τά τυπικά, δέν κλέβει, δέν ἀδικεῖ κλπ. ἀλλά εἶναι προσκωλημένος, καθηλωμένος, στή γῆ καί τά γήϊνα. Δίνει τήν ψυχή του στόν ὑλικό πλοῦτο. Νομίζει ὅτι θά ζήσῃ αἰώνια στή γῆ. Θεωρεῖ τά ὑλικά ἀγαθά , τόν πλοῦτο δικό του «ἦν γάρ πλούσιος σφόδρα». «ἦν γάρ ἔχων κτήματα πολλά».  Ὁ Χριστός στή λαχτάρα του γιά τήν αἰώνιον ζωήν, τοῦ λέγει: ὕπαγε πάντα ὅσα ἔχεις   πώλησον καί διάδος πτωχοῖς. Ἑλευθέρωσε τήν ψυχή σου ἀπό τά δεσμά τῆς  Ὕλης πολλαπλασίασε τά τάλαντα, πού σοῦ ἔδωσα, καί μοίρασέ τα σ’ αὐτούς πού τά ἔχουν ἀνάγκη. Αὐτή εἶναι ἡ σημασία τοῦ «πώλησον» καί «διάδος πτωχοῖς» Δέν σημαίνει νά ξεφύγῃς τοῦ Χρέους νά ἐργασθῇς, ἀλλά μέ τή δική σου θέλησι, νά τά πολλαπλασιάσης καί νά μοιράσῃς τά κέρδη, σ’ αὐτούς ἔχουν ἀνάγκη καί δέν ἔχουν τό δικό σου χάρισμα. Ἐσένα ἔκρινα ἱκανόν νά διαχειρισθῆς τά ἀγαθά καί νά τά δώσης, ὄχι νά τά κατακρατήσῃς, γιά τόν Ἑαυτούλη σου. Δέν εἶναι δικά σου. Ἀκόμη καί ἡ ψυχή σου δέν εἶναι δική σου. Ἐγώ σοῦ τήν χάρισα. Γι’ αὐτόν ἀκριβῶς τό λόγο, Θέλω, Νέε μου, νά καταλάβῃς καί μαζί μέ σένα ὅλοι οἱ ἄνθρωποι νά κατανοήσουν καλά «τό βραχύ τῆς ζωῆς καί τή ματαιότητα τῶν ἐγκοσμίων πραγμάτων καί τῶν ἀνθρωπίνων ἐπιδιώξεων». Νά πολλαπλασιάζουμε τά τάλαντα καί νά τά προσφέρουμε σ’ αὐτούς, πού ἔχουν ἀνάγκη καί ἔτσι νά θησαυρίζουμε θησαυρούς ἐν οὐρανῷ. Αὑτός εἶναι ὀ δρόμος πρός τήν αἰώνιον ζωήν: Ἡ Ἐλεημοσύνη, ἡ «πρᾶξις» τῆς τέλειας ἀγάπης πρός τόν Θεόν καί πρός τόν πλησίον.

 Νά συνειδητοποιήσουμε ὅτι ὅλα τά ἀγαθά εἶναι τοῦ Θεοῦ. Καί ὅτι ὁ Θεός μᾶς τά ἐμπιστεύεται καί μᾶς διορίζει Οἰκονόμους, Διαχειριστές τῶν ἀγαθῶν, κάθε εἴδους πλοῦτο, καί μᾶς καλεῖ νά εἴμαστε καλοί Οἰκονόμοι, καλοί Διαχειριστές. Μᾶς καλεῖ νά μοιράζουμε στούς πτωχούς τόν πλοῦτο. Νά προσφέρουμε σ’ αὐτούς πού ἔχουν ἀνάγκη, «στούς πτωχούς ἀδελφούς Τοῦ Χριστοῦ», στούς συνανθρώπους μας. Θέλει ὁ Θεός νά καταλάβῃ ὁ Νεανίσκος ἀλλά καί ὅλοι ἐμεῖς ὅτι ἐδῶ σ’ αὐτήν τήν ἄθλια παροικία εἴμαστε πάροικοι καί παρεπίδημοι, προσωρινοί, διαβάτες. Νά καταλάβουμε ὅτι γυμνοί ἐρχόμαστε στή γῆ καί γυμνοί ξαναγυρίζουμε σ’ αὐτήν, δέν παίρνουμε τίποτε μαζί μας.  Ὁ Χριστός θέλει νά καίγονται γι’ Αὐτόν καρδιές , ὄχι κεριά καί λιβάνια.  Θέλει νά χορταίνουμε τόν πτωχό, νά κρυφοντύνουμε τόν γυμνόν, νά ἐπισκεπτώμαστε τό ἄρρωστο καί κάθε ἐμπερίστατο ἀδελφό, νά ἀνακουφίζουμε τόν πόνο, νά σπογγίζουμε τά δάκρυα, νά θεραπεύουμε πᾶσαν νόσον καί πᾶσαν μαλακίαν ἐν τῷ λαῷ. Αὑτή εἶναι ἡ βαθύτερη σημασία τοῦ «πώλησον καί διάδος πτωχοῖς». Δέν σημαίνει νά τά πουλήσουμε ὅλα, νά τά ξεφορτωθοῦμε, καί νά ἀπαλλαγοῦμε ἀπό αὐτά, γιά νά βροῦμε τήν ἡσυχία μας. Ἀλλά νά κοπιάζομε ἐργαζόμενοι καί πολλαπλασιάζοντες τά  τάλαντα, εἴτε εἶναι κτήματα πολλά, εἴτε χρήματα εἴτε τέχνη ἤ ἐπιστήμη ὁ πλοῦτος μας. Ἔχουμε ΧΡΕΟΣ νά χρησιμοποιοῦμε τόν πλοῦτο μας αὐτόν πρός τό συμφέρον ὅλων καί ὄχι  νά χρησιμοποιοῦμε τόν πλοῦτο, πού μᾶς χάρισε ὀ Θεός ἐγωϊστικά, γιά τήν καλοπέρασί μας, ἀλλά γιά τήν ἀνακούφισι καί τή θεραπεία τῶν ἀναγκῶν τῶν ἐλαχίστων ἀδελφῶν τοῦ Χριστοῦ, πού μᾶς χάρισε τόν πλοῦτο. Ἐάν λοιπόν θέλεις νά κληρονομήσῃς τήν αἰώνιον ζωήν, νά γίνῃς τέλειος καί νά εἰσέλθῃς εἰς τήν Βασιλείαν τοῦ Θεοῦ, ὀφείλεις νά προσφέρῃς στό Χριστό, δηλαδή στούς ἀδελφούς τοῦ Χριστοῦ πάντα ὅσα ἔχεις ἀπό τόν Θεόν πλούτη καί ὄχι νά γίνεσαι δοῦλος τοῦ πλούτου, νά καταχρᾶσαι τά ἀγαθά τοῦ Θεοῦ, νά τά κρατᾶς γιά τόν ἑαυτόν σου καί νά στερεῖς τούς ἀδελφούς τῶν ἀναγκαίων ἀγαθῶν. Ὁ Κύριος λέγει: « Ἀμήν λέγω ὑμῖν· ἐφ’ ὅσον ἐποιήσατε ἑνί τούτων τῶν ἀδελφῶν μου τῶν ἐλαχίστων, ἐμοί ἐποιήσατε» (Ματθ.κε΄40. πρβλ. Ματθ.κε΄45-46). Μέ αὐτό «τό κλειδί» θά μπορέσουμε νά ἀνοίξουμε τή Θύρα τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ  καί νά κληρονομήσουμε τήν αἰώνιον ζωήν.

Ὅταν ὁ νεανίσκος ἄκουσε τήν Ὁδηγία τοῦ Χριστοῦ «ἀπῆλθε λυπούμενος». ἡ  καρδιά του ἦταν κολλημένη στά κτήματά , στά πλούτη, στή γῆ καί τά γήϊνα, τά ὁποῖα κακῶς θεωροῦσε δικά του. Ὅταν ὁ Κύριος τόν εἶδε νά σκύβει τό κεφάλι καί νά φεύγει λυπημένος εἶπε: Πόσο δύσκολο εἶναι, νά  ἀποχωρισθοῦν τά πλούτη καί νά εἰσέλθουν στή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, αὐτοί πού ἔχουν τά χρήματα καί κτήματα πολλά! Εἶναι εὐκολότερο μιά καμήλα νά περάσῃ ἀπό τήν μικρή τρύπα, πού ἀνοίγει ἡ βελόνα, παρά νά εἰσέλθῃ ἕνας πλούσιος στή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ὁ νεανίσκος ἔφυγε λυπημένος. Πραγματικά εἶναι πολύ δύσκολο νά ἀποχωρισθῇ κανείς τή χλιδή καί τόν πλοῦτον. Οἱ ἀκροατές τοῦ Χριστοῦ εἶπαν· Καί ἀφοῦ εἶναι παραπολύ δύσκολο νά σωθοῦν οἱ πλούσιοι, τότε ποιός μπορῇ νά σωθῇ; Καί ὁ Κύριος τούς ἀπήντησε ὅτι «τά ἀδύνατα παρά ἀνθρώποις δυνατά  παρά τῷ Θεῷ ἐστιν» (Λουκ.ιη΄27. Μάρκ. ι΄27).

Αὐτή εἶναι ἡ Ἀλήθεια. Οἱ ἄνθρωποι εἴμαστε ἀστόχαστοι. Δέν προσέχουμε  καί βυθιζόμαστε εἰς «ἰλύν βυθοῦ». Ἀγαπᾶμε τή ζωή. Θέλουμε νά ζήσουμε αἰώνια. Δέν ξεχωρίζουμε ὅμως τήν ἀνθρωπίνην, ἀπό τήν θείαν διάστασι. Δέν ξεχωρίζουμε τό ὑλικό, ἀπό τό πνευματικό Σύμπαν. Ἔτσι χάνουμε τήν ἐπαφή μέ τήν πραγματικότητα. Ἀφήνουμε καί φωλιάζει στήν ψυχή μας ὁ ἀρχαῖος Ὄφις, ὁ Ἐγωϊσμός καί προσέχουμε τόν ἑαυτούλη μας. Ἔχουμε ἀνάγκη ὁ ἕνας τόν ἄλλον. Δέν μποροῦμε νά ζήσουμε χωρίς τούς ἄλλους. Γι’ αὐτό καί ὁ Πάνσοφος Δημιουργός εἶπεν «Οὐ καλόν εἶναι τόν ἄνθρωπον μόνον καί δημιούργησε τήν Κοινωνία τῶν προσώπων, τήν Κοινωνίαν τῶν Ἁγίων. Ἐμεῖς ὅμως δέν κατανοήσαμε τήν τιμήν τοῦ «κατ’ εἰκόνα» καί γίναμε χειρότεροι ἀπό τά κτήνη. Καί μεταβάλαμε τήν Κοινωνίαν τῶν Ἁγίων, τόν Παράδεισο σέ «χειροστάσι».

Τά ζῶα ἔχουν τό καθένα ἕνα  ἄγριο πάθος, κάθε ἄνθρωπος ὅμως, συγκεντρώνει στόν ἑαυτό του ὅλα μαζί τά ἄγρια πάθη. Ὁ ἕνας προσπαθεῖ νά κατασπαράξῃ τόν ἄλλον. Καί ἡ Κοινωνία τῶν προσώπων κατάντησε Κοινωνία προσωπείων. Ἡ Ψευτιά καί ἡ Ὑποκρισία καί ἡ   Ἐκμετάλευσις, σωρεύουν συμφορές. Οἱ δυνατοί ἐξουσιάζουν, ἐκμεταλεύονται καί κατασπαράσσουν, τούς ἀδυνάτους ἀδελφούς τοῦ Χριστοῦ. Πολλές φορές ἀναρωτιέμαι αὐτοί πού κυριεύονται ἀπό τά βρωμερά τους πάθη καί καταβασάνίζουν τούς  ἐλαχίστους ἀδελφούς τοῦ Χριστοῦ, δέν καταλαβαίνουν τό βραχύ τῆς ζωῆς καί τήν ματαιότητα τῶν ἐγκωσμίων πραγμάτων;

Συγκεντρώνοντας γιά τόν ἑαυτόν τους τόν πλοῦτον, μπόρεσαν νά προσθέσουν στή ζωή τους, ἕνα δευτερόλεπτο ζωῆς παραπάνω;

Ὡς υἱοί τῆς Παραφροσύνης, ἐξαπολύοντες Θανατηφόρους  Ἰούς, μπόρεσαν νά ἀποφύγουν τόν κίνδυνον καί τόν θάνατον;

Δέν καταλαβαίνουν ὅτι μέ τά καμώματά τους αὐτά «ὠρύσσουν λάκκους συντετριμένους, οἵ οὐ δυνήσονται ὕδωρ συνέχειν;»

Ταλαίπωροι καί θνητοί ἄνθρωποι αὐτή τή νύχτα ἔρχονται καί ζητοῦν τήν ψυχή σας οἱ δαίμονες, πού ὑπηρετεῖτε, τί κερδίζετε μέ ὅλα τά ἀστόχαστα καμώματά σας;

Μήπως εἶναι καιρός νά περισυλλεγοῦμε οἱ ἄνθρωποι, νά ἔλθουμε στόν ἑαυτό μας, νά μετανοήσουμε καί νά ἐπιστρέψουμε στήν Πηγή τοῦ Ζῶντος Ὕδατος, κοντά στόν Ἕνα καί Μόνον Ἀληθινόν Θεόν;




Πιστεύω ὅτι διά τῆς παρακοῆς τῶν Ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ φθάσαμε στήν ἔσχατη ἀθλιότητα καί ὅτι εἶναι καιρός νά ἐπιστρέψουμε στήν Πατρική Ἑστία, ὅσο εἶναι καιρός, πρίν μᾶς πάρῃ ὅλους ὁ Διάολος. Εἶναι καιρός νά ἀναρωτηθοῦμε σέ τί στεροῦμε; Γιατί φθάσαμε σέ αὐτή τήν κατάντια; Καί νά συνειδητοποιήσουμε ὅτι εἶναι καιρός νά ἀνοίξουμε τήν καρδιά μας στό Χριστό, νά ἐγκολπωθοῦμε τό Εὐαγγέλιον τῆς ἀγάπης Του καί, μέ τή Χάρι Του, νά τό κάνουμε πρᾶξι στήν καθημερινή μας ζωή. Καί τό τονίζω, μέ τή Χάρι Του, διότι χωρίς τόν Χριστόν δέν μποροῦμε νά ἐπιτύχουμε τίποτε Καλόν καί ὅτι «Τά ἀδύνατα παρά ἀνθρώποις πάντα δυνατά παρά τῷ Θεῷ ἐστιν». Καί μέ τή βοήθειά Του νά πωλήσουμε πάντα ὅσα χαρίσματα ἔχουμε ἀπό τόν Θεόν, ὅλον τόν πλοῦτο, χρήματα, κτήματα, τέχνη, ἐπιστήμη, ἐξουσίες, τά πάντα καί νά θρέψουμε καί νά ντύσουμε, καί νά θεραπεύσουμε τίς ἀνάγκες τῶν ἐλαχίστων ἀδελφῶν τοῦ Χριστοῦ. Νά τελειωθοῦμε στήν Ἀγάπη καί ἔτσι νά κληρονομήσουμε τήν αἰώνιον ζωήν. Ἄλλος τρόπος δέν ὑπάρχει γιά νά εἰρηνεύσουμε, νά βροῦμε ἀνάπαυσι στήν καρδιά μας καί νά νοιώσουμε ἀσφαλεῖς. Νά παρακαλέσουμε δέ τόν Κύριο, τόν προσωπικό μας Σωτῆρα, τόν Λυτρωτή τοῦ Σύμπαντος Κόσμου, νά μᾶς ἀξιώσῃ, ἐν ἑνί στόματι καί μιᾷ καρδία, ὡς Κοινωνία ἁγίων, νά Τόν δοξάζουμε, σύν τῷ Πατρί καί τῷ ἁγίῳ Πνεύματι, «ἐν παντί τόπῳ τῆς Δεσποτείας Αὐτοῦ», καί τώρα καί πάντοτε καί εἰς τούς ἀπεράντους αἰῶνας. ΑΜΗΝ.



 

 

 

 

 

Παρασκευή 19 Νοεμβρίου 2021

ΠΡΟΣ ΣΕ ΗΡΑ ΤΟΥΣ ΟΦΘΑΛΜΟΥΣ ΜΟΥ



                         ΔΟΞΑ Τῌ ΣΥΓΚΑΤΑΒΑΣΙ ΣΟΥ, ΚΥΡΙΕ ΔΟΞΑ ΣΟΙ.

 

Ἀόρατε καί ἀκατάληπτε Κύριε, πῶς ἄφησες τό Θεϊκό Σου Θρόνο καί φανερώθηκες ὡς ἄνθρωπος στή γῆ; Δέν τό χωράει ὁ νοῦς μου. Ἄν μέ ρωτοῦσες, θά σου ἔλεγα, μή ἀφήνῃς τή δόξα Σου, δέν ἀξίζουμε τή συγκατάβασί Σου.

Ἄν ἔλθῃς κοντά μας, θαὔρης ὁλόκλειστες τίς θύρες τῆς ψυχῆς μας. Καί χθές καί σήμερα οἱ ἴδιοι ἀμετανόητοι. Χάσαμε τήν τιμή τοῦ «κατ’εἰκόνα». Συνεχίζουμε τά ἔργα τῶν χειρῶν μας, λατρεύοντες τά εἴδωλα, «ἀργύριον καί χρυσίον», χάσαμε τήν ἀνθρωπιά μας, ἀμαυρώσαμε  μέσα μας τήν εἰκόνα Σου, ὁμοιωθήκαμε τοῖς κτήνεσι τοῖς ἀνοήτοις, ἀπομακρυνθήκαμε ἀπό τήν Πηγή τῆς Ζωῆς καί συνεχίζουμε, χωρίς ντροπή, νά ζοῦμε χειρότερ’ ἀπ’ τά κτήνη, συμπεριφερόμαστε χειρότερ’ ἀπ’ τά κτήνη καί πεθαίνουμε σάν κτήνη. Στρέφει ὀ ἕνας καί τρώγει τίς σάρκες του, κατεσθίει τόν ἀδελφόν του  καί κάνει θρίαμβο πάνω στά αἴματα τῶν ἀθώων θυμάτων του. Κύριέ μου, Ἥλιε τῆς Δικαιοσύνης, Σύ εἶσαι  τό Φῶς τό ἀληθινόν, πού φωτίζει κάθε ἄνθρωπο, πού ἔρχεται στόν κόσμο. Ἔρχεσαι κοντά μας, γιά νά φωτίσῃς τά σκοτάδια μας καί μᾶς καλεῖς νά βγάλουμε τή σκιά μας στό Φῶς καί νά ἀγαπήσουμε τό φῶς. Ἀλλά ἐμεῖς, ὅπως τότε καί σήμερα μισοῦμε τό Φῶς καί δέν ἐρχόμαστε πρός τό Φῶς, γιατί εἶναι πονηρά, φαῦλα τά ἔργα μας καί, μέ λυσσώδη μανία, ἐμμένουμε κατάκοιτοι στή Χώρα καί τή σκιά τοῦ Θανάτου κι’ ἐμεῖς, μετά τῶν ἀρχιερέων  καί Γραμματέων καί δολίων Φαρισαίων καί μαζί μέ τόν Ἰούδα ζητοῦμε εὐκαιρίαν καί πάλιν νά Σέ Σταυρώσουμε. Μά τί λέω; Καθημερινά σέ Σταυρώνουμε στό πρόσωπο τῶν ἐλαχίστων ἀδελφῶν Σου. Καί Σύ συνεχίζεις νά δέχεσαι ἐμπτυσμούς, καί κολαφισμούς καί ραπίσματα, καί Σταυρόν καί θάνατον, γιά νά μᾶς φέρῃς σέ συναίσθησι, νά ἔλθουμε στόν ἑαυτόν μας, οἱ Παράφρονες,  καί νά ἐγκολπωθοῦμε τήν ἀγάπη Σου, καί νά ἀλλάξουμε ζωή.

Ὡς καρδιογνώστης γνωρίζεις, πώς δέν ἀξίζουμε, Κύριε, τό Ἔλεός Σου, γι’αὐτό τολμῶ, γλυκύτατέ μου Ἰησοῦ, Ἀγαπημένε μου Κύριε, μήν  ἔρχεσαι κοντά μας, δέν τό ἀξίζουμε, καί πάλιν θά Σέ Σταυρώσουμε. Εἴμαστε πτωχοί, γυμνοί, ἐλεεινοί, τυφλοί, κωφοί, ἄθλιοι, πωρωμένοι. Πετρώσανε οἱ καρδιές μας. Ἐξ αἰτίας τῆς κακῆς μας προαιρέσεως, «ἐπαχύνθη ἡ καρδιά μας, σκοτίστηκε ὁ νοῦς μας, δέν βλέπουμε καί δέν ἀκοῦμε τό Εὐαγγέλιο τῆς ἀγάπης Σου, Χριστέ, φύγε ἀπό κοντά μας, ἐμεῖς δέν ἔχουμε ἄλλο Βασιλιά παρά τόν Καίσαρα, τό Διάβολο, τό Μαμωνᾶ, τό Χρῆμα, τήν Καλοπέρασί μας. Τί θέλεις ἀπό μᾶς; Εἴμαστε Σαδομαζοχιστές. Δέν θέλουμε νά ἀκούσουμε  τό λόγο Σου. Δέν ἀλλάζουμε ζωή. Μᾶς ἀρέσει νά ζοῦμε στό σκοτάδι». Παρόλα αὐτά, Σύ , Κύριε, μακρόθυμε καί πολυέλεε, συνεχίζεις νά κρούῃς τή Θύρα καί νά μᾶς καλεῖς κοντά Σου, γλυκειά μου Ἄνοιξις, ὤ φῶς τῶν ὀφθαλμῶν μου! Πῶς νά ὑμνήσω τή θεϊκή Σου συγκατάβασι; Σταματάει ὁ νοῦς μου. Δέν βρίσκω λόγια νά περιγράψω τήν τρυφερότητα, μέ τήν ὁποίαν περιβάλλεις ὅλους ἐμᾶς τούς ἐλεεινούς. Πῶς νά περιγράψω τά ἀπερίγραπτα; Πῶς νά ἐκφράσω τά ἀνέκφραστα; Πῶς νά ὑμνήσω τά μεγαλεῖα Σου, Ὕψιστε Θεέ; Τρέμω,  μέ τή σκέψι, ὅτι στήν προσπάθειά μου νά Σέ ὑμνήσω, μήπως προσβάλλω τή μεγαλειότητά σου, Κύριε. Γιατί «ποιός εἶναι ἱκανός λαλῆσαι τάς δυναστείας Σου; Ἀκουστάς ποιῆσαι πάσας τάς αἰνέσεις Σου ἤ διηγήσασθαι πάντα τά θαυμάσιά Σου ἐν παντί καιρῷ;» Συγχώρησέ με, Θεέ μου. Καί νά σιωπήσω πάλι δέν μπορῶ. Ἄν ὑπάρχω Σέ Σένα τό χρωστῶ, Σύ μέ ἀξίωσες, ἐμέ τόν ἐλεεινόν καί ἀνάξιον δοῦλον Σου, νά ὑπηρετῶ ἑξῆντα δύο ὁλόκληρα χρόνια στό Θυσιαστήριόν Σου, πῶς νά σιωπήσω; Δέν μπορῶ...Στεναχωριέμαι γιά τά λάθη μου... Στεναχωριέμαι, πού δέν βρίσκω λόγια ἐπάξια νά Σέ ὑμνήσω, Ἀνεξίκακε καί Μακρόθυμε Κύριέ μου Ἰησοῦ...



Στεναχωριέμαι ὅταν βλέπω τήν τυφλότητα καί τήν πώρωσι καί τή δυστυχία τῶν συνανθρώπων μου,  πού τόσο πολύ ἀπομακρύνονται ἀπό κοντά Σου καί  στενάζουν καί  ὑποφέρουν σ’ αὐτήν τήν ἄθλια παροικία καί ἀπό κακή τους θέλησι,  ἐμμένουν «τῇ φαύλῃ συνηθείᾳ». Θλίβομαι μέ τήν ἀχαριστία τῶν ἀνθρώπων, πού δέν εὐχαριστοῦν τόν Θεόν, γιά τίς πρός ὅλους ἐμᾶς ἄπειρες, φανερές καί ἀφανεῖς,  εὐεργεσίες Του!... Πόσο μεγάλο εἶναι τό μερίδιο τῆς εὐθύνης μου, γιά τήν κατάντια τῶν συνανθρώπων μου; Ἀναρωτιέμαι τί μπορῶ νά κάνω; Νομίζω πώς φταίω ἐγώ, γιά τήν ἀθλιότητά μας... Κύριε καί Θεέ μου, συγχώρεσέ με καί διόρθωσε τά λάθη μου, Σέ παρακαλῶ. Ἄκουσε τούς στεναγμούς τῆς  καρδιᾶς μου καί ἐλέησέ μας. Κανείς ἄλλος δέν μπορεῖ νά μᾶς ἀνασύρῃ ἀπό τήν «ἴλύν βυθοῦ» στήν ὁποίαν ἔχουμε ἐμπαγῆ. Μόνον Σύ, Κύριε μπορεῖς, ὡς Παντοδύναμος καί θέλεις, ὡς Πανάγαθος, νά μᾶς λυτρώσῃς ἀπό τά δεινά, πού σωρεύει στή ψυχή καί τή ζωή μας ἡ ἀμετανοησία. Συγχώρεσέ με, δέν ξέρω τί Σου ζητῶ. Πότε σοῦ ζητῶ νά μήν ἔλθῃς κοντά μας, γιατί δέν μπορῶ, δέν ἀντέχω, νά βλέπω τούς ἀνθρώπους νά Σέ  βλασφημοῦν καί νά σέ πολεμοῦν καί νά μήν ἀναγνωρίζουν   τήν ἄφατη πρός ἡμᾶς συγκατάβασί Σου.




Πότε πάλιν Σέ παρακαλῶ νά ἔλθῃς γρήγορα κοντά μας, γιατί χανόμαστε. Αὐτή εἶναι ἡ ἀλήθεια μου. Χωρίς ἐσένα εἴμαστε χαμένοι. Δέν ὑπάρχουμε χωρίς τή δική Σου εὐλογημένη Παρουσία!  Ὅλα καί ὅλοι μᾶς ἐξαπατοῦν καί μᾶς ἐγκαταλείπουν. Μόνον Σύ, καί ὅταν σέ διώχνουμε, μᾶς κυνηγᾶς μέ τό Ἔλεός Σου καί δέν μᾶς ἐγκαταλείπεις ποτέ. Θαυμάζω τήν ἄφατη συγκατάβασί Σου, Κύριε. Λυπήσου μας καί ἐλέησέ μας. Ἔρχου ταχύ! Μή βραδύνῃς! Σύ, «ὁ περιπατῶν ἐπί πτερύγων ἀνέμων, ὁ ποιῶν τούς Ἀγγέλους Σου πνεύματα καί τούς λειτουργούς πῦρ φλέγον...   Ὁ ἐπιβλέπων ἐπί τήν γῆν καί ποιῶν αὐτήν    τρέμειν, ὁ ἁπτόμενος τῶν ὀρέων καί καπνίζονται (ψαλμ.103,3-4,32), ἔλα γρήγορα κοντά καί «ὡς πῦρ καταναλίσκον» κάψε. Κάψε τά ἄχυρα τῶν ἔργων μας, καθάρισε τή λάσπη ἀπ’ τήν σαλεμένη μας καρδιά, θέρμανε τήν ψυχή μας καί ἀξίωσέ μας νά Σέ λατρεύουμε, μέ ὅλη τή δύναμι τῆς καρδιᾶς μας. Βοήθησέ μας νά καταλάβουμε ὅτι μέ τή Θεϊκή Σου συγκατάβασι καί τή Σταυρική σου Θυσία, Σύ πρῶτος μᾶς ἀγάπησες καί μᾶς ἔλουσες καί μᾶς ἐκαθάρισες μέ τό πανάγιο αἷμα Σου, ἀπό  τίς ἁμαρτίες μας καί μᾶς ἔκαμες Βασιλιᾶδες καί Ἱερεῖς στό Θεό καί Πατέρα μας. Καί ἀξίωσέ μας, νά Σέ δοξάζουμε, διότι  Σέ Σένα ἀνήκει ἡ τιμή, ἡ δόξα καί τό κράτος εἰς τούς αἰῶνας. Σέ ἱκετεύω , Κύριε ἀξίωσέ μας ἀσιγήτως, νά Σέ ὑμνοῦμε, σύν τῷ Πατρί καί τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι, καί ἀκαταπαύστως νά σέ δοξολογοῦμε καί τώρα καί πάντοτε καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων, ΑΜΗΝ.









Πέμπτη 18 Νοεμβρίου 2021

ΘΕΕ ΜΟΥ, ΘΕΕ ΜΟΥ




                              ΚΥΡΙΕ, ΜΟΝΟΝ  ΠΡΟΣ  ΣΕ ΚΑΤΑΦΕΥΓΩ.

 

Κύριέ μου, Ἰησοῦ μόνον κοντά Σου ἀναπαύετ’ ἡ ψυχή μου. Μόνον κοντά Σου νοιώθω ἀσφάλεια καί σιγουριά. Σύ, Κύριέ μου, Ἰησοῦ, εἶσαι ἡ ζωή μου καί ἡ εἰρήνη μου, ἡ μόνη μου καταφυγή, ἡ μόνη μου παρηγοριά, ἡ μόνη μου ἐλπίδα, τό Φρούριόν μου, τό μόνον ἀσφαλές καταφύγιον. Σύ, Κύριε, εἶσαι ἡ Ὁδός καί ἡ Ἀλήθεια καί ἡ Ζωή. Τό Α καί τό Ω, ἡ Ἀρχή καί τό Τέλος, ὁ Πρῶτος καί ὁ  Ἔσχατος, ὁ  Ὤν καί   Ἦν καί ὁ Ἐρχόμενος, ὁ Παντοκράτωρ. Μόνον Σύ, ὁ Πάντων Ἐπέκεινα καί Πανταχοῦ Παρών, εἶσαι ὁ Ἰσχυρός Θεός, ὁ Ἐξουσιαστής, ὁ Ἄρχων τῆς εἰρήνης. Μόνον Σύ εἶσαι ὁ πάνσοφος Δημιουργός. Σύ, Θεέ μου  συνέχεις, συγκροτεῖς καί συγκρατεῖς τά Σύμπαντα σέ, ἀξιοθαύμαστη, Τάξι, Ἱσορροπία καί Ἁρμονία. Σύ εἶσαι ὁ ἄρτος τῆς ζωῆς, ὁ Ζωοδότης.  Σύ, Σταυρώθηκες, γιά μᾶς, ἀλλά καί ὁ μόνος, πού νοιάζεται γιά μᾶς. Σύ, Κύριε, εἶσαι ὁ Χριστός, ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος, πού ἔρχεσαι στόν κόσμο, νά σώσῃς ὅλους ἐμᾶς τούς ἄμυαλους ἁμαρτωλούς, ὧν πρῶτος εἰμί ἐγώ. Ἐάν ζοῦμε καί ὑπάρχουμε στή ζωή, ζοῦμε καί ὐπάρχουμε, γιατί, Κύριε, Σύ ζῆς καί ὑπάρχεις, γιατί Σύ εἶσαι ἡ αἰωνία ὕπαρξις, ἡ Πηγή τῆς ζωῆς καί τῆς ἀθανασίας. Ναί, Κύριε, πιστεύω καί ὁμολογῶ ὅτι Σύ εἶσαι «ὁ καταβαίνων ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καί ζωήν διδούς τῷ κόσμῳ», Σύ εἶσαι ἡ ζωή μας. Αἰσθάνομαι, νοιώθω βαθειά μέσα στήν καρδιά μου τήν ἀόρατη, ὁλοζώντανη καί εὐλογημένη Παρουσία Σου καί ἀγάλλομαι, χαίρομαι καί ὁμολογῶ καί τό διακηρύττω σέ ὅλους ὅτι εἶσαι κοντά μας, Πανάγιε, σκέπη, καταφυγή καί κραταίωμα, γιά νά χαροῦν καί νά διώξουν τό φόβο ἀπ’ τήν ψυχή τους καί νά ἀλλάξουν τρόπο ζωῆς, νά ζοῦν καθώς πρέπει ἁγίοις. Ὁμολογῶ ὅτι δέν εἶσαι  μακρυά μας. Εἶσαι πολύ κοντά στόν καθένα μας, Φιλάνθρωπε, καί κρούεις τή Θύρα... Εἶσαι κοντά μας. «Ἐν σοί γάρ ζῶμεν καί κινούμεθα καί ἐσμέν». Ναί, Κύριε, χάρις στήν ἄφατη μακροθυμία Σου, μέσα σένα καί, χάρις στήν ἀγάπη Σου, ζοῦμε καί κινούμαστε καί ὑπάρχουμε. Χωρίς Ἐσένα θά εἴμαστε ὁλότελα χαμένοι. Ἄν Ἐσύ δέν ἤσουν μαζί μας, ἄς τό ὁμολογήσῃ ὁ πιστός λαός τοῦ Θεοῦ, ἄν Ἐσύ δέν ἤσουν μαζί μας, ἀσφαλῶς «τό ὕδωρ ἄν κατεπόντισεν ἡμᾶς, χείμαρρον διῆλθε καί διέρχεται ἡ ψυχή ἡμῶν. ΑΝ Ἐσύ δέν ἤσουν μαζί μας θά μᾶς εἶχαν καταβροχθίσῃ ζωντανούς οἱ ἐχθροί μας», δαίμονες καί δαιμονάνθρωποι.

Πόσο πολύ δυστυχισμένοι εἶναι ὅλοι, ὅσοι δέν βρίσκονται κάτω ἀπό τή Σκέπη Σου, γλυκύτατέ μου Ἰησοῦ!.. Θἄδινα καί τήν ψυχή μου, ἄν ἦταν δυνατόν, γιά νά πιστέψουν καί νά ἐπιστρέψουν κοντά Σου,  ὅλοι, ὅσοι βρίσκονται μακρυά Σου, Κύριε, γιά νά βροῦν γαλήνη καί ἀνάπαυσι στήν ταραγμένη τους ψυχή  καί νά νοιώσουν κοντά Σου ἀσφαλεῖς. Μόνον κοντά Σου, γαληνεύουν οἱ ψυχές. Μόνον κοντά Σου νοιώθουμε ἀσφαλεῖς!  Χωρίς Ἐσένα ἡ ζωή μας εἶναι ἄδεια. Χωρίς ἀγάπη, χωρίς Θεό, ἡ ζωή μας εἶναι «κενή», χωρίς περιεχόμενον, χωρίς σκοπό. Χωρίς ἐσένα βυθίζεται ὁ ἄνθρωπος, στήν ἄβυσσο τῆς αἰώνιας Ὀδύνης. Πότε, Κύριε, θά συνειδητοποιήσουμε οἱ ταλαίπωροι θνητοί, τή μόνην καί τραγικήν, αὐτήν ἀλήθειαν; Πότε θά καταλάβουμε ὅτι πήραμε τή ζωή μας λάθος, γιά νά ἀλλάξουμε ζωή; Πότε θά νοιώσουμε ὅτι μόνον κοντά Σου ὑπάρχει ζωή; Δέν ἔχουμε πουθενά ἀλλοῦ νά καταφύγουμε. «Κύριε, πρός τίνα ἀπελευσόμεθα; Ρήματα ζωῆς αἰωνίου ἔχεις. ἐμεῖς πιστεύουμε καί γνωρίζουμε καλά ὅτι Σύ εἶσαι ὁ Χριστός ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος»( Ἰωάν στ΄68-69). Καί σέ ὅλους διακηρύττουμε καί παρακαλοῦμε  νά ἔλθουν ὅλοι κοντά Σου, Κύριε. Καί βροντοφωνάζουμε, μέ ἄγριες κραυγές καί στεναγμούς ἀλαλήτους :

 «Υἱοί ἀνθρώπων, ἕως πότε βαρυκάρδιοι; Ἱνατί ἀγαπᾶτε ματαιότητα καί ζητεῖτε ψεῦδος;» (Ψαλμ. δ΄3).

«Υἱοί ἀνθρώπων, ἕως πότε παχυκάρδιοι, τῇ γῇ προσηλωμένοι, κακίαν διώκοντες, πονηρίαν μετιόντες, ταῖς ἡδυπαθείαις κατασηπόμενοι;» (Χρυσόστομος).

Κύριε, φώτισε τά σκοτάδια μας, καθάρισε τή λάσπη ἀπ’ τήν ψυχή μας. Κύριέ μου, Ἱησοῦ, ἔρχου ταχύ, μή βραδύνῃς, πρίν εἰς τέλος χαθοῦμε, σῶσε μας. Στερέωσε τή σαλεμένη μας καρδιά ἐπί τήν πέτραν τῶν Ἐντολῶν Σου. Δέν ἀξίζουμε τό  Ἔλεός Σου, Κύριε, ἀλλά ἕνεκεν τῆς δόξης τοῦ Ὀνόματός Σου, ἐλέησον ἡμᾶς τούς ἀναξίους δούλους Σου καί δέξου μας κοντά Σου. Ἀνάσυρέ μας, Λυτρωτά, ἀπό τήν «ἰλύν βυθοῦ» στήν ὁποίαν ἔχουμε ἐμπαγῇ καί χάρισέ μας καιρόν μετανοίας! Δέξου μας εἰλικρινά μτανοιωμένους καί ἀξίωσέ μας νά σταθοῦμε νοερά στἄχραντα πόδια Σου, νά τραφῇ ἡ ψυχή μας μέ τόν πανάγιο καί ζωοποιό Σου λόγο, νά Σέ λατρεύουμε «ἐν πνεύματι καί ἀληθείᾳ» μέ τήν καρδιά μας, νά Σέ ὑμνοῦμεν δέ καί νά Σέ δοξάζουμε, σύν τῷ Πατρί καί τῷ ἁγίῳ Πνεύματι, καί τώρα καί πάντοτε καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. ΑΜΗΝ.




Τρίτη 16 Νοεμβρίου 2021

Η ΕΙΣΟΔΟΣ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ ΣΤΟ ΝΑΟ.



 

 

Η  ΑΦΙΕΡΩΣΙΣ

 

Ζοῦμε σέ δύσκολες μέρες. Οἱ ἁμαρτίες μας πολλές.

Κι’ ὄχι μόνον δέν μετανοῦμε, ἀλλά καυχώμαστε, γιά

τά ἀτοπήματά μας. Οἱ ἐξ αἰτίας τῶν ἁμαρτιῶν  μας

 πληγές, «οἱ ἱοί» τῶν υἱῶν τῆς Παραφροσύνης, εἶναι

«σημεῖα», πού μᾶς καλοῦν σέ εἰλικρινῆ μετάνοια καί

ἐπιστροφή ἀπό τό θανατικό καί τό θάνατο, στή ζωή.

Κι’ ὅμως ἐμεῖς; Συνεχίζουμε τά ἔργα τῶν χειρῶν μας.

Λατρεύουμε τά εἴδωλα, τό Διάβολο, τό Μαμωνᾶ, τό

Χρῆμα. Προδίδουμε,  ὄχι μόνον  τά ὅσια καί τά ἱερά.

Οἰκογένεια, Πατρίδα, ἀκόμη καί τή μάνα μας καί τό

Χριστό τόν Ἴδιο, «ἀντί τριάκοντα ἄργυρίων» ἤ  «ἀντί

πινακίου φακῆς», καί δέν ἔχουμε ἴχνος ντροπῆς ...

Παράδεισο, πραγματικά, μᾶς χάρισ’ ὁ Θεός, κι’ ἐμεῖς

τόν καταντήσαμε ὅ,τι χειρότερο, ἄθλιο «χοιροστάσι».

πετρῶσαν’ οἱ καρδιές. «Καί διά τό πληθυνθῆναι τήν

ἀνομίαν ἐψύγη ἡ ἀγάπη τῶν πολλῶν». Ζοῦμε χωρίς

Θεόν, χωρίς Ἀγάπη, χωρίς νόημα, χωρίς περιεχόμενο,

χωρίς σκοπό. Εἶναι μαύρη καί ἄχαρη ἡ ζωή μας. Καί

εἶναι πικρό καί τό νερό πού πίνουμε, πικρό καί τό

ψωμί, πού τρῶμε. «Ἄρτος ὀδύνης...» Φθάσαμε στήν

ἔσχατη ἀθλιότητα, ἀπό κακή μας θέλησι,  δυστυχῶς,

καί δέν μετανοῦμε. «Ἐπιθυμοῦμε δέ νά χορτάσουμε

τήν πεῖνα μας ἐκ τῶν κερατίων, ὧν ἤσθιον οἱ χοῖροι,

καί «οὐδείς», κανείς δέν μᾶς προσφέρει οὔτε  αὐτά,

τά «ξυλοκέρατα» τῆς ἀποστασίας. Δέν εἶναι ὑπερβολή,

ἄν ποῦμε, ὅτι ἐφθάσαμε εἰς  τήν ἄβυσσο τῆς αἰώνιας

Ὀδύνης. Θρηνοῦμε τήν κατάντια μας καί δέν κάνουμε

τίποτε γιά νά λυτρωθοῦμε ἀπό τά δεινά τῆς ἀπιστίας.

Ὅμως ἡ Μεγαλόχαρη, ἡ σκέπη τοῦ κόσμου, ἡ πλατυτέρα

νεφέλης, παρίσταται στά δεξιά τοῦ σωτῆρος καί δέεται

γιά μᾶς. Ἡ στοργική μητέρα μᾶς παρακολουθεῖ  ξάγρυπνη. 

Καί πικραίνεται μέ τά καμώματά μας, ἀκόμη δακρύζουν

 καί οἱ Εἰκόνες της, ὅταν βλέπει τή συμφορά μας

 καί προσεύχεται νά μᾶς  λυπηθῇ ὀ Υἰός της καί Θεός

ἡμῶν καί νά μᾶς λυτρώσῃ ἀπό τά δεινά, πού 

σωρεύει στήν ψυχή καί τή ζωή μας,  ἡ ἐμμονή μας 

στό Κακό καί τήν ἁμαρτία. Δέεται καί παρακαλεῖ τόν

Κύριον   νά μᾶς χαρίσῃ μετάνοιαν, πρίν νά εἶναι ἀργά. 

Ἀξίζουμε τό Ἔλεος; Ὄχι. Ὄχι  δέν ἀξίζουμε τό ἔλεός Του. 

Ἀλλά  εἶναι  ΜΑΝΑ, ἡ Μεγαλόχαρη καί γνωρίζει καλά πώς

 ὁ Υἰός της Σταυρώθηκε γιά μας, καί ὡς ἄπειρη Ἀγάπη,

 θά καμφθῇ,θά ἀκούσῃ τό θρῆνο της , γιά τήν κατάντια μας,

καί δέν θά μᾶς ἀφήσῃ νά χαθοῦμε, ὅπως γνωρίζει καί τόν πόνο

μας καί τή στενοκεφαλιά μας καί μέ τήν Εἴσοδό της εἰς τόν

 Ναόν καί τήν ἀφιέρωσί της στό Θεό ἡ Παναγιά, μέ ὅλη τή

μητρική  στοργή της,μᾶς καλεῖ νά μετανοήσουμε καί νά 

ἐπιστρέψουμε στήν Πατρική Ἑστία καί νά παρακαλέσουμε

τόν Κύριο νά γίνῃ Ἔλεος σέ ὅλους μας καί νά μᾶς ἀξιώσῃ 

νά εἰσέλθουμε εἰς τόν Ναόν καί νά Τόν λατρεύουμε 

«ἐν πνεύματι καί ἀληθείᾳ» εἰς μακρότητα ἡμερῶν. ΑΜΗΝ.

 


«Σήμερον τῆς εὐδοκίας Θεοῦ τό προοίμιον καί τῆς τῶν

ἀνθρώπων  σωτηρίας  ἡ προκήρυξις·  ἐν ναῷ τοῦ Θεοῦ

τρανῶς  ἡ Παρθένος δείκνυται καί τόν Χριστόν τοῖς πᾶσι

προκαταγγέλλεται. Αὐτῇ καί ἡμεῖς μεγαλοφώνως βοήσωμεν·

 Χαῖρε τῆς οἰκονομίας τοῦ Κτίστου ἡ ἐκπλήρωσις».

 

 


 

ΜΕΝΟΥΝΓΕ

 



«ΜΑΚΑΡΙΟΙ ΟΙ ΑΚΟΥΟΝΤΕΣ ΤΟΝ ΛΟΓΟΝ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

ΚΑΙ ΦΥΛΑΣΣΟΝΤΕΣ ΑΥΤΟΝ»( Λουκ. ια΄ 28).

 

 

Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστός, Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ, μᾶς εὐσπλαγχνίζεται καί ἔρχεται κοντά μας. Μᾶς πλησιάζει ἀθόρυβα, γλυκύς, « πρᾷος καί ταπεινός τῇ καρδίᾳ»
Ἰησοῦς, «τοῦ καί ἀπό γλώττης μέλιτος γλυκίων ῥέεν αὐδή» καί μιλάει στήν καρδιά μας. Πραγματικά εἶναι γλυκύτερος καί ἀπό τό μέλι ὁ ζωοποιός Του λόγος καί ἁπαλύνει τόν πόνο μας, θεραπεύει τά τραύματά μας, μᾶς ἐνισχύει, μᾶς παρηγορεῖ καί νεκρούς ἀνασταίνει. «Οὐδέποτε οὕτως ἐλάλησεν ἄνθρωπος, ὡς οὗτος ὁ ἄνθρωπος»(Ἰωάν. ζ΄46).



«Ἐκπλήσονται οἱ ὄχλοι ἐπί τῇ διδαχῇ αὐτοῦ. Μᾶς διδάσκει «ὡς ἐξουσίαν ἔχων καί οὐχ ὡς οἱ Γραμματεῖς» (Ματθ. ζ΄28-29). Μᾶς διδάσκει, ὡς Θεός, πού «φανερώνεται ἐν σαρκί»(Α΄Τιμόθ. γ΄16), σάν νομοθέτης καί κριτής. Εἶναι ὁ Ἐξουσιαστής, ὁ αὐθεντικός γνώστης τῆς ἀληθείας καί μᾶς ἀποκαλύπτει ὅτι Αὐτός «εἶναι ἡ Ὁδός καί ἡ Ἀλήθεια καί ἡ Ζωή»( Ἰωάν. ιδ΄6). Μᾶς τρέφει, μέ τό λόγο Του, πού εἶναι τροφή καί τρυφή τῆς ψυχῆς καί μᾶς ζωοποιεῖ.

Σέ μιά ὁμιλία Του, κάποια γυναῖκα, μέσα  ἀπό τό πλῆθος, ἐνθουσιάσθηκε τόσο πολύ, ἀπό τή θεία διδασκαλία Του, πού ἔβγαλε φωνή μεγάλη καί Τοῦ ἐβροντοφώναξε: «Μακαρία ἡ κοιλία ἡ βαστάσασά Σε καί μαστοί  οὕς ἐθήλασας»(Λουκ. ια΄27). Καλότυχη, εὐτυχισμένη, μακαρία ἡ μάνα, πού Σέ γέννησε καί Σέ θήλασε!

Ὁ Μακαρισμός αὐτός τῆς Θεοτόκου τῆς Θεοτόκου, ἐδωκε ἀφορμή στόν Κύριο νά ἐγκωμιάση τήν Παναγία Μητέρα Του, καί εἶπε: ΜΕΝΟΥΝΓΕ, ἀλήθεια, βεβαιώτατα εἶναι μακαρία ἡ Μητέρα μου, καί μάθετε ὅλοι ὅτι εἶναι «μακάριοι οἱ ἀκούοντες τό λόγο τοῦ Θεοῦ καί φυλάσσοντες  αὐτόν»(Λουκ. ια΄28). Καί εἶναι μακαρία ἡ Μητέρα, διότι περισσότερο ἀπό κάθε ἄλλον  ἄνθρωπον στόν κόσμο, ἀφοσιώθηκε στό Θεό. Εἶναι ἡ μόνη, πού ἀπό τήν τρυφερή της ἀκόμη ἡλικία ἀφιερώθηκε στό Θεό καί εἰσῆλθε εἰς τόν Ναόν τοῦ Θεοῦ καί ἐτρέφετο  μέ  τόν ζωοποιό λόγο τοῦ Θεοῦ. Μέρα καί νύχτα μελετοῦσε τό λόγο τοῦ Θεοῦ καί ζοῦσε σύμφωνα μέ τό Θέλημα τοῦ Θεοῦ. Μελετῶσα  τό λόγο τοῦ Θεοῦ ἔκανε «πρᾶξι» στή ζωή της τίς θεῖες Ἐντολές. Καί ἔτσι κατόρθωσε νά διαφυλάξη τόν ἑαυτόν της καθαρόν, ἄσπιλον, ἀμόλυντον, ἄφθορον, ἄχραντον. Χάρις στή ἀδιακοπη μέλετη καί τήρησι τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ, ἀξιώθηκε νά γίνῃ «ἡ Μόνη ἐν γυναιξίν εὐλογημένη καί καλή», ἡ Μόνη ἀξία νά δεχθῆ εἰς τήν ἁγίαν της ψυχή τό Πνεῦμα τό Ἅγιον, νά γίνῃ «ὁ ἔμψυχος Ναός τοῦ Θεοῦ» καί νά γεννήσῃ τόν Υἱόν καί Λόγον τοῦ Θεοῦ. Ἀξιώθηκε νά γίνῃ ΘΕΟΤΟΚΟΣ, μητέρα τοῦ Φωτός, Μητέρα τῆς Ζωῆς, Μητέρα τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ καί Μητέρα ὅλων τῶν πιστῶν στόν Κύριον. Χάρις στή μελέτη τοῦ Θεοῦ, μέ ἀδιαλέιπτη Προσευχή ἡ Θεοτόκος ἀνεδείχθη τιμιωτέρα τῶν Χερουβείμ καί ἐνδοξοτέρα ἀσυγκρίτως τῶν Σεραφείμ, ὑψηλοτέρα τῶν οὐρανῶν καί καθαρωτέρα λαμπηδόνων ἡλιακῶν, τῶν φιλοθέων φιλοθεωτέρα καί τῶν ἁγίων ἁγιωτέρα. ΠΑΝΑΓΙΑ.



«Η ΜΕΓΑΛΟΧΑΡΗ» εἶναι Τύπος καί Ὑπογραμμός, Ὑπόδειγμα, πρότυπον Ἁγίας ζωῆς σέ ὅλους μας. Καί στό Θεϊκό Του ἐγκώμιον ὁ Κύριος αἰτολογεῖ, γιατί ἡ Παναγία Μητέρα του εἶναι ΜΑΚΑΡΙΑ. Μᾶς τονίζει ὅτι ὁλόκληρη ἡ ζωή της ἦταν Ὑπόδειγμα μελέτης καί τηρήσεως τῶν Ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ. Ὑπόδειγμα ἀφιερώσεως στό Θεό. Ὑπόδειγμα πίστεως καί τέλειας Ἀγάπης στό Θεό καί στά εἰκονίσματά Του, τούς συνανθρώπους μας, στούς ἐλαχίστους ἀδελφούς τοῦ Χριστοῦ.

Ὁ ΧΡΙΣΤΟΣ, μέ τό ΜΕΝΟΥΝΓΕ, μακάριοι οἱ ἀκούοντες τόν λόγον τοῦ Θεοῦ καί φυλάσσοντες αὐτόν, προβάλλει σέ ὅλους μας ὡς πρότυπον ζωῆς τήν Παναγία Μητέρα Του καί Μητέρα ὅλων μας. Ἀπό τήν τρυφερή της ἡλικία εἰσῆλθε στό Ναό, λατρεύουσα μέρα καί νύχτα τό Θεό καί τρφομένη μέ τό Ζωοποιό Του λόγο, μᾶς ὑποδεικνύει τόν ὀρθόδοξο τρόπο ζωῆς. Φωτοδοτεῖ τήν ἀνοδική μας πορεία  ἀπό γῆς πρός Οὐρανόν. Μᾶς ἀνεβάζει πάνω ἀπό τά γήϊνα, εἰς ὕψος θείας ἀναβάσεως, εἰς τό καθ’ὁμοίωσιν.



Εἶναι καιρός νά μάθωμεν τί σημαίνει ἀφιέρωσις στό Θεό, τί σημαίνει θερμή Πίστις καί τέλεια Ἀγάπη στό Θεό καί τί σημαίνει ἀγάπη στόν πλησίον, πρός δόξαν Θεοῦ. Ὁ Κύριος μᾶς ὑποδεικνύει ὡς Φωτεινό Παράδειγμα τήν Παναγία Μητέρα μας, ὥστε μιμούμενοι τήν ἁγίαν ζωήν της νά βροῦμε ἀνάπαυσιν στήν ψυχή μας καί νοιώσουμε ἀσφαλεῖς κάτω ἀπό τή θεία Σκέπη τῆς Μεγαλόχαρης, ἡ ὁποία παρίσταται, περιβεβλημένη, πεποικιλμένη τάς ἀρετάς της, εἰς τά δεξιά τοῦ Σωτῆρος καί δέεται, γιά ὅλους μας. Ἡ Παναγιά μᾶς παρεστέκει σάν στοργική Μητέρα στό κάθε μας βῆμα καί χαίρεται,  ὅταν μᾶς βλέπει νά προκόπτουμε στίς ἀρετές καί νά εἴμαστε κοντά στό Χριστό. Ἀντίθετα πικραίνεται ὅταν μᾶς βλέπει νά ἐκτροχιαζώμαστε καί νά ἀπομακρυνώμαστε ἀπό τήν Πηγή τοῦ Ζῶντος  Ὕδατος. Τότε δακρύζουν ἀκόμη καί οἱ Εἰκόνες της.

Εἶναι καιρός νά συνειδητοποιήσουμε τά «ΔΕΙΝΑ» τῆς Ἀποστασίας καί νά ἐπιστρέψουμε κοντά στό Χριστό. Εἶναι σατανικόν νά μένουμε στάσιμοι, κατάκοιτοι στή λάσπη καί νά γυρίζουμε πίσω στίς Τρῶγλες καί στά Σπήλαια. Εἷναι καιρός νά βαδίζουμ εμπρός, νά προοδεύουμε ἀκολουθοῦντες τόν Χριστόν, Τήν Παναγία Μητέρα μας καί τούς ἁγίους τοῦ Θεοῦ καί νά μή γυρίζουμε πίσω. «Ἔτσι εἶναι γεννημένος ὁ ἄνθρωπος, ψηλά νά πετᾷ  κι’ ἐμπρός».

Ἴσως ἰσχυρισθῆ κανείς ὅτι εἶναι δύσκολη ἡ πνευματική ζωή μέσα σέ ἕνα κόσμο, πού «ὅλος ἐν τῷ πονηρῷ κεῖται».

Χωρίς ἀμφιβολία «Πάντες οἱ θέλοντες εὐσεβῶς ζῆν ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ διωχθήσονται» (Β΄ Τιμοθ. γ΄12). Εἷναι ὅμως ὄμορφη ἡ πνευματική ζωή. Εἶναι ἀνάπαυσις καί χαρά νά ἀκολουθοῦμε τά ματωμένα Χνάρια τοῦ Χριστοῦ, «νά ἀκολουθοῦμε τό Ἀρνίον ὅπου ἄν ὑπάγῃ» (Ἀποκ. ιδ΄4).

Εἶναι βέβαιον ὅτι μᾶς ὁδηγεῖ «ἐπί ζωῆς πηγάς ὑδάτων καί ἐξαλείφει ὁ Θεός πᾶν δάκρυον ἐκ τῶν ὀφθαλμῶν ἡμῶν»(πρβλ. Ἁποκ. ζ΄17). Γι’ αὐτό καί ὁ Παῦλος λέγει ὅτι: «Οὐκ ἄξια τά παθήματα τοῦ νῦν καιροῦ πρός τήν μέλλουσαν δόξαν ἀποκαλυφθῆναι εἰς ἡμᾶς»( Ρωμ. η΄18).

Εἶναι καιρός νά λυτρωθοῦμε. Νά ξεφύγουμε ἀπό τήν παγωνιά τῆς ἐρημιᾶς, μέ τή Χάρι τοῦ Θεοῦ καί διά πρεσβειῶν τῆς Μαγαλόχαρης, νά εἰσέλθουμε στό Ναό, νά ἀφιερωθοῦμε στό Θεό, μιμούμενοι τήν Θεοτόκον, νά γίνουμε κι’ ἐμεῖς Ναός τοῦ Θεοῦ, καί νά  λατρεύουμε τόν Κύριον «ἐν πνεύματι καί ἀληθείᾳ», διότι Σ’ Αὐτόν, σύν τῷ Πατρί καί τῷ ἁγίῳ Πνεύματι, ἀνήκει ἡ τιμή, ἡ δόξα καί τό Κράτος, εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. ΑΜΗΝ.




 

Δευτέρα 8 Νοεμβρίου 2021

Η ΠΑΡΑΒΟΛΗ ΤΟΥ ΚΑΛΟΥ ΣΑΜΑΡΕΙΤΟΥ

 


 

                              «ΔΙΔΑΣΚΑΛΕ, ΤΙ ΠΟΙΗΣΑΣ ΖΩΗΝ ΑΙΩΝΙΟΝ

ΚΛΗΡΟΝΟΜΗΣΩ;»(Λουκ. ι΄25).

 

νας εἶναι ὁ δρόμος, πού ὁδηγεῖ εἰς τήν αἰώνιον ζωήν: Ἡ καθ’ ὑπερβολήν Ὁδός τῆς τέλειας Ἀγάπης στό Θεό καί στά εἰκονίσματά Τ ου.

Ὁ Κύριος, «πρᾷος και ταπεινός τῇ καρδίᾳ», δέχεται τόν «ἐκπειράζοντα», τόν ἐπηρμένον διδάσκαλον τοῦ νόμου, καί, μέ γλυκύτητα, τόν ἐπαναφέρει στήν τάξι. Σύ, τοῦ λέγει, εἶσαι νομικός. Ὀφείλεις να γνωρίζεις τό Νόμο. Σέ ἐρωτῶ, λοιπόν: «Ἐν τῷ νόμῳ τί γέγραπται; Πῶς ἀναγινώσκεις;» (Λουκ. ι΄26). Σύ πού σπουδάζεις, ἐρευνᾶς καί διδάσκεις τό Νόμο, τί ἀναγινώσκεις; Τί λέγει ὁ Νόμος, γιά τό θέμα αὐτό; Πῶς τό ἀντιλαμβάνεσαι; Τότε «ὁ ἐκπειράζων», σάν καλός μαθητής, ἀποκρίνεται: «Στό Νόμο εἶναι γραμμένο: Ἀγαπήσεις Κύριον τόν Θεόν σου ἐξ ὅλης τῆς καρδίας σου καί ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς σου καί ἐξ ὅλης τῆς ἰσχύος σου καί ἐξ ὅλης τῆς διανοίας σου, καί τόν πλησίον σου ὡς σεαυτόν»(Λουκ. ι΄27).

Τότε ὁ Κύριος τοῦ εἶπε· «Ὀρθῶς ἀπεκρίθης· τοῦτο ποίει και ζήσῃ». Ἔδωκες ὀρθήν ἀπάντησι. Φρόντισε, λοιπόν, αὐτό νά κάνῃς πάντοτε και θα κληρονομήσῃς τήν αἰώνιον ζωήν. Δέν ἀρκεῖ ὅμως νά γνωρίζῃ ὁ ἄνθρωπος, τί πρέπει νά κάνη, ἀλλά πρέπει καί νά κάνῃ «πρᾶξι», στήν καθημερινή του ζωή τήν τέλεια ἀγάπη στό Θεό καί τόν πλησίον, γιά νά εἰσέλθῃ εἰς τήν Βασιλείαν τοῦ Θεοῦ καί νά κληρονομήσῃ την αἰώνιον ζωήν. Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος λέγει ὅτι «πρᾶξις, θεωρίας ἐπίβασις». Μέ τίς θεωρίες καί «μέ  τά λόγια κτίζω ἀνώγια καί κατώγια», λέει ὁ λαός. Τήν ἀγάπη μας στό Θεό και στόν πλησίον, ὀφείλουμε νά τήν ἀποδεικνύουμε, μέ  πράξεις ἀγάπης, μέ ἔργα θεάρεστα, ἔργα ἀγαθά.

Ὁ Θεός εἶναι ἀγάπη, καί ὁ μένων ἐν τῇ ἀγάπῃ, ἐν τῷ Θεῷ μένει καί ὁ Θεός ἐν αὐτῷ» (Α’ Ἰωάν. δ΄16). Τί σημαίνει· μένω ἐν τῇ ἀγάπῃ; Αὐτό σημαίνει εἰσέρχομαι εἰς τήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ και κληρονομῶ τήν αἰώνιον ζωήν. Τί πρέπει νά κάνω γιά νά μένω ἐν τῇ ἀγάπη; Πρέπει νά τηρῶ τίς δύο βασικές Ἐντολές τοῦ Θεοῦ. Νά κάνω «πρᾶξι» τήν τέλεια ἀγάπη στό Θεό καί νά ἀγαπῶ τόν πλησίον μου, ὡς σεαυτόν. «Ἐν ταύταις ταῖς δυσίν ἐντολαῖς ὅλος ὁ νόμος καί οἱ προφῆται κρέμανται» (Ματθ. κβ΄40). Σ’ αὐτές τίς δύο ἐντολές τῆς ἀγάπης στηρίζεται ὅλος ὁ νόμος και ἡ διδασκαλία τῶν προφητῶν.

Γι’ αὐτόν ἀκριβῶς τό λόγο συνέστησε στον ἐκπειράζοντα νομικόν, ἀλλά και σέ ὅλους μας συνιστᾶ, ἐάν θέλουμε να κληρονομήσουμε τήν αἰώνιον ζωήν, νά μένουμε «ἐν τῇ ἀγάπῃ», ἑνωμένοι, μέ τόν Θεόν, δηλαδή νά τηροῦμε, νά κάνουμε «πρᾶξι» τήν τέλεια ἀγάπη στό Θεό καί τόν πλησίον.

Ὁ, ἐκπειράζων τόν Κύριον, νόμικός, «θέλων δικαιοῦν ἑαυτόν εἶπε πρός τόν Ἰησοῦν· καί τίς ἐστί μου πλησίον;»

Ὁ ΕΚΠΕΙΡΑΖΩΝ ρώτησε τόν Χριστό, γιά νά Τόν πειράξῃ, ὄχι γιατί δέν γνώριζε τήν ἀπάτησι. Ἀπεδείχθη ὅμως μπροστά τούς ἀνθρώπους γελοιοδέστατος, διά την ἔπαρσιν καί τήν ἀπρέπειάν του, πού τόλμησε νά θελήσῃ να ἐκπειράσῃ τόν Θεάνθρωπον. Γιά νά δικαιολογηθῇ, λοιπόν, για το ἀνόητο τόλμημά του εἶπε: «Καί τίς ἐστί μου πλησίον»; Καί ποιόν, σύμφωνα μέ τήν γραφήν, πρέπει νά θεωρῶ πλησίον μου ;

Ὁ Κύριος, πρᾷος καί ταπεινός τῇ καρδίᾳ, ἀκούει τόν νομικόν, καί ὡς καρδιογνώστης, γνωρίζει «τά  κρύφια τῆς καρδίας» του, ὅπως γνωρίζει ὅλων μας «τά κρυπτά», δέν ἀγανακτεῖ, με τίς πονηριές μας, δέν μᾶς κρίνει. Μᾶς βεβαιώνει δε ὁ Ἴδιος καί λέγει ὅτι δέν ἦλθε, γιά νά μᾶς κρίνῃ, ἀλλά γιά νά μᾶς σώσῃ ( Ἰωάν. ιβ 47) καί μᾶς ἐξηγεῖ κάθε μας ἀπορία. Ἔτσι μέ γλυκύτητα ἀπαντᾶ και στο ἐρώτημα τοῦ νομικοῦ: Ποιόν πρέπει, κατά την Γραφήν, νά θεωρῶ πλησίον μου;

Ὁ Κύριος ἀπαντᾶ στόν νομικό, μέ «τήν Παραβολή τοῦ Καλοῦ Σαμαρείτου»(Λουκ. ι΄30-37). Στήν Παραβολή, λακωνικά, διηγεῖται τήν Ἱστορία τῆς Παγκοσμίου τραγωδίας τῆς ἀνθρωπότητος, τήν ἀπομάκρυνσι ἀπό τήν πηγήν τοῦ Ζῶντος Ὕδατος, ἀλλά καί  «τήν λύσιν» καί τήν λύτρωσιν τοῦ ἀνθρωπίνου Γένους, διά τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ, «ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτόν μη ἀπόληται, ἀλλ’ ἔχῃ ζωήν αἰώνιον» (Ἰωάν γ΄15,16). Ὁ Κύριος τονίζει στήν παραβολή καί λέγει: 

«Ἄνθρωπός τις κατέβαινεν ἀπό Ἱερουσαλήμ εἰς Ἱεριχώ,». Ὁ ἄνθρωπος ἐδῶ, συμβολίζει την ἀνθρωπότητα, ἡ  Ἱερουσαλήμ,  συμβολίζει τήν ἄνω Ἱερουσαλήμ, τήν Βασιλείαν τοῦ Θεοῦ, την αἰώνιον ζωήν, το· μένειν ἐν τῇ ἀγάπῃ, ἐν τῷ Θεῷ.  Ἱεριχώ συμβολίζει τόν τόπον τῆς ἁποστασίας, τόν μακράν τοῦ Θεοῦ τόπον, τόν τόπον χωρίς Θεόν, χωρίς ἀγάπην, τήν ἄβυσσον τῆς αἰώνιας Ὀδύνης.

Ὁ Κύριος λέγει ὅτι «ὁ ἄνθρωπος κατέβαινεν…» Δηλώνει, δηλαδή, ὅτι ἡ ἐγκατάλειψις τοῦ Θεοῦ, χωρισμός, ἡ ἀπομάκρυνσις, εἶναι κάθοδος, εἶναι πτῶσις ἀπό τό ὕψος τῆς ἄνω Ἱερουσαλήμ, πρός τήν Ἱεριχώ, πρός τήν ἄβυσσον, πρός τόν ᾏδην. Ὁ ἄνθρωπος ἐγκαταλείποντας τόν Θεό, παίρνει τόν κατήφορον καί ἀπό πτώσεως εἰς πτῶσιν φθάνει στήν Ἱεριχώ,  τή Χώρα τῆς ἁμαρτίας.

Στόν δρόμον τῆς ἀπομακρύνσεως ἀπό τόν Θεόν «καί λησταῖς περιέπεσεν, οἵ καί ἐκδύσαντες αὐτόν καί πληγάς ἐπιθέντες ἀπῆλθον ἀφέντες ἡμιθανῆ τυγχάνοντα». Ποιοί εἶναι οἱ ληστές εἰς τούς ὁποίους περιέπεσεν ὁ ἄνθρωπος, στό δρόμο τῆς ἀπομακρύνσεως ἀπό τόν Θεόν; Εἶναι πρῶτα ἀπό ὅλα οἱ δαίμονες καί τά δαιμονικά, τά βρωμερά του πάθη, εἶναι ἡ ἔπαρσις, ὁ Ἐγωϊσμός, ὁ κακός του   ἑαυτός, τά γεννήματα τοῦ Ἐγωϊσμοῦ του, ἀλλά καί ὁ κόσμος, οἱ μακράν τοῦ Θεοῦ, οἱ χωρίς ἀγάπην ἄνθρωποι, καί ὁ Διάβολος. Τόν λήστεψαν. Δεν τοῦ πῆραν μόνο τά χρήματα, ἀλλά  καί τόν ἔγδυσαν καί τόν πλήγωσαν καί τόν ἐγκατέλειψαν ἐκεῖ «ἡμιθανῆ», μισοπεθαμένον καί ἔφυγαν. 

Σέ αὐτή τήν ἀθλιότητα, σ’ αὐτή την κατάντια, δέν φθάνει ὁ ἄνθρωπος, πού ἐγκαταλείπει τό Θεό καί κυριεύεται ἀπό τά βρωμερά του πάθη; Μισοπεθαμένη δέν εἶναι ἡ ἀνθρωπότητα, χωρίς Θεόν, χωρίς ἀγάπη, πρός τόν Θεόν καί πρός τόν πλησίον;

Ὁ ἄνθρωπος, πού ἐγκαταλείπει τό Θεό ἀπεκδύεται τό ἔνδυμα τῆς ἀφθαρσίας και ἐνδύεται το ἔνδυμα τῆς φθορᾶς καί τοῦ θανάτου. Κείτεται «ἡμιθανής» ἐν Χώρᾳ καί σκιᾷ θανάτου καί οὔτε ὁ ἴδιος μπορεῖ νά βοηθήσῃ τόν ἑαυτόν του οὔτε οἱ δυνάμεις τοῦ κόσμου μποροῦν νά τόν βοηθήσουν. Οὔτε αὐτοί πού εἶναι ἐντεταλμένοι νά βοηθοῦν, δέν τόν περιθάλπτουν, δέν ἔχουν ἀγάπη. Στήν παραβολή λέγει ὁ Κύριος ὅτι «κατά σύμπτωσιν κάποιος ἱερεύς κατέβαινε σέ κεῖνον τόν δρόμον, καί μολονότι τόν εἶδε, δέν τόν βοήθησε, τόν δρασκέλισε καί συνέχισε τό δρόμο του ἀδιάφορος.  Ὁμοίως καί κάποιος Λευῒτης ἔφθασε σ’ αὐτό τό μέρος καί ἀφοῦ πλησίασε τόν πληγωμένο, τόν προσπέρασε, χωρίς νά τόν βοηθήσῃ καί συνέχισε τό δρόμο του.

Ὁ Προφήτης Ἱερεμίας περιγράφει τήν κατάντια  τῆς ἀνθρωπότητος, πού ἐγκαταλείπει τόν Θεόν καί λέγει ὅτι «μακράν τοῦ Θεοῦ ὁ ἄνθρωπος ὀρύσσει λάκκους συντετριμμένους, οἵ οὐ δυνήσονται ὕδωρ συνέχειν» (Ἱερεμ. β΄13). Ὅλα τά ἐπιτεύγματα τοῦ ἀνθρώπου, πού ἐγκαταλείπει τό Θεό, πού εἶναι ἡ Πηγή τοῦ Ζῶντος Ὕδατος, ὅλη ἡ τεχνολογική πρόοδος, ὁμοιάζει «μέ λάκκους συντετριμμένους», με στέρνες τρύπιες, πού δεν μποροῦν συγκρατήσουν νερό. Ὅλα τά ἀνθρώπινα καμώματα, χωρίς τόν Θεόν, δεν μποροῦν νά βοηθήσουν σέ τίποτε τήν «ἡμιθανῆ» ἀνθρωπότητα. Ποιός μπόρεσε μέ ὅλα ἀνθρώπινα πλούτη, τήν ἐπιστήμη καί τήν τεχνολογία νά προσθέσῃ στόν ἑαυτόν του ἕνα δευτερόλεπτο ἐπί πλέον ζωῆς;

Σέ τί ὠφέλησε τόν πλούσιον ἄνθρωπον ἡ συσσώρευσι τοῦ πλούτου; Ὁ φυματικός πλούσιος φτύνει αἷμα σέ χρυσό δοχεῖο καί ὁ φτωχός φτύνει σέ πήλινο. Αἷμα φτύνει καί ὁ ἕνας και ὁ ἄλλος. Ὁ πλούσιος τρώει χαβιάρι καί χορταίνει καί ὁ φτωχός ψωμί καί  κρεμμύδι καί χορταίνει. Και ὁ πλούσιος χορταίνει, ἀλλά και ὁ φτωχός χορταίνει.

Τί ὠφέλισε ἡ ὑδρογονοβόμβα, ἡ ἀτομική Βόμβα, οἱ Πύραυλοι καί ὅλα τά φονικά ὅπλα, στά χέρια τῶν ἀντιχρίστων, τῶν δαιμονανθρώπων; Μήπως μπόρεσαν νά ἁπαλύνουν τόν πόνο μας; Μήπως μπόρεσαν νά γεφυρώσουν τό μέγα Χάσμα, πού μᾶς χωρίζει ἀπό τό Θεό καί μεταξύ μας; Μήπως μπόρεσαν νά θεραπεύσουν καί νά ἀναστήσουν τήν ἡμιθανῆ ἀνθρωπότητα; Δυστυχῶς  ὅλα αὐτά μακράν τοῦ Θεοῦ σωρεύουν συμφορές, δυστυχία καί ἐπώδυνον Θάνατον. Ἐγκαταλείπουμε τό Θεό καί, με τήν κακή μας προαίρεσι, παραμένουμε κατάκοιτοι στή χώρα καί τή σκιά τοῦ θανάτου, ἐμπεπηγμένοι «εἰς ἰλύν βυθοῦ», «δέσμιοι τῆς γῆς», αἰχμάλωτοι τῶν δαιμονικῶν μας Παθῶν, «ἡμιθανεῖς», ἀβοήθητοι. Περιμένοντας μέ λαχτάρα τόν ΛΥΤΡΩΤΗ. Στήν  Παραβολή αὐτή τοῦ «Καλοῦ Σαμαρείτου» μᾶς ἀποκαλύπτει ὁ Κύριος τήν Θεϊκήν Του συγκατάβασι. Μᾶς πλησιάζει μέ ἀγάπη καί μᾶς διδάσκει εἰς τήν «πρᾶξι» τήν Ἀγάπη. Ὅλα καί ὅλοι μᾶς ἐξαπατοῦν, μᾶς ληστεύουν, μᾶς γδύνουν καί μᾶς ἐγκαταλείπουν «ἡμιθανεῖς». Μόνον ὁ Θεός δέν μᾶς ἐγκαταλείπει. Ἐμεῖς Τον ἐγκαταλείπουμε καί Ἐκεῖνος, ὡς ἄπειρη Ἀγάπη μᾶς κυνηγάει, μέ τό  Ἔλεός Του. Εὐσπλαγχνίζεται ὁ Θεός τά πλάσματά Του. «Τόσο πολύ μᾶς ἀγάπησε ὥστε τόν Υἱόν Του τόν Μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτόν μη ἀπόληται, ἀλλ’ ἔχῃ ζωήν αἰώνιον»( Ἰωάν. γ΄15,16).



«Σαμαρείτης δε τις ὁδεύων ἦλθε κατ’ αὐτόν, ἔφθασε κοντά στόν μισοπεθαμένο, περιπεσόντα εἰς τούς ληστάς-δαίμονας – πάθη ἄνθρωπον,  τόν ἐπλησίασε, ἔδεσε τά τραύματά του, ἀφοῦ πρῶτα τά ἄλειψε, μέ λάδι καί κρασί, «ἐπιχέων ἔλαιον καί οἶνον», τόν  ἀνέβασε εἰς τό ζῶον του, τόν πῆγε σέ κάποιο  πανδοχεῖον καί τόν περιποιήθηκε. Τήν ἑπομένην ἡμέραν τό πρωῒ,  βγῆκε ἔξω καί, πρίν νά  φύγῃ, ἔβγαλε δύο  δηνάρια καί τά ἔδωκε εἰς τόν πανδοχέα, στόν ξενοδόχον και τοῦ εἶπε: «Ἐπιμελήθητι αὐτοῦ, και ὅ,τι  ἄν προσδαπανήσῃς, ἐγώ ἐν τῷ ἐπανέρχεσθαί με ἀποδώσω σοι».

Εἶναι αὐτονόητον ὅτι στήν παραβολή ὁ Καλός Σαμαρείτης εἶναι ὁ Χριστός, ὁ ἐν σαρκί ἐληλυθώς Υἱός και Λόγος τοῦ Θεοῦ. Αὐτός και μόνον Αὐτός πλησιάζει τόν ἡμιθανῆ καί τόν περιθάλπει. Αὐτός και μόνον Αὐτός εἶναι «ὁ πλησίον», «ὁ Πανακής ἰατρός».

Πανδοχεῖον εἶναι ἡ Ἐκκλησία Του, πού εἶναι ὄντως το Θεραπευτήριον ψυχῶν τε καί σωμάτων.

Πανδοχεύς, ξενοδόχος, εἶναι  κάθε λειτουργός, κάθε πνευματικός, κάθε Καλός ποιμένας καί ὁ ὁποῖος ὀφείλει νά εἶναι ψυχοθεραπευτής.

  Τά Δύο Δηνάρια, συμβολίζουν τήν Παλαιάν καί τήν Καινήν Διαθήκην, τήν ὁποίαν ὀφείλουν νά μελετοῦν καί νά ἐφαρμόζουν πρῶτα ἀπό ὅλους οἱ πανδοχεῖς, «θεραπεύοντες πᾶσαν νόσον και πᾶσαν μαλακίαν ἐν τῷ λαῷ» «ὡς λόγον ἀποδώσοντες». Ὁ Κύριος στήν παραβολή, προεξαγγέλλει τήν Δευτέραν ἔνδοξον Παρουσία Του, κατά την ὁποίαν θα ἀποδώσῃ στόν καθένα ἀνάλογα μέ τά ἔργα του : ἔδωκε τῷ πανδοχεῖ δύο δηνάρια καί εἶπεν: ἐπιμελήθητι αὐτοῦ καί ὅ,τι ἄν προσδαπανήσῃς, ἐγώ ἐν τῷ ἐπανέρχεσθαί με ἀποδώσω σοι».

 Μᾶς ἐπισκέπτεται ὁ Χριστός, ὡς ὁ Καλός Σαμαρείτης τῆς Παραβολῆς, καί ἁπαλύνει τόν πόνον μας, σπογγίζει τά δάκρυά μας, θεραπεύει τά τραύματά μας καί εἶναι παντοτεινά μαζί μας.

Δέν μᾶς ἐγκαταλείπει ποτέ. Εἶναι ὁ μόνος πλησίον μας καί ἐρωτᾷ, ὄχι μόνον τόν νομικόν, ἀλλά ὅλους μας και λέγει: «Κοντά ἀπό τον περιπεσόντα εἰς τούς ληστάς πέρασαν ὁ ἱερεύς, ὁ Λευῒτης καί ὁ Καλός Σαμαρείτης· Τίς οὖν τούτων τῶν τριῶν  πλησίον δοκεῖ σοι γεγονέναι τοῦ ἐμπεσόντος εἰς τούς ληστάς; Ποιός εἶναι ὁ πλησίον;

Καί  ὁ νομικός ἀμέσως εἶπε: Πλησίον εἶναι ὁ ποιήσας τό ἔλεος μετ’ αὐτοῦ. Πλησίον εἶναι αὐτός πού τόν πόνεσε, τόν εὐσπλαγχνίσθηκε καί τόν ἐλέησε. Τότε λοιπόν ὁ Ἰησοῦς εἶπε στόν νομικό, ἀλλά καί στόν καθέναν ἀπό μᾶς: ΠΟΡΕΥΟΥ ΚΑΙ ΣΥ ΠΟΙΕΙ ΟΜΟΙΩΣ.

Μᾶς καλεῖ ὁ Κύριος νά Τόν μιμηθοῦμε. Καί εἶναι καιρός νά ἐλευθερωθοῦμε. Νά καθαρίσουμε τήν ψυχή μας ἀπό τά βρωμερά μας πάθη. Να ἀνοίξουμε τήν καρδιά μας στό Χριστό. Νά ἀγαπήσουμε τον πλησίον μας ὡς σεαυτόν. Αὐτό ζητεῖ ἀπό ὅλους μας ὁ κύριος. Αὐτόν, πού εἶναι ὀ κατ’ ἐξοχήν πλησίον μας, νά Τόν ἀγαπήσωμεν ὅπως ἀγαπᾶμε τόν ἑαυτόν μας. Γι’ αὐτόν  ἀκριβῶς τό λόγο, ὀφείλουμε  νά μετανοήσουμε εἰλικρινά  καί νά ἐπιστρέψουμε στήν Πατρική Ἑστία. Δηλαδή νά ἐγκολπωθοῦμε τό Εὐαγγέλιον καί νά τό κάνουμε «πρᾶξι» στήν καθημερινή μας ζωή. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος μᾶς προτρέπει και λέγει: «Γίνεσθε οὖν μιμηταί τοῦ Θεοῦ ὥς τέκνα ἀγαπητά,  και περιπατεῖτε ἐν ἀγάπῃ, καθώς καί  ὁ Χριστός ἠγάπησεν ἡμᾶς  καί παρέδωκεν ἑαυτόν ὑπέρ ἡμῶν προσφοράν καί θυσίαν τῷ Θεῷ εἰς ὀσμήν εὐωδίας» (Ἐφεσ.  ε’1-2). Ὅπως ὁ Χριστός ἔγινε ὁ Πλησίον μας καί Σταυρώθηκε, γιά Χάρι μας, ἔτσι κι’ ἐμεῖς ὀφείλουμε νά ἀγαπήσουμε τό Χριστό, μέχρι Σταυροῦ και Θανάτου, καί γιά χάρι Του νά ἀγαπήσουμε ὁ ἕνας τόν ἄλλον, ὅπως Αὐτός μᾶς ἀγάπησε, ὥστε νά μένουμε ἐν τῇ ἀγάπῃ καί νά ἀξιωθοῦμε, νά Τόν δοξάζουμε, σύν τῷ Πατρί καί τῷ ἁγίῳ Πνεύματι, και τώρα και πάντοτε καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. ΑΜΗΝ.