«ΔΙΔΑΣΚΑΛΕ, ΤΙ ΠΟΙΗΣΑΣ ΖΩΗΝ ΑΙΩΝΙΟΝ
ΚΛΗΡΟΝΟΜΗΣΩ;»(Λουκ. ι΄25).
Ἕνας εἶναι ὁ δρόμος,
πού ὁδηγεῖ εἰς τήν αἰώνιον ζωήν: Ἡ καθ’ ὑπερβολήν Ὁδός τῆς τέλειας Ἀγάπης στό
Θεό καί στά εἰκονίσματά Τ ου.
Ὁ Κύριος, «πρᾷος και ταπεινός τῇ
καρδίᾳ», δέχεται τόν «ἐκπειράζοντα», τόν ἐπηρμένον διδάσκαλον τοῦ
νόμου, καί, μέ γλυκύτητα, τόν ἐπαναφέρει στήν τάξι. Σύ, τοῦ λέγει, εἶσαι
νομικός. Ὀφείλεις να γνωρίζεις τό Νόμο. Σέ ἐρωτῶ, λοιπόν: «Ἐν τῷ νόμῳ τί
γέγραπται; Πῶς ἀναγινώσκεις;» (Λουκ. ι΄26). Σύ
πού σπουδάζεις, ἐρευνᾶς καί διδάσκεις τό Νόμο, τί ἀναγινώσκεις; Τί λέγει ὁ
Νόμος, γιά τό θέμα αὐτό; Πῶς τό ἀντιλαμβάνεσαι; Τότε «ὁ ἐκπειράζων», σάν
καλός μαθητής, ἀποκρίνεται: «Στό Νόμο εἶναι γραμμένο: Ἀγαπήσεις
Κύριον τόν Θεόν σου ἐξ ὅλης τῆς καρδίας σου καί ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς σου καί
ἐξ ὅλης τῆς ἰσχύος σου καί ἐξ ὅλης τῆς διανοίας σου, καί τόν
πλησίον σου ὡς σεαυτόν»(Λουκ. ι΄27).
Τότε ὁ Κύριος τοῦ εἶπε· «Ὀρθῶς ἀπεκρίθης·
τοῦτο ποίει και ζήσῃ». Ἔδωκες ὀρθήν ἀπάντησι. Φρόντισε,
λοιπόν, αὐτό νά κάνῃς πάντοτε και θα κληρονομήσῃς τήν αἰώνιον ζωήν. Δέν ἀρκεῖ ὅμως
νά γνωρίζῃ ὁ ἄνθρωπος, τί πρέπει νά κάνη, ἀλλά πρέπει καί νά κάνῃ «πρᾶξι»,
στήν καθημερινή του ζωή τήν τέλεια ἀγάπη στό Θεό καί τόν πλησίον, γιά
νά εἰσέλθῃ εἰς τήν Βασιλείαν τοῦ Θεοῦ καί νά κληρονομήσῃ την αἰώνιον ζωήν. Ὁ Ἅγιος
Γρηγόριος ὁ Θεολόγος λέγει ὅτι «πρᾶξις, θεωρίας ἐπίβασις». Μέ τίς
θεωρίες καί «μέ τά λόγια κτίζω ἀνώγια
καί κατώγια», λέει ὁ λαός. Τήν ἀγάπη μας στό Θεό και στόν πλησίον,
ὀφείλουμε νά τήν ἀποδεικνύουμε, μέ
πράξεις ἀγάπης, μέ ἔργα θεάρεστα, ἔργα ἀγαθά.
Ὁ Θεός εἶναι ἀγάπη, καί ὁ μένων ἐν τῇ
ἀγάπῃ, ἐν τῷ Θεῷ μένει καί ὁ Θεός ἐν αὐτῷ» (Α’ Ἰωάν. δ΄16). Τί σημαίνει· μένω ἐν τῇ ἀγάπῃ; Αὐτό σημαίνει εἰσέρχομαι
εἰς τήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ και κληρονομῶ τήν αἰώνιον ζωήν. Τί πρέπει νά κάνω
γιά νά μένω ἐν τῇ ἀγάπη; Πρέπει νά τηρῶ τίς δύο βασικές Ἐντολές τοῦ Θεοῦ.
Νά κάνω «πρᾶξι» τήν τέλεια ἀγάπη στό Θεό καί νά ἀγαπῶ τόν πλησίον
μου, ὡς σεαυτόν. «Ἐν ταύταις ταῖς δυσίν ἐντολαῖς ὅλος ὁ νόμος καί οἱ προφῆται
κρέμανται» (Ματθ.
κβ΄40). Σ’ αὐτές τίς δύο ἐντολές τῆς ἀγάπης
στηρίζεται ὅλος ὁ νόμος και ἡ διδασκαλία τῶν προφητῶν.
Γι’ αὐτόν ἀκριβῶς τό λόγο συνέστησε
στον ἐκπειράζοντα νομικόν, ἀλλά και σέ ὅλους μας συνιστᾶ, ἐάν θέλουμε να
κληρονομήσουμε τήν αἰώνιον ζωήν, νά μένουμε «ἐν τῇ ἀγάπῃ», ἑνωμένοι, μέ τόν Θεόν, δηλαδή νά τηροῦμε, νά
κάνουμε «πρᾶξι» τήν τέλεια ἀγάπη στό Θεό καί τόν πλησίον.
Ὁ, ἐκπειράζων τόν Κύριον, νόμικός, «θέλων δικαιοῦν ἑαυτόν
εἶπε πρός τόν Ἰησοῦν· καί τίς ἐστί μου πλησίον;»
Ὁ ΕΚΠΕΙΡΑΖΩΝ ρώτησε τόν Χριστό, γιά νά Τόν πειράξῃ,
ὄχι γιατί δέν γνώριζε τήν ἀπάτησι. Ἀπεδείχθη ὅμως μπροστά τούς ἀνθρώπους
γελοιοδέστατος, διά την ἔπαρσιν καί τήν ἀπρέπειάν του, πού τόλμησε νά θελήσῃ να
ἐκπειράσῃ τόν Θεάνθρωπον. Γιά νά δικαιολογηθῇ, λοιπόν, για το ἀνόητο τόλμημά
του εἶπε: «Καί τίς ἐστί μου πλησίον»; Καί ποιόν, σύμφωνα μέ τήν
γραφήν, πρέπει νά θεωρῶ πλησίον μου ;
Ὁ Κύριος, πρᾷος καί ταπεινός τῇ καρδίᾳ,
ἀκούει τόν νομικόν, καί
ὡς καρδιογνώστης, γνωρίζει «τά κρύφια
τῆς καρδίας» του, ὅπως γνωρίζει ὅλων μας «τά κρυπτά», δέν ἀγανακτεῖ,
με τίς πονηριές μας, δέν μᾶς κρίνει. Μᾶς βεβαιώνει δε ὁ Ἴδιος καί λέγει ὅτι δέν
ἦλθε, γιά νά μᾶς κρίνῃ, ἀλλά γιά νά μᾶς σώσῃ ( Ἰωάν. ιβ 47) καί μᾶς ἐξηγεῖ κάθε μας ἀπορία. Ἔτσι
μέ γλυκύτητα ἀπαντᾶ και στο ἐρώτημα τοῦ νομικοῦ: Ποιόν πρέπει, κατά την
Γραφήν, νά θεωρῶ πλησίον μου;
Ὁ Κύριος ἀπαντᾶ στόν νομικό, μέ «τήν
Παραβολή τοῦ Καλοῦ Σαμαρείτου»(Λουκ. ι΄30-37). Στήν
Παραβολή, λακωνικά, διηγεῖται τήν Ἱστορία τῆς Παγκοσμίου
τραγωδίας τῆς ἀνθρωπότητος, τήν ἀπομάκρυνσι ἀπό τήν πηγήν τοῦ Ζῶντος Ὕδατος, ἀλλά καί «τήν λύσιν» καί τήν λύτρωσιν τοῦ ἀνθρωπίνου
Γένους, διά τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ, «ἵνα πᾶς ὁ
πιστεύων εἰς Αὐτόν μη ἀπόληται, ἀλλ’ ἔχῃ ζωήν αἰώνιον» (Ἰωάν γ΄15,16). Ὁ Κύριος τονίζει στήν παραβολή καί
λέγει:
«Ἄνθρωπός τις κατέβαινεν ἀπό
Ἱερουσαλήμ εἰς Ἱεριχώ,». Ὁ ἄνθρωπος ἐδῶ, συμβολίζει την ἀνθρωπότητα,
ἡ Ἱερουσαλήμ, συμβολίζει τήν ἄνω Ἱερουσαλήμ, τήν
Βασιλείαν τοῦ Θεοῦ, την αἰώνιον ζωήν, το· μένειν ἐν τῇ ἀγάπῃ, ἐν τῷ Θεῷ.
Ἡ Ἱεριχώ συμβολίζει τόν
τόπον τῆς ἁποστασίας, τόν μακράν τοῦ Θεοῦ τόπον, τόν τόπον χωρίς Θεόν,
χωρίς ἀγάπην, τήν ἄβυσσον τῆς αἰώνιας Ὀδύνης.
Ὁ Κύριος λέγει ὅτι «ὁ ἄνθρωπος
κατέβαινεν…» Δηλώνει, δηλαδή, ὅτι ἡ ἐγκατάλειψις
τοῦ Θεοῦ, ὁ χωρισμός, ἡ ἀπομάκρυνσις, εἶναι κάθοδος, εἶναι πτῶσις
ἀπό τό ὕψος τῆς ἄνω Ἱερουσαλήμ, πρός τήν Ἱεριχώ, πρός τήν ἄβυσσον, πρός τόν ᾏδην.
Ὁ ἄνθρωπος ἐγκαταλείποντας τόν Θεό, παίρνει τόν κατήφορον καί ἀπό πτώσεως εἰς
πτῶσιν φθάνει στήν Ἱεριχώ, τή Χώρα τῆς ἁμαρτίας.
Στόν δρόμον τῆς ἀπομακρύνσεως ἀπό τόν
Θεόν «καί λησταῖς περιέπεσεν, οἵ καί ἐκδύσαντες αὐτόν καί πληγάς ἐπιθέντες ἀπῆλθον
ἀφέντες ἡμιθανῆ τυγχάνοντα». Ποιοί εἶναι οἱ ληστές εἰς τούς ὁποίους
περιέπεσεν ὁ ἄνθρωπος, στό δρόμο τῆς ἀπομακρύνσεως ἀπό τόν Θεόν; Εἶναι πρῶτα ἀπό
ὅλα οἱ δαίμονες καί τά δαιμονικά, τά βρωμερά του πάθη, εἶναι ἡ ἔπαρσις,
ὁ Ἐγωϊσμός, ὁ κακός του ἑαυτός, τά γεννήματα τοῦ Ἐγωϊσμοῦ
του, ἀλλά καί ὁ
κόσμος, οἱ μακράν τοῦ Θεοῦ, οἱ χωρίς ἀγάπην ἄνθρωποι, καί ὁ Διάβολος. Τόν
λήστεψαν. Δεν τοῦ πῆραν μόνο τά χρήματα, ἀλλά
καί τόν ἔγδυσαν καί τόν πλήγωσαν καί τόν ἐγκατέλειψαν ἐκεῖ «ἡμιθανῆ»,
μισοπεθαμένον καί ἔφυγαν.
Σέ αὐτή τήν ἀθλιότητα, σ’ αὐτή την κατάντια,
δέν φθάνει ὁ ἄνθρωπος, πού ἐγκαταλείπει τό Θεό καί κυριεύεται ἀπό τά βρωμερά
του πάθη; Μισοπεθαμένη δέν εἶναι ἡ ἀνθρωπότητα, χωρίς
Θεόν, χωρίς ἀγάπη, πρός τόν Θεόν καί πρός τόν πλησίον;
Ὁ ἄνθρωπος, πού ἐγκαταλείπει τό Θεό ἀπεκδύεται
τό ἔνδυμα τῆς ἀφθαρσίας και ἐνδύεται το ἔνδυμα τῆς φθορᾶς καί τοῦ θανάτου.
Κείτεται «ἡμιθανής» ἐν Χώρᾳ καί σκιᾷ θανάτου καί οὔτε ὁ ἴδιος
μπορεῖ νά βοηθήσῃ τόν ἑαυτόν του οὔτε οἱ δυνάμεις τοῦ κόσμου μποροῦν νά
τόν βοηθήσουν. Οὔτε αὐτοί πού εἶναι ἐντεταλμένοι νά βοηθοῦν, δέν τόν
περιθάλπτουν, δέν ἔχουν ἀγάπη. Στήν παραβολή λέγει ὁ Κύριος ὅτι «κατά σύμπτωσιν
κάποιος ἱερεύς κατέβαινε σέ κεῖνον τόν δρόμον, καί μολονότι τόν εἶδε,
δέν τόν βοήθησε, τόν δρασκέλισε καί συνέχισε τό δρόμο του ἀδιάφορος. Ὁμοίως καί κάποιος Λευῒτης ἔφθασε σ’ αὐτό
τό μέρος καί ἀφοῦ πλησίασε τόν πληγωμένο, τόν προσπέρασε, χωρίς νά τόν βοηθήσῃ
καί συνέχισε τό δρόμο του.
Ὁ Προφήτης Ἱερεμίας περιγράφει τήν
κατάντια τῆς ἀνθρωπότητος, πού ἐγκαταλείπει
τόν Θεόν καί λέγει ὅτι «μακράν τοῦ Θεοῦ ὁ ἄνθρωπος
ὀρύσσει λάκκους συντετριμμένους, οἵ οὐ δυνήσονται ὕδωρ
συνέχειν» (Ἱερεμ. β΄13).
Ὅλα τά ἐπιτεύγματα
τοῦ ἀνθρώπου, πού ἐγκαταλείπει τό Θεό, πού εἶναι ἡ Πηγή τοῦ Ζῶντος Ὕδατος, ὅλη ἡ
τεχνολογική πρόοδος, ὁμοιάζει «μέ λάκκους συντετριμμένους», με στέρνες
τρύπιες, πού δεν μποροῦν συγκρατήσουν νερό. Ὅλα τά ἀνθρώπινα καμώματα, χωρίς
τόν Θεόν, δεν μποροῦν νά βοηθήσουν σέ τίποτε τήν «ἡμιθανῆ» ἀνθρωπότητα. Ποιός
μπόρεσε μέ ὅλα ἀνθρώπινα πλούτη, τήν ἐπιστήμη καί τήν τεχνολογία νά
προσθέσῃ στόν ἑαυτόν του ἕνα δευτερόλεπτο ἐπί πλέον ζωῆς;
Σέ τί ὠφέλησε τόν πλούσιον ἄνθρωπον ἡ
συσσώρευσι τοῦ πλούτου; Ὁ φυματικός πλούσιος φτύνει αἷμα σέ χρυσό δοχεῖο καί ὁ
φτωχός φτύνει σέ πήλινο. Αἷμα φτύνει καί ὁ ἕνας και ὁ ἄλλος. Ὁ πλούσιος τρώει
χαβιάρι καί χορταίνει καί ὁ φτωχός ψωμί καί κρεμμύδι καί χορταίνει. Και ὁ
πλούσιος χορταίνει, ἀλλά και ὁ φτωχός χορταίνει.
Τί ὠφέλισε ἡ ὑδρογονοβόμβα, ἡ ἀτομική
Βόμβα, οἱ Πύραυλοι καί ὅλα τά φονικά ὅπλα, στά χέρια τῶν ἀντιχρίστων, τῶν
δαιμονανθρώπων; Μήπως μπόρεσαν νά ἁπαλύνουν τόν πόνο μας; Μήπως μπόρεσαν
νά γεφυρώσουν τό μέγα Χάσμα, πού μᾶς χωρίζει ἀπό τό Θεό καί μεταξύ μας; Μήπως
μπόρεσαν νά θεραπεύσουν καί νά ἀναστήσουν τήν ἡμιθανῆ ἀνθρωπότητα; Δυστυχῶς ὅλα αὐτά μακράν τοῦ Θεοῦ σωρεύουν συμφορές,
δυστυχία καί ἐπώδυνον Θάνατον. Ἐγκαταλείπουμε τό
Θεό καί, με τήν κακή μας προαίρεσι, παραμένουμε κατάκοιτοι στή χώρα καί τή σκιά
τοῦ θανάτου, ἐμπεπηγμένοι «εἰς ἰλύν βυθοῦ», «δέσμιοι τῆς γῆς», αἰχμάλωτοι
τῶν δαιμονικῶν μας Παθῶν, «ἡμιθανεῖς», ἀβοήθητοι. Περιμένοντας μέ λαχτάρα τόν ΛΥΤΡΩΤΗ. Στήν Παραβολή αὐτή
τοῦ «Καλοῦ Σαμαρείτου» μᾶς ἀποκαλύπτει ὁ Κύριος τήν Θεϊκήν Του
συγκατάβασι. Μᾶς πλησιάζει μέ ἀγάπη καί μᾶς διδάσκει εἰς τήν «πρᾶξι» τήν Ἀγάπη.
Ὅλα καί ὅλοι μᾶς ἐξαπατοῦν, μᾶς ληστεύουν, μᾶς γδύνουν καί μᾶς ἐγκαταλείπουν «ἡμιθανεῖς».
Μόνον ὁ Θεός δέν μᾶς ἐγκαταλείπει. Ἐμεῖς Τον ἐγκαταλείπουμε καί Ἐκεῖνος,
ὡς ἄπειρη Ἀγάπη μᾶς κυνηγάει, μέ τό Ἔλεός
Του. Εὐσπλαγχνίζεται ὁ Θεός τά πλάσματά Του. «Τόσο
πολύ μᾶς ἀγάπησε ὥστε τόν Υἱόν Του τόν Μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς
αὐτόν μη ἀπόληται, ἀλλ’ ἔχῃ ζωήν αἰώνιον»( Ἰωάν. γ΄15,16).
«Σαμαρείτης δε τις ὁδεύων ἦλθε κατ’ αὐτόν, ἔφθασε
κοντά στόν μισοπεθαμένο, περιπεσόντα εἰς τούς ληστάς-δαίμονας – πάθη ἄνθρωπον, τόν ἐπλησίασε, ἔδεσε τά τραύματά του, ἀφοῦ πρῶτα
τά ἄλειψε, μέ λάδι καί κρασί, «ἐπιχέων ἔλαιον καί οἶνον», τόν ἀνέβασε εἰς τό ζῶον του, τόν πῆγε σέ κάποιο πανδοχεῖον καί τόν περιποιήθηκε. Τήν ἑπομένην
ἡμέραν τό πρωῒ, βγῆκε ἔξω καί, πρίν
νά φύγῃ, ἔβγαλε δύο δηνάρια καί τά ἔδωκε εἰς τόν πανδοχέα,
στόν ξενοδόχον και τοῦ εἶπε: «Ἐπιμελήθητι αὐτοῦ, και ὅ,τι ἄν προσδαπανήσῃς, ἐγώ ἐν τῷ ἐπανέρχεσθαί με ἀποδώσω
σοι».
Εἶναι αὐτονόητον ὅτι στήν παραβολή ὁ
Καλός Σαμαρείτης εἶναι ὁ Χριστός, ὁ ἐν σαρκί ἐληλυθώς Υἱός και Λόγος
τοῦ Θεοῦ. Αὐτός και μόνον Αὐτός πλησιάζει τόν ἡμιθανῆ καί τόν περιθάλπει. Αὐτός
και μόνον Αὐτός εἶναι «ὁ πλησίον», «ὁ Πανακής ἰατρός».
Πανδοχεῖον εἶναι ἡ Ἐκκλησία Του, πού εἶναι ὄντως
το Θεραπευτήριον ψυχῶν τε καί σωμάτων.
Πανδοχεύς, ξενοδόχος, εἶναι κάθε λειτουργός, κάθε πνευματικός,
κάθε Καλός ποιμένας καί ὁ ὁποῖος ὀφείλει νά εἶναι ψυχοθεραπευτής.
Τά Δύο Δηνάρια, συμβολίζουν τήν Παλαιάν καί τήν Καινήν Διαθήκην,
τήν ὁποίαν ὀφείλουν νά μελετοῦν καί νά ἐφαρμόζουν πρῶτα ἀπό ὅλους οἱ πανδοχεῖς,
«θεραπεύοντες πᾶσαν νόσον και πᾶσαν μαλακίαν ἐν τῷ λαῷ» «ὡς λόγον ἀποδώσοντες».
Ὁ Κύριος στήν παραβολή, προεξαγγέλλει τήν Δευτέραν ἔνδοξον Παρουσία Του, κατά
την ὁποίαν θα ἀποδώσῃ στόν καθένα ἀνάλογα μέ τά ἔργα του : ἔδωκε τῷ
πανδοχεῖ δύο δηνάρια καί εἶπεν: ἐπιμελήθητι αὐτοῦ καί ὅ,τι ἄν προσδαπανήσῃς, ἐγώ
ἐν τῷ ἐπανέρχεσθαί με ἀποδώσω σοι».
Μᾶς ἐπισκέπτεται ὁ Χριστός, ὡς ὁ Καλός
Σαμαρείτης τῆς Παραβολῆς, καί ἁπαλύνει τόν πόνον μας, σπογγίζει τά δάκρυά μας,
θεραπεύει τά τραύματά μας καί εἶναι παντοτεινά μαζί μας.
Δέν μᾶς ἐγκαταλείπει ποτέ. Εἶναι ὁ
μόνος πλησίον μας καί ἐρωτᾷ, ὄχι μόνον τόν νομικόν, ἀλλά ὅλους μας και λέγει:
«Κοντά ἀπό τον περιπεσόντα εἰς τούς ληστάς πέρασαν ὁ ἱερεύς, ὁ Λευῒτης
καί ὁ Καλός Σαμαρείτης· Τίς οὖν τούτων τῶν τριῶν πλησίον δοκεῖ σοι γεγονέναι τοῦ ἐμπεσόντος εἰς
τούς ληστάς; Ποιός εἶναι ὁ πλησίον;
Καί
ὁ νομικός ἀμέσως εἶπε: Πλησίον εἶναι ὁ ποιήσας τό ἔλεος μετ’ αὐτοῦ.
Πλησίον εἶναι αὐτός πού τόν πόνεσε, τόν εὐσπλαγχνίσθηκε καί τόν ἐλέησε.
Τότε λοιπόν ὁ Ἰησοῦς εἶπε στόν νομικό, ἀλλά καί στόν καθέναν ἀπό μᾶς: ΠΟΡΕΥΟΥ
ΚΑΙ ΣΥ ΠΟΙΕΙ ΟΜΟΙΩΣ.
Μᾶς καλεῖ ὁ Κύριος νά Τόν μιμηθοῦμε. Καί εἶναι καιρός νά ἐλευθερωθοῦμε. Νά
καθαρίσουμε τήν ψυχή μας ἀπό τά βρωμερά μας πάθη. Να ἀνοίξουμε τήν καρδιά μας
στό Χριστό. Νά ἀγαπήσουμε τον πλησίον μας ὡς σεαυτόν. Αὐτό ζητεῖ ἀπό ὅλους μας ὁ
κύριος. Αὐτόν, πού εἶναι ὀ κατ’ ἐξοχήν πλησίον μας, νά Τόν ἀγαπήσωμεν ὅπως ἀγαπᾶμε
τόν ἑαυτόν μας. Γι’ αὐτόν ἀκριβῶς τό
λόγο, ὀφείλουμε νά μετανοήσουμε εἰλικρινά καί νά ἐπιστρέψουμε στήν Πατρική Ἑστία.
Δηλαδή νά ἐγκολπωθοῦμε τό Εὐαγγέλιον καί νά τό κάνουμε «πρᾶξι» στήν
καθημερινή μας ζωή. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος μᾶς προτρέπει και
λέγει: «Γίνεσθε οὖν μιμηταί τοῦ Θεοῦ ὥς
τέκνα ἀγαπητά, και περιπατεῖτε ἐν ἀγάπῃ,
καθώς καί ὁ Χριστός ἠγάπησεν ἡμᾶς καί παρέδωκεν ἑαυτόν ὑπέρ ἡμῶν
προσφοράν καί θυσίαν τῷ Θεῷ εἰς ὀσμήν εὐωδίας» (Ἐφεσ. ε’1-2). Ὅπως ὁ Χριστός ἔγινε ὁ Πλησίον μας καί Σταυρώθηκε,
γιά Χάρι μας, ἔτσι κι’ ἐμεῖς ὀφείλουμε νά ἀγαπήσουμε τό Χριστό, μέχρι Σταυροῦ
και Θανάτου, καί γιά χάρι Του νά ἀγαπήσουμε ὁ ἕνας τόν ἄλλον, ὅπως Αὐτός μᾶς ἀγάπησε,
ὥστε νά μένουμε ἐν τῇ ἀγάπῃ καί νά ἀξιωθοῦμε, νά Τόν δοξάζουμε, σύν τῷ Πατρί
καί τῷ ἁγίῳ Πνεύματι, και τώρα και πάντοτε καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. ΑΜΗΝ.